Ζήνων Τσικρικάς
Το βιβλίο «Ο Γέρων Σιλουανός»
είναι ένα ευρέως γνωστό έργο του Σωφρονίου Σαχάρωφ. Αποτελεί δε μια
ενότητα με το άλλο έργο του «Οψόμεθα τον Θεόν». Η παρούσα πραγμάτευση
δεν έχει ως στόχο την παρουσίαση ενός από πολύ καιρό ευρύτατα γνωστού
έργου. Θέλει απλώς να αναδείξει μια θεολογική αντίληψη και κατάθεση ζωής
του π. Σ. Σαχάρωφ, η οποία κατά την εκτίμηση του γράφοντος
διαφοροποιείται από παγιωμένες θεολογικές συντεταγμένες και προσφέρει
μια μοναδική θεολογική και φιλοσοφική προοπτική.
Αποτελεί αυτονόητη συνθήκη,
ότι ο Θεός είναι υπερκόσμιος. Άκτιστος και προαιώνιος. Τέλειος σε άπειρο
βαθμό. Γίνεται άνθρωπος κατά τον τρόπο της εγελιανής διαλεκτικής και
Χριστολογίας. Λαμβάνει δηλαδή ανθρώπινη φύση υπό το προσωπό του ως ένα
ξένο στοιχείο, ως μια αντιφατική στιγμή. Έχει την άπειρη δύναμη να κάνει
κάτι τέτοιο, μένει αλώβητος ακόμη και αν υπό την υπόστασή του
συνυπάρχει ως στιγμή, ως στοιχείο η ανθρώπινη φύση, που πάσχει,
πεθαίνει, ανίσταται. Όλα τα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης γίνονται υπό
την σκέπη, υπό την άπειρη δύναμη της υπόστασής του, η οποία τα βαστάζει,
τα δικαιολογεί ως στοιχεία της που δεν θίγουν τελικά την υπερβάλλουσα
δύναμή της.
Γιατί ο Θεός δεν εθέωνε όμως
τον άνθρωπο ήδη κατά την δημιουργία του αφού τα πάντα διευθετούνται και
κρίνονται από την παντοδυναμία του; Προς τί αυτή η επώδυνη ιστορία της
πτώσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού; Μήπως είναι η
ενανθρώπηση του Θεού και η συνεπόμενη θέωση του ανθρώπου το δεδομένο
γεγονός, που ενεργεί ο παντοδύναμος Θεός και που πλέον κλείνει αυτή την
τραγική ιστορία; Προς τί παρ’ όλα αυτά η οδυνηρή και τραγική ιστορία της
πτώσης, της ενανθρώπησης του Θεού και στη συνέχεια της εκκλησίας; Δεν
μπορούσε ο Θεός ακόμη και μετά την πτώση με μια εντολή του να διορθώσει
την πεπτωκυία ανθρώπινη και λοιπή κτίση, τον θάνατο, την οδυνηρή
τραγωδία; Μάλιστα δημιούργησε έναν κόσμο με την δυνατότητα αυτής της
οδυνηρής τραγωδίας, την οποία η τριαδική θεότητα αποφεύγει εξ ορισμού.
Δεν είναι άδικο; Δεν είναι ένα ανεύθυνο παίγνιο; Cum deus calculat fit
mundus;
Απάντηση στο ερώτημα
προσπαθεί να δώσει η σημασία της ελευθερίας. Ο Θεός σέβεται την
ελευθερία του ανθρώπου και της κτίσης, την δυνατότητα της πτώσης και της
θέωσης και δεν επεμβαίνει εκβιαστικά επί της ελευθερίας. Ο Θεός δεν
έχει όμως αυτού του είδους την ελευθερία. Είναι θεϊκά ελεύθερος.
Πιθανότητα και δυνατότητα πτώσης δεν υπάρχει γιαυτόν. ‘Εναντι του
ελεύθερου από κάθε δυνατότητα πτώσης Θεού η δική μας ελευθερία είναι
δώρον άδωρον, κάτι φτωχό, δεύτερης διαλογής. Ο Θεός από τη μια προβάλει
στο θρόνο του παντοδύναμος-ελεύθερος και εμείς από την άλλη παραδέρνουμε
στην δοκιμασία της ελευθερίας. Πώς συνδυάζεται η μεταξύ ζωής και
θανάτου αβυσσαλέα ανθρώπινη ελευθερία με την ελεύθερη από κάθε
σχετικότητα ταυτότητα του Θεού και δη καθώς αυτή η επισφαλής και επίπονη
ελευθερία του ανθρώπου έχει ως μοναδικό πεδίο επιλογής για τη σωτηρία
την υποταγή και αποδοχή αυτού του παντοδύναμου δεδομένου Θεού και του
δεδομένου γεγονότος της ενανθρώπησής του; Μοιάζει με εμπαιγμό. Λέγει ο
ντε φάκτο ελεύθερος και παντοδύναμος Θεός: «Σε κάνω ελεύθερο για να με
υπακούς με αυτή την τραγικά αβέβαιη και χαοτική ελευθερία σου, αλλιώς θα
πεθάνεις»; Αν όλα κρίνονται και διευθετούνται από την παντοδυναμία του
Θεού ποιά σημασία έχει η κοπιώδης και αβυσσαλέα ελευθερία του ανθρώπου;
Αν το γεγονός της
ενανθρώπησης του Θεού ήταν ένα δεδομένο γεγονός, ένα στοιχείο, μια
στιγμή, ένα συμβεβηκός και αξεσουάρ στον Θεό, το οποίο δικαιολογεί η
παντοδυναμία του Θεού, δεν θα είχε άλλο νόημα πέραν του νοήματος ενός
συμβεβηκότος και αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και παιγνιωδώς και
βολονταριστικώς ενεργούντος Θεού. Μήπως όμως είναι γεγονός που αντιθέτως
το ίδιο από τη μεριά του χαρακτηρίζει το όλο και ενιαίο πρόσωπο του
Θεού Λόγου και δη περαιτέρω και την ενδοτριαδική ζωή; Εφόσον ο Υιός
γεννάται από την Θεοτόκο, είναι Υιός του ανθρώπου, της Θεοτόκου, όπως
ακριβώς είναι και Υιός του Πατρός του, δεν μπορούμε να βλέπουμε την
ενανθρώπηση, την Χριστολογία, με εγελιανή ματιά, κατά την οποία ο Θεός
παίρνει το ανθρώπινο σαν μια στιγμή του, σαν ένα στοιχείο του
παντοδύναμου προσώπου του, σαν ένα αξεσουάρ και το θεώνει. Ο π.
Σωφρόνιος Σαχάρωφ προσφέρει μια μοναδική περιγραφική ερμηνεία σχετικά με
αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο, οντολογικό και θεολογικό ερώτημα της
θεοδικίας, της σημασίας της ενανθρώπησης του Θεού και της ελευθερίας του
θνητού ανθρώπου: «Εις την δομήν του κόσμου παρατηρείται ιεραρχική
τάξις, διαίρεσις εις ανώτερον και κατώτερον: Πυραμίς του είναι. Εις δε
το ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκομεν την ιδέαν της ισότητας, ως έμμονον
απαίτησιν των εγκάτων της συνειδήσεως ημών. Οι μεν (…) καταλήγουν εις το
συμπέρασμα του οντολογικού αναποφεύκτου της ανισότητας εις την κοσμικήν
ύπαρξιν και εις το ανθρώπινον είναι (…) οι δε (…) επιδιώκουν εμμόνως
την αποκατάστασιν της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος πρωτογόνου ισότητος
εις την ύπαρξιν της ανθρωπότητος (…). Ο Κύριος δεν αρνείται το γεγονός
της ανισότητας, την ιεραρχίαν, την διαίρεσιν εις ανώτερον και κατώτερον,
κρείττον και έλαττον, αλλ’ αυτήν την πυραμίδα του είναι ανατρέπει διά
της κορυφής προς τα κάτω, και τοιοτοτρόπως εγκαθιστά την εσχάτην
τελειότητα. Αναμφίβολος κορυφή της πυραμίδος του είναι τυγχάνη ο Ίδιος ο
Υιός του ανθρώπου, ο Μόνος αληθινός Κύριος. (…). Εις τον βυθόν της
ανεστραμμένης πυραμίδος, η βαθυτάτη κορυφή-πυθμήν της οποίας τυγχάνει ο
εκ της προς τον κόσμον αγάπης εσταυρωμένος Χριστός, ενεργείται όλως
ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως, και πνέει ιδιαιτέρα
ευωδία· εκεί ελκύεται δι’ αγάπης ο ασκητής. Η αγάπη του Χριστού πληγώνει
τον εκλεκτό της, επιφορτίζει και καθιστά την ζωήν του επίπονον, μέχρις
ότου επιτύχη την τελευταία της επιθυμίαν· οδούς δε προς επίτευξιν αυτού
του εσχάτου σκοπού εκλέγει ασυνήθεις».
Η άποψη του π. Σωφρονίου
είναι βιβλική: «Τό δέ ανέβη τι έστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τά
κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων
των ουρανων, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 9-10). Το ερώτημα της
αλήθειας στον ευρύτερο χώρο, όπου αλήθεια αλλά και αναλήθεια είναι
δυνατή και πραγματική αποτελεί ένα άλυτο φιλοσοφικό ζήτημα. Το ερώτημα
της δοκιμασίας της αλήθειας εκτός της επαληθεύσιμης ταυτότητας και δη
στον χώρο της δυνατότητας ή πραγματικότητας της αναλήθειας, του μηδενός,
του θανάτου, της αγωνίας, του σκότους, της αβύσσου θέτει βεβαίως κατά
συναφή τρόπο και ποικιλοτρόπως και ο Χάιντεγκερ. Όχι μόνο στο Είναι και
Χρόνος, αλλά κυρίως και πιο εκτεταμένα στις παραδόσεις του για τον
Χαίλντερλιν. Ιδού ένα δειγματοληπτικό εδάφιο: «Weil weder die Menschen
noch die Götter je von sich her den unmittelbaren Bezug zum Heiligen
vollbringen können, bedürfen die Menschen der Götter und die Himmlischen
bedürfen der Sterblichen: Nicht vermögen / Die Himmlischen alles.
Nemlich es reichen / Die Sterblichen eh’ in den Abgrund (Mnemosyne)».
Heidegger M., Hölderlins Hymnen ›Germanien‹ und ›Der Rhein‹, G.A. Bd.
39, Frankfurt a. M. 1989 (2. εκδ.), 68 κ.ε..
Εκκινώντας από αυτό το
κείμενο του π. Σ. Σαχάρωφ μπορούμε να ερωτήσουμε και να εξετάσουμε μήπως
το πρόσωπο δεν είναι εκστατική κατοχή του Είναι και της αλήθειας, αλλά
αντίθετα εκπλήρωση του αβυσσαλέου βάθους της θνητής φύσης. Επίσης
ενδέχεται η Γέννηση του Υιού του Πατρός από την θνητή Θεοτόκο να είναι η
«καρδιά», η κάτωθεν ανακεφαλαιωτική και μη βολονταριστική και κενή
αυθυπερβατική Αρχή της αλήθευσης, παράστασης και ζωής της Τριάδας των
θείων προσώπων, του Θεού.
Η δυνατότητα της πτώσης, η
ελευθερία, η πτώση, η ενανθρώπηση του Θεού και θέωση του ανθρώπου δεν
μπορεί να είναι δευτερογενές χαρακτηριστικό, απλό συμβεβηκός ενός
τοιουτοτρόπως παντοδύναμου, βολονταριστικού και πανθεϊστικού Θεού, παρά
αντίθετα έχει θέση στην «καρδιά» της ύπαρξής του, χαρακτηρίζει το όλο
πρόσωπο του Υιού και περαιτέρω και την Τριάδα. Αν είναι αξεσουάρ ενός
πανθεϊστικού και βολονταριστικού Θεού αφορά μόνο αυτόν στην κλειστή
ταυτότητά του και όχι την κοπιώδη και αβυσσαλέα ελευθερία, την ζωή και
τον θάνατο του ανθρώπου. Αφορά μόνο μια κλειστή και κενή βολονταριστική
ταυτότητα του Θεού χωρίς διαυγή αλήθευση εκτός της ίδιας. Μήπως μπορούμε
να δούμε μάλιστα την σειρά της ακολουθίας ενανθρώπηση-θέωση αντίστροφα;
Δηλαδή θέωση-ενανθρώπηση; Η ενανθρώπηση δηλαδή δεν μπορεί να αποτελεί
ανάληψη της ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ και συμβεβηκότος της τα πάντα
βολονταριστικά (αυθ)υπερβαίνουσας υπόστασης του Υιού. Η θέωση δε του
ανθρώπου δεν μπορεί αντίστοιχα να αποτελεί αυτόματο και αφηρημένο λογικό
και οντολογικό συμπέρασμα και συνεπόμενο μιας εκ της θείας
παντοδυναμίας ως δεδομένο και εξαντικειμενικευμένο factum, αξεσουάρ και
συμβεβηκός του Θεού πραγματοποιημένης ενανθρώπησης του Θεού. Ούτε
σημαίνει εξάλλου κοινωνία, μέθεξη θείου και ανθρώπινου στοιχείου επι τη
βάσει της γενικότερης λογικής και οντολογικής κατηγορίας της ταυτότητας
ως αυτόματο συνεπόμενο οντο-λογικό γεγονός μιας ως factum brutum
δεδομένης ενανθρώπησης. Δηλώνει αφ’ ενός γεγονός που ξεπερνά την
οντο-λογική έννοια της ταυτότητας-κοινωνίας-μέθεξης, αφ’ ετέρου δε
γεγονός που πρωταρχικά χαρακτηρίζει το όλο πρόσωπο του Υιού, τον Θεό και
δεν είναι μεταφυσικά επιβεβλημένο δεδομένο και απλό αξεσουάρ και
συμβεβηκός στο Θεό. Η σημασία της λέξης «Θεοτόκος» ερμηνεύει και
παριστάνει εν προκειμένω την έννοια της θέωσης του ανθρώπου και της
ενανθρώπησης του Θεού. Η θέωση είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Υιός
γεννάται από τον θνητό άνθρωπο και όχι γεγονός μιας κατά
μεταφυσικό-θεωρησιακό (spekulativ) τρόπο ανάληψης της ανθρώπινης φύσης
ως νεκρού αξεσουάρ από έναν πανθεϊστικό Θεό που δικαιολογεί
βολονταριστικά αυτή την πράξη του. Όπως ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα,
γεννάται και από τον άνθρωπο, από την Θεοτόκο. Πρόκειται για ένα ισότιμο
και παρόμοιο γεγονός. Για το γεγονός της Γέννησης του Υιού, κατά το
οποίο γεννάται από τον Πατέρα αλλά και από τον θνητό άνθρωπο, από τη
Θεοτόκο. Ο Θεός γεννάται από τη Θεοτόκο και έτσι ενανθρωπήζει, δεν
παραλαμβάνει απλώς ως αξεσουάρ και συμβεβηκός ανθρώπινη φύση και δεν
δικαιολογεί αυτή την πράξη του βολονταριστικά, μεταφυσικά-θεωρησιακά. Η
θέωση του ανθρώπου είναι θέωση, αλήθευση, παράσταση, γέννηση, ανάσταση
του Θεού από τον θνητό άνθρωπο. Λέγει ο Μάξιμος Ομολογητης: «(…) καὶ τὴν
ἐκ σωμάτων (…) ἡμετέραν ἐτίμησε γέννησιν, καὶ γενόμενος ἄνθρωπος ἀληθῶς
καὶ ἀνθρωπίνως γεννώμενος, (…)». (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ
Γρηγορίου, P.G. 91, 1320CD) Η υπόστασή του γίνεται ορίζοντας για την ζωή
της θνητής ανθρώπινης φύσης, αληθεύει, παριστάνεται από αυτή, «θεούται»
και έτσι εν ταυτώ ενανθρωπήζει.
Η θέωση του ανθρώπου που
είναι γέννηση, αλήθευση, «θέωση» του Θεού από την θνητή ανθρώπινη φύση
δηλώνει κάτι διαφορετικό από την πρόσληψη ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ
και συμβεβηκός από την υπόσταση του Υιού. Δηλώνει επίσης και εκφράζει
κάτι διαφορετικό από την σημασία της κοινωνίας που βασίζεται στην
γενικότερη οντολογική και λογική κατηγορία της ταυτότητας. Δηλώνει την
«θέωση» του Θεού δηλαδή την γέννηση του Θεού, την διαυγή και πρωτογενή
παράσταση και αλήθευση του Θεού εκεί και από εκεί όπου ο Θεός ελλείπει,
είναι όντως ελλείπων και όχι απλώς μη παρών εκεί αλλά αλλού ήδη ως
δεδομένος υπάρχων και ως δεδομένος δυνάμενος να προστεθεί πανθεϊστικά
και βολονταριστικά επί αυτού του εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού
χώρου της έλλειψής του. Η έλλειψή του στον χώρο της αβυσσαλέας
ελευθερίας του ανθρώπου δεν δύναται πλέον να αναιρεθεί από ένα
πανθεϊστικό ή βολονταριστικό θείο υποκείμενο. Αντίθετα ο Θεός αφίεται να
εκπηγάσει κατά υπέρθεο τρόπο ως διαυγής αλήθεια από τον εξωοντολογικό
χώρο της όντως ελλείπουσας αλήθειας του, ως Υιός της θνητής Μαρίας. Η
θέωση του ανθρώπου δεν σημαίνει έτσι μέθεξη, κοινωνία, προϊούσα
(οντο)λογική ταυτότητα Θεού και ανθρώπου κατά τα πρότυπα της οντολογίας
της ουσίας, της ταυτότητας και του υποκειμένου και της συγγενούς έννοιας
της αλήθειας ως επαλήθευσης και ταυτότητας ή αναλογίας όντων ή νοός και
όντος. Αυτή η αντίληψη δεν διαφέρει από την δυτική μεταφυσική. Το
«σκάνδαλο» του σταυρού, του θανάτου και της ανάστασης και αλήθευσης του
Θεού δεν περιορίζεται σε μια τέτοια ελλειμματική οντολογία και
γνωσιοθεωρία έναντι του εξωοντολογικού και αβυσσαλέου χώρου της
ελευθερίας, της δυνατότητας αλήθειας και αναλήθειας που ξεπερνά την
επαλήθευση κάθε υπαρκτού και κάθε κριτηρίου (δογματικού ή και πλήρως
αυτοκριτικού). Η θέωση του ανθρώπου παριστάνεται ως διαυγής και
εκπληκτική αλήθευση του Θεού, ως γέννηση και ανάσταση του Θεού από τον
την μη πανθεϊστικώς και βολονταριστικώς επαληθεύσιμη αλλά όντως
ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς εκζητούντα θάνατο του
ανθρώπου. Ο Θεός αφίεται να γεννάται, να ανίσταται, να εκπηγάζει και να
υπάρχει διαυγώς το πρώτον εκείθεν και δεν είναι δογματικός ή εκστατικός
κάτοχος του Είναι και της αλήθειας του. Η ενδεχόμενη κλειστή ταυτότητα
ενός παντοδύναμου Θεού, που επαληθέυεται διορθωτικά εκ της παντοδυναμίας
του, θα ήταν ελλειμματική απέναντι στο εξωοντολογικό και
εξω-πανθεϊστικό ερώτημα της αλήθειας του Θεού εκτός αυτής της
ταυτότητας. Η ενδεχόμενη δύναμη και παντοδυναμία, η δια της δύναμης και
βίας επιβολή της ταυτότητας οδηγείται διαλεκτικά και αυτοκριτικά στην
κατάρρευσή της ακριβώς σε μια κενή και αρνητική δύναμη εξάσκησης ισχύος.
Αυτή αναδεικνύεται ως πυρήνας της ταυτότητας, αφού επιθυμεί να
επιβάλλει την εγωιστική και απογυμνωμένη από διαυγή αλήθεια αξίωση της
ταυτότητας να ισχύσει εκτός εαυτής. Η δογματική αξίωση μιας τέτοιας
επιβολής οδηγείται μέσω της απόδειξής της σε μια αυτοκριτική διόρθωση,
αφαίρεση, αναγωγή της ταυτότητας σε μια θαθύτερη δύναμη, που τελικά
απισχάνεται εντελώς αυτοκριτικά σε μια κενή δύναμη αυθυπέρβασης και
βολονταριστικής ισχύος. Η δογματική αξίωση του λόγου κρύβει εντός της
και εξελίσσεται σε μια τραγική (και κωμική) αυτοκριτική, εκπίπτει στην
ίδια την απογυμνωμένη διαυγούς αλήθειας βολονταριστική αξίωσή της σε
αντίθεση προς τον Υιό του Θεού, «ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν
ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών»
(Φιλιπ. 2, 6) και γεννήθηκε, ανέστη και αλήθευσε εκείθεν διαυγώς. Η
σημασία, η αλήθεια του Θεού δεν είναι το να είναι δογματικός ή
εκστατικός κάτοχος του θείου Είναι και της αλήθειας, δηλαδή ελλειμματικά
βολονταριστικό, κενό αυθυπερβατικό υποκείμενο έναντι της εξωοντολογικής
και εξωπανθεϊστικής ερώτησης, της εν τω Άδη πάσχουσας έλλειψης και
νοσταλγίας αυτής της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικής αλήθειας,
αλλά να αφίεται να εκπηγάζει εκείθεν ως διαυγής αλήθεια και φως, διαυγές
πλήρωμα της αλήθειας.
Η προσπάθεια μάλιστα στα
πλαίσια μια τριαδολογικής προσωποκρατικής οντολογίας να κάνουμε την
ταυτότητα εκστατική προς άλλη ταυτότητα που κείται πέρα από το αρνητικό
όριό της (το οποίο ταυτίζεται με το θετικό – omnis determinatio est
negatio), να οδηγηθούμε σε μια ευρύτερη ταυτότητα και ενότητα όλων των
προσώπων, διορθώνει απλώς την αρχική ταυτότητα των προσώπων και τους
δημιουργεί μια καινούργια ως ενότητα, συμφωνία, αρμονία, κοινωνία, των
αρχικών ταυτοτήτων όλων των προσώπων. Και η νέα αυτή διόρθωση, είναι
διόρθωση ταυτοτήτων προς τον σκοπό μιας ταυτότητας όλων, εργάζεται με
βάση την κατηγορία της ταυτότητας, την διορθώνει διαλεκτικά και
αυτοκριτικά, εξαλείφει τις τριβές, αφαιρεί το μη ταυτόν και φτάνει σε
μια σμίκρυνση, σε μια αφαίρεση, σε μια κοινωνία, που αφαιρεί τις
πρότερες ταυτότητες σε μια τελική ταυτότητα. Η ως μοναδική θεολογική
και οντολογική άποψη θεωρούμενη έκσταση των προσώπων και η κοινωνία τους
ως αποτέλεσμα ελευθερίας και έκστασης πέρα από απριοριστικούς
οντολογικούς προσδιορισμούς απλώς διορθώνει και επιτείνει στο έπακρο την
ταυτότητά τους ως εκστατική ελεύθερη κατοχή που έχει αφαιρέσει το μη
κοινόν και το μη αληθές και έχει φτάσει σε μια τελική ταυτότητα όλων.
Εργάζεται διορθωτικά μέσα στα πλαίσια της οντολογίας της ουσίας και του
υποκειμένου με βάση τις κατηγορίες της κατοχής του Είναι, της ταυτότητας
και περαιτέρω της ενότητας και της επαλήθευσης. Η εκστατικότητα
σημαίνει αφαίρεση, άρνηση του μη ταυτού, αναζήτηση μιας τελικής πιο
κλειστής και πιο αφηρημένης ταυτότητας μέσω της άρνησης και αφαίρεσης,
την οποία η έκσταση εξασκεί και η οποία εν τέλει αποτελεί μάλιστα την
βαθύτερη και τελική ουσία της. Τελική ουσία της έκστασης είναι η ίδια η
έννοια της αποστεωμένης υπέρβασης, της αρνητικής ελευθερίας, η κενή
αρνητικότητα του αισθήματος αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης που κατέχει
εκστατικά και αρνητικά την ύπαρξη και την αλήθεια. Συνήθως λέμε ότι η
τοιουτοτρόπως εκστατική, αφαιρετική και (αυθ)υπερβατική του Είναι
υπόσταση του Πατέρα είναι η Αρχή που προδιαγράφει τις σχέσεις στην
Τριάδα και περαιτέρω την σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Μια
(αυθ)υπερβατική υπόσταση του Πατέρα που κατέχει εκστατικά το Είναι, το
περιορίζει υπό το εκστατικό υποκείμενό του και καλεί και τα άλλα πρόσωπα
να κοινωνήσουν με αυτό και να ορίσουν την ύπαρξή τους από αυτή την
σχέση αποτελεί μια νιτσεϊκή και στιρνεριανή εαυτήν θέλουσα, κάθε ίχνος
άλλου Είναι και αλήθειας αναλίσκουσα θέληση, έναν actus purus, ένα κενό
και αποστεωμένο αίσθημα αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης. Η ενανθρώπηση
όμως του Υιού Λόγου, η θέωση του ανθρώπου, η γέννηση και ανάσταση του
Θεού, του Υιού του ανθρώπου από την θνητή Μαρία Θεοτόκο, από τον θάνατο
του ανθρώπου είναι κάτι εκπληκτικά υπέρθεο και υπερούσιο και αυτό που
εκφράζει την «καρδιά» του Θεού. Ο Θεός δεν είναι βολονταριστικό
υποκείμενο αφαίρεσης και καταπίεσης υπό μια αφαιρετική και αποστεωμένη
κοινωνία παρά το διαυγές πλήρωμα της αλήθειας και ζωής. Ο Πατέρας δεν
είναι βολονταριστική και εκστατική αποστεωμένη Αρχή των προσώπων της
Τριάδας και όλου του υπαρκτού, αλλά ο Πατέρας του Υιού του ανθρώπου.
Είναι Πατήρ όχι μόνο του Υιού του και της θείας φύσης του, αλλά και της
ανθρώπινης φύσης του, η οποία λαμβάνει μέρος στην ενδοτριαδική ζωή. Ο
Υιός γεννάται και ανίσταται, αληθεύει και από την θνητή ανθρώπινη φύση. Η
ανάσταση του σώματός του είναι ανάσταση και όλου του προσώπου του. Ο
Υιός αφίεται να εκπηγάσει υπερθέως –δεν είναι δηλαδή δογματικό ή
εκστατικό υποκείμενο-κάτοχος του Είναι του- από την αβυσσαλέα έλλειψη
της μη πανθεϊστικής, όντως ελλείπουσας αλήθειας του στον Αδη ως αλήθεια
του σώματός του, ως ανάσταση του σώματος που είναι και ανάσταση του όλου
προσώπου του. Χριστός ανέστη, αφού ανέστη το σώμα του. Η γέννηση του
Υιού από τον Πατέρα ανακεφαλαιώνεται, παριστάνεται, αληθεύει καθώς ο
Υιός γεννάται και ανίσταται εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης, καθώς
γεννάται και ανίσταται η ανθρώπινη φύση του. Ο Πατέρας είναι υπερθέως
δωριζόμενος ορίζοντας στην εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης εκπηγάζουσα
αλήθεια και ζωή του Υιού του, εκπληκτικό και υπέρθεο Ναι προς την
Γέννηση του Υιού από την Θεοτόκο, προς την ζωή και αλήθεια του Υιού εκ
της ανθρώπινης φύσης του. Αφίεται να εκπηγάζει ως Πατήρ του Υιού του
ανθρώπου, δεν είναι εκστατικό υποκείμενο που διορθώνεται βολονταριστικά
και αυθυπερβατικά αποδεχόμενο τοιουτοτρόπως ως αξεσουάρ και συμβεβηκός
την Γέννηση του Υιού του από την Θεοτόκο. Είναι ο Πατήρ του Υιού του
ανθρώπου.
Ο χώρος της ελευθερίας, ο
χώρος της δυνατότητας της ζωής και του θανάτου, του Θεού και της
«κολάσεως», ο εξωοντολογικός χώρος πέρα από κάθε υπαρκτό και κάθε ασφαλή
επαλήθευση – η οποία μπορεί να πάρει την μορφή της άκρως εξελιγμένης
εκστατικής ή αυθυπερβατικής αυτοκριτικής – ο χώρος έξω από έναν
πανθεϊστικό Θεό, δεν μπορεί να αναιρεθεί, ούτε θα συνέβαλε η πιθανή
αναίρεσή του σε μια αληθέστερη ή πιο «θεϊκή» έννοια για τον Θεό. Η
δογματική ή αυτοκριτική επαλήθευση του Θεού από μια δύναμη κατίσχυσης
και αυθυπέρβασης εντός αυτού του έσχατου ορίζοντα σμικραίνει αυτοκριτικά
την ύπαρξη και αλήθεια του Θεού αε ένα κενό κριτήριο, ουσία του οποίου
είναι η απογυμνωμένη αρνητική επιβολή έναντι της ερώτησης της αλήθειας
του Θεού στον εξωοντολογικό αυτό ορίζοντα, στον οποίο δεν μπορεί να
είναι, και δεν μπορεί να ισχύσει ως τέτοια απογυμνωμένη κενή επιβολή. Οι
σχέσεις των προσώπων της Τριάδας ως σχέσεις υποκειμένων-κατόχων της
θείας ουσίας που κατέχουν εκστατικά την ουσία τους και έτσι φτάνουν σε
μια τελική ενότητα-ταυτότητα όλων διορθώνει απλώς την οντολογία και
γνωσιοθεωρία της επαλήθευσης της ουσίας και του υποκειμένου εντός του
έσχατου εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού ορίζοντα. Τα θεία τριαδικά
πρόσωπα σχετίζονται μεταξύ τους και φτάνουν στην τελική εκστατική
ταυτότητά τους έχοντας απόλυτη ελευθερία και δύναμη εξερχόμενα εκστατικά
και βολονταριστικά του θείου Είναι. Η ενανθρώπηση του Θεού είναι υπό
αυτή την έννοια μια πράξη εκστατικής και βολονταριστικής παντοδυναμίας
και (αυθ)υπέρβασης του Θεού, στο υποκείμενο του οποίου προσμετράται ως
ένα στοιχείο, ένα γεγονός, μια στιγμή, ένα αξεσουάρ η πρόσληψη της
ανθρώπινης φύσης. Η σημασία του όρου «Θεοτόκος», «Υιός του ανθρώπου»,
των δύο φύσεων και φυσικών θελήσεων και ενεργειών του Χριστού δηλώνουν
όμως κάτι άλλο. Ο Θεός δεν είναι απλά εκστατικώς διορθωμένη ταυτότητα
κατοχής του θείου Είναι και της αλήθειας, όπως σχηματίζεται μετά την
σχέση διορθωτικής επαλήθευσης μεταξύ θείων
υποκειμένων-προσώπων-ταυτοτήτων-εκστατικών κατόχων του θείου Είναι και
της θείας αλήθειας, αλλά είναι υπέρθεος Θεός καθώς αφίεται να γεννάται,
εκπηγάζει, ανίσταται, αληθεύει από την θνητή ανθρώπινη φύση, από την
αγωνιούσα έλλειψη της αλήθειας του στον θάνατο αυτής. Καρδιά του Θεού
είναι αυτό το εκπληκτικά υπέρθεο γεγονός και όχι η διορθωτική σχέση
εκστατικών υποκειμένων-κατόχων του θείου Είναι. Καρδιά του Θεού είναι να
είναι ως εκπηγάζων εκπλήρωση της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικώς
επαληθεύσιμης αλήθειας του στον θάνατο και από τον θάνατο του ανθρώπου.
Δεν είναι υποκείμενο που κατέχει εκστατικά την ουσία του και
διορθώνεται, θεμελιώνεται, αποδεικνύεται, βελτιώνεται, εξίσταται
κατέχοντας το Είναι του και περαιτέρω και τον άνθρωπο ως αξεσουάρ και
συμβεβηκός από μια βαθύτερη δύναμη εντός του έσχατου εξωπανθεϊστικού και
εξωοντολογικού ορίζοντα. Αντίθετα υπάρχει, είναι το πρώτον εκπηγάζων
στον και από τον την ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς
εκζητούντα θάνατο του ανθρώπου.
«Καρδιά» της Τριάδας είναι η
γέννηση του Υιού του Πατέρα από την Θεοτόκο. Η Τριάδα ανακεφαλαιώνεται,
παριστάνεται εκ νέου από αυτό το υπέρθεο γεγονός, της γέννησης και
ανάστασης του Θεού από τον Άδη του θανάτου του ανθρώπου, από την
πρωτογενή και αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της όντως ελλείπουσας και μη
επαληθεύσιμης αλήθειας του Θεού. Η προ-αιωνιότητα της Τριάδας δεν είναι
ακίνητο υπέρχρονο παρελθόν παρά εκπληκτικώς υπέρθεη εκπήγαση της θείας
αλήθειας και ζωής εξ ενός ενθαδικού «σήμερον» στον παροντικό λειτουργικό
χρόνο. «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος
μυστηρίου η φανέρωσις, ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται (…)»
Δεν είναι άχρονη ακινησία, αρνητικός προσδιορισμός έναντι του χρόνου,
παρά η εκπληκτικώς εκπηγάζουσα υπέρθεη αλήθεια εκ της εκζητούσας
έλλειψης και νοσταλγίας αυτής της αλήθειας. Αυτή είναι η προαιώνια και
έσχατη Τριάδα πλέον. Ο τριαδικός Θεός είναι υπέρθεος και υπερούσιος όχι
επειδή εξίσταται και αναιρεί ως εκστατικό αυθυπερβατικό υπερ-υποκείμενο
την φύση, θεία και ανθρώπινη και τον εκάστοτε εκστατικό εαυτό του, παρά
αντιθέτως επειδή εκ-πληρώνει την αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της
εξωοντο-λογικώς και εξω-πανθεϊστικώς όντως ελλείπουσας και μη
επαληθεύσιμης αλήθειας του.
Ο Σωφρόνιος Σαχάρωφ
διηγούμενος την ζωή του αγίου Σιλουανού και ερμηνεύοντας και την δική
του με θεολογική γλώσσα θέτει τον θρόνο του Θεού στην άβυσσο μιας όλο
και βαθύτερης ανθρώπινης θλίψης που φτάνει μέχρι τον Άδη. «Ο χριστιανός
πορεύεται προς τα κάτω, εκεί εις το βάθος της ανεστραμμένης πυραμίδος,
όπου συγκεντρούται η φοβερά πίεσις, όπου είναι ο αίρων την αμαρτίαν του
κόσμου Χριστός.» (Ο Γέρων Σιλουανός, ο.α., 246). Μπορούμε να βρούμε
ανάλογο παράδειγμα πέρα από αυτό του Μαξίμου Ομολογητή; Ενδεχομένως
μπορούμε να προτείνουμε προς διερεύνηση το παράδειγμα ορισμένων αναφορών
στα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη καθώς και το παράδειγμα του Ανδρέα
Κρήτης.
πηγή: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου