Ο μέγας Θεόπτης Προφήτης Μωϋσής
Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
H αποκάλυψη που δόθηκε στο Μωυσή «Εγώ ειμι ο Ων»,
πήρε για μένα προσωπικό χαρακτήρα.Τα λόγια αυτά της Γραφής τα εξέλαβα
ως αποκάλυψη για τον προσωπικό χαρακτήρα του Απολύτου. «Εγώ ειμι ο ων»,
δηλαδή όλο το πλήρωμα του είναι περικλείεται στο Πρόσωπο· τίποτε δεν
υπάρχει πέρα από αυτή την Αρχή. …Η αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στον Μωυσή ήταν πράγματι μεγάλη.Γνώρισε,
αισθάνθηκε με όλη την ύπαρξη του ότι ο ορατός και οι αόρατοι από εμάς
κόσμοι, όλο το κοσμικό είναι, όπως και εμείς οι ίδιοι, όλα και όλοι
έλαβαν την αρχή τους από Εκείνον. Προείδε με το πνεύμα του ότι η ευδοκία
που δόθηκε διαμέσου του στον Ισραηλιτικό λαό όφειλε να μεταδοθεί σε όλη
την ανθρωπότητα, που σε παραλήρημα χαράς ερχόταν να προσκυνήσει «τον
Θεόν του Ισραήλ». Είδε με ενάργεια ότι το Άναρχο Απόλυτο δεν είναι
κάποια αφηρημένη πανενότητα, απρόσωπη η υπερπροσωπική, ούτε
προκαθορισμένη κοσμική διαδικασία, αλλά ο Ζων Θεός, ο Υποστατικός….Ο Μωυσής, ο γίγαντας της ιστορίας του κόσμου μας, ελευθέρωσε τον
εβραϊκό λαό από τον «αιγυπτιακό ζυγό», που αποτελεί τον τύπο όλων των
μορφών της δουλείας, των παλαιών και των συγχρόνων. Κατά τη διάρκεια της
πορείας στην έρημο αποδείχθηκε ότι ο πρωτόγονος λαός των νομάδων, τους
οποίους κατεύθυνε, δεν ήταν ακόμη έτοιμος για την πρόσληψη ενός τόσο
μεγάλου Φωτός, παρά τα πολλά θαύματα που πραγματοποιήθηκαν μπροστά
στα μάτια τους. Με τον εμφανέστερο τρόπο εκδηλώθηκε η απιστία τους, όταν
προσήγγισαν τα όρια της Γης της Επαγγελίας. Ακολούθησε η απόφαση: Όλοι
όσοι ανατράφηκαν στην κοσμοθεωρία της Αιγύπτου όφειλαν να αφήσουν τα
οστά τους στην έρημο. Αυτοί δεν θα εισέλθουν στον Νέο Κόσμο «δι’ απιστίαν» (Εβρ. 3,16‐19). Κατά τους μακρούς χρόνους των περιπλανήσεων στην έρημο ο Μωυσής θα καταρτίσει νέα γενιά με μεγαλύτερη κατανόηση για τον Αόρατο,
ο Οποίος βαστάζει τα πάντα στην παλάμη Του.
Τιμάμε την εξαίρετη μεγαλοφυία του Μωυσή, προπαντός ακόμη και για το
ότι συνέλαβε την αποκάλυψη που του δόθηκε ως αληθινά αυθεντική, εκ Θεού,
αλλά ταυτόχρονα κατανόησε ότι δεν την προσέλαβε σε όλη την πληρότητα της:
Κάτι παρέμεινε κεκρυμμένο. Ψάλλει: «Πρόσεχε ουρανέ, και λαλήσω, και
ακουέτω η γη ρήματα εκ του στόματος μου» (Δευτ. 32,1). Παράλληλα με αυτό
αναζητούσε πληρέστερη γνώση, κράζοντας στον Θεό, εκ βαθέων: «Εμφάνισον μοι Σεαυτόν γνωστώς, ίνα ίδω Σε» (Έξοδ. 33,13). Ο Μωυσής εισακούσθηκε, αλλά έλαβε απάντηση στα όρια της δυνάμεως του: «Εγώ παρελεύσομαι πρότερος σου τη δόξη μου και καλέσω τω Ονόματι μου, Κύριος εναντίον σου … ηνίκα δ’ αν παρέλθη η δόξα μου … σκεπάσω τη χειρί μου επί σε … και αφελώ την χείρα, και
τότε όψει τα οπίσω μου, το δε Πρόσωπον μου ουκ οφθήσεται σοι» (Έξοδ. 33,19‐23).
Και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ
αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε κατά πάντα, όσα ητήσω
παρά Κυρίου του Θεού σου εν Χωρήβ τη ημέρα της εκκλησίας λέγοντες· ου
προσθήσομεν ακούσαι την φωνήν Κυρίου του Θεού σου και το πυρ τούτο το μέγα
ουκ οψόμεθα έτι, ουδέ μη αποθάνωμεν. Και είπε Κύριος προς με· ορθώς πάντα
όσα ελάλησαν προς σε· προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών,
ώσπερ σε, και δώσω τα ρήματα εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι
αν εντείλωμαι αυτώ· και ο άνθρωπος, ος εάν μη ακούση όσα αν λαλήση ο
προφήτης εκείνος επί τω ονόματι μου, εγώ εκδικήσω εξ αυτού» (Δευτ. 18,15‐19).
Όλος ο Ισραήλ, σύμφωνα με τη διαθήκη αυτή, έζησε κάτω από τον
νόμο της αναμονής εκείνου του Προφήτη, για τον οποίο έγραψε ο Μωυσής (βλ.Ιωάν. 5,46)· τον κατεξοχήν Προφήτη (βλ. Ιωάν. 1,21)· τον Μεσσία, ο Οποίος «όταν έλθη Εκείνος αναγγελεί ημίν πάντα» (Ιωάν. 4,25). Και οι άλλοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ζούσαν με την προσδοκία και ανήγγειλαν τον ερχόμενο
Χριστό· και εμείς ακούμε τον μακραίωνα στεναγμό τους: Έλα, και ζήσε μαζί μας, για να Σε γνωρίσουμε: «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται Υιόν, και
καλέσουσι το όνομα Αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο
Θεός» (Ματθ. 1,23· Ησ. 7,14). Ο από πολλού Αναμενόμενος ήρθε, αλλά με εντελώς απρόσμενο τρόπο:…. «Ήλθεν», αλλά με άκρα πτωχεία και διωκόμενος από τις πρώτες ημέρες.
***
Πολλάκις εμνήσθην του Προφήτου Μωϋσέως, όστις, μετά την Αποκάλυψιν παρά «τη αφλέκτω βάτω», απεστάλη εις Αίγυπτον και επί τεσσαράκοντα έτη κατεπονείτο εν τω βορβόρω ευτελών παθών ανθρώπων, τους οποίους ώφειλε να σώση, καίτοι οι ίδιοι δεν επεζήτουν την εαυτών σωτηρίαν.Βεβαίως, ομιλών ούτως, δεν επιχειρώ να εξισώσω εμαυτόν προς τους Προφήτας ή τους Αποστόλους ή τους Πατέρας, αλλά διακρίνω μόνον μικράν τινά δόσιν αναλογίας, άνευ της οποίας θα ήτο αδύνατον να προσανατολισθώμεν εν τη πορεία ημών.
Ο Θεός εν τη αμέτρω Αυτού ταπεινώσει δεν απεδοκίμασεν, αλλ’ ηξίωσεν εμέ της θεωρίας του ακτίστου Αυτού Φωτός. Ο Χριστός εγένετο η ζωή μου. Ηγάπησα Αυτόν και ουδένα δύναμαι να διανοηθώ ικανόν να συγκριθώ προς Αυτόν. Είναι δι’ εμέ ο μόνος Κύριος και Θεός. Σχεδόν ακαταπαύστως φέρω εν τη καρδία μου πόνον, φοβούμενος μη τυχόν απολέσω την ευσπλαγχνίαν Αυτού διά το πλήθος των αντιστάσεών μου. Εν τούτοις, ουχί άνευ πάλης μετ’ Αυτού, ουχί άνευ πολυαρίθμων αποπειρών να παρεκκλίνω από του σταυρού Αυτού, ασπάζομαι τον σταυρόν του Χριστού, και τρόπον τινά αίρω τον δοθέντα εις εμέ σταυρόν, τον σταυρόν μου (βλ. Ματθ. ιστ’ 24).
Καί νυν ευλογώ τον Θεόν μου, Όστις ηυδόκησε να αναγεννηθώ εν φλογερά μετανοία.
[ΠΗΓΗ: “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστιν “, Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 1992, σ.74 ].
Μητρ. Ιερόθεος ΒλάχοςΟ άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρεται στον μέγα Μωϋσή και τον θέτει πρότυπο τελειώσεως κάθε Χριστιανού και φυσικά κάθε μοναχού. Αναλύοντας την προφητική του ζωή ομολογεί ότι όλα όσα συνέβησαν στην ζωή του, είναι σαφής μαρτυρία και απόδειξη “τού προς το ακρότατον της τελειότητος όρον αναβεβηκέναι του Μωϋσέως τον βίον”…Και καλεί όλους να τον μιμηθούν και να μεταφέρουν στην ζωή τους τον χαρακτήρα του κάλλους του Μωϋσέως…Η περίπτωση του Μωϋσέως δείχνει ότι ο Θεός είναι η αλήθεια, που αποκαλύπτεται ως φώς.
Μετά το όραμα εκείνο, και την εμφάνιση του Θεού στον Μωϋσή, ο μέγας θεόπτης Προφήτης ενδυναμώθηκε και μπόρεσε να ελευθερώση τον λαό του Θεού. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι εκείνος που ενδυναμώθηκε από το φως αυτό και προσέλαβε σύμμαχο και παραστάτη τον Ααρών ομιλεί στον λαό περί ελευθερίας, του υπενθυμίζει την πατρική ευγένεια και τον συμβουλεύει πώς να απαλλαγή από την ταλαιπωρία του πηλού και της πλινθοποιΐας.
Το όρος Σινά, η ανάβαση του Μωϋσέως σε αυτό και η θεοπτία την οποία αξιώθηκε, δείχνουν ακόμη τί είναι η ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης υποδεικνύουν και τον τρόπο της γνώσεως του αληθινού Θεού. Γι’ αυτό και ο Μωϋσής είναι αληθινός τύπος του Ορθοδόξου Χριστιανού και φυσικά και του ορθοδόξου ασκητού.
Αναλύοντας ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης την περίπτωση του Μωϋσέως λέγει ότι είναι τύπος του πραγματικού και αληθινού θεολόγου. “Όρος γαρ εστιν ως αληθώς άναντες και δυσπρόσιτον η θεολογία”, δηλαδή η θεολογία είναι όρος ανηφορικό και δυσπρόσιτο για τον πολύ λαό, ο οποίος παραμένει στις υπώρειες του όρους ως μη κατάλληλος. Μόνον ο Μωϋσής και όποιος τον μιμείται στην ζωή του ανέρχεται στο όρος της θεολογίας, δηλαδή στην θεοπτία. Έτσι, η θεολογία είναι θεοπτία.
Υπάρχει ένας δρόμος για την ανάβαση στο όρος της θεοπτίας, όπως το βλέπουμε στον Μωϋσή, που είναι η οδός της αληθινής θεολογίας. Η οδός αυτή είναι η ανάβαση του νού από κορυφή σε κορυφή, ώστε να γίνη υψηλότερος και από τον εαυτό του. Αυτό φαίνεται στον Μωϋσή, ο οποίος πρώτα “κατέλιπε την υπώρειαν”, αφού απαλλάχθηκε από όλα όσα τον εμπόδιζαν στην ανάβαση, έπειτα δέχθηκε στην ακοή του τις φωνές των σαλπίγγων, συνεπαρμένος από το ύψος της ανόδου. Στην συνέχεια εισήλθε “εις το αόρατον της θεογνωσίας άδυτον”. Δεν μένει όμως μέχρι εκεί, αλλά “επί την αχειροποίητον μεταβαίνει σκηνήν”. Έφθασε έτσι στο ύψος της τελειότητος.
Ο Μωϋσής πρότυπο πνευματικής τελειότητος, Μητρ. Ιερόθεου Βλάχου
Ωδή θ΄. Μυστικός ει Θεοτόκε.
Ω Μωϋσή Θεού θεράπων ιέμενος, της ζωηφόρου και θείας αστραπής, τον γνόφον διελθών, των αγίων ιχνών επορεύθης οπίσω. Διό τους υμνούντάς σε, μιμητάς σου πρεσβείαις ανάδειξον.
Ω Μωϋσή Θεού θεράπων ιέμενος, της ζωηφόρου και θείας αστραπής, τον γνόφον διελθών, των αγίων ιχνών επορεύθης οπίσω. Διό τους υμνούντάς σε, μιμητάς σου πρεσβείαις ανάδειξον.
ήχος γ΄. Την ωραιότητα.
Θεόν εώρακας, μακαριώτατε, τον αθεώρητον, ως εφικτόν εστι, συ εν τω όρει του Σινά, και φίλος καθά προς φίλον, τούτω διαλέγεσθαι, ηξιώθης τρανώτατα, πρόσωπον προς πρόσωπον, ω φρικτής όντως χάριτος, ης έτυχες Κυρίου Προφήτα, Μωσή Θεόπτα, Προφητών ο πρώτιστος.
Θεόν εώρακας, μακαριώτατε, τον αθεώρητον, ως εφικτόν εστι, συ εν τω όρει του Σινά, και φίλος καθά προς φίλον, τούτω διαλέγεσθαι, ηξιώθης τρανώτατα, πρόσωπον προς πρόσωπον, ω φρικτής όντως χάριτος, ης έτυχες Κυρίου Προφήτα, Μωσή Θεόπτα, Προφητών ο πρώτιστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου