«Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ» Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
η) «Ελεύσεις και αποκρύψεις του θείου Φωτός»
Η όραση του ακτίστου Φωτός γίνεται με πολλές εναλλαγές. Στην αρχή γίνεται ασαφώς, με την αποκάλυψη του εσωτερικού σκότους, στην συνέχεια γίνεται λαμπρότερη και μεταδίδει την θεία ζωή, αλλά μετά από αυτά παρατηρούνται αυξομοιώσεις, άρσεις της θείας Χάριτος, απομακρύνσεις του Θεού και εκ νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Όλα αυτά παρουσιάζονται από έναν εμπειρικό θεολόγο, που γνώρισε αυτές τις επισκέψεις και τις απομακρύνσεις του Θεού.
Ο Γέροντας στα κείμενά του κάνει λόγο για την απροσδόκητη έλευση του θείου Φωτός που «εναγκαλίζεται αγαπητικώς» τον άνθρωπο . Έπειτα κάνει λόγο για «συνεχή θέα του φωτός», που παρέμενε σε εκείνον «επί τρεις ημέρας» και άλλοτε παρέμενε μαζί του «επί δύο εβδομάδας» . Εδώ πρέπει να θυμηθούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που είδαμε προηγουμένως, για την έλλαμψη και την διαρκή θέα του Φωτός. Ακόμη αυτή η Χάρη, όπως η Χάρη της βιώσεως της Γεθσημανή, ήταν ένα μεγάλο δώρο, που, όπως ομολογεί, «και μέχρι του νυν δεν παύει αυξανόμενον». Την περίοδο αυτή, που ζούσε μέσα στο Φως και το Φως ήταν μέσα του και μαζί του, ζούσε φυσιολογικά. Και στην συνέχεια κάνει λόγο για την «απώλεια» της Χάριτος του Θεού , για την αποχώρηση «του Πνεύματος του Κυρίου» και την επί μακρόν αποχώρηση της οράσεως «του ουρανίου φωτός» , για την εγκατάλειψη του Φωτός , για την έκπτωση «εκ της υπερκοσμίου ελλάμψεως» .
Από αυτά φαίνεται ότι η πείρα του Γέροντος Σωφρονίου υπήρξε μεγάλη και γι’ αυτό δυσερμήνευτη. Εμείς δεν μπορούμε να την αναλύσουμε, παρά μόνον να παραθέσουμε τους λόγους του που δείχνουν αυτήν την πραγματικότητα.
Συνήθως ο Γέροντας ζούσε αυτήν την εμπειρία χωρίς να την αξιολογή λογικώς, χωρίς να προσπαθή να την κατανοή και να την ελέγχη συγκρίνοντάς την με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν θεολογούσε πάνω σε αυτήν την εμπειρία, δεν προσκολλάτο στις καταστάσεις αυτές, καίτοι διέμενε «εν τη αμόρφω νοερά σφαίρα», ούτε στρεφόταν στον εαυτό του για να την αναλύση θεολογικά, αλλά μισούσε τον εαυτό του από την βαθειά μετάνοια και συντριβή που τον διακατείχε σε όλη του την ζωή. Περνούσε μεγάλες περιόδους χωρίς σκέψεις, οι οποίες όμως του δημιουργούνταν όταν συνομιλούσε με τους ανθρώπους .
Η «ακατάσχετος ορμή» προς οδυνηρή μετάνοια είλκυε την ψυχή του «εις τοιαύτην ακόρεστον προσευχήν, ώστε η ψυχή να επιλανθάνηται των πάντων, ουδέν να ενθυμήται, αλλά να στρέφηται ακατασχέτως προς τον Θεόν, τον αόρατον αλλ’ ηγαπημένον, τον άγνωστον αλλ’ οικείον, τον απρόσιτον αλλ’ εγγύς» .
Όταν ερχόταν ακόμη και ένας λογισμός κενοδοξίας, τότε στερείτο του Φωτός. Γράφει: «Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απ’ εμού» . Όμως, αυτό τον δίδαξε να αντιμετωπίζη με ανδρεία, ακόμη και την προσέγγιση του λογισμού της κενοδοξίας. Γράφει: «Κατόπιν πολλών επαναλήψεων παρομοίων συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου προσεγγίσεως του εχθρού τούτου, της κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας: “Κύριε ήλθον οι φονείς μου, σώσον με”. Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι Πατέρες αποφεύγουν τους επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να εξέλθουν άνευ ζημίας τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών» .
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο έγραφε ότι «ο επιρρεπής εις την φαντασίαν νους είναι ακατάλληλος δια την θεολογίαν». Εκείνος που θέλει να «παρίσταται τω Θεώ καθαρώ νοΐ», πρέπει να απομακρύνεται από την «σφαίραν της φαντασίας» .
Η προσέγγιση προς τον Θεό συνδέεται με οδυνηρή ένταση που δεν είναι εύκολο να βιωθή από τους έχοντες πεπτωκυία φύση που αποστρέφονται τον πόνο. Ταλαντευόταν «μεταξύ δύο θέσεων». Ή να συμβιβασθή με την υπάρχουσα πραγματικότητα με μια «νόθον ταπείνωσιν» ή να αποδεχθή «την φοβεράν κλήσιν του Χριστού». Και γράφει: «Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ» .
Ο Γέροντας Σωφρόνιος δίνει την μαρτυρία του για την πορεία της αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεόν:
«Εις οιονδήποτε σημείον και αν υψώση ημάς η δι’ όλου του είναι ημών ακράτητος ορμή προς Αυτόν, αισθανόμεθα χαράν κατά την πορείαν της αναβάσεως, συγχρόνως όμως ο Ίδιος εμφανίζεται διαρκώς και πλέον απρόσιτος. Συχνάκις αποκάμνομεν, απόγνωσις κυριεύει ημών, βλέπομεν εαυτούς ετοίμους προς πτώσιν, και αίφνης Ούτος, όλως απροσδοκήτως, είναι μεθ’ ημών και εναγκαλίζεται ημάς αγαπητικώς. Ο Θεός είναι εκπληκτικώς παράδοξος» .
Στα κείμενα του Γέροντος προσδιορίζονται και τα βασικά αίτια της απωλείας του Φωτός της θείας Χάριτος που ονομάζεται εγκατάλειψη του Θεού. Γενικά, λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητος, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξη για πολύ στην θεωρία. Ακόμη, ο Θεός οικονομεί αυτήν την στέρηση για την ανωριμότητα του ανθρώπου και την καλύτερη ανταπόκριση της ελευθερίας σε πληρέστερη κένωση, καθώς επίσης για να πιή το ποτήριο που Εκείνος έπιε και έτσι η ψυχή ταπεινώνεται και αυξάνει την γνώση των οδών του Θεού .
Σε άλλες περιπτώσεις ευθύνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί δεν ανταποκρίνεται, όπως θα έπρεπε σε αυτό το μεγάλο δώρο του Θεού.
Όταν ο Γέροντας περιγράφη την εμπειρία της οράσεως του ακτίστου Φωτός για δύο εβδομάδες, στην συνέχεια αναφέρει και την αιτία για την οποία έχασε αυτήν την μεγάλη δωρεά, που ήταν η προσπάθεια να κατανοήση λογικά το μεγάλο αυτό δώρο. Γράφει:
«Και ιδού, εσπέραν τινά, επλησίασεν εμέ ο μοναχός π. Ιουβενάλιος (Εγκορώφ), ο μόνος επί του ορόφου εκείνου γείτων μου, και ηρώτησεν εμέ: “Ανέγνωσα προ ολίγου τους Ύμνους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου … Είπατέ μοι, πώς αντιλαμβάνεσθε υμείς τας περιγραφάς της υπ’ αυτού οράσεως του ακτίστου Φωτός”; Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ’ ευγνώμονος καρδίας την εις εμέ συγκατάβασιν της ευλογίας του Κυρίου, αλλ’ ουδέποτε διηρωτήθην σχετικώς προς το φαινόμενον τούτο και η σκέψις μου, εστραμμένη προς τον Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις τον π. Ιουβενάλιον, νοερώς εστράφην προς εκείνο, όπερ έζων κατ’ εκείνην την στιγμήν. Εν τη προσπαθεία μου να αποκρύψω εμαυτόν, απήντησα δι’ υπεκφυγής: “Δεν ανήκει εις εμέ να κρίνω περί του βιώματος του Αγίου Συμεών …, αλλ’ ίσως, διαμένων ούτος εν καταστάσει χάριτος, ησθάνετο αυτήν ως Φως … δεν γνωρίζω”. Εφάνη εις εμέ ότι ο π. Ιουβενάλιος απήλθε μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. Ευθύς μετά την σύντομον ταύτην συνομιλίαν συνέχισα, ως συνήθως, την προσευχήν μου. Το Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ’ εμού»
Αυτή η λογική ανάλυση της οράσεως του ακτίστου Φωτός ήταν αιτία απωλείας της δωρεάς αυτής. Ο ίδιος ομολογεί: «Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της “αριστεράς μου”) το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ» .
Επειδή θα μπορούσαν μερικοί να θεωρήσουν ως παραφροσύνη την απάρνηση της λογικής ανάλυσης κατά τις ώρες αυτές, με το σκεπτικό ότι ο Θεός μας έδωσε την λογική, όπως έλεγε και ο Βαρλαάμ, ο οποίος αποκαλούσε την όραση των Προφητών «χείρω της ημετέρας νοήσεως», ο Γέροντας γράφει με ωραίο τρόπο ότι όταν αυτή «η παραφροσύνη», δηλαδή η λογική επεξεργασία, αποχωρούσε, τότε κατανοούσε την ανυπολόγιστη ζημία που προξενούσε στην πνευματική του ύπαρξη .
Υπήρξαν περιπτώσεις που γινόταν αυτή η λογική ανάλυση της εμπειρίας σε άλλο χρόνο, από λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, ακόμη και στους μοναχούς εκείνους που είχαν ανάλογη πείρα και έπρεπε ο Γέροντας μερικές φορές να λέγη τί συνέβαινε σε αυτόν, ώστε να τους βοηθήση. Όμως και αυτό ήταν συμφορά, όπως γράφει: «Ιδιαιτέρως εγνώρισα την συμφοράν αυτήν, ότε κατεστάθην πνευματικός εν Αγίω Όρει» .
Άλλες φορές η απώλεια της μεγάλης αυτής Χάριτος γινόταν από λεπτό λογισμό κενοδοξίας. Ο Γέροντας βοηθήθηκε από τα πατερικά κείμενα, γιατί σε αυτά εύρισκε την ομοιότητα προς την εμπειρία του, αλλ’ όμως αυτή η πνευματική ανάγνωση και η γνώση είχε και τους κινδύνους της, γιατί, όπως γράφει, «εισερχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά της κενοδοξίας» και τότε αποχωρούσε «ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός». Έτσι περιέπιπτε «εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου» .
Μετά την απώλεια της ζωής της αθανάτου, την οποία αθάνατη ζωή είχε γνωρίσει κατά την όραση του ακτίστου Φωτός, επανερχόταν στην προηγούμενη κατάσταση και βεβαίως εξακολουθούσε να υπάρχη η μετάνοια και το πένθος. Άλλωστε, από τον [//136] φωτισμό του νοός και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή ο θεούμενος ανέρχεται στην θεωρία του Θεού, και όταν αυτή για διαφόρους λόγους σταματά, τότε επανέρχεται στην νοερά προσευχή. Μετά την απώλεια της θεωρίας του Φωτός, που είναι το φως της Βασιλείας του Θεού και της αιωνίου ζωής, καταλάμβανε την ψυχή του Γέροντος μεγάλη λύπη , και μια αθυμία και ταραχή εισερχόταν στην καρδιά του . Αυτήν την απώλεια, κυρίως όταν γίνεται από λεπτούς λογισμούς κενοδοξίας και λογικής επεξεργασίας, την χαρακτηρίζει στα κείμενά του ως «συμφοράν» , ως «ανυπολόγιστον ζημίαν εν τω πνευματικώ μου είναι» .
θ) «Κήρυγμα περί του ακτίστου Φωτός»
Συνοπτική παρουσίαση της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός έκανε ο Γέροντας σε λόγο-ομιλία του στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού «Περί του Θαβωρίου Φωτός». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στο Παρίσι, μετά την επιστροφή του από το Άγιον Όρος. Με τον λόγο αυτό αναλύεται η φράση των Ευαγγελιστών σχετικά με την αποκάλυψη της δόξης του Χριστού: «Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· Ούτός εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν Ώ ευδόκησα· Αυτού ακούετε» (Ματθ. ιζ’, 5).
Ο λόγος αυτός είναι καταπληκτικός. Όσες φορές τον διαβάζω μου προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί αφ’ ενός μεν είναι εφάμιλλος των λόγων-ομιλιών των αγίων Πατέρων, διότι καταγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού μέσα από την προσωπική πείρα, αφ’ ετέρου δε στην πραγματικότητα είναι μια «αυτοβιογραφία» του Γέροντος Σωφρονίου .
Διαβάζοντας το κείμενο αυτό διακρίνουμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος θέτει τις θεολογικές βάσεις του γεγονότος αυτού και στο δεύτερο αναλύει πώς κάποιος ασκητής του ανέλυσε τα σχετικά με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Προφανώς ο ασκητής αυτός είναι ο ίδιος ο Γέροντας, ο οποίος θέτει μερικά ερωτήματα και απαντά ο ίδιος σχετικά με το μεγάλο αυτό γεγονός. Και αυτό το έκανε για να κρύψη την μεγάλη εμπειρία που είχε δεχθή από τον Θεό των Φώτων.
Στο πρώτο μέρος ο Γέροντας προτρέπει τους ακροατές του να παραβλέψουν εκείνη την ώρα την μηδαμινότητά του και να κλείστουν τους οφθαμλούς τους στην αμάθεια και το άκομψη του λόγου του και να τον θεωρήσουν ως έναν απλό κήρυκα.
Έπειτα, αναφέρεται στην μεγάλη δωρεά που έχουν λάβει οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την θεία Ευχαριστία, τον θείο λόγο και την ζωή της Εκκλησίας. Στην συνέχεια κάνει λόγο για την «ακόρεστον πείναν και άσβεστον δίψαν θεογνωσίας» που διακρίνει τους ανθρώπους. Η ορμή του ανθρώπου προς τον Θεό αυξάνεται μετά την θεωρία του Θεού, έως ότου ο άνθρωπος «εμπλησθή της Ακορέστου Τροφής», ώστε το Φως και η ψυχή να γίνουν ένα, που προκαταγγέλλει την θέωση του ανθρώπου στην θεία δόξα.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού «αποτελεί στερεόν θεμέλιον της ελπίδος δια την μεταμόρφωσιν της ζωής ημών όλης» –που τώρα είναι γεμάτη κόπο, ασθένεια και φόβο– στην άφθαρτη και θεοειδή ζωή.
Χρειάζεται αγώνας εκ μέρους του ανθρώπου. Οι Πατέρες διήνυσαν αυτήν την οδό. Στην ζωή μας πρέπει να επαναληφθή ό,τι έγινε στην ζωή του Χριστού και αυτή η ζωή είναι κοινή για όλους. Πρέπει να διέλθουμε από τους πειρασμούς του Χριστού, την καταδίωξη, την μεταμόρφωση, το πάθος, την σταύρωση σε αοράτους σταυρούς, τον θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη. Δεν χρειάζεται δειλία, διότι αυτό γίνεται με την δύναμη του Χριστού.
Αυτά είναι τα ρήματα της αιωνίου ζωής, «των Αποστόλων το κήρυγμα» και «των Πατέρων τα δόγματα», η ασάλευτη ελπίδα, το θεμέλιο της πίστεώς μας, «το μόνιμον πολίτευμα της ζωής του πνεύματος ημών». Πάντοτε υπάρχουν μάρτυρες αυτής της ζωής, οι οποίοι ακολουθούν τον Χριστό στο Θαβώρ, τον Γολγοθά, το Όρος των Ελαιών, όχι με την σοφία του κόσμου τούτου και με υπερήφανη παρρησία, «αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης», με την ελπίδα όμως ότι και σ’ εμάς τους αμαρτωλούς μπορεί να λάμψη το αΐδιο Φως της Θεότητος, «κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός».
Στο δεύτερο μέρος του λόγου του ο Γέροντας, παρουσιάζοντας την σημασία του μεγάλου γεγονότος της Μεταμορφώσεως του Χριστού για την ιστορία του κόσμου, αναλύει το πώς προετοιμάσθηκαν οι Μαθητές γι’ αυτήν την θεοπτία, τί έγινε κατά την διάρκεια της «Θαβωρίου Θεοφανείας» και τί ακολούθησε στην πράξη του Χριστού και στην συνείδηση των Αποστόλων που υπήρξαν μάρτυρες της Μεταμορφώσεως. Πέραν των άλλων, το κείμενο αυτό είναι και ένα δείγμα ορθοδόξου ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, αφού ερμηνεύονται τα όσα συνέβησαν στο όρος Θαβώρ με βάση την παρόμοια πείρα του ερμηνευτού.
Το σημαντικό όμως, είναι ότι ο Γέροντας, όπως αναφέραμε πιο πάνω, θέτει την όλη ανάπτυξη του θέματος αυτού στα λόγια ενός εμπείρου ασκητού, ο οποίος, όπως πιστεύει, «πολλάκις ηξιώθη της οράσεως του Φωτός τούτου». Ασφαλώς πρόκειται για περιγραφή που κάνει ο ίδιος ο Γέροντας και την βάζει στο στόμα του «ανωνύμου» ασκητού, σύμφωνα με τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων …» (Β’ Κορ. ιβ’, 2). Αυτό φαίνεται από όσα γράφονται σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Οι εμπειρίες ταυτοποιούνται στο πρόσωπο του Γέροντα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος στον λόγο του λέγει ότι συζήτησε με κάποιον ανώνυμο θεωρό της δόξης του Θεού, κατά την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Χριστού, και ο οποίος του έλυσε τρεις ερωτήσεις-απορίες.
Η πρώτη ερώτηση είναι: «Εις τί έγκειται η φωτεινή αύτη νεφέλη, ήτις περιέλαμψε κατ’ εκείνην την νύκτα το Άγιον Θαβώρ;».
Η απάντση στο ερώτημα αυτό αναφέρεται στο μυστήριο του Θαβωρίου Φωτός, δηλαδή «πώς τούτο οράται και πώς είναι δυνατόν να αποκτήση τις την δωρεάν ταύτην».
Ο ασκητής εκείνος του ανέφερε ότι, όταν ήταν νέος, το Φως αυτό εμφανιζόταν σε αυτόν «ασαφώς, εις βραχείας στιγμάς», άλλοτε ως «ακατάληπτος πυρίνη φλοξ» που έκαιγε την καρδιά του με την αγάπη και άλλοτε «ως απαύγασμά τι» που διείσδυε με την λάμψη του στον νου του κατά την διάρκεια της προσευχής, ιδίως στον Ναό. «Αλλ’ ημέραν τινα, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού τρεις ημέρας». Με την θέα του ακτίστου Φωτός έγινε υπέρβαση του θανάτου και γέμισε με την χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως, γι’ αυτό και ονόμασε το φως αυτό «πρωΐαν αναστάσεως». Τότε ζούσε στον κόσμο μεταξύ των ανθρώπων. Αργότερα, όμως, όταν έγινε μοναχός και λειτουργός «πολλάκις συνέβαινε η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον».
Ο θεόπτης ασκητής ανέλυε ότι το Φως είναι «άνωθεν ευδοκία», έρχεται «απροσδοκήτως», φέρει «εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν» και εξάγεται ο άνθρωπος από το ζοφερό σκότος στις απέραντες εκτάσεις που φωτίζονται από τον ήλιο.
Καίτοι το Φως αυτό είναι αναλλοίωτο κατά την φύση του, εν τούτοις οι ενέργειές του ποικίλλουν, ήτοι βιώνονται ως αίσθηση αγάπης Χριστού, συμπαράσταση θείας δυνάμεως, ανεκλάλητη κίνηση αιωνίου ζωής, «φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού». Άλλοτε το Φως εκχέεται αφθονώτερο και γεμίζει όλο τον άνθρωπο.
Στην συνέχεια ο ασκητής παρέτεινε τον λόγο του και ερμηνεύοντας την Θαβώρια εμπειρία, που είχαν οι Απόστολοι, ανέλυσε τί και πώς έγινε αυτό.
Πράγματι υπάρχει μια σταδιακή πορεία αναβάσεως των Αποστόλων και των ανθρώπων προς την μέθεξη της δόξης του Θεού.
Οι Μαθητές στηρίχθηκαν στην πίστη-ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Ζώντος Θεού, όπως το ομολόγησε ο Πέτρος.
Μετά την ομολογία ακολούθησε η σιωπή, αφού οι Ευαγγελιστές δεν παρεμβάλλουν κανένα γεγονός μεταξύ της ομολογίας του Αποστόλου Πέτρου, που έγινε στην Καισάρεια της Φιλίππου, και της αναβάσεως στο Θαβώρ, δηλαδή μια ολόκληρη εβδομάδα.
Ο Χριστός είναι Φως, διέμεινε στο Φως, χωρίς να φαίνεται από τους Μαθητές. Η φανέρωσή Του, όμως, έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, η οποία ήταν ομοία με την προσευχή Του στην Γεθσημανή.
Οι Μαθητές εξαντλήθηκαν σε μια τέτοια προσευχή, παρά ταύτα με την εσωτερική προσευχή τους είδαν την δόξα του Χριστού και τους δύο άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία. Αυτή η θεωρία βύθισε τους Αποστόλους «εις ανέκφραστον έκπληξιν και μακαρίαν απορίαν». Μέχρι τότε η όραση του πνευματικού κόσμου και του θείου Φωτός από τους Αποστόλους συνδυαζόταν με τις παραστάσεις του περιβάλλοντος αισθητού κόσμου.
Όμως, στην συνέχεια αυξήθηκε το Φως και ανύψωσε τους Μαθητές πέραν παντός ορατού και προσκαίρου εις τα αόρατα και αιώνια. Τους επεσκίασε νεφέλη που ήταν το φως και η πνοή του πνεύματος, το οποίο εισήγαγε τους Αποστόλους «εις τον κόσμον του φωτός του ακτίστου, του ατρέπτου, του ανεσπέρου, του αναλλοιώτου, του απεράντου, του υπερουρανίου» και εξαφάνισε τις παραστάσεις τους που προέρχονται από τις μορφές του κόσμου τούτου. Δηλαδή, στην αρχή έβλεπαν το Φως που προχεόταν από το Σώμα του Χριστού, που ήταν πηγή του ακτίστου Φωτός, αλλά και τον περιβάλλοντα κόσμο. Μετά όμως ανέβηκαν σε υψηλότερη θεωρία και χάθηκε ο περιβάλλων κόσμος.
Οι Απόστολοι εισήχθησαν δια του Αγίου Πνεύματος στην «θεωρία της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού» και άκουσαν την άϋλη και απρόσιτη φωνή του Πατρός: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός». Αυτό «υπήρξε η υπερτάτη στιγμή ολοκλήρου του θαβωρίου γεγονότος».
Ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός ο ασκητής εκείνος ανέφερε ότι, καίτοι ήταν μεγάλη και υψίστη η όραση των Αποστόλων, όμως ακόμη δεν ήταν τελεία, διότι δεν ήταν ικανοί να δεχθούν το πλήρωμα και την τελειότητα του Φωτός. Επίσης, αφομοιώθηκε το Φως αυτό ατελώς από τους Αποστόλους, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύθηκαν κατά τα γεγονότα του Γολγοθά. Παρά ταύτα η όραση αυτή στο Θαβώρ ήταν μεγαλύτερη από την όραση του Μωϋσέως και του Ηλία στην Παλαιά Διαθήκη.
Από την ανάλυχη αυτή φαίνονται οι διαβαθμίσεις προς την θεωρία, ήτοι πίστη στην θεότητα του Χριστού, σιωπή, με όλη την σημασία της λέξεως, προσευχή ομοία με την προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή υπέρ όλου του κόσμου, εμφάνιση του Φωτός με έκπληξη και ανύψωση σε μεγαλύτερη θεωρία ήτοι είσοδος στην νεφέλη.
Στην συνέχεια ο Γέροντας καταγράφει και την δεύτερη απορία του, την οποία δεν πρόλαβε να διατυπώση, αφού την αντιλήφθηκε ο σπουδαίος εκείνος ανήρ.
Επειδή αισθάνθηκε θλίψη την ώρα της αναλύσεως αυτής, σκεπτόμενος: «Δεν έχω αυτήν την τύχην», ο ασκητής για να τον παρηγορήση του είπε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ελέγχη-κατηγορή τον εαυτό του, ότι λόγω της αδικίας του στερείται αυτό το δώρο, όμως δεν πρέπει να οδηγηθή στην απόγνωση, γιατί η θεωρία του Φωτός δεν είναι κλήρος μόνον των εκλεκτών. Μια τέτοια σκέψη «δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα». Όλοι κληθήκαμε στην ίδια τελειότητα που κλήθηκαν οι τρεις Απόστολοι στο Θαβώρ. Όλοι λάβαμε τις ίδιες εντολές. Αυτό φαίνεται από την ιερή ακολουθία της εορτής της Μεταμορφώσεως με την οποία η Εκκλησία «μετά δυνάμεως προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν εις το αφηλάφητον όρος της νοεράς θεοπτίας». Έτσι, σε όλες τις εποχές, ακόμη και σήμερα, εκχέεται αυτή η δωρεά σε όσους ακολουθούν τον Χριστό με όλη την καρδιά τους. Η άποψη ότι αυτή η θεωρία «δεν είναι δι’ εμέ» είναι «νόθος ταπείνωσις», αλλά και «αδικαιολόγητος απόγνωσις» που γεννάται από την αδικία και την ηδυπάθεια.
Επίσης, φραγμός στην θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να γνωρίσουν τον Θεό και τα Μυστήριά Του με την λογική. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν συναντά κανείς «την φωτεινήν νεφέλην», αλλά «γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν». Ο Θεός είναι Φως και όσοι αξιώνονται της θεωρίας του Θεού Τον βλέπουν ως Φως. Όταν, όμως, εμφανίσθηκαν φιλόσοφοι που υποστήριζαν την άποψη της πλήρους γνώσεως του Θεού δια της λογικής, τότε οι άγιοι Πατέρες «δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν» χρησιμοποίησαν την γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, ήτοι τον γνόφο.
Πάντως «η αληθής οδός προς θεωρίαν του θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου». Όταν αγωνιζόμαστε να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού με όλη την δύναμη της επιθυμίας, τότε το θείο Φως «πολυμερώς και πολυτρόπως» μας επισκέπτεται. Και δεν υπάρχουν όρια της ευδοκίας του Θεού, διότι αυτή «κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου».
Στο τέλος δε αυτής της συνομιλίας ο θεόπτης εκείνος ασκητής, όπως γράφει ο Γέροντας, διέλυσε και μια ακόμη (τρίτη) απορία «εις την δειλήν μου ψυχήν». Επειδή, όπως λέγει, δεν έβλεπε την οδό, δεν γνώριζε πώς να εισέλθη σε αυτήν την ζωή, από πού να αρχίση και αισθανόταν τον εαυτό του μέσα σε γνόφο, ερώτησε: «Τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Τότε ο ανώνυμος ασκητής απάντησε ότι πρέπει να προσεύχεται με πίστη στον Θεό, σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: «Λαμψάτω, ώ φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως σου το απρόσιτον» και την προσευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Ελθέ, το φως το αληθινόν. Ελθέ η Ζωή η αιώνιος …».
Όταν διαβάση κανείς αυτόν τον λόγο, συγκρίνοντάς τον με όσα έχει γράψει ο Γέροντας Σωφρόνιος αργότερα, θα διαπιστώση ότι το περιεχόμενό του είναι αυτοβιογραφία του Γέροντος Σωφρονίου, του επωνύμου αυτού ασκητού, και σε αυτόν τον λόγο φαίνεται όλη η διδασκαλία του για το άκτιστο Φως, τις ενέργειές του, το τί προηγείται της θεωρίας και πώς προσφέρεται η γνώση του Θεού. Ακόμη, ο Γέροντας μας διδάσκει εμμέσως δια του «ασκητού» ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι ο σκοπός της ζωής μας, ο κλήρος μας και η πορεία μας. Πράγματι, ο Γέροντας ήταν πάντα, όπως και εδώ τον συναντούμε, θεολόγος του ακτίστου Φωτός, μάρτυς του Θαβώρ, μερικές φορές απόλυτος στην διδασκαλία του, επειδή η διδασκαλία αυτή ήταν εμπειρική και αποκαλυπτική, αλλά πάντοτε ήταν ευαίσθητος και ευγενής άνθρωπος, πράγματι άνθρωπος του Θεού.
Σε ένα σημείο του λόγου του, διακατεχόμενος από αυτομεμψία και προσπαθώντας να κρύψη τον εαυτό του, γράφει ότι θα μεταδώση στους ακροατές του «τον επίλογο της αλήστου δι’ εμέ συνομιλίας μετά του σπουδαίου εκείνου ανδρός». Εκφράζει δε φόβο και συστολή, διότι ο Παροιμιαστής προτρέπει: «πίνε ύδατα από σων αγγείων και από σων φρεάτων πηγής» (Παροιμ. ε’, 15). Δεδομένου, όμως, ότι, όπως φαίνεται και από τα προηγούμενα, η ανάλυση που κάνει ο ασκητής εκείνος συνδέεται απόλυτα με την διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, τελικά τα όσα περιγράφει σε αυτόν τον λόγο είναι ύδατα από τα αγγεία και τα φρέατα της πηγής του ιδίου του Γέροντος Σωφρονίου. Μέσα στην καρδιά του η Χάρη του Θεού ενστάλαξε θείες αποκαλύψεις και εκείνος έδωσε στην εποχή μας την μαρτυρία αυτής της ζωής.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος πέρασε όλες τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, πορεύθηκε από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Έλαβε από τον Θεό το σπάνιο δώρο της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός. Προηγουμένως, είδαμε ότι κατά την εμπειρία της καθαράς προσευχής, σε στιγμές που δεν το περίμενε, έφθανε στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Αυτό, βεβαίως, αποτελούσε και έναν πνευματικό κίνδυνο, γιατί, όταν βρισκόταν στην εμπειρία της βαθείας και καθαράς προσευχής, ήταν φυσικό να έλθη ο λογισμός ότι σε λίγο θα δη το Φως. Όμως, η πείρα που είχε αποκτήσει προηγουμένως με το χάρισμα της μνήμης του θανάτου, το βαθύ πένθος και η βίωση των φλογών του Άδου, που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, καθώς επίσης και η πνευματική του ανδρεία να σταματά την προσευχή, όταν εισερχόταν λογισμός κενοδοξίας, λέγοντας «ήλθαν οι φονείς μου», τον έκαναν να μη χάνη την μεγάλη δωρεά του Θεού, και, όταν συνέβαινε κάποια μείωση και κατ’ οικονομίαν άρση, να επανέρχεται σύντομα. Όλη, λοιπόν, η προηγούμενη ιστορία της ζωής του, μέσα στην οικονομία του Θεού, ήταν μια προετοιμασία για μια σταθερή πορεία προς την θέωση και την όραση του Φωτός, χωρίς τους σοβαρούς κινδύνους που έχει μια τέτοια πνευματική κατάσταση.
Από αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι η θεολογία, που είναι έκφραση της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός, δεν συνδέεται με τις φαντασίες του πλανωμένου νοός και με τα ποικίλα πάθη. Πράγματι, ο νους που φαντάζεται είναι ανίκανος για την θεολογία. Η πραγματική ορθόδοξη θεολογία συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.
η) «Ελεύσεις και αποκρύψεις του θείου Φωτός»
Η όραση του ακτίστου Φωτός γίνεται με πολλές εναλλαγές. Στην αρχή γίνεται ασαφώς, με την αποκάλυψη του εσωτερικού σκότους, στην συνέχεια γίνεται λαμπρότερη και μεταδίδει την θεία ζωή, αλλά μετά από αυτά παρατηρούνται αυξομοιώσεις, άρσεις της θείας Χάριτος, απομακρύνσεις του Θεού και εκ νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Όλα αυτά παρουσιάζονται από έναν εμπειρικό θεολόγο, που γνώρισε αυτές τις επισκέψεις και τις απομακρύνσεις του Θεού.
Ο Γέροντας στα κείμενά του κάνει λόγο για την απροσδόκητη έλευση του θείου Φωτός που «εναγκαλίζεται αγαπητικώς» τον άνθρωπο . Έπειτα κάνει λόγο για «συνεχή θέα του φωτός», που παρέμενε σε εκείνον «επί τρεις ημέρας» και άλλοτε παρέμενε μαζί του «επί δύο εβδομάδας» . Εδώ πρέπει να θυμηθούμε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που είδαμε προηγουμένως, για την έλλαμψη και την διαρκή θέα του Φωτός. Ακόμη αυτή η Χάρη, όπως η Χάρη της βιώσεως της Γεθσημανή, ήταν ένα μεγάλο δώρο, που, όπως ομολογεί, «και μέχρι του νυν δεν παύει αυξανόμενον». Την περίοδο αυτή, που ζούσε μέσα στο Φως και το Φως ήταν μέσα του και μαζί του, ζούσε φυσιολογικά. Και στην συνέχεια κάνει λόγο για την «απώλεια» της Χάριτος του Θεού , για την αποχώρηση «του Πνεύματος του Κυρίου» και την επί μακρόν αποχώρηση της οράσεως «του ουρανίου φωτός» , για την εγκατάλειψη του Φωτός , για την έκπτωση «εκ της υπερκοσμίου ελλάμψεως» .
Από αυτά φαίνεται ότι η πείρα του Γέροντος Σωφρονίου υπήρξε μεγάλη και γι’ αυτό δυσερμήνευτη. Εμείς δεν μπορούμε να την αναλύσουμε, παρά μόνον να παραθέσουμε τους λόγους του που δείχνουν αυτήν την πραγματικότητα.
Συνήθως ο Γέροντας ζούσε αυτήν την εμπειρία χωρίς να την αξιολογή λογικώς, χωρίς να προσπαθή να την κατανοή και να την ελέγχη συγκρίνοντάς την με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν θεολογούσε πάνω σε αυτήν την εμπειρία, δεν προσκολλάτο στις καταστάσεις αυτές, καίτοι διέμενε «εν τη αμόρφω νοερά σφαίρα», ούτε στρεφόταν στον εαυτό του για να την αναλύση θεολογικά, αλλά μισούσε τον εαυτό του από την βαθειά μετάνοια και συντριβή που τον διακατείχε σε όλη του την ζωή. Περνούσε μεγάλες περιόδους χωρίς σκέψεις, οι οποίες όμως του δημιουργούνταν όταν συνομιλούσε με τους ανθρώπους .
Η «ακατάσχετος ορμή» προς οδυνηρή μετάνοια είλκυε την ψυχή του «εις τοιαύτην ακόρεστον προσευχήν, ώστε η ψυχή να επιλανθάνηται των πάντων, ουδέν να ενθυμήται, αλλά να στρέφηται ακατασχέτως προς τον Θεόν, τον αόρατον αλλ’ ηγαπημένον, τον άγνωστον αλλ’ οικείον, τον απρόσιτον αλλ’ εγγύς» .
Όταν ερχόταν ακόμη και ένας λογισμός κενοδοξίας, τότε στερείτο του Φωτός. Γράφει: «Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απ’ εμού» . Όμως, αυτό τον δίδαξε να αντιμετωπίζη με ανδρεία, ακόμη και την προσέγγιση του λογισμού της κενοδοξίας. Γράφει: «Κατόπιν πολλών επαναλήψεων παρομοίων συμφορών, και εκ του ελαχίστου σημείου προσεγγίσεως του εχθρού τούτου, της κενοδοξίας, ηρχόμην εις φόβον. Τότε εδιπλασίαζον τον κλαυθμόν της μετανοίας: “Κύριε ήλθον οι φονείς μου, σώσον με”. Ούτω κατενόησα, δια ποίον λόγον οι Πατέρες αποφεύγουν τους επαίνους: Και οι τέλειοι εισέτι δεν δύνανται να εξέλθουν άνευ ζημίας τινός της προς τον Θεόν αγάπης αυτών» .
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο έγραφε ότι «ο επιρρεπής εις την φαντασίαν νους είναι ακατάλληλος δια την θεολογίαν». Εκείνος που θέλει να «παρίσταται τω Θεώ καθαρώ νοΐ», πρέπει να απομακρύνεται από την «σφαίραν της φαντασίας» .
Η προσέγγιση προς τον Θεό συνδέεται με οδυνηρή ένταση που δεν είναι εύκολο να βιωθή από τους έχοντες πεπτωκυία φύση που αποστρέφονται τον πόνο. Ταλαντευόταν «μεταξύ δύο θέσεων». Ή να συμβιβασθή με την υπάρχουσα πραγματικότητα με μια «νόθον ταπείνωσιν» ή να αποδεχθή «την φοβεράν κλήσιν του Χριστού». Και γράφει: «Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ» .
Ο Γέροντας Σωφρόνιος δίνει την μαρτυρία του για την πορεία της αναβάσεως της ψυχής προς τον Θεόν:
«Εις οιονδήποτε σημείον και αν υψώση ημάς η δι’ όλου του είναι ημών ακράτητος ορμή προς Αυτόν, αισθανόμεθα χαράν κατά την πορείαν της αναβάσεως, συγχρόνως όμως ο Ίδιος εμφανίζεται διαρκώς και πλέον απρόσιτος. Συχνάκις αποκάμνομεν, απόγνωσις κυριεύει ημών, βλέπομεν εαυτούς ετοίμους προς πτώσιν, και αίφνης Ούτος, όλως απροσδοκήτως, είναι μεθ’ ημών και εναγκαλίζεται ημάς αγαπητικώς. Ο Θεός είναι εκπληκτικώς παράδοξος» .
Στα κείμενα του Γέροντος προσδιορίζονται και τα βασικά αίτια της απωλείας του Φωτός της θείας Χάριτος που ονομάζεται εγκατάλειψη του Θεού. Γενικά, λόγω της φθαρτότητος και της θνητότητος, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξη για πολύ στην θεωρία. Ακόμη, ο Θεός οικονομεί αυτήν την στέρηση για την ανωριμότητα του ανθρώπου και την καλύτερη ανταπόκριση της ελευθερίας σε πληρέστερη κένωση, καθώς επίσης για να πιή το ποτήριο που Εκείνος έπιε και έτσι η ψυχή ταπεινώνεται και αυξάνει την γνώση των οδών του Θεού .
Σε άλλες περιπτώσεις ευθύνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, γιατί δεν ανταποκρίνεται, όπως θα έπρεπε σε αυτό το μεγάλο δώρο του Θεού.
Όταν ο Γέροντας περιγράφη την εμπειρία της οράσεως του ακτίστου Φωτός για δύο εβδομάδες, στην συνέχεια αναφέρει και την αιτία για την οποία έχασε αυτήν την μεγάλη δωρεά, που ήταν η προσπάθεια να κατανοήση λογικά το μεγάλο αυτό δώρο. Γράφει:
«Και ιδού, εσπέραν τινά, επλησίασεν εμέ ο μοναχός π. Ιουβενάλιος (Εγκορώφ), ο μόνος επί του ορόφου εκείνου γείτων μου, και ηρώτησεν εμέ: “Ανέγνωσα προ ολίγου τους Ύμνους του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου … Είπατέ μοι, πώς αντιλαμβάνεσθε υμείς τας περιγραφάς της υπ’ αυτού οράσεως του ακτίστου Φωτός”; Μέχρις εκείνης της στιγμής έζων μετ’ ευγνώμονος καρδίας την εις εμέ συγκατάβασιν της ευλογίας του Κυρίου, αλλ’ ουδέποτε διηρωτήθην σχετικώς προς το φαινόμενον τούτο και η σκέψις μου, εστραμμένη προς τον Θεόν, δεν επέστρεφεν εις εμαυτόν. Ίνα απαντήσω εις τον π. Ιουβενάλιον, νοερώς εστράφην προς εκείνο, όπερ έζων κατ’ εκείνην την στιγμήν. Εν τη προσπαθεία μου να αποκρύψω εμαυτόν, απήντησα δι’ υπεκφυγής: “Δεν ανήκει εις εμέ να κρίνω περί του βιώματος του Αγίου Συμεών …, αλλ’ ίσως, διαμένων ούτος εν καταστάσει χάριτος, ησθάνετο αυτήν ως Φως … δεν γνωρίζω”. Εφάνη εις εμέ ότι ο π. Ιουβενάλιος απήλθε μη υποψιασθείς πλείον τι εκείνου όπερ είπον εις αυτόν. Ευθύς μετά την σύντομον ταύτην συνομιλίαν συνέχισα, ως συνήθως, την προσευχήν μου. Το Φως και η αγάπη δεν ήσαν πλέον μετ’ εμού»
Αυτή η λογική ανάλυση της οράσεως του ακτίστου Φωτός ήταν αιτία απωλείας της δωρεάς αυτής. Ο ίδιος ομολογεί: «Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της “αριστεράς μου”) το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ» .
Επειδή θα μπορούσαν μερικοί να θεωρήσουν ως παραφροσύνη την απάρνηση της λογικής ανάλυσης κατά τις ώρες αυτές, με το σκεπτικό ότι ο Θεός μας έδωσε την λογική, όπως έλεγε και ο Βαρλαάμ, ο οποίος αποκαλούσε την όραση των Προφητών «χείρω της ημετέρας νοήσεως», ο Γέροντας γράφει με ωραίο τρόπο ότι όταν αυτή «η παραφροσύνη», δηλαδή η λογική επεξεργασία, αποχωρούσε, τότε κατανοούσε την ανυπολόγιστη ζημία που προξενούσε στην πνευματική του ύπαρξη .
Υπήρξαν περιπτώσεις που γινόταν αυτή η λογική ανάλυση της εμπειρίας σε άλλο χρόνο, από λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, ακόμη και στους μοναχούς εκείνους που είχαν ανάλογη πείρα και έπρεπε ο Γέροντας μερικές φορές να λέγη τί συνέβαινε σε αυτόν, ώστε να τους βοηθήση. Όμως και αυτό ήταν συμφορά, όπως γράφει: «Ιδιαιτέρως εγνώρισα την συμφοράν αυτήν, ότε κατεστάθην πνευματικός εν Αγίω Όρει» .
Άλλες φορές η απώλεια της μεγάλης αυτής Χάριτος γινόταν από λεπτό λογισμό κενοδοξίας. Ο Γέροντας βοηθήθηκε από τα πατερικά κείμενα, γιατί σε αυτά εύρισκε την ομοιότητα προς την εμπειρία του, αλλ’ όμως αυτή η πνευματική ανάγνωση και η γνώση είχε και τους κινδύνους της, γιατί, όπως γράφει, «εισερχόμην εις τον πολύπλοκον πόλεμον κατά της κενοδοξίας» και τότε αποχωρούσε «ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός». Έτσι περιέπιπτε «εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου» .
Μετά την απώλεια της ζωής της αθανάτου, την οποία αθάνατη ζωή είχε γνωρίσει κατά την όραση του ακτίστου Φωτός, επανερχόταν στην προηγούμενη κατάσταση και βεβαίως εξακολουθούσε να υπάρχη η μετάνοια και το πένθος. Άλλωστε, από τον [//136] φωτισμό του νοός και την αδιάλειπτη νοερά προσευχή ο θεούμενος ανέρχεται στην θεωρία του Θεού, και όταν αυτή για διαφόρους λόγους σταματά, τότε επανέρχεται στην νοερά προσευχή. Μετά την απώλεια της θεωρίας του Φωτός, που είναι το φως της Βασιλείας του Θεού και της αιωνίου ζωής, καταλάμβανε την ψυχή του Γέροντος μεγάλη λύπη , και μια αθυμία και ταραχή εισερχόταν στην καρδιά του . Αυτήν την απώλεια, κυρίως όταν γίνεται από λεπτούς λογισμούς κενοδοξίας και λογικής επεξεργασίας, την χαρακτηρίζει στα κείμενά του ως «συμφοράν» , ως «ανυπολόγιστον ζημίαν εν τω πνευματικώ μου είναι» .
θ) «Κήρυγμα περί του ακτίστου Φωτός»
Συνοπτική παρουσίαση της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός έκανε ο Γέροντας σε λόγο-ομιλία του στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού «Περί του Θαβωρίου Φωτός». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στο Παρίσι, μετά την επιστροφή του από το Άγιον Όρος. Με τον λόγο αυτό αναλύεται η φράση των Ευαγγελιστών σχετικά με την αποκάλυψη της δόξης του Χριστού: «Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· Ούτός εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν Ώ ευδόκησα· Αυτού ακούετε» (Ματθ. ιζ’, 5).
Ο λόγος αυτός είναι καταπληκτικός. Όσες φορές τον διαβάζω μου προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί αφ’ ενός μεν είναι εφάμιλλος των λόγων-ομιλιών των αγίων Πατέρων, διότι καταγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού μέσα από την προσωπική πείρα, αφ’ ετέρου δε στην πραγματικότητα είναι μια «αυτοβιογραφία» του Γέροντος Σωφρονίου .
Διαβάζοντας το κείμενο αυτό διακρίνουμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος θέτει τις θεολογικές βάσεις του γεγονότος αυτού και στο δεύτερο αναλύει πώς κάποιος ασκητής του ανέλυσε τα σχετικά με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Προφανώς ο ασκητής αυτός είναι ο ίδιος ο Γέροντας, ο οποίος θέτει μερικά ερωτήματα και απαντά ο ίδιος σχετικά με το μεγάλο αυτό γεγονός. Και αυτό το έκανε για να κρύψη την μεγάλη εμπειρία που είχε δεχθή από τον Θεό των Φώτων.
Στο πρώτο μέρος ο Γέροντας προτρέπει τους ακροατές του να παραβλέψουν εκείνη την ώρα την μηδαμινότητά του και να κλείστουν τους οφθαμλούς τους στην αμάθεια και το άκομψη του λόγου του και να τον θεωρήσουν ως έναν απλό κήρυκα.
Έπειτα, αναφέρεται στην μεγάλη δωρεά που έχουν λάβει οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα, την θεία Ευχαριστία, τον θείο λόγο και την ζωή της Εκκλησίας. Στην συνέχεια κάνει λόγο για την «ακόρεστον πείναν και άσβεστον δίψαν θεογνωσίας» που διακρίνει τους ανθρώπους. Η ορμή του ανθρώπου προς τον Θεό αυξάνεται μετά την θεωρία του Θεού, έως ότου ο άνθρωπος «εμπλησθή της Ακορέστου Τροφής», ώστε το Φως και η ψυχή να γίνουν ένα, που προκαταγγέλλει την θέωση του ανθρώπου στην θεία δόξα.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού «αποτελεί στερεόν θεμέλιον της ελπίδος δια την μεταμόρφωσιν της ζωής ημών όλης» –που τώρα είναι γεμάτη κόπο, ασθένεια και φόβο– στην άφθαρτη και θεοειδή ζωή.
Χρειάζεται αγώνας εκ μέρους του ανθρώπου. Οι Πατέρες διήνυσαν αυτήν την οδό. Στην ζωή μας πρέπει να επαναληφθή ό,τι έγινε στην ζωή του Χριστού και αυτή η ζωή είναι κοινή για όλους. Πρέπει να διέλθουμε από τους πειρασμούς του Χριστού, την καταδίωξη, την μεταμόρφωση, το πάθος, την σταύρωση σε αοράτους σταυρούς, τον θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη. Δεν χρειάζεται δειλία, διότι αυτό γίνεται με την δύναμη του Χριστού.
Αυτά είναι τα ρήματα της αιωνίου ζωής, «των Αποστόλων το κήρυγμα» και «των Πατέρων τα δόγματα», η ασάλευτη ελπίδα, το θεμέλιο της πίστεώς μας, «το μόνιμον πολίτευμα της ζωής του πνεύματος ημών». Πάντοτε υπάρχουν μάρτυρες αυτής της ζωής, οι οποίοι ακολουθούν τον Χριστό στο Θαβώρ, τον Γολγοθά, το Όρος των Ελαιών, όχι με την σοφία του κόσμου τούτου και με υπερήφανη παρρησία, «αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης», με την ελπίδα όμως ότι και σ’ εμάς τους αμαρτωλούς μπορεί να λάμψη το αΐδιο Φως της Θεότητος, «κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός».
Στο δεύτερο μέρος του λόγου του ο Γέροντας, παρουσιάζοντας την σημασία του μεγάλου γεγονότος της Μεταμορφώσεως του Χριστού για την ιστορία του κόσμου, αναλύει το πώς προετοιμάσθηκαν οι Μαθητές γι’ αυτήν την θεοπτία, τί έγινε κατά την διάρκεια της «Θαβωρίου Θεοφανείας» και τί ακολούθησε στην πράξη του Χριστού και στην συνείδηση των Αποστόλων που υπήρξαν μάρτυρες της Μεταμορφώσεως. Πέραν των άλλων, το κείμενο αυτό είναι και ένα δείγμα ορθοδόξου ερμηνευτικής της Αγίας Γραφής, αφού ερμηνεύονται τα όσα συνέβησαν στο όρος Θαβώρ με βάση την παρόμοια πείρα του ερμηνευτού.
Το σημαντικό όμως, είναι ότι ο Γέροντας, όπως αναφέραμε πιο πάνω, θέτει την όλη ανάπτυξη του θέματος αυτού στα λόγια ενός εμπείρου ασκητού, ο οποίος, όπως πιστεύει, «πολλάκις ηξιώθη της οράσεως του Φωτός τούτου». Ασφαλώς πρόκειται για περιγραφή που κάνει ο ίδιος ο Γέροντας και την βάζει στο στόμα του «ανωνύμου» ασκητού, σύμφωνα με τους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων …» (Β’ Κορ. ιβ’, 2). Αυτό φαίνεται από όσα γράφονται σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Οι εμπειρίες ταυτοποιούνται στο πρόσωπο του Γέροντα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος στον λόγο του λέγει ότι συζήτησε με κάποιον ανώνυμο θεωρό της δόξης του Θεού, κατά την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Χριστού, και ο οποίος του έλυσε τρεις ερωτήσεις-απορίες.
Η πρώτη ερώτηση είναι: «Εις τί έγκειται η φωτεινή αύτη νεφέλη, ήτις περιέλαμψε κατ’ εκείνην την νύκτα το Άγιον Θαβώρ;».
Η απάντση στο ερώτημα αυτό αναφέρεται στο μυστήριο του Θαβωρίου Φωτός, δηλαδή «πώς τούτο οράται και πώς είναι δυνατόν να αποκτήση τις την δωρεάν ταύτην».
Ο ασκητής εκείνος του ανέφερε ότι, όταν ήταν νέος, το Φως αυτό εμφανιζόταν σε αυτόν «ασαφώς, εις βραχείας στιγμάς», άλλοτε ως «ακατάληπτος πυρίνη φλοξ» που έκαιγε την καρδιά του με την αγάπη και άλλοτε «ως απαύγασμά τι» που διείσδυε με την λάμψη του στον νου του κατά την διάρκεια της προσευχής, ιδίως στον Ναό. «Αλλ’ ημέραν τινα, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού τρεις ημέρας». Με την θέα του ακτίστου Φωτός έγινε υπέρβαση του θανάτου και γέμισε με την χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως, γι’ αυτό και ονόμασε το φως αυτό «πρωΐαν αναστάσεως». Τότε ζούσε στον κόσμο μεταξύ των ανθρώπων. Αργότερα, όμως, όταν έγινε μοναχός και λειτουργός «πολλάκις συνέβαινε η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον».
Ο θεόπτης ασκητής ανέλυε ότι το Φως είναι «άνωθεν ευδοκία», έρχεται «απροσδοκήτως», φέρει «εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν» και εξάγεται ο άνθρωπος από το ζοφερό σκότος στις απέραντες εκτάσεις που φωτίζονται από τον ήλιο.
Καίτοι το Φως αυτό είναι αναλλοίωτο κατά την φύση του, εν τούτοις οι ενέργειές του ποικίλλουν, ήτοι βιώνονται ως αίσθηση αγάπης Χριστού, συμπαράσταση θείας δυνάμεως, ανεκλάλητη κίνηση αιωνίου ζωής, «φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού». Άλλοτε το Φως εκχέεται αφθονώτερο και γεμίζει όλο τον άνθρωπο.
Στην συνέχεια ο ασκητής παρέτεινε τον λόγο του και ερμηνεύοντας την Θαβώρια εμπειρία, που είχαν οι Απόστολοι, ανέλυσε τί και πώς έγινε αυτό.
Πράγματι υπάρχει μια σταδιακή πορεία αναβάσεως των Αποστόλων και των ανθρώπων προς την μέθεξη της δόξης του Θεού.
Οι Μαθητές στηρίχθηκαν στην πίστη-ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Ζώντος Θεού, όπως το ομολόγησε ο Πέτρος.
Μετά την ομολογία ακολούθησε η σιωπή, αφού οι Ευαγγελιστές δεν παρεμβάλλουν κανένα γεγονός μεταξύ της ομολογίας του Αποστόλου Πέτρου, που έγινε στην Καισάρεια της Φιλίππου, και της αναβάσεως στο Θαβώρ, δηλαδή μια ολόκληρη εβδομάδα.
Ο Χριστός είναι Φως, διέμεινε στο Φως, χωρίς να φαίνεται από τους Μαθητές. Η φανέρωσή Του, όμως, έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, η οποία ήταν ομοία με την προσευχή Του στην Γεθσημανή.
Οι Μαθητές εξαντλήθηκαν σε μια τέτοια προσευχή, παρά ταύτα με την εσωτερική προσευχή τους είδαν την δόξα του Χριστού και τους δύο άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, τον Μωϋσή και τον Ηλία. Αυτή η θεωρία βύθισε τους Αποστόλους «εις ανέκφραστον έκπληξιν και μακαρίαν απορίαν». Μέχρι τότε η όραση του πνευματικού κόσμου και του θείου Φωτός από τους Αποστόλους συνδυαζόταν με τις παραστάσεις του περιβάλλοντος αισθητού κόσμου.
Όμως, στην συνέχεια αυξήθηκε το Φως και ανύψωσε τους Μαθητές πέραν παντός ορατού και προσκαίρου εις τα αόρατα και αιώνια. Τους επεσκίασε νεφέλη που ήταν το φως και η πνοή του πνεύματος, το οποίο εισήγαγε τους Αποστόλους «εις τον κόσμον του φωτός του ακτίστου, του ατρέπτου, του ανεσπέρου, του αναλλοιώτου, του απεράντου, του υπερουρανίου» και εξαφάνισε τις παραστάσεις τους που προέρχονται από τις μορφές του κόσμου τούτου. Δηλαδή, στην αρχή έβλεπαν το Φως που προχεόταν από το Σώμα του Χριστού, που ήταν πηγή του ακτίστου Φωτός, αλλά και τον περιβάλλοντα κόσμο. Μετά όμως ανέβηκαν σε υψηλότερη θεωρία και χάθηκε ο περιβάλλων κόσμος.
Οι Απόστολοι εισήχθησαν δια του Αγίου Πνεύματος στην «θεωρία της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού» και άκουσαν την άϋλη και απρόσιτη φωνή του Πατρός: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός». Αυτό «υπήρξε η υπερτάτη στιγμή ολοκλήρου του θαβωρίου γεγονότος».
Ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός ο ασκητής εκείνος ανέφερε ότι, καίτοι ήταν μεγάλη και υψίστη η όραση των Αποστόλων, όμως ακόμη δεν ήταν τελεία, διότι δεν ήταν ικανοί να δεχθούν το πλήρωμα και την τελειότητα του Φωτός. Επίσης, αφομοιώθηκε το Φως αυτό ατελώς από τους Αποστόλους, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύθηκαν κατά τα γεγονότα του Γολγοθά. Παρά ταύτα η όραση αυτή στο Θαβώρ ήταν μεγαλύτερη από την όραση του Μωϋσέως και του Ηλία στην Παλαιά Διαθήκη.
Από την ανάλυχη αυτή φαίνονται οι διαβαθμίσεις προς την θεωρία, ήτοι πίστη στην θεότητα του Χριστού, σιωπή, με όλη την σημασία της λέξεως, προσευχή ομοία με την προσευχή του Χριστού στην Γεθσημανή υπέρ όλου του κόσμου, εμφάνιση του Φωτός με έκπληξη και ανύψωση σε μεγαλύτερη θεωρία ήτοι είσοδος στην νεφέλη.
Στην συνέχεια ο Γέροντας καταγράφει και την δεύτερη απορία του, την οποία δεν πρόλαβε να διατυπώση, αφού την αντιλήφθηκε ο σπουδαίος εκείνος ανήρ.
Επειδή αισθάνθηκε θλίψη την ώρα της αναλύσεως αυτής, σκεπτόμενος: «Δεν έχω αυτήν την τύχην», ο ασκητής για να τον παρηγορήση του είπε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ελέγχη-κατηγορή τον εαυτό του, ότι λόγω της αδικίας του στερείται αυτό το δώρο, όμως δεν πρέπει να οδηγηθή στην απόγνωση, γιατί η θεωρία του Φωτός δεν είναι κλήρος μόνον των εκλεκτών. Μια τέτοια σκέψη «δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα». Όλοι κληθήκαμε στην ίδια τελειότητα που κλήθηκαν οι τρεις Απόστολοι στο Θαβώρ. Όλοι λάβαμε τις ίδιες εντολές. Αυτό φαίνεται από την ιερή ακολουθία της εορτής της Μεταμορφώσεως με την οποία η Εκκλησία «μετά δυνάμεως προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν εις το αφηλάφητον όρος της νοεράς θεοπτίας». Έτσι, σε όλες τις εποχές, ακόμη και σήμερα, εκχέεται αυτή η δωρεά σε όσους ακολουθούν τον Χριστό με όλη την καρδιά τους. Η άποψη ότι αυτή η θεωρία «δεν είναι δι’ εμέ» είναι «νόθος ταπείνωσις», αλλά και «αδικαιολόγητος απόγνωσις» που γεννάται από την αδικία και την ηδυπάθεια.
Επίσης, φραγμός στην θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να γνωρίσουν τον Θεό και τα Μυστήριά Του με την λογική. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν συναντά κανείς «την φωτεινήν νεφέλην», αλλά «γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν». Ο Θεός είναι Φως και όσοι αξιώνονται της θεωρίας του Θεού Τον βλέπουν ως Φως. Όταν, όμως, εμφανίσθηκαν φιλόσοφοι που υποστήριζαν την άποψη της πλήρους γνώσεως του Θεού δια της λογικής, τότε οι άγιοι Πατέρες «δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν» χρησιμοποίησαν την γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, ήτοι τον γνόφο.
Πάντως «η αληθής οδός προς θεωρίαν του θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου». Όταν αγωνιζόμαστε να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού με όλη την δύναμη της επιθυμίας, τότε το θείο Φως «πολυμερώς και πολυτρόπως» μας επισκέπτεται. Και δεν υπάρχουν όρια της ευδοκίας του Θεού, διότι αυτή «κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου».
Στο τέλος δε αυτής της συνομιλίας ο θεόπτης εκείνος ασκητής, όπως γράφει ο Γέροντας, διέλυσε και μια ακόμη (τρίτη) απορία «εις την δειλήν μου ψυχήν». Επειδή, όπως λέγει, δεν έβλεπε την οδό, δεν γνώριζε πώς να εισέλθη σε αυτήν την ζωή, από πού να αρχίση και αισθανόταν τον εαυτό του μέσα σε γνόφο, ερώτησε: «Τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Τότε ο ανώνυμος ασκητής απάντησε ότι πρέπει να προσεύχεται με πίστη στον Θεό, σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: «Λαμψάτω, ώ φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως σου το απρόσιτον» και την προσευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Ελθέ, το φως το αληθινόν. Ελθέ η Ζωή η αιώνιος …».
Όταν διαβάση κανείς αυτόν τον λόγο, συγκρίνοντάς τον με όσα έχει γράψει ο Γέροντας Σωφρόνιος αργότερα, θα διαπιστώση ότι το περιεχόμενό του είναι αυτοβιογραφία του Γέροντος Σωφρονίου, του επωνύμου αυτού ασκητού, και σε αυτόν τον λόγο φαίνεται όλη η διδασκαλία του για το άκτιστο Φως, τις ενέργειές του, το τί προηγείται της θεωρίας και πώς προσφέρεται η γνώση του Θεού. Ακόμη, ο Γέροντας μας διδάσκει εμμέσως δια του «ασκητού» ότι η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι ο σκοπός της ζωής μας, ο κλήρος μας και η πορεία μας. Πράγματι, ο Γέροντας ήταν πάντα, όπως και εδώ τον συναντούμε, θεολόγος του ακτίστου Φωτός, μάρτυς του Θαβώρ, μερικές φορές απόλυτος στην διδασκαλία του, επειδή η διδασκαλία αυτή ήταν εμπειρική και αποκαλυπτική, αλλά πάντοτε ήταν ευαίσθητος και ευγενής άνθρωπος, πράγματι άνθρωπος του Θεού.
Σε ένα σημείο του λόγου του, διακατεχόμενος από αυτομεμψία και προσπαθώντας να κρύψη τον εαυτό του, γράφει ότι θα μεταδώση στους ακροατές του «τον επίλογο της αλήστου δι’ εμέ συνομιλίας μετά του σπουδαίου εκείνου ανδρός». Εκφράζει δε φόβο και συστολή, διότι ο Παροιμιαστής προτρέπει: «πίνε ύδατα από σων αγγείων και από σων φρεάτων πηγής» (Παροιμ. ε’, 15). Δεδομένου, όμως, ότι, όπως φαίνεται και από τα προηγούμενα, η ανάλυση που κάνει ο ασκητής εκείνος συνδέεται απόλυτα με την διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου, τελικά τα όσα περιγράφει σε αυτόν τον λόγο είναι ύδατα από τα αγγεία και τα φρέατα της πηγής του ιδίου του Γέροντος Σωφρονίου. Μέσα στην καρδιά του η Χάρη του Θεού ενστάλαξε θείες αποκαλύψεις και εκείνος έδωσε στην εποχή μας την μαρτυρία αυτής της ζωής.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος πέρασε όλες τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, πορεύθηκε από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Έλαβε από τον Θεό το σπάνιο δώρο της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός. Προηγουμένως, είδαμε ότι κατά την εμπειρία της καθαράς προσευχής, σε στιγμές που δεν το περίμενε, έφθανε στην θεωρία του ακτίστου Φωτός. Αυτό, βεβαίως, αποτελούσε και έναν πνευματικό κίνδυνο, γιατί, όταν βρισκόταν στην εμπειρία της βαθείας και καθαράς προσευχής, ήταν φυσικό να έλθη ο λογισμός ότι σε λίγο θα δη το Φως. Όμως, η πείρα που είχε αποκτήσει προηγουμένως με το χάρισμα της μνήμης του θανάτου, το βαθύ πένθος και η βίωση των φλογών του Άδου, που δεν τον εγκατέλειπε ποτέ, καθώς επίσης και η πνευματική του ανδρεία να σταματά την προσευχή, όταν εισερχόταν λογισμός κενοδοξίας, λέγοντας «ήλθαν οι φονείς μου», τον έκαναν να μη χάνη την μεγάλη δωρεά του Θεού, και, όταν συνέβαινε κάποια μείωση και κατ’ οικονομίαν άρση, να επανέρχεται σύντομα. Όλη, λοιπόν, η προηγούμενη ιστορία της ζωής του, μέσα στην οικονομία του Θεού, ήταν μια προετοιμασία για μια σταθερή πορεία προς την θέωση και την όραση του Φωτός, χωρίς τους σοβαρούς κινδύνους που έχει μια τέτοια πνευματική κατάσταση.
Από αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι η θεολογία, που είναι έκφραση της εμπειρίας του ακτίστου Φωτός, δεν συνδέεται με τις φαντασίες του πλανωμένου νοός και με τα ποικίλα πάθη. Πράγματι, ο νους που φαντάζεται είναι ανίκανος για την θεολογία. Η πραγματική ορθόδοξη θεολογία συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.
AHDONI.BLOGSPOT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου