Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Η πνευματική μου εξορία (Γέροντας Ραφαήλ Νόικα)



Γέροντας Ραφαήλ Νόικα
-Πως πρέπει να προσευχώμεθα και να κλαίμε κάθε φορά που αμαρτάνουμε;
-Το αληθινό πένθος δεν είναι μία στιγμή της ψυχής, μία ψυχολογική κατάστασις, αλλά είναι, όπως λέγει ο π. Σωφρόνιος, στιγμή στην οποία ο νούς και η καρδία ζούν την ίδια κατάσταση. Πιό σαφέστερα, η βίωσις του ονόματος του Θεού στον νού και στην καρδιά.
Μ᾿ αυτή την έννοια, στον ησυχασμό, με την πρακτική εξάσκηση της προσευχής του Ιησού, ο άνθρωπος φθάνει στην ένωση νού και καρδίας. Ο νούς και η καρδία του ανθρώπου γίνονται ένα και ζούν την ίδια στιγμή την ίδια εμπειρία. Αυτή είναι η στιγμή των δακρύων.
Αυτή η στιγμή-ομιλώ κάπως αποκλειστικά-είναι η αγάπη. Δεν προέρχεται ποτέ από την ιδική μας αγάπη, επειδή η αγάπη μας δεν είναι ακόμη καρπός της φύσεώς μας· εμείς εξεπέσαμε απ᾿ αυτήν και γι᾿ αυτό τα δάκρυα εξέρχονται πολλές φορές με πόνο και γι᾿ αυτό δεν καλλιεργείται μέσα μας ο ίδιος ο πόνος, αλλά διά του πόνου, λόγω της συντριβής που νοιώθουμε για τις αμαρτίες μας επανερχόμεθα στην φυσική κατάστασι του εαυτού μας.
Δεν έχω χρόνο να αναφερθώ στο πνευματικό μου προσκύνημα, στην πνευματική μου εξορία, στην περιπλάνηση μου· θέλω να φθάσω κατ᾿ ευθείαν στην στιγμή στην οποίαν επέστρεψα στην Ορθόδοξη Εκκλησία …όταν επέστρεψα στην Εκκλησία, δια της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας, μου απεκαλύφθηκε στην ψυχή μου ότι η Ορθοδοξία είναι, όπως και παραπάνω σας είπα, χωρίς καμμία αμφιβολία, η φύσις του ανθρώπου, έτσι όπως την συνέλαβε ο νούς του Θεού.
Αλλά γι᾿ αυτή την φύση, που τραυματίσθηκε από την αμαρτία, ήτο ανάγκη όπως ο Ίδιος ο Θεός να κατέλθη επί της γης, να ενσαρκωθή και να γίνη άνθρωπος όμοιος μ᾿ εμάς, πλην της αμαρτίας, να πεθάνη ως άνθρωπος επί του Σταυρού και ν᾿ αναστηθή.
Να πεθάνη επί του Σταυρού για να αποκαλύψη στον άνθρωπο τι είναι ο άνθρωπος. Η ανθρωπολογία μας απεικονίζεται από ένα μόνο Άνθρωπο, που καλείται Ιησούς. Και οι Πατέρες μας διετήρησαν τον λόγο και το Πνεύμα αυτού του Λόγου, τον οποίον δέχθηκε η ανθρωπότητα από τον Θεό.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι μπροστά από όλες τις ονομασίες, τις οποίες έλαβαν οι διάφορες χριστιανικές αιρέσεις, οι Πατέρες διετήρησαν το όνομα «Ορθοδοξία», το οποίον σημαίνει, όπως γνωρίζετε, αληθινή δόξα, δοξασία, γνώμη, αλήθεια.
Δηλαδή, το σπουδαιότερο (με μια παγκόσμια απήχηση), πέρα από όλες τις ονομασίες που εκράτησαν οι άλλοι, οι άγιοι Πατέρες μας ευρήκαν ότι το πράγμα το οποίον πρέπει να ομολογήσουμε μέχρις αίματος, μέχρι θανάτου μας (όπως έκαναν οι ομολογητές, σαν τον ομολογητή άγιο Μάξιμο, όπως έκαναν οι Μάρτυρές μας, από τους οποίους είναι γεμάτο το Συναξάριο), αυτή την σωστή δόξα του Θεού που είναι η μοναδική μας κληρονομιά.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μας είπε ακόμη, ότι δεν θα είμεθα το μεγαλύτερο τμήμα πιστευόντων στον κόσμο, ούτε το πιο δυνατό· δεν είμεθα ούτε το πιο εντυπωσιακό (άλλοι μας πολέμησαν με μεγάλα κατορθώματά τους στην ιστορία).
Η Ορθοδοξία είναι ένα είδος σταχτοπούτας, και λέγοντας αυτά, μου έρχονται στον νού οι διηγήσεις και τα παραμύθια της πατρίδος μας.
Ενθυμούμαι αμυδρά-δεν κρατώ ακριβώς στην μνήμη μου-μία διήγησι για τρεις αδελφές, οι οποίες, όταν ετελείωσαν, δεν ξέρω τι έγινε με μία γριά, η οποία τις παρεκάλεσε πολύ να πάνε μέχρι την γέφυρα. Εκεί θα έλθουν τρεις νεράιδες και να εκλέξουν όποια θέλουν.
Την πρώτη και την δεύτερη κόρη τις επήραν οι μεγαλύτερες και ωραιότερες νεράιδες, ενώ την τρίτη, την μικρή και ταπεινή την επήρε η πιο άσχημη και κοντόσωμη, αλλά γεμάτη από θησαυρούς. Καί οι άλλες ξεμυαλίσθηκαν, διότι δεν είχαν κάποιο μεγάλο έργο να επιτελέσουν μέσα τους.
Επανερχόμενος ημπορώ να ειπώ ότι η Ορθοδοξία, εξ αιτίας της δυστυχίας εκ της αμαρτίας του ανθρώπου, παρέμεινε η σταχτοπούτα της ιστορίας· η μοναδική ανάμεσα στις άλλες στην ιστορία, φαινομενικά όμως· αλλά ουσιαστικά είναι το μοναδικό αξιοτίμητο πράγμα στην ιστορία του κόσμου. Καί ημπορώ να σας ειπώ ότι δεν θα έλθη φόβος από καμμία άλλη «αλήθεια» από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.
Όντας πεταμένος εκεί, στην βαβυλωνία της Δύσεως, όπου αναμείχθηκαν και μπερδεύθηκαν όλες οι θρησκείες και φιλοσοφίες του κόσμου-όπως είναι για παράδειγμα η Νέα Εποχή-ανεκάλυψα ότι, ναί, υπάρχουν παντού θαυμαστές αλήθειες, άξιες θαυμασμού, αλλά δεν είναι παρά έσοπτρα και αινίγματα μπροστά στην Ορθοδοξία, που παραμένει στήριγμα δίπλα στον κάθε άνθρωπο.
Αυτή ήτο για μένα η Ορθοδοξία και δεν έχω λόγους να ευχαριστήσω τον Θεό και την Κυρία Θεοτόκο, διότι και μέσω των περιπλανήσεώς μου, μου απεκάλυψαν την αλήθεια! Καί σε διάστημα 31 ετών (το 1961 επέστρεψα στην Ορθοδοξία) ημέρα με την ημέρα, μήνα με τον μήνα, εμπειρία με την εμπειρία, επιβεβαιώθηκα ότι αυτή ήτο η πίστις που ζητούσε να με φέρη ο Θεός…
Στην Δύση, γενικά, εξωτερικά είναι πολύ πιο εύκολο να ζήσης, αλλά εσωτερικά αισθάνεσαι πολύ άσχημα, από ο,τι στην Ανατολή.
Εκεί δεν είχες τον φόβο του πολυβόλου ή της φυλακής, αλλά ήσουν υποταγμένος σ᾿ ένα εσωτερικό διωγμό, ένεκα του οποίου συ ο ίδιος καταλαβαινες ότι ευρίσκεσαι μακριά από την αλήθεια. Και προσπαθούσες να μάχεσαι μόνος σου εναντίον αυτών των καταστάσεων, προς τις οποίες σε εμποδίζουν οι νοοτροπίες, η ιστορία, οι συνθήκες της δυτικής ζωής. Και αυτός ο εσωτερικός διωγμός, κατά ένα τρόπο, πιστεύω ότι δεν είναι καθόλου εύκολος.
…Ήθελα ν᾿ αναφερθώ στην συνέχεια, στο παράδειγμα του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος προετοίμαζε την οδό του Κυρίου, όταν ωμιλούσε στον εκλεκτό λαό του Θεού, στον Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης. Καί εμείς, η Ορθοδοξία, είμεθα ο νέος Ισραήλ της Καινής Διαθήκης, διότι και τώρα, μετά από 2000 χρόνια, είμεθα πολύ περισσότερο σε μια πολύ παρόμοια θέση με εκείνη του παλαιού Ισραήλ.
Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος άρχισε το προφητικό του έργο διά της κλήσεως στην μετάνοια, λέγοντας: «Καί μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ»(Ματ.3,9). Σας λέγω όλα αυτά, επειδή ήμουν και εγώ μία «πέτρα».
Καί ενίοτε ερωτώ τον εαυτό μου, δεν θα ήτο καλλίτερα να ήμουν ακόμη μία πέτρα; Γι᾿ αυτό και ομολογώ την πλάνη μου, ότι ήτο πράγματι πλάνη, διότι δεν ήθελα να πάρω την ευθεία οδό. Καί όμως, μερικές φορές, έχω την εντύπωση ότι όλα ήσαν στην πρόνοια του Θεού διότι, όντας τότε σαν την πέτρα, να καταλάβω αργότερα, καλλίτερα, με τον αντίθετο τρόπο, ποιά είναι η αληθινή ζωή.
Είδα πολλές φορές ότι αυτό το οποίο προσελκύει στην Ορθοδοξία από έξω (όπως περίπου έκανα κι εγώ) είναι ότι από το ένα μέρος ολοκληρώνονται οι δυσκολίες, εκεί όπου εμείς προσπαθούμε να τις κάνουμε ευκολώτερες, διότι έχουμε την Ορθοδοξία στο αίμα μας, από τους προγόνους μας· από το άλλο μέρος, ο προσήλυτος έχει, σαν αντάμειψη, μία ζωντανή αντίληψη το τι σημαίνει Ορθοδοξία, ακριβώς με το γεγονός ότι επέρασε μέσα απ᾿ αυτή την κατάσταση της «πέτρας» και συνεπώς, ουσιαστικά, πολλές φορές καταλαβαίνει αυτό το βάθος, παρά εμείς οι οποίοι, μη γνωρίζοντας τι σημαίνει να μη το έχης, συμπεριφερόμεθα κάπως επιπόλαια.
Καί τι είναι αμαρτία; Θα σας απαντήσω από την θλιβερά μου εμπειρία: Είναι ένα τίποτε, είναι ο θάνατος.
Έχει μία φαινομενική απόλαυση της ζωής, της ηδονής, της κοσμικής σοφίας, τα οποία τελικά είναι ένα ψέμμα! Μπορεί να αποφεύγη κάποιος την οδό της αμαρτίας, αλλά μόνο διά της πολλής προσευχής.
Γέροντος Ραφαήλ Νόικα: Η επιστροφή μου στην Ορθοδοξία και η είσοδός μου στον μοναχισμό,Μετάφρασις – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Όσιου Γρηγορίου Αγίου Όρους 2005  iconandlight.wordpress.com

Τι είναι η Θεοεγκατάλειψη. Ποιοι είναι οι τέσσερις τρόποι Θεοεγκατάλειψης



Στο βίο και τη διδασκαλία του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου βλέπουμε τον άγιο να επανέρχεται επανειλημμένα στο θέμα της θεοεγκατάλειψης.
Ομιλεί εκ πείρας καθώς επί δεκαπενταετία έζησε αυτή την φοβερή δοκιμασία. Με το βίωμα του μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή, αυτή την Αγιογραφική και Πατερική διδασκαλία ιδιαίτερα απαραίτητη για τους αγωνιζομένους χριστιανούς.
Πολλοί χριστιανοί ξεκινούν με ενθουσιασμό την πνευματική ζωή της αναγεννήσεως. Όμως στην πορεία, όταν συστέλλεται η Θεία Χάρη και επέρχεται καταιγίδα πειρασμών και δοκιμασιών,, προσεύχονται, επικαλούνται το Θεό, χωρίς καμιά απάντηση. Απογοητεύονται, συγχύζονται, τα χάνουν. Η πίστη κλονίζεται. Οι αμφιβολίες περιτριγυρίζουν «ώσπερ μέλισσαι».
Αυτή η κατάσταση παρομοιάζεται με την πορεία του Ισραηλιτικού λαού στην έρημο. Είναι μια πορεία σε μια έρημο απαρηγόρητη «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω».
Το ίδιο βίωμα έχουν οι Μάρτυρες στους διωγμούς και οι Όσιοι στην άσκηση της ερήμου. Όλοι όμως συμφωνούν, ότι όταν λέμε Θεοεγκατάλειψη, δεν έχουμε πλήρη εγκατάλειψη του ανθρώπου από το Θεό. Απλώς ο Θεός μετά την πρώτη επίσκεψη, συστέλλει την Χάρη Του για να φανεί η διάθεση του αγωνιστού χριστιανού…
theoegkataleipsi
Οι Τέσσερις τρόποι εγκατάλειψης
Κατά τον Άγιο Μάξιμο τέσσερις είναι γενικά οι τρόποι Θεοεγκατάλειψης:
  1. «η κατ’ οικονομία Θεού», όπως έγινε στο πάθος του Κυρίου, ώστε με τη νομιζόμενη εγκατάλειψη να σωθούν οι άνθρωποι, που είχαν εγκαταλειφθεί.
  2. η προς δοκιμήν, όπως με τον Ιώβ και τον Ιωσήφ, για να αναδειχθούν ο πρώτος υπόδειγμα ανδρείας, και ο άλλος υπόδειγμα σωφροσύνης.
  3. τρίτη, η πατρική παιδαγωγία, όπως με τον Απόστολο Παύλο, για να φυλάξει με την ταπεινοφροσύνη την άφθονη χάρη. 
  4. τέλος, η εγκατάλειψη λόγω αποστροφής, όπως των Ιουδαίων, ώστε με την τιμωρία να μαλακώσουν και να λυγίσουν σε μετάνοια. Όλοι αυτοί οι τρόποι είναι σωτήριοι και γεμάτοι από Θεία αγαθότητα και φιλανθρωπία.
από το βιβλίο: «ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ» – Από την διδασκαλία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου – Αρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη (Ιερά Μονή Αγίου Κοσμά Αιτωλού – Αρναία)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
(σελ 259, αποσπάσματα)
Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.

Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».

Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις πού μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.

Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ' όλες τις δεήσεις.


Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό πού ανέχονται σ' άλλους, σ' αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.

Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποίηση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.

Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ' όλα τα επίπεδα της υπάρξεως του.

Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;... Είναι δυνατό αυτό;...

         Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.

Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πώς βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.

Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πώς η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ' όλες τις πτυχές της ζωής του.

Χιλιόχρονη πείρα, πού παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι' Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ' άλλους.

Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, πού μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.

Τότε γίνεται ολοφάνερο πώς έφτασε στα όρια, πού δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Το άλυτο μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων και η ανθρώπινη τύφλωση Επιστολή 36 του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, 7 Ιουλίου 1968


Επιστολή 36 του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, 7 Ιουλίου 1968
…Ναι, και εγώ επίσης το πήρα απόφαση ότι το μυστήριο των διαπροσωπικών σχέσεων θα παραμείνει για μένα άλυτο ως το τέλος των ημερών μου, τέλος που ήδη πλησιάζει1. Έχει ενισχυθεί μέσα μου η συνείδηση ότι όλοι εμείς οι άνθρωποι στον ένα ή τον άλλο βαθμό είμαστε τυφλοί.
Βλέπουμε κάποιο μέρος της παγκόσμιας ζωής και βασιζόμαστε στις κρίσεις μας από τη «μερική» αυτή θεώρηση. Η μερική, ατομική αυτή θεώρηση κυριεύει τον άνθρωπο τόσο ισχυρά, ώστε να μην μπορεί να κρίνει διαφορετικά, παρά βασιζόμενος στη δική του αντίληψη ή, όπως είπα, θεώρηση των πραγμάτων.
Ως συνέπεια της χαρακτηριστικής σε όλους μας τυφλώσεως, όλοι ανεξαιρέτως, δεν κατανοούμε πότε πληγώνουμε τους άλλους, πότε καταστρέφουμε τη ζωή τους, πότε κρίνουμε γι’ αυτούς σύμφωνα με την αντίδραση εκείνη που αποδείχθηκε συνέπεια ίσως κάποιας δικής μας ενέργειας.
Γνωρίζουμε ότι στη βάση της προσωπικής μας συνείδησης βρίσκεται η επιθυμία του αγαθού, η αναζήτηση της τελειότητος, και κινούμενοι από τη βεβαιότητα για το δίκαιο της αναζητήσεώς μας τείνουμε αθεράπευτα να δικαιώνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Και αυτό αποτελεί κοινή αρρώστια όλων μας. Από αυτό προέρχονται οι άλυτες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Άλυτες, γιατί ο καθένας δικαιώνει τον εαυτό του απορρίπτοντας τη δικαιοσύνη του άλλου που στέκεται απέναντί του.
Δεν τα γράφω αυτά με σκοπό να σου καταλογίσω εκ νέου οτιδήποτε. Δεν γνωρίζω ποιος πρώτος με κάποια ορατή ή αόρατη κίνηση της ψυχής του προξένησε πληγή στην άλλη ψυχή. Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»2[Ματθ. 6,12].
Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε.
Σου έγραψα ήδη, μου φαίνεται, ότι από πολύ παλιά άρχισα να βλέπω όλα όσα «συμβαίνουν» σε μένα, όχι μόνο ως προσωπικό μου δράμα ή ακόμη και τραγωδία, αλλά ως αποκάλυψη εκείνων που διαδραματίζονται στον ανθρώπινο ωκεανό, στην απεραντοσύνη της ζωής του κόσμου, που περνάει από μένα σαν θάλασσα από κάποιον «πορθμό». Ο πορθμός αυτός δεν είναι η ίδια η θάλασσα, αλλά το νερό μέσα σε αυτόν είναι το ίδιο με το νερό της θάλασσας. Και αυτό αποτελεί τον δρόμο για τη βαθύτερη κατανόηση των λόγων του Χριστού: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτε και υμείς ποιείτε αυτοίς»3 Ματθ. 7,12. Συνεπώς αυτό είναι η μάθηση μας, το σχολείο μας· αυτό αποτελεί τον δρόμο προς την παγκόσμια γνώση, την οδό για την αφομοίωση της διδαχής του Χριστού, ως τότε ακατανόητης, παραμορφωμένης από τα πάθη και την «τύφλωση» μας. Λοιπόν, αγαπητή μου Μαρία, ειρήνη σε σένα και χάρη Άνωθεν. Και μην φοβάσαι, δεν θα σε ανησυχήσω άλλο με τίποτε που θα μπορούσε να σου θυμίσει την πληγή σου. Εγώ ο ίδιος είμαι τυφλός και δεν θυμάμαι καθόλου την πρώτη εκείνη χειρονομία μου, που εσύ κατανόησες με τον τρόπο που γράφεις γι’ αυτή. Συγχώρησέ με και δώσε μου την αγάπη σου…
Σημειώσεις
1 Η παράγραφος αυτή είναι απάντηση του Γέροντος Σωφρονίου στο γράμμα της Μαρίας της 2ας Ιουλίου 1968, όπου αυτή γράφει για κάποια παρεξήγηση στις σχέσεις με έναν κοινό γνωστό.
2 Ματθ. 6,12.
3 Ματθ. 7,12. Πρβλ. Λουκ. 6,31.
Πηγή: Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Σαχάρωφ, Γράμματα στη Ρωσία, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας, 2009, σ. 114-115

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας είναι αποστασία!


Έλαχε στον κλήρο μας να γεννηθούμε στον κόσμο κατά μια τρομακτικά ταραγμένη περίοδο. Δεν είμαστε μόνο παθητικά θεατές, αλλά μέχρι ένα σημείο συμμέτοχοι στον ισχυρό αγώνα ανάμεσα στην πίστη και στην απιστία, ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία..\


Μετά από τόσα χρόνια αδιάκοπης σχεδόν αλληλοεξοντώσεως των ανθρώπων επάνω στη γη, για την οποία δικαιoλογούνται όλοι αδιάκοπα μπροστά στον ίδιο τον εαυτό τους, είναι αδύνατο να περιμένουμε ότι αυτοί θα τολμήσουν να ατενίσουν το ύψος του Ουρανού και να ονομάσουν τον Θεό Πατέρα τους.
Στις ημέρες μας η «αποκτήνωση» του κόσμου έλαβε φοβερές διαστάσεις. Η έκπτωση από τη χριστιανική πίστη κατά την αυθεντική της ουσία έχει γίνει καθολικό φαινόμενο. Η λέξη που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας είναι αποστασία. Φοβάμαι λοιπόν ότι μόνο η αύξηση των συμφορών μπορεί τώρα να οδηγήσει τους ανθρώπους στα παθήματα εκείνα που θα φανούν πραγματικά κρίσιμα, και τα οποία θα διεγείρουν σ’ αυτούς πάλι την ικανότητα να αντιληφθούν την πρωταρχική τους φύση κατ’ εικόνα Θεού. Τότε θα βασιλεύσει η ειρήνη στη γη.
Όσο όμως οι άνθρωποι παραμένουν όμοιοι με τα άγρια θηρία, δεν πρέπει να αναμένουμε ειρήνη επάνω στη γη. Είναι μάταιες όλες οι προσπάθειες με τις οδούς της διπλωματίας και με άλλα παρόμοια μέσα για την αποτροπή της συμφοράς του πολέμου. Είναι πρωτίστως απαραίτητη η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, απαραίτητη η «ανθρωποποίηση» του θηριώδους αυτού κόσμου… (Γράμματα στη Ρωσία )
Παντού υπάρχει πόνος. Ο αέρας αντηχεί από τους στεναγμούς των καταπιεσμένων…Μερικοί όμως αγωνίζονται να βρουν την έξοδο απ’ το σκοτάδι της πνευματικής τους άγνοιας. Διψούν για την αλήθεια. Αλλ’ όταν αυτή η Αλήθεια, παρ’ όλη την μακρά αναζήτηση της από τους ανθρώπους, παρ’ όλη τη μεγάλη τους λαχτάρα εμφανίζεται με όλη τη Θεία της τελειότητα, –αν και «το μεν πνεύμα πρόθυμον … η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. 26,41)–, αυτοί κλείνουν την καρδιά τους στη δύναμη της αθανασίας. Κατηγορώντας αυτόν, ο οποίος είπε «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιωάν. 14,6), ταυτίζονται με τους διώκτες του, και όπως είπε ο Τερτυλιανός, «ο καλύτερος τρόπος να γίνεις ευχάριστος στους διώκτες της αλήθειας, είναι να τη διαλύσεις και να τη διαφθείρεις» (Απολογητικός 46).
Είναι τρομερό να σκέπτεται κανείς ότι ο κόσμος προτιμά κάθετι άλλο στον κόσμο παρά την αιώνια δόξα, την οποία ο συναιώνιος με τον Πατέρα Υιός μας προσέφερε με τον εαυτό του.
Εγώ προτιμώ να με σκοτώσουν οι άνθρωποι του κόσμου, παρά να πάω µαζί τους και να αποκτήσω κοσμικό φρόνημα.
Είναι σημαντικό για τις μέρες μας να μπορούμε να μην επηρεαζόμαστε από εκείνους με τους οποίους σχετιζόμαστε, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε και πίστη και προσευχή. Ο κόσμος ας μας κρίνει σαν αναξίους προσοχής, εμπιστοσύνης και σεβασμού. Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο, αν είμαστε αρεστοί στον Κύριο…Δεν είναι εύκολη υπόθεση να διατηρούμε την έμπνευση ενώ είμαστε περικυκλωμένοι από τα παγωμένα νερά του κόσμου, ο οποίος δεν προσεύχεται. Ο Χριστός έρριξε τη θεία φλόγα στη γη, και προσευχόμαστε σ’ αυτόν να φλογίσει τις ψυχές μας να μην υπερνικηθούμε από το κοσμικό ψύχος και να μην επισκιάσει κανένα μαύρο σύννεφο αυτήν την λαμπρή φλόγα.
Ιδιαίτερα στις ημέρες μας η κακία των ανθρώπων είναι σαφώς αισθητή, διότι το κακό εμφανίζεται οργανωμένο περισσότερο από κάθε άλλη φορά… βλέπω όλη την ανθρωπότητα βυθισμένη σε αδελφοκτόνους πολέμους, και ακόμη δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα. Αντιθέτως μάλιστα, κάλυψαν τον ουρανό πρωτοφανή μαύρα σύννεφα, έτοιμα να προκαλέσουν αποκαλυπτική καταιγίδα… Και εγώ, βλέποντας την θηριώδη αυτή κατάσταση από τα νεανικά μου χρόνια, ήμουν έτοιμος να βγω στους δρόμους και τις πλατείες με αναμμένο φανάρι, όπως ο Διογένης, για να αναζητήσω άνθρωπο…
Αυτός ο παραμορφωμένος από το μίσος των ανθρώπων κόσμος κρύβει από την όραση το Υπέροχο Πρόσωπο του Θεού.
Έλαχε στον κλήρο μας να γεννηθούμε στον κόσμο κατά μια τρομακτικά ταραγμένη περίοδο. Δεν είμαστε μόνο παθητικά θεατές, αλλά μέχρι ένα σημείο συμμέτοχοι στον ισχυρό αγώνα ανάμεσα στην πίστη και στην απιστία, ανάμεσα στην ελπίδα και την απελπισία..
Ο Χριστός μας διακήρυξε το θείο μεγαλείο του ανθρώπου, υιού του Θεού και εμείς ακόμα καταπνιγόμαστε από το θέαμα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου που σαδιστικά εμπαίζεται και ποδοπατείται. Η πιο αποτελεσματική συνεισφορά μας στη νίκη του καλού είναι να προσευχόμαστε για τους εχθρούς μας και όλο τον κόσμο. Δεν το πιστεύουμε μόνο, γνωρίζουμε τη δύναμη της αληθινής προσευχής. Δεν αγνοούμε όμως την προφητεία της αποκαλύψεως, ότι θα επιτραπεί στο κακό να βρει την πλήρη έκφρασή του και έτσι να φέρει ένα τέλος στην ιστορία αυτής της γης. Τότε θα ‘ρθει η τελική κρίση, που θα γίνει στα όρια του χρόνου κατά τον οποίο «ο άγγελος ώμοσεν … ότι χρόνος ουκέτι έσται» (Αποκ. 10,6).
Στο μεταξύ εμείς ποτέ δεν πρέπει να πάψουμε να επικαλούμαστε τον Υιό του Θεού να ελεήσει εμάς και τον κόσμο του.
Πού είναι λοιπόν η πρόνοια που απλώνεται μέχρι και τα πιο ταπεινά πράγματα και που φροντίζει και για τα πιο ελάχιστα;
Όλοι πνιγόμαστε ασφυκτικά από το θέαμα του αχαλίνωτου οργίου του κακού στον κόσμο.
Ο ίδιος ο Χριστός μας διαβεβαιώνει πως ο Θεός προνοεί στοργικά για όλη την κτίση και ότι δεν λησμονεί ούτε ένα μικρό πουλάκι τ’ουρανού, ότι φροντίζει και για τον καλλωπισμό των αγριόκρινων, για τους ανθρώπους μάλιστα η πρόνοια Του είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη, σε βαθμό ώστε «ημών και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματθ. ι’ 30).
 Άγιος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Γιατί Θεέ μου σε μένα;




Λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Το να είναι κάποιος χριστιανός σημαίνει να πιστεύει στη νίκη επάνω στον κόσμο και τίποτα λιγότερο». Τι σημαίνει όμως αυτό; Και το λέγω αυτό διότι πολλές φορές παρεξηγούμε αυτήν την νίκη πάνω στον κόσμο.
Οι μέρες που περνούμε αδελφοί μου χαρακτηρίζονται δύσκολες. Τα ΜΜΕ τροφοδοτούν το μυαλό με πληροφορίες και προβλέψεις, που κάνουν την καρδιά να αγωνιά για το αύριο. Οι άνθρωποι ζουν και αναπνέουν με την αγωνία να διαποτίζει την καθημερινότητά τους. Κυριαρχεί μία αβεβαιότητα, μία σύγχυση, μία ταραχή.
Πως λοιπόν εμείς οι χριστιανοί θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτήν την πραγματικότητα;
Λένε κάποιοι, με ελαφρά την καρδία, «δεν θα επιτρέψει ο Θεός να πάθουμε κακό». Αυτή όμως η διαπίστωση ενθαρρύνει τη ψευδαίσθηση και τη ψεύτικη πίστη. Τι πάει να πει «δεν θα επιτρέψει ο Θεός να πάθουμε κακό»; Ή άλλοι υποστηρίζουν, εμείς οι χριστιανοί είμαστε πλέον ο εκλεκτός λαός του Θεού και ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Και φυσικά αδελφοί μου ο Θεός δεν θα μας αφήσει όμως όχι όπως το εννοούν οι περισσότεροι χριστιανοί. Τα φαινομενικά κακά που μας έχουν βρει δεν σηματοδοτούν και την εγκατάλειψη του Θεού, αντιθέτως θα έλεγα…
Υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός θα νικήσει το κακό, θα συντρίψει τους εχθρούς του, θα μας βοηθήσει, θα μας συμπαρασταθεί. Μα καλά, σε ποιον Χριστό πιστεύουμε τελικά, σε αυτόν που θα έρθει; Ή σε αυτόν που ήρθε; Ο Χριστός αδελφοί μου ήρθε. Ο Χριστός δεν θα νικήσει το κακό, αλλά το νίκησε, ο Χριστός δεν θα μας σώσει αλλά μας έσωσε από την τυραννία του διαβόλου και όμως εμείς επιμένουμε να πιστεύουμε σε έναν μελλοντικό Χριστό, τον οποίο δυστυχώς του προσδίδουμε και κοσμικές ιδιότητες, του προσδίδουμε ιδιότητες και πράξεις κοσμικής δικαίωσης, ή εκδικητικές ενέργειες μέσα σε ένα δήθεν χριστιανικό πνεύμα.
Όταν λέμε ότι «πιστεύουμε στο Θεό» είναι σαν να λέμε «ζω όπως το Θεό. Ζω τη ζωή Του». Η ομολογία αυτή είναι βαριά! Για να είναι αληθινή θα πρέπει να βιώνεται ή τουλάχιστον να θέλουμε να τη βιώσουμε και να προσπαθούμε γι’ αυτό.
Ζώντας την χριστιανική ζωή θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μην πέσουμε στην παγίδα του διαβόλου που μας λέγει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι εάν πιστεύεις στον Θεό όλα θα σου πάνε καλά, και δουλειά θα έχεις, και την υγειά σου θα έχεις και παιδιά θα κάνεις και θα πετύχουν στην ζωή τους και γενικά εάν προσπαθείς να ζεις εν Χριστώ, ο Θεός θα σε ευλογεί. Αυτοί οι λογισμοί είναι δαιμονικοί. Διότι βλέπετε άνθρωποι που πιστεύουν τα παραπάνω, και ξαφνικά τους έρχεται μία αρρώστια, ή κάποια άλλη δοκιμασία αμέσως αρχίζουν και λένε όλα αυτά τα γιατί και να τα βάζουν με τον Θεό. Γιατί Θεέ μου σε εμένα, εγώ που πήγαινα κάθε Κυριακή στην εκκλησία; Γιατί Θεέ μου σε εμένα , εγώ που νήστευα, που προσευχόμουν, που σε ομολογούσα μπροστά στους ανθρώπους; Και τελικά απογοητεύονται και πέφτουν στην απελπισία, βλασφημούν και τον Θεό που δήθεν πίστευαν.
Και έρχεται ο Θεός και σου απαντά σε όλα αυτά τα «γιατί»: Ναι σε εσένα αδελφέ. Γιατί όχι; Τι περίμενες; Να δικαιωθείς κατά κόσμον; Περίμενες να πετύχεις κατά κόσμον; Περίμενες να σου πάνε όλα καλά κατά κόσμον; Περίμενες να ζεις μέσα στην άνεση του πλούτου, την υγεία του σώματος, την κοινωνική καταξίωση, την επαγγελματική επιτυχία; Εάν περίμενες από εμένα όλα αυτά, κακώς τα περίμενες. Εγώ άλλα πράγματα σου είπα,
«Ὅς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Οι πειρασμοί αδελφοί μου είναι αδιάσπαστο κομμάτι της εν Χριστώ ζωής. Λέγει ο άγιος Νεκτάριος: Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή.
Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: Χωρίς προβλήματα, χωρίς συμφορές, χωρίς αρρώστιες, χωρίς λύπες, τι θα έκανε ο άνθρωπος; Θα το έριχνε στην τρυφή και τη μέθη, θα κυλιόταν στο βούρκο σαν γουρούνι, θα ξεχνούσε ολότελα το Θεό και τις άγιες εντολές Του. Τώρα, όμως, οι αγωνίες και οι φόβοι, οι θλίψεις και οι δοκιμασίες τον κρατούν σε κάποιαν εγρήγορση, του γίνεται σχολείο φιλοσοφίας, γυμναστήριο της ψυχής. Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες δεν είναι αιτίες λύπης, αλλά καυχήσεως και χαράς…
Η πίστη μας στον Χριστό αδελφοί μου πρέπει να αποδεικνύεται με την εμπιστοσύνη μας στην Θεία Του Πρόνοια.
Μην ξεχνούμε ότι και ο Χριστός μας «έχασε». Θανατώθηκε. Πέθανε πάνω στο ατιμωτικό ξύλο ενός σταυρού. Ο Χριστός έχασε εκουσίως κατά κόσμον και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο κέρδισε. Έχασε φαινομενικά και κέρδισε ουσιαστικά. Πόνεσε αλλά μας ανακαίνισε. Πέθανε αλλά και Αναστήθηκε.
Εάν λοιπόν ο Χριστός μας δεν είπε όχι στον πειρασμό, στον πόνο, στον θάνατο…θα πούμε εμείς; Η Εκκλησία αδελφοί μου ζει όχι απλά με την ελπίδα αλλά με την βεβαιότητα της Αναστάσεως, ο χριστιανός πρέπει να ζει με την βεβαιότητα της Αγάπης του Θεού Πατρός που «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Πλήθος οι ανάγκες, πού μας περιζώνουν στην πορεία της ζωής. Πλήθος τα προβλήματα, αλλά μεγαλύτερα και αλλά μικρότερα, πού ορθώνονται απειλητικά ενώπιον μας κάθε στιγμή.
Ο Θεός όμως λέγει: Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο και απροστάτευτο. «Μετά σου ειμί εν θλίψει». «Έπικαλέσαι με εν ώρα θλίψεως και εξελούμαι σε και δοξάσεις με». Μην απογοητεύεσαι μπροστά στα προβλήματα της ζωής. Ζήτησε την δική μου βοήθεια, λέγει ο Θεός, και εγώ θα σε βγάλω από τη δυσκολία όταν είσαι έτοιμος. «Εν τω κοσμώ θλίψιν έξετε» είπε ο ενανθρωπήσας Λυτρωτής μας και προσέθεσε: «αλλά θαρσείτε εγώ νενίκησα τον κόσμον». Μην απογοητεύεσθε μην καταβάλλεσθε από την στενοχώρια, μην χάνετε το θάρρος σας. Εγώ είμαι μαζί σας. Εγώ δεν θα νικήσω το κακό αλλά το νίκησα ήδη.
Όμως μην μου ζητάτε εύκολη ζωή, μην μου ζητάτε καλοπέραση, μην μου ζητάτε ζωή χωρίς πειρασμούς διότι εάν «μη πειρασμός ουδέ στέφανος».
Έλεγε ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Συνετός και μυαλωμένος άνθρωπος είναι εκείνος που αντελήφθη καλώς ότι υπάρχει τέρμα της παρούσης ζωής και σπεύδει και αυτός να θέσει τέρμα εις τα σφάλματα και ελαττώματά του ζώντας με ταπείνωση και μετάνοια, αντιμετωπίζοντας κάθε πειρασμό και δοκιμασία σαν ευκαιρία πνευματικής προκοπής».
Τα συναξάρια των αγίων μας είναι γεμάτα πειρασμούς, δοκιμασίες. Όλοι οι άγιοι χάσανε κατά κόσμον και κέρδισαν κατά Θεόν.
Σ΄ Αυτόν τον Χριστό να πιστεύουμε αδελφοί μου, στον Αληθινό Θεό που δεν μένει στις μικρότητες αυτής της ζωής αλλά μας ζητά να Τον ακολουθήσουμε με εμπιστοσύνη δια των δοκιμασιών στην Χώρα των Ζώντων, στην Ουράνια Βασιλεία Του.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

H οδός τής κάθαρσης ως μόνη οδός φωτισμού



H οδός τής κάθαρσης ως μόνη οδός φωτισμού Γέροντα  Σωφρονίου του Εσσεξ
Εκείνος, όστις όντως πιστεύει ότι αι ευαγγελικαί εντολαί εδόθησαν υπό του Μόνου αληθινού Θεού, αντλεί εκ της πίστεως αυτής δύναμιν προς ζωήν κατ’ εικόνα Χριστού. Ο πιστός δεν επιτρέπει εις εαυτόν κριτικήν προσέγγισιν του λόγου του Κυρίου, αλλά θέτει εαυτόν υπό την κρίσιν αυτού.
Δια της οδού ταύτης αναγνωρίζει εαυτόν ως αμαρτωλόν και συντρίβεται δια την οικτράν κατάστασιν αυτού. Η απουσία συντριβής δια τας αμαρτίας είναι ένδειξις ότι δεν απεκαλύφθη εισέτι εις αυτόν η θέα του σχεδίου εκείνου, συμφώνως προς το οποίον συνελήφθη ο άνθρωπος προ καταβολής κόσμου. Ο αληθώς μετανοών δεν αναζητεί ουράνιον θεωρίαν: Προσηλούται καθ’ ολοκληρίαν εις την πάλην κατά της αμαρτίας, κατά των παθών. Μόνον μετά την κάθαρσιν εξ αυτών (έστω και μη τελείαν έτι), παρουσιάζονται εις αυτόν κατά τρόπον φυσικόν και αβίαστον κατηυγασμένοι υπό του Φωτός πνευματικοί ορίζοντες, ανυποψίαστοι έως τότε, και ο νους και η καρδία αρπάζονται υπό της αγάπης του Θεού. Τότε αναπλάττεται η φύσις ημών, η τεθραυσμένη υπό της πτώσεως, και διανοίγονται αι θύραι προς τον χώρον της αθανασίας.

Η οδός προς την αγίαν θεωρίαν διέρχεται δια της μετανοίας. Όσον κυριεύει ημών η ζοφώδης υπερηφανία, η αλλοτρία του Θεού του Φωτός «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία» (πρβλ. Α’ Ιωάν. 1,5), δεν είμεθα δεκτοί εις την αιωνιότητα Αυτού. Αλλά το πάθος τούτο είναι εξαιρετικώς λεπτόν και ημείς δεν είμεθα εις θέσιν να διακρίνωμεν πλήρως την παρουσίαν αυτού εντός ημών. Ως εκ τούτου η προσευχή ημών είναι θερμή: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με. Και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου Σου· εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον Σου διαπαντός, Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου» (Ψαλμ. 18,13-15).
Ουδείς εξ ημών των υιών του Αδάμ, βλέπει ευκρινώς τας αμαρτίας αυτού. Μόνον κατά τας ώρας των ελλάμψεων του Θείου Φωτός ελευθερούμεθα εκ των φοβερών αυτών δεσμών. Και εάν τούτο δεν υπάρχη, είναι καλόν μετά κλαυθμού να κράζωμεν:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Η μετά ζήλου συμμόρφωσις προς τας εντολάς του Χριστού οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πάντων των δυνατών εν τη πνευματική σφαίρα του κόσμου φαινομένων. Ο άνθρωπος μόνος δεν είναι εις θέσιν να αντισταθή εις αυτά, ούτε να διακρίνη ακριβώς τι συντελεί εις απώλειαν και τι εις σωτηρίαν. Εν απογνώσει ούτος θα επικαλήται το Όνομα του Ζώντος Θεού. Και μακάριος θα είναι, εάν επισκεφθή αυτόν ακτίς Φωτός εκ της απροσίτου περιοχής της Θεότητος, ήτις θα φανερώση την αληθή φύσιν παντός φαινομένου. Εάν όμως το Φως δεν ήλθεν εισέτι, τότε και πάλιν δεν πρέπει ούτος να φοβήται, αλλά μετά δυνάμεως να προσεύχηται: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος, ελέησον με».
Και θα κατέλθη η σωτήριος δύναμις απαραιτήτως.

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ).
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Ανακοινώθηκε η επίσημη Αγιοκατάταξη του Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ

Ανακοινώθηκε η επίσημη Αγιοκατάταξη του Γέροντα Σωφρονίου του Έσσεξ
Αγιοκατατάχθηκε επίσημα σήμερα έπειτα από απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μία μεγάλη μορφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Γέροντας Σωφρόνιος του ‘Εσσεξ.
Το πνευματικό του έργο υπήρξε σπουδαίο ιδρύοντας μια χριστιανική αδελφότητα και χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ. Ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ έμεινε εκεί μέχρι την κοίμησή του το 1993 σε ηλικία 97 ετών.
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Τήν Τετάρτην, 27ην τ. μ. Νοεμβρίου 2019, συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς προγραμματισθείσας δι᾿ ἕν τριήμερον ἐργασίας αὐτῆς.
Μετά τήν ἀνάγνωσιν τῶν Πρακτικῶν προγενομένων συνεδριῶν, ἤρξατο ἡ θεώρησις τῶν ἀναγεγραμμένων ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει θεμάτων.
Εἰδικώτερον, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τούς ἐγνωσμένης ὁσιακῆς βιοτῆς καί πολιτείας Ἱερομόναχον Ἱερώνυμον Σιμωνοπετρίτην, Καθηγούμενον χρηματίσαντα τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾶς Βασιλικῆς, Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, καί ἀκολούθως Οἰκονόμον καί Πνευματικόν τοῦ Μετοχίου Ἀναλήψεως Βύρωνος Ἀττικῆς, καί Ἀρχιμανδρίτην Σωφρόνιον Σαχάρωφ, Καθηγούμενον χρηματίσαντα καί κτίτορα τῆς ἐν Ἔσσεξ Ἀγγλίας Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου.
Ένας από τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ου αιώνα
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (κατά κόσμον Σεργκέι Σεμιόνοβιτς Σάχαρωφ, ρωσικά: Сергей Семёнович Сахаров‎; 22 Σεπτεμβρίου 1896 – 11 Ιουλίου 1993) ήταν Ρώσος Ορθόδοξος Ιερομόναχος που ξεκίνησε τη μοναχική του ζωή στο Άγιο Όρος, στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και θεωρείται από την ορθόδοξη παράδοση ως ένας από τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ου αιώνα.
Κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος, τον Οκτώβριο του 2019, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ενώπιον της Σύναξης της Ιεράς κοινότητας, ανήγγειλε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα προχωρήσει στη μελέτη αγιοκατάταξης του Γέροντα Σωφρόνιου του Έσσεξ.
Γεννήθηκε στη Μόσχα και ήταν μέλος 9μελούς οικογένειας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Σέργιος, ενώ έδειχνε από μικρός ιδιαίτερη θεολογική κλίση. Στην αρχή ασχολήθηκε με την ζωγραφική, ενώ ασχολήθηκε και με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό. Όταν απογοητεύτηκε από τη φιλοσοφία των Ανατολικών θρησκειών, στράφηκε προς το Χριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα την Ορθοδοξία. Σε ηλικία 25 ετών μετακινήθηκε στη Γαλλία, προσπαθώντας να βρει εργασία ως ζωγράφος. Στη Γαλλία κατάφερε να γίνει δεκτός στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όμως τελικά στράφηκε προς το χριστιανισμό με περισσότερο ζήλο αφού ούτε αυτό τον γέμιζε όπως ο ίδιος αργότερα ομολόγησε και έτσι στράφηκε σε ηλικία 29 ετών στη θεολογία, εισαγόμενος στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι.
Με το πέρας των σπουδών έλαβε την απόφαση να μονάσει. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, το 1925. 4 έτη αργότερα γνώρισε τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος έγινε ο πνευματικός καθοδηγητής του. Στη συνέχεια αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους το 1938, που ασκήτεψε αυστηρά. Το 1948 έφυγε από το Άγιο Όρος ώστε να χειρουργηθεί στη Γαλλία ενώ εξέδωσε σε βιβλίο το βίο του Αγίου Σιλουανού, που εν τω μεταξύ πέθανε. Στη συνέχεια εξέδωσε και άλλα βιβλία το «Περί προσευχής», το «Άσκηση και Θεωρία» και «Η ζωή Του ζωή μου». Την ίδια εποχή επισκέφτηκε και τη Μόσχα μετά από πολλά χρόνια και έκτοτε είχε πιο στενούς δεσμούς με την πόλη. Το 1963 εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα, χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ. Εκεί έμεινε μέχρι που κοιμήθηκε το 1993 σε ηλικία 97 ετών.

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὅπως τόν γνώρισα Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Προδημοσίευση ἑνός κεφαλαίου ἀπό τό νέο βιβλίο μέ τίτλο «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής», περίπου 550 σελίδων μεγάλου μεγέθους πού θά κυκλοφορήση λίαν προσεχῶς.
*

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐκείνους γιά τούς ὁποίους μπορεῖ κανείς νά ὁμιλῆ γιά πολλά χρόνια. Ἀπό τότε πού εἶχα τήν μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά τόν γνωρίσω, ὁμιλοῦσα καί ἔγραφα γι’ αὐτόν, καί διάφορα κείμενά μου δημοσιεύθηκαν σέ βιβλία μου. Μέ ἐπηρέασε πολύ στήν θεολογική καί ἱερατική μου ζωή. Ἀλλά πέρα ἀπό τά κατά καιρούς ἄρθρα ἔγραψα ἕνα βιβλίο μέ τίτλο Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ στό ὁποῖο προσπάθησα νά περιγράψω τήν προσωπικότητά του καί τόν προφορικό του λόγο. Ὅμως, ἡ μορφή του εἶναι ἀνεξάντλητη καί δέν μπορῶ νά ἰσχυρισθῶ ὅτι παρουσίασα στήν ὁλότητα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, τήν θεολογία καί τήν ζωή του μέ κάποια κείμενα πού ἔγραψα ἕως τώρα.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιά τό πρόσωπο - ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλη ἡ θεολογία του ὑφαινόταν γύρω ἀπό αὐτό τό σπουδαῖο θέμα. Καί αὐτό συνδέεται μέ τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος, ὕστερα ἀπό μιά ἀναζήτηση τοῦ ἀπρόσωπου Θεοῦ στήν ἰνδουϊστική φιλοσοφία, συνάντησε τόν Θεό στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, εἶδε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἔτσι τό θέμα αὐτό κατέχει κεντρικό ρόλο στήν θεολογία του.
Στήν παροῦσα συνάντηση θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ζωῆς του, ἡ ὁποία εἶχε μεταμορφωθῆ ἀπό τήν εὐπρεπεστάτη ἀλλοίωση τοῦ Θεοῦ.
1. Θεολόγος καί Πατέρας
Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού γνώρισε ἐμπειρικά τόν Θεό, καί στήν συνέχεια ὁμιλεῖ γι’ Αὐτόν. Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ Θεόπτες, πού λέγονται θεούμενοι. Κατά τόν  ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, θεολόγοι εἶναι ὅσοι ἔδωσαν ἐξετάσεις καί πέρασαν στήν θεωρία - θέα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως καθαρίσθηκαν στήν ψυχή καί τήν καρδία, ἤ τό μετριώτατον ὅσοι καθαίρονται. Οἱ ἄλλοι, πού γνωρίζουν τόν Θεό ἀπό τήν φαντασία τους καί τούς στοχασμούς τους, εἶναι «αὐτοχειροτόνητοι θεολόγοι».
Ἐπίσης, Πατέρας, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἐκεῖνος πού γεννᾶ πνευματικά παιδιά. Ὁ ἴδιος εἶπε στούς Κορινθίους: «Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χρι στῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας∙ ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Κορ. δ΄ 15).
Ἡ θεολογία συνδέεται στενά μέ τήν πνευματική πατρότητα, καί δέν νοεῖται τό ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπό τό ἄλλο. Ὅποιος εἶναι θεολόγος, μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου πού ἤδη προσδιορίσθηκε, γίνεται πόλος ἕλξεως πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀναγεννῶνται ἀπό τόν θεολογικό του λόγο καί ἔτσι αὐτός γίνεται πνευματικός τους πατέρας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὑπάγεται σέ αὐτήν τήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως φαίνεται στά κείμενά του, εἶδε πολλές φορές στήν ζωή του τό ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς Θεότητος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλοιώθηκε ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καί ἔγινε πραγματικός θεολόγος μέσα στήν Ἐκκλησία. Γνώρισε τίς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας ὄχι ἁπλῶς ἀπό τήν μελέτη θεολογικῶν βιβλίων, οὔτε ἀπό τίς μελέτες πατερικῶν ἔργων, ἀλλά ἀπό τήν ἴδια τήν ἐμπειρία του.
Ἔτσι, ὁ λόγος του ἦταν ἀναγεννητικός. Χιλιάδες ἄνθρωποι λάμβαναν ἕναν λόγο του καί τρέφονταν πνευματικά σέ ὅλη τους τήν ζωή καί αὐτός ὁ λόγος τούς ἀναγεννοῦσε στήν χριστιανική ζωή. Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι τόν λόγο του τόν δέχονταν καί ἄνθρωποι πού δέν ἦταν μόνον μοναχοί, οὔτε ἀκόμη καί Ὀρθόδοξοι, ὅμως ὅλοι αὐτοί ἀγάπησαν τήν Ὀρθοδοξία, ἔγιναν τίμια μέλη της. Κάθε φορά πού συναντοῦσε κανείς τόν ἅγιο Σωφρόνιο ἄκουγε ἕναν θεολογικό του λόγο καί ἄνοιγε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του. Ὁ θεολογικός του λόγος ἦταν στήν πραγματικότητα θαυματουργικός καί συνδύαζε στενά τήν θεολογία μέ τήν πνευματική πατρότητα. 
 2. Ἡσυχαστής καί λειτουργός
Ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐπιστήμη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐλέγχει τούς λογισμούς του καί δέν τούς ἐπιτρέπει νά γίνουν ἐπιθυμία καί πράξη, δηλαδή νά μήν εἰσέρχωνται μέσα στήν καρδιά. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἐπηρεάζεται τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό λογιστικό του, ἀλλά στό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό νά ὑπάρχη ἀδιάλειπτα τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί φροντίζει νά τηρῆ τό θέλημά Του, τίς ἐντολές Του, ἐνῶ στό λογιστικό πρέπει νά παραμένουν οἱ λογισμοί, προκειμένου νά ἀντιμετωπίζη ὁ ἄνθρωπος διάφορα θέματα στήν κοινωνική του ζωή. Ἡ ἡσυχία λέγεται καί νήψη, καί τήν συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Ἀποστόλων. Ὁπότε, ὁλόκληρη ἡ εὐαγγελική ζωή εἶναι νηπτική καί ἡσυχαστική ζωή. Γιά τήν νήψη κάνουν λόγο οἱ Ἀπόστολοι στίς ἐπιστολές τους.
Κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Χριστό καί κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός Του. Τήν ἀναίμακτη Μυσταγωγία ὁ Χριστός τήν προσφέρει ὡς μέγας Ἀρχιερεύς, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος θυσιάσθηκε γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί θυσιάζεται σέ κάθε θεία Λειτουργία γιά νά ζήση ὁ ἄνθρωπος. Δέν νοεῖται ὀρθόδοξος Χριστιανός ἄν δέν συμμετέχη πραγματικά καί οὐσιαστικά στήν θεία Κοινωνία.
Εἶναι ἑπόμενο ὅτι συνδυάζεται στενά ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία μέ τήν θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἡ ἡσυχία ἔχει ἀναφορά στήν θεία Εὐχαριστία, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί τά Μυστήρια, ἀλλά καί ἡ θεία Λειτουργία μετέχεται πραγματικά ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει τίς ὀρθόδοξες ἡσυχαστικές προϋποθέσεις. Πρέπει κανείς νά ζῆ ἀσκητικά καθ’ ὅλη τήν ἑβδομάδα, γιά νά μπορέση νά ζήση λειτουργικά τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.
Στόν ἅγιο Σωφρόνιο συνδυάζονταν καί τά δύο αὐτά γνωρίσματα πολύ στενά. Ἦταν μεγάλος ἡσυχαστής, ἀφοῦ μέσα στήν καρδιά του ὑπῆρχε ἀπόλυτη ἡρεμία. Γνώριζε πολύ καλά τήν μάχη μέ τούς λογισμούς, τίς εἰκόνες καί τίς φαντασίες. Γνώρισε τόν Χριστό καί, θά μποροῦσα νά πῶ, «πληγώθηκε» βαθειά ἀπό τήν θέα τοῦ δοξασμένου Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατον κανείς νά γνωρίση τόν Θεό, μέσα στό Φῶς καί στήν συνέχεια νά στρέψη τήν προσοχή του σέ ἄλλες ἀγάπες καί σέ ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πρέπει νά δοῦμε τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πού ξεκινοῦσε ἀπό τήν ὅραση τῆς ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ. Ζοῦσε διαρκῶς στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, πού εἶναι ἡ βάση τῆς ἡσυχαστικῆς καί νηπτικῆς ζωῆς, καί γι’ αὐτό ἦταν ἕνας ἀληθινός ἡσυχαστής.
Αὐτό, ὅμως, ἦταν ἡ πραγματική προϋπόθεση συμμετοχῆς στήν θεία Λειτουργία. Ἐφ’ ὅσον συνεχῶς ζοῦσε «τό ἀληθινό ἱερατεῖο», πού εἶναι ἡ ἀέναη λειτουργία μέσα στήν καρδιά, ἦταν εὔκολο νά ζῆ τήν οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς θείας Λειτουργίας. Βλέποντας κανείς τόν ἅγιο Σωφρόνιο διέκρινε ὅτι ὡς ἡσυχαστής βρισκόταν συνεχῶς μέσα στό πνεῦμα τῆς θείας Λειτουργίας καί ὡς λειτουργός ἦταν μυσταγωγικός, ἀφοῦ ἦταν μέγας ἡσυχαστής.
Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁμιλοῦσε στούς συνομιλητές του γιά τήν νοερά προσευχή, ὡς βασική προϋπόθεση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἀλλά καί γιά τήν θεία Λειτουργία, ὡς ἄνοιγμα στόν πόνο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς βίωση τῆς Γεθσημανῆ. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός στήν Γεθσημανῆ προσευχήθηκε γιά ὅλο τόν κόσμο, καί, συγχρόνως, βίωνε τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, μέ τό ποτήριο, καί αὐτή ἡ πνευματική κατάσταση ἦταν συνέχεια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.
Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι μέ τήν νοερά προσευχή ἡ θεία ἐνέργεια τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καί μέ τήν θεία Λειτουργία εἰσερχόμαστε μέσα στόν πόνο καί τήν ὀδύνη τοῦ ὅλου Ἀδάμ. Συμβαίνει κατ’ ἀναλογία ὅ,τι μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀνέβηκε στόν Σταυρό, ἔπειτα τό σῶμα Του μαζί μέ τήν Θεότητα βρισκόταν στό μνημεῖο καί ἡ ψυχή Του μαζί μέ τήν Θεότητα κατέβηκε στόν Ἅδη. Ἄν δέν κενωθοῦμε πνευματικά καί ἐάν δέν ἑλκύσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μέσα στήν καρδιά μας μέ ἀγάπη καί προσευχή, δέν μποροῦμε νά βιώσουμε τήν θεία Λειτουργία ὡς ἕνα παγκόσμιο γεγονός, ὡς μιά λυτρωτική προσφορά γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. 
 3. Ἐρημίτης καί κοινωνικός
Ἔρημος εἶναι ἕνας ἄγονος τόπος στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει ζωή, δέν ἀναπτύσσεται κοινωνία μέ τούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχουν τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς, ὅπως τό νερό, τό φαγητό. Ἔρημος στήν μοναχική ζωή εἶναι ἕνας τόπος ἀπομακρυσμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί ἀπό τούς ἄλλους μοναχούς, ὅπου ὁ ἀσκητής ἀσκεῖται στήν κατά Χριστόν πολιτεία, δηλαδή ἀναζητᾶ τόν Θεό μέσα ἀπό τήν ξηρασία τοῦ σώματος καί τῆς φύσεως, μέσα στήν νέκρωση τῶν αἰσθήσεων καί τῶν παθῶν. Ἔρημος στό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ὁ χῶρος ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό ἄκρο τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἄθω, κυρίως τά Καρούλια, τά Κατουνάκια καί ἡ περιοχή γύρω ἀπό τόν Ἄθωνα. Στήν ἔρημο ζοῦν οἱ μοναχοί πού χαρακτηρίζονται ἐρημίτες καί προσεύχονται στόν Θεό μέσα στό ἀδιάλειπτο πνεῦμα τῆς μετάνοιας, τοῦ κλάματος καί τῆς ἀναζητήσεώς Του.
Κοινωνία εἶναι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ζοῦν πολλοί ἄνθρωποι καί ἀσκοῦνται μέ ἄλλο τρόπο στήν προσωπική καί πνευματική τους ζωή, ἀσκοῦν καί καλλιεργοῦν τήν ἀγάπη καί τήν φιλαδελφία. Κοινωνία εἶναι καί τό κοινόβιο Μοναστήρι, ὅπου ζοῦν πολλοί μοναχοί καί ἀγωνίζονται πνευματικά στόν δύσκολο ἀγώνα τῆς τηρήσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν γιά τήν κατά Χάρη θέωσή τους.
Ἡ ἔρημος καί ἡ κοινωνία δέν εἶναι δύο ἀντίθετες καταστάσεις, ἀφοῦ ἡ μία προϋποθέτει τήν ἄλλη. Συνήθως ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί ὁ μοναχός, ξεκινᾶ ἀπό τήν κοινωνία, εἶναι κοινωνικό ὄν καί στήν συνέχεια μπορεῖ νά ἀναχθῆ στήν ἔρημο. Στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε ὅτι συνδυάζεται ἡ ἔρημος μέ τήν κοινωνία. Ὁ Χριστός ἐργαζόταν μέ τούς ἀνθρώπους, τούς δίδασκε, τούς εὐεργετοῦσε ποικιλοτρόπως, ἀλλά πολλές φορές ἐπιδίωκε νά ζῆ καί στήν ἔρημο, ἀνέβαινε στό ὄρος γιά νά προσευχηθῆ. Αὐτό τό ἔκανε ὄχι γιατί τό εἶχε ἀνάγκη, ἀλλά γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀνατρέχουμε πολλές φορές στήν ἔρημο γιά νά ἀποκτοῦμε ὀρθό προσανατολισμό στήν ζωή μας, νά καθαρίζουμε τό παθητικό τῆς ψυχῆς, νά προσευχόμαστε ὁλοκληρωτικά στόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἕνωνε στήν ζωή του πολύ στενά τήν ἔρημο μέ τήν κοινωνία. Αὐτό γινόταν μέ δύο τρόπους: 
Ὁ ἕνας, ἐπειδή ἔζησε καί στό κοινόβιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί στήν συνέχεια στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στά Καρούλια καί τό σπήλαιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου. Στήν Ἱερά Μονή ζοῦσε ὡς ἐρημίτης, γιατί εἶχε ἔντονη προσευχή, ἀκόρεστο κλάμα, καί ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Καί στήν ἔρημο αὔξησε αὐτήν τήν μετάνοια καί τό πένθος, εἶχε ἀκόρεστη προσευχή καί μεγάλες ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐκεῖ στήν ἔρημο, κατά τήν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προσευχόταν γιά τό δράμα τῶν ἀνθρώπων πού σκοτώνονταν στά πεδία τῶν μαχῶν καί ὑπέφεραν ποικιλοτρόπως, δηλαδή ζοῦσε τήν ἀγωνία τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανῆ, τήν παγμόσμια ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἄλλος τρόπος εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἀφοῦ ἔζησε σέ ὅλο τό βάθος της τήν ἔρημο, στήν συνέχεια τήν μετέφερε διαρκῶς ὅπου πήγαινε, στήν Γαλλία κατ’ ἀρχάς καί στήν Ἀγγλία, στήν συνέχεια.
Μέσα στό Μοναστήρι του ζοῦσε καί ὡς ἐρημίτης καί ὡς κοινωνικός. Ἀποσυρόταν ὁλόκληρες ὧρες καί ἡμέρες στό εὐλογημένο σπιτάκι του, καί, ὅταν κυκλοφοροῦσε μεταξύ τῶν μοναχῶν καί τῶν προσκυνητῶν, μετέφερε καί ἀνέδυε αὐτόν τόν ἀέρα τῆς ἐρήμου. Κάθε λόγος του ἦταν ἀπόρροια τῆς προσευχῆς καί ἐλευθερωτικός, ἦταν ξηροί καί εὔχυμοι, εὐλογημένοι καρποί τῆς ἐρήμου. Οἱ προσκυνητές τόν ἔβλεπαν νά συμπεριφέρεται φυσιολογικά μαζί τους, πολύ ἁπλά, δέχονταν τήν ἀγάπη του, ἐξομολογοῦνταν τά ἁμαρτήματά τους, συνομιλοῦσαν μαζί του, καί ἀνέπνεαν τό ἀεράκι τῆς ἐρήμου, ἄκουγαν μιά φωνή μέσα ἀπό τά Καρούλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καί αὐτό συνέβαινε, γιατί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν ἀπελεύθερος Κυρίου.
4. Σύννους καί εὐχάριστος
Ἡ λέξη σύννοια χρησιμοποιεῖται στά μοναχικά κείμενα καί σημαίνει τήν συγκέντρωση τοῦ νοῦ. Σύννους εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού εἶναι προσεκτικός στήν ζωή του, ὁ νοῦς του εἶναι συγκεντρωμένος στόν Θεό καί τίς ἐντολές Του, δέν διαχέεται στό περιβάλλον, δέν σκορπίζεται σέ κοσμικά θέματα, δέν πλανᾶται. Ὅταν γίνεται λόγος γιά ἀπλανῆ νοῦ, ἐννοεῖται ὅτι ὁ νοῦς δέν περιφέρεται δεξιά καί ἀριστερά, ἀλλά εἶναι πάντοτε συγκεντρωμένος στό ὄνομα  τοῦ Χριστοῦ καί στήν ἐνέργεια πού μεταδίδεται ἀπό τό εὐλογημένο αὐτό Ὄνομα, ἀναπαύεται μέσα στήν καρδιά, μέ τήν ἀσκητική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ σύννους ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ σοβαρός, ἀφοῦ ὑπάρχει διαφορά μεταξύ σύννοιας καί σοβαρότητας.
Ὁ σύννους ἔχει συγκεντρωμένο τόν νοῦ του ἀδιάλειπτα στόν Θεό, ἐνῶ ὁ σοβαρός τό κάνει αὐτό ἐπιτηδευμένα, ἐξωτερικά ἴσως καί ὑποκριτικά καί γι’ αὐτό μέ τήν λέξη σοβαρότητα ἀποδίδεται, συνήθως, ὁ ἐγωϊστής, ὁ ὑπερήφανος, πού ἐπιτηδεύεται αὐτό πού κάνει.
Εὐχάριστος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού δημιουργεῖ εὐχάριστο κλίμα στούς γύρω του, πού δέν δημιουργεῖ προβλήματα στούς ἄλλους, δέν γκρινιάζει, δέν παραπονεῖται, δέν ἐλέγχει διαρκῶς τούς ἄλλους. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς: «Εὐχάριστοι γίνεσθε» (Κολασ. γ΄, 16). Καί αὐτό, βέβαια, δέν πρέπει νά γίνεται ἐπιτηδευμένα, ἀλλά νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐσωτερικῆς ἁπλότητας.
Ὑπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ τοῦ σύννου καί τοῦ εὐχάριστου. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει ἐλεύθερο νοῦ ἀπό κοσμικά πράγματα, ἀπό ποικίλες διασπάσεις, πού ὁ νοῦς του εἶναι καθαρός, εἶναι συγχρόνως καί εὐχάριστος στούς συνομιλητές του, ἀφοῦ διακρίνεται γιά τήν ἁπλότητα τοῦ νοῦ του.
Στόν ἅγιο Σωφρόνιο βλέπαμε συνδυασμένα καί τά δύο αὐτά γνωρίσματα, τῆς σύννοιας καί τοῦ εὐχάριστου. Ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶχε φθάσει στήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί γνώρισε τόν Θεό, ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του ἦταν ἑνοποιημένη καί δέν ὑπῆρχαν διασπάσεις στήν ἐσωτερική του ζωή. Τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό άναφέρονταν στόν Θεό καί μεταξύ τους ἦταν ἑνοποιημένα. Δέν μποροῦσε νά γίνη διάσπαση στόν ἐσωτερικό του κόσμο. Αὐτό στά νηπτικά καί ἡσυχαστικά κείμενα χαρακτηρίζεται ὡς ἁπλότητα. Ἐπειδή ὁ ἅγιος Σωφρόνιος διακρινόταν γιά τήν ἑνοποίηση καί τήν ἁπλότητα τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου, γι’ αὐτό καί συνδύαζε πολύ στενά τήν σύννοια μέ τό εὐχάριστο. Μερικές ὧρες ἦταν σύννους –ὄχι σοβαρός– καί, ὅταν τόν πλησίαζες ἤ ὅταν ἐκεῖνος σέ πλησίαζε, ἦταν εὐχάριστος.
Παρατηροῦσα στόν ἅγιο Σωφρόνιο ὅτι εἶχε ἔντονο χιοῦμορ, ἔλεγε διάφορα διδακτικά ἀνέκδοτα, ἀλλά ἀντί μέ αὐτά νά διαχέη τόν νοῦ τοῦ συνομιλητοῦ του, ἐν τούτοις τόν συγκέντρωνε, τοῦ ἄνοιγε τόν νοῦ του πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, τοῦ μετέδιδε ἐλπίδα καί ἐνέργεια. Δηλαδή, μέ ἕναν εὐχάριστο λόγο πού ἔβγαινε ἀπό τά χείλη του μετέδιδε καί μιά θαυμαστή ἐνέργεια καί συγκέντρωνε τόν νοῦ τοῦ συνομιλητοῦ του. Ἀλλά καί, ὅταν συζητοῦσε γιά σοβαρά θεολογικά θέματα, καί πάλι ἔβλεπε κανείς τήν ἁπλότητα τῆς σκέψεώς του, ἀλλά καί τό εὐχάριστο τοῦ χαρακτῆρος του.
5. Ἁγιορείτης καί οἰκουμενικός
 Ἁγιορείτης λέγεται ὁ μοναχός ἐκεῖνος πού ἀσκεῖται στό Ἅγιον Ὄρος μέ τόν ποικιλότροπο τρόπο, εἴτε ὡς κοινοβιάτης, εἴτε ὡς σκητιώτης εἴτε ὡς κελλιώτης εἴτε ὡς ἐρημίτης. Ὁ τίτλος ἁγιορείτης ἔχει βάρος καί βάθος καί εἶναι εὐλογημένος, γιατί διακρίνεται ἀπό μιά ἐξαγιασμένη ζωή, πού βιώνει κανείς σέ ἕναν χῶρο, πού εἶναι κάτω ἀπό τήν προστασία τῆς Παναγίας, γι’ αὐτό καί τό Ἅγιον Ὄρος λέγεται «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας».
Ἐνῶ, ὅμως, ὁ ἁγιορείτης μοναχός ζῆ στόν ἄβατο χῶρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐν τούτοις εἶναι οἰκουμενικός, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μέσα στήν ὕπαρξή του ζῆ τό δράμα ὅλου τοῦ κόσμου, μέ τά πάθη του, τίς στενοχώριες, τίς θλίψεις, τίς ἀγωνίες καί ὅλα τά λεγόμενα ἐσωτερικά προβλήματα. Πέρα ἀπό αὐτήν τήν ἔννοια ὁ γνήσιος ἁγιορείτης μοναχός εἶναι οἰκουμενικός, ἐπειδή ξεπερνᾶ τήν διαίρεση τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί στό Ἅγιον Ὄρος ζοῦν ἄνθρωποι ἀπό ὅλα τά κράτη καί τά ἔθνη, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί, ὅταν ζῆ κανείς σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, ὑπερβαίνει τόν ἐθνοφυλετισμό, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζει ὡς αἵρεση.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶχε καί τά δύο αὐτά γνωρίσματα ἑνωμένα καί συνδυασμένα, δηλαδή ἦταν καί ἁγιορείτης καί οἰκουμενικός. Ἔζησε πάνω ἀπό εἴκοσι χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος, ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός, ἀλλά τό κυριότερο βίωσε στό βάθος ὅλο τό πνεῦμα τοῦ ὀρθοδόξου ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ, πού συνδέεται μέ τήν μετάνοια, τό κατά Θεόν πένθος, τήν ἀδιάλειπτη νοερά καρδιακή προσευχή, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τήν ἀγάπη γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Σέ ὅλη του τήν ζωή, καί τότε πού ἐξαναγκάσθηκε νά μετακινηθῆ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, μετέφερε ἐκεῖ τό πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἰδιαιτέρως στήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας ὅπου καί κοιμήθηκε. Αὐτό τό βλέπει κανείς μέ τήν κοινοβιακή ζωή, τήν θεία Λειτουργία, τήν φιλοξενία, τήν ἀγάπη πρός τούς προσκυνητές, τήν νοερά καρδιακή προσευχή, τήν βαθυτάτη του ταπείνωση.
Συγχρόνως, ὅμως, ἦταν καί οἰκουμενικός, καθολικός, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι, ἐπειδή ἡ Ἱερά Μονή του στό Ἔσσεξ ἦταν κάτω ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία καί προστασία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δραστηριοποιήθηκε, μέ τόν ἰδιαίτερο τρόπο, σέ ὅλον τόν κόσμο. Αὐτό γίνεται μέ τά κείμενα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πού μεταφράσθηκαν σέ πολλές γλῶσσες καί ἀναγεννοῦν πολλούς ἀνθρώπους. Πολλοί πού διάβαζαν γιά τόν ἅγιο Σωφρόνιο καί τήν θεολογία πού μετέφερε, πήγαιναν στό Μοναστήρι του ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου γιά νά μυηθοῦν σέ αὐτήν τήν εὐαγγελική, ἀσκητική καί πατερική ζωή, δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί νά ἀποκτήσουν τήν πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι συγχρόνως καί ἁγιορείτης καί οἰκουμενικός, δηλαδή εἶναι ἀληθινά ὀρθόδοξος, στήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί στήν ποιμαντική διακονία σέ ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά, κυρίως, στήν προσευχή. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λέγεται Καθολική, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι Μία, Ἁγία καί Ἀποστολική. Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἀληθινά ὀρθόδοξος, εἶναι ἁγιορείτης καί οἰκουμενικός.
6. Ἁγιογράφος καί ἐμπειρικός
Ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία δέν εἶναι μιά κοσμική τέχνη, ἀλλά ἐκκλησιαστική, γιατί δέν ἀποβλέπει στήν ἀπεικόνιση τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά στήν φανέρωση τῆς ἀκτίστου δόξης καί τοῦ δοξασμένου κόσμου, δηλαδή παρουσιάζει τόν κτιστό κόσμο πού ἔχει ἐμποτισθῆ ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία διακρίνεται ἀπό τρία βασικά γνωρίσματα. Πρῶτον, παρουσιάζει τήν ἐσωτερική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Χάρη ἐνεργεῖ μέσα στήν καρδιά του, γι᾽ αὐτό τό φῶς δέν δημιουργεῖ σκιές. Δεύτερον, ἡ ὅλη παράσταση ἔχει μία μόνον διάσταση, δηλαδή δέν ἔχει βάθος καί τονίζονται τά βασικά πρόσωπα τῆς παράστασης, ἀνεξάρτητα ἄν εἶναι μεγαλύτερα ἀπό ἄλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, πού σημαίνει ὅτι ὑπερβαίνεται ὁ χῶρος. Τρίτον, γίνεται ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, γι᾽ αὐτό καί γεγονότα πού ἔγιναν σέ διάφορες χρονικές στιγμές παρουσιάζονται σέ μιά ἑνότητα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. 
Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος δέν παρουσιάζει τήν πραγματικότητα πού γίνεται ἀντιληπτή στίς αἰσθήσεις, δέν παίζει μέ τίς φωτοσκιάσεις, πού σημαίνει ὅτι τό φῶς δέν προέρχεται ἀπό ἔξω καί δέν εἶναι κτιστό γιά νά ἀφήνη σκιές, ἀλλ’ εἶναι ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο εἰσέρχεται μέσα στόν θεούμενο ἄνθρωπο καί διά αὐτοῦ διαχέεται καί σέ ὅλη τήν κτίση.
Ὅταν ὁ ἁγιογράφος εἰκονίζη τόν Χριστό, ἐκφράζει, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν Θεότητά Του, πού εἶναι θεία, ἀλλά καί τό Φῶς εἶναι θεῖο καί ἄκτιστο. Τό Φῶς αὐτό προχέεται καί ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ καί τό Σῶμα γίνεται πηγή τοῦ ἀκτίστου Φωτός, λόγῳ τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ὅ,τι συνδέεται μέ τόν Χριστό εἶναι Φῶς καί ὅ,τι δέν μετέχει τοῦ Φωτός, ὅπως ὁ διάβολος, παρουσιάζεται ὡς σκοτεινό. Συγχρόνως, οἱ ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων παρουσιάζονται σέ κανονικές διαστάσεις καί μέσα στό ἄπλετο ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ ἡ μορφή τοῦ διαβόλου παρουσιάζεται σμικρυσμένη - συρρικνωμένη, γιατί κάθε ὕπαρξη πού δέν συνδέεται μέ τόν Χριστό εἶναι σκοτεινή καί συρρικνωμένη.
Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος εἰκονογραφεῖ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὡς Λόγος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός καί ἔχει τήν ἴδια οὐσία καί ἐνέργεια μέ τόν Πατέρα, ἀλλά βεβαίως εἰκονογραφεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό. Συγχρόνως, εἰκονογραφεῖ καί τούς ἁγίους πού εἶναι εἰκονικά ὄντα, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου, καί μέ τήν κοινωνία τους μέ τόν Χριστό ἔφθασαν ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, στήν θέωση. Αὐτό δηλώνει ὅτι πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκονικό ὄν. Ἐάν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου (Κολ. α΄, 15), ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἰκόνα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ κάτι σημαντικό. Ὅταν ὁ Θεόπτης φθάση στήν θέα τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπει ἀοράτως τήν ἄκτιστη πραγματικότητα καί ἀκούει ἀνηκούστως ἄρρητα ρήματα, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. ιβ΄, 4). Στήν συνέχεια ὅμως, προκειμένου νά καθοδηγήση τούς ἀνθρώπους μεταφέρει καί μεταφράζει αὐτά τά ἄκτιστα ρήματα μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς, βλέποντας τήν ἄκτιστη Σκηνή τοῦ Λόγου, τήν μεταφέρει σέ κτιστή σκηνή, κτιστό ναό, καί μετέχοντας τοῦ ἀκτίστου νόμου, τῆς κοινωνίας μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, μεταφέρει αὐτήν τήν ἐμπειρία μέ κτιστό νόμο.
Ἑπομένως, τά ἄκτιστα ρήματα μεταφέρονται μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, ὥστε στήν συνέχεια μέ αὐτά τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα νά ἀνέλθη ὁ ἄνθρωπος στήν ἄκτιστη πραγματικότητα, ὁπότε καταργοῦνται ὅλα τά κτιστά.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε καί τήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία. Δέν εἶναι μιά ζωγραφική, κοσμική τέχνη, ἀλλά ἐκκλησιαστική, πού εἶναι δημιούργημα ἁγίων ἀνθρώπων καί ὁδηγεῖ πρός τήν θέωση. Δέν εἶναι μιά παρουσίαση τοῦ φανταστικοῦ, τοῦ ἰδεατοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἀνύπαρκτο, ἀλλά ἀπεικόνιση, κατά τό δυνατόν, τοῦ πραγματικοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο ὁ θεούμενος βλέπει μέσα ἀπό τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος σπούδασε τήν ζωγραφική στήν Σχολή Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας καί ἐξήσκησε τήν τέχνη του αὐτή μέ ἔμπνευση στήν προσπάθειά του νά συναντήση τό αἰώνιο. Ὅμως, τήν ἐγκατέλειψε καί ἐπιδόθηκε στήν ἀναζήτηση καί στήν συνάντηση μέ τόν Θεό καί τήν μέθεξη μαζί Του. Ἀξιώθηκε νά δῆ πολλές φορές στήν ζωή του τό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο, κατά τήν περιγραφή του, εἶναι ἱλαρό, πράο καί σκορπᾶ εἰρήνη στόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ὁ ἴδιος ζοῦσε μέσα στό Φῶς καί γι’ αὐτό ἀξιώθηκε νά τό δῆ, σύμφωνα μέ τό ψαλμικό «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Ὅταν καθαρίζεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, ὅταν φωτίζεται ὁ νοῦς του, τότε ὁ ἄνθρωπος φθάνει, ἐάν καί ὁ Θεός τό ἐπιτρέψη, στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί ζῆ τήν κατά Χάρη θέωση. Ὁπότε, ὅταν χρειάσθηκε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος νά ἁγιογραφήση, τότε, κατά τρόπο φυσικό, πέρασε στήν ἁγιογραφία αὐτήν τήν ζωή πού βίωσε, γι’ αὐτό ἦταν ἁγιογράφος καί εἰκονικός, μέ τήν ἔννοια ὅτι παρουσίαζε τήν εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τό ὁποῖο μεταμορφώνει τά πάντα.
Βέβαια, αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ ἀπό τήν ἄποψη ὅτι, πέρα ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία πού ἀξιώθηκε νά ἔχη, δηλαδή νά δῆ τό ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί τό κάλλος τῆς ἀκτίστου Βασιλείας Του, συγχρόνως διέθετε ἰδιαίτερο φυσικό χάρισμα γιά νά ἐκφράση αὐτήν τήν ἐμπειρίαμέ τίς ἁγιογραφίες. Πάντοτε ὑπάρχει ὁ συνδυασμός πνευματικῶν καί φυσικῶν χαρισμάτων. Τό ἴδιο γίνεται καί στήν θεολογία. Ὁ Θεός δίνει τό χάρισμα τῆς θεολογίας, ὡς διδασκαλία, στόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού ἔχει χωρητικότητα δι ανοίας καί τό ἰδιαίτερο χάρισμα γιά νά τήν ἐκφράση. Πολλοί ἀξιώνονται τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὀλίγοι ὅμως μποροῦν νά διατυπώσουν αὐτήν τήν ἐμπειρία καί νά ἀντιμετωπίσουν τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους. Αὐτή ἡ διατύπωση- ἔκφραση χρειάζεται θεοπτική ἐμπειρία, χωρητικότητα διανοίας, ἰδιαίτερα χαρίσματα καί γνώση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς κάθε ἐποχῆς. Τό ἴδιο μποροῦμε νά ποῦμε καί γιά τόν ἁγιογράφο ἅγιο Σωφρόνιο. Εἶχε μέν τήν θεοπτική ἐμπειρία, ἀλλά διέθετε καί τό καλλιτεχνικό χάρισμα γιά νά τήν ἐκφράση.
Ὅταν ἐπισκεπτόμουν τό Μοναστήρι, πολλές φορές καθόμουν γιά πολλή ὥρα νά βλέπω καί νά παρατηρῶ τίς τοιχογραφίες πού ἔκανε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, μέ τήν βοήθεια τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, στήν τραπεζαρία. Δέν ἔχω ἐξειδικευμένες γνώσεις γιά τά θέματα αὐτά, ἐκτός ἀπό τίς γενικές σπουδές μου, ἀλλά καταλάβαινα ὅτι αὐτές οἱ συγκεκριμένες ἁγιογραφίες εἶναι μοναδικές στό εἶδος τους, πρωτότυπες, χωρίς νά ἀλλοιώνουν τήν βυζαντινή τεχνοτροπία. Ἦταν μιά σύνθεση μεταξύ τῆς Κρητικῆς καί τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς ἤ ἀκόμη μιά σύνθεση μεταξύ τῆς αὐστηρῆς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας καί τῆς ρωσικῆς τέχνης. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μέ τίς ἁγιογραφίες αὐτές δημιούργησε μιά ἰδιαίτερη παράδοση.
Θά καταγράψω πῶς ἑρμηνεύω τήν ἁγιογραφική τεχνοτροπία καί, κυρίως, τήν θεολογία τοῦ ἁγιογράφου ἁγίου Σωφρονίου.
Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ὅλες οἱ εἰκόνες πού ἁγιογραφοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, κυρίως στούς τοίχους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἔχουν ἁπαλότητα καί πραότητα, εἶναι ἁγιογραφημένες μέ ἤρεμα καί ἁπαλά χρώματα. Εἶχε σπουδάσει ζωγραφική καί φυσικά γνώριζε ἀπό καλλιτεχνικῆς πλευρᾶς τήν σημασία καί τήν χρήση τῶν χρωμάτων, ἀλλά, ὅταν ἁγιογραφοῦσε τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, ἐνεργοῦσε περισσότερο ὡς Θεόπτης παρά ὡς καλλιτέχνης. Νομίζω ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένος περισσότερο ἀπό τήν ἀσκητική καί τήν θεοπτική ἐμπειρία, παρά ἀπό τήν αἰσθητική καλλιτεχνία. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁμιλεῖ γιά τό ἄκτιστο Φῶς πού εἶδε καί τό ὁποῖο εἶναι «ἤρεμο, ἀκέραιο, ὁμοιογενές».
Νομίζω ὅτι ἡ ἁπαλότητα καί πραότητα τῶν χρωμάτων εἶναι ἔκφραση τοῦ ἠρέμου καί πράου Φωτός, πού ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔβλεπε κατά τίς θεοπτικές του ἐμπειρίες. Ὅπως γράφει στά κείμενά του, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο, καθαρό, φωτεινό, ἱλαρό καί πράο. Ὡς Θεόπτης πού ἦταν, αὐτό πέρασε, κατά τρόπο φυσικό, καί στίς ἁγιογραφίες του. Μετέφραζε ἁγιογραφώντας τόν μεταμορφωμένο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπη κανείς τό ἄκτιστο Φῶς, τότε καταλαβαίνει ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἔντονο, ἀλλ’ ὅλα λειτουργοῦν ἁπαλά, εἰρηνικά, ἀφοῦ καί αὐτό τό ἔντονο κτιστό φῶς τοῦ ἡλίου ἀποκτᾶ μιά ἱλαρότητα. Ὀ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, πρό τῆς Δαμασκοῦ, εἶπε ὅτι τό θεῖο Φῶς ὑπερέβαινε τήν λαμπρότητα τοῦ φωτός τοῦ κτιστοῦ ἡλίου (Πράξ. κστ΄, 13). Ὁ Θεόπτης βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς νά ὑπερβαίνη τήν λαμπρότητα τοῦ κτιστοῦ φωτός, καί ἀφοῦ τό ἄκτιστο Φῶς, «γιά τήν ὑπερέχουσαν λαμπρότητα» - λάμψη, εἶναι γνόφος καί ἱλαρό, αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλα τά ἔντονα κτιστά πράγματα ταπεινώνονται μπροστά του, ἀποκτοῦν καί αὐτά μιά ἱλαρότητα. Βέβαια, σέ ἔντονη φωτοχυσία ὁ κόσμος ὁλόκληρος παρέρχεται καί λησμονεῖται. Πάντως, ὁλόκληρη ἡ κτίση, ὅταν διαποτίζεται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, τά χρώματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στίς ἁγιογραφίες του εἶναι τά ἁπαλά πού δημιουργοῦν εἰρήνη καί πραότητα καί δέν προκαλοῦν σύγχυση καί ταραχή. Ἐμπνέουν καί δέν καθηλώνουν, προβάλλουν τόν μεταμορφωμένο κόσμο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν προκαλοῦν θαυμασμό, καθησυχάζουν τίς αἰσθήσεις καί δέν τίς ἐξάπτουν. Ὁ καθένας πού εἰσέρχεται στόν Ναό μπορεῖ νά αἰσθανθῆ τήν διαφορά μεταξύ τοῦ κόσμου τῆς συγχύσεως, τῆς ταραχῆς, τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ὀδύνης, καί τοῦ θαυμαστοῦ κόσμου τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ εἰρηναίου πνεύματος.
Πέραν αὐτοῦ, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος σέ σχετική μου παρατήρηση ὅτι τά χρώματα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι γλυκά, μοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν φροντίζει νά εἶναι γλυκά, ἀλλά ἁπαλά. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ἄλλο εἶναι τά γλυκά χρώματα καί ἄλλο τά ἁπαλά. Προφανῶς, ὡς ἀσκητής πού ἦταν, δέν ἤθελε νά προκαλέση τόν αἰσθησιασμό καί νά ἐγείρη τό συναίσθημα, ὅπως τό κάνουν τά γλυκά χρώματα. Καί στήν θεολογία του καί στήν ἁγιογραφία του ἐπεδίωκε νά ἀνυψώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ψυχολογικό στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁμιλοῦσε καί ἔγραφε γιά ἀσκητική καί ὄχι γιά αἰσθητική.
Ὅμως, τά χρώματα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δείχνουν καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό, δηλαδή τήν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, τήν ἀναφορά του καί τήν ὁρμή του πρός Αὐτόν. Γι’ αὐτήν τήν ὁρμή τοῦ πνεύματος κάνει πολλές φορές λόγο στά κείμενά του καί θυμίζει τό σχετικό χωρίο τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ: «Καί τό πνεῦμα ἐξῆρέν με καί ἀνέλαβέν με, καί ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καί χείρ κυρίου ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ κραταιά. καί εἰσῆλθον εἰς τήν αἰχμαλωσίαν μετέωρος» (Ἰεζ. γ΄, 14-15).
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅταν ἁγιογραφοῦσε, δέν χρησιμοποιοῦσε τά στατικά- σκληρά χρώματα πού εἶναι πολύ πηκτά, ἀλλά τά ἁπαλά χρώματα, τά διάφανα, διότι μόνον αὐτά δείχνουν αὐτήν τήν κίνηση καί τήν ὁρμή. Δέν ἤθελε νά ὑπάρχη στατικότητα στά χρώματα, ἀλλά νά φαίνεται ἡ κίνηση, ἡ ἀναφορά, ἡ ὁρμή. Ὅποιος γνώριζε τόν ἅγιο Σωφρόνιο καί συζητοῦσε μαζί του, καταλάβαινε ἀπό τίς λέξεις πού χρησιμοποιοῦσε πῶς ἑρμήνευε τήν πνευματική πραγματικότητα. Ὅταν ὁμιλοῦσε γιά τήν πνευματική ζωή, δέν χρησιμοποιοῦσε τόν ὅρο «πνευματική κατάσταση», γιατί αὐτός ὁ ὅρος δείχνει στατικότητα καί ἀδράνεια, ἀλλά ἔκανε λόγο γιά «ὁρμή», γιά «θανατηφόρα δίψα». Νομίζω ὅτι αὐτό ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο μέ τά ἁπαλά, διάφανα χρώματα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε.
Τό δεύτερο, πού ἔχω ἐντοπίσει, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἁγιογράφησε τόν ἔνθρονο Χριστό, τόν Ὁποῖο συναντᾶμε καί στό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου His life is mine. Χρειάζεται μεγάλη ἀνάλυση αὐτῆς τῆς εἰκόνος, γιατί νομίζω ὅτι εἶναι τό χαρακτηριστικότερο δεῖγμα τῆς ἁγιογραφίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού εἶναι ἀπαύγασμα τῆς θεοπτίας του.
Κατ’ ἀρχάς ἡ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας αὐτῆς δέν θυμίζει οὔτε τήν βυζαντινή οὔτε τήν ρωσική τέχνη, ἀλλά εἶναι κάτι ἰδιαίτερο καί πρωτότυπο, πού συνδέεται ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν θεολογία του, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τήν προσωπικότητά του. Περισσότερο δείχνει τήν οἰκουμενικότητα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικιστικῶν διαιρέσεων.
Ἰδιαίτερη προσοχή πρέπει νά δοθῆ στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν εἰκόνες διαφόρων ἁγιογράφων πού δείχνουν ἄλλοτε τήν ἱλαρότητα, ἄλλοτε τό ἔλεος, ἄλλοτε τήν δικαιοσύνη, ἄλλοτε τήν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκόνα πού ἁγιογράφησε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος φανερώνει, κατά ἕναν θαυμαστό τρόπο, ὅλες αὐτές τίς ἰδιότητες τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τήν ἱλαρότητα, τήν ἐλεημοσύνη, τήν ἀγάπη, τήν δικαιοσύνη, τήν παντοδυναμία, τήν κρίση κλπ. Πρόκειται γιά ἔκφραση ἑνός ὑπερτάτου ὄντος τῶν πάντων. Αὐτή ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου συνδέται ἀναπόσπαστα μέ τίς φράσεις «ὁ Ὤν» (ὁ Ὑπάρχων) καί «Ἐγώ εἰμι», πού δείχνουν τό συναΐδιο τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀσφαλῶς εἶναι ἀπεικόνιση, κατά τό δυνατόν, τῆς ἐμπειρίας πού εἶχε ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἴδιος, κατά τήν ὁποία ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκοή καί ἡ ἀκοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅραση, ἀφοῦ κατά τήν θεοπτία οἱ αἰσθήσεις τοῦ Θεόπτου ἑνοποιοῦνται.
Τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτεινό, ἀφοῦ καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται «ὁμόθεον». Παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γιά νά εἰκονογραφήση τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο νά θέτη τά φωτίσματα καί τίς ψιμιθιές πάνω στό πρόπλασμα, ἀλλά διατηρεῖ τό σῶμα- πρόπλασμα καί τό καλύπτει ἐξ ὁλοκλήρου μέ φώτισμα. Αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει γιά νά δείξη ὅτι ὅλο τό πρόσωπο φωτίζεται ἀπό τόν ἔσωθεν φωτισμό, τήν δόξα τῆς Θεότητος, χωρίς νά ἀφήνη φωτοσκιάσεις. Ἔτσι ἐκφράζεται κατά τόν καλύτερο τρόπο ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α΄ Ἰω. α΄, 5). Πρόκειται γιά μεταφορά μέ εἰκονίσματα τῆς ἀκτίστου φωτεινῆς πραγματικότητος.
Ἐνδιαφέρον ἔχει καί ὁ τρόπος ἁγιογραφήσεως τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι λευκά. Στόν χιτώνα τοῦ Χριστοῦ δέν τίθενται διάφοροι χρωματισμοί. Πρόκειται γιά τά λευκά ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Μεταμόρφωση, ἀφοῦ καί αὐτά ἔγιναν «λευκὰ ὡς τό φῶς» (Ματθ. ιζ΄, 2) καί τά ἱμάτιά Του μετά τήν Ἀνάσταση. Βέβαια, πρωτοτυπία ἀποτελεῖ τό νά ἁγιογραφῆται ὁ Χριστός ἔνθρονος μέ λευκά ἱμάτια, διότι προφανῶς πρόκειται γιά ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἅγιο Σωφρόνιο καί συνδυάζεται, ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, ὁ ἔνθρονος Χριστός μέ τόν Μεταμορφωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό.
Ἡ ὅλη ἁγιογράφηση τοῦ ἐνθρόνου Χριστοῦ, πού εἶναι φωτεινός μέ φόντο τό κυανοῦν χρῶμα, πρέπει νά τεθῆ στήν προοπτική τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου περί τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Σέ ἕνα σημεῖο τοῦ βιβλίου του γράφει τό πῶς ἐνατένιζε ἐπίμονα τόν καθαρό καί κυανοῦν οὐρανό, προσήλωνε τό βλέμμα του σέ μιά κατεύθυνση καί πολλές φορές διέτρεχε τόν οὐρανό ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρου. Ὅταν ἔφθανε στόν ὁρίζοντα, μετέβαινε νοερῶς καί πέραν αὐτοῦ καί τότε ἔβλεπε τόν κυανοῦν οὐρανόν νά περιβάλλη τόν πλανήτη τῆς γῆς. Συγχρόνως, προσπαθοῦσε νά εἰσχωρήση στά βάθη του καί νά ἀνιχνεύση τά ὅριά του. Αὐτή ἡ ἐνατένιση τῆς οὐράνιας σφαίρας, γεμάτης ἀπό τό φῶς, τόν ἔθελγε διά τοῦ μυστηρίου της. Στήν συνέχεια γράφει: «Ὅταν ὅμως ἀξιώθηκα μέ Ἄνωθεν δωρεά νά δῶ τό ἄκτιστο Φῶς τῆς Θεότητος, τότε στόν κυανό οὐρανό τοῦ "κυανοῦ πλανήτου" μας ἀναγνώρισα μέ χαρά τό σύμβολο τῆς ἀκτινοβολίας τῆς ὑπερκόσμιας δόξης». Καί συμπληρώνει ὅτι «τό κυανό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐπέκεινα, τῆς ὑπερβατικότητας».
Ἔτσι, ὁ ἔνθρονος Χριστός εἶναι πλήρης φωτός, τά ἱμάτιά Του φωτεινά, ὅπως ἐμφανίσθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση, καί στό βάθος τῆς εἰκόνας (φόντο) εἶναι τό κυανοῦν φῶς καί τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀλλά καί τοῦ ἐπέκεινα. Ἄλλωστε, κατά τήν θεοπτική ἐμπειρία ὁ Θεόπτης βλέπει δύο φῶτα, τό κτιστό καί τό ἄκτιστο και ἀντιλαμβάνεται σαφέστατα τήν διαφορά καί τήν ποιότητά τους. Κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου «Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι διαφορετικό κατά τή φύση του, καί ἡ θεωρία του δέν εἶναι ὅμοια μέ τή φυσική ὅραση».
Πάντως, κυριαρχοῦσα μορφή στήν εἰκόνα αὐτή εἶναι ὁ ἀποκαλυφθείς Χριστός μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, ὅπως ὁ ἴδιος τόν εἶδε καί γράφει σέ κείμενά του ὅτι μέ τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός «Γεννήθηκαν μέσα μου νέες δυνάμεις, ἄλλη ὅραση, ἄλλη ἀκοή. Μπόρεσα νά γνωρίσω ἀπερίγραπτη ὡραιότητα». Τό ἄκτιστον Φῶς εἶναι «Φῶς καταυγάζον».
Τό τρίτο πού διέκρινα βλέποντας τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο στά σώματα τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων. Ὁ νοῦς τους δέν βρίσκεται συγκεντρωμένος στήν λογική καί τόν ἐγκέφαλο, ἀλλά ἔχει κατεβῆ στήν καρδιά. Σέ ἕνα σημεῖο τῶν γραπτῶν του ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁμιλώντας γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός γράφει: «Τό βλέπουμε, ἀλλά ἡ προσοχή στρέφεται στά ἐνδότερα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, στήν καρδιά πού φλέγεται ἀπό τήν ἀγάπη, ἀγάπη ἄλλοτε τῆς εὐσπλαχνίας καί ἄλλοτε τῆς εὐγνωμοσύνης». Αὐτή ἡ θεολογία του ἁγιογραφεῖται κατά τόν καλύτερο τρόπο στίς εἰ κόνες τῶν Ἀποστόλων κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο.
Τά ἁγιογραφημένα πρόσωπα τῶν Ἀποστόλων δείχνουν ὅτι ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἀδειάσει, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν μέσα οἱ λογισμοί, καί ὁ νοῦς, εὑρισκόμενος στήν καρδιά, προσεύχεται. Οἱ ἐλαφρές, ἐξωτερικές κινήσεις τοῦ προσώπου δείχνουν τήν ἔκσταση ἀπό αὐτήν τήν ὅραση τῆς καρδιᾶς πού προσεύχεται. Αὐτήν τήν διαδικασία τήν συναντᾶμε στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ὅταν ὁ νοῦς εὑρίσκεται στήν καρδιά καί προσεύχεται αὐτοκινήτως, ὡς πρός τήν δική του ἐνέργεια, ἑτεροκινήτως δέ ὡς πρός τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ λογική παρακολουθεῖ ἐκστατική τήν ἐργασία τοῦ νοῦ, διότι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογική καί νοερά, καί οἱ δύο αὐτές ἐνέργειες κινοῦνται παραλλήλως.
Ἔτσι, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στήν ἁγιογραφία τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου βρίσκονται κοντά στόν Χριστό, βλέπουν τόν Χριστό, προσέχουν τόν λόγο Του, μετέχουν τῆς Χάριτος ἡ ὁποία προχέεται ἀπό τόν Χριστό, ὅμως αὐτό γίνεται ὄχι μέ τήν λογική, ἀλλά μέ τήν καρδιά. Διαφέρει, βέβαια, ἡ στάση τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει οὔτε κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἀλλά οὔτε καί ὁ νοῦς του βρίσκεται μέσα στήν καρδιά. Ἄλλωστε, ἡ ἕνωση νοῦ καί καρδιᾶς γίνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Χριστό.
Μέ τήν ἀπεικόνιση τοῦ κέντρου τοῦ προσώπου νά βρίσκεται στήν καρδιά, ἐκτός τοῦ ὅτι δείχνει ὅτι τό πρόσωπο εἶναι ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος (Α΄ Πέτρ. γ΄, 4), συγχρόνως, φαίνεται καθαρά ἡ διαφορά μεταξύ τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς σχολαστικῆς θεολογίας ἀκόμη καί τῆς ἠθικολογίας πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση. Κατά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκεῖνος πού ἀποκτᾶ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί ὁρᾶ τόν Θεό, ἐνῶ κατά τόν σχολαστικισμό ἡ λογική ἀναζητᾶ, ἐρευνᾶ καί ἐπεξεργάζεται τόν Θεό, καί κατά τόν ἠθικισμό ἡ χριστιανική ζωή ἐξαντλεῖται μόνον ἐξωτερικά. Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης κάνει λόγο γιά τήν κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό, ὅταν ὁ νοῦς ἀποσπᾶται ἀπό τόν αἰ σθητό κόσμο, ἐπιστρέφει στήν καρδιά καί ἀπό ἐκεῖ ἀνέρχεται στόν Θεό. Αὐτό φαίνεται εὐδιάκριτα στίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού παρουσιάζουν ὅλην τήν ἡσυχαστική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἁγιογραφώντας τά πρόσωπα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἴσως χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, ἁγιογραφοῦσε τόν ἑαυτό του, καί ὡς πρός τόν ἐξωτερικό καί τόν ἐσωτερικό κόσμο του. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μορφή τῶν ἁγιογραφημένων Ἀποστόλων ὁμοιάζει μέ τήν μορφή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἀλλά καί στά πρόσωπά τους ἀποτυπώνεται ἡ σύννοια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Βεβαίως, αὐτό εἶναι τό πρόβλημα κάθε ζωγράφου, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν κατάσταση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλά ἐδῶ γίνεται κατά ἕναν φυσικό τρόπο, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἔντονα τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς μεταμορφώσεώς του καί αὐτό περνοῦσε, χωρίς νά τό συνειδητοποιῆ, καί στίς ἁγιογραφίες.
Ἔτσι, ὅταν ἐξετάζη κανείς προσεκτικά τίς ἁγιογραφίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, θά διασπιστώση ὅτι τά πρόσωπα τῶν περισσοτέρων Ἀποστόλων, ἰ διαιτέρως στόν Μυστικό Δεῖπνο, εἶναι προσωπογραφίες τοῦ ἰ δίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, σέ διάφορες ἡλικίες του, ἀλλά καί σέ διάφορες πνευματικές του καταστάσεις. Ἄλλωστε, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅταν τά διαβάζη κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει κάθε φορά τήν πνευματική κατάστασή τους.
Γενικά, ἡ ἁγιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου εἶναι ἀπαύγασμα ὅλης τῆς θεολογίας του. Βλέποντας τίς ἁγιογραφίες αὐτές καταλαβαίνει κανείς τήν θεολογία του, καί διαβάζοντας τήν θεολογία του τήν βλέπει ἁγιογραφημένη στούς τοίχους τῆς Μονῆς του. Οἱ ἁγιογραφίες του δείχνουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. α΄, 15) καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκών τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πρέπει νά φθάση καί στό καθ’ ὁμοίωση γιά νά ἐκπληρώση τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του.
Μέ ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως, φαίνεται τό πῶς γνώρισα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, πῶς τόν εἶδα, ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν ὁμιλοῦσε, ὅταν συζητοῦσε, ὅταν γελοῦσε, ὅταν σιωποῦσε, ὅταν προσευχόταν, ὅταν ἁγιογραφοῦσε. Ἔτσι, προσπάθησα νά σᾶς τόν μεταφέρω μέ τόν πενιχρό μου λόγο. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.–

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ : Αναγγελία αγιοκατάταξης από τον Οικ. Πατριάρχη Βαρθολομαίο


Μια έκπληξη πριν την αποχώρηση του από το Άγιον Όρος επιφύλαξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, την αναγγελία της αγιοκατάταξης του Γέροντα Σωφρόνιου του Έσσεξ



Ο Γέροντας Σωφρόνιος (κατά κόσμον Σεργκέι Σεμιόνοβιτς Σάχαρωφ, ρωσικά: Сергей Семёнович Сахаров‎; 22 Σεπτεμβρίου 1896 – 11 Ιουλίου 1993) ήταν Ρώσος Ορθόδοξος Ιερομόναχος που ξεκίνησε τη μοναχική του ζωή στο Άγιο Όρος, στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και θεωρείται από την ορθόδοξη παράδοση ως ένας από τους χαρισματικότερους μοναχούς του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε στη Μόσχα και ήταν μέλος 9μελούς οικογένειας. Το κοσμικό όνομά του ήταν Σέργιος, ενώ έδειχνε από μικρός ιδιαίτερη θεολογική κλίση. Στην αρχή ασχολήθηκε με την ζωγραφική, ενώ ασχολήθηκε και με τον Βουδισμό και τον Ινδουισμό. Όταν απογοητεύτηκε από τη φιλοσοφία των Ανατολικών θρησκειών, στράφηκε προς το Χριστιανισμό και πιο συγκεκριμένα την Ορθοδοξία.

Σε ηλικία 25 ετών μετακινήθηκε στη Γαλλία, προσπαθώντας να βρει εργασία ως ζωγράφος. Στη Γαλλία κατάφερε να γίνει δεκτός στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όμως τελικά στράφηκε προς το χριστιανισμό με περισσότερο ζήλο αφού ούτε αυτό τον γέμιζε όπως ο ίδιος αργότερα ομολόγησε και έτσι στράφηκε σε ηλικία 29 ετών στη θεολογία, εισαγόμενος στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο στο Παρίσι.

Με το πέρας των σπουδών έλαβε την απόφαση να μονάσει. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, το 1925. 4 έτη αργότερα γνώρισε τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ο οποίος έγινε ο πνευματικός καθοδηγητής του. Στη συνέχεια αναχώρησε για τα Καρούλια του Αγίου Όρους το 1938, που ασκήτεψε αυστηρά. Το 1948 έφυγε από το Άγιο Όρος ώστε να χειρουργηθεί στη Γαλλία ενώ εξέδωσε σε βιβλίο το βίο του Αγίου Σιλουανού, που εν τω μεταξύ εκοιμήθη.

Στη συνέχεια εξέδωσε και άλλα βιβλία το «Περί προσευχής», το «Άσκηση και Θεωρία» και «Η ζωή Του ζωή μου». Την ίδια εποχή επισκέφτηκε και τη Μόσχα μετά από πολλά χρόνια και έκτοτε είχε πιο στενούς δεσμούς με την πόλη. Το 1963 εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και ίδρυσε μια χριστιανική αδελφότητα, χτίζοντας παράλληλα και ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στο Έσσεξ. Εκεί έμεινε μέχρι που πέθανε το 1993 σε ηλικία 97 ετών.

Έλεγε χαρακτηριστικά:

«Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως τίποτα δεν μου έδινε χαρά και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου, είχα μέσα μου κενό και αγωνία. Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω από το αδιέξοδο, που με συνείχε. Όμως δεν έβρισκα λύση. Ένα βράδυ, μετά από μία διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και αργό βήμα. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι βάναυση, είναι ανιαρή. Τότε σκέφτηκα να γίνω μοναχός, όμως πού και πώς δεν είχα ιδέα. Ήμουν Ρώσος εμιγκρέ-πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, οι οποίοι ίδρυσαν το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου … Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιο Όρος, κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό».

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Η φύλαξη τών απρόσιτων εντολών τού Θεού και η "κένωση" σε πορεία πίσω από τον Χριστό Τού γέροντα Σοφρωνίου Σαχάρωφ




Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.



Είναι φυσικόν εις τον πιστόν να φυλάττη μετά ζήλου την αλήθειαν της δοθείσης εις τον Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, ει δυνατόν, εν τη πληρότητι και τη αυθεντικότητι αυτής. Η μακραίων πείρα της Εκκλησίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι πάσα απόκλισις από της οδού των ευαγγελικών εντολών απομακρύνει από της οδού της γνώσεως, εν τη οποία περικλείεται η αιώνιος ζωή (βλ. Ιωάν. 12,50 και 17,3).

Δεν είμεθα εις θέσιν να φθάσωμεν την τελειότητα των εντολών, αλλ’ εξ ημών εξαρτάται να επιδείξωμεν την μεγαλυτέραν δυνατήν φιλοπονίαν, και τότε Εκείνος ο Ίδιος θα επιτελέση το υπόλοιπον. Εν τω αγώνι ημών προς απόκτησιν της αγάπης του Χριστού δίδεται  εις ημάς να θεωρήσωμεν το απρόσιτον της αγιότητος του Θεού, εν ταυτώ δε και το άμετρον της ταπεινώσεως Αυτού. Η δύναμις των ευαγγελικών εντολών έγκειται εις το ότι αύται εισάγουν κατά φυσικόν τρόπον εις την απειρότητα του Θείου Είναι. Η ψυχή εκπλήττεται μακαρίαν έκπληξιν ενώπιον του Θεού· εξίσταται προ του προαιωνίου Αυτού μεγαλείου, εκθαμβείται δια της προς ημάς συγκαταβάσεως Αυτού εν τη ενσαρκώσει.

Εν πάσι τούτοις Διδάσκαλός αυτής είναι ο Χριστός (βλ. Ματθ. 23,8). Χωρίς Αυτού η ανθρωπότης αναποφεύκτως θα απολεσθή εις τον βαθύτατον ζόφον της κακίας αυτής. Ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου· δι’ Αυτού εγένετο η αλήθεια και «εκ του πληρώματος Αυτού πάντες ημείς λαμβάνομεν, και χάριν αντί χάριτος» (πρβλ. Ιωάν. 8,12 και 1,16-17).

Ο ταπεινός Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσε χάριν» (Α’ Πέτρ. 5,5· Ματθ. 23,12). Η χάρις είναι η ζωή του Θεού, και Ούτος δίδει την ζωήν Αυτού εις τους ποθούντας την προς Αυτόν ομοίωσιν. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Δυνάμει της ασκητικής ταύτης αρχής παρατηρείται κίνησις προς αυτοσμίκρυνσιν, προς το «ατελευτήτως» μικρόν, και ουδόλως τάσις υπερήφανος προς αυτοεκθειασμόν.

Η οδός ημών είναι οδός αποφατικής ασκήσεως δια «κενώσεως» εν πορεία οπίσω του Χριστού, του κενώσαντος Εαυτόν μέχρι και του σταυρικού εισέτι θανάτου (βλ. Φιλ. 2,5-9). Όσον βαθύτερον πορευόμεθα «προς τα κάτω», τοσούτον ριζικώτερον καθαιρόμεθα εκ των συνεπειών της υπερηφάνου πτώσεως του προπάτορος ημών Αδάμ. Όταν δε καθαρθή η καρδία ημών (βλ. Ματθ. 5,8), τότε ενοικούν εν ημίν και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, και ημείς εισαγόμεθα εις την ασάλευτον πραγματικότητα της Θείας Βασιλείας, ένθα το ανεκδιήγητον μεγαλείον συνενούται μετά της αφάτου ταπεινώσεως και του αρρήτου κάλλους.

Αυτή αύτη η ενανθρώπησις του Θεού Λόγου είναι ωσαύτως κένωσις, προσιδιάζουσα οντολογικώς εις την Θείαν Αγάπην. Ο Πατήρ κενοί εαυτόν όλον εν τη γεννήσει του Υιού, ενώ ο Υιός ουδέν αποδίδει εις Εαυτόν, αλλά τα πάντα παραδίδει εις τον Πατέρα. Η δε κένωσις ημών εκφράζεται δια της αρνήσεως πάντων όσα είναι εις ημάς πολύτιμα επί της γής εν τη τηρήσει των εντολών: «… Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού … ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,24-25). Και πάλιν: «Ούτως ούν πας εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι Μου μαθητής» (Λουκ. 14,33).

Και αύτη είναι η οδός του Ζώντος Θεού.