Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

«Πίστη και Προσδοκία της Ανάστασης» κατά τον όσιο Σωφρόνιο τον Αγιορείτη (Έσσεξ)Χριστίνα Κατζουράκη, Ιατρός, Θεολόγος, Mr Θεολογίας


«Η ευλογία του Θεού να είναι με όλους σας, και ας ετοιμασθούν οι ψυχές σας για την ένδοξη μετάβαση στον άλλο κόσμο με την πλήρη ελπίδα, με την αδίστακτη πίστη στην ανάστασή μας…Η πίστη του ανθρώπου αποτελεί μεγάλη δύναμη που καταρτίζει τον ίδιο…Να δώσει σε όλους σας ο Κύριος την πίστη αυτή»[1].
Τον λόγο αυτό απευθύνει με επιστολή του, ο Άγιος Σωφρόνιος, σε οικείο του πρόσωπο, μα και σε όλους εμάς, στους ανθρώπους κάθε εποχής, προτρέποντάς μας ασταμάτητα: σε έναν κόσμο όπου όλα μεταβάλλονται, είναι απόλυτα αναγκαίο εμείς να αναζητάμε το αμετάθετο Είναι.Σε συνθήκες ενός κόσμουόπου όλα αδιάκοπα σαλεύονται, εναποθέτοντας με την πραγματικότητά του αυτή, επάνω μας όλο το δυσβάστακτο βάρος του, εμείς πρέπει να αναζητούμε το ασάλευτο[2]. Να αναζητούμε την ανάστασή μας για την αιωνιότητα, που γεννά μέσα μας τη σκέψη για το μη σαλευόμενο[3].Την «ασάλευτον Βασιλεία» (Εβρ. 12,28), την οποία, ο άγιος Σωφρόνιος αντιμετωπίζει σαν τρόπο εκδήλωσης της Θεότητας, δηλαδή σαν Θείο ιδίωμα.
Η Ανάσταση του Χριστού. Γεγονός μοναδικό, που όμως μέσα στην μοναδικότητά του κρύβει την ανάσταση του ανθρώπου. «Πρόκειται για μας τους ίδιους, για τη δική μας ανάσταση»[4].

«Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Πίστη και προσδοκία, εν Αγίω Πνεύματι. Η  ζωοποιός δύναμη, η ικανή να δεχθεί τη ζωή. Και πού βρίσκεται η δημιουργική αυτή δύναμη; Στην προσευχή «παρ΄ελπίδα επ’ ελπίδι» (Ρωμ.4,18). «Αν ζούμε με την προσευχή, τότε πρέπει να αυξάνει διαρκώς μέσα μας η ενέργεια του Θείου Πνεύματος της ασάλευτης Ζωής». Πίστη και προσδοκία. «Πιστεύω», η λέξη με την οποία αρχίζει το Σύμβολο της Πίστεως. «Προσδοκώ» μια λέξη άλλης τάξεως με την οποία τελειώνει. «Όχι μόνο πιστεύω, αλλά και αναμένω». «Αυτή η ίδια η αναμονή- προσδοκώ ανάστασιν- είναι ήδη ενέργεια, που οπωσδήποτε και απαρέγκλιτα θα μας αναστήσει». «Όταν πραγματικά αναμένουμε την ανάσταση των νεκρών, τότε εκεί κρύβεται ενέργεια, δύναμη που θα μας αναστήσει…»[5].
«Έτσι πρέπει να ζούμε: με το “προσδοκώ”. Διότι η ενέργεια της Αναστάσεως βρίσκεται στην πίστη». «Αν εμβαθύνετε στην προσδοκία της αναστάσεως των νεκρών, ελπίζω ότι ο καθένας θα διαισθανθεί ότι περιμένουμε την ανάσταση των νεκρών, διότι για μας πραγματικότητα είναι η αυθεντική πραγματικότητα του Αιωνίου Είναι. Αν, λοιπόν, έχουμε την προσδοκία αυτή, η ενέργειά της οπωσδήποτε θα μας αναστήσει, με άγνωστο τρόπο»[6].
Προσδοκούμε την Ανάσταση εκ των νεκρών. Προσδοκούμε μετοχή στην αιώνιο ζωή, αυτήν την «άλλη» μορφή του είναι. Την μοναδική αδιάστατη πράξη του πληρώματος του είναι, που περιπτύσσεται όλη την έκταση του χρόνου, δίχως η ίδια να έχει έκταση, ούτε να εμφανίζεται ως συνέχεια του χρόνου στο ατελεύτητο. Στην τελική έκβαση της ζωής μας δεν θα υπάρχει πλέον χρόνος, που αποτελεί μορφή της ευμετάβλητης υπάρξεως, όπου εμπεριέχεται το στοιχείο του πάθους[7].Το περιεχόμενό της θα αλλάξει και θα γεμίσει με την ατελεύτητη δύναμη της ζωής του Ίδιου του Θεού. Θα αποκτήσουμε με σύνεση, μέσα μας την Άκτιστη Ενέργεια, η οποία κατά τη φύση της ανήκει μόνο στον αιώνιο Θεό και αποτελεί το αιώνιο Είναι, υπερβαίνοντας την κατάσταση της δημιουργίας η οποία αποτελεί διαδικασία που εμείς ονομάζουμε χρόνο. Εδώ δεν εφαρμόζονται οι έννοιες της εμπειρικής πραγματικότητας, της έκτασης και της διαδοχικότητας, της αρχής και του τέλους, του πριν και του μετά[8]. «Η αιωνιότης δεν έχει διάρκειαν, καίτοι περιβάλλει πάσας τας εκτάσεις των αιώνων και του κοσμικού χώρου. Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής ως “περί αιωνίου στιγμής”, ήτις δεν υπόκειται εις ορισμόν ή καταμέτρησινχρονικήν, διαστημικήν ή λογικήν. Εν αυτή τη ανεξιχνιάστω αιωνία στιγμή, και ημείς, κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, θα περιλάβωμεν εν αγάπη την πληρότητα της απ’ αιώνος κτίσεως διά μιας στιγμιαίας, αθανάτου πράξεως όλης ημών της υπάρξεως. Και τότε ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι»[9]. Η ψυχή «βλέπει» με το άγιο Πνεύμα όλο τον  κόσμο, απ’ αρχής μέχρις εσχάτων, τον Αδάμ παγγενή και τον αγκαλιάζει με αγάπη, ξεφεύγοντας από τα όρια του πρόσκαιρου και του υλικού, και πραγματώνοντας την «εικόνα και ομοίωση» Θεού, στην οποίαν ανήκει η αιωνιότητα. Μετέχοντας στην αιώνια Ζωή το κτίσμα, νικώντας τον θάνατο, εν τω Αναστάντι Χριστώ, γίνεται αιώνιο επίσης, όχι μόνο με την έννοια της απεριόριστης παράτασης της ζωής του, αλλά και με την έννοια ότι γίνεται άναρχο, όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά χάριν, ως κοινωνία με την αϊδιο Ενέργεια- Αγάπη του Θεού. Γιατί η σφαίρα της Θείας υπάρξεως στην οποία μπαίνει, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλοςΗ Αγάπη αυτή «ως άναρχος και αμετάθετος ζωή του Τριαδικού Θεού διά της ενοικήσεως αυτής εν ημίν, δεν καθιστά ημάς μόνον αθανάτους, υπό την έννοιαν ότι η ύπαρξις ημών θα παρατείνηται εις τους αιώνας, αλλά και “ανάρχους”, διότι και η ενδοτριαδική Αγάπη είναι καθ’ εαυτήν άναρχος. Το ΄άκτιστον Φως, συγκαταβαίνον εις τον άνθρωπον, δίδει εις αυτόν την ζώσανπείραν της Αγάπης ταύτης. Η ενέργεια αυτής υπερνικά τον πλήξαντα ημάς θάνατον και βιούται ως εκ νεκρών ανάστασις εις νέαν, άναρχον πλέον ζωήν»[10].

Αυτή η δύναμη της «προσδοκίας» προσεγγίζεται από τον άγιο Σωφρόνιο και από την αρνητική, την αντίθετή της όψη. Την απόγνωση. Ως απουσία της συνειδήσεως της προσδοκίας. Για τον άγιο η απόγνωση «είναι η απώλεια της συνειδήσεως εκείνης, την οποία θέλει ο Θεός ως προϋπόθεση για να μας δωρίσει την άναρχη ζωή Του»[11]. Έτσι ο άνθρωπος ζει την απόγνωση ως μεγάλη αμαρτία και πάθος, αρνούμενος εκείνο που ο Θεός ετοίμασε για μας[12] και καταδικάζοντας μόνος του τον εαυτό του σε θάνατο[13]. «Ακριβώς εν αυτή τη αυτοκαταδίκη εις πλήρη μετά θάνατον εκμηδένισιν έγκειται η πνευματική ουσία της απογνώσεως»[14].
Αιώνια ζωή είναι η πνευματική ζωή. Η ειρήνη της καθαρής σκέψης και του ήθους στην αδιαίρετη ενότητά τους, με έννοια όχι ψυχολογική, δηλαδή ως υποκειμενική εμπειρία, αλλά έννοια οντολογική, δηλαδή ως τον Νου και την Αγάπη του Χριστού. «Αγάπη στη Σοφία και Σοφία στην Αγάπη. Κι’ αν αυτό ανταποκρίνεται στην αλήθεια, τότε αυθεντικά αιώνιος είναι ο Μόνος Θεός, ενώ εμείς μόνο κατά το μέτρο που μένουμε στον Θεό και ο Θεός σε μας»[15].
Το απ’ αιώνος απόκρυφον Μυστήριον της Θείας Αγάπης γνωρίζουμε στη Θεία Λειτουργία. «Εν αυτή ζώμεν όντως τον τύπον της αναστάσεως» και «αύτη σβεννύει την δίψαν του πνεύματος ημών δι’ άλλου ύδατος, «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον(Ιωαν. 4,14)»[16].
Ωστόσο, κατά τον άγιο Σωφρόνιο, η μετοχή  στη χαρά της Αναστάσεως προϋποθέτει την μετοχή στην ζωή του Κυρίου και την ομοίωσή μας με Αυτόν,«διά της κοινωνίας εις τα παθήματα του Χριστού υπέρ ημών. Συμμετέχοντες εις την επίγειονζωήν του Κυρίου αποκτώμεν την Θείαν αιωνιότητα, την πεπληρωμένην αγάπης»[17]. Έτσι μόνον αν, κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, αποκτήσουμε πείρα στη δική μας ζωή των καταστάσεων του Ιησού Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, στη Γεθσημανή, στα κριτήρια του Άννα, του Καϊάφα και του Πιλάτου, αν μετέχουμε στην άρση του Σταυρού Του, στους βασανισμούς , τους εξευτελισμούς και το μαρτύριο της ανθρωποεγκαταλείψεως μα κυρίως της Θεοεγκαταλείψεως και στην Κάθοδο στον Άδη, βιώνοντας έτσι την πλήρη εν μετανοία κένωσή μας, μπορούμε να δεχθούμε την μετάδοση της πείρας της Αναστάσεως[18]. Μόνο αν, διά της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος προσεγγίσουμε πνευματικά την αίσθηση του θανάτου του Χριστού, θα προσεγγίσουμε συνάμα και την δύναμη της Αναστάσεώς Του, φθάνοντας «τα τέλη των αιώνων» και ψηλαφώντας την Θεία Αιωνιότητα[19]. Διά του ζωοποιού πόνου και των παθημάτων οδηγούμαστε στην μετάνοια και στην αναγεννητική προσευχή της μετανοίας, η οποία μας οδηγεί «βραδέως εις ενεργόναίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής»[20], αυξάνοντας διαρκώς μέσα μας η ενέργεια του Θείου Πνεύματος, της ασάλευτης Ζωής[21] και τότε: «Ει ουνσυνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος(Κοριν. 3,1)»[22].

Συχνή είναι η αναφορά του αγίου Σωφρονίου στην διαπίστωση πως τη χαρά της Αναστάσεως τη γευόμαστε, για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα[23], ίσως για λίγες μόνο ώρες. Το γεγονός αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, γεγονός μη αναμενόμενο, που αντλεί όμως την πραγματικότητά τουαπό τον προσανατολισμό του ίδιου του Ευαγγελικού μηνύματος.Η Ευαγγελική υπόσχεση και προσδοκία οδηγεί στο απόλυτα ασάλευτο της Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Οδηγεί στην αιωνιότητα,που γεννά μέσα μας τη σκέψη για το μη σαλευόμενο, το αμετάθετο.Όμως,«η εμπειρία της ζωής αυτής έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ιδέα μας για το ασάλευτο Είναι. Ωστόσο αυτό υπάρχει»[24]. Όλα ρέουν στην ζωή μας μέσα σε συνεχείς αλλαγές, εξασθενώντας την εμπειρία της σταθερότητας του αμετάθετου.Και μόνο βαδίζοντας, την Οδό του Κυρίου, σιγά, ταπεινά, υπομονετικά, κενωτικά, οδηγούμαστε «εκεί, όπου ο Κύριος είναι» και όπου καλεί τον Εκείνου διάκονο. Εξ’ άλλου, κατά τρόπο παράδοξο,το Πάσχα για μερικούς, διαπιστώνει ο άγιος Σωφρόνιος, είναι καιρός δοκιμασίας, που γίνεται αισθητή ως κάποιο κενό στο είναι, ως εξουσιαζόμενο από τον θάνατο. «Να, ήρθετο Πάσχα, κι όμως μένω στον θάνατο των παθών». Ναι, ίσως αυτό συμβαίνει. Όμως, κατά τρόπο απόλυτο η πάλη μας κατά των παθών θα πρέπει να διαπνέεται από την βεβαιότητα πως τίποτα τελικό δεν υπάρχει εκτός από τον Χριστό. Να διαπνέεται από την πίστη και την προσδοκία-αναμονή της αναστάσεως[25].
Το Πάσχα, που γιορτάζουμε προς το παρόν δεν είναι το άνω, είναι Πάσχα μερικό. Τύπος μόνο εκείνου του Αιωνίου, και δεν μπορούμε ακόμη να φθάσουμε στην τέλεια απόλαυση της χαράς[26]. Η ενέργεια της Αναστάσεως υπάρχει μέσα μας όχι όμως ακόμη με συντριπτικό τρόπο, όχι ακόμη ως κάτι το απόλυτα στέρεο[27]. Και μόνον όταν «ο Θεός έσται τα πάντα εν πάσι»(ΆΚορ. 15,28), τότε κι εμείς θα καταστούμε μέτοχοι της αιωνιότητος, όχι πλέον «εκ μέρους» και για σύντομο χρόνο, αλλά στην πληρότητα. Τότε μόνο θα καταστεί δυνατή η χαρά που δεν σκιάζεται από τίποτε[28].
«“Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος Αυτού ουκέτι κυριεύει” (Ρωμ. 6,9). Η νίκη Αυτού εν τη αιωνιότητι είναι βεβαία. Και το πνεύμα προσεύχεται εν ημίν:
Ο Κύριος μου και ο Θεός μου…
Νυν, Κύριε Ιησού Χριστέ, κατά την δωράν της ανεξιχνιάστου δυνάμεως καιευδοκίας Σου προς ημάς και εγώ μεταβαίνω εκ του θανάτου εις την ζωήν»[29].

Παραπομπές:

[1] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Γράμματα στή Ρωσία, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2009, σελ. 132.
[2] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Γράμματα, σελ. 75.
[3] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, τομ. Β’, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013, σελ. 261.
[4] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 261.
[5] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Γράμματα, σελ. 75-78.
[6] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 40, 262, 275.
[7] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ἀγώνας Θεογνωσίας, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Εσσεξ Αγγλίας 2004, σελ. 256-257.
[8] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Γ’, σελ. 76.
[9] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθατόν Θεόν καθώς ἐστί, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Εσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 173.
[10 ]Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 315, ο Γέροντας Σιλουανός, σελ. 161.
[11] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 41.
[12] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Γ’, σελ. 78.
[13] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 41.
[14] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 416.
[15] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ἀγώνας Θεογνωσίας, σελ. 256-257.
[16] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 363.
[17] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 354.
[18] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 354.
[19] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 388.
[20] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 389.
[21] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Γ’, σελ. 75.
[22] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 354.
[23] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 223, 262.
[24] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 262.
[25] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οικοδομώντας,τομ. Β’, σελ. 278.
[26] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ἀγώνας Θεογνωσίας, σελ. 257.
[27] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ἀγώνας Θεογνωσίας, σελ. 268.
[28] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Ἀγώνας Θεογνωσίας, σελ. 257.
[29] Αρχιμ. Σωφρόνιος, Οψόμεθα, σελ. 389.

Η ευγνωμοσύνη σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου Κωνσταντίνος Κίνας, Θεολόγος – Νομικός


Ένα από τα χαρακτηριστικά πολλών σύγχρονων ανθρώπων είναι το ανικανοποίητο, δηλαδή η δυσκολία να αισθάνεται  κανείς ικανοποιημένος από την ζωή του γενικά.   Παρατηρείται το φαινόμενο πρόσωπα που  εξωτερικά τα έχουν όλα (υγεία, επαγγελματική καταξίωση, οικογενειακή συνοχή, οικονομική ανεξαρτησία) να υποφέρουν από αίσθημα ανεπάρκειας και να επιζητούν ακόμη περισσότερα. Θεολογικά ερμηνεύεται γιατί σύμφωνα με την χριστιανική ανθρωπολογία ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’εικόνα και καθ’ομοιωση του Θεού. Ο πεπερασμένος και σχετικός άνθρωπος έχει μέσα του την ροπή προς τον άπειρο και απόλυτο Θεό και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τίποτα άλλο εκτός από την ένωση με τον Τριαδικό Θεό, που αποτελεί τον σκοπό της ζωής του.
 Βέβαια αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό, καθώς  ο σημερινός άνθρωπος έχει ασύγκριτα καλύτερες συνθήκες ζωής σε σχέση με προγενέστερες εποχές.  Εξάλλου, το χαρακτηριστικό αυτό που συχνά εκτείνεται μέχρι το βαθμό ψυχοπαθολογικής κατάστασης με τη μορφή ψυχικών ασθενειών (κατάθλιψη, αυτοκτονίες) εντοπίζεται κυρίως στις κοινωνίες του  προοδευμένου κόσμου που διαθέτει οικονομική, τεχνολογική και πολιτική  ευημερία. Παρατηρείται δηλαδή το παράδοξο φαινόμενο μια μικρή πλειοψηφία ανθρώπων που λογικά θα έπρεπε να αισθάνεται προνομιούχα  συγκριτικά με τους ανθρώπους των υπόλοιπων περιοχών του πλανήτη και των προηγούμενων εποχών να ταλανίζεται από το αίσθημα του ανικανοποίητου και είτε να εκφράζει παράπονα είτε να κατατρύχεται εσωτερικά για την τύχη της σε ατομικό κυρίως επίπεδο.
Το Άγιο Πνεύμα ζωοποιεί αδιάκοπα όχι μόνο την Εκκλησία και τα τέκνα της, αλλά και όλο τον κόσμο, καθώς και ολόκληρη την κτίση. Μας θεραπεύει από τις συνέπειες της πτώσης, μας αναγεννά και μας αγιάζει. Τα κάνει όμως όλα αόρατα σαν κάποιος μυστικός θαυμαστός φίλος, που δεν θέλει να μας επιβαρύνει με την ευγνωμοσύνη προς Αυτόν, γιατί γνωρίζει ότι στην παρούσα κατάσταση μας το ευγενικό αίσθημα της ευγνωμοσύνης γίνεται φορτίο[1]. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και η συναφής διδασκαλία του άλλου αθωνίτη αγίου της εποχής μας, του αγίου Παϊσίου. Με τον χαρακτηριστικό του τρόπο τονίζει σχετικά: «Ο Χριστός έχει αρχοντιά. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί δεν έκανε δούλους, αλλά υιούς. Φαίνεται τι κάνει κανείς με την καρδιά του. Φαίνεται καθαρά το πολύ φιλότιμο[2]».

Παρουσιάζει ενδιαφέρον αναφορικά με το ζήτημα η διδασκαλία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, ενός  σχετικά νέου αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (1866-1938). Ως πηγή χρησιμοποιούνται οι Γραφές του αγίου, δηλαδή οι χειρόγραφες σημειώσεις, που περιλαμβάνονται στο συγκλονιστικό βιβλίο «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», που συνέγραψε ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ο κορυφαίος   Θεολόγος και Εκκλησιαστικός Πατέρας της εποχής μας.  Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι το ζήτημα του να είναι κανείς ευχαριστημένος με τη ζωή του συνήθως δεν τονίζεται όσο πρέπει, παρόλο που κατέχει κεντρική θέση στο ήθος της Εκκλησίας και στη χριστιανική ζωή. Σπάνια αναφέρεται ρητά ακόμη και στη διδασκαλία των πατερικών κειμένων.
Αν θέλαμε να κάνουμε μια σύντομη βιβλική θεμελίωση της αρετής αυτής θα αναφέραμε την ευαγγελική διήγηση του θαύματος της θεραπείας των δέκα λεπρών από τον Ιησού. Αμέσως μετά την πιστοποίηση της ίασης επέστρεψε μόνο ό ένας, για να εκφράσει την ευχαριστία του στον ευεργέτη του. Τότε ο Χριστός εκφράζει παράπονο για την εκδήλωση αγνωμοσύνης των υπολοίπων και αναρωτιέται  πού είναι οι άλλοι εννέα;
Ο απόστολος  Παύλος προτρέπει: «πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε[3]». Ο ίδιος σε άλλο σημείο αποκαλύπτει ότι «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,  πρᾳότης, ἐγκράτεια[4]».  Επιπρόσθετα, ο απόστολος  Ιούδας υποστηρίζει ότι είναι ασεβείς και αρνητές του Χριστού   όσοι είναι «μεμψίμοιροι και γογγυσταί[5]».
Ο άγιος Σιλουανός θεωρεί ως προϋπόθεση της καθαρής προσευχής το να είναι κανείς ευχαριστημένος με όλα. Τότε ο νους του μπορεί να καθαριστεί από τους μάταιους λογισμούς[6]. Με ποιον τρόπο όμως θα επιτευχθεί το αίσθημα ικανοποίησης; Με την κατά Χριστό ταπείνωση η ζωή γίνεται εύκολη και ευχάριστη και όλα αποβαίνουν προσφιλή στην καρδιά[7].
Για την σωτηρία είναι αναγκαίο να ταπεινωθεί ο άνθρωπος, διότι τον υπερήφανο ακόμη κι αν τον τοποθετήσουν με την βία στον παράδεισο, και εκεί δεν θα βρει ανάπαυση   και δεν θα είναι ευχαριστημένος, αλλά θα λέει «Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση»;       Η ταπεινή όμως ψυχή είναι πλήρης αγάπης και δεν επιζητεί πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το αγαθό και είναι ευχαριστημένη με όλα[8].
Ο άγιος επίσης συνδέει την ευγνωμοσύνη με την ψυχική ειρήνη. Σε περίπτωση κάποιας αποτυχίας ο πιστός οφείλει να παραδίδεται στο θέλημα του Θεού με ταπείνωση και προσευχή. Έτσι ο  Κύριος  ανακουφίζει τον πόνο και η ψυχή αισθάνεται την εγγύτητα του Θεού και μένει ενώπιον του Θεού  πλήρης χαράς και ευγνωμοσύνης[9]. Αν όμως αρχίζει κανείς να παραπονιέται, τότε στην ψυχή του δεν θα υπάρχει ειρήνη, ακόμη κι αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ[10].
Εάν κάποιος κατακρίνει, είναι μεμψίμοιρος, αγαπά να κάνει το θέλημά του, τότε ακόμη κι αν προσεύχεται πολύ, η ψυχή του θα παραμένει πτωχή και θα αισθάνεται ότι ο Κύριος τον εγκατέλειψε. Όμως δεν είναι ο Κύριος που τον εγκατέλειψε, αλλά ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από την οδό της ταπείνωσης και γι’αυτό η χάρη του Θεού δεν μένει στην ψυχή του[11].
Επιπλέον, ο άγιος Σιλουανός αναφερόμενος στο ζήτημα του θελήματος του Θεού και της ελευθερίας επισημαίνει ότι όποιος κάνει το θέλημα του Θεού είναι ευχαριστημένος με όλα, ακόμη κι αν είναι φτωχός ή ασθενής, διότι τον ευφραίνει η χάρη του Θεού. Όποιος όμως δεν είναι ικανοποιημένος για την μοίρα του και γογγύζει για την αρρώστια του ή εναντίον εκείνου που τον προσέβαλε, αυτός ας γνωρίζει ότι κατέχεται από υπερήφανο πνεύμα και έχασε την ευγνωμοσύνη προς τον Θεό[12].

Η ψυχή που έχει παραδοθεί στο θέλημα του Θεού μένει αδιαλείπτως μέσα στην αγκαλιά του Θεού και απολαμβάνει μεγάλη ησυχία. Από την χαρά αυτή προσεύχεται, για να γνωρίσει κάθε ψυχή τον Κύριο και πόσο πολύ Αυτός μας αγαπά και πόσο άφθονα χορηγεί σε μας το Άγιο Πνεύμα το οποίο ευφραίνει την ψυχή. Τότε απολύτως όλα είναι αγαπημένα στην καρδιά, διότι τα πάντα είναι του Θεού.  Ο Κύριος νουθετεί με έλεος τον άνθρωπο να δέχεται με ευγνωμοσύνη τις θλίψεις. Σε ολόκληρη τη ζωή του ο άγιος Σιλουανός δεν γόγγυσε ποτέ ούτε μια φορά αλλά τα δεχόταν όλα σαν φάρμακο από τα χέρια του Θεού και για τον λόγο αυτό ο Κύριος έδωσε στον άγιο την ευλογία να σηκώνει με ευκολία τον χρηστό ζυγό Του.[13]
Ο Κύριος έδωσε πάνω στη γη το Πνεύμα το Άγιο και όσοι το έλαβαν αισθάνονται τον παράδεισό μέσα τους. Ίσως θα  πει κανείς «Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ τέτοια χάρη»; Διότι αυτός δεν παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού, αλλά ζει κατά το δικό του θέλημα. Αν  παρατηρήσει  κανείς εκείνον που αγαπά το δικό του θέλημα, θα διαπιστώσει ότι  δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα. Κατά τη γνώμη του όλα γίνονται όχι όπως θα έπρεπε. Όποιος όμως παραδόθηκε τελείως στο θέλημα του Θεού έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπά τον Κύριο και όλα φαίνονται σ’αυτόν ευχάριστα και καλά[14].
Εάν οι άνθρωποι γνώριζαν την αγάπη του Κυρίου προς εμάς, θα παραδίδονταν τελείως στο άγιο θέλημά Του και θα ζούσαν αναπαυμένοι μέσα στην αγκαλιά του Θεού σαν παιδιά βασιλιά. Όποιος παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού ζει με ειρήνη, ευχαριστημένος για την τύχη του έστω κι αν είναι άρρωστος ή πτωχός ή καταδιωγμένος. Ακόμη είναι ήρεμος, διότι η γλυκιά χάρη του Αγίου Πνεύματος τον παρηγορεί[15].
Ο άγιος θαυμάζει πόσο  όλα είναι ευχάριστα, αγαπημένα κι ευφρόσυνα, όταν η ψυχή καταλαμβάνεται από την αγάπη του Θεού[16]. Ορισμένοι άνθρωποι δυσφορούν για ποικίλες περιστάσεις της ζωής τους. Αλλά δεν κατανοούν ότι δεν αποτελούν την  αιτία της δυσφορίας τους οι συγκεκριμένες περιστάσεις, αλλά στην πραγματικότητα η ψυχή τους είναι άρρωστη. Στην υπερήφανη ψυχή δεν αρέσει τίποτα, όμως στον ταπεινό άνθρωπο, όλα είναι ανεκτά[17].
Για να μένει κανείς με τον Θεό, πρέπει να είναι ευχαριστημένος για ό,τι έχει. Μάλιστα να είναι ευχαριστημένος ακόμη κι αν δεν έχει τίποτα. Είναι ανάγκη να είναι ευχαριστημένος, γιατί αξιώθηκε να είναι υπηρέτης του Θεού και Αυτός θα τον κατατάξει με τους Αγίους[18].
Βέβαια υπάρχει και ανώτερη κατάσταση να μην είναι κανείς ευχαριστημένος με τον κόσμο, αλλά να αναζητά απόλυτα τον Θεό. Ψυχή που γνώρισε τον Θεό δεν μπορεί να σαγηνευτεί από τίποτα πάνω στη γη, αλλά ολοκληρωτικά ορμά προς τον Κύριο και κράζει σαν το νήπιο που έχασε τη μητέρα του: «Διψά η ψυχή μου για Σένα και με δάκρυα Σε ζητώ»[19].    Ο άγιος έχει συνθέσει με καταπληκτική έμπνευση ένα  ολόκληρο κεφάλαιο τον αδαμιαίο θρήνο[20], όπου ο Αδάμ νοσταλγεί την χαμένη μακαριότητα του παραδείσου. Στην πραγματικότητα ο άγιος με ποιητική άδεια  εκφράζει το προσωπικό του βίωμα της απώλειας της χάρης του Θεού.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στη βαρυσήμαντη αποκάλυψη που έγινε στον άγιο «Κράτει τόν νοῦν σου εἰς τον ᾅδην καί μή ἀπελπίζου». Με τον λόγο αυτό εμπνεόμαστε να πολεμήσουμε κατά του πάθους της  υπερηφανίας αποδιώκοντας ταυτόχρονα την απόγνωση. Συγκεκριμένα, ο ασκητής διδάσκεται να κατακαίει μέσα του κάθε  πάθος με τη δύναμη των φλογών του άδη, αλλά την ίδια στιγμή να μην γίνεται θύμα της απελπισίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οδός του αγίου Σιλουανού συνιστά ένα αγώνισμα πνευματικής ακροβασίας. Εξάλλου, ο λόγος του Χριστού «και μη απελπίζου» δόθηκε στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από γενική απόγνωση, εξαιρετικά έντονη[21].
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι σύμφωνα με την κλασική πατερική διδασκαλία  η αρνητική κατάσταση με το αίσθημα ανικανοποίητου που βιώνει σήμερα ο άνθρωπος αποτελεί την παρά φύση κατάσταση. Με την τήρηση των εντολών ο άνθρωπος μπορεί να επανέλθει στην κατά φύση κατάσταση της ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, να εκτιμά αυτά που έχει  και να χαίρεται με την όμορφη ζωή του. Τέλος, με τη δωρεά του Θεού μπορεί να εξυψωθεί ο άνθρωπος στην υπέρ φύση κατάσταση κατά την οποία ορμά τελείως προς «τῶν ἐφετῶν τήν ἀκρότητα», τον Τριαδικό Θεό ανερχόμενος σε ανώτερη πνευματική κατάσταση.

Παραπομπές:

[1] Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σελ. 299

[2] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι τ. Α΄ Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 36

[3]  Α΄ Θεσ.  ε΄16

[4] Γαλ. ε΄ 22-23

[5] Ιουδ. 16

[6] Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1995,σελ 378

[7]  Σελ. 385

[8] Σελ. 390

[9] Σελ. 399

[10] Σελ. 400

[11] Σελ. 419

[12] Σελ. 428

[13] Σελ. 429

[14] Σελ. 430

[15] Σελ. 483

[16] Σελ. 490

[17] Σελ. 516

[18] Σελ. 615

[19] Σελ. 622

[20] Σελ. 559-567

[21] Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Οψόμεθα, σελ. 416