Εισήγηση Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου σε Συνέδριο που έγινε για το Γέροντα Σωφρόνιο
Στίς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 1991, μαζί μέ τό σεβαστό μου γέροντα Ἰωσήφ Βατοπαιδινό, βρεθήκαμε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος στήν Ἱερά Μονή τιμίου Προδρόμου στό ESSEX, μέ μόνο λόγο ἐξόδου μας ἐκ τοῦ Ὄρους καί μετάβασης μας στήν Ἀγγλία, ἡ συνάντηση μας μέ τόν ἀείμνηστο ὁσιώτατον Γέροντα Σωφρόνιο. Εἴχαμε τήν εὐλογία νά μείνωμε δύο μέρες κοντά του καί κατ’ αὐτές εἴχαμε συναντήσεις τό πρωΐ καί τό ἀπόγευμα ὅπου ὁ μακάριος Γέροντας μᾶς ἐνέπλησε κυριολεκτικά μέ τόν θεόπνευστο λόγο του.
Ἐγώ ζήτησα κάποια στιγμή εὐλογία νά βάλωμε τό μαγνητόφωνο στό δωμάτιο τῆς συνάντησης, καί ὄντας τότε νεαρός Ἱερομόναχος παρεκάλεσα τόν Γέροντα νά μᾶς πεί λίγα λόγια περί ἱερωσύνης καί περί τῆς προετοιμασίας τοῦ Ἱερέως γιά τήν τέλεση τῆς Θείας λειτουργίας. Τότε ὁ γέροντας μᾶς εἶπε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἔχει τήν συνείδηση τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τόν Γολγοθᾶ διά τήν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐγώ ἔτσι κατάλαβα τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ εἰς τόν Ἅγιον Σιλουανό. Ἡ θεωρία αὐτή διάρκεσε ἴσως λιγότερο ἀπό ἕνα δευτερόλεπτο, καί χωρίς νά πεῖ κανένα λόγο ὁ Χριστός, ἐνεφανίσθη εἰς αὐτόν καί τοῦ μετέδωσε τήν ἰδικήν του κατάστασιν, ὁ Χριστός στόν Σιλουανό καί αὐτός ἄρχισεν, ἐνώ ἦτο πρό ὀλίγου ἁπλοῦς στρατιώτης, ἄρχισε νά προσεύχεται ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ ὡς γιά τόν ἑαυτόν του καί ἀπό ἐδώ ἐγώ κατάλαβα ὅτι δέν ἧτο στή πλάνη ὅτι εἶδε τόν Χριστό ἀλλά ἧτο ἀληθινή ἡ θεωρία γιατί ἔγινε αὐτό τό θαῦμα, ὅτι ἀπέκτησε τήν συνείδηση τῆς ἑνότητας τοῦ Ἀδάμ».
Μέ αὐτά τά λίγα λόγια μᾶς ἔδωσε τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης στό πῶς δηλαδή ὁ Ἱερεύς πρέπει νά ἀποκτήσει τήν συνείδηση τοῦ Χριστοῦ καί νά προσεύχεται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου.
Διαβάζοντας κανείς τά ἀνεπανάληπτα εἰς βάθος καί νοήματα ἔργα τοῦ ἁγίου Γέροντος βλέπει πώς τοποθετεῖ τά πράγματα ἐξ ἀρχῆς στήν σωστή τους θέση. Ἱερωσύνη ὁρίζεται καί ὑπάρχει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Χωρίς τήν Ἐκκλησία ἤ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὄχι μόνον ἱερωσύνη ἀληθής ἀλλά οὖτε κἄν χριστιανισμός. Γράφει περί τούτου στόν Μπάλφουρ «ἀποτελεί βαθειά πεποίθηση μου (καί ὄχι ἁπλή πίστη) ὅτι ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι Ἐκκλησιαστικός ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστου». (1) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας , Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2004 σ. 292).
«Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία; τά μυστήρια: τό βάπτισμα, τήν μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν Ἱερωσύνη κ.λ.π.» (2)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ.293). Ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας «ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται» καί τό μυστήριο πού ἱερουργεῖ ὅλα τά ἄλλα μυστήρια διά τῆς χάριτος τοῦ παναγίου πνεύματος εἶναι τό μυστήριο καί ἡ χάρις τῆς ἱερωσύνης. Αὐτή λοιπόν ἡ ἱερωσύνη κατά τόν Γέροντα εἶναι τό δῶρο τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνθρώπινη φύση πού μέ αὐτήν ἱερουργοῦμε τά ἅγια μυστήρια τοῦ Θεοῦ μας.
«Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνωμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμαι τόν Λόγο του. Μέ τό Ὄνομα Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμη Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα» (3)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 299)
Ἡ σφραγίδα τῆς νόμιμης καί ἀποστολικῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτή κατέχει τήν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ «τοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τόν Γολγοθᾶν διά τήν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου» καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίδει αὐτόν τόν Χριστόν ὡς τήν μεγαλύτερην ἐμπειρίαν τῆς ὕπαρξης μας. «Πιστεύω στόν Χριστόν. Πιστεύω στόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνο τόν Χριστό πού γνωρισα στήν Ἐκκλησία» (4) Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας σ. 295), ἀποφαίνεται ἐκ τῆς ἐμπειρίας του ὁ ἅγιος Γέροντας στόν Μπάλφουρ. Ἔτσι καί τό ἔργο τῆς ἱερωσύνης εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. «Ἡ σωτηρία παρέχεται εἰς τόν κόσμον διά τῆς λειτουργικῆς ἱερουργίας, ἰδιαιτέρως εἰς ὅσους διψοῦν νά δεχθοῦν τήν εὐλογίαν τοῦ οὐρανίου Πατρός. Οὐδέν ἰσότιμον ἤ παρόμοιον ὑπάρχει, πρός τό ἔργον τοῦ Χριστοῦ διά τήν ἀπολύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκείνοι δε, εἰς τούς ὁποίους εἴναι ἐμπεμπιστευμένη ἡ διακονία τῆς συσταθείσης ὑπο τοῦ Κυρίου Λειτουργίας, βοηθοῦν τούς ἀδελφούς ἐν τῇ πορείᾳ αὐτῶν πρός τήν ἀθανασίαν. Ἐν τῇ διακονίᾳ ταύτη, ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ἤδη ἐπί δύο χιλιετίας μεριμνῶσα, ὡς ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅπως δοθῇ εἰς τούς ἀνθρώπους ἡ ἀληθής ἐπίγνωσις τῶν ἀποκεκαλυμμένων ὑπό τοῦ Θεοῦ πραγμάτων. Ἴνα δυνηθοῦν οὗτοι «καταλαβέσθαι σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος "καί ὗψος" τοῦ ὑπέρ ἡμῶν προαιωνίου σχεδίου τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ὁρισθέντος πρό καταβολῆς κόσμου διά τήν υἱοθεσία ἡμῶν ἐν τῷ ἡγαπημένῳ αὐτοῦ Υἱῷ. (Ἐφ., γ’ 14-21, α5) (5) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, .Ἔσσεξ Ἀγγλίας, σ. 362).
Τέτοιων ἱερῶν καί φρικτῶν μυστηρίων μύστης καί ἱερουργός ὁ Ἱερεύς ὑπάρχων ὀφείλει πρίν ἀπό ὅλα νά ἔχει προσφέρει τόν ἑαυτόν του ὁλόκληρον, ψυχῇ τε καί σώματι, «Θυσίαν εὐάρεστον καί ζῶσαν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Ἱερωσύνης καταξιωθείς της θείας καί σεβασμίου, σεαυτόν πρότερον κεχρεώστηκας ἔχειν τεθυμένον τῷ θανάτῳ τῶν παθῶν και τῶν ἡδονῶν, καί οὕτω κατατολμᾶν προσάπτεσθαι τῆς ζωηρᾶς καί φρικώδους θυσίας, εἰ μή βούλει, ὡς ὕλη εὔπρηστος τῷ θείῳ κατακαῆναι πυρί» (6)(Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, έκδ. ΑΣΤΗΡ- Ἀθήναις 1975, β’ σ. 257. Περί ἱερωσύνης), διδάσκει αἰῶνες πρίν ὁ ὅσιος Θεόγνωστος περί ἱερωσύνης. Γι’ αὐτό στήν πρακτική ζωή γράφει ὁ γέρων «ὁ Χριστιανός ὀφείλει πρωτίστως νά εἶναι ἀσκητής. Ἀκόμη περισσότερο ὁ μοναχός, ὁ ἱερέας. Μίσησε τόν ἐαυτό σου, ἄρχισε νά κατανοεῖς τόν ἑαυτό του ὅχι μόνο μέσα ἀπό τήν ἐγκράτεια τῶν παθῶν, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν ἀντίσταση σέ αὐτά, δηλαδή μέ τήν ἐπίθεση ἐναντίον τους, καί ἀμέσως θά αἰσθανθῆς, ἀνακούφιση. Κάποιο φῶς θά ἀνατείλη στή ψυχή» (7) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ.244). Το μέγα ἔργο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνάγκη νά συνοδεύεται μέ μεγάλη καθαρότητα. «Οἱ λειτουργοί τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῆς ἐσφραγισμένης διά τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐλεύθεροι ἐκ τοῦ παλαιοῦ καλύμματος (Β’ Κορ. 3,12-18) καί {«ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ» προσφέρουν τάς ἱκεσίας αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Πατρός».(8)(Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί σ. 363). Ὁ ἴδιος ὁ μακάριος Γέρων Σωφρόνιος σέ ἐπιστολήν του πρός τόν Μπάλφουρ ἀποκαλύπτει ὅτι στόν προσωπικό καθημερινό του ἀγῶνα γιά νά διαφυλάξει τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό κάθε μολυσμό «σαρκός καί πνεύματος» ἐν καιρῷ σαρκικῶν πειρασμῶν οὐδεμίαν συγκατάβασιν ἐπέτρεπε, καί μάλιστα σάν φοβερός δήμιος μή φειδόμενος οὐδέ κἄν τῆς ζωῆς του ἐπάλαιψε κατά τῶν ἀκαθάρτων αὐτῶν παθῶν. «Ἐγώ ὁ ἴδιος» γράφει «μέ τήν εὐλογίαν τοῦ πνευματικοῦ μου, χτυποῦσα γιά μιά περίοδο τόν ἑαυτό μου σέ κάθε ἐρεθισμό, μέχρι πού δημιουργούνταν αἰματηροί μώλωπες, ὡσότου τελικά ὁ πόνος φθάνοντας στήν καρδιά νά σβύση καί νά δαμάση τήν κίνηση τῆς σαρκός ... Μιά φορά παρολίγο νά σκοτώσω τόν ἐαυτό μου... σκληρός ὁ λόγος αὐτός ἀλλά τί νά κάνωμε; Καλύτερα ὅπως λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος νά πεθάνουμε στήν ἄσκηση, παρά νά παραδοθοῦμε στά πάθη, νά χάσωμε τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα καί νά προδώσουμε τόν Χριστό. (9) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 242,244).
Τέτοιας λοιπόν καθαρότητος ὀφείλει νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Ἱερέως γιά νά προσφέρη εὐάρεστα στόν Θεό τήν λογική λατρείαν.
Στόν Γέροντα Σωφρόνιο ὁ κάθε Ἱερέας, ἀκόμη καί ὁ ἐρημίτης ἱερέας δέν εἶναι ἁπλός λειτουργός τῶν ἁγίων μυστηρίων ἀλλά θερμός ἱκέτης ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας. «Ὁ Ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τῆς Λειτουργίας ἵσταται ἐν ἀμέσῳ ἐγγύτητι πρός τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὅστις εἶναι τό «πλήρωμα τοῦ Νόμου καί τῶν προφητῶν» (Λειτουργία ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου) καί διά τοῦ ὁποίου ἐγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωῆς αἰωνίου» (Ἰω. 68, Β,8) (10) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.364). Ὁμιλώντας ἐκ τῆς πείρας του ὡς ἁγιορείτου ἐρημίτου ἱερέως μᾶς φανερώνει τό μυστήριο τῆς διάβασης ἐκ τῆς προσκαίρου πραγματικότητος εἰς τήν αἰώνιαν πραγματικότητα, πού μᾶς προετοιμάζει ἡ θεία Λειτουργία. Γράφει περί αὐτοῦ «Τό πλήρωμα αὐτῆς (τῆς Θείας λειτουργίας) αἰχμαλωτίζει ἡμᾶς ὁλοτελῶς τοσοῦτον, ὥστε, ὅτε ἤμην ἐν τῇ ἐρήμῳ καί ἐτέλουν μόνος τήν Λειτουργίαν, ἔχων μετ’ ἐμοῦ μόνον ἕνα μοναχόν - ὅστις ἤρχετο, ἵνα ἀπαντᾶ εἰς τάς δεήσεις τῶν ἐκτενῶν, ἀναγινώσκῃ τόν Ἀπόστολον καί παρέχη τήν λοιπήν ἀναγκαίαν συμμετοχήν, εἰς τόπον λαοῦ- τότε οὔτε ἐγώ οὔτε ὁ μοναχός ἐκεῖνος ἡσθάνθημεν ποτέ ἔλλειψιν τινά: Ἅπας ὁ κόσμος ἦτο ἐκεῖ μεθ’ ἡμῶν. Καί ὁ κόσμος καί ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος καί ἡ αἰωνιότης. Ἡ πεῖρα αὔτη τῆς ἐρήμου ἐδίδαξεν ἐμέ νά προσεύχωμαι διά τῆς Ἱερατικῆς προσευχῆς καί μετά τοῦ λαοῦ καί ἄνευ τῆς ὁρατῆς αὐτοῦ παρουσίας» (11) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.367). Ὁ Ἱερεύς ὡς λειτουργός τῶν ἁγίων μυστηρίων καί ὡς ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ κινείται μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο πόλων, ἀφοῦ ἀναπόφευκτα τό ἕνα ὁδηγεῖ στό ἄλλο.
«Καθίσταται νῦν ἀδύνατον διά τόν ἱερέαν, τόν προσφέροντα τήν ἀναίμακτον θυσίαν νά παραμείνῃ ἐν τοῖς ὁρίοις τῶν κατά τόπους μόνον ἀναγκῶν ἐπιλανθανόμενος πάσης τῆς λοιπῆς ἀνθρωπότητος, τῆς βασανιζομένης ἀπεγνωσμένως ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ ἅδου, τοῦ ἀμοιβαίου μίσους καί παντός εἴδους ἐκβιασμῶν». (12) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.366). «Ἀλλ’ ὁ γευθείς πνεύματος Χριστοῦ δέν δύναται νά ἀποφύγῃ τήν συνάντησιν μετά τοῦ ὡκεανοῦ τῶν δυστυχιῶν. Οὗτος συμμετέχει εἰς τήν προσευχήν τοῦ Κυρίου, ὅστις ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τό «ὑπόδειγμα» (Ἰωάν. ιγ 15). Καθώς οὖτος προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, οὕτω καί ἡμεῖς ὁφείλομεν καί νά ζῶμεν καί αἰσθανώμεθα (βλ. Φιλ. Β’5). Τοῦτο εἶναι ἰδιαιτέρως ἀναγκαῖον διά τόν ἱερέαν, τόν τελοῦντα τήν θείαν Λειτουργίαν, ἐάν οὗτος ἀγωνίζηται νά εἰσέλθη πληρέστερον εἰς τήν καθολικήν αὐτῆς θεωρίαν» (13) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 367).
Ὁ Ἱερέας κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ ἁγίου Γέροντος ὀφείλει νά γίνει, κατά τό δυνατόν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσῃ, ὅμοιος μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν μόνον ἀληθινόν ἀρχιερέα ὅστις προσέφερεν ἐαυτόν ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ. «Διά τῆς εὐλογίας Αὐτοῦ, (τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ), ἡ θεία Λειτουργία ἀνεπανάληπτος οὗσα, ἐπαναλαμβάνεται εἰς τούς αἰώνας» (14) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 367). «Καί ἐδόθη εἰς ἡμᾶς ἡ ἐντολή νά τελῶμεν τήν Λειτουργίαν εἰς ἀνάμνησιν Αὐτοῦ (Λουκ. Κβ,19) ἐν τῷ Ὀνόματι Αὐτοῦ. Ὁ Χριστός – τό ἀληθινόν κέντρον πάσης τῆς κτίσεως - ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς προσοχῆς ἡμῶν» (15) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 368).
Μέγας ὁ ἀγώνας γιά τόν Ἱερέα γιά νά παραμείνη στό πνεῦμα αὐτό τῆς Θείας Λειτουργίας. Τό «κατ’ ἶχνος ἀκολουθεῖν» τόν Χριστόν δέν εἶναι καθόλου μικρόν πρᾶγμα ἀλλά χρειάζεται γενναία ψυχή καί ἰσχυρό φρόνημα καί πίστη ἀκλόνητη ὥστε νά ἐπακολουθεί ὁ ἱερεύς «τοῖς ἴχνεσιν» τοῦ Κυρίου.
Μετά πόνου ὁ Γέροντας μᾶς ὁμολογεῖ ὅτι «ἡ ψυχή τοῦ Ἱερέως ἀναποφεύκτως θά φθάση πολλάκις εἰς ἐξάντλησιν ἐκ τῆς θεωρίας παντός εἴδους παθημάτων ἀφ’ ἑνός, καί ἀδικιῶν καί ἐκβιασμῶν ἀφ’ἑτέρου. Ἀκριβῶς αἱ ἀνάρμοσται αὖται πράξεις καί σχεδόν πᾶσαι αἱ κατά τό φαινόμενον παράλογοι πράξεις τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν ἔνδειξιν τῶν πτώσεως τοῦ κόσμου ἡμῶν. Δι’ἐπιμόνου ἀσκήσεως ὀφείλομεν νά κρατήσωμεν ἀμείωτον τήν ἔμπνευσιν ἡμῶν διά τήν λειτουργικήν προσευχήν ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Πᾶν πᾶθος καί πᾶσα κακοήθεια τῆς ἀμαρτίας, εἴτε ἐντός ἡμῶν τῶν ἰδίων, εἴτε ἐντός τῶν ἄλλων ἐκτός ἡμῶν, ἀποτελοῦν τό περιεχόμενον τῆς καθολικῆς ταύτης προσευχῆς. Καθῆκον τοῦ ἱερέως εἶναι ἡ ἀναλλοίωτος ἐν χρόνῳ ἐπανάληψις τῆς θείας πράξεως τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου, πρός ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν (Λουκ. Κβ’19). Εἶναι ζῶσα «ἀνάμνησις» ὡς ὁρατή παρουσία τῆς ἐν Γεθσημανῇ προσευχῆς καί τοῦ ἐν Γολγοθᾷ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς οἰκουμένης» (16) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 369).
Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἡ χάρις ἡ τελοῦσα τήν θείαν Λειτουργίαν καί ὁ ἱερέυς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁ ὁποῖος «χαίρων τῇ ψυχῇ καί τρέμων τῇ χειρί» ὡς ἄλλος Ἰωάννης πρόδρομος διακονεῖ τό μέγα ἔργον αὐτῆς.
Γιατί «ἡ Λειτουργία, ἐν τῇ αἰωνίῳ αὐτῆς πνευματικῇ πραγματικότητι, εἶναι θυσία ὑπέρ τῶν ἀμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἰδού διά τί, συναντώμενοι μετά τῆς συνθλιπτικῆς μάζης τῆς ἀμαρτίας, εἴτε ἐντός, εἴτε ἐκτός ἡμῶν, δέν παύομεν νά παραμένωμεν ἐντός τῆς λειτουργικῆς πράξεως. Ὅταν ἔχωμεν τοιαύτην συνείδησιν περί ἱερωσύνης, ἅπασα ἡ ζωή ἡμῶν ἀποτελεῖ διακονίαν πρός σωτηρίαν τοῦ κόσμου. Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ οὐσία τοῦ εἰς ἡμᾶς Θείου δώρου: «τοῦ Βασιλείου Ἱερατεύματος» (17) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 370). Εξ ὅλων αὐτῶν καταλαβαίνωμεν ὅτι ὁ Ἱερεύς εἶναι πράγματι στήν «πρώτη γραμμή τοῦ πυρός» ἀγωνιζόμενος τῇ προσευχῇ καί τῇ Θείᾳ Λατρεία ὥστε «ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς νά γνωρίσωσι τόν Κύριον ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Στο σημεῖο αὐτό, ἄξιο προσοχῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Θεόφρων Γέρων Σωφρώνιος, δέν διστάζει νά μᾶς μιλήσει καί γιά ἕνα θέμα πού λίγοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τό ἀγγίζουν, ὡς ἄκρως ἱερώτατον καί κρύφιον τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς γράφει λοιπόν ὁ Γέροντας ὅτι «εἶναι δυνατόν νά εἶναι τις φορεύς τῆς χάριτος τοῦ «βασιλείου Ἱερατεύματος» (βλ. Α’Πέτρου 5 καί 9) καί ὅταν δέν φέρη ἱερατικό ἀξίωμα. Ἡ ἐσωτερική οὐσία τῆς Ἱερωσύνης ταύτης ἔγκειται εἰς τήν προσευχήν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου κατά τό ὑπόδειγμα (Ἰω. ιγ,15) τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου. Δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους τό ὕστατον ἐφικτόν μέτρον εἶναι νά προσευχώμεθα ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ, ὡς καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἰδίων. Τοιαύτη προσευχή ἀποτελεῖ σημεῖον ὅτι ἀποκαθίσταται ἐν ἡμῖν ἐκείνη ἡ «εἰκών», ἥτις παρεσχέθη ἐξ ἀρχῆς εἰς τόν ἄνθρωπον (Γεν. α, 26). Τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀνάστασις Αὐτοῦ ἐκόμισαν είς τήν ἀνθρωπότητα τήν χάριν ταύτην (Λουκ. Κδ,46,49). Πάντες καί ἔκαστος ἐκ τῶν πιστευόντων εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐκλήθησαν νά δεχθοῦν τήν δωρεάν ταύτην ἐκ τοῦ Δωρεοδότου: νά γίνουν «Βασίλειον Ἱεράτευμα» Δέν ὑπάρχει τίμημα διά τήν εὐλογίαν ταύτην, ἥτις ἀποκτᾶται διά μακρᾶς καί ἐμπόνου ἀσκήσεως» (18) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ.370).
Ὁ Ἱερέας ὡς ποιμένας τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων "ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν"(19) (Ρωμ. 14,15). ὁφείλει ἐπιμελῶς νά ἐργασθῆ σέ κάθε ἕνα ἄνθρωπον εἰδικά καί ξεχωριστά γιά νά τόν βοηθήση νά εἰσέλθη στόν χῶρο τῆς εἰρήνης τοῦ Χριστοῦ. Ὁφείλει νά συνεργήση στήν ἐσωτερική ἀναγέννηση καί ἐπιμόρφωση τῶν ἀνθρώπων διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁφείλει νά ἐμπνεύση ἀνδρείαν στούς ὁλιγοψύχους ὡς πρός τόν ἁγῶνα τῆς ζωῆς σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Μέ ἕνα λόγο νά συντελέση στήν πνευματική μόρφωση κάθε ἑνός ξεχωριστά καί ὅλων μαζί. (20) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς σ. 239) . Ὁ Ἱερέας βιώνει ἕνα μαρτύριο καθότι διά τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς ὑπέρ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος ἡ ψυχή του βυθίζεται στόν ὡκεανό τῶν ἀνθρωπίνων παθημάτων. (21) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου:Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 253).
Σέ τέτοια φοβερή διάσπαση καί διελκυστίνδα ζεῖ ὁ Ἱερέας ἐπιφορτισμένος με τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων, ἔστω κι’ἄν ἀκόμη δέν εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐν τῷ κόσμῳ ποιμένας. Ἀφ’ ἑνός μέν φέρει καθαρή τήν συνείδηση ὅτι δέν ὡφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, «ἐάν κερδίση τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ»(Μαρκ. 8,36) ἀφ’ ἑτέρου δε ἔχει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19) (22) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 233).
«Ἡ πλέον οὐσιώδης ἀνάγκη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ἡ γνῶσις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ»(Ἰω. 17,3), γράφει ὁ Γέρων Σωφρόνιος, καί συνεχίζει «πῶς ὅμως νά ἀνεύρωμεν Αὐτόν; Ἐπομένως εἶναι ἀναγκαῖον, ὅπως ἡ γνῶσις τοῦ θεοῦ παραμείνῃ ἐπί τῆς γῆς, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά μήν πλανῶνται ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα»(23) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.233). Αὐτόν τόν πολύτιμο θησαυρό ὀφείλει νά διαφυλάξη μετά πάσης προσοχῆς καί διακρίσεως ὁ ποιμένας-ἱερέας ὥστε νά ὡφελῆ πραγματικά τούς προσερχομένους σ’ αὐτόν ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦν τόν Θεόν. Οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί πού προσβάλλουν τόν ἱερέα τόν ὡφελοῦν κατά δύο τρόπους. Πρώτα κάνουν τόν ἴδιον ἔμπειρο γνώστη τῆς ἀνθρώπινης ἀτέλειας καί ἀδυναμίας καί δεύτερον διά τῆς ταπεινώσεως καί προσωπικῆς του μετανοίας φανερώνουν σ’ αὐτόν τό ἄπειρον ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ τόσο γιά τόν ἴδιο ὅσο καί γιά ὅλον τόν κόσμο.
Συμβουλεύει περί τούτου ὁ Γέρων τόν τότε ἱερέα Μπάλφουρ πού ἐδοκιμάζετο ἀπό πολλούς πειρασμούς: «Πιστεύω» τοῦ γράφει «πώς θά εἶναι φρονιμώτερο, ἄν ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά σᾶς δώσει δυνάμεις καί σύνεση νά ὑπομείνετε τίς θλίψεις καί νά ὑπερνικήσετε τούς πειρασμούς πού σᾶς προσβάλλουν παρά νά σᾶς ἐλευθερώση ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν ἐσεῖς προσέρχεσθε στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ τελείως συντετριμμένος ἀπό βαρειές θλίψεις, προσθέτοντας σέ αὐτές τήν δική σας ἐσωτερική συντριβή καί μετάνοια, χωρίς νά λυπᾶστε τόν ἑαυτό σας, τότε ἀναμφίβολα θά σᾶς ἐπισκιάσει τό θεῖο φῶς. Ἄν ὅμως πρσεγγίσετε τό μυστήριο αὐτό παρηγορημένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐξασφαλισμένος ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς, τότε ἡ ψυχή σας, γεμάτη ἀπό βιοτική, σαρκική ὑπερηφάνεια, θά εἶναι ἀνίκανη νά προσλάβει τόν πλοῦτο τῆς χάριτος. Καί πάλι, ἄν δέν περάσετε – τώρα ἤ ἀργότερα -ἀπό σειρά μεγάλων πειρασμῶν, μέ κύματα πού ὑψώνονται ὥς τούς οὐρανούς καί κατεβαίνουν ὥς τίς ἀβύσσους (ψαλμ. 106,26) ἄν δέν γνωρίσετε πῶς μπορεῖ νά ὑποφέρει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν στέκεται στό μεθόριο τῆς αἰώνιας σωτηρίας καί τῆς αἰώνιας ἀπώλειας, ἄν δέν γευθεῖτε, ἔστω καί ἐν μέρει, τά βασανιστήρια τοῦ ἅδη, ἄν ἐσεῖς ὡς ποιμένας τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποκτήσετε στή ψυχή σας πείρα γιά ὅλα αὐτά, τότε δέν θά γνωρίσετε ποτέ τήν Θεία ἀγάπη… Ἀργότερα, ἔχοντας ὅλα αὐτά τά βιώματα καί γνωρίζοντας ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σας ὥς ποῦ φθάνει ἠ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς σας, ἡ πενιχρότητα τῆς ἀνεσεως σας, πόσο ἀδύναμοι εἴμαστε χωρίς τήν βοήθεια τῆς χάριτος... θά ἔχετε καρδιά, πού θά συμπάσχει καί δέν θά κατακρίνει κανέναν γιά τίποτα. Μέ μεγάλη ἀγάπη θά ἐπιθυμεῖτε τήν σωτηρία κάθε ἀνθρώπου χωρίς προσωποληψία καί θά προσεύχεσθε γιά τόν κόσμο, γιά ὅλον τόν Ἀδάμ. Ὅποιος καί ἄν προσφύγη σέ σᾶς κατόπιν… θά τόν δέχεσθε μέ ἀνοικτή ψυχή, μέ καρδιά γεμάτη ἀγάπη καί συμπόνια. Τότε θά εἶσθε σέ θέση νά σώζετε ἀνθρώπους, νά κάνετε θαύματα ἀνασταίνοντας νεκρές ἀνθρώπινες ψυχές στήν αἰώνια ζωή. Γιά νά ἐκπληρώσει κάποιος τό νόμο τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα ὁ ποιμένας,εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀποκτήση τήν ἀγάπη αὐτή.(24)( Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Ἀγώνας Θεογνωσίας, σ. 49,50)
Τό ἔργον τοῦ Ιερέως –ποιμένος- εἶναι ἄκρως σοβαρόν καί συνάμα φοβερόν διότι προσέρχονται σέ αὐτόν οἱ ἄνθρωποι ἀναμένοντας νά ἀκούσουν ἀπό αὐτόν καθαρά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. (25) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.212). Κατά τήν ἐποχήν μας, ἐποχή μαζικῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Χριστιανισμό, ἡ Ἱερατική διακονία γίνεται συνέχεια δυσκολότερη διαπιστώνει ὁ ἅγιος Γέροντας (26) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ.213). Ὁ Ἱερέας-πνευματικός-ποιμήν- κατά τόν ἀγώνα του γιά νά ἀναγάγῃ τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν ἅδη, τόν ὁποῖον ἐδημιούργησαν μέ τά ἀντιφατικά πάθη τους, ἀδιάλειπτα παλαίει μέ τόν ἴδιον τόν θάνατο πού ἔπληξε αὐτούς τούς ἰδίους.(27) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 213).
Δέν εἶναι ἀσύνηθες τό φαινόμενον οἱ ἄνθρωποι νά θλίβουν τούς ἱερείς, νά τούς κατηγοροῦν, νά τούς έξουθενώνουν καί νά δυσχεραίνουν τό ἔργο καί τήν παρουσία τοῦ Ἱερέα ἀνάμεσα τους. (28) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 214).
Μαζί μέ ὅλα αὐτά διαπιστώνει ὁ Γέροντας πώς «καθίσταται ἐμφανής καί μιά ἄλλη πτυχή τῆς διακονίας ἡμῶν. Πρός τόν Ἱερέα συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ὡς καί πρός τόν Θεόν. Ἀπορρίπτουν αὐτόν μετά τρομερᾶς εὐκολίας ὡς τι τό ἄχρηστον, μετά βεβαιότητος ὅτι, εὐθύς ὡς θά ἔχουν τήν ἀνάγκην αὐτοῦ, θά καλέσουν αὐτόν καί οὗτος δέν θά ἀρνηθῆ νά ἔλθη. «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν». (29) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 215). Ὅλοι οἱ λόγοι τοῦ Γέροντα Σωφρονίου εἶναι βγαλμένοι μέσα ἀπό τήν μακράν πεῖρα τῆς θεοδίδακτης διά πόνων καί κόπων πολλῆς ζωῆς του. Ἔτσι στή συνέχεια θίγει ἕνα πάρα πολύ βασικό στοιχεῖο, λεπτό στήν διάκριση του καί στό χειρισμό του, πού τόσο ὅμως ὅλους μᾶς τραυματίζει, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας. Λέγει λοιπόν «οὐδόλως εἶναι ἁπλοῦν εἰς τόν μοναχόν νά βαστάση τόν κόπον τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Καί τοῦτο, διότι εἶναι μέν εὐεργετική εἰς αὐτόν προσωπικῶς ἡ περί αὐτοῦ λίαν ἀρνητική γνώμη τῶν ἀνθρώπων. Δεδομένου ὅτι ἡ ἐκ μέρους αὐτῶν κατάκρισις βοηθεῖ αὐτόν νά ταπεινοῦται καί οὕτως ἐκ τῆς ἐμπόνου αὐτοῦ καρδίας νά προσφέρη εἰς τόν Θεόν θερμοτέραν προσευχήν... - ἐάν ὅμως οὗτος τελῆ τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ πατρός (Ἱερέως – ποιμένος-) πᾶς ἀρνητικός λόγος περί αὐτοῦ ἐμπνέει δυσπιστίαν εἰς τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκην καθοδήγησις, παρηγορίας καί στηριγμοῦ. Ἡ λύπη αὐτοῦ γίνεται διπλή: Λυπεῖται δι’ ἑαυτόν, διότι ζῆ ἀναξίως πρός τήν κλῆσιν αὐτοῦ, λυπεῖται καί διά τήν ζημιάν, τήν ὁποίαν ὑφίσταται ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅταν καταστρέφηται τό κῦρος τῶν Ἱερουργῶν. Ἡ ἀνυπακοή εἰς τόν λόγον τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι ἰσοδύναμος πρός τήν ἀπόρριψιν τοῦ λόγου τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν Ἐμοῦ ἀκούει καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς Ἐμέ ἀθετεῖ» (Λουκ. 10,16). Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικόν, ὅπως μεταξύ τῶν Ἱερέων καί τῶν Ἐπισκόπων ὑπάρχῃ γνήσιος σεβασμός καί ἀμοιβαία ἐκτίμησις. Ὅπως αἴρωνται μεταξύ αὐτῶν αἱ κατηγορίαι τοῦ ἑνός διά τόν ἄλλον, καταπαύη ἡ πάλη διά τήν ἐξουσίαν, ὁ φθόνος πρός ἐκείνους, οἴτινες ὑπερέχουν διά τῶν χαρισμάτων αὐτῶν. Καί ἐάν εἰσέτι ὑπάρχουν ἀνεπάρκειαι τινές εἰς τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον λειτουργόν της Ἐκκλησίας ( καί τίς εἶναι τέλειος έκ τῶν ἀνθρώπων;) κάλλιον εἶναι νά ἐμπνεύσωμεν εἰς τούς πιστούς ἐμπιστοσύνην πρός ἐκείνους τούς Ἱερείς, πρός τούς ὁποίους θά ἦτο εὔκολον πρακτικῶς νά ἀπευθύνωνται ἕνεκα τῶν γεωγραφικῶν συνθηκῶν ἤ ἄλλου τινός λόγου. Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν Χριστιανῶν πρός τούς λειτουργούς θά ἀποβῇ πηγή ἐμπνεύσεως διά τούς τελευταίους, ὥστε νά εἴπουν ἀληθινόν λόγον. Γνωρίζομεν ἐκ τῶν λόγων τοῦ ἰδίου τού Κυρίου ὅτι «ἐπί τῆς Μωϋσέως καθέδρας» ἐκάθηντο ἀνάξια πρόσωπα καί ὅμως ὁ Χριστός προέτρεπε τόν λαόν νά ἀκούῃ τῶν ποιμένων αὐτοῦ, νά τηρῆ τά ἐντελλόμενα ὑπ’ αὐτῶν, μή μιμούμενος τόν τρόπον τῆς ζωῆς ἤ τῶν πράξεων αὐτῶν» (30) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, σ. 218 καί 219). Πόσο σύγχρονα, πόσον πραγματικά καί πόσον μᾶς πονοῦν ὄντως οἱ ἀνωτέρῳ λόγοι τοῦ μακαρίου Πατρός!
Πολλά θά μπορούσαμε ἀκόμα νά ἀλιεύσωμε ἀπό τόν ὡκεανό τῶν θείων νοημάτων τῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος, ἀλλά ὁ χρόνος τῆς παρούσης διαλέξεως δέν μᾶς τό ἐπιτρέπει. Τελειώνοντας τόν πτωχόν τοῦτο λόγο ἀντιγράφω τήν ὑπό τοῦ ἰδίου τοῦ γέροντος περιγραφήν τῆς θεόθεν ἐμπειρίας του γιά νά καταλάβωμε ἀπό ποῦ ἔγραψε καί πῶς ὡμίλησε ὁ ἀοίδιμος αὐτός μύστης τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ Γέρων: «... συνέβη εἰς ἐμέ (γεγονός) κατά τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατ’ ἐκείνην τήν ὥραν ἠναγκάσθην νά διακόψω τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος: Ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ ἦτο καθ’ ὑπερβολήν ἰσχυρά. Ἡ ψυχή ἄνευ λόγων, ἄνευ σκέψεων, ἐτέλει ἐν τρόμῳ ἐκ τῆς ἐγγυτητος τοῦ Θεοῦ. Τότε διηνοίχθη εἰς ἐμέ ἐν μέρει τό μυστήριον τῆς Ἱερουργίας. Τήν ἐπομένην ἡμέρα ἐτέλουν τήν Λειτουργίαν καί ὁ Χριστός-Θεός ἦτο ἐντός μου καί μετ’ ἐμοῦ, καί ἐκτός ἐμοῦ καί ἐν τοῖς ἁγίοις μυστηρίοις τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἴματος Αὐτοῦ. Τό δέ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί οἱ λόγοι τῶν λειτουργικῶν κειμένων ἐξήρχοντο ἐκ τοῦ στόματος μου ὡς πῦρ. Ἐν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα ἐπί τρεῖς ἡμέρας, ἐν συνεχείᾳ δε ἐμειώθη ἡ ἔντασις τοῦ βιώματος τούτου. Τήν μνήμην ὅμως περί αὐτοῦ ἐνεχάραξε ὁ Κύριος ὡς διά σμίλης εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν μου...»(31) (Ἀρχιμ. Σοφρωνίου: Περί προσευχῆς, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1993, σ. 69).
Βλέποντας καί διαβάζοντας αὐτά ὅλα ἕνα μόνο ἔχουμε νά ποῦμε. Μίαν ἐκ βαθέων εὐχαριστία πρός τόν Κύριο γιατί στίς μέρες μας τίς χαλεπές καί πονηρές ἔδωσε στήν Ἐκκλησία Του τέτοιους γίγαντες τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γιατί καί ἐμᾶς τούς εὐτελείς, παρά τήν ἀναξιότητα μας, μᾶς ἔκανε τέκνα τῆς αὐτῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Του πού ζεῖ καί συνεχίζει νά διαφυλάττει τήν ἐμπειρίαν τοῦ ζῶντος Χριστοῦ στά ἐκλεκτά τέκνα της, ὅπως στόν μακάριον Γέροντα Σωφρόνιο πού μαρτυρεῖ μέ τήν ζωή καί τόν λόγο του τήν γνησιότητα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν μας. Εὐχαριστῶ.
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα,
ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου