Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ιδρυτού της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938), Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200


Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.
Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο· άϋλη αίσθηση του ’ϋλου· αίσθηση νοερή και όχι λογική· αίσθηση μ' εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ' άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος. Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Μ' αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομειώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ' αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται· δεν έρχεται ούτε απ' έξω ούτε από μέσα, αλλ' αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πη αν βρέθηκε σ' έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ' αυτό το φαινόμενο.
Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται. Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθή με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.
Το Θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένη με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπη ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. Αυτήν την όραση οι ’γιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ' όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως αγάπης, φως ζωής.
Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχη φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα· τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ' ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ' ακόμη ατελές. Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.
Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ' άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήση ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώση τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.
Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία. Κι όποιος, πριν από την όραση του άκτιστου φωτός, απλώνεται μ' αυθάδεια «με το νου του» στη θεωρία των μυστηρίων του πνεύματος, αυτός όχι μόνο δεν πετυχαίνει τον σκοπό του, αλλά φράζει και τον δρόμο ακόμα προς αυτά μπροστά του. Θα δη μόνο τα προσωπεία της αλήθειας, που τα φαντάζεται ο ίδιος ή του προσφέρουν απατηλές δαιμονικές δυνάμεις.
Η πραγματική θεωρία έρχεται άνωθεν, με ηρεμία. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι σαν την αφηρημένη, τη διανοητική. Είναι ποιοτικά διαφορετική, είναι το φως της ζωής που δίνεται από την ευδοκία του Θεού κι η οργανική οδός προς αυτό είναι όχι η διανόηση, αλλ' η μετάνοια.
Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας κτιστή φύση· γι' αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ' οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ' έρχεται αποκλειστικά σαν δώρο του Ενός Αγαθού.
Ρωτήσαμε τον Γέροντα: με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθή αυτό ο άνθρωπος με την πείρα του; Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας. Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν' αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του· έτσι γι' αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή την θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνη την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.
Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι' αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήση τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ' από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ' απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.
Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ' αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ' αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήϊνης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.
Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνη έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώση, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκειά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπη και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ' ερωτάται: τι είναι σ' αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;... Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ' όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη...Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση » είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθή την θέωση , να γίνη κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβη το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνη Θεός κατά χάρη.
Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθή αλλιώς παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ' αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.
Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του Ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.
Για κάθε άνθρωπο που θ' αναλογισθή το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσωμε ανθρώπους που μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα, που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. Όταν όμως ο άνθρωπος με τη Θεία ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνη τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Το άκτιστο φως στη ζωή & διδασκαλία του Γ.Σωφρονίου

προφητικός λόγος & χαρισματική εμπειρία- Γ.Σωφρόνιος

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ (†11 Ιουλίου 1993) ὁμιλεῖ γιὰ τὴ ζωή του

Να στέκεσαι στο χείλος της αβύσσου της απογνώσεως, και όταν δεις ότι αρχίζεις να αποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω και πιές ένα φλυτζάνι τσάι..Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ




Σωφρόνιος του Έσσεξ_Elder Sophrony of Essex_მამა სოფრონი_ Старец Софроний (Сахаров) Эссекс_ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ-ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ του Έσσεξ
Ο Γέροντας Σωφρόνιος έζησε περίπου πέντε χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, πριν ακόμη γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Σιλουανό. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1930. Κάθε φορά που έβγαινε να θυμιάσει τους μοναχούς αισθανόταν δέος και ντροπή, όταν περνούσε μπροστά από τον Άγιο. Μέχρι τότε όμως δεν έτυχε να συνομιλήσει μαζί του.
Λίγο χρόνο μετά την χειροτονία του Γέροντος ήλθε να τον επισκεφθεί ο ερημίτης μοναχός π. Βλαδίμηρος, με τον οποίο συζήτησαν διάφορα πνευματικά θέματα. Κατανυγμένος από την συζήτηση και την όλη πνευματική ατμόσφαιρα της συνομιλίας, ο π. Βλαδίμηρος απευθύνει ξαφνικά στον Γέροντα το ερώτημα: 
“Πάτερ Σωφρόνιε, πες μου έναν λόγο για τη σωτηρία της ψυχής μου”.
 Εκείνη τη στιγμή ο Γέροντας, που ετοίμαζε τσάι για τον π. Βλαδίμηρο, λέει: ” Να στέκεσαι στο χείλος της αβύσσου της απογνώσεως, και όταν δεις ότι αρχίζεις να αποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω και πιές ένα φλυτζάνι τσάι”. 
Τότε του έδωσε το τσάι. Ο λόγος αυτός και προπαντός η ενέργεια που μετέδωσε, χτύπησε τον ερημίτη, που αποχώρησε συντετριμένος, για να συμβουλευθεί τον Άγιο Σιλουανό και να ελέγξει την αλήθεια και την ασφάλεια της προτροπής.Σιλουανός ο Αγιορείτης_st.Silouan the Athonite_прп. Силуан Афонский-10Την επομένη της συναντήσεως ο Γέροντας κατέβαινε από τη σκάλα του πολυώροφου κτιρίου της Μονής προς την κεντρική αυλή και ο Άγιος Σιλουανός ανέβαινε από τον αρσανά πρός την αντίθετη κατεύθυνση. Κανονικά θα έπρεπε να συναντηθούν έξω από την είσοδο του Καθολικού. Ο Γέροντας όμως, από ευλάβεια όπως πάντοτε λοξοδρόμησε για να μην συναντήσει τον Άγιο. Αλλά και ο Σιλουανός άλλαξε πορεία, και η συνάντηση μπροστά στην τράπεζα ήταν αναπόφευκτη. Τη στιγμή εκείνη ο Άγιος Σιλουανός ρώτησε τον Γέροντα:
” Πάτερ Σωφρόνιε, ήλθε σε σένα χθές ο π. Βλαδίμηρος ; ”
 Και ο Γέροντας, αποφεύγοντας όλα τα ενδιάμεσα στάδια του κοινού διαλόγου, απάντησε:
 ” Έσφαλα ;”.
Και ο άγιος Σιλουανός, με τον ίδιο τρόπο, λέει σε αυτόν:
” Όχι αλλά ο λόγος υπερέβαινε τα μέτρα και την δύναμη του αδελφού. έλα αύριο να συζητήσουμε από κοντά” 
Έτσι ο π. Σωφρόνιος επισκέφθηκε τον Άγιο Σιλουανό, που του διηγήθηκε τη ζωή του. Ανιστόρησε σε αυτόν τα δεκαπέντε χρόνια της πάλης του με τα πνεύματα της πονηρίας. Εμπιστεύθηκε σε αυτόν τον αποκαλυπτικό λόγο του Χριστού ” Κράτει τον νούν σου εις τον άδην και μη απελπίζου”, που αποτέλεσε σταθμό στον πνευματικό του αγώνα, και με την δύναμη του οποίου διασώθηκε από κάθε δαιμονική προσβολή και καθαρίσθηκε από λογισμούς υπερηφανείας. 
Ο Γέροντας Σωφρόνιος απέκτησε τέτοια πίστη και ευλάβεια προς τον Σιλουανό, ώστε με το πνεύμα του να προσκυνεί και τα αχνάρια των ποδιών του. Όπως ο ίδιος δηιγόταν και έγραφε, θεωρούσε τη γνωριμία και τον σύνδεσμο με τον άγιο Σιλουανό ως την μεγαλύτερη προς αυτόν δωρεά του Θεού. Το ιστορικό αυτό γεγονός είχε καθοριστική σημασία για τη μετέπειτα πνευματική εξέλιξη και θεολογία του. Η επικοινωνία του με τον Άγιο έδωσε στον Γέροντα τη διαβεβαίωση για το πνεύμα της μετάνοιας με το οποίο εμφορείτο ως τότε. Πληροφορήθηκε στη διδαχή του και με ακλόνητη πίστη στον λόγο του απέκτησε σταθερότητα στην ασκητική ζωή του και οδηγήθηκε στην απάθεια. Έζησε το υπόλοιπο των ημερών του, στην έρημο και αργότερα στην διακονία του μέσα στον κόσμο, μαρτυρώντας ότι μόνο με την εκούσια κατάβαση στον Άδη, χάριν της εντολής, ο πιστός τοποθετείται στην οδό του Θεού, μαθαίνει την απερίγραπτη ταπείνωση του Χριστού και ενώνεται μαζί Του.
Απόσπασμα από το αφιέρωμα:¨Ο ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ¨του Essex του Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζαχάρου στο περιοδικό “Πεμπτουσία”  Τεύχος 3 Αυγ.- Νοεμ. 2000ΝΩΕ-the-flood-from-the-atrium-detail-of-noah-receiving-the-white-dove (1)Σας επαναλαμβάνω συνέχεια αυτό τον λόγο: «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι »Είναι η πιο τέλεια αποκάλυψη για την οδό της ασκητικής ζωής προς τον Χριστό. Η ιστορία της Εκκλησίας και η κάθε είδους άσκηση στον κόσμο δεν γνωρίζει πιο υψηλή αρχή από αυτήν. Σε σχέση με αυτό που είπα στον π. Βλαδίμηρο ,ένας αδελφός μας μου διηγήθηκε ότι κάποιος φίλος μας του είχε πει [γελά]: Εμείς πίνουμε συνέχεια τσάι !… Πρέπει όμως να κρατήσουμε την αρχή αυτή. «Διαβάστε προσεκτικά τον Σιλουανό, για να μη χάνετε την οδό».
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας, τόμος Α, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013, κεφάλαιο 14: σελ.199)

Ο Άγιος Σιλουανός μαζί με τον Γέροντα Σωφρόνιο είθε να επισκέπτονται εκεί κάτω στον Άδη της αβύσσου της απόγνωσης όλους τους απελπισμένους και σε κατάσταση μεγάλης απόγνωσης ευρισκομένους,να παρηγορούν και θεραπεύουνΓέννηση του Ιησού Χριστού_ Рождество Христово_ Nativity of Christ333Ωδη ζ’ Ιαμβικός

Την αγριωπόν, ακρατώς γαυρουμένην,
Άσεμνα βακχεύουσαν εξοιστρουμένου,
Κόσμου καθείλες πανσθενώς αμαρτίαν.
Ούς είλκυσε πριν, σήμερον των αρκύων,
Σώζεις δε, σαρκωθείς εκών Ευεργέτα
Ωδη θ’ Ιαμβικός
Τύπους αφεγγείς και σκιάς παρηγμένας,
Ω Μήτερ αγνή, του Λόγου δεδορκότες,
Νέου φανέντος, εκ πύλης κεκλεισμένης,
Δοξούμενοί τε, της αληθείας φάος,
Επαξίως σην ευλογούμεν γαστέρα..

«Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι…» Άγιος Σιλουανός


«Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι…»  Άγιος Σιλουανός
Για το «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι» (το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου στον οποίον μαθήτευσε) έλεγε, ότι, είναι δύσκολο να μιλήσουμε γι’ αυτό στους συγχρόνους μας. Δεν το αντέχουν. Γιατί, σχεδόν ποτέ, ο Χριστιανισμός στην αυθεντική του διάσταση δεν διδάσκεται.
Ζούμε όλοι σε ένα ηθικό επίπεδο. Στο οντολογικό επίπεδο του Χριστιανισμού, δεν ανεβαίνουν παρά ελάχιστοι, κατά γενεάν…
Ο Γέροντας έλεγε ότι«χριστιανική εποχή δεν υπήρξε ποτέ»…
Το «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι», είναι η τελειότητα της οδού προς τον Χριστό. Όπως ο Χριστός κατέβηκε στα καταχθόνια, για να σώσει εκουσίως τον άνθρωπο, έτσι και ο άνθρωπος, από την πολλή αγάπη προς τον Θεό και από το «αυτομίσος» που γεννά η Χάρις του Θεού μέσα στη ψυχή του, «καταδικάζει» τον εαυτό του στην κόλαση. Δέχεται ακόμα και την κόλαση…
Είναι μια χαρισματική κατάσταση, αυτό…
Βέβαια, ό,τι είναι εκούσιο, νικά το ακούσιο. Εάν εκούσια ο άνθρωπος δέχεται να κατεβαίνει με τον Χριστό στην κόλαση, τότε νίκησε αυτήν την κόλαση. Νίκησε τα πάντα. Και η Νίκη του Χριστού, έγινε και δική του νίκη.
Ας το πούμε και σε ένα άλλο επίπεδο, που είναι πιο κατανοητό.
Το «κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι», εκφράζει το φαινόμενο της αυτομεμψίας στα τελευταία του όρια. Ο άνθρωπος με την αυτομεμψία, παίρνει επάνω του το πταίσμα. Δηλαδή, όλη την ευθύνη την ρίχνει επάνω του, δίνει δικαιοσύνη και δόξα στον Θεό και την «αισχύνη του προσώπου» την δέχεται μόνο ο άνθρωπος.
Κάνει όπως ο καλός ληστής επάνω στο σταυρό και αμέσως μεταπηδάει από την κόλαση του σκότους στο φως της Βασιλείας του Θεού. Και όποιος μέμφεται εκούσια τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, τρέχει προς τα Πάθη του Χριστού. Αφομοιώνεται στα Πάθη του Χριστού και επομένως παίρνει και την Χάρη της Αναστάσεως του Χριστού.
Το «βάθος» της Καθόδου του Χριστού· Το Μυστήριο της Θείας Αγάπης
Πάντως, όταν κάποιος αναζητάει τον Χριστό με όλη του την ψυχή, με όλη του την καρδιά, θα παραχωρήσει ο Θεός να γνωρίσει την κόλαση, τα βάσανα της κολάσεως, όχι για να καταστραφεί, αλλά για να μυηθεί σε ένα μεγάλο Μυστήριο· εκείνο της Καθόδου του Χριστού στον Άδη. Θα γνωρίσει τον Χριστό σε όλο Του το βάθος για να μπορέσει, μετά, να Τον γνωρίσει και σε όλο Του το ύψος.
Όταν γνωρίσει τον Χριστό σε όλο Του το βάθος, μετά, θα δώσει το δικαίωμα στον Θεό να του δώσει όλο το ύψος, όπως το έδωσε και στον Υιό Του τον Μονογενή. Θα του δώσει τέτοια αγάπη, θα πλατυνθεί η καρδιά του και θα αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Θα γνωρίσει και το ύψος και το βάθος και το πλάτος, όλο το Μυστήριο της Κενώσεως, όλο το Μυστήριο του Σταυρού του Χριστού.
Αρχ. Ζαχαρίας Ζαχάρου,
Κλείτου Ιωαννίδη: “Γεροντικό του 20ου αιώνος”,
σελ. 237-244, https://logosfotos.blogspot.com

“Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι”


Σκέψεις πάνω στη ρήση του οσίου Σιλουανού…
Τι άραγε είχε ζήσει ο όσιος Σιλουανός και διακήρυξε αυτή την διαχρονική για τα μηνύματά της φράση; Άραγε το περιεχόμενό της έχει να πει κάτι σε μας τους απλούς καθημερινούς αμαρτωλούς Χριστιανούς; Αναρωτιέμαι, μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι της παραπάνω καταστάσεως ή μπορούμε έστω να την ψηλαφίσουμε ή έστω να την κατανοήσουμε;
Πριν όμως επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το νόημα αυτής της φράσης, θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε αν θα μπορούσε να παραλληλιστεί η κατάσταση αυτή -σύμφωνα και με τις περιγραφές του γέροντος Σωφρονίου-  με παρόμοιες δικές μας βιωθείσες καταστάσεις, παρ’ ότι δεν έχουμε φτάσει σε επίπεδα αγιότητας.
Έχω την αίσθηση ότι αξίζει να κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό, γιατί έτσι θα διαπιστώσουμε ότι ίσως έχουμε νιώσει παραπλήσιες καταστάσεις -σε μικρότερα βέβαια επίπεδα αναλογίας- μ’ αυτές που καταγράφουν τόσο παραστατικά οι γέροντες Σιλουανός και Σωφρόνιος στα βιβλία τους.
Όταν λοιπόν βυθιζόμαστε στην απόγνωση, όταν παραλύει ο κόσμος των αισθήσεών μας, όταν κατακλυζόμαστε από μια ζοφερή μαυρίλα, από τη βεβαιότητα του αδιεξόδου από τη διάψευση και της παραμικρής ελπίδας, όταν νιώθουμε ανήμποροι να αντιδράσουμε στη δοκιμασία, όταν έχει γκρεμιστεί κάθε ίχνος αισιόδοξης προοπτικής, τότε θα μπορούσαμε να ψιθυρίσουμε ότι η ψυχή μας ζει στον Άδη, ότι η θλίψη και η οδύνη της καρδιάς μας μοιάζουν με ατομική βόμβα που περιμένει αργά και κυνικά την πυρηνική σχάση του βαθύτερου είναι μας και την έκλυση εκατοντάδων μιλισίβερτ συσσωρευμένου πόνου που θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με το φαινόμενο της ηφαιστειακής έκρηξης ή της μαύρης τρύπας.
Η ζωή μας είναι συνυφασμένη με τον πόνο και πολλές φορές τον «άδικο». Ο ίδιος ο Χριστός μας έδειξε στην πράξη, ότι, για να ζήσουμε την Ανάσταση, πρέπει πρώτα να περάσουμε απ’ το καμίνι της Γεθσημανίου θλίψης και της σταύρωσης στον Γολγοθά. Συνεπώς ο πόνος, και μάλιστα στα επίπεδα που οσμιζόμαστε τα χνώτα του Άδη, δεν είναι κάτι που πρέπει να αποπειραθούμε να ξεγελάσουμε. Αντίθετα πρέπει να τον υποδεχθούμε με ταπείνωση, αγωνιστική διάθεση και προσευχή. Μόνο τότε δε θα καταντήσουμε όμηροι της απελπισίας, αλλά θα αισθανθούμε να μας αγγίζει το παρηγορητικό χάδι του Θεού (συνήθως μέσα απ’ τα παραδείσια δάκρυα).
Όταν είμαστε λοιπόν μέτοχοι της παραπάνω καταστάσεως θα μπορέσουμε να υποψιαστούμε την υπερβατική κατάσταση της Θεοεγκαταλείψεως και να αναφωνήσουμε το «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Παρόλ’ αυτά βέβαια δε μπορούμε να ταυτίσουμε το δικό μας βίωμα με αυτό του γέροντος Σιλουανού. Ίσως -δεν ξέρω- ο πόνος να είναι μερικές φορές ίδιος σε ένταση, αλλά σίγουρα διαφορετικός στα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Μου έρχεται στο μυαλό η διαφορά μεταξύ σαρκικού και θείου έρωτα.
Ο π. Μάξιμος Έγκερ σχολιάζοντας την φράση «Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι», καταλήγει στο συμπέρασμα πως το να κρατάμε το νου μας στον Άδη είναι μια πρόσκληση στις πιο σκοτεινές αβύσσους της ύπαρξής μας. Μια πρόσκληση απογύμνωσης της ψυχής μας και έκθεσής της στις ακτίνες της θείας αγάπης. Όσο το θείο Φως φωτίζει το σκοτάδι της καρδιάς μας, τόσο διακρίνουμε εκεί τις ακαθαρσίες που αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την αγάπη του Κυρίου και Δημιουργού μας, τόσο πιο πολύ υποφέρουμε που Τον έχουμε πληγώσει. Αλλά αυτή η λύπη είναι ζωηφόρος, αντίθετα από αυτήν της αμαρτίας που είναι θανατηφόρος.
Βρισκόμαστε στην καρδιά της παραδοξότητας της χριστιανικής εμπειρίας, όπου πρέπει να πεθάνεις για να αναστηθείς· να περάσεις από τον Άδη για να εισχωρήσεις στη Βασιλεία· να ταπεινωθείς για να ανέλθεις· να αδειάσεις (από το εγώ) για να πληρωθείς (από το Άγιο Πνεύμα).
Συνεπώς η μετάνοια, ακόμα και στη ριζική της μορφή, που είναι αυτοκαταδίκη, είναι ακριβώς το αντίθετο της ενοχής. Ενώ η ενοχή συνιστά εγκλεισμό, τελμάτωση, εσωστρέφεια, η μετάνοια είναι απελευθέρωση, κίνηση και άνοιγμα στον άλλο και τον όλως Άλλο.
Ζωτικός

Τί σημαίνει το «κράτει τον νου σου εις τον Άδη;»

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=163371)
«Μην φοβάσαι τον ταπεινό», λέγει ο Γέροντας, και εξηγεί ότι ακόμη κι αν έχει αμαρτίες, μικρές ή μεγάλες, είναι βέβαιο ότι θα σωθεί, γιατί ο Θεός θα βρει τρόπο να τον οδηγήσει σε μετάνοια και να τον κάνει δοχείο αρετής. Ο Θεός ελκύεται από τον ταπεινό, συγκινείται, θέλει να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Πώς αποκτούμε όμως την ταπείνωση; Χρειάζεται, λέγει, να έχουμε έναν καλό εξομολόγο, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους φρικτούς πόνους του Χριστού στον Σταυρό, πρέπει να φέρνουμε στο νου μας ότι μας περιμένει ένας τάφος και, επίσης, να συγχωρούμε με την καρδιά μας τους εχθρούς. Επίσης, χρειάζεται να κάνουμε ελεημοσύνη με πολλή αγάπη, πολύ πόνο και όσο μπορούμε περισσότερο. Πρέπει ακόμη να μελετάμε το Ευαγγέλιο, την Καινή διαθήκη (και όλη βέβαια την Αγία Γραφή), για να φωτιστούμε και να γνωρίσουμε τον Χριστό.
  Ιδίωμα του ταπεινού, λέγει ο πατήρ, είναι να μην κρίνει πότε κανένα. Μια φορά λοιπόν του διηγήθηκα για κάποιον κληρικό, που έλεγε ότι ορισμένοι νεοφανείς Όσιοι (πριν αγιοκαταταχθούν), όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος κλπ. δεν είναι πραγματικοί Άγιοι. Το ανέφερα στον  Γέροντα, και μου  είπε με απορία: «καλά, αρνείται ο πατήρ τόσο μεγάλους συγχρόνους αγίους;», χωρίς όμως να κατακρίνει τον ιερέα. Ωστόσο, μετά από λίγο του διηγήθηκα ότι ο ίδιος αυτός κληρικός μου εξιστόρησε ότι ένας από αυτούς τους Αγίους, που δεν παραδεχόταν την αγιοσύνη τους, του έκανε ένα μεγάλο θαύμα. Ρώτησα τον Γέροντα, πώς αυτά τα δύο συμβιβάζονται, και μου είπε «δεν συμβιβάζονται με τίποτε». Ωστόσο, πραγματικά ανακουφίστηκε ο Πατήρ, όταν τον πληροφόρησα πως μεταξύ άλλων ο εν λόγω κληρικός μου είπε ότι πάσχει από έναν όγκο στον εγκέφαλο. «Άρρωστος είναι ο παππούλης, παιδί μου», είπε τότε. «Μακάρι ο Θεός να τον  κάνει καλά!». Και έτσι απέφυγε και σε αυτή την περίπτωση την κατάκριση.
Για την ταπείνωση πρόσθεσε ο Πατήρ και τα εξής: όποιος έχει αυτή την αρετή, θα τον βρουν δυνατοί και παράξενοι πειρασμοί. Και αυτό γιατί τον φθονεί ο διάβολος, που δεν αντέχει καθόλου τους λογισμούς της ταπεινοφροσύνης, οι οποίοι τον «καίνε». Και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα ενάρετος για να τον πολεμήσει ο εχθρός, αρκεί να έχει λογισμούς ταπείνωσης, αρκεί να σκέφτεται μόνο πχ «είμαι ανάξιος ενώπιον του Θεού». Ο διάβολος θυμώνει όταν μας βλέπει να κάνουμε ταπεινές σκέψεις, γιατί θέλει αυτός να είναι ο Νυμφίος της ψυχής μας, και εξοργίζεται όταν βλέπει μέσα στην καρδιά μας να βασιλεύει ο Χριστός.
Ο Γέροντας επίσης μου διηγήθηκε με θαυμασμό ότι κάποια φορά ήρθε σε αυτόν να εξομολογηθεί ένας δάσκαλος, που είχε μάθει ότι ο παλιός μαθητής του είχε γίνει εν τω μεταξύ πνευματικός. Ο Γέροντας έλεγε: «Θαύμασα την ταπείνωση αυτού του ανθρώπου, που ήρθε να εξαγορευτεί τα κρίματά του στον μαθητή του.» Πρέπει φυσικά να προσερχόμαστε στο ιερό μυστήριο της μετανοίας με ταπεινό φρόνημα.
Μια φορά τον ρώτησα τι θα πει ο λόγος του αγίου  Σιλουανού: «κράτα τον  νου σου στον Άδη και μην  απελπίζεσαι». Μου είπε ότι αυτό σημαίνει πως ο χριστιανός πρέπει να συγκρίνει ταπεινά τον  εαυτό του με τον  Θεό και να λέγει «ο Θεός είναι πανάγαθος, πάνσοφος,  παντοδύναμος, εγώ ένα μηδέν». Δεν πρέπει δηλαδή οι λαϊκοί να στέλνουμε πραγματικά διά του νου μας τον εαυτό μας στην ίδια την κόλαση, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο. Πρόσθεσε επίσης ότι γενικά πρέπει να αποφεύγει να συγκρίνει κανείς τον εαυτό του με τους άλλους  ανθρώπους, γιατί μπορεί να διαπιστώσει ότι υπερτερεί έναντι αυτών, και έτσι τελικά θα ζημιωθεί. Στην αρχή καλό είναι να μειώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Δημιουργού, και κατόπιν ο ίδιος ο Κύριος θα τον βοηθήσει και στα υπόλοιπα.

Ο συντάκτης του κειμένου μας παρεκάλεσε ευγενώς να μην δημοσιευθούν τα στοιχεία ούτε τα προσωπικά ούτε του Γέροντος στον οποίον αναφέρεται. Ωστόσο τα στοιχεία και των δύο είναι γνωστά στην διεύθυνση σύνταξης της Πεμπτουσίας.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ Πρωτοπρ. Βασίλειος Ἰ. Καλλιακμάνης Καθηγητής Θεολογίας Α.Π.Θ.


Πρωτοπρ. Βασίλειος Ἰ. Καλλιακμάνης
Καθηγητής Θεολογίας Α.Π.Θ.
«Ἦτο Πάσχα… βαδίζων ἐκ τῆς μεγάλης θύρας τοῦ Μοναστηρίου πρός τό νέον κτίριον τῆς Μεταμορφώσεως, βλέπω νά τρέχῃ πρός ἐμέ παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων, ἔχον εὔχαρι πρόσωπον˙ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εὐφραίνει τά μικρά παιδία. Εἶχον ἕν ᾠόν καί ἔδωκα τοῦτο εἰς τό παιδίον. Ἐχάρη καί ἔτρεξε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ, ἵνα δείξῃ τό δῶρον. Καί διά τοῦτο, τό τοσοῦτον ἐλάχιστον πρᾶγμα, ἔλαβον παρά τοῦ Θεοῦ μεγάλην χαράν καί ἠγάπησα πᾶν πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἤχει ἐν τῇ ψυχῇ μου. Ἐλθών εἰς τό κελλίον μου, ἐκ τῆς εὐσπλαχνίας πρός τόν κόσμον μετά δακρύων προσηυχόμην ἐπί μακρόν εἰς τόν Θεόν. Ὦ, Πνεῦμα Ἅγιον, σκήνου ἐν ἡμῖν πάντοτε˙ εἶναι καλόν εἰς ἡμᾶς νά εἴμεθα μετά Σοῦ»[1]
Προέταξα τό κείμενο αὐτό, πού διέσωσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὡς ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιά νά σχετικοποιηθοῦν ὅσα θά εἰπωθοῦν στή συνέχεια. Διότι, ἐάν ἡ ἐπικοινωνία μέ ἕνα μικρό παιδί ὁδηγεῖ σέ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία καί ἐπίσκεψη Χάριτος, μήπως ἔχουν ἀνάγκη χριστιανικῆς παιδαγωγίας πρωτίστως οἱ γονεῖς καί δευτερευόντως τά παιδιά; 
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896‐1993), πού σημάδεψε μέ τό ἔργο του τόν 20ο αἰώνα, ἦταν πολύπλευρη, πολυτάλαντη καί δυναμική προσωπικότητα. Ἀσκητής, πνευματικός πατέρας στό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Εὐρώπη, θεολόγος, λόγιος συγγραφέας, ἁγιογράφος, ποιητής καί συνθέτης λειτουργικῶν εὐχῶν, ἀλλά καί ζωγράφος. Ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος καί τῆς τέχνης καί γνήσιος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σοφός Γέροντας δέν ἔχει ἐκπονήσει κάποια μελέτη γιά τήν οἰκογενειακή ζωή καί εἰδικότερα γιά τήν χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Τά κείμενά του ἐμβαθύνουν σέ λεπτότατα θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καί προϋποθέτουν ἄριστη ἀφομοίωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαύγασμα κοινωνίας μέ τόν ἐν Τριάδι προσκυνούμενο Θεό. Γι’ αὐτό καί δέν ἀρκεῖ ἔστω καί ἡ ἐπισταμένη μελέτη καί λογική ἐντρύφηση σέ αὐτά. Γιά νά κατανοηθοῦν χρειάζεται ἡ προσωπική μετοχή στήν λειτουργική καί νηπτική ἐμπειρία, πού ἔχει ἀποθησαυρισθεῖ στήν Ἐκκλησία. Ἐξάλλου ἡ προσπάθεια διανοητικῆς σύλληψης τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ καί ἡ συμπλήρωση ὅσων ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη λογική μέ τό στοχασμό καί τήν ἐμπαθή φαντασία ὁδηγοῦν στήν πλάνη[2]. Ὁπότε χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. 
Γιά τόν μακαριστό Γέροντα ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική δογματική συνείδηση, προϊόν πολύχρονης ἀναζήτησης, ἄσκησης καί ἔμπονης προσευχῆς, ἀποτελεῖ τή βάση τῆς θεολογίας του. Καί μπορεῖ μέν νά μήν ἔχει συντάξει εἰδική μελέτη γιά τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν, ἔδινε ὅμως μεγάλη σημασία στά παιδιά, τά ὁποῖα ἐπισκέπτονταν μέ τούς γονεῖς τους τό μοναστήρι. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα τῆς ἐπικοινωνίας τοῦ Γέροντα μέ αὐτά. Λύγιζε τά γόνατα καί κατέβαινε στό ὕψος τῶν παιδιῶν, ἔφερνε τό πρόσωπό του στό ὕψος τοῦ προσώπου τους, τά ἄγγιζε ἐλαφρά στό μέτωπο ἤ τό κεφάλι καί συνομιλοῦσε μαζί τους ἐγκάρδια. Ἡ εἰκόνα αὐτή δηλώνει ἀκριβῶς τή συγκατάβασή του στά μέτρα τῶν παιδιῶν. Ἡ συγκατάβαση αὐτή εἶχε συμβολικό, ἀλλά καί πραγματικό χαρακτήρα. Παράλληλα συμμετεῖχε ὁλοκάρδια στίς γιορτές γενεθλίων τῶν παιδιῶν ἐντός τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά βρίσκονται κοντά του ὡς ἐπισκέπτες. Καί νά σκεφθεῖ κάποιος ὅτι ζοῦσε ἡσυχαστικά σέ ἕνα μοναστήρι. Ἡ στάση αὐτή εἶναι ἀπόρροια τῆς θεολογίας τῆς κενώσεως, ἡ ὁποία διαχέεται στά κείμενά του. Ἔτσι στό πνευματικό ἐργαστήριο τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ, τό ὁποῖο ἐπισκέπτονταν καί ἐπισκέπτονται πολλές χριστιανικές οἰκογένειες, διαμορφώθηκε μέ τή συμβουλή του ἕνα πρότυπο πλαίσιο χριστιανικῆς ἀγωγῆς. Κι αὐτό συμπυκνώνεται στά δύο βιβλία τῆς ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς πού τό περιεχόμενό τους ὑπερβαίνει τίς ἑξακόσιες σελίδες.[3] Στηριζόμενοι σέ αὐτά τά βιβλία, καθώς καί σέ ἄλλες συγγραφές καί ἀναφορές τοῦ Γέροντα Σωφρονίου ἀναπτύσσουμε τό θέμα μας. Ἐκ τῶν πραγμάτων ἡ εἰσηγήσή μας δέν μπορεῖ νά εἶναι πλήρης καί ἀναφέρεται σέ ὁρισμένες μόνο πτυχές του. Ἐξάλλου κάθε οἰκογένεια εἶναι ξεχωριστή, ἀλλά καί κάθε παιδί ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα, ὁπότε καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. 
Ἡ ποιμαντική ἀνάγκη μετάδοσης τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης στά παιδιά εἶναι στίς μέρες μας ἰδιαίτερα ἐπιτακτική, ἀφοῦ τό κοινωνικό περιβάλλον εἶναι ἀρνητικό. Ἡ ἐποχή μας εὐνοεῖ καί καλλιεργεῖ τήν ἀνυπακοή, τόν ἀνταγωνισμό, τή μαλθακότητα, τήν ραθυμία καί τήν ἀβουλία. Παράλληλα ἀμβλύνει τά ἠθικά κριτήρια καί δημιουργεῖ μιά ἀρνητική ἀτμόσφαιρα καί ἕνα νοσηρό κλῖμα γιά τίς οἰκογένειες καί τά παιδιά, πού θέλουν νά ζήσουν μέ συνέπεια τή χριστιανική ζωή. Προβλήματα ὅμως παρουσιάζονται καί στό περιβάλλον τῶν χριστιανικῶν οἰκογενειῶν. Γι’ αὐτό συχνά ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά παιδιά διαπιστώνουν, ὅτι ἔχουν ἀνάγκη μύησης στήν πνευματική ζωή πρωτίστως οἱ γονεῖς. Διότι τά παιδιά δέ δίνουν μεγάλη σημασία τόσο σέ αὐτά πού λένε οἱ γονεῖς, ὅσο σέ αὐτά πού κάνουν. Δέν προσέχουν τά λόγια, ἀλλά μιμοῦνται ἀβίαστα τόν τρόπο ζωῆς τους. Ὁπότε ἡ ζωή τῶν γονέων ἀντανακλᾶται στή ζωή τῶν παιδιῶν. Ἔτσι ἡ ὑποκρισία, ἡ τυπική θρησκευτικότητα, ἡ συμβατική χριστιανική ζωή καί ὁ οἰκογενειακός ἐγωκεντρισμός τῶν γονέων μεταβιβάζονται στά παιδιά ὡς καθημερινή συμπεριφορρά. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ εἰλικρίνεια, ἡ γνήσια πνευματική ζωή μέ ὅλες τίς δυσκολίες, τό ταπεινό καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα ἐμφυτεύονται μέ εὐκολία στό βάθος τῆς καρδιᾶς τῶν παιδιῶν ἀπό μικρή ἡλικία. 
Ἄν σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἁγιότητα, καί παιδεία κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι «μετάληψις ἁγιότητος»[4], γίνεται κατανοητό πόση εὐθύνη ἔχουμε ὡς γονεῖς νά διαμορφώσουμε καί νά διαπλάσουμε πρόσωπα δεκτικά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι τά παιδιά εἶναι πρόσωπα «ἐν ἐξελίξει», ἀλλά καί πλήρη μέλη τῆς Ἐκκλησίας[5]. Καί ἡ ἀγωγή ἀρχίζει ἀπό τά σπλάχνα τῆς μητέρας, ἀφοῦ τό ἔμβυο δέχεται τά ἐρεθίσματα τῆς ἐγκυμονούσας καί αὐτά καθορίζουν σέ σημαντικό βαθμό τή συναισθηματική ἀλλά καί τήν πνευματική του κατάσταση[6]. Τήν ἀλήθεια αὐτή ὑπαινίσσεται ἴσως καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, πού ἦταν ἰατρός, στή συνάντηση τῆς Παναγίας μέ τήν μητέρα τοῦ Προδρόμου τήν Ἐλισάβετ στό σπίτι τοῦ Ζαχαρία. Μετά τόν ἀσπασμό τῶν δύο γυναικῶν πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετε ὁμολογεῖ στήν Παναγία: «Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτα μου ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου»7. Ὁ Πρόδρομος ἀναγνώρισε μέ θαυμαστό τρόπο τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐνδομήτρια ζωή τοῦ παιδιοῦ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίθετη μέ ὁποιαδήποτε σκέψη ἀπόρριψής του. Ἀκόμη τά βιώματα τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγωνίας, τῆς ἀπόγνωσης, τῆς λύπης καί τῆς χαρᾶς, πού ζεῖ ἡ μητέρα, ἐπηρεάζουν καί τό ἔμβρυο.
Παράλληλα παίζει σπουδαῖο ρόλο ἡ ἔγκαιρη καί ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν καί ἡ διαμόρφωση τοῦ χαρακτήρα τους σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Στό βίο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου διαβάζουμε ὅτι, ἡ ἀμφιβολία γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἐμφυτεύθηκε στήν καρδιά του ὅταν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν ἀπό κάποιον πλανόδιο βιβλιοπώλη, πού φιλοξένησε στό σπίτι ὁ πατέρας του. Καί ἐκείνη τήν ὥρα σκέφθηκε: «Ὅταν μεγαλώσω θά περιέλθω ὅλην τήν γῆν πρός ἀναζήτησιν τοῦ Θεοῦ». Σέ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν, ἐνῶ ἐργαζόταν σέ συνεργεῖο ὡς ξυλουργός ἔλαβε τήν ἀπάντηση πού ζητοῦσε. Ἡ οἰκονόμος τοῦ συνεργείου ἐπέστρεψε ἀπό προσκύνημα στόν τάφο τοῦ ἐγκλείστου Ἰωάννου Σεζένωφ (1791‐1839) καί διηγοῦνταν στούς παρισταμένους ἐργάτες τά θαύματα τοῦ ἁγίου. Ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς ἐπιβεβαίωσαν τά λεγόμενα τῆς οἰκονόμου. Ὅταν τά ἄκουσε αὐτά ὁ Συμεών, (δέν εἶχε λάβει ἀκόμη τό ὄνομα Σιλουανός) σκέφθηκε: «Ἐάν οὗτος εἶναι ἅγιος, ἄρα ὁ Θεός εἶναι μεθ’ ἡμῶν, καί δέν εἶναι ἀναγκαῖον νά περιοδεύσω ὅλον τόν κόσμον πρός ἀναζήτησιν αὐτοῦ». Μέ τή σκέψη αὐτή ἡ καρδιά του πυρώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γιά δεκαπέντε χρόνια ὅμως εἶχε διατηρηθεῖ ἡ ἀμφιβολία πού ἔσπειρε ὁ πλανόδιος βιβλιοπώλης καί λύθηκε μέ τόν πιό παράδοξο καί φαινομενικά ἀφελή τρόπο, συμπεραίνει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. 
Στό δύσκολο ἔργο τῆς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ἡ ἀρνητική καί ἐν συνεχεία ἡ θετική μέθοδος. Ἡ σχηματική αὐτή παρουσίαση μόνο ἐνδεικτική εἶναι καί δέν μπορεῖ νά περιλάβει ὅλο τό φάσμα τῆς ἀγωγῆς. Ἡ ἀρνητική μέθοδος, ὁ ἔλεγχος δηλαδή καί ἡ ἐπιτίμηση, ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τῶν παθῶν καί αἴρει τά ἐμπόδια πού ἐγείρει τό ἐγωιστικό καί φίλαυτο φρόνημα στήν ἀποδοχή τοῦ θείου θελήματος. Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή, διότι γίνονται μεγάλα λάθη, καθώς ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ πιό συνηθισμένη. 
Καταρχήν σέ οἰκογένειες μέ αὐταρχικούς γονεῖς μπορεῖ νά «φονευθεῖ» τό φυσικό θέλημα τοῦ παιδιοῦ, νά ἀκυρωθεῖ ἡ βούλησή του, νά ἐθισθεῖ στήν ἐξάρτηση ἀπό τούς ἄλλους καί νά μήν ἔχει τή δύναμη νά διαχειρισθεῖ τόν ἑαυτό του. Τό γεγονός αὐτό ὁδηγεῖ στήν ἀνελευθερία καί στήν παθολογική ἐξάρτηση καταρχήν ἀπό τούς γονεῖς καί ἐν συνεχεία ἀπό ὁποιονδήποτε θελήσει νά ἐκμεταλευθεῖ ἕναν ἀνίσχυρο χαρακτήρα. Τό ἴδιο ἐξάλλου μπορεῖ νά συμβεῖ καί στήν πνευματική πατρότητα. Γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὁ πνευματικός ὁδηγός δέν φονεύει τήν θέλησιν τοῦ ὑποτακτικοῦ καί δέν ὑποδουλεῖ αὐτήν αὐθεραίτως εἰς τήν ἰδίαν αὐτοῦ ἀνθρωπίνην θέλησιν, ἀλλά ἀναλαμβάνει ὑπευθύνως τό βαρύ φορτίον τῆς ἱερᾶς ὑπηρεσίας, διά τῆς ὁποίας μετέχει εἰς τήν θείαν πρᾶξιν τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου».[7] Ἀναλογικά καί οἱ φυσικοί γονεῖς δέ γεννοῦν μόνο βιολογικές ἀλλά καί πνευματικές ὑπάρξεις. Καί ἀπό τή στιγμή πού ἀποδέχονται τό νηπιοβαπτισμό[8] γίνονται καί πνευματικοί γεννήτορες, συμμετέχοντας στή δημιουργία πνευματικῶν ἀνθρώπων. Νά διεκρινισθεῖ ἀκόμη ὅτι, ἄλλο εἶναι ἡ ἀποβολή τοῦ «ἰδίου θελήματος», τοῦ ἐγωιστικοῦ καί φίλαυτου φρονήματος πού ἐπαγγέλλονται τά νηπτικά κείμενα καί ἄλλο ἡ ἀκύρωση τοῦ φυσικοῦ θελήματος. Διότι στήν πρώτη περίπτωση τό παιδί μαθαίνει νά ἐπιθυμεῖ «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος»[9], ἐνῶ στήν δεύτερη μέ ἀκυρωμένο καί ἀθεράπευτο τό φυσικό θέλημα γίνεται ἕρμαιο τῶν ἐνστικτωδῶν ἐπιθυμιῶν του. Στήν πρώτη περίπτωση οἰκειώνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τό κάνει δικό του θέλημα[10], ἐνῶ στή δεύτερη δέν μπορεῖ νά θέλει ἤ θέλει ὅτι βλέπει. «Ἡ χριστιανική ζωή θεμελιοῦται ἐπί τῆς ταυτίσεως δύο θελήσεων: τῆς Θείας αἰωνίου ἀσαλεύτου, καί τῆς ἀνθρωπίνης, ὑποκειμένης εἰς ταλαντεύσεις», διδάσκει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος[11]. Σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς εἶναι νά βοηθήσει στίς διάφορες ταλαντεύσεις, ὥστε ἡ ἀσθενής βούληση τοῦ παιδιοῦ νά συντονισθεῖ μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά γίνει δεκτικό τῆς Θείας Χάριτος.
Ὅσο ὅμως ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ φαλκιδευμένη θέληση καί ἡ συνακόλουθη ἀβουλία, ἄλλο τόσο ἐπιβλαβής μπορεῖ νά ἀποβεῖ κατά τήν ἐνηλικίωση καί ἡ ἰσχυρογνωμοσύνη πού καλλιεργοῦν ὁρισμένοι γονεῖς στά παιδιά τους. Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα ἀναφέρει ἡ ἀδελφή Μαγδαληνή προφανῶς ὡς ἐμπειρία τοῦ σοφοῦ Γέροντα: «Κάποιος μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος δυσκολευόταν στήν ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Γέροντάς του ἀνακάλυψε πώς, ὅταν ὁ μοναχός αὐτός ἦταν παιδί, ἐνῶ ἐργαζόταν κάποτε στόν κῆπο ἕνας γείτονας τοῦ πρότεινε ἕναν τρόπο ἐργασίας, τόν ὁποῖο ὅμως ἡ μητέρα του ἀπέρριψε λέγοντας: “Μήν ἀκοῦς τούς ἄλλους˙ νά σκέφτεσαι γιά τόν ἑαυτόν σου καί νά κάνεις ὅ,τι νομίζεις ἐσύ”. Μεγάλωσε ἀναπτύσσοντας αὐτό τό χαρακτηριστικό ἀνεξαρτησίας καί ἔγινε σχεδόν ἀθεράπευτα ἰσχυρογνώμων. Τήν ἰσχυρογνωμοσύνη ἐκτιμοῦν ἰδιαίτερα ὅσοι δέν ἔχουν καμία ἀντίληψη τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀνάγκης θεραπείας τῆς θελήσεως… Πόσο πιό ἀσφαλής θά ἦταν ἡ ψυχή τοῦ μοναχοῦ, ἄν ἡ μητέρα του τοῦ εἶχε πεῖ κάτι τέτοιο, “Πρόσεξε σέ ποιόν κάνεις ὑπακοή”. Ἡ δύναμη τῆς θελήσεως εἶναι ἀπαραίτητη, γιά νά ἀντισταθοῦμε στήν ἁμαρτία˙ ὅμως γίνεται καταστρεπτική, ἄν χρησιμοποιεῖται, γιά νά ἀντισταθοῦμε στήν ὀρθή ὑπακοή».[12] «Ἡ παιδεία τῆς ὑπακοῆς», σημειώνει ὁ π. Ζαχαρίας Ζάχαρος, «ἀποσκοποεῖ νά μυήσει τόν ἄνθρωπο στό ζωοποιό καί σωτήριο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ μύηση αὐτή τόν ἐξομοιώνει μέ τόν Χριστό καί τόν ὁδηγεῖ στήν τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».[13] 
Ἀκόμη στήν ἀρνητική μέθοδο ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά ἐκληφθεῖ ἡ χριστιανική ζωή ὡς ἁπλή καθηκοντολογία καί συμμόρφωση μέ κάποιους κανόνες, πού ὑπερβαίνουν τή συνήθη συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων καί νά ταυτισθεῖ ἁπλῶς μέ κάποιο εἶδος ἠθικῆς. Δέν εἶναι λίγοι στίς μέρες μας ἐκεῖνοι, πού ἀμφισβητοῦν τή χρησιμότητα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς καί τήν ταυτίζουν μέ τήν ἠθικολογία. Ὅμως, εἶναι ἀξιοπρόσεκτα ὅσα ἀναφέρει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Στή δημιουργία τῆς πνευματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει κάποια ἐξέλιξη. Ἡ χριστιανική συνείδηση ἀναπτύσσεται σταδιακά. Στά πρῶτα στάδια ἔχει ἀνάγκη ἁπλές ἀλήθειες τῆς πίστεως, γιά νά μυηθεῖ ἐν συνεχεία στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί νά ὁδηγηθεῖ στή Θεογνωσία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Λόγω τοῦ ἀναποφεύκτου αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως, δικαιολογεῖται τό γεγονός ὅτι ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία κατ’ ἀρχάς προσφέρεται εἰς τόν λαόν κυρίως ὑπό μορφήν χριστιανικῆς ἠθικῆς, πρᾶγμα πλέον προσιτόν εἰς τήν στοιχειώδη ἀντίληψιν. Πάντως καί εἰς τήν μορφήν ταύτην, παρά τόν ὑποβιβασμόν καί τήν μέχρι τινός παραμόρφωσιν τῆς ἀληθείας, ἐνυπάρχει φῶς πραγματικῆς Θεογνωσίας, ἔστω καί ἀμυδρόν˙ τοῦτο εἶναι τό “γάλα” ἐκεῖνο, ὅπερ προσφέρεται εἰς τούς “νηπίους ἐν Χριστῷ” (Α΄ Κορ. γ΄2).[14]» Καί τά παιδιά ἔχουν ἀνάγκη στήν ἀρχή τό πνευματικό γάλα, ἀλλά στή συνέχεια χρειάζονται στερεά τροφή.
Πῶς ὅμως δίδεται ἡ στερεά πνευματική τροφή; Προφανῶς μέ τή θετική μέθοδο, τήν ἀνοχή, τήν ἔμπνευση καί τή σταδιακή μύηση στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι πιό ἐπίπονη, πιό ὑψηλή, πιό δημιουργική. Ἀπαιτεῖ χρόνο, ὑπομονή καί ἔμπονη προσευχή. Ἀκόμη ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων καθώς καί ἄλλων θεολογικῶν συγγραμμάτων μποροῦν νά ἀποτελέσουν «ἐμπνέουσα χειραγωγία»[15] γιά τήν πνευματική ζωή. Χρειάζεται ὅμως καί ἐδῶ μεγάλη προσοχή, διότι ὁρισμένες φορές στά παιδιά χριστιανικῶν ἤ ἀκόμη περισσότερο ἱερατικῶν οἰκογενειῶν παρατηρεῖται κάποια «δυσπεψία» σχετικά μέ τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Αὐτό συμβαίνει, διότι αὐτά ἀκοῦνε πολλές συζητήσεις γιά τό Θεό, τούς ἁγίους καί τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Καί μπορεῖ μέν ἀπό εὐγένεια ἤ ἀπό φόβο νά μήν ἀντιδροῦν, ἀλλά ἄν προσέξει κάποιος θά διαπιστώσει «ὅτι δέν ἐνδιαφέρονται πραγματικά νά ἀκούσουν περισσότερα γιά τό Θεό κι ἀκόμη ὅτι Αὐτός ἔχει ἀρχίσει νά τά κουράζει καί θά ἤθελαν νά τά ἀφήσει ἥσυχα»,[16] σημειώνει ἡ Ἀδελφή Μαγδαληνή. Ἔχει ἐπίσης σημασία πῶς ἀπαντοῦμε στά παιδιά γιά τά θέματα αὐτά.
 Στήν ἀφελή ἐρώτηση ἑνός παιδιοῦ ἄν ὑπάρχουν αὐτοκίνητα στόν οὐρανό, ἡ Ἀδελφή Μαγδαληνή ἀπάντησε ἀρνητικά καί ὅτι ὁ οὐρανός εἶναι γιά τίς ἀόρατες ψυχές, τόν Θεό καί τούς ἀγγέλους. Παρότι ἡ ἀπάντηση εἶναι σωστή, ὁ τρόπος ἀπάντησης θεωρήθηκε ἀπό τό Γέροντα Σωφρόνιο «σοβαρό λάθος, ἐπειδή θά μποροῦσε νά ἐλαττώσει τή λαχτάρα τοῦ παιδιοῦ γιά τόν οὐρανό. Πρότεινε πώς ἡ καταλληλότερη ἀπάντηση γιά μιά ὁμάδα μικρῶν ἀγοριῶν θά ἦταν νά εἰπωθεῖ μέ δέος: Δέν ἔχετε ἀκούσει γιά τό πύρινο ἅρμα τοῦ Ἠλία;» Ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου δέν περιεῖχε καμιά ψεύτικη ὑπόσχεση, ὁμολογεῖ ἡ Ἀδ. Μαγδαληνή, ἐνῶ ἡ δική της ἐπιφυλακτική ἀκριβολογία στήν πραγματικότητα παρουσίασε πολύ φτωχό τόν οὐρανό σ’ ἐκεῖνα τά παιδιά[17]
Ἡ ἐμπειρική προσέγγιση στό μυστήριο τῆς πίστεως, ὅταν συνοδεύεται ἀπό ἀνυστερόβουλη καί εἰλικρινή ἀγάπη εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη ὁδός γιά τήν χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Ἐξάλλου, «Δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἄλλη ἀνθρώπινη ἀγάπη πιό ἰσχυρή καί ἀναλλοίωτη ἀπό τή μητρική», [18] διδάσκει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Αὐτή ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τήν προσευχή, τή συμμετοχή στή λατρεία καί νά συμβάλλει ἀποφασιστικά στή διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ παιδιοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ μητρότητα σέ ὅλες της τίς διαστάσεις εἶναι παράδειγμα κενωτικῆς ἀγάπης κατά τό παράδειγμα τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα ἀναλώνεται γιά τά παιδιά της καί ἰδιαίτερα ὅταν εἶναι μικρά. Κατά κάποιο τρόπο παρατεῖται ἀπό τήν προσωπική της ζωή γιά χάρη τῆς οἰκογένειάς της, ὅμως αὐτή ἡ ἀγάπη τήν ἁγιάζει καί τήν ὁλοκληρώνει ὡς πρόσωπο κατ’ εἰκόνα Χριστοῦ.[19] Ὁ μακαριστός Γέροντας εἶχε προφανῶς διδαχθεῖ τήν προσευχή καταρχήν ἀπό τούς γονεῖς του. Γράφει: «Ἀπό τῶν παιδικῶν μου χρόνων ἀπέκτησα τήν συνήθειαν νά προσεύχωμαι»[20]. Ἡ συνήθεια αὐτή προσέλαβε στήν διάρκεια τῆς ζωῆς του χαρισματικό χαρακτήρα, ἔγινε ἦθος Χάριτος. 
Σέ ἄλλο σημεῖο ἐπισημαίνει ὅτι: «Ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας τρεφόμεθα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά τοῦ Θείου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Εἴμεθα τέκνα Αὐτοῦ˙ σάρξ ἐκ τῆς Σαρκός καί αἷμα ἐκ τοῦ Αἵματος Αὐτοῦ. Ἐκ νεότητος ἡμῶν ζῶμεν ἐντός τῆς ἀτμοσφαίρας τοῦ Θείου Λόγου»[21]. Καί παρ’ ὅλα αὐτά ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μένει πνευματικά πτωχή. 
Ἕνα ἐπιπλέον ἀκανθῶδες θέμα πού ἀντιμετωπίζουν οἱ χριστιανικές οἰκογένειες εἶναι τά διλήμματα ἀνάμεσα στήν ἐκκλησιαστική καί τήν κοσμική ζωή. Τό θέμα αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ εὐκολία, διότι τά παιδιά συμμετέχουν εἴτε μέ τό σχολεῖο εἴτε μέ ἄλλες ἀφορμές σέ διάφορα κοινωνικά γεγονότα, ἤ ἁπλά «βγαίνουν» ἀπό τό σπίτι γιά ψυχαγωγία μέ τούς φίλους τους. Ἐδῶ νά ληφθοῦν ὑπόψη ὅτι, ἡ ἀγάπη καί ἡ προσευχή τῶν γονέων πρέπει νά συνοδεύον τά παιδιά σέ κάθε ἔξοδο, κι «ὅτι δέν πρέπει νά δίνεται ἡ ἐντύπωση στά παιδιά πώς ἡ πνευματική διάσταση τῆς ζωῆς σημαίνει πώς ἡ γήινη διάσταση εἶναι καθεαυτή ἐμπαθής καί ἄχρηστη. Παιδιά τῶν ὁποίων ἡ οἰκογενειακή ζωή εἶναι μέν πνευματική, ἀλλά ζοῦν ἀπομονωμένα σάν σέ γυάλα, δέν εἶναι προετοιμασμένα γιά τή ζωή».[22] Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ὅταν ἀνακαλύψουν τόν κόσμο νά ἀπορρίψουν τή χριστιανική ζωή ὡς ἀφελή. Γι’ αὐτό πρέπει νά προετοιμάζονται κατάλληλα, ὥστε σέ κάθε νεανική ἀστοχία νά συμβουλεύονται τούς γονεῖς ἤ τόν πνευματικό πατέρα τους κι ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι λυτρωτικό μυστήριο. Ἄν τά παιδιά ἔχουν γευθεῖ τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη τῶν γονέων, οἱ ὁποῖοι ἐμπνέονται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν ξεστρατίσουν θά βροῦν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. 
Θά κλείσω τήν συνοπτική εἰσήγησή μου μέ δύο ἀναφορές στόν πατέρα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπως τίς διασώζει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ὁ Συμεών ἦταν δυνατός, ὡραῖος καί εὔπορος καί στό χωριό τους, «αἱ νεάνιδες προσέβλεπον εἰς αὐτόν ὡς πρός ἐπίζηλον σύζυγον. Ὁ ἴδιος ἐθέλχθη ὑπό τινος, καί πρίν ἤ τεθεῖ ζήτημα γάμου, θερινήν τινα νύκτα συνέβη μετ’ αὐτῶν τό “σύνηθες”[23]. Ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι τήν ἑπομένην πρωΐαν, ἐνῶ εἰργάζετο μετά τοῦ πατρός αὐτοῦ, ἐκεῖνος εἶπεν εἰς αὐτόν ἠπίως: “Ποῦ ἦσο χθές, τέκνον μου; Ἐθλίβετο ἡ καρδία μου”. Οἱ μειλίχιοι οὗτοι λόγοι τοῦ πατρός ἐνετυπώθησαν βαθέως εἰς τήν ψυχήν τοῦ Συμεών καί βραδύτερον, ὅτε ἐνεθυμεῖτο αὐτούς ἔλεγεν: “Ἐγώ εἰς τό μέτρον τοῦ πατρός μου δέν ἔφθασα. Ἐκεῖνος ἦτο ἐντελῶς ἀγράμματος˙ καί τό ʺΠάτερ ἡμῶνʺ εἰσέτι ἀπήγγελλεν ἐσφαλμένως˙ ἔμαθεν αὐτό ἐξ ἀκοῆς ἐν τῷ ναῷ, ἀλλ’ ἦτο πρᾶος καί σοφός ἄνθρωπος”». Σέ ἄλλη περίπτωση πού ὁ νεαρός Συμεών μαγείρεψε χοιρινό κρέας ἡμέρα Παρασκευή καί τό πρόσφερε στόν πατέρα του ἐκεῖνος δέν ἀντέδρασε ἀμέσως. «Παρῆλθεν ἥμισυ ἔτος. Τόν χειμώνα κατά τινα ἑορτήν, ὁ πατήρ λέγει εἰς τόν Συμεών μετά προσηνοῦς μειδιάματος.
–Ἐνθυμεῖσαι, τέκνον μου, ὅτι ἔδωκας εἰς ἐμέ νά φάγω κρέας εἰς τόν ἀγρόν; Ἦτο Παρασκευή˙ πίστευσον, ἔτρωγον τοῦτο ὡς νά ἦτο πτῶμα.
–Καί διά τί τότε οὐδέν εἶπες;
‐Δέν ἤθελον, τέκνον μου νά προκαλέσω ταραχήν εἰς σέ». 
Μπορεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ νά ἦταν ἀγράμματος ἀλλά γνώριζε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική του ἐμπειρία αὐτό πού διδάσκει ὁ Ἀπ. Παῦλος. «Οἱ πατέρες μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτά ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ἄν σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἁγιότητα, καί παιδεία κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι «μετάληψις ἁγιότητος», γίνεται κατανοητό πόση εὐθύνη ἔχουν οἱ γονεῖς νά διαμορφώσουν καί νά διαπλάσουν πρόσωπα δεκτικά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι τά παιδιά εἶναι πρόσωπα «ἐν ἐξελίξει», ἀλλά καί πλήρη μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896‐1993), πού σημάδεψε μέ τό ἔργο του τόν 20ο αἰώνα, ἦταν πολύπλευρη, πολυτάλαντη καί δυναμική προσωπικότητα. Ὁ σοφός Γέροντας δέν ἔχει ἐκπονήσει κάποια μελέτη γιά τήν οἰκογενειακή ζωή καί εἰδικότερα γιά τήν χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Ἔδινε ὅμως, μεγάλη   σημασία στά παιδιά, τά ὁποῖα ἐπισκέπτονταν μέ τούς γονεῖς τους τό μοναστήρι. Συγκατέβαινε στήν ἡλικία καί στίς ἀναζητήσεις τους. Ἡ συγκατάβαση αὐτή εἶχε συμβολικό, ἀλλά καί πραγματικό χαρακτήρα. Ἡ στάση αὐτή εἶναι ἀπόρροια τῆς θεολογίας τῆς κενώσεως, ἡ ὁποία διαχέεται στά κείμενά του. 
Ἡ ἐμπειρική προσέγγιση στό μυστήριο τῆς πίστεως, ὅταν συνοδεύεται ἀπό ἀνυστερόβουλη καί εἰλικρινή ἀγάπη εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη ὁδός γιά τήν χριστιανική ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Ἐξάλλου, «Δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἄλλη ἀνθρώπινη ἀγάπη πιό ἰσχυρή καί ἀναλλοίωτη ἀπό τή μητρική», διδάσκει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Αὐτή ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τήν προσευχή, τή συμμετοχή στή λατρεία καί νά συμβάλλει ἀποφασιστικά στή διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ παιδιοῦ. Ἰδιαίτερα ἡ μητρότητα σέ ὅλες της τίς διαστάσεις εἶναι παράδειγμα κενωτικῆς ἀγάπης κατά τό παράδειγμα τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ. Στό δύσκολο ἔργο τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ἡ ἀρνητική καί ἐν συνεχείᾳ ἡ θετική μέθοδος. Ἡ ἀρνητική μέθοδος, ὁ ἔλεγχος καί ἡ ἐπιτίμηση, ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τῶν παθῶν καί αἴρει τά ἐμπόδια πού ἐγείρει τό ἐγωϊστικό καί φίλαυτο φρόνημα στήν ἀποδοχή τοῦ θείου θελήματος. Ἡ θετική μέθοδος εἶναι πιό ἐπίπονη, πιό ὑψηλή, πιό δημιουργική. Εἶναι μύηση στό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἀπαιτεῖ χρόνο, ὑπομονή καί ἔμπονη προσευχή. Στό δύσκολο ἔργο τῆς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν εἶναι σημαντικός ὁ ρόλος ὄχι μόνο τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.  
—————————————————-
[1] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 61995, σ.472.
[2] Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη, «Ἡ μετοχή στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς ὅρος πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο», Σπουδή στήν κατακόρυφη καί ὁριζόντια κοινωνικότητα, Τιμητικός τόμος στόν Ὁμότιμο Καθηγητή Βασίλειο Γιούλτση, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 167.
[3] Τό πρῶτο φέρει τόν τίτλο: Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 41999, σ.σ. 132, καί τό δεύτερο: Συνομιλίες μέ παιδιά μεταδίδοντας τήν πίστη, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2007, σ.σ. 477.
[4] Εἰς Ἑβραίους ὁμιλία 29,3, PG 63,205.
[5] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ παιδιά μεταδίδοντας τήν πίστη, σ.368
[6] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, σ.24. 7 Λουκ. 1,44.
[7] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ἄσκησις καί θεωρία, Ἔσσεξ Αγγλίας 1996, σ.54.
[8]8 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 61995 σ.13‐14
Ὁ Γέροντας ὁμολογεῖ  ὅτι τό βάπτισμα καί ἡ σφραγίδα τοῦ Χρίσματος τόν διέσωσαν ἀπό τήν περιπλάνησή του «εἰς ἀλλοτρίας ὁδούς». «Ἐβαπτίσθην τάς πρώτας ἤδη ἡμέρας τῆς ἐμφανίσεώς μου εἰς τόν κόσμον. Συμφώνως πρός τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, κατά τό μυστήριον τοῦτο ἐναπετέθη εἰς ἅπαντα τά μέλη τοῦ σώματός μου “Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου”. Δέν εἶναι ἆρά γε ἡ “Σφραγίς” αὕτη, ἥτις διέσῳσεν ἐμέ ἀπό τῶν παραπλανήσεών μου εἰς ἀλλοτρίας ὁδούς; Δέν εἶναι μήπως αὕτη ἡ αἰτία τῶν πολλῶν “θαυμαστῶν συμπτώσεων” τῶν βιωμάτων μου πρός τό πνεῦμα τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀποκαλύψεως;». Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σ.14.
[9] Φιλιπ. 4,8.
[10] Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Ὁ τό ἴδιον θέλημα ἀπονεκρῶσαι σπουδάζων τό τοῦ Θεοῦ ὀφείλει ποιεῖν θέλημα καί ἀντί τοῦ οἰκείου θελήματος τό τοῦ Θεοῦ ἀντισάγειν ἐν ἑαυτῷ καί ἐμφυτεύειν καί ἐγκεντρίζειν τοῦτο ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ …» Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά ρ΄, 75 ἔκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 51 bis , Paris 1980, σ.166.
[11] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σ. 91. Πρβλ. καί σ.163,408.
[12] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ τά παιδιά μεταδίδοντας τήν πίστη, σ.137.
[13] Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀναφορά στή θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000, σ.184.
[14] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 61995, σ.343. Στή συνέχεια χρησιμοποιεῖ ἀναλογικά γιά τό Θεῖο Φῶς τό παράδειγμα τῆς δέσμης τοῦ φωτός πού ἐκπέμπει ὁ προβολέας. «Ὅσον πλησιέστερον πρός τήν πηγήν τοῦ φωτός, πρός τόν προβολέα, τοσοῦτον ἐκτυφλωτικώτερον εἶναι τό φῶς, ἀλλά μικρότερον τό πεδίον φωτισμοῦ. Καί ἀντιθέτως, ὅσον αὐξάνει ἡ ἀπόστασις ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ φωτός, τοσοῦτον μεγαλύτερον ἀποβαίνει τό πεδίον φωτισμοῦ».Ὅ.π., σ.343.
[15] Πρβλ. Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σ. 198.
[16] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σ.58.
[17] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ παιδιά μεταδίδοντας τήν πίστη, σ.271.
[18] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁδός Θεογνωσίας, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2004, σ.145. 
[19] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σ.30.
[20] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σ. 49.
[21] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ἄσκησις καί θεωρία, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996, σ. 172.
[22] Ἀδ. Μαγδαληνῆς, Συνομιλίες μέ παιδιά μεταδίδοντας τήν πίστη, σ.126.
[23] Γιά νά μήν ὑπάρχουν παρανοήσεις ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ ἡ κατάληξη τῆς ἱστορίας αὐτῆς, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅτε ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Γέροντος αὐτήν τήν ἱστορίαν, ἠρωτήσαμεν αὐτόν διά τί καί ὁ ἴδιος δέν ἐνυμφεύθη ἐκείνην τήν κόρην, τήν ὁποίαν ἐγνώρισεν. Ἐπί τούτου ὁ Γέρων εἶπεν: ‐ Ὅτε ἠθέλησα νά γίνω μοναχός, παρεκάλεσα πολύ τόν Θεόν, ἵνα οἰκονομήσῃ οὕτως τό πρᾶγμα, ὥστε νά δυνηθῶ ἡσύχως νά πραγματοποιήσω τόν σκοπόν μου, καί ὁ Θεός τά πάντα ἐτακτοποίησε κατ’ ἄριστον τρόπον. Ὅτε ἤμην εἰς τόν στρατόν, ἔμπορός τις σιτηρῶν ἦλθεν εἰς τό χωρίον ἡμῶν, ἵνα ἀγοράσῃ σῖτον. Βλέπων τήν κόρην αὐτήν εἴς τινα χορόν, ὅτι ἦτο εὔμορφος καί κομψή, καλλίφωνος καί πολύ εὔθυμος, ἠγάπησεν καί ἐνυμφεύθη αὐτήν. Ἔζησαν εὐτυχεῖς καί ἀπέκτησαν πολλά τέκνα. Ὁ Γέρων ηὐχαρίστει θερμῶς τόν Θεόν, Ὅστις εἰσήκουσε τῆς προσευχῆς αὐτοῦ, ἀλλά δέν ἐπελάθετο τοῦ ἀνομήματος αὐτοῦ». Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, σ. 20‐21.

Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ για την αλήθεια της Ορθοδοξίας & τις αιρέσεις


(πηγή: Οικοδομώντας το ναό του Θεού..., τόμοι Α,Β,Γ). 
… Γνωρίζετε ότι στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπάρχουν δεκάδες θεολόγοι, διδάκτορες της θεολογίας, και όλοι σκέφτονται διαφορετικά, όλοι μιλούν διαφορετικά. Ο Μπερντιάγιεφ έλεγε ότι η ζωή είναι πολύ ενδιαφέρουσα από τον πλούτο του περιεχομένου της όταν συναντούμε ένα άλλο πρόσωπο, ανακαλύπτουμε άλλες απόψεις, άλλες προσεγγίσεις, άλλες ιδέες, άλλες πορείες, και αυτή η διαφορά των προσεγγίσεων, των ιδεών, των θεωριών συνιστά τον πλούτο της ζωής μας. Στην Αγία Τριάδα όμως δεν ισχύει αυτό. Για τα Τρία Πρόσωπα δεν υπάρχει παρά μόνο μία θέληση, μία βασιλεία, μία δόξα. Στη Μονή επίσης, δεν ευχόμαστε ο καθένας να έχει δικές του προσωπικές σκέψεις. Αυτό δεν είναι απόδειξη πλούτου. Ο πλούτος συνίσταται στην αληθινή γνώση του Θεού Δημιουργού μας. Αν Τον γνωρίζουμε με την ίδια τη ζωή μας και μέσα στη σάρκα μας, τότε μετά τον θάνατο θα είμαστε ακόμη πιο πολύ ενωμένοι μαζί Του. Ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας υπέφερε πάνω στη γη, διότι ο καθένας είχε τη δική του θέληση, τις δικές του ιδέες. Έλεγε ότι στον Ουρανό το πλήθος των σεσωσμένων έχουν την ιδία σκέψη, την ιδία στάση. (τόμος Α σελ.96-97)
****
…Γιατί η Εκκλησία διαχωρίστηκε σε τόσο μεγάλο αριθμό διαφορετικών ομολογιών; Στη Γενεύη, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, συμμετέχουν περίπου 200 ομολογίες. Στο οικουμενικό αυτό κίνημα υπάρχει μια εσφαλμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία κάθε ομολογία φέρει ένα μέρος της αλήθειας, αλλά καμιά δεν έχει την αληθινή γνώση του Απολύτου. Όσοι μιλούν με τον τρόπο αυτό μπορεί να φαίνεται πώς έχουν δίκαιο. Αλλά το λάθος τους είναι ότι, βλέποντας τους αντιπροσώπους των διαφόρων ομολογιών, παρατηρούν την παρουσία του σκότους της πτώσεως σε όλους τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας, και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κανένας δεν γνωρίζει την αλήθεια, αλλά ότι ο καθένας κατέχει ένα κομμάτι.
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι υπάρχει μια οδός που είναι αληθινά η πλησιέστερη προς την οδό του Ίδιου Του Θεού. Όταν είστε στην εκκλησία, ακούτε: «Καταξίωσαν, Κύριε, εν τη εσπέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς...». Προσπαθήστε να δίνετε προσοχή στα λόγια αυτά. (τόμος Β σελ. 144)
****
… Συνεπώς, το ερώτημα για τη δυνατότητα της ενώσεως των Εκκλησιών το απέφυγα, λέγοντας μόνο: «Καταλαβαίνω ότι είναι βαρύ για όλους μας».
Γιατί για μας τους Ορθοδόξους είναι αδύνατον να απορρίψουμε τη θεωρία μας για την εν Χριστώ ζωή μας και την αντίληψή μας για την αποκάλυψη Του; Διότι όλοι δεν έχουμε την ιδία γνώση, στον ίδιο βαθμό. Στη Δύση δεν δόθηκε να συλλάβει το πλήρωμα της αποκαλύψεως σχετικά με την αρχή του προσώπου-υποστάσεως στο θείο Είναι και στο ανθρώπινο είναι, όπως το έχουμε εμείς στην Ορθοδοξία.
Οι άλλοι συνήθισαν να δέχονται τον Χριστό και την αποκάλυψη στο μέτρο που τους δόθηκε. Αγαπούν εκείνο που γνώρισαν. Και η τραγικότητα βρίσκεται στη διαφορά του βαθμού κατανοήσεως της αποκαλύψεως που δόθηκε εν Χριστώ και με το Άγιο Πνεύμα, που επεδήμησε στην Εκκλησία. Η αγγλικανική εκκλησία προτείνει τον δικό της τύπο ενότητος, όπως δηλαδή παρουσιάζεται η ενότητα της αγγλικανικής εκκλησίας σε όλο τον κόσμο. Μερικοί την ονόμασαν εκκλησία-γέφυρα για την ενότητα. Οι ρωμαιοκαθολικοί σκέφτονται την ενότητα μόνο ως υποταγή όλων στον επίσκοπο της Ρώμης. Στο μέτρο που το θέμα αυτό συνδέεται με το προσωπικό βίωμα του κάθε ανθρώπου, λογικά δεν μπορούμε να αποδείξουμε τίποτε. Αυτό είναι θέμα μόνο πίστεως. Και όπως λέει ο απόστολος Παύλος, «δια πίστεως περιπατούμεν, ου δια είδους».
Πατήρ Ν.: Νόμιζα ότι δεν ήταν τόσο σπουδαίες οι ερωτήσεις του, όσο η μεθοδολογία της απαντήσεώς σας. Δεν είναι δυνατόν να προσπαθούμε να απαντήσουμε σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά πρέπει να μεταφερθούμε σε άλλο επίπεδο. Για να πάρουμε απάντηση, χρειάζεται να καταφύγουμε στο επίπεδο της προσευχής και της αποκτήσεως του Αγίου Πνεύματος. Τότε όλα γίνονται σαφή. Και εσείς τότε δείξατε την εικόνα του Γέροντα, στο σημείο όπου είναι γραμμένο: «Δέομαί Σου, ελεήμον Κύριε, όπως πάντες οι λαοί γνωρίσωσί Σε εν Πνεύματι Αγίω».
Απάντηση: Όπως παρατήρησε ο πατήρ Ν., είναι καλό για όλους μας να σταματούμε νοερά στο ότι πολλά δεν μπορούμε να τα εννοήσουμε. Επιπλέον, για ποιό λόγο οι Θεολογικές Σχολές όλων των επιπέδων δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την ανθρωπότητα; Διότι η βασική τους επιδίωξη κατευθύνεται στο να περιορίσει την αποκάλυψη σε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της λογικής. Εδώ όμως δεν πρόκειται για θέμα λογικής αλλά πίστεως. Με την πίστη ζούμε και με την πίστη σωζόμαστε. Διότι δεν μπορούμε να δώσουμε σε όλα απλή λογική εξήγηση. (τόμος Β σελ. 285-286)
****
…Ζώντας στον κόσμο αυτό, όπου παραμελείται η οδός της προσευχής και της ζωής σύμφωνα με τις εντολές, όπου θέλουν να αντικαταστήσουν τη λατρεία του Θεού και την εν Αυτώ ζωή με διαλόγους γι’ Αυτόν, υποβαλλόμαστε διαρκώς στην επίδραση των διαθέσεων αυτών των ανθρώπων και κινδυνεύουμε να χάσουμε την αληθινή οδό προς τη Θεογνωσία και προς τη σωτηρία, πράγμα που αποτελεί τον μοναδικό σκοπό της μοναχικής ζωής. Ο άνθρωπος δεν σώζεται με το πλήθος των επιστημονικών πληροφοριών. Με τις πληροφορίες αυτές δεν μας δίδεται η κατάσταση να «ορώμεν τον Θεόν, καθώς εστί» . Γιατί, για τους περισσότερους πολυμαθείς ο λόγος αυτός είναι αφόρητος. Ωστόσο, άλλο είναι εκείνο που βλέπουμε στα Ευαγγέλια: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Είναι εντελώς δίκαιο για μας να συλλογισθούμε τους λόγους του Χριστού: «Πώς βλέπουν τον Θεό “οι καθαροί τη καρδία”; Πώς είναι Αυτός; Ή πώς Αυτός δεν είναι;». Ο πολυμαθής νους τείνει βεβαίως προς τη σκέψη, «πως Αυτός δεν είναι». Ο Χριστός όμως σκέφτεται διαφορετικά και εμείς προσπαθούμε να Τον ακολουθήσουμε.
Τί θέλω να πω; Οφείλουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας μόνο στον αγώνα να μην αμαρτήσουμε ούτε προς τον Θεό ούτε προς τον άνθρωπο ούτε προς τα πράγματα. Και από τη ζωή αυτή, την απλή αλλά συγκεντρωμένη στην εντολή αυτή, γεννιέται η κατάσταση του ανθρώπου κατά την οποία αυτός «συνδέεται» ήδη υπαρξιακά με τον Θεό. (τόμος Β σελ. 291-292)
****
…Συνεπώς, όταν σας αφήσω, παρακαλώ να προφυλάσσεσθε από την παρεκτροπή αυτή των ακαδημαϊκών διπλωμάτων. Κάποτε συνάντησα εδώ, στον δρόμο της Μονής μας, κάποιον άνθρωπο που μου είπε ότι πήρε τον τίτλο του διδάκτορος της θεολογίας. Και εγώ του απάντησα: «Ε, λοιπόν; Στον εσκοτισμένο μας κόσμο αυτό εκτιμάται περισσότερο, παρά η αγιότητα!».
Που όμως μας οδήγησαν αυτές οι σχολές; Μας οδήγησαν στο να κατασκευάσουμε κάποια τυποποιημένα όντα, που μιλούν για πράγματα τα οποία ποτέ δεν βίωσαν. Από που λοιπόν το σκοτάδι αυτό στην Εκκλησία μας; Από που αυτά τα σχίσματα;
Σας έχω μιλήσει ήδη πολλές φορές, αλλά το Πνεύμα με ωθεί να το επαναλάβω. Πριν ακόμη φύγω από σας -και το τέλος της ζωής μου είναι βέβαια εγγύς- θα ήθελα να γλιτώσετε από την πλάνη, από την οποία πάσχει ο σύγχρονος κόσμος στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε κανένας να μη δημιουργεί λανθασμένες θεωρίες για τον Θεό, που να διαιρούν τον χριστιανικό κόσμο. Αναλογισθείτε ότι στο Κέντρο της Γενεύης, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, υπάρχουν περισσότεροι από διακόσιους διδάκτορες θεολογίας με διαφορετικές αντιλήψεις! Από που αυτό; Ο Θεός είναι ένας.
Πώς γίνεται λοιπόν να υπάρχουν ομολογίες που να μισούν και να καταδιώκουν τις άλλες; Τώρα παρατηρείται διωγμός των Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο. Και πώς προκαλούμε το μίσος αυτό; Εμείς φοβόμαστε «και μύγα να προσβάλουμε». Μας μισούν όμως περισσότερο από ότι τους εγκληματίες. Και αυτό δεν είναι καθόλου φαντασία, όπως γνωρίζουμε από την πείρα μας. Αλλά «ας μη ταράσσεται η καρδιά σας˙ πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε στον Χριστό» και συνεχίστε τη ζωή αυτή. Αυτός είπε: «Όπως μίσησαν εμένα άδικα , έτσι θα μισήσουν και εσάς για το όνομά μου». Συνεπώς, μη χάνετε τη βασική θεωρία: της ζωής χωρίς αμαρτία!
Δεν λαμβάνω μέρος στην οικουμενική κίνηση. Η ιδέα μου όμως ήταν η εξής: να συγκεντρώνεσθε και να εξετάζετε πως είναι δυνατόν να ζήσουμε χωρίς αμαρτία. Έρχονται διακόσιοι διδάκτορες θεολογίας και ο καθένας λέει τις θεωρίες του, φανερώνοντας έτσι την άγνοια και την αμάθειά του. Ας παραθέσουμε ένα από τα λάθη: Μερικοί μελετούν όλες τις θρησκείες και στη θεωρητική αυτή γνώση της ιστορίας όλων των θρησκειών και του περιεχομένου των διδασκαλιών βλέπουν την παγκοσμιότητά τους. Ο Κύριος όμως λέει: «Εις υμών εστίν ο Πατήρ και εις ο διδάσκαλος, ο Χριστός». Και αυτός ο Διδάσκαλος Χριστός φέρει μέσα Του ολόκληρη την κτίση. Συνεπώς, θα επακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού, που φέρει στη συνείδησή Του όλη την τραγωδία και πεθαίνει για την πίστη Του αυτή. (τόμος Β σελ. 309-311)
****
…Ένα από τα τραγικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας είναι η διαίρεση του Χριστιανισμού σε διάφορες ομολογίες. Η δική μας Εκκλησία διδάσκει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος μόνο από τον Πατέρα, ενώ στη Δύση λένε «και εκ του Υιού» (Filioque), και για αιώνες μένουμε χωρισμένοι. Προσωπικά, ασπάζομαι τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας και αφήνω τους άλλους να σκέφτονται όπως θέλουν. Η σκέψη μας όμως προχωρεί πέρα από τα όρια του κοσμικού είναι και μιλάει για το πώς ήταν ο Θεός πριν από τη δημιουργία του κόσμου˙ ότι το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται από τον Πατέρα, και ότι ο Πατέρας είναι η μόνη αρχή και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο Κύριος μετά την ανάστασή Του ενεφύσησε στους μαθητές Του και είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Μπορούμε να πούμε επιπλέον ότι το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί όχι μόνο εν Χριστώ, αλλά αφού σκηνώσει στους αγίους Του, ενεργεί και στους ανθρώπους. Δημιουργείται η εντύπωση ότι από έναν άνθρωπο, όπως ο Σεραφείμ του Σάρωφ ή ο Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκπορεύεται ενέργεια, αγάπη του Αγίου Πνεύματος. Όσον όμως αφορά το υποστατικό του Είναι, το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα. Και αυτό πριν από τη δημιουργία του κόσμου. (τόμος Β σελ. 316)
****
… Αν υπήρχε αγάπη, όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ήταν ένα πράγμα, κατ’ εικόνα της ενότητας της Αγίας Τριάδος. Αν ο χριστιανικός κόσμος κατατεμαχίζεται, αυτό γίνεται επειδή οι χριστιανοί δεν τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Από τότε που άρχισαν οι παγκόσμιες κινήσεις των χριστιανών, τόσοι διάλογοι, τόσες διανοητικές προσπάθειες από κάθε πλευρά, για να πείσουν ότι η καθεμιά κατέχει το καλύτερο, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα στον αιώνα μας.
(τόμος Γ σελ.91)

Ο Γέροντας Σωφρόνιος και η Θεία Λειτουργία


Δεν είναι δυνατόν να ομιλήσει κανείς σε μία σύναξη μερικών λεπτών για την όλη προσωπικότητα και την θεολογία του Οσίου αυτού Πατρός. Απλά θα αρκεστούμε σε αυτήν την παρουσίαση με τις θεολογικές συμβουλές αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες για την θεία λειτουργία, κάτι που είναι τόσο πολύτιμο για όλους μας κληρικούς και λαϊκούς.
Οταν προσηύχετο ιδιαίτερα κατά την θεία λειτουργία συνέπασχε για όλους τους ανθρώπους που ήταν χωρισμένοι από τον Θεό. Ζώντας στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, βίωνε όλη την οδύνη της ανθρωπότητας και προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους με κλαυθμό, όπως προσευχόταν και για την δική του πτώση. Σε αυτό συνέβαλε και η εμπειρία του από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την Ρωσική επανάσταση. Όπως γράφει, “δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου”.  Έτσι αισθανόταν την κοινωνία με τον κόσμο, έστω κι αν ζούσε στην πλέον απομονωμένη έρημο. Γι αυτό γράφει:
“Κατ’ εκείνους τους χρόνους έζων την Λειτουργίαν αναμιμνησκόμενος του Χριστού προσευχομένου εν Γεσθημανή και αποθνήσκοντος επί του Γολγοθά. Ευρισκόμην εν απογνώσει, διηνοίχθησαν εις εμέ αι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζω πώς επέζησα”. ( Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ.170).
Αυτή η φράση “Πώς επέζησα”, δείχνει την ένταση της προσευχής του Γέροντος για όλη την ανθρωπότητα, που τον οδηγούσε σε παράφορη προσευχή, σε θρήνο για όλο τον κόσμο, ο οποίος θρήνος – κλαυθμός τάραζε και τα οστά του και όλη του την ύπαρξη.
Μία τέτοια διάπυρη προσευχή είναι ιερουργία για όλο τον κόσμο. Ο προσευχόμενος γίνεται, με την γενική έννοια του όρου, ένας Ιερεύς που διαθέτει την πνευματική Ιερωσύνη, δηλαδή την προσευχή για όλους τους ανθρώπους. Όμως, ο ίδιος έγινε και Ιερεύς, με την ειδική έννοια του όρου, δηλαδή έλαβε το χάρισμα της Ιερωσύνης και τελούσε την θεία Λειτουργία μέσα στο “πνεύμα” της προσευχής για όλο τον κόσμο. Έτσι έλεγε ότι η θεία Λειτουργία ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου για τα παθήματα όλων των ανθρώπων. Η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων.
Κάνει λόγο για το ότι, όταν τελούσε την θεία Λειτουργία στην έρημο μόνος του με την βοήθεια ενός μοναχού που τον βοηθούσε στην ψαλμωδία και βρισκόταν στον τύπο του λαού, (ο Μοναχός), είχε βαθυτάτη συνείδηση της παρουσίας όλων των ανθρώπων και ότι κάθε θεία Λειτουργία είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.
Εάν κάθε Χριστιανός που συμμετέχει στην θεία Λειτουργία έχει την δυνατότητα να βιώσει τις οδύνες όλων των ανθρώπων καί να προσευχηθεί γι’ αυτούς, αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει με τον Ιερουργούντα Κληρικό. Μέσα από το πρίσμα αυτό ο Γέροντας Σωφρόνιος ψηλαφούσε την αιώνια Αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Ευγνωμονούσε τον Θεό για την “ευλογία της Ιερωσύνης” που έλαβε και παρά το ότι δεν είχε κάποιο κώλυμα της ιερωσύνης “εν τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίθησες μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην” (Οψόμεθα...σελ.353).
Μια τέτοια νοερά και καθαρή προσευχή και μια προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, μερικές φορές, σε στιγμές που ο άνθρωπος δεν το περιμένει, τον οδηγεί στην θέα του ακτίστου Φωτός. Καί τέτοιες εμπειρίες που είναι σπάνιες στην πλειονότητα των ανθρώπων, είχε πολλές ο Γέροντας Σωφρόνιος, ακριβώς γιατί η προσευχή του γινόταν μέσα στην προοπτική του θείου Φωτός.
Στα τροπάρια της Εκκλησίας και την όλη παράδοσή της ο Θεός υμνείται ως Φώς και μάλιστα ως τρισήλιο Φώς. Δεν συμβαίνει αυτό επειδή απλά και μόνο το είπε ο Χριστός. “ Εγώ ειμί το Φώς...της ζωής” (Ιω. Η΄, 12 – 13), αλλά κυρίως γιατί, όσοι αξιώθηκαν να δούν τον Θεό εν τη δόξη Αυτού, Τον είδαν ως Φώς. Αυτό το φώς είναι άκτιστο και λέγεται και δόξα του Θεού, και εκείνος που αξιώνεται αυτής της εμπειρίας λέγεται δοξασμένος.
Οι άγιοι, όταν φθάνουν σε κατάσταση θεώσεως, βλέπουν την ενέργεια του Θεού ως Φώς. Μεταμορφώνονται και βλέπουν την δόξα του Θεού. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά οι θεούμενοι βλέπουν το Φώς, αφού λάβουν οφθαλμούς τους οποίους δεν είχαν προηγουμένως. Το Φώς αυτό γίνεται καταληπτό με τους οφθαλμούς, οι οποίοι όμως έγιναν υπεράνω των φυσικών ματιών και αντιλαμβάνονται το πνευματικό φώς με πνευματική δύναμη. Οι σωματικές, δηλαδή, αισθήσεις μεταμορφώνονται από την Χάρη του Θεού και βλέπουν το άκτιστο Φώς.
Ο Γέροντας έδινε μεγάλη σημασία στη θεία Λειτουργία. Μάλιστα τη λειτουργική προσευχή την ονόμαζε υποστατική προσευχή. Την προσευχή που ανήκει στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, ως πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Μέσα στην θεία Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του Χριστού, να ζήσει το Χριστό. Θεωρούσε, ότι στις ημέρες μας στη θ. Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να βρεί το πάν. Και ότι, όταν τελείται με προσοχή, έχει μέσα της όλη την χάρη του Θεού. Εφ’ όσον είναι ο Χριστός που τελεί στην ουσία τη θ. Λειτουργία, όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και όλος ο ουρανός.
Έτσι, υποστήριζε ότι επειδή στις ημέρες μας που σχεδόν έχουν εκλείψει οι συνθήκες για την ησυχαστική προσευχή το μόνο που μας έμεινε είναι η θ. Λειτουργία, γι’ αυτό πρέπει να την τελέσουμε όπως πρέπει για να βρούμε το πλήρωμα της χάριτος, της σωτηρίας.
Αφηγήθηκε ο Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ζαχάρου μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Εσσεξ, σχετικά με τον Γέροντα Σωφρόνιο, στην θεολογική του διδασκαλία για την θ. Λειτουργία. «...Πάντοτε ο νούς του ήταν αιχμαλωτισμένος από την εικόνα του Ιησού Χριστού ανεβαίνοντας τον Γολγοθά. Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, στις μέρες της σαρκός Του ανέβαινε στο Γολγοθά, φέροντάς τον όλον μέσα Του. Προσευχόμενος για όλον τον Αδάμ. Γι αυτό και όταν αναστήθηκε ανέστησε μαζί Του και όλο το περιεχόμενο που τον συνόδευσε στον τάφο. Όπως ψάλλουμε Παγγενή τον Αδάμ.” Έτσι έλεγε, κι εμείς στη θ. Λειτουργία όταν λέμε στό Θεό “τα σά εκ των σών σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα” αργότερα, όταν ο Θεός θα απαντήσει μέσα στη θ. Λειτουργία “τα άγια τοις αγίοις” εκείνα που φέραμε μπροστά στο Θεό, μέσα στην καρδιά μας, όλα τα αιτήματα, όλη την πίστη, όλη την αγάπη, θα τα δεχθεί, θα τα αγιάσει, θα τα ευλογήσει και όσα φέρει ο ιερέας μέσα στην καρδιά του, κι όχι μόνο ο ιερέας αλλά και οι πιστοί. Αν ο ιερέας που τελεί τη θ. Λειτουργία και οι πιστοί μέσα σ’ αυτήν προσφέρουν τα δώρα τους με προσευχή, τότε θα απλώσει την ευλογία του ο Θεός πάνω σε όλο τον κόσμο δι αυτής της πράξης της θ. Λειτουργίας».  Έτσι η ανθρωπότης θα γίνει έθνος άγιον. Θα λειτουργηθεί. Έθνος άγιον βέβαια θάναι όσοι είναι βαπτισμένοι και λειτουργούν στη χάρη του βαπτίσματος, το έθνος το άγιον, ο περιούσιος λαός, όπως λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Ωστόσο, όταν δεχτούν οι άνθρωποι το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, τότε θα γίνουν έθνος άγιον.
Περισσότερο ο Γέροντας επέμενε στην προσευχή της μετανοίας. Ο άνθρωπος να προσεύχεται στη θ. Λειτουργία όπως μας διδάσκουν οι προσευχές που διαβάζουμε πριν τη θεία Ευχαριστία, οι οποίες είναι προσευχές μετανοίας, προσευχές που δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος ψυχικά. Δηλαδή, είμαστε όλοι πεσμένοι, είμαστε όλοι κατά συνέπεια ψυχικά άρρωστοι και έχουμε ανάγκη της θεραπείας. Και είναι η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα τραύματα της αμαρτίας. Επομένως, άν θέλουμε να βρούμε χάρη και έλεος από την θ. Λειτουργία, θα τα βρούμε κατά το μέτρο που προσφέραμε προσευχή μετανοίας.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, θεωρούσε πώς όλη μας η ζωή οφείλει να είναι κατά τον τύπο της θ. Λειτουργίας. Δηλαδή. Όπως στη Λειτουργία βασίζουμε το Μυστήριο πάνω στον λόγο του Χριστού και καλούμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με την προσευχή στον Ουράνιο Πατέρα παρακαλώντας ν’ αγιασθούν τα δώρα κι εμείς, έτσι πρέπει νάναι και όλη μας η ζωή. Να βασίζεται πάνω στον λόγο του Θεού και τη δέηση, την ικεσία. Τότε αγιάζεται ο άνθρωπος και μαζί του όλη η κτίση. Οι συμβουλές του και το παράδειγμα της ζωής του ήταν κυρίως η λειτουργική Προσευχή.

Αλλά τί εννοούσε ο όσιος γέροντας λειτουργική προσευχή?
Η Προσευχή αρχίζει οπόταν ευλογήσει ο Ιερέας λειτουργός στην αρχή, την Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, οπότε κατεβαίνουμε βαθμηδόν μέχρι των προσκαίρων βιοτικών αναγκών, για να ανεβούμε και πάλι δια της δοξολογίας (εδώ νοείται η πρώτη εκφώνηση μετά την μεγάλη εκτενή: “Οτι πρέπει Σοι πάσα δόξα…”), μέχρι του θρόνου του Θεού. Αυτή η ακατάπαυστη κίνηση – άλλοτε πρός τον Θεό, άλλοτε προς τον κόσμο – χαρακτηρίζει την ιερουργία μας.
Στη λειτουργική προσευχή σημειώνουμε ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος βλέπει στην πνευματική ουσία της μία “θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος”, μία αιώνια θυσία αγάπης για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Έτσι η λειτουργική προσευχή αποκτά μια κοσμική διάσταση αφού συνιστά προσφορά υπέρ όλης της ανθρωπότητας. Η θεία Λειτουργία γίνεται ο χώρος συνάντησης των πάντων και κάθε τι ζωογονείται και μεταμορφώνεται από την άκτιστη τριαδική χάρη. Ο πιστός καλείται να ενωθεί με το Χριστό και να ζήσει στο πρόσωπό του τη φανέρωση του θεανθρώπινου Είναι. Συμμετέχοντας ο πιστός σε αυτήν, ζει την ελευθερία της καινής κτίσης, γεμίζοντας από τη χάρη της βασιλείας του Θεού, η οποία τον ελευθερώνει από τα αισθητά και τον μεταφέρει στα νοητά.
Κατά συνέπεια, η Εκκλησία συνεχίζει να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη πραγμάτωση του “κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν” στο επίπεδο της ανθρωπότητας. Σκοπός της είναι να χαράξει στη συνείδηση των συμμετεχόντων, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το “έργο” του Χριστού επί της γης (πρβλ. Ιω.17,4), αφού άλλωστε στις αυθεντικές της διαστάσεις αναβιώνει όλη την Οικονομία του Χριστού. Καθήκον του λειτουργού είναι η αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο επανάληψη της «Θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, πρὸς εκπληρώσιν της εντολής του Χριστού: “Τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν”».
Στη θεολογική σκέψη του Γέροντα Σωφρονίου το στοιχείο της ιστορικής ανάμνησης είναι παρόν, αφού η Λειτουργία αναδεικνύει την ορατή παρουσία της γεσθημανείου προσευχής του Κυρίου και του σταυρικού θανάτου στο Γολγοθά μέσα στην ιστορία της οικουμένης, ενώ παράλληλα χρόνος και αιωνιότητα συνυφαίνονται.
Ο πνευματικός πατέρας και λειτουργός, αλλά και οι πιστοί που μετέχουν στην ευχαριστιακή σύναξη, μαθαίνουν να ζουν σε δύο επίπεδα, το θείο και το ανθρώπινο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιδίου του Χριστού, δηλαδή “να διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης”. Έτσι δίνεται έμφαση στη θεώρηση της Λειτουργίας ως αδιάκοπης και αμοιβαίας “κίνησης” μεταξύ Θεού και κόσμου, συνιστώντας μία απόπειρα ενοποίησης των δύο αυτών οντολογικών σφαιρών και ως τέτοια συνεπάγεται μία επώδυνη διάρρηξη του “είναι” μας. Το εύρος λοιπόν της λειτουργικής προσευχής εκτείνεται από την ανάβαση στη θεία σφαίρα έως, όμως, και την οικτίρμονα κατάβαση στα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης.
Όπως ο Χριστός παρακάλεσε στον κήπο της Γεσθημανή υπέρ όλου του κόσμου, έτσι και ο λειτουργός θα πρέπει να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Χριστού, συγκεφαλαιώνοντας τον κόσμο δια της χριστομιμήτου προσευχής. Έτσι θα μπορέσει να νιώσει και να αφομοιώσει το γεγονός της άρσης απ’ το Χριστό των “ασθενειών ημών” (Ησ. 53,3 – 4). Ο μυστικός αυτός επωμισμός του πόνου της ανθρωπότητας είναι αναγκαίος προκειμένου να εξαλειφθούν οι αρνητικές δυνάμεις, δηλαδή οι συνέπειες της αμαρτίας εντός της ανθρωπότητας.
Πράγματι, ο ιερέας που βιώνει σε βάθος τη θεία Λειτουργία, εισδύει μέσα στο βαθύτατο πνεύμα της, που είναι το πνεύμα της κένωσης του Χριστού. Το υπόδειγμα της κένωσης του Χριστού (πρβλ. Ιω.13,15) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το Γέροντα Σωφρόνιο. Όπως ο Κύριος στον κήπο της Γεθσημανή είχε μπροστά Του το ποτήριο των θλίψεων και των αμαρτιών όλου του κόσμου και προσευχήθηκε “μετὰ κραυγής ισχυράς καί δακρύων”(Εβρ.5,7) για τη σωτηρία όλης της οικουμένης, έτσι και ο κληρικός αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, προσευχόμενος υπέρ όλου του κόσμου, για την ειρήνη και τη σωτηρία των πάντων. Κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας ανοίγεται η καρδιά του σε όλη την οικουμένη, συλλαμβάνει τους στεναγμούς της και ικετεύει γι’ αυτήν. Η εξάντληση που πάσχει είναι η κενωτική εμπειρία με την οποία θα μπορέσει να επεκταθεί πνευματικά και να γνωρίσει διαχρονικά τον κόσμο, αλλά και τον Υιό του Ανθρώπου στο θεανθρώπινο πλήρωμά Του. Μιμούμενος την κενωτική πορεία του Χριστού ο λειτουργός αλλά και κάθε πιστός, αυξάνει πνευματικά μέσω του πόνου και αποκτά “κοσμική και μετακοσμική αυτοσυνειδησία”.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέροντας Σωφρόνιος ότι “ο κληρικός ολόκληρος – με την καρδιά, την ψυχή και το σώμα – πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτή την οδυνηρή για τον κόσμο προσευχή. Και όσο περισσότερο πονά, τόσο περισσότερο διαχέεται η θεραπευτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, με την προσευχή του”. Πράγματι, ο ιερέας όταν τελεί τη θεία Λειτουργία πρέπει να έχει βαθιά στη συνείδησή του ότι είναι μεσίτης. Παραλαμβάνει από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες και παρακλήσεις και έπειτα τα αναφέρει στο θρόνο του Θεού. Έπειτα μεταφέρει στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία και ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η λειτουργική δέηση είναι εξαντλητική, αφού εκείνος που τη ζει βιώνει συγχρόνως τη φοβερή διάσπαση όλης της ύπαρξής του και απαιτείται μεγάλος αγώνας από τον ιερέα προκειμένου να παραμείνει στο πνεύμα αυτό της θείας Λειτουργίας. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κάποια ευχάριστη και ανώδυνη ψυχοπνευματική κατάσταση, αφού υπάρχει έντονο το στοιχείο της τραγωδίας τόσο ως προσωπικό βίωμα όσο και ως συμμετοχή στα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Αυτός πιστεύουμε ότι είναι και ο λόγος που ο Γέροντας ονομάζει μάρτυρες της θείας αγάπης όσους έχουν την εμπειρία τέτοιων καταστάσεων, αφού η προσευχή υπέρ του σύμπαντος κόσμου είναι “η πλέον βαρεία”.
Απαιτείται αμείωτος αγώνας ώστε ο λειτουργός να αναφέρει στο Θεό όλες τις καταστάσεις και ανάγκες των ανθρώπων και να εκζητήσει για όλους τη χάρη του Θεού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι αδύνατον για τον ιερέα τη στιγμή που προσφέρει την αναίμακτο θυσία του αμνού του Θεού στο ιερό θυσιαστήριο, να μένει εγκλωβισμένος στα όρια των τοπικών αναγκών, λησμονώντας την υπόλοιπη ανθρωπότητα που βασανίζεται από τα δεσμά της απόγνωσης, του αμοιβαίου μίσους, της αδικίας και κάθε είδους εκβιασμών. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που η λειτουργική προσευχή, η οποία αποτελεί την καλύτερη ορθόδοξη μαρτυρία προς το σύγχρονο κόσμο, δεν πρέπει να εξασθενήσει, αλλά να ενταθεί. Χρειάζεται γενναία ψυχή, ισχυρό φρόνημα, ακλόνητη πίστη και επίμονη άσκηση ώστε να επιτελέσει ο ιερέας τη θεία Λειτουργία στις αυθεντικές της διαστάσεις, αφού η ψυχή του λειτουργού θα νοιώθει πολλές φορές εξάντληση από τη θεωρία των παθημάτων και της διαφθοράς του πεπτωκότος κόσμου. Η Λειτουργία, όπως προείπαμε, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητας και έχοντας ο ιερέας αυτή την επίγνωση, τότε θεωρεί την ιερωσύνη του και όλη τη ζωή του ως διακονία για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου.
Κατά τη διδασκαλία λοιπόν του Γέροντα, ο ιερέας οφείλει να γίνει, όσο αυτό είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, όμοιος με τον Υιόν του Θεού, τον μόνο αληθινό αρχιερέα, ο οποίος πρόσφερε εκούσια τον Εαυτό Του υπέρ όλου του ανθρώπινου γένους. Μέσα από τη λειτουργική προσευχή για όλο τον κόσμο ο Γέροντας Σωφρόνιος κατανοούσε την αιώνια αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Η ευγνωμοσύνη του προς το Θεό για την ευλογία να είναι ο ίδιος ιερέας ήταν μεγάλη και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάτι το μεμπτό στην ιερατική του διακονία, ο ίδιος αισθανόταν ανάξιος αυτής της δωρεάς. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του όσο “μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην”.
Έχοντας ως παράδειγμα τον ίδιο, διαπιστώνουμε ότι όταν λειτουργούσε η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο με τη δέησή του, αφού μάλιστα μέσα του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918) και τη Ρωσική Επανάσταση (1917) αποτυπώθηκαν στην ψυχή του “εσαεί τα απαράκλητα μαρτύρια πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων”.
Πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι η λατρεία, και ειδικότερα η θεία Λειτουργία, δεν είναι έργο μόνο των κληρικών, αλλά και όλων των πιστών. Αυτό διαπιστώνεται και από τον τρόπο εκφοράς των αιτημάτων, με τη συχνή χρήση του πρώτου προσώπου και του πληθυντικού αριθμού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η λειτουργική προσευχή είναι έργο ολόκληρης της λατρεύουσας κοινότητας. Βέβαια η Λειτουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία δε μπορεί να τελεστεί χωρίς ιερέα, αλλά και ο ιερέας μόνος δε μπορεί να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Η λατρεία προσφέρεται από τον κλήρο και το λαό, με τους κληρικούς να προΐστανται της λατρείας και τους λαϊκούς να την πλαισιώνουν. Η κοινή προσευχή της Εκκλησίας είναι λογική λατρεία του τριαδικού Θεού και οι μετέχοντες συνιστούν το Σώμα του Χριστού (πρβλ. Α΄ Κορ.10,17), το οποίο δε μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταβληθεί σε παθητικό δέκτη ακουσμάτων και κινήσεων. Οι πιστοί δεν παρίστανται απλώς ασυναίσθητα στο χώρο του ναού, δεν παρακολουθούν, αλλά κατανοούν και βιώνουν και συμμετέχουν στη Λειτουργία συμμετέχοντας ενεργά στην “προσευχητική άθληση”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας με την ευδοκία του Παρακλήτου, που αποστέλλεται από τον Πατέρα διά του Υιού, οι πιστοί αγιάζονται και αφθαρτίζονται. Προγεύονται τη Βασιλεία του Θεού, ανακαινίζονται και καρποφορούν πνευματικά, όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως ενεργά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Η αναφορά στον τριαδικό προσωπικό Θεό, όπως και η κοινωνία με τον πλησίον, δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά γεγονός εκκλησιολογικό. Στην Εκκλησία τα πάντα είναι καθολικά, αφού “έκαστος ζει εν πάσι και οι πάντες εν εκάστω”. Ο άνθρωπος ανακαινίζεται και μεταμορφώνεται “εν κοινωνία” ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Στη θεία Λειτουργία βιώνουμε το μυστήριο της Εκκλησίας, διότι κάθε ευχαριστιακή κοινότητα είναι η “μία ποίμνη” (Ιω.10,16) η οποία “εν ενί στόματι” (Ρωμ.15,6) και “μία καρδία” (πρβλ. Πράξ.4,32) προσφέρει τα δώρα της στον Ένα Ποιμένα. Τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα του Χριστού, τη θεία Κοινωνία, και φανερώνεται η Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού. Η κοινωνία του αγίου Σώματος του Χριστού δημιουργεί την κοινωνία και ενότητα της Εκκλησίας.
Βεβαίως στη Λειτουργία δραστηριοποιείται χαρισματικά και το προσωπικό στοιχείο, τα προσωπικά αιτήματα και η ευλογία που δέχεται κάθε ένα πρόσωπο χωριστά·  όμως αυτό που υπερισχύει είναι το κοινό και το καθολικό, το οικουμενικό έναντι του προσωπικού. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται για όλη την οικουμένη, αλλά και εικονίζει την οικουμένη, προσλαμβάνοντας έτσι καθολικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.
Όσο κι αν έχει μεγάλη σημασία η ατομική δέηση του πιστού, η αξία της κοινής προσευχής στο ναό αναγνωρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ανώτερη, αφού θεωρούν την ατομική προσευχή ως μέσο προπαρασκευής για την κοινή εκκλησιαστική προσευχή. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είχε επισημάνει τη δύναμη της κοινής λατρείας (πρβλ. Μτθ. 18,20). Η συλλογική ικεσία έχει την αξία της ακόμη διότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δέηση για τους άλλους και μάλιστα για όλους. Είναι έτσι συμφωνία αγάπης προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Πράγματι στη Λειτουργία, αλλά και σε κάθε ακολουθία που τελείται στο ναό, ο πιστός δέεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλους τους πιστούς, για όλο το σώμα της Εκκλησίας αλλά και τους εκτός αυτής. Δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους πιστούς, αλλά βρίσκεται σε πνευματική ενότητα μαζί τους, ως μέλος του μεγάλου Σώματος της Εκκλησίας, αφού κοινωνεί από το ίδιο Ποτήριο Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτσι προσεύχεται για την άφεση των αμαρτιών των άλλων και τη σωτηρία τους, όπως προσεύχεται για την προσωπική του σωτηρία. Φανερώνεται, δηλαδή, η αληθινή φύση της Εκκλησίας ως αληθινής κοινωνίας, που καταξιώνει τον άνθρωπο όχι μόνο μέσα από την κατακόρυφη αλλά και από την οριζόντια κοινωνικότητα.
Η θυσία του Χριστού, που είναι η ύψιστη εκδήλωση της θείας αγάπης προς τους ανθρώπους, επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία και οι πιστοί που κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με την εξωτερική μορφή του άρτου και του οίνου, αποκτούν την πανενωτική της δύναμη. Στη θεία Λειτουργία πραγματοποιείται η σύναξη όλης της οικουμένης με σκοπό τον αγιασμό. Πράγματι η ωφέλεια της Λειτουργίας είναι ασύλληπτη όχι μόνο για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά για όλη την οικουμένη, για όλους τους ανθρώπους όλων των θρησκειών και δογμάτων, αφού η αναίμακτη θυσία και οι προσευχές αναπέμπονται προς το Θεό για όλη την ανθρωπότητα. Η Ορθοδοξία, η οποία είναι το μυστικό Σώμα του Χριστού, αγκαλιάζει με την προσευχή και τη φροντίδα της ολόκληρη την οικουμένη, όλη την κτίση. Σκοπός της δεν είναι να κηδεμονεύσει και να εξουσιάσει τα πάντα, αλλά να τα διακονήσει και να τα αγιάσει.
Η Εκκλησία προσεύχεται θερμά για όλες τις ανάγκες (σωματικές και πνευματικές) και τα προβλήματα του κόσμου και είναι έτοιμη πάντοτε να χαρίσει με τα μυστήριά της την ψυχική και σωματική υγεία στον άνθρωπο. Τον ικετευτικό χαρακτήρα της λειτουργικής προσευχής για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου εκφράζει η ικετήρια δέηση του Μεγάλου Βασιλείου μετά την επίκληση και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από τον ιερέα. Γι’ αυτήν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση ο Γέροντας Σωφρόνιος θεωρώντας ότι όλη η Αναφορά είναι ύψιστη θεολογία που εκφράζεται δια της προσευχής. Η ικετήρια αυτή δέηση φανερώνει ότι η λειτουργική προσευχή δεν έχει μόνο ουράνιο και μυσταγωγικό χαρακτήρα, αλλά και ανθρώπινο, επίγειο. Παρατηρούμε ότι αντιμετωπίζει με στοργή και αγάπη τις υλικές και βιολογικές ανάγκες του ατόμου, της οικογένειας, της πολιτείας και ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό πραγματοποιείται επειδή η Εκκλησία ενδιαφέρεται, πονάει και προσεύχεται για όλα τα προβλήματα του κόσμου, για όλα τα μεγάλα και κρίσιμα θέματα της ζωής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την προσευχή της Εκκλησίας για την ειρήνη, την ενότητα, για την απομάκρυνση της βίας, του πολέμου, της αδικίας, για τους δοκιμασμένους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ταξιδεύοντες, τους γέροντες, τα ορφανά, τους αδύνατους, για την καρποφορία της γης, για καιρό ειρηνικό, για αυτούς που βρίσκονται στη ζωή, αλλά και τους κεκοιμημένους.
Συνεπώς, στη θεία Λειτουργία γίνεται μία αναφορά όλου του κόσμου και της ζωής του στο Θεό. Το πεδίο δράσης και ευθύνης της Εκκλησίας είναι όλος ο κόσμος για τον οποίο η Εκκλησία υπάρχει “οφειλετικώς”. Ιδιαίτερα η ευχή της αναφοράς της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία προαναφέραμε, καλλιεργεί τη συνείδηση ότι με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικό κέντρο του κόσμου, που ανακεφαλαιώνει (πρβλ. Εφ. 1,10) ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας από τον πρώτο άνθρωπο ως τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Έτσι η θεία Λειτουργία προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις και παγκόσμιο χαρακτήρα, ενώ ο πιστός προσκαλείται να επεκταθεί σε καθολικό πρόσωπο, χωρώντας μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία.
Η προσευχή της Εκκλησίας περιλαμβάνει ολόκληρο το σύμπαν ως δημιούργημα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, όπως άλλωστε αυτό διαφαίνεται στη δέηση των ειρηνικών στις Βυζαντινές Λειτουργίες: “ Υπέρ της ειρήνης του Σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως”. Με κέντρο της πνευματικής τους ζωής την Ευχαριστία οι Χριστιανοί δεν ενώνονται για να συσπειρωθούν απέναντι στην απειλή κάποιων, αλλά για να δηλώσουν την αγάπη τους στον άλλον και να εκφράσουν την αγωνία τους για όλο τον κόσμο. Η αγάπη των πιστών, όπως αυτή εκφράζεται από τη λειτουργική ικεσία τους, διαχέεται στα πέρατα της οικουμένης και εκτείνεται στον σύμπαντα χρόνο. Μέσω της ευχαριστιακής προοπτικής της συναγωγής των πάντων και της συμπαντικής συμφιλίωσης, καταδεικνύεται η Εκκλησία ως κοινότητα ανοιχτή προς τον κόσμο. Άλλωστε στην Πρώτη Εκκλησία εξίσου σημαντική ήταν η Λειτουργία (=διακονία του λαού), η οποία δεν κατακλειόταν με το “Δι’ ευχών …” αλλά με το “Απολύεσθε εν ειρήνη”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας έχουν θέση ενεργώς όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί και δυνάμει όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση, φυλή, ηλικία, γένος, χρώμα και φύλο αποκαλύπτοντας έτσι τον ενοποιητικό ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Εξάλλου στην ουράνια Λειτουργία την οποία μας περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (πρβλ. Αποκ. 7,9 – 17), συμμετέχει όχλος πολύς από κάθε έθνος και φυλή και όλοι στέκονται λευκοφορεμένοι ενώπιον του θρόνου του Θεού και του Αρνίου.
Έτσι, μετέχοντας ο άνθρωπος στη Λειτουργία και επεκτείνοντάς την στην καθημερινή ζωή, μετέχει στη λειτουργική αναφορά του κόσμου στο Θεό και αγιάζει την ύπαρξη και την καθημερινή αναστροφή του, καλλιεργώντας το ευχαριστιακό ήθος στην καθημερινότητα. Ακριβέστερα, διατηρεί ανοικτή τη δυνατότητα για τη μετάβαση της καθημερινής ζωής στην αιωνιότητα και τη μεταμόρφωσή της σε καθημερινό Πάσχα. Εξάλλου η κοινωνία με το Θεό και η κοινωνία με τον πλησίον συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Έτσι ο πιστός οφείλει να δίνει στην καθημερινή ζωή τη μαρτυρία της πίστης του και να γίνεται το “άλας της γης” και το “φως του κόσμου” (πρβλ. Μτθ. 5,13 –14), φροντίζοντας για τους άλλους και προσευχόμενος γι’ αυτούς, όπως και για τον εαυτό του. Ακόμα περισσότερο καλείται, κατά το παράδειγμα του Χριστού, να θυσιάζει για τους άλλους τον εαυτό του, ακόμη και διά της θερμής ικεσίας για συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Η θεία Λειτουργία αποτελεί το στήριγμα και το δείκτη σε αυτήν την πορεία του πιστού.
Σημειώνουμε ότι η σπουδαιότητα την οποία απέδιδε ο Γέροντας Σωφρόνιος στη θεία Λειτουργία αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από τις λειτουργικές ευχές που ο ίδιος συνέταξε για την κατά το ανθρωπίνως δυνατό επάξια και συνειδητή συμμετοχή κλήρου και λαού κατά την τέλεσή της. Πρόκειται για μία σειρά σαράντα τριών ευχών χωρισμένων σε εννέα ενότητες, από τις οποίες οι επτά πρώτες περιλαμβάνουν πέντε ευχές η κάθε μία ενότητα και οι δύο τελευταίες από τέσσερις, ενώ κατά το περιεχόμενό τους εμπνέονται από τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα. Αν μελετήσουμε το περιεχόμενό τους θα παρατηρήσουμε ότι ο ιερέας εύχεται στην Αγία Τριάδα και στο κάθε Πρόσωπο της Θεότητας ξεχωριστά, να τον ικανώσει να τελέσει την αναίμακτη θυσία υπέρ του λαού του Θεού και υπέρ όλου του κόσμου. Ο Γέροντας όπως έχουμε ήδη πει, είχε ένα ισχυρό πάθος για τη θεία Λειτουργία τελώντας την κάθε φορά ως ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό γεγονός και ταυτίζοντάς την με την κοσμοσωτήρια προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή.
Αυτές οι λειτουργικές ευχές είχαν ως κύριο στόχο τους την ενίσχυση του πνεύματος της προσευχής του ίδιου του Γέροντα αλλά και οποιουδήποτε λειτουργού θα ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, ακόμη και των παριστάμενων πιστών ώστε πριν τη σημαντικότατη στιγμή της αναφοράς να μπορούν να επιτύχουν τη συγκέντρωση του πνεύματός τους και να ενωθούν προσευχητικά με τον ιερέα. Το περιεχόμενό τους, ξεχείλισμα προσωπικών αναβάσεων, θεώρησε ο δημιουργός τους χρήσιμο να το κοινοποιήσει. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε καμιά περίπτωση οι ιδιαίτερες λειτουργικές ευχές του δεν έρχονται σε αντίθεση με τα ιερά λειτουργικά κείμενα, αλλά είναι εναρμονισμένες με αυτά. Όπως η μελωδία των εκκλησιαστικών ύμνων δεν αλλάζει καθόλου το νόημά τους, αλλά μάλλον συμβάλλει στην έξαρση και στη ζωντανή αποδοχή τους, έτσι και οι προσθήκες των προσευχών του Γέροντα Σωφρόνιου τον βοηθούσαν να πλησιάζει τις εσώτατες μυστικές χορδές της ψυχής του και να τις διεγείρει. Φέρνοντας σε φως το περιεχόμενο των προσευχών του δεν είχε πρόθεση να τις επιβάλλει σε κανένα, όπως ακριβώς ο μελωδός παραθέτει τη δημιουργία του στην ελεύθερη χρήση των ενδιαφερομένων, χωρίς να υποχρεώνει και να βιάζει κανέναν.
Η σημερινή εποχή κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως “εποχή της απελπισίας”, αφού τα βάθη της που κυκλώνουν τον κόσμο, ατομικά και συλλογικά, είναι αφόρητα. Οι μεγάλες επαναστάσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και η φιλοσοφική και ηθική απελευθέρωση του μεταχριστιανικού κόσμου, αντί να τον ανακουφίσουν, φαίνεται ότι έχουν αυξήσει τη γενικότερη αίσθηση απελπισίας του ανθρώπου, με την ψευδή αίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας που ευαγγελίζονται. Κάθε κύτταρο της κοινωνίας φαίνεται ότι όχι μόνο έχει προσβληθεί, αλλά και ότι συμμετέχει στις τρομακτικές αλλαγές που συντελούνται σε σημείο ώστε “οι άνθρωποι του αιώνος ημών συχνάκις, παρά την θέλησιν αυτών, γίνονται ηθικοί συνεργοί ατελευτήτων τοπικών η και παγκοσμίων εισέτι αδελφοκτονιών” στερούμενοι της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Μπροστά στις τραγικές καταστάσεις, που αντιμετωπίζονται πρώτα σε προσωπικό επίπεδο μέσα στην καρδιά του καθενός και στη συνέχεια επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας, πολλοί οδηγούνται σε απόγνωση.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ τονίζοντας με έμφαση τη δύναμη της προσευχής για όλο τον κόσμο, προσφέρει ελπίδα σε έναν κόσμο βυθισμένο στην άβυσσο της απόγνωσης. Έχοντας αποκτήσει πλήρη επίγνωση του μεγαλείου του ανθρώπου σύμφωνα με το σχέδιο του Δημιουργού του αλλά και της ομοουσιότητας όλων των ανθρώπων, αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στην προσευχή για τη σωτηρία όλης της ανθρωπότητας. Αφού καθάρισε την καρδιά του και ελευθερώθηκε από τα δεσμά των παθών, έγινε το δοχείο εκείνο της χάρης του Θεού, στο οποίο ενεργούσε η ικεσία υπέρ του σύμπαντος κόσμου.
Ένιωθε τον πανανθρώπινο πόνο και τον ανέβαζε με την δέησή του στο θρόνο του Θεού, ιδιαίτερα όταν τελούσε τη θεία Λειτουργία, για να έλθει η λύτρωση στον κάθε θλιβόμενο άνθρωπο. Τα λόγια της λειτουργικής προσευχής, ως μορφή, περιεχόμενο και στόχος –επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, επιδιώκουν όχι μόνο το φωτισμό και τη σωτηρία του ανθρώπου αλλά και τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, κάτι που βίωνε ο Γέροντας Σωφρόνιος σε όλο το ύψος και το βάθος. Η αγάπη και ο πόθος για την ψυχική ωφέλεια του πλησίον είχε πλατύνει τόσο πολύ την καρδιά του, ώστε να χωράει τον κάθε άνθρωπο. Όλο του το είναι είχε διευρυνθεί από την αδιάλειπτη ικεσία για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος που ξεκίνησε από τη Ρωσία και η λάμψη του πνεύματός του έφθασε μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, κατάλαβε όσο ελάχιστοι την καρδιά των προβλημάτων που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο και μας αποκάλυψε τον ορθό δρόμο για την υπέρβασή τους. Η αρχή που διέπει τη διδασκαλία του για την υποστατική προσευχή, είναι η βιωμένη από τον ίδιο αλήθεια, ότι δε λύνει τα προβλήματα του κόσμου ο σκεπτόμενος άνθρωπος, αλλά ο προσευχόμενος. Η λύση των παγκόσμιων αδιεξόδων της εποχής μας δε δίνεται με ρητορείες και ακατάσχετο βερμπαλισμό, αλλά μόνο όταν η δέηση του ανθρώπου αποκτήσει συμπαντικές διαστάσεις. Η πληθώρα των διεθνών συνεδρίων πάνω σε ποικίλα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο δεν έχει φέρει τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος καταθέτει τη δική του εμπειρική αλήθεια, η οποία είναι αλήθεια της Εκκλησίας, για τα ευεργετικά αποτελέσματα της ικεσίας για όλη την ανθρωπότητα. Αυτή η προσευχή είναι ένα δυνατό όπλο για τον έλεγχο του ευρέως διαδεδομένου κακού που διαφθείρει το σύγχρονο κόσμο. Κάθε πιστός πρέπει να αρχίσει από την έρευνα του βάθους της δικής του καρδιάς, να προσευχηθεί για τον εαυτό του και έπειτα να πλατυνθεί σε δέηση για όλη την ανθρωπότητα και την κτίση ολόκληρη.
Στο σύγχρονο κόσμο, όπου επικρατεί η εγωϊστική απομόνωση και η αλαζονική εγκατάλειψη του πλησίον εξαιτίας της άρνησης της θείας ζωής της αγάπης, ο κόπος και ο αγώνας της προσευχής για όλο τον κόσμο από όλους τους πιστούς μπορεί να γίνει προάγγελος αληθινής κοινωνίας ψυχών, μυστική ανατροπή των ποικίλων και αναρίθμητων παραχαραγμένων, εμπαθών, κενόδοξων και ειδωλολατρικών ειδών αγάπης των καιρών μας. Η πρακτική αγάπη, ως φανέρωση της δύναμης της αδιάλειπτης προσευχητικής προσπάθειας για όλο το ανθρώπινο γένος, λαμβάνοντας σταυρικό και θυσιαστικό περιεχόμενο, μπορεί να αντισταθεί στην άθεη και μικρόψυχη υπαρξιακή ανασφάλεια των νέων ατομοκεντρικών φιλοσοφιών.
Με την ικεσία για όλο τον κόσμο ο άνθρωπος χαρισματικά ξεφεύγει από το μικρόκοσμό του και ευρύνεται συμπαντικά στο μεγαλόκοσμο της αγάπης και της προσευχής, προσβλέποντας και ποθώντας την εσχατολογική τελείωση όλων των ανθρώπων στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι και ο σκοπός του μοναχισμού, αφού ο μοναχός όταν εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο, το κάνει για να τον ευλογήσει αμέσως από τον τόπο της αναχώρησής του και να τον φέρει μέσα στην αδιάλειπτη ικεσία του.
Η προσευχή για όλο τον κόσμο είναι σύμφωνη με το ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας που δεν αρνείται τον άνθρωπο, που δεν αδιαφορεί για τη φύση και που φροντίζει στοργικά όλα τα πλάσματα του Θεού.
Ο Γέροντας είχε σταθερά διαμορφωμένη στη συνείδησή του και πάντοτε τον ήλκυε ο Εσταυρωμένος για τις αμαρτίες του κόσμου Χριστός και μιμούμενος Αυτόν αφιέρωσε τη ζωή του στη δέηση για όλο τον κόσμο. Αυτή η διδασκαλία του αποκτά ιδιάζουσα σπουδαιότητα για εμάς σήμερα, αφού ο Γέροντας έζησε στη δική μας εποχή, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, δείχνοντάς μας παράλληλα το δρόμο για την υπέρβασή τους, που δεν είναι άλλος από το δρόμο της ικεσίας για όλη την οικουμένη.
Η διδασκαλία του έχει οικουμενικό χαρακτήρα, αφού μιλώντας για την αγάπη προς όλο το ανθρώπινο γένος και την προσευχή για τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου, φανερώνει τον πραγματικό ορθόδοξο οικουμενισμό και το ορθόδοξο ήθος. Αποκαλύπτεται έτσι η χριστιανική παγκοσμιότητα, που έρχεται να δώσει την απάντηση στο γνήσιο πόθο για παγκοσμιότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Για το Γέροντα Σωφρόνιο το βαθύτερο νόημα της βίωσης της ενότητας και καθολικότητας της Εκκλησίας είναι η ενότητα των μελών της καθ’ ομοίωση της ενότητας της Αγίας Τριάδας, πράγμα που αποτελεί και τον εσχατολογικό πόθο των μελών της και γίνεται αισθητή μέσω της προσευχής για όλο το ανθρώπινο γένος. Βεβαίως δεν πρόκειται απλώς για μία ανθρώπινη, ψυχολογική ενότητα αλλά για το αποτέλεσμα της ενέργειας της χάριτος του Θεού που πραγματώνει την εικόνα Του. Ουσιαστικά πρόκειται για προβολή του θείου πολύ – υποστατικού τρόπου ύπαρξης στο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η δέηση για όλο τον κόσμο δεν αφορά μόνο τους ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά είναι έργο και των λαϊκών, αφού όλοι ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία και όλοι έχουμε το ίδιο χρέος αγάπης προς το συνάνθρωπο, ο καθένας κατά τα μέτρα του. Χρειάζεται να υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτή σκέψη, θυσιαστικό φρόνημα και θέληση για διακονία. Εξάλλου η πνευματική ζωή είναι μία, και συνεπώς και ο μοναχός και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ενώ οι αρετές που οφείλουν να καλλιεργήσουν είναι ίδιες, μόνον που οι αναλογίες διαφέρουν κατά τις ποικιλόμορφες καταστάσεις του βίου. Όπως ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο μαθητής του Γέροντας Σωφρόνιος, έτσι και ο χριστιανός με την άσκησή του, προσπαθώντας να βαδίσει την οδό της «Γεσθημανίου» αυτής προσευχής, αποκτά την κατάσταση του Χριστού. Όπως ο Χριστός φέρει μέσα του όλη την ανθρωπότητα, έτσι και αυτός ευρύνεται πνευματικά, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και καθίσταται παγκόσμιος και αυθεντικός.
Ο χριστιανός αποδεχόμενος καθένα από τα βιώματά του ως αποκάλυψη για τα παθήματα όλου του ανθρώπινου γένους και συμπάσχοντας με όλη την ανθρωπότητα αρχίζει να ικετεύει για όλο τον Αδάμ, για όλη την οικουμένη όπως και για τον ίδιο τον εαυτό του. Στην προσευχή αυτή ο άνθρωπος ανακαλύπτει την υποστατική του αρχή καθώς διανοίγεται ως αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητας του Χριστού, που προσευχόταν για όλους και πρόσφερε τη σωτηρία σε όλους. Έτσι αποκτά ο άνθρωπος την βεβαιότητα ότι μπορεί να γίνει αληθινό και αυθεντικό πρόσωπο, όπως ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, κατά χάριν βέβαια και όχι κατ’ ουσίαν.