Δια την ελληνικήν και πάσαν άλλην μετάφρασιν
© (1995) Stavropegic Monastery of St John
the Baptist ISBN 1 874679 12 6
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Άγγλιας The Old Rectory,
Tolleshunt Knights, by Maldon, ESSEX CM9 8EZ, GREAT BRITAIN
1996
Εισαγωγικά
Αι έξ ενότητες του παρόντος βιβλίου αποτελεούν κείμενα τα οποία εγράφησαν
ή εξεφωνήθησαν εις συγκεκριμένας ευκαιρίας, κατόπιν δε έτυχον επεξεργασίας και
εδημοσιεύθησαν εις περιοδικά υπό του ιδίου του συγγραφέως, ζώντος έτι αυτού.
Τα κείμενα ταύτα καλύπτουν χρονικήν περίοδον τεσσαράκοντα ετών.
α’) Το «Περί των βάσεων της Ορθοδόξου ασκήσεως» κείμενον
εγράφη πρωτοτύπως εις την ρωσικήν, παρουσιάσθη το 1952 εις Παρισίους, και
εδημοσιεύθη εις το περιοδικόν «Messager de l’Exarchat du Patriarche russe en Europe occidentale» (τεύχη 13 και 14), κατά το έτος 1953, υπό τον τίτλον
«Об основах православного подвижничества».
Η γαλλική μετάφρασις αυτού, «Des fondements de l’ascèse orthodoxe», εδημοσιεύθη εις το αυτό περιοδικόν το επόμενον έτος
1954 (τεύχη 17 και 18). Η έκδοσις αύτη μετ’ ελαφρών διορθώσεων και αλλαγών επί
της μορφής απετέλεσε το δεύτερον μέρος του βιβλίου του Γέροντος Σωφρονίου «La felicité de connaitre la voie», σελ. 11‐55.
Αγγλική μετάφρασις αυτού
εδημοσιεύθη εν έτει
1964 εις το περιοδικόν
«The Orthodox Ethos», Studies in
Orthodoxy, τόμ. 1, σελ. 259‐286, υπό τον τίτλον
«Principles of orthodox asceticism».
Την ενότητα αυτήν μετεφράσαμεν εκ του ρωσικού
ακολουθήσαντες ως προς την μορφήν το γαλλικόν κείμενον.
β’) Το κείμενον «Περί της αναγκαιότητος των τριών
αποταγών εις τον Άγιον Ιωάννην Κασσιανόν τον Ρωμαίον [//10] και τον Άγιον Ιωάννην
τον Σιναΐτην» αποτελεί κατ’ ουσίαν ανάπτυξιν του «περί των τριών αποταγών»
υποκεφαλαίου (α 30‐34), του Β’ κεφαλείου της μελέτης «Περί των βάσεων της Ορθοδόξου
ασκήσεως». Το κείμενον τούτο αποτελεί διάλεξιν, ήτις εδόθη υπό του συγγραφέως
εις την Οξφόρδην, και εξεδόθη εις την γαλλικήν εις το Sonderdruck aus Studia Patristica V. Edited by F.L.Cross, Akademie‐Berlin 1962, υπό τον τίτλον
«De la nécessité des trois reoncements chez St. Cassien le Romain et
St. Jean Climaque».
γ’) Το «Περί χριστιανικής τελειότητος και μοναχισμού» κείμενον
αποτελεί γραπτήν του Γέροντος Σωφρονίου εις ερώτησιν επισκέπτου τινός εκ Ρωσίας,
ήτις εδόθη ως ομιλία την 31ην
Αυγούστου 1992, κατά την ώραν (10.30‐11.30 π.μ.) της
καθ’ εκάστην Δευτέραν τακτής συνάξεως της αδελφότητος του Τιμίου Προδρόμου.
Επισυνάπτοντες τούτο εις το τέλος της μελέτης «Περί των βάσεων της Ορθοδόξου
ασκήσεως» δηλούμεν το συγγενές του θέματος. Καίτοι εις τινα σημεία το περιεχόμενον
αυτού φαίνεται να αφορά εξωτερικώς εις την Εκκλησίαν της Ρωσίας, κατά κύριον λόγον,
εθεωρήσαμεν ότι, παρά ταύτα, δύναται να αποτελέση μήνυμα ενότητος δια πάσαν
Εκκλησίαν, μοναστικήν αδελφότητα, οικογένειαν και οιανδήποτε άλλην μορφήν «κοινής»
ζωής.
δ’) Η μελέτη «Η ενότης της Εκκλησίας κατ’ εικόνα
της Αγίας Τριάδος» συνετάχθη αρχικώς κατά την δεκαετίαν του ’50 και εδημοσιεύθη
κατά πρώτον εν Παρισίοις εις το περιοδικόν «Contacts», τεύχη 21, 23 και 24, υπό τον τίτλον «Unité
de l’Eglise à
l’image de la Sainte Trinité». Εν συνεχεία αύτη συμπεριελήφθη εις το πρώτον μέρος
του βιβλίου του Γέροντος Σωφρονίου «La felicité de connaitre la voie», γενομένων
επ’ αυτής ωρισμένων αλλαγών επί της [//11] μορφής
αυτής κυρίως. Δια την ελληνικήν μετάφρασιν
της ενότητος αυτής ηκολουθήσαμεν το κείμενον τούτο, το οποίον εθεωρείτο υπό του
συγγραφέως ως τελικόν.
ε’) Ο «Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν» εξεφωνήθη εις
την ρωσικήν, αργότερον δε συνετάχθη υπό του συγγραφέως και εδημοσιεύθη εις το
περιοδικόν
«Messager de l’Exarchat du Patriarche russe en Europe occidentale», τεύχος 19, Paris 1954, σελ. 127‐135,
υπό τον τίτλον «Слово на Преображение Господне».
Ϛ’) Ο «τελευταίος λόγος» αποτελεί τους τελευταίους
λόγους τους οποίους απηύθυνεν ο Γέρων Σωφρόνιος προς το εκκλησίασμα κατά την ημέραν
της εορτής του Αγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων (11ην Μαρτίου
1993), εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου της Ι. Μονής του Τιμίου
Προδρόμου, πριν ούτος διανείμη το αντίδωρον, ευχηθή και ευχαριστήση ένα έκαστον
των παρευρισκομένων. Αύτη ήτο και η εσχάτη Θεία Λειτουργία την οποίαν ετέλεσε
–εκτός της ημέρας του Πάσχα (18ην Απριλίου 1993), κατά την οποίαν απλώς συνελειτούργησεν–,
ακριβώς τέσσαρες μήνας, προ της κοιμήσεως αυτού, η οποία έλαβε χώραν την 11ην Ιουλίου
1993.
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας
[//14]
Το περί των βάσεων της Ορθοδόξου ασκήσεως κείμενον
αποτελεί διάλεξιν δοθείσαν την 30ην Νοεμβρίου
1952 εις την αίθουσαν της Ενώσεως «Ορθόδοξος Δράσις» (Православное Дело), εν Παρισίοις. Κατ’ αυτήν παρουσιάσαμεν το
περιεχόμενον ενός εκ των κεφαλαίων του ανεκδότου άχρι του νυν τρίτου μέρους του
ημετέρου βιβλίου «ο Γέρων Σιλουανός», εν τω οποίω προϋπετίθετο η έκθεσις των βάσεων
της Ορθοδόξου ασκήσεως και του μοναχισμού. Σκοπός της διαλέξεως αυτής ήτο να
καταστήσωμεν πλέον προσιτόν εις τους αναγνώστας του βιβλίου το θέμα τούτο, προς
κατανόησιν της πείρας και της ζωής του Γέροντος. Ούτως εξηγείται και ο
περιορισμός του υπό εξέτασιν ευρυτάτου θέματος περί των βάσεων της ασκήσεως εις συγκεκριμένας
πλευράς αυτού –ήτοι εις τα είδη της κουράς
και το περιεχόμενον των υποσχέσεων–, καθώς επίσης και η αποσιώπησις, επί του
επιπέδου της πείρας, της δογματικής και της ανθρωπολογίας εκείνων των θέσεων,
αι οποίαι εξετάζονται εις το πρώτον μέρος του
βιβλίου.
(Σημείωσις του συγγραφέως εις την ρωσικήν έκδοσιν
της διαλέξεως αυτής εις το περιοδικόν «Messager de l’Exarchat du Patriarche russe en Europe occidentale», Paris 1953, Τεύχος 13).
[//15]
Α’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ
Το παρόν θέμα παρουσιάζεται ως το πλέον επίκαιρον
ουχί μόνον δι’ όσους καλούνται ασκηταί
υπό την στενήν και ούτως ειπείν ειδικήν της λέξεως έννοιαν, ήτοι δια τους
μοναχούς, αναχωρητάς και ερημίτας, αλλά και δια πάντα χριστιανόν εν γένει. Επί
πλέον, το επίκαιρον και «σύγχρονον» του θέματος τούτου εις πάντας τους αιώνας, εις
πάσαν εποχήν, παραμένει το αυτό εξ επόψεως
ουσίας, ως προς την ποιότητα ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος, την οποίαν έχομεν
επί του προκειμένου υπ’ όψιν.
Εις την παρούσαν περίστασιν, έχων κατά νουν την διάθεσιν
του ακροατηρίου, θα επιχειρήσω να ομιλήσω ως απλούς άνθρωπος, ελεύθερος εκείνου
το οποίον θα ωνόμαζε τις «ακαδημαϊκότητα», ώστε να μη λάβη η ομιλία αφηρημένον
διανοητικόν χαρακτήρα. Θα πράξω δε τούτο και διότι εις την πραγματικήν ζωήν της
Εκκλησίας η θεολογία νοείται προ παντός ως διαμονή εν τω Θεώ. Η ύπαρξις αφηρημένης
θεολογίας, ως ακαδημαϊκής επιστήμης, καίτοι εμφανίζεται τρόπον τινα ως αναπόφευκτος
δια την Εκκλησίαν του Χριστού εντός των ιστορικών συνθηκών του κόσμου τούτου,
εν τούτοις εγκυμονεί πάντοτε εν εαυτή τον κίνδυνον αποκοπής εκ της αυθεντικής
εν Πνεύματι ζωής και δύναται ευκόλως να οδηγήση εις φιλοσοφικάς θεωρίας νόθου πίστεως
ή [//16] και άνευ
πίστεως, εις τας οποίας δεν υπάρχει η σώζουσα και ανακαινίζουσα ημάς δύναμις,
ως παρετήρησε Ρώσος φιλόσοφος. Δεν θα ήθελον να διέλθω την ώραν ταύτην ακάρπως
δια σκέψεων αναφερομένων εκτός του επιπέδου της ζωής αυτής. Αντιθέτως επιθυμία
μου είναι να εισέλθω ακριβώς εντός της ζωής ταύτης, όσον το δυνατόν βαθύτερον.
Καθώς αυξάνει εν τω κόσμω η «δυναμική του ολέθρου»,
αυξάνουν και αι οδύναι της ανθρωπότητος, ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται και η συναίσθησις
της ανάγκης υπερνικήσεως αυτών. Όσον αδικαιολόγητα και αν είναι τα παθήματα, τα
οποία εμφανίζονται ως συνέπεια μόνον της αμαρτίας και ουδόλως των αντικειμενικών
συνθηκών ζωής, ήτοι των δοθεισών υπό του Θεού εις την ανθρωπότητα, εν τούτοις
συνιστούν την πραγματικότητα, η οποία μετά δυνάμεως αιχμαλωτίζει πάντας ημάς.
Όλοι ανεξαιρέτως πάσχουν. Οι μεν υπό αρνητικήν έννοιαν, παρασυρόμενοι εις το
κοινόν ρεύμα των παθών του κόσμου τούτου, οι δε υπό θετικήν έννοιαν, ένεκα της
αγάπης αυτών προς την ανθρωπότητα. Και ούτως, εφ’ όσον το νόημα της υπάρξεως ημών
ευρίσκεται ουχί εις τα παθήματα, τα μαρτυρούντα την ατέλειαν ημών, αναποφεύκτως
εγείρεται το πρόβλημα της καταπολεμήσεως αυτών, της σωτηρίας εξ αυτών, πράγμα
το οποίον κατορθούται εις την ζωήν του λογικού ανθρώπου δι’ ελευθέρου αγώνος, δια της ασκήσεως.
Ο ασκητισμός, ως έργον πνευματικόν, είναι αναποσπάστως
συνδεδεμένος ουχί μόνον μετά πασών των γνωστών ιστοριών των μεγάλων και μικρών
θρησκειών, αλλ’ εν γένει και μετά παντός ανθρωπίνου πολιτισμού (culture), εισέτι και μη
θρησκευτικού. Πάσαι αι θρησκείαι, [//17] ειδωλολατρία, βουδισμός, ινδουϊσμός, μωαμεθανισμός,
πάσαι αι σύγχρονοι εις ημάς μορφαί του πανθεϊσμού, της θεοσοφίας, του
εσωτερισμού, της ανθρωποσοφίας και των ομοίων προς αυτά μυστικών ρευμάτων, και
εν τέλει ο Χριστιανισμός ημών, έχουν την ιδίαν αυτών ασκητικήν «κουλτούραν», εκάστη
των οποίων διαφέρει ποικιλοτρόπως εκ της ετέρας, ένεκα της δογματικής συνειδήσεως
της κειμένης εις την βάσιν πάσης θρησκείας
εν γένει και παντός επί μέρους ασκητισμού.
Θα αφήσωμεν κατά μέρος το ενδιαφέρον θέμα της
συγκρίσεως των ασκητικών παραδόσεων και της εξαρτήσεως αυτών εκ των αντιστοίχων
δογματικών συνειδήσεων. Προέχει να σκιαγραφήσωμεν κατά τον συντομώτερον και συνάμα
σαφέστερον τρόπον την γενικήν εικόνα της ορθοδόξου χριστιανικής ασκήσεως.
Χριστιανός δι’ ημάς είναι μόνον εκείνος, ο οποίος
δέχεται τον Χριστόν ως την απόλυτον Αλήθειαν και Δικαιοσύνην, ως τον μόνον Θεόν‐Δημιουργόν
και Θεόν‐Σωτήρα. Ανενδοιάστως απορρίπτομεν πάσαν απόπειραν τοποθετήσεως του Χριστού εις την σειράν άλλων «ιδρυτών
θρησκειών» ή «μεγάλων Διδασκάλων της ανθρωπότητος», έστω και εις προέχουσαν θέσιν.
Ο Χριστιανισμός αποτελεί δι’ ημάς μοναδικήν αποκλειστικότητα, και εις ουδεμίαν
περίπτωσιν εξετάζεται ως μία εκ των «παραδόσεων» καθώς επιχειρείται υπό άλλων.
Ημείς εκκινούμεν εκ των λόγων του Χριστού: «Ουδείς
επιγινώσκει τον Πατέρα ει μη ο Υιός και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι»
(Ματθ. ια’ 27), και
«ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ Εμού» (Ιωάν. ιδ’ 6), και «εάν μη
πιστεύσητε ότι Εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (Ιωάν. η’ 24),
κ.α.
Αι εντολαί του Χριστού είναι αντανάκλασις της αιωνίου [//18] Θείας ζωής
εις τον κόσμον ημών και συγχρόνως η οδός προς αυτήν. Εκάστη θεωρία, όσον
και εάν φαίνηται υψηλή και θεία, έξω του Χριστού δεν δύναται να καταυγάζηται εκ
του Φωτός της Θεότητος. Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην ορίζομεν ως νόημα και σκοπόν
της Ορθοδόξου ασκήσεως την τήρησιν των εντολών του Χριστού μετ’ αφοσιώσεως τοσούτον
ολοκληρωτικής, ώστε αύται να καταστούν ο μοναδικός και αιώνιος νόμος ολοκλήρου του είναι ημών.
Και εάν ερωτήση τις ποίαι ακριβώς είναι αι εντολαί αύται, απαντώμεν: Ιδού η πρώτη:
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής
σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου … Και δευτέρα ομοία
αυτή· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», διότι κατά τον λόγον του Χριστού
«εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται» (Ματθ.
κβ’ 40, πρβλ. Μάρκ. ιβ’ 30‐31).
Έχοντες λοιπόν προσδιορίσει τον σκοπόν και το νόημα
της χριστιανικής ασκήσεως, θα προβώμεν νυν εις την εξέτασιν εκείνων των μορφών
τας οποίας ενδύεται η εν Θεώ ζωή αύτη, όταν πραγματοποιήται εις το ανθρώπινον
ημών έργον.
Η ημετέρα αντίληψις περί ασκήσεως δύναται να
προσδιορισθή συνθετικώς ως ελεύθερος και συνειδητός αγών ή πάλη δια την απόκτησιν
της χριστιανικής τελειότητος. Αλλ’ η τελειότης ως ημείς εννοούμεν αυτήν ουδόλως
εμπεριέχεται εις την κτιστήν φύσιν του ανθρώπου, και ως εκ τούτου δεν είναι
δυνατόν να αποκτηθή απλώς δι’ αναπτύξεως των δυνατοτήτων της φύσεως ταύτης,
λαμβανομένης καθ’ εαυτήν εντός των ορίων αυτής. Η τελειότης ημών πραγματοποιείται
μόνον [//19] εν τω Θεώ
και είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου, η άσκησις καθ’ εαυτήν ουδέποτε
αποβαίνει δι’ ημάς σκοπός· αποτελεί μόνον μέσον, μόνον εκδήλωσιν της ελευθερίας
και συνέσεως ημών επί της οδού προς απόκτησιν της δωρεάς του Θεού.
Ως συνειδητός αγών, η άσκησις ημών αποβαίνει εν τη
εξελίξει αυτής επιστήμη, τέχνη, πνευματική καλλιέργεια. Αλλ’ επαναλαμβάνομεν, όσον
υψηλή και εάν είναι η καλλιέργεια αύτη, εκ της ανθρωπίνης αυτής απόψεως, έχει
εντελώς συμβατικήν αξίαν. Πάσα μορφή ασκήσεως –νηστεία, αγρυπνία, εγκράτεια, βίος
αυστηρός, πτωχεία υπό μορφήν ακτημοσύνης και απουσίας επιθυμίας «κτήσεως» ως
ελευθερία εκ της εφ’ ημάς εξουσίας του υλικού κόσμου· υπακοή ως υπερνίκησις της
εγωϊστικής «ατομικής» θελήσεως ημών και ως μία εκ των υψηλών και θαυμασίων
φανερώσεων της αγάπης ημών προς τον Θεόν και προς τον πλησίον· ερημικός βίος ως
αναζήτησις εσωτερικού καταφυγίου, όπου να δύναται τις να «προσεύχηται τω Πατρί
εν τω κρυπτώ»· μελέτη εν τω λόγω του Θεού, ουχί υπό την «εξωτερικήν» έννοιαν, ήτοι
προς απόκτησιν ακαδημαϊκής γνώσεως, αλλά κατά τρόπον διαποτίζοντα ολόκληρον την
ύπαρξιν δι’ εκείνου του πνεύματος της εν χάριτι ζωής και Θεογνωσίας,
το οποίον εμπεριέχεται εις την Αγίαν Γραφήν και τα έργα των Αγίων Πατέρων·
σωφροσύνη ως υπερνίκησις των «αλόγων» κινήσεων της σαρκός και εν γένει του
«σαρκικού φρονήματος» δια της παραμονής εν τη μνήμη του Θεού· ανδρεία, μακροθυμία,
ταπείνωσις, συμπάθεια και ευσπλαγχνία ως έκφρασις της αγάπης προς τον Θεόν και τον
πλησίον· πίστις ως αυτούσιος εκδήλωσις αυτής της αγάπης– δύναται και οφείλει
να είναι η λογική και ελευθέρα άσκησις του [//20] ανθρώπου, μέχρις ότου έλθη η τα πάντα στερεούσα ενέργεια της Θείας Χάριτος
να σφραγίση τους ασκητικούς αγώνας· πάσα μορφή ασκήσεως θα παραμένη ανθρώπινον έργον,
και κατά συνέπειαν φθαρτόν.
Επί τη βάσει των ανωτέρω, το παν εις την άσκησιν
ημών έγκειται εις την επίτευξιν συμφωνίας της θελήσεως και της ζωής ημών μετά
της θελήσεως και της ζωής του Ιδίου του Θεού. Η συμφωνία αύτη εκφράζεται
και πραγματοποιείται κυρίως εν τη
προσευχή, και ως εκ τούτου η προσευχή αποτελεί την κορυφήν πασών των ασκητικών
εργασιών και το κέντρον από του οποίου πάσα άλλη ενέργεια αντλεί την δύναμιν
και ευρίσκει την επικύρωσιν αυτής. Η καλλιέργεια της ορθοδόξου ασκήσεως φθάνει
την υψηλοτέραν αυτής έκφρασιν και τελειότητα εν τη προσευχή. Η αληθινή προσευχή
εισάγει ημάς εις το Θείον Είναι δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Ιδού διατί
κατ’ εξοχήν η προσοχή και η δύναμις του ασκητού στρέφονται ακριβώς εις την άσκησιν
της προσευχής. Η προσευχή δύναται να
ποικίλλη επ’ άπειρον και κατά την μορφήν και κατά την ποιότητα αυτής. Η τελειοτέρα
εν τούτοις μορφή είναι η καλουμένη καθαρά προσευχή. Χάριν της αποκτήσεως της
καθαράς αυτής προσευχής ο χριστιανός ασκητής εγκαταλείπει οπίσω αυτού τα πάντα.
Και εις την εγκατάλειψιν αυτήν συνίσταται, κατ’ ουσίαν, εκείνο το οποίον είναι
εις πάντας ημάς γνωστόν ως μοναχική αποταγή του κόσμου.
Η αναφορά του λόγου ημών εις τον μοναχισμόν είναι
δυνατόν να φανή απροσδόκητος, ή να εκληφθή, κατά τινα τρόπον, ως περιορίζουσα
τον γενικόν χαρακτήρα του θέματος τούτου. Αλλά νομίζω ότι, εάν γνωρίσωμεν εις τί
συνίσταται η ουσία του μοναχισμού, τότε [//21] έκαστος εξ ημών θα επιτύχη ευκολώτερον την εφαρμογήν
της γνώσεως ταύτης εις πάσας τας άλλας μορφάς της ανθρωπίνης ζωής, διότι ο
μοναχισμός δεν αποτελεί άλλην τινά πίστιν διάφορον εκείνης των λοιπών χριστιανών.
Ο μοναχισμός είναι μόνον άλλη μορφή ζωής, η οποία εκπηγάζει εξ αυτών των εντολών
του Χριστού, η τήρησις των οποίων απαιτεί άσκησιν. Δεν υπάρχει χριστιανός ο οποίος
δεν οφείλει να είναι ασκητής. Ως εκ τούτου όταν ομιλώμεν περί της ουσίας της
μοναχικής πολιτείας, ομιλούμεν περί πράγματος οικείου εις έκαστον ορθόδοξον
χριστιανόν. Εάν νυν θελήσωμεν να εξετάσωμεν τας συνθήκας, εντός των οποίων
αναπτύσσεται ο μοναχισμός,
είναι ευνόητον ότι πρέπει να
μελετήσωμεν τας
«υποσχέσεις» τας οποίας δίδει ο μοναχός κατά την κουράν, την σπουδαιότητα
αυτών και την σχέσιν αυτών προς τον σκοπόν ημών.
Αλλ’ είναι δυνατόν θα ερωτήση τις, να οικοδομήσωμεν
ζωήν αυθεντικήν επί της αρνήσεως και της αποταγής; Ουχί βεβαίως. Και αι εντολαί
του Χριστού έχουν χαρακτήρα εξ ολοκλήρου θετικόν –«αγαπήσεις»–, και εν γένει όλη
η εν Θεώ ζωή οφείλει να είναι πράξις μόνον θετική. Εκεί όπου ενεργεί η Θεία αγάπη,
αγών, υπό την έννοιαν της εκουσίου αρνητικής προσπαθείας προς υπερνίκησιν αυτών
ή εκείνων των παθών, δεν υπάρχει. Εκείνος ο οποίος είναι πλήρης της αγάπης του
Χριστού, εκείνος όστις
κατέχει αυτήν την αγάπην τρόπον
τινά
«φυσικώς»,
αυτός δεν έχει
ανάγκην να αρνηθή
οιανδήποτε σχέσιν προς
τον
κόσμον, προκειμένου να αποφύγη την δουλείαν των παθών, διότι είναι ήδη ελεύθερος
εξ αυτών. Εις την τοιαύτην κατάστασιν, εκάστη ενέργεια του ανθρώπου επί του
πνευματικού επιπέδου, [//22] ήτοι επί του επιπέδου της τηρήσεως των εντολών του
Χριστού, δεν απαιτεί βίαν προς εαυτόν, αλλ’ αποτελεί φανέρωσιν μόνον αγάπης, ακόπου
έτι δε και γλυκείας. Ένεκα όμως της πτώσεως του ανθρώπου η καθαρώς θετική αύτη
κατά τας ευαγγελικάς εντολάς ενέργεια, ως αδιάλειπτος διαμονή και αύξησις εν τω
αγαθώ, ως Θεία αγάπη, συμπλέκεται αναποφεύκτως –εντός των ορίων της παρούσης ζωής–
μετά της αρνητικής προσπαθείας της ασκήσεως, ήτοι του αγώνος αντιστάσεως προς
τον ενεργούντα εν ημίν «νόμον της αμαρτίας». «Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται»,
λέγει η Γραφή (Α’ Ιωάν, ε’ 19). Το δε «πονηρόν» έγκειται εις το ότι ο άνθρωπος
κατέστη δούλος της αμαρτίας. Η αποκατάστασις αυτού εις την πρωτόκτιστον φύσιν
του ελευθέρου ανθρώπου, η αναγέννησις αυτού εις την αιώνιον Θείαν ζωήν, η μεταμόρφωσις και θέωσις ολοκλήρου
της υπάρξεως αυτού, επιτελείται δια της συνεργίας του Θεού και του ανθρώπου.
Εις τον τελευταίον, ήτοι τον άνθρωπον, επικρατεί η αρνητική προσπάθεια, εις δε
τον πρώτον, ήτοι τον Θεόν, κυριαρχεί πάντοτε μόνον η θετική πραγματικότης.
Είναι αναγκαίον να είπωμεν ότι η ιδέα της αποταγής
του κόσμου ωδήγησε την πλειονότητα των ανθρώπων εις την θεώρησιν του μοναχισμού
ως υποθέσεως καθ’ υπερβολήν θλιβεράς,
βαρείας, σκοτεινής.
Εν τούτοις, ουδέποτε αντεμετώπισαν ούτω την οδόν
ταύτην όσοι επέλεξαν αυτήν. Ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, επί παραδείγματι,
ομιλών μετ’ ενθουσιασμού περί του είδους τούτου της ζωής, ονομάζει αυτό «τρίτην
χάριν». Πρώτη χάρις υπήρξεν ο νόμος του Μωϋσέως. Δευτέρα
είναι «η χάρις αντί χάριτος», την οποίαν πάντες ημείς ελάβομεν εκ του πληρώματος
του Χριστού, [//23] κατά τον λόγον του Ιωάννου
του Θεολόγου (βλ. Ιωάν. α’ 16). Και
εν τέλει τρίτη χάρις είναι το «μοναχικόν» τούτο πρότυπον ζωής το δοθέν εις τον άνθρωπον,
εννοούμενον ως ουράνιος ζωή, ως κατάβασις του αγγελικού κόσμου επί της γης, ως
απόκτησις και πραγματοποίησις εν τη ιστορία εκείνου το οποίον κατά την ουσίαν
αυτού κείται πέραν των ορίων αυτής.
Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπραντζιανίνωφ, διαπρεπής ασκητής
και επίσκοπος της Ρωσικής Εκκλησίας του παρελθόντος αιώνος, εκφράζεται ως εξής
περί του μοναχισμού:
«Η χριστιανική τελειότης έγκειται εις την εσωτερικήν
(καρδιακήν) καθαρότητα, ένεκα της οποίας εμφανίζεται ο Θεός, αποκαλύπτων την
διαμονήν Αυτού εν τη καρδία δια των πολλών και ποικίλων χαρισμάτων του Αγίου
Πνεύματος. Ο αποκτήσας την τελειότητα ταύτην καθίσταται φορεύς φωτός, εκπληρών
την εντολήν της αγάπης προς τον πλησίον ουχί δια σωματικής υπηρεσίας, αλλά δια
της διακονίας του Πνεύματος, καθοδηγών τους σωζομένους, εγείρων αυτούς εκ της
πτώσεως, θεραπεύων τας ψυχικάς αυτών πληγάς. Ο χορός των μοναχών παρέσχεν εις
την Εκκλησίαν του Χριστού ποιμένας, οι οποίοι ουχί δι’ επιτηδευμένων λόγων
ανθρωπίνης σοφίας, αλλά δια των λόγων του Πνεύματος, των επικυρουμένων δια θαυμάτων,
εποίμαναν και εστερέωσαν την Εκκλησίαν.
»Ιδού διατί η Εκκλησία μετά την περίοδον των
μαρτυρίων επεξετάθη προς την έρημον. Εκεί ευρίσκεται η τελειότης Αυτής, η πηγή
του φωτός Αυτής και η κυρία δύναμις της στρατευομένης Εκκλησίας. Ποίοι ήσαν ο
Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Επιφάνιος, οι Μητροπολίται Μόσχας Αλέξιος
και Φίλιππος, [//24] και δια μιας λέξεως πάντες οι Άγιοι ποιμένες; Ουχί δε μόνον εις την
αρχιερατικήν, αλλά και εις την απλήν μοναχικήν τάξιν υπήρχε πλήθος φωστήρων, από
του Μεγάλου Αντωνίου και του Ιωάννου του Δαμασκηνού μέχρι του Σεργίου του
Ραντονέζ και του Γεωργίου του Εγκλείστου. Ούτοι εστερέωσαν την πίστιν. Κατήγγειλαν
και συνέτριψαν τας αιρέσεις. Άνευ των μοναχών θα εξηφανίζετο ο Χριστιανισμός εν
τω κόσμω. Ιδού οπόσον απαραίτητος είναι δια την Εκκλησίαν του Χριστού η τελειότης,
άνευ της οποίας και η σωτηρία μετ’ αυτής ταύτης της πίστεως δύνανται ευκόλως να
απολεσθούν, διότι απαιτούνται “αισθητήρια δια την έξιν γεγυμνασμένα προς διάκρισιν
καλού τε και κακού” (Εβρ. ε’ 14). Εις την τελειότητα ταύτην έφθασαν εν τη πρώτη
Εκκλησία οι ασκηταί, οι μάρτυρες και εν συνεχεία οι μοναχοί. Η αγαμία, η
ακτημοσύνη, η νηστεία, ο κόπος, η αγρυπνία, η εν έργω αγάπη, είναι μόνον όπλα,
μέσα προς απόκτησιν της τελειότητος, ουχί όμως αυτή αύτη η τελειότης …
»Ίσως είπη τις ότι είναι εξαιρέτως τολμηρά μία
τοιαύτη γνώμη περί του μοναχισμού, αποκαλύπτουσα υπερηφανίαν καρδίας. Αλλ’ όπως
εντός σκοτεινού δωματίου πλείστη όση ρυπαρότης μένει απαρατήρητος, ενώ εντός
δωματίου φωτισμένου υπό των λαμπρών ακτίνων του ηλίου και η ελαχίστη κόνις
διακρίνεται και ενοχλεί τον οικοδεσπότην, ούτω και το Άγιον Πνεύμα, ο διδάσκαλος
της ταπεινώσεως, φωτίσαν ως άλλος ήλιος την καρδίαν του ανθρώπου, “υπερντυγχάνει
στεναγμοίς αλαλήτοις” και δεικνύει εις τον άνθρωπον την μηδαμινότητα της
δικαιοσύνης αυτού, ως λέγει ο Ησαΐας: “η δικαιοσύνη ημών ως ράκος αποκαθημένης”
(Ησ. ξδ’ 5). Η πραγματική διαβολική υπερηφανία [//25] είναι να αρνήται τις την υπάρχουσαν δωρεάν του Θεού,
ως μη υπάρχουσαν»1.
Εάν δεν θέλωμεν να απολέσωμεν την ζέσιν της εφέσεως
ημών προς την τελειότητα, κατά την προς ημάς εντολήν του Χριστού «έσεσθε ουν
υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστι» (Ματθ. ε’
48), τότε οφείλομεν να μη παρεκκλίνωμεν εκ της περί μοναχισμού συνειδήσεως της
υποδεικνυομένης υπό των Αγίων Πατέρων. Όντως, εάν συγκεντρώσωμεν την προσοχήν
ημών εις τας εκδηλώσεις της εξωτερικής μόνον πλευράς της εκκλησιαστικής
καθημερινότητος, τότε ευκόλως δυνάμεθα να καταβληθώμεν τω πνεύματι, έτι δε και
να «σκανδαλισθώμεν». Όταν όμως φέρωμεν εν εαυτοίς την βαθείαν συνείδησιν περί
της ουσίας της Εκκλησίας και περί της εν Αυτή δοθείσης εις ημάς Θείας ζωής, τότε
οιαδήποτε εξωτερική κατάστασις, οσονδήποτε και εάν είναι ενίοτε δύσκολος και
αποκρουστική, ουδόλως θα δυνηθή να μεταθέση ημάς από της πέτρας της αγάπης του
Χριστού, κατά τον λόγον του Προφήτου Δαβίδ:
«Писма Аскета»
Ας έλθωμεν νυν εις το κύριον θέμα, δια να ομιλήσωμεν
περί των τριών ειδών κλήσεως, των τριών αποταγών, των τριών τύπων σταυρού, των
τριών βαθμών μοναχικής κουράς.
Μεταξύ των ασκητών παρατηρείται διαφορά τις ως
προς την κατανόησιν του ενός ή του άλλου θέματος, δεδομένου ότι η πλήρης αποδοχή
της δογματικής διδασκαλίας και παραδόσεως της Εκκλησίας δεν αποκλείει τοιαύτας
επί μέρους διαφοράς. Ούτως επί παραδείγματι μεταξύ των Αθωνιτών μοναχών είναι
δυνατόν να συναντήσωμεν την τάσιν προς μίαν μόνον κουράν. Τούτο ιδιαιτέρως
παρατηρείται εις την έρημον, εις τα μικρά κελλία, εις τας σκήτας, σπανιώτερον δε εις τα μοναστήρια. Εκεί τελείται απ’ ευθείας
η κουρά του μεγάλου σχήματος. Ο άνθρωπος
αποφασίζει άπαξ δια παντός. Εις την ευρυτέραν όμως ζωήν της Εκκλησίας παρατηρούμεν
την παράδοσιν τριών βαθμήδον μοναχισμού: πρώτη η του ρασοφόρου, ήτοι η ρασοφορία
άνευ των υποσχέσεων· Δευτέρα η του μικρού σχήματος, ήτοι του μανδύου, και τρίτη
η του μεγάλου σχήματος. Αι τρεις [//27] αύται βαθμίδες μοναχικής καταστάσεως αντιστοιχούν
προς τας τρεις αποταγάς, περί των οποίων ομιλούν οι Άγιοι Πατέρες, ιδιαιτέρως
δε ο Αββάς Παφνούτιος εις το βιβλίον του Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου (Ομιλία
ΙΙΙ) και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Λόγος
Β’ και Θ’). Ας εξετάσωμεν δι’ ολίγων τας τρεις αυτάς αποταγάς.
Ο Αββάς Παφνούτιος –περί του οποίου εις το προ ολίγου
μνημονευθέν έργον του Αγίου Κασσιανού αναγράφεται: «Εν τω χορώ των αγίων, οίτινες
ως λαμπροί αστέρες λάμπουν εν τη νυκτί του κόσμου τούτου ομοίως προς τον μέγαν
αστέρα, έλλαμψε δια της αίγλης της γνώσεως αυτού ο Μέγας Παφνούτιος»2– έλεγε: «Διακρίνομεν
τρία είδη κλήσεως· υπάρχουν ωσαύτως τρεις αποταγαί, πάσαι δε απαραίτητοι δια
τον μοναχόν, οιουδήποτε είδους και εάν είναι η κλήσις αυτού»3. Κατά τον μέγαν
αυτόν ασκητήν, η πρώτη κλήσις γίνεται απ’ ευθείας εκ του Θεού· η Δευτέρα δια μέσου
των ανθρώπων· και εν τέλει η τρίτη εξ
ανάγκης. Χαρακτηριστικόν της πρώτης είναι μία έμπνευσις, η οποία πληροί την
καρδίαν του ανθρώπου, έτι και εις τον ύπνον, έλκουσα αυτόν ακρατήτως προς την
αγάπην του Θεού, προς τας εντολάς του Χριστού. Η δευτέρα, η δια μέσου των ανθρώπων,
συμβαίνει, όταν φλεχθή τις υπό της επιθυμίας του Θεού μέσω λόγου
ή επιδράσεως αγίων ανθρώπων. Η τρίτη, η εξ ανάγκης, προέρχεται εξ επισυμβάντων
[//28] εις ημάς
κινδύνων ζωής, συμφορών ή απωλείας συγγενών, γεγονότων τα οποία παρακινούν τον άνθρωπον
να καταφύγη προς τον Θεόν.
Ας προσθέσωμεν όμως εις την διδασκαλίαν των Αγίων
Πατέρων ωρισμένας παρατηρήσεις, τας οποίας συνεκεντρώσαμεν κατά την μακροχρόνιον
επικοινωνίαν ημών μετά πολλών ασκητών του Αγίου Όρους.
Άνθρωποι τινες ανδρούμενοι εν τη Εκκλησία δια των
αιωνοβίων παραδόσεων Αυτής, δια της υπερόχου λατρείας, των θείων μυστηρίων, των
ανεξαντλήτων λειτουργικών και δογματικών θησαυρών –δυνάμει των οποίων γεννάται
εντός αυτών αγαλλίασις και ειρήνη– δεν υπόκεινται εις οξείας κρίσεις και βιαίας
μεταστροφάς. Η πνευματική αυτών αύξησις συντελείται άνευ θυελλωδών ρήξεων. Ενίοτε
εις τοιαύτας ψυχάς γεννάται εκ νεότητος εισέτι βαθεία και ισχυρά έφεσις προς
τον Θεόν, η οποία κυριαρχεί εφ’ όλου του είναι αυτών. Αι τοιαύται ψυχαί προσέρχονται
εις τον μοναχισμόν κατά τρόπον απλούν και φυσικόν.
Εντελώς διάφορος είναι η περίπτωσις εκείνων, οι
οποίοι ούτως ή άλλως απώλεσαν τον Θεόν, επορεύθησαν μακράν Αυτού ή και επάλαισαν
μετ’ Αυτού. Η
«μεταστροφή» αυτών λαμβάνει συνήθως μορφήν οξείας εσωτερικής κρίσεως,
συνοδευομένης πολλάκις υπό κλονισμών και διαταραχών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις είναι
δυνατόν να προκληθούν ψυχικαί ασθένειαι ή άλλαι ψυχοπαθολογικαί καταστάσεις μέχρι
παραφροσύνης. Η πνευματική αναγέννησις τοιούτων ανθρώπων ενίοτε εξ εσχάτης –από
πάσης επόψεως– πτώσεως επιτελείται δυνάμει εντόνου βιώσεως της χάριτος, η οποία
επί ψυχολογικού επιπέδου εμφανίζεται ως ιδιαίτερον είδος «αποφασιστικότητος».
[//29] Η χάρις εισάγουσα τον άνθρωπον
εις τον κόσμον του Θείου Φωτός, παρά την ελκυστικήν αυτής δύναμιν, δεν αίρει
την ελευθερίαν της βουλήσεως αυτού ούτε απαλλάσσει αυτόν τελείως εκ περαιτέρω πάλης,
έτι δε και από αμφιταλαντεύσεων. Οι λαβόντες πείραν της χάριτος εκτίθενται εις
πειρασμούς και δυνατόν να φθάσουν έτι μέχρι δαινομικού σκοτασμού, οπότε η
αποκτηθείσα γνώσις, καταλιπούσα αναποφεύκτως βαθέα ίχνη εις την νοητικήν συνείδησιν
του ανθρώπου, δυνατόν να παραδοθή εις την υπηρεσίαν του κακού. «Και γίνεται τα έσχατα
του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων», λέγει ο Χριστός (Ματθ. ιβ’ 45, Λουκ.
ια’ 26).
Ενίοτε, εν τούτοις, η χάρις εκχέεται τοσούτον αφθόνως,
ώστε η ψυχή εν βαθεία αισθήσει και εναργώς αισθάνεται την ανάστασιν αυτής. Τότε
η εσωτερική μαρτυρία του Πνεύματος περί
της αληθείας καθίσταται τοσούτον οφθαλμοφανής, ώστε εις την ψυχήν δεν μένει πλέον
χώρος δι’ αμφιβολίας ή ταλαντεύσεις.
Η αγάπη προς τον Θεόν υπερπληροί όλην την ύπαρξιν και η έλξις προς Αυτόν
κυριαρχεί πάσης άλλης επιθυμίας. Εις τοιαύτας περιπτώσεις η ψυχή στερεούται
καθ’ όλην την μετέπειτα ζωήν και λαμβάνει την ελευθερίαν εκ των εσωτερικών
συγκρούσεων εις όλον το βάθος αυτής. Τότε δεν υπάρχουν εις αυτήν βασανιστικαί
αναζητήσεις της αληθείας και όλη η πάλη αυτής εις το εξής συγκεντρούται εις την
προσπάθειαν, όπως πραγματοποιήση εν τη ζωή αυτής το γνωσθέν κατά την ώραν της
Θείας επισκέψεως.
Δεν θα επεκταθώμεν
περισσότερον εις το θέμα τούτο. Θα είπωμεν μόνον ότι οι Άγιοι Πατέρες ουδέποτε
κατεφρόνησαν οιονδήποτε είδος κλήσεως, διότι η ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζει
πλήθος περιπτώσεων κατά [//30] τας οποίας οι κληθέντες κατά το τρίτον είδος, ήτοι
εξ ανάγκης, κατώρθωσαν να επιτύχουν εις το τέλος της οδού αυτών μεγαλυτέραν
τελειότητα, ή οι κληθέντες έτι και κατά το πρώτον είδος. Όθεν οι Πατέρες έκρινον
ουχί εκ της αρχής της οδού, αλλά εκ της τελειώσεως αυτής.
Εις αναλογίαν τινά προς τα τρία είδη κλήσεως ευρίσκονται
αι τρεις αποταγαί, ως επίσης και οι τρεις βαθμοί της μοναχικής αφιερώσεως. Κατά
τον Άγιον Παφνούτιον αι τρείς αύται απαρνήσεις εξελίσσονται κατά την ακόλουθον
τάξιν:
Πρώτον, όταν σωματικώς εγκαταλείπωμεν πλούτον και
κτήσεις του κόσμου τούτου. Δεύτερον, όταν εγκαταλείπωμεν τας προτέρας συνηθείας
και τα πάθη, τόσον του σώματος όσον και της ψυχής. Και εν τέλει, τρίτον, όταν
αποχωρίζωμεν τον νουν από παντός ορατού και προσκαίρου, και βυθιζώμεθα εν πνεύματι
εις την θεωρίαν του αοράτου και αιωνίου. Ο μέγας Αββάς Παφνούτιος λέγει: «Αι
τρεις αύται αποταγαί είναι απαραίτητοι δια να φθάση τις εις την τελειότητα».
Εις το σημείον τούτο φαίνεται άκρως ενδιαφέρον να
αναφέρωμεν την περί της αναγκαιότητος των τριών αποταγών διδασκαλίαν ενός άλλου
μεγάλου διδασκάλου του ανατολικού μοναχισμού, του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ο
οποίος εκφράζεται ως εξής: «Ουδείς εν τω ουρανίω νυμφώνι στεφανηφορών εισελεύσεται,
μη την πρώτην και δευτέραν και τρίτην αποταγήν αποταξάμενος· λέγω δη, την πάντων
των πραγμάτων και ανθρώπων και γονέων· και την εκκοπήν του ιδίου θελήματος· [//31] και τρίτην αποταγήν της
κενοδοξίας, της επακολουθούσης τη υπακοή»4.
Εάν νυν αποπειραθώμεν να συγκρίνωμεν την διδασκαλίαν
των δύο Αγίων, εκ πρώτης όψεως θα σχηματισθή η εντύπωσις ότι η «έκτασις» των
υποδειχθεισών υπ’ αυτών τριών αποταγών δεν είναι η αυτή. Ο Άγιος Ιωάννης αρχίζει
τρόπον τινα δια μεγαλυτέρας αποταγής και καταλήγει εις μικροτέραν εν αντιθέσει
προς τον Άγιον Παφνούτιον. Ο τελευταίος, εν τη αναλύσει αυτού, την αποταγήν των
συγγενών συμπεριλαμβάνει εις έν μετά της εγκαταλείψεως των προτέρων συνηθειών,
του τρόπου σκέψεως, των ηθικών έξεων και εν γένει των κοσμικών παθών, ήτοι εν
τη Δευτέρα αποταγή. Ο δε της Κλίμακος Άγιος απαιτεί τούτο, ήτοι την εγκατάλειψιν πάντων εν γένει των
ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και των γονέων, ήδη εις το πρώτον στάδιον. Εν τη
Δευτέρα αποταγή ομιλεί μόνον περί της εκκοπής του ιδίου θελήματος και εν τη τρίτη
περί της απαρνήσεως πάσης κενοδοξίας.
Θα ηδύνατο εν τούτοις να παρατηρήση τις ενταύθα
την εκπληκτικήν ενότητα του πνεύματος και της παραδόσεως, παρά την εξωτερικήν διαφοράν
των διατυπώσεων, η οποία μαρτυρεί απλώς περί της γνησιότητος και ανεξαρτησίας
των δύο προσωπικών εμπειριών. Η μόνη διαφορά έγκειται εις την «έκτασιν» της πρώτης
αποταγής.
Δια τον εισερχόμενον εις το στάδιον της ασκήσεως ο
Άγιος Παφνούτιος θεωρεί επαρκή εν τη πρώτη αποταγή την εξωτερικήν μόνον εγκατάλειψιν
του κόσμου [//32] και των υλικών κτήσεων, και κατατάσσει ήδη
εις την περαιτέρω ζωήν την πάλην κατά των παθών και
των προλήψεων της προγενεστέρας ζωής. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αντιθέτως,
απαιτεί εξ αρχής την αποταγήν από πάντων των ανθρώπων, ει δ’ άλλως θεωρεί ούτος
αβεβαίαν την έξοδον εκ του κόσμου. Εν συνεχεία, ήτοι εν τη δευτέρα αποταγή,
ομιλεί περί της πάλης κατά των παθών, δεικνύων ήδη κατ’ ακριβέστερον τρόπον το
κέντρον της πάλης αυτής, και εις τούτο
αναμφιβόλως έγκειται η ανωτερότης της διατυπώσεως αυτού.
Αλλά και εν τη τρίτη αποταγή η διατύπωσις του Αγίου
Ιωάννου είναι επίσης τελειοτέρα, καίτοι κατά το περιεχόμενον αυτής παραμένει
εντελώς ομοία προς εκείνην του Αγίου Παφνουτίου. Ο τελευταίος εις την τρίτην
αποταγήν ομιλεί περί της αποσπάσεως του νοός από παντός ορατού και της καταδύσεως του πνεύματος εις την θεωρίαν
του αοράτου και αιωνίου. Εν τη ψυχή
του μη εισέτι κεκαθαρμένου από των παθών
ασκητού δύναται η διατύπωσις αύτη να διεγείρη την ενέργειαν της φαντασίας, διότι
το «αόρατον και αιώνιον» θα ηδύνατο να είπη
τις, ίσταται εισέτι εκτός του ανθρώπου. Η διατύπωσις δε του Αγίου Ιωάννου
–«αποταγή κενοδοξίας»– εισάγει τον ασκητήν εις αυτό τούτο το βάθος της εσωτερικής
πάλης, και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις
«υψηλάς σφαίρας», αλλ’ αναγκάζει αυτόν να νήφη έως τέλους.
Καίτοι επέτρεψα εις εμαυτόν να εκφράση γνώμην περί
ανωτερότητος των διατυπώσεων των τριών βαθμών αποταγής του Αγίου Ιωάννου έναντι
εκείνων του Αββά Παφνουτίου, όμως επαναλαμβάνω ότι είναι αύται τελειότεραι μόνον
υπό την, ούτως ειπείν, ασκητικο‐παιδαγωγικήν [//33] άποψιν, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένουν εντελώς αι αυταί.
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της
κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι, ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις
τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπερνίκησις της εξουσίας
του κόσμου εφ’ ημάς.
Εις τί συνίσταται όμως η νίκη επί του κόσμου;
Γνωρίζομεν εν τη Εκκλησία σειράν αγίων ιδιάζοντος
τύπου, –τους «δια Χριστόν σαλούς». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής
ασκήσεως εμφανίζεται ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής.
Ο σκοπός του «δια Χριστόν σαλού» είναι να καταφρονήται
υπό του κόσμου και των ανθρώπων. Πολλοί δεν δύνανται να εννοήσουν την άσκησιν
ταύτην και διακρίνουν εν αυτή διαστροφήν, ενώ κατ’ ουσίαν είναι ο ύψιστος βαθμός
αποφυγής της δόξης παρά των ανθρώπων, και εν τούτω ακριβώς έγκειται η νίκη επί του κόσμου.
Ο Κύριος λέγει: «Ου θέλετε
ελθείν προς Με ίνα ζωήν έχητε.
Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω· αλλ’ έγνωκα υμάς ότι
την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς
… Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν
την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;» (Ιωάν. ε’ 40‐44). Εκ των λόγων τούτων του
Χριστού συμπεραίνομεν ότι η αποδοχή της «δόξης παρά ανθρώπων» είναι πρόσκομμα έτι
και δια την πίστιν. Θέλω να είπω ότι, εάν δι’ αυτής της ζωής ημών ακολουθήσωμεν
την κατά τον Ιωάννην αποταγήν της κενοδοξίας, τότε θα ίδωμεν ότι αύτη κατά τον
ασφαλέστερον τρόπον θα οδηγήση τον άνθρωπον ακριβώς εις το να μετοικήση ούτος
δια του νοός και του πνεύματος αυτού εις τον Θείον κόσμον, εξερχόμενος [//34] του προσκαίρου. Η κατάστασις
αύτη έχει και άλλην δυνατότητα εφαρμογής, ήτοι την απομάκρυνσιν εις την έρημον,
ως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ: «Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω»
(Ψαλμ. νδ’ 8). Και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Άρτι γαρ ανθρώπους πείθω ή Θεόν; Ή
ζητώ ανθρώποις αρέσκειν; Ει γαρ έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην»
(Γαλ. α’ 10). Και ευθύς αμέσως συνεχίζει: «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον
το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι
κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά
δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11‐12).
Και ούτως εάν το Ευαγγέλιον τούτο δεν είναι «κατά άνθρωπον»
και ούτε διδάσκηται υπ’ ανθρώπων, τότε αναμφιβόλως η τρίτη αποταγή κατά τον Ιωάννην,
ήτοι η της κενοδοξίας, αποτελεί την ευθείαν οδόν, ήτις οδηγεί εις την μετοίκησιν
του πνεύματος ημών εις τον Θείον κόσμον.
Η διδασκαλία περί των τριών αποταγών, απαραιτήτων
δια την ανάβασιν προς την τελειότητα, συμπίπτει μετά του λόγου περί των τριών
σταυρών, αντιστοίχων προς αυτάς. Εκάστη των αποταγών είναι κατ’ ουσίαν η αποδοχή ενός σταυρού. Και εις τους Αγίους Πατέρας
ευρίσκομεν αυστηράς παραινέσεις όπως η ανάβασις επί εκάστου σταυρού πραγματοποιήται
συμφώνως προς τας δυνάμεις εκάστου. Αι απόπειραι αναβάσεως επί του σταυρού
του αντιστοιχούντος προς την τελευταίαν
αποταγήν τιμωρούνται αυστηρώς, εάν γίνωνται προώρως, ήτοι ουχί δια της επιγνώσεως
εκείνης [//35] η οποία οφείλει να συνοδεύη ταύτας. Ωμίλησα περί επιγνώσεως, αλλά θα προετίμων
μάλλον να είπω περί εμπειρίας και πραγματικής πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου.
Εκείνος ο οποίος, πριν ή ασκηθή εις τα ταπεινότερα, αναγινώσκων τα έργα των Αγίων
Πατέρων, ορμά υπερηφάνως να ανέλθη εις το ύψος της καθαράς προσευχής, ήτοι προς
τον τελευταίον σταυρόν, ούτος κατακρημνίζεται οικτρώς εις την γην. Μετά ιδιαιτέρας
δυνάμεως ομιλεί περί τούτου ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ως επίσης και ο Άγιος Θεοφάνης
ο Έγκλειστος, μέγας ασκητής, θεολόγος και επίσκοπος του παρελθόντος αιώνος. Ο
τελευταίος έγραψε και θαυμάσιον λόγον, Περί των τριών σταυρών. Κατ’ αυτόν, η πρώτη
μορφή σταυρού είναι ο εξωτερικός σταυρός, επιβαλλόμενος υπό των συμφορών και
των θλίψεων, αι οποίαι συναντούν τον άνθρωπον κατά την διάρκειαν της επιγείου
αυτού ζωής. Ο δεύτερος σταυρός είναι η εσωτερική πάλη του ανθρώπου μετά των παθών
και των επιθυμιών. Και ο τρίτος
είναι ο σταυρός
της ολοκληρωτικής παραδόσεως
ημών εις το θέλημα του Θεού. Ο τελευταίος ούτος,
κατά τον Θεοφάνην την Έγκλειστον, είναι συνέπεια των δωρεών της χάριτος του Αγίου
Πνεύματος και εν τη τελειοτέρα αυτού μορφή αρμόζει μόνον εις τους τελείους.
Ενταύθα συναντώμεν εκ νέου διαφόρους διατυπώσεις, αλλά μετ’ απαραλλάκτου κατ’
ουσίαν περιεχομένου και πνεύματος. Εν τούτοις την απόδειξιν ότι η πλήρης εγκατάλειψις
εις το θέλημα του Θεού είναι ουχί άλλο τι αλλ’ η τρίτη αποταγή, αφίνομεν δι’ άλλην
περίπτωσιν, προκειμένου να μεταβώμεν εν συνεχεία εις το θέμα των τριών βαθμίδων
και των τριών βασικών υποσχέσεων του μοναχισμού.
Ανωτέρω ανεφέρθη ήδη ότι η αρχική κουρά τελείται άνευ
υποσχέσεων υπό των εισερχομένων εις το μοναχικόν στάδιον. Η κουρά αύτη εις τον Άθωνα
θεωρείται μάλλον ως ευλογία, ήτις παρέχει το δικαίωμα να «φέρη τις ράσον», εξ ού
και το όνομα «ρασοφόρος». Προ της τελέσεως της κουράς ταύτης, προηγείται καθοδήγησις
περί της σημασίας του μοναχισμού και της αναγκαιότητος της αποταγής του κόσμου
και των συγγενών. Εν τούτοις ο αρχάριος δεν δίδει υποσχέσεις, και ως εκ τούτου
ο βαθμός ούτος είναι κατά βάθος εισέτι στάδιον δοκιμασίας και προπαρασκευαστικής
εκπαιδεύσεως προς άσκησιν.
Ο δεύτερος βαθμός είναι «το μικρόν σχήμα» ή άλλως
ο «Μανδύας». Κατά την τέλεσιν του μικρού σχήματος ο μοναχός προφέρει πλέον τας
υποσχέσεις. Τότε αι υποσχέσεις αύται δίδονται ουχί σταδιακώς αλλ’ εν τω συνόλω
αυτών.
Αι αυταί υποσχέσεις επαναλαμβάνονται, υπό τινα διάφορον
μορφήν, κατά την κουράν του «μεγάλου σχήματος» ή απλώς «σχήματος».
Το γεγονός ότι αι τρεις υποσχέσεις δίδονται αμέσως
(εν τω συνόλω αυτών) και ουχί σταδιακώς κατά την ανάβασιν εις τους προαναφερθέντας
βαθμούς του μοναχισμού, φαίνεται εξωτερικώς ως να αντιφάσκη [//37] προς την τάξιν ή προς την
δομήν, την οποίαν έχομεν περιγράψει εις τον λόγον περί της σειράς των αποταγών.
Τούτο όμως αποτελεί εξωτερικήν μόνον αντίφασιν. Και εν τη μια και εν τη άλλη
περιπτώσει πρόκειται μάλλον περί βαθμιαίας αυξήσεως εις την πνευματικήν γνώσιν.
Και αι τρεις υποσχέσεις συνδέονται δι’ ενός μοναδικού σκοπού, ως και αι τρεις
αποταγαί. Η επανάληψις των ιδίων υποσχέσεων κατά την «κουράν» του μικρού και του μεγάλου σχήματος
εκφράζει ουχί τον προσωρινόν χαρακτήρα των μεν έναντι των δε, αλλά την αύξησιν
εις την γνώσιν της δυνάμεως και σημασίας αυτών. Μολονότι η εξωτερική αυτών μορφή
ολίγον διαφέρει, η εσωτερική συνείδησις του ανθρώπου δύναται να αλλάξη βαθέως. Δια
να μη απολέσωμεν εξ όψεως αυτήν ταύτην την ουσίαν της εν πνεύματι χριστιανικής
ζωής, πρέπει να τονίσωμεν ενταύθα εκ νέου ότι πάσαι αι τάξεις αύται αφιερώσεως,
κουράς και υποσχέσεων δεν είναι απολύτως αναγκαίαι δια την απόκτησιν της Θείας
αγάπης και τελειότητος. Η τελευταία καθίσταται δυνατή και εκτός του μοναχισμού,
αλλ’ όμως δια παρομοίου πάντοτε τρόπου ζωής. Όπως ακριβώς εγράφη περί του
Χριστού, «το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι», πας άνθρωπος δύναται
να αυξάνη και να κραταιούται
πνευματικώς, χωρίς να είναι μοναχός. Η δε πείρα
της Εκκλησίας κατέδειξε το όφελος των μεθόδων αυτών.
Και ο Απόστολος Πέτρος λέγει: «Διό μάλλον, αδελφοί,
σπουδάσατε βεβαίαν υμών την κλήσιν και εκλογήν ποιείσθαι· ταύτα γαρ ποιούντες
ου μη πταίσητε ποτε. Ούτω γαρ πλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την
αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και Σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β’ Πέτρ. α’ 10‐
11).
[//38] Ιδού αι υποσχέσεις αι διδόμεναι
κατά την κουράν του μικρού σχήματος:
1. Παραμένεις
τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου
αναπνοής;
2. Φυλάττεις
σεαυτόν εν παρθενία και σωφροσύνη και ευλαβεία;
3. Σώζεις
μέχρι θανάτου την υπακοήν τω προεστώτι και πάση τη εν Χριστώ Αδελφότητι;
4.
Υπομένεις πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν του μονήρους
βίου δια την βασιλείαν των ουρανών;
Και εις το μέγα σχήμα:
1. Αποτάσση
τω κόσμω και τοις εν τω κόσμω κατά την εντολήν του Κυρίου;
2. Παραμένεις
τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου
αναπνοής;
3. Σώζεις
μέχρι θανάτου την υπακοήν τω προεστώτι και πάση τη εν Χριστώ Αδελφότητι;
4.
Υπομένεις πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν του μονήρους
βίου δια την βασιλείαν των ουρανών;
5. Φυλάττεις
σεαυτόν εν παρθενία και σωφροσύνη και ευλαβεία;
Εις τας ανωτέρω ερωτήσεις δίδεται η απάντησις:
«Ναι, του Θεού συνεργούντος».
Δυνατόν να εγερθή η εξής απορία: Εάν κατά την κουράν
του μικρού σχήματος δίδωνται τέσσαρες υποσχέσεις και εις εκείνην του μεγάλου πέντε, διατί τότε γίνεται λόγος περί τριών αποταγών;
Η παράδοσις της Εκκλησίας ανάγει την ουσίαν της
μοναχικής κουράς εις τρεις υποσχέσεις, ήτοι: την υπακοήν, την σωφροσύνην και
την ακτημοσύνην. Θα ακολουθήσωμεν την σειράν ταύτην, χωρίς να εισέλθωμεν προς
στιγμήν εις τας λεπτομερείας του θέματος τούτου, [//39] το οποίον
καθίσταται έτι περιπλοκώτερον, εάν
εξετάσωμεν το περιεχόμενον των ακολουθιών των (δύο) κουρών.
Ούτως, εις τας προτροπάς του Ηγουμένου προς τον
προσερχόμενον εις την κουράν διαπιστούμεν υποδείξεις και προς άλλας «υποθήκας»,
επί παραδείγματι: Τον καθαρισμόν από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, την
απόκτησιν ταπεινοφροσύνης, την απώθησιν του θράσους της βιοτικής συνηθείας, την
καρτερίαν εν τη προσευχή, τον ζήλον εν τη νηστεία, την προθυμίαν εν ταις αγρυπνίαις,
την επιτήρησιν των πονηρών λογισμών. Και εν τούτοις, πάντα ταύτα συνοψίζονται
εις τρεις υποσχέσεις: την υπακοήν, την σωφροσύνην και την ακτημοσύνην.
Εις τον λαμβάνοντα το μικρόν σχήμα ο Ηγούμενος
απευθύνει και την εξής παραίνεσιν: «Χρη ουν σε, αρξάμενον της οδού της απαγούσης
επί την Βασιλείαν
των ουρανών, μη στραφήναι εις τα οπίσω· ου γαρ εύθετος έση εις την Βασιλείαν
των ουρανών. Μη ούν προτιμήσης τι του Θεού· μη αγαπήσης μήτε πατέρα, μήτε μητέρα,
μήτε αδελφούς, μήτε τινα των ιδίων, μήτε σεαυτόν αγαπήσης υπέρ τον Θεόν· μη τας
βασιλείας του κόσμου, ή ανάπαυσιν οιανδήποτε και τιμήν …»5.
Κατά την κουράν του μεγάλου σχήματος η αποταγή του
κόσμου εκφράζεται μετά μεγαλυτέρας
εισέτι εμφάσεως. Εκεί
ο Ηγούμενος λέγει:
«Υφηγούμαι ουν σοι την τελειοτάτην ζωήν, εν ή κατά μίμησιν η του Κυρίου
πολιτεία διαδείκνυται … Η αποταγή ουδέν άλλο εστί, κατά
τον ειπόντα, ει μη σταυρού και θανάτου επαγγελία. Γίνωσκε ουν από της παρούσης
ημέρας σταυρούσθαι [//40] και νεκρούσθαι τω κόσμω
δια της τελειοτάτης αποταγής· αποτάσση γαρ γονεύσιν, αδελφοίς, γυναικί, τέκνοις,
πατράσι, συγγενείαις, εταιρίαις, φίλοις, συνήθεσι, τοις εν κόσμω θορύβοις,
φροντίσι, κτήσεσιν, υπάρξεσι, τη κενή και ματαία ηδονή τε και δόξη· και απαρνείσαι
ου μόνον τα προειρημένα, αλλ’ έτι και την σεαυτού ψυχήν, κατά την φωνήν του Κυρίου
(βλ. Λουκ. ιδ’ 26) … Ει ουν αληθώς ακολουθείν Αυτώ ηρετίσω, και ει αψευδώς κληθήναι
Αυτού μαθητής επιποθείς, ετοιμάσθητι από του παρόντος … προς αγώνας πνευματικούς,
προς εγκράτειαν σαρκός, προς κάθαρσιν ψυχής, προς πτωχείαν ευτελή, προς πένθος
αγαθόν, προς πάντα τα λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής». Και εν συνεχεία λέγει: «Και γαρ πεινάσαι έχεις,
και διψήσαι, και γυμνητεύσαι, υβρισθήναι τε και χλευασθήναι, ονειδισθήναι τε
και διωχθήναι … Και όταν ταύτα πάντα πάθης, χαίρε, φησίν,
ότι πολύς ο μισθός σου εν τοις ουρανοίς υπάρχει. Χαρά ουν χαίρε και αγαλλιάσει αγαλλιώ, ότι σήμερον εξελέξατο σε και διεχώρισε
Κύριος ο Θεός από της εν κόσμω ζωής, και έθετο ως εν προσώπω Αυτού … εν τη
στρατειά της αγγελοειδούς ζωής … Αυτώ ολοκλήρως δουλεύειν,
τα άνω φρονείν, τα άνω ζητείν· ημών γαρ το πολίτευμα, κατά τον Απόστολον, εν
ουρανοίς υπάρχει».
Και εν συνεχεία: «Ώ της καινής κλήσεως! Ώ της δωρεάς
του μυστηρίου! Δεύτερον βάπτισμα6 λαμβάνεις
[//41] σήμερον,
Αδελφέ, τη παρουσία των του φιλανθρώπου Θεού δωρεών, και των αμαρτιών σου καθαίρη,
και υιός φωτός γίνη, και αυτός Χριστός ο Θεός ημών συγχαίρει μετά των αγίων
αυτού Αγγέλων επί τη ση μετανοία, θύων σοι τον μόσχον τον σιτευτόν». Έπειτα ο
κειρόμενος καλείται
«περιπατήσαι αξίως της κλήσεως» αυτού και ο Ηγούμενος δίδει εις αυτόν
λεπτομερείς οδηγίας περί της μορφής αυτής της ασκητικής ζωής, η οποία εκφράζεται
δια του «περιπατήσαι αξίως της κλήσεως»7.
6 Η έκφρασις
«δεύτερον βάπτισμα» πρέπει να εκληφθή υπό την έννοιαν ότι η μοναχική κουρά κατά
το μεγαλείον αυτής και τον πλούτον εκχύσεως του Αγίου Πνεύματος επί τον άνθρωπον
είναι ομοία προς το μυστήριον του Βαπτίσματος, το οποίον, ως τοιούτον, κατά την
ομολογίαν ημών, μένει πάντοτε «έν» (Σύμβολον της πίστεως).
Όταν συναντώμεν δια πρώτην φοράν τοιαύτας εκφράσεις,
δεν αποκαλύπτεται εις ημάς πλήρως το αληθές νόημα αυτών. Μόνον εκ μέρους
συλλαμβάνομεν ή συμπεραίνομεν εκείνο, προς το οποίον καλείται ο άνθρωπος. Η
πραγματική δε φανέρωσις του περιεχομένου και της δυνάμεως των λόγων τούτων δεν
επιτυγχάνεται άλλως, ει μη δια πείρας ανεπιτηδεύτου και γνησίας. Είναι αναγκαίον
να είπωμεν ότι η κλήσις του μοναχού να απαρνηθή την αγάπην των γονέων και εν γένει
τον κόσμον, όπως ζήση καθ’ ομοίωσιν του Χριστού εν τη πράξει της ζωής, οδηγεί
την ψυχήν εις βαθύτατον εσωτερικόν διχασμόν ή ως θα ελέγομεν δια της συγχρόνου
ορολογίας εις «σύμπλεγμα». Εν τη ψυχή του ανθρώπου γεννώνται μεγάλαι θύελλαι,
και όστις στερείται της καταλλήλου καθοδηγήσεως, της απορρεούσης εκ της
δισχιλιετούς πείρας της Εκκλησίας, δύναται πολλάκις ουχί μόνον να ταλαιπωρηθή
αλλά και να απολεσθή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης εις το έργον αυτού «Κλίμαξ» έν
εκ των μεγαλοπνόων ασκητικών [//42] συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων, αναφέρει τα εξής:
«Ανάγκη την θάλασσαν8 θολωθήναι
και ταραχθήναι και αγριωθήναι, ίνα τότε την ύλην ήνπερ οι ποταμοί των παθών και
πάσαν σαπρίαν και χόρτον εν αυτή κατήγαγον, δι’ αυτών πάλιν εν τη γη απορρίψηται.
Επισκεψώμεθα και ευρήσομεν μετά την εν τη θαλάσση ζάλην βαθείαν γινομένην γαλήνην»9.
Είναι δύσκολον να εύρωμεν λόγους οι οποίοι θα
απεδείκνυον την αναγκαιότητα της ωθήσεως του εσωτερικού «συμπλέγματος» μέχρι
του εσχάτου δυνατού βαθμού, ούτως ώστε να φανερωθούν τα βάθη της ψυχής. Πώς να
εκφράση τις δια λόγων την ανάγκην συνδυασμού ταυτοχρόνου διαμονής του νοός ημών και εν τω άδη και εν τω Θεώ; Πώς να
εξηγήση τις ότι μόνον υπ’ αυτόν τον όρον κατορθούται το πλήρωμα της ανθρωπίνης
ζωής και εν ταυτώ εκείνη η σταθερότης του γνησίως υγιούς πνεύματος, η οποία
απομακρύνει τας εσωτερικάς ταλαντεύσεις;
Ποίος εξ ημών δεν γνωρίζει την ασθένειαν της εναλλαγής των πνευματικών «αναβάσεων»
και «πτώσεων»; Και ιδού, όταν ο άνθρωπος κατέρχηται εις τον άδην της εσωτερικής
πάλης φέρων εν εαυτώ τον Θεόν, τότε εκφεύγει ούτος τας παθολογικάς αμφιταλαντεύσεις.
Δεν υπάρχουν τότε «αναβάσεις» και «πτώσεις», διότι η πληρότης έχει επιτευχθή. Έχομεν
εντολήν εκ του Χριστού να ομοιωθώμεν προς τον Θεόν, και η ζωή αύτη καλείται υπό
των Πατέρων «επιστήμη επιστημών» και «τέχνη τεχνών». Γνωρίζεται δε αύτη ουχί άλλως, ει μη δια πείρας.
[//43] Είναι δυνατόν να ερωτήση
τις: Κατά την ακολουθίαν της κουράς ακούομεν πολλούς «σκληρούς» λόγους. Πώς είναι
δυνατόν να συνδυασθή τούτο μετά της «καθ’ ομοίωσιν Χριστού» ζωής; Πού είναι εκείνη
η πραότης και εκείνη η αγάπη προς την οποίαν καλεί ημάς ο Κύριος; … Υπάρχει όμως τεραστία ποιοτική
94.
Εάν προσπαθήσωμεν να συγκρίνωμεν τας συνήθεις
αντιλήψεις των ανθρώπων γενικώς περί αγιότητος, αγάπης και πραότητος, θα ίδωμεν
ότι δεν συμβιβάζονται αύται μετά των αντιστοίχων του Ευαγγελίου. Ούτω την πραότητα
πολλοί εκλαμβάνουν ως φυσικόν «ειρηνικόν ήθος». Όλως διαφόρως εν τούτοις ορίζει
ταύτην ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Λέγει ούτος: «Πραΰτης εστίν, αμετάθετος νοός
κατάστασις, εν τιμαίς τε και ατιμίαις … Πραΰτης εστίν,
υπερκειμένη της του θυμού θαλάσσης πέτρα, … υπομονής στήριγμα· αγάπης θύρα· μάλλον
δε μήτηρ· παρρησία εν προσευχή· Πνεύματος Αγίου χωρίον· … μαινομένων χαλινός·
χαράς χορηγός· Χριστού μίμημα»10 … Παρατηρούμεν, επομένως, ότι πρόκειται περί καταστάσεως ασυγκρίτως
ανωτέρας της «ψυχικής». Διότι εις την
Κλίμακα πραότης σημαίνει πνευματικήν ρωμαλεότητα δυναμένην να φέρη επ’ αυτής τα
βάρη και τας ασθενείας των άλλων. Πρόκειται περί διηνεκούς ετοιμότητος να υπομένη
τις τας ύβρεις ή να μένη εσωτερικώς ατάραχος
εις τους επαίνους· είναι ειρηνική εγκαρτέρησις εις πάσαν θλίψιν, εισέτι και εις
τον θάνατον· εντός αυτής περικλείεται μεγίστη δύναμις και η νίκη επί του κόσμου. Ο Χριστός [//44] λέγει: «Μακάριοι οι πραείς,
ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην», ήτοι θα νικήσουν και θα δεσπόσουν του κόσμου
υπό την υψίστην έννοιαν του λόγου τούτου. Η γη, ήτοι ο κόσμος, θα υποταχθή ουχί
εις την
τραχείαν υλικήν δύναμιν, αλλά εις την
πραότητα.
Μετά την σχετικώς μακράν παρέκβασιν, όπως εκθέσωμεν
εις υμάς εναργέστερον την γενικήν εικόνα του νοήματος και του πνεύματος του
μοναχισμού, θα προβώμεν περαιτέρω εις την εξέτασιν του πνευματικού περιεχομένου
εκάστης των τριών βασικών υποσχέσεων, όπερ αποτελεί, ούτως ειπείν, το κέντρον
της παρούσης διαλέξεως.
Πολλοί νομίζουν ότι η κυριωτέρα διαφορά της
μοναχικής από της συνήθους μορφής ζωής
των άλλων ανθρώπων έγκειται εις την αγαμίαν. Αλλά συμφώνως προς τους αρχαίους
Πατέρας και τους συγχρόνους ασκητάς μεγαλυτέραν σπουδαιότητα έχει η υπακοή, διότι
ουχί σπανίως άνθρωποι διέρχονται την ζωήν αυτών εν αγαμία, χωρίς να είναι
μοναχοί, ουχί μόνον υπό την μυστηριακήν έννοιαν, αλλ’ ούτε και κατά το πνεύμα.
Και η ακτημοσύνη, εάν εννοήσωμεν αυτήν απλώς ως ικανότητα να αρκήται τις εις τα
πολύ ολίγα, είναι δυνατόν να ευρεθή και εις ανθρώπους εντελώς ξένους προς το
μοναχικόν πνεύμα. Προς τούτοις, σκοπός ημών δεν είναι να αξιολογήσωμεν τας
θεμελιώδεις μοναχικάς υποσχέσεις ως προς την σπουδαιότητα αυτών. Μάλλον πρέπει
ναδ καταδείξωμεν ότι δια της συμβολής και των τριών υποσχέσεων δημιουργούνται αι απαραίτητοι προϋποθέσεις, αι οποίαι ευνοούν
την επίτευξιν
του κυρίου σκοπού του ασκητού, ήτοι της απαθείας
(της νίκης επί των παθών) και της καθαράς προσευχής.
Η υπακοή είναι η βάσις του μοναχισμού. Ο λόγος περί
αυτής καθίσταται ιδιαιτέρως δύσκολος, διότι, [//46] καίτοι άρχεται εκ φαινομενικώς χονδροειδών και
αφελών μορφών, ανυψοί τον άνθρωπον προς εκείνον τον κόσμον, ο οποίος δεν περιγράφεται,
διότι ουδεμία ανθρωπίνη έννοια δύναται να αποδώση ό,τιδήποτε περί αυτού. Η
υπακοή αποτελεί τρόπον τινα ιερόν απόρρητον, το οποίον αποκαλύπτεται μόνον δια
του Αγίου Πνεύματος, και το οποίον συγχρόνως είναι μυστήριον και ζωή εν τη
Εκκλησία. Η υπακοή, ως αποταγή του ιδίου θελήματος και φρονήματος, είναι δυνατόν
να φανή ως έργον αντίθετον προς τον σκοπόν
του Θεού περί του ανθρώπου, του πεπροικισμένου δι’ ελευθερίας ομοίας
προς την Εαυτού και κεκλημένου ίνα
συμβασιλεύση μετ’ Αυτού δυνάμει της ελευθερίας ταύτης. Πολλοί, δια της παραδόσεως
της θελήσεως και της λογικής εις την εξουσίαν άλλου προσώπου, έστω και ιερωμένου,
θα ησθάνοντο κενόν τι υποκάτω των ποδών αυτών. Το βήμα τούτο θα εφαίνετο εις
αυτούς ως πτώσις εις την άβυσσον του σκότους, ως απώλεια της προσωπικότητος αυτών,
ως παράδοσις εαυτών εις την φρικτήν
δουλείαν, ως αυτοεκμηδένισις. Αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δια της πίστεως ηκολούθησαν
την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και επραγματοποίησαν τοιαύτην αποταγήν εν τω πνεύματι
αυτής της διδασκαλίας, η υπακοή
απεδείχθη ανεκφράστως μέγα
δώρον
άνωθεν.
Ο
«υποτακτικός» δύναται να παραβληθή προς αετόν, ο οποίος δια της δυνάμεως
των πτερύγων αυτού υψούται προς τα ύψη και ηρέμως παρατηρεί το διάστημα το χωρίζον
αυτόν από της γης, χαίρων δια την ασφάλειαν αυτού, δια την κυριαρχίαν αυτού επί
του ύψους, το οποίον δια τους άλλους είναι απρόσιτον και θανασίμως φοβερόν.
Αναθέτων μετ’ εμπιστοσύνης, προθυμίας, αγάπης και χαράς την θέλησιν αυτού και πάσαν
την [//47] κρίσιν
περί εαυτού εις τον πνευματικόν αυτού πατέρα, ο υποτακτικός11 δι’ αυτού ακριβώς του τρόπου ελευθερούται εκ του βαρέος φορτίου των επιγείων
φροντίδων και γνωρίζει την ανεκτίμητον εκείνην δωρεάν – την εν Θεώ καθαρότητα
του νοός.
Ο μοναχισμός είναι προ παντός καθαρότης νοός. Άνευ
υπακοής είναι αδύνατον να επιτευχθή τούτο, και ως εκ τούτου άνευ υπακοής δεν υπάρχει
μοναχισμός. Ο ανυπότακτος δεν είναι μοναχός κατά την αληθή έννοιαν της κλήσεως
ταύτης. Είναι δυνατόν να κατορθώση τις μεγάλας δωρεάς του Θεού και εκτός του
μοναχισμού μέχρι και της τελειότητος των μαρτύρων, αλλ’ η καθαρότης του νου είναι ιδιαιτέρα τις δωρεά
προς τον μοναχισμόν, άγνωστος εις τας άλλας θεαρέστους οδούς. Ο μοναχός γνωρίζει
την κατάστασιν ταύτην ουχί
άλλως, ει μη δια της ασκήσεως της υπακοής. Ιδού διατί θεωρούμεν αυτήν ως
την κυρίαν βάσιν του μοναχισμού, εντός της οποίας περικλείονται αι άλλαι δύο
υποσχέσεις ως φυσική τις συνέπεια. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, επί παραδείγματι,
εκφράζεται ως εξής: «Μήτηρ αγνείας, ησυχία συν υπακοή. Η μεν εξ ησυχίας
κατορθουμένη του σώματος απάθεια, κόσμω πολλάκις πλησιάζουσα, ουκ ασάλευτος έμεινεν·
η δε εξ υπακοής προσγινομένη, πανταχού δόκιμος και ακράδαντος»12.
Και περί της ακτημοσύνης λέγει ότι εκείνος ο οποίος
παρέδωκεν (εις την υπακοήν) και την εαυτού ψυχήν [//48] θα μεριμνά άρα γε κτήσεων … Ούτως η υπακοή, δια της ξενιτείας εκ του κόσμου και της απαρνήσεως
του ιδίου θελήματος … «ώσπερ εν χρυσαίς πτέρυξι προς τον ουρανόν (της απαθείας)
αόκνως ανέρχεται η οσία»13.
Η υπακοή είναι πνευματικόν μυστήριον εν τη Εκκλησία
και, ως εκ τούτου, αι σχέσεις μεταξύ Γέροντος και υποτακτικού έχουν ωσαύτως ιερόν
χαρακτήρα. Ως είπομεν ανωτέρω, το μυστήριον τούτο δια τον υποτακτικόν έγκειται
εις την εκμάθησιν να πράττη το θέλημα του Θεού, ώστε να εισέλθη εις την σφαίραν
αυτού του Θείου Θελήματος, και ούτω να καταστή μέτοχος της Θείας ζωής. Δια δε
τον Γέροντα το μυστήριον τούτο συνίσταται εις το να οδηγήση τον υποτακτικόν δια της προσευχής και του
αγώνος της ζωής αυτού εις την γνώσιν της οδού ταύτης και να καλλιεργήση εις αυτόν
την αληθινήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας η σωτηρία καθίσταται αδύνατος.
Η αληθινή ελευθερία υπάρχει εκεί, «ού το Πνεύμα
Κυρίου» (Β’ Κορ. γ’ 17), και δια τούτο σκοπός της υπακοής, όπως και της
χριστιανικής ζωής εν γένει είναι η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος.
Ουδέποτε φιλοδοξεί ο πνευματικός να υποδουλώση την
θέλησιν του υποτακτικού εις την ιδίαν αυτού «ανθρωπίνην» θέλησιν, αλλά κατά την
πορείαν της καθ’ ημέραν κοινής ζωής αυτών είναι δυναταί τοιαύται περιπτώσεις,
κατά τας οποίας ο πνευματικός επιμένει εις την εκπλήρωσιν της υποδείξεως αυτού.
Είς δόκιμος όμως υποτακτικός δεν θα ηνάγκαζε ποτέ τον πνευματικόν αυτού να φθάση μέχρις του σημείου τούτου.
Ο αγών του πνευματικού οδηγού είναι βαρύτερος [//49] του αγώνος του υποτακτικού
λόγω της μεγάλης ευθύνης αυτού ενώπιον του Θεού. Αλλ’ η ευθύνη αύτη βαρύνει τον
πνευματικόν μόνον τότε, όταν ο μαθητής άνευ επιφυλάξεως υπακούη εις αυτόν. Εν
εναντία περιπτώσει άπαν το βάρος της απολογίας δια τας πράξεις αυτού φέρει ο ίδιος
ο υποτακτικός, όστις τοιουτοτρόπως δεν ωφελείται εκ της υπακοής. Ο θεσμός του Γέροντος
εν τούτοις ουδέποτε υφίσταται δια να απαλλάσση τους υποτασσομένους εκ πάσης ευθύνης,
αλλά δια να διδάσκη εις αυτούς την γνησίαν χριστιανικήν ζωήν και την αληθινήν
χριστιανικήν ελευθερίαν, χάριν των οποίων είναι αναγκαίον δια της υπακοής
να υπερνικήσουν το πάθος της φιλαρχίας και της φιλοδοξίας. Ο άνθρωπος ο
οποίος
υποδουλοί τον αδελφόν‐συνάνθρωπον αυτού, ή έστω επιβουλεύεται την ελευθερίαν
αυτού, καταστρέφει αφεύκτως την ιδίαν αυτού ελευθερίαν, διότι η τοιαύτη επιδίωξις
αποτελεί καθ’ εαυτήν πτώσιν εκ της Θείας ζωής της αγάπης, εις την οποίαν εκλήθη
ο άνθρωπος.
Έν των κυριωτέρων κωλυμάτων δια να φθάση τις
εις την
κατάστασιν, προς την οποίαν καλεί ημάς η εντολή του Χριστού, είναι η
φιλαυτία, ο εγωϊσμός ημών. Η υπακοή είναι η καλυτέρα οδός προς υπερνίκησιν της
εντός ημών συνεπείας του προπατορικού αμαρτήματος. Όταν κόπτωμεν το θέλημα ημών
ενώπιον του αδελφού, υπερνικώμεν εκείνα τα «ρήγματα», τα οποία δια της πτώσεως
του Αδάμ κατέτεμον την φύσιν ημών, ενώ αύτη ήτο κατ’ αρχάς ενιαία,
«προς τον Θεόν συνηγμένη». Πόθεν λοιπόν πηγάζει ο αγών ούτος των αντιμαχομένων
θελήσεων εν ημίν, εφ’ όσον εν τω Θεώ μία μόνον Θέλησις υπάρχει;
Όταν «κόπτωμεν» το θέλημα ημών ενώπιον του [//50] Θεού, παραδιδόμενοι εις το
θέλημα Αυτού και «μισούντες» τας μικράς «ατομικάς» ημών επιθυμίας, καθιστάμεθα
ικανοί να δεχθώμεν και να φέρωμεν εντός ημών την ενέργειαν του Θείου Θελήματος.
Τελειούμενοι εν τη υπακοή εις τον Θεόν και τον
αδελφόν ημών, τελειούμεθα εν τη αγάπη, διευρύνομεν το είναι ημών, μέχρι
να φθάσωμεν εις την πληρότητα της Θεανδρικής υπάρξεως κατ’ εικόνα του Θεανθρώπου
Χριστού, διότι δεν υπάρχουν όρια εις την αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον.
Μολονότι κατά την ουσίαν Αυτού ο Θεός είναι και παραμένει αιωνίως απρόσιτος και
ακοινώνητος εις την κτίσιν, όμως κατά την ενέργειαν και την χάριν Αυτού επιθυμεί
να ενωθή μετά του ανθρώπου τοσούτον στενώς και τοσούτον πλήρως, ώστε ο άνθρωπος
να καταστή κατά χάριν θεός, όμοιος προς τον Θεόν‐ Δημιουργόν κατά την εικόνα
της υπάρξεως Αυτού. Η Θεία Αποκάλυψις λέγει: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’
Εμού εν τω Θρόνω Μου» (Αποκ. γ’ 21).
Ο νοήμων άνθρωπος της σήμερον, δια της προς πάσαν
κατεύθυνσιν ανεπτυγμένης κριτικής αυτού στάσεως, είναι ασυγκρίτως ολιγώτερον
ικανός προς άσκησιν της μοναχικής υπακοής ή ο απλούς άνθρωπος ο απείραστος της
περιεργείας του νοός. Ο πρώτος αγαπά το κριτικόν αυτού πνεύμα και πιστεύει συνήθως
ότι εις αυτό κυρίως οφείλει την αξίαν αυτού, θεωρών τούτο ως το θεμέλιον της
«προσωπικής» αυτού ζωής. Δια τούτο είναι ανάγκη, πριν γίνη υποτακτικός, να
απαρνηθή τον πλούτον τούτον, άλλως, κατά τον λόγον του Χριστού (βλ. Λουκ. ιδ’
33), δεν θα δυνηθή να εισέλθη εις την Βασιλείαν. Αλλά πώς είναι δυνατόν να
επιτευχθή τούτο; Μήπως εκείνος ενώπιον του οποίου κόπτει το θέλημα αυτού δεν είναι
κοινός άνθρωπος, όμοιος [//51] προς πάντας ημάς, και δεν αποκλείεται ενίοτε να φαίνηται
και κατώτερος; Και αρχίζει να διαλογίζηται ούτος: «Τι είναι ο Γέρων; Μήπως είναι
μάντις; Και πόθεν γνωρίζει ούτος το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έδωκεν εις ημάς
λογικόν και ημείς οφείλομεν να κρίνωμεν. Ιδού, επί παραδείγματι εκείνο το οποίον
νυν είπεν εις εμέ ο Γέρων είναι τελείως
παράλογον», και ούτω καθ’ εξής. Η τοιαύτη στάσις έναντι του Γέροντος προσδίδει
εις πάντα λόγον αυτού, εις πάσαν υπόδειξιν αυτού, χαρακτήρα αβεβαιότητος και
σχετικότητος. Ο τοιούτος υποτακτικός επιλανθάνεται ότι το θέλημα
του Θεού εις τούτον τον κόσμον φανερούται υπό
τας αυτάς σχετικάς μορφάς, υπό τας οποίας φανερούται και η φυσική θέλησις
του ανθρώπου, καθώς και η των δαιμονίων, η οποία υποβάλλεται εις τους ανθρώπους.
Κρίνει κατά το εξωτερικόν, όπως εν γένει αρμόζει εις τον «λογικόν» άνθρωπον να
κρίνη, και ως εκ τούτου αδυνατεί να εύρη την οδόν της ζώσης πίστεως.
Ο Άγιος Ιωάννης λέγει: «Όσοι τας εαυτών ωνάς εκουσίως
σπεύδετε γράψαι, αντ’ εκείνων ελευθερίαν
γραφήναι υμίν βούλεσθε»14. Ούτως η πείρα της υπακοής αποβαίνει, εν τέλει,
πείρα της αυθεντικής εν τω Θεώ ελευθερίας.
Εκ της εμπειρίας της στάσεως αυτού ενώπιον της Θείας
αληθείας ο ασκητής πείθεται ακραδάντως περί της ατελείας του λογικού αυτού. Και
τούτο αποτελεί σημαντικόν σταθμόν εις την ζωήν του ασκητού. Δια της απιστίας
εις την ιδίαν αυτού «λογικήν» κρίσιν ο
μοναχός ελευθερούται εκ του εφιάλτου, υπό τον οποίον ζη άπασα η ανθρωπότης. [//52]
Υπάρχουν δύο κατηγορίαι μοναχών: Οι μεν έχουν το δώρον
της απλής αμέσου πίστεως και εισέρχονται ευκόλως εις την οδόν της υπακοής· οι άλλοι,
καίτοι έχουν τον σφοδρόν πόθον προς τον Θεόν και τον ζήλον να ζήσουν κατά τας
εντολάς του Κυρίου, εν τούτοις μετά μεγάλου κόπου ελευθερούνται εκ της
αυτοπεποιθήσεως και μανθάνουν την υπακοήν. Όταν δε πλήρεις πίστεως εις τον Θεόν,
τον διαφυλάττοντα ημάς και προς τον πνευματικόν αυτών πατέρα, αποτάσσωνται του
θελήματος και της «κρίσεως» αυτών, τότε, εκ του βάθους της εσωτερικής αυτών πείρας,
μετά χαράς πείθονται ότι έφθασαν εις την «πηγήν ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον»
(Ιωάν. δ’ 14).
Πραγματοποιών την απάρνησιν της ιδίας θελήσεως και
κρίσεως χάριν διαμονής εν τη οδώ του
θελήματος του Θεού, το οποίον υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην σοφίαν, ο μοναχός
κατ’ ουσίαν ουδενός άλλου αποτάσσεται ει μη μόνον του εμπαθούς εγωκεντρικού θελήματος
αυτού και της ασθενούς μικράς αυτού διανοίας· και δι’ αυτού του τρόπου προδίδει
αληθή σοφίαν, θέλησιν σπανίας δυνάμεως και ζωήν ανωτέρας υψηλής ποιότητος. Δια
της οδού ταύτης, κατά τρόπον ακατάληπτον και εις αυτόν τον ίδιον, ευκόλως ανυψούται
εις επίπεδον το οποίον ουδέποτε δύνανται να φθάσουν ή να εννοήσουν άνθρωποι και
υψίστης εισέτι διανοητικής καλλιεργείας. Η κατάστασις αύτη, καθώς ελέχθη ανωτέρω,
είναι η εν τω Θεώ καθαρότης του νου. Η υπακοή είναι η οδός της πίστεως, «της
νικησάσης τον κόσμον» (πρβλ. Α’ Ιωάν. ε’ 4). Αλλ’ ουδόλως κατανοούν πάντες το
μυστήριον τούτο. Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπραντζιανίνωφ εις μίαν επιστολήν αυτού γράφει:
«Πιστεύομεν, καθώς οι Άγιοι Πατέρες εδίδαξαν ημάς, ότι επ’ ουδενί [//53] λόγω δύναται να αποδεχθή ο
άνθρωπος την οδόν της υπακοής, όσον και αν προσπαθήση τις να διδάξη αυτόν τούτο,
εάν ο Κύριος δεν ενεργήση εις αυτόν προς κατανόησιν αυτής· άλλως, και αν έτι έχη
ενώπιον αυτού τους ιδίους τους Αγίους Αποστόλους, ενδέχεται να λιθοβολήση και αυτούς»15.
25.
Η μοναχική υπακοή δεν είναι «πειθαρχία». Ουδέν
ανθρώπινον καθεστώς δύναται να ευσταθήση άνευ συντονισμού των ενεργειών των μελών
αυτού. Τοιούτος συντονισμός κατορθούται δια της πειθαρχίας, η ουσία της οποίας έγκειται
εις την υποταγήν της ανθρωπίνης θελήσεως του κατωτέρου εις την ανθρωπίνην θέλησιν
του ανωτέρου ή της «πλειονότητος». Τοιαύτη υποταγή κατορθούται συνήθως δι’
εξαναγκασμού· αλλά και εν τη περιπτώσει της
εκουσίου εισέτι και συνετής αποδοχής της πειθαρχίας, ως απαραιτήτου συνθήκης
δια την ύπαρξιν της κοινωνίας, δεν παύει αύτη να είναι πειθαρχία, εφ’ όσον η
θεμελιώδης αυτής αρχή είναι η υποταγή εις ανθρωπίνην θέλησιν.
Η μοναχική υπακοή είναι πράξις θρησκευτική και, ως
τοιαύτη, οπωσδήποτε πρέπει να είναι ελευθέρα, άλλως στερείται της θρησκευτικής
σημασίας αυτής. Η υπακοή μόνον τότε είναι πνευματικώς καρποφόρος όταν φέρη χαρακτήρα ελευθέρας εκκοπής του ιδίου
θελήματος και της ιδίας «κρίσεως» ενώπιον του Γέροντος χάριν αναζητήσεως των οδών
του Θείου Θελήματος. Εν τη αναζητήσει ταύτη του Θελήματος του Θεού περικλείεται
η ουσία της υπακοής ημών.
Ο υποτακτικός αναγνωρίζει την ανεπάρκειαν αυτού [//54] δι’ άμεσον γνώσιν του Θελήματος του Θεού και δια τούτο
καταφεύγει προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα, εις τον οποίον πιστεύει ότι εδόθη
να γνωρίζη τούτο ευκρινέστερον. Ο
πνευματικός οδηγός δεν φονεύει την θέλησιν του υποτακτικού και δεν υποδουλοί
αυτήν αυθαιρέτως εις την ιδίαν αυτού ανθρωπίνην θέλησιν, αλλ’ αναλαμβάνει υπευθύνως
το βαρύ φορτίον της ιεράς υπηρεσίας, δια της οποίας μετέχει εις την θείαν πράξιν της δημιουργίας του ανθρώπου.
Ενίοτε αι περιστάσεις της καθ’ ημέραν ζωής είναι
τοιαύται, ώστε ο πνευματικός οδηγός, φυσικώς ασθενής, ενδέχεται να έχη ανάγκην
της βοηθείας του υποτακτικού, αλλά τούτο δεν αλλοιοί την ουσίαν της υπακοής, ως
διετυπώθη ανωτέρω. Αλλ’ εάν εις τας Μονάς ο Ηγούμενος και οι άλλοι οδηγοί
αναγκασθούν να προσφεύγουν εις τον ανθρώπινον εξαναγκασμόν της αδελφότητος,
τουτέστι την «πειθαρχίαν», τούτο είναι σαφές σημείον καταπτώσεως του μοναχισμού, ίσως η τελεία λήθη του σκοπού και
της ουσίας αυτού.
Από πρακτικής πλευράς, το θέμα της υπακοής συνδέεται
στενώς μετά του θέματος της εκλογής ή της αναζητήσεως πνευματικού οδηγού, Γέροντος,
αλλά αφίνομεν κατά μέρος το ζήτημα τούτο, δια να μη μακρύνωμεν επί πολύ τον λόγον.
Θα είπωμεν μόνον ότι κατά την διδαχήν του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και άλλων
Πατέρων, εκείνος ο οποίος αληθώς και ταπεινώς, μετά πολλής προσευχής ζητεί δι’
εαυτόν οδηγόν εις τας οδούς της Θείας ζωής, ούτος, κατά τον λόγον του Χριστού,
«ζητείτε, και ευρήσετε», θα εύρη αυτόν.
Είναι αδύνατον να εξαντλήσωμεν το θέμα τούτο. Η
υπακοή εμφανίζεται υπό πολλάς επόψεις και υπό τας πλέον διαφόρους καταστάσεις.
Ο γενικός δε κανών είναι: [//55] «Μη εμπιστεύου εις εαυτόν». Τούτο είναι ιδαιτέρως
σπουδαίον δια τους αρχαρίους. Αλλά και οι προβεβηκότες εν τη μοναχική ασκήσει
δεν εγκαταλείπουν τον κανόνα τούτον.
Έκαστον εγχείρημα, έκαστον έργον, πρέπει να
αναλαμβάνηται μετ’ ευλογίας, ούτως ώστε δι’ αυτής να ενδύηται τούτο τον χαρακτήρα
Θείου έργου.
Τόσον τα κοινά και ασήμαντα πράγματα όσον και τα
μεγάλα απαιτούν την γνώσιν του Θελήματος του Θεού, διότι εις την ζωήν του
ανθρώπου τα πάντα είναι μεγάλα
και σπουδαία. Δια της ευλογίας ταύτης όλη η ζωή λαμβάνει ιερόν χαρακτήρα και έκαστον
έργον μόνον τότε αποβαίνει αυθεντικώς αιώνιον όταν τελήται εν ονόματι του Θεού.
Ο Χριστός είπε: «Πάσα φυτεία, ήν ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται»
(Ματθ. ιε’ 13). Δια της υπακοής η αιώνιος ζωή καθίσταται πραγματικότης ήδη εντεύθεν.
Ο καλός υποτακτικός αισθάνεται την παρουσίαν του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον
δίδει εις την ψυχήν ουχί μόνον βαθείαν ειρήνην, αλλά και αναμφισβήτητον αίσθησιν
της «μεταβάσεως αυτής εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Η παρθενία και η σωφροσύνη συνιστούν την δευτέραν
κυρίαν υπόσχεσιν του μοναχισμού. Η αντίληψις περί της παρθενίας, ως περί ζωής
κατ’ εικόνα της ζωής του Ιησού Χριστού, είναι παραδόξως τοσούτον ολίγον αποδεκτή
υπό του συγχρόνου κόσμου, έτι δε και υπό των χριστιανών, ώστε καθίσταται απαραίτητον να εκθέσωμεν την δογματικήν βάσιν
αυτής της υποσχέσεως. Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας μετ’ ακαταμαχήτου [//56] αξιοπιστίας κατέδειξεν ότι
ο αποκλεισμός της γενετησίου λειτουργίας εκ της ζωής της ανθρωπίνης προσωπικότητος
ουχί μόνον δεν επιφέρει βλάβην εις την ψυχικήν και φυσιολογικήν υγείαν του ανθρώπου,
αλλ’ αντιθέτως, ορθώς χρησιμοποιουμένη αυξάνει και την φυσικήν ανθεκτικότητα
και την μακροβιότητα και την ψυχικήν υγείαν και την πνευματικήν ανάπτυξιν αυτού.
Κατά τας τελευταίας δεκαετίας είναι δυνατόν να
παρατηρήση τις πλήθος επιστημονικών εργασιών, αι οποίαι διαπιστούν την
πνευματικήν γονιμότητα εκείνου το οποίον η σύγχρονος ψυχολογία ονομάζει «εξαϋλούσαν
αγνείαν». Πρέπει να χαίρη τις δια την διαπίστωσιν ταύτην, διότι εις πάσαν εποχήν
δεν έπαυσαν τινες να διαστρέφουν την έννοιαν της μοναχικής σωφροσύνης, έτι δε
και να αντιτίθενται προς αυτήν, ως προς φαινόμενον παθολογικόν και παρά φύσιν.
Εν τούτοις οφείλομεν να είπωμεν ότι η σύγχρονος επιστημονική πείρα εις τον τομέα
αυτόν είναι εισέτι μακράν της δυνατότητος να συγκριθή προς την αδιάκοπον και
αιωνόβιον πείρα της Εκκλησίας και να έχη τρόπον τινά την αξίωσιν να διορθώση ή να εμπλουτίση αυτήν. Εκ τούτου ευκόλως
κατανοείται το μικρόν ενδιαφέρον των μοναχών προς ταύτην.
Αντιπαρερχόμενοι την λεπτομερή εξέτασιν του ζητήματος
τούτου από δογματικής και ανθρωπολογικής απόψεως, θα είπωμεν μόνον ότι δι’ ημάς
κύριον και αναμφισβήτητον τεκμήριον δικαιώσεως αυτής της υποσχέσεως, εις το οποίον
άλλως τε οδηγούν πάσαι αι άλλαι αποδείξεις, είναι το γεγονός της εν παρθενία
επιγείου ζωής του Κυρίου: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν» (Ιωάν. ιγ’ 15). Μόνον είς
τελείως ασύνετος θα τολμήση να είπη ότι η ζωή του Χριστού υπήρξε «παρά φύσιν». [//57] Ενώπιον ημών των χριστιανών
ίσταται το απόλυτον αίτημα: να ομοιωθώμεν, ει δυνατόν, προς τον Άνθρωπον‐Χριστόν
(εν πάσιν), ούτως ώστε δια της ομοιώσεως αυτής να κατορθώσωμεν την ομοίωσιν
προς τον Θεόν, ως τον ύστατον σκοπόν και
την υψίστην έννοιαν
της υπάρξεως ημών.
Ο Άγιος
Βαρσανούφιος ο Μέγας λέγει περί της υπακοής: «Κράτει την υπακοήν, την αναφέρουσαν
εις τον ουρανόν, και ομοίους τω Υιώ του Θεού ποιούσαν τους κτωμένους αυτήν»16. Αλλά το αυτό οφείλομεν
να είπωμεν και περί της παρθενίας και σωφροσύνης. Κατά την πεποίθησιν
του Αγίου Μεθοδίου του Ολύμπου (+311), εκφραζομένην εις το «Συμπόσιον των δέκα
παρθένων» –έργον το οποίον ανακεφαλαιοί τας απόψεις της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων
περί παρθενίας– δεν δύναται άλλως να οδηγηθή τις όντως εις το «καθ’ ομοίωσιν»
Θεού, ει μη μόνον δια της προσλήψεως και φανερώσεως εν τη γηΐνη υπάρξει αυτού
των χαρακτήρων της εικόνος εκείνης, η οποία εφανερώθη εις ημάς δια του ενανθρωπήσαντος
Χριστού. Συνεχώς συναντώμεθα μετά της διδασκαλίας της Εκκλησίας περί σωτηρίας,
εννοουμένης ως θεώσεως. Αλλά διερωτάται τις; Πού δυναμέθα
να εύρωμεν το αξιόπιστον και, ούτως ειπείν, οφθαλμοφανές και ψηλαφητόν (βλ. Α’ Ιωάν. α’ 1) κριτήριον της καταστάσεως ταύτης;
Αναμφιβόλως, μόνον δια της ομοιώσεως προς τον «εν σαρκί» φανερωθέντα Θεόν είναι
δυνατόν να ομοιωθώμεν προς Αυτόν και κατά την υπερκόσμιον και αιώνιον Αυτού ύπαρξιν.
Προς τούτο ακριβώς το σημείον ήτο [//58] πάντοτε εστραμμένη η θεολογική σκέψις της Εκκλησίας
από των πρώτων χρόνων της υπάρξεως αυτής. Τούτο αντανακλάται και εις τας
επιστολάς των Αποστόλων και εις τα λειτουργικά κείμενα17 και
εις τα μνημεία της αγιοπατερικής γραμματείας. Παραδειγματικώς θα παραθέσω τινά
εξ αυτών.
Εις την πρώτην εκ των δύο «Προς Παρθένους» επιστολών,
αι οποίαι εσφαλμένως αποδίδονται εις τον Άγιον Κλήμεντα Ρώμης (+103), αναγινώσκομεν:
«Η αγία Παρθένος είναι εκείνη, η οποία έφερεν εις τους κόλπους Αυτής τον Υιόν
του Θεού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· ναι, ο προσκυνητός ημών Δεσπότης
εδανείσθη εκ της ιεράς αυτής Παρθένου το σώμα δια του οποίου ενεδύθη και το οποίον
Ούτος προώριζε δια τας οδύνας και τας βασάνους. Είθε το μέγα τούτο γεγονός να
φανερώση εξ ολοκλήρου εις την ψυχήν ημών οπόσον υπέροχος και έξοχος είναι η
παρθενία. Κατόπιν αυτού θέλεις να είσαι Χριστιανός; Βάδιζε σταθερώς επί των ιχνών
του Ιησού Χριστού. Ο Ιωάννης υπήρξεν άγγελος απεσταλμένος ενώπιον του προσώπου
του Κυρίου· και “εν γεννητοίς γυναικών ουκ εγήγερται μείζων Ιωάννου του
Βαπτιστού”· και ο άγιος ούτος Άγγελος του Κυρίου ήτο παρθένος … Υπήρξεν ωσαύτως άγιος18 ο έτερος Ιωάννης, ο οποίος ανέπεσεν επί το στήθος του Κυρίου και ο
οποίος ηγάπα Αυτόν πολύ, εξ αιτίας του
οποίου τοσούτον ηγάπα αυτόν ο Κύριος. Εν συνεχεία ακολουθούν ο Παύλος, ο Βαρνάβας, ο Τιμόθεος και άλλοι, των οποίων
[//59] τα ονόματα
εγράφησαν εν Βίβλω Ζωή· πάντες ούτοι ηγάπησαν το είδος τούτο της αγιότητος, και
αγωνιζόμενοι διήλθον αυτό μέχρι του τέλους της ζωής, ως αληθινοί μιμηταί του
16 Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, (εκδοθείσα υπό
του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου), Απόκρ. Βαρσανουφίου σνα’, εκδ. Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 1974, σ. 154. 17 «Υπάρχων ως Θεός, δι’ ημάς
εφάνη καθ’ ημάς άνθρωπος· ομοίω γαρ το όμοιον
καλέσας». Ακάθιστος Ύμνος, οίκος 18.
και κατωτέρω «αγιότης», πρέπει
να εννοήσωμεν «παρθένος» και «παρθενία».
Χριστού και υιοί του Ζώντος Θεού, … διότι οι όμοιοι προς τον Χριστόν είναι
τελείως όμοιοι προς Αυτόν»19.
Ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος (+258 μ.Χ.) εν τω
βιβλίω αυτού «Περί του ιματισμού των Παρθένων» ομιλών περί της αξίας της παρθενίας
λέγει: «Οι παρθένοι είναι ο καρπός του άνθους της Εκκλησίας· η δόξα και η ευπρέπεια
της πνευματικής χάριτος … έργον επαίνων και τιμής πλήρες και αδιάφθορον· η εικών του Θεού, η αναλογούσα εις την αγιότητα
του Κυρίου· το ενδοξότερον μέρος του ποιμνίου του Χριστού· και όσον αφθονεί η
παρθενία εντός των τάξεων αυτής, τοσούτον
αυξάνει η χαρά της Μητρός ημών Εκκλησίας»20.
Ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου, εις το προαναφερθέν έργον αυτού
«Συμπόσιον των δέκα
Παρθένων» ομιλεί περί
της παρθενίας ως περί έργου
«άκρως μεγάλου», ως περί «μυστηρίου». Και αναμφιβόλως, εάν ο [//60] γάμος είναι μυστήριον, τότε
και η παρθενία είναι ωσαύτως μυστήριον της Εκκλησίας.
Η παρθενία και σωφροσύνη υπό την χριστιανικήν έννοιαν
διακρίνοται ουσιωδώς εξ εκείνου το οποίον ηννόουν και μέχρι σήμερον εννοούν οι
εκτός Εκκλησίας υπό τας αυτάς λέξεις. Αι έννοιαι παρθενία και σωφροσύνη είναι
συγγενείς ουχί όμως ταυτόσημοι. Κατά την μοναχικήν κουράν, εκείνοι οι οποίοι
προσέρχονται εις τον μοναχισμόν μετά τον γάμον, ή εξωγάμους σχέσεις, απαγγέλλουν
την υπόσχεσιν της σωφροσύνης, ήτοι της εις το μέλλον ολοκληρωτικής εγκρατείας,
ενώ εκείνοι οι οποίοι δεν εγνώρισαν άλλο σώμα δίδουν την υπόσχεσιν της παρθενίας.
Η σωφροσύνη, όπως δεικνύει και η λέξις αύτη, σημαίνει
την ακεραιότητα ή την πληρότητα της φρονήσεως. Εν τη Εκκλησία μετά της εννοίας
ταύτης συνδέεται ουχί μόνον
η νίκη επί
της σαρκικής έλξεως
και εν γένει
επί του
«φρονήματος της σαρκός», ήτοι η «νίκη επί της φύσεως», αλλά και η απόκτησις
του συνόλου των τελειοτήτων, αι οποίαι προσιδιάζουν εις την φρόνησιν και των
οποίων έκφρασις είναι η σταθερά διαμονή εν τω Θεώ «εξ όλης της διανοίας
και εξ όλης της καρδίας». Εν τη τελειοτέρα
αυτής μορφή η άσκησις της σωφροσύνης αποκαθιστά την κατά το πνεύμα παρθενικήν
κατάστασιν του ανθρώπου, υπερφαλαγγίζουσα την ανεπανόρθωτον απώλειαν της
σωματικής παρθενίας.
Την γνησίαν παρθενίαν οι Άγιοι Πατέρες ορίζουν ως
υπερφυσικήν κατάστασιν. Εν τη τελεία αυτής μορφή θεωρείται ως αδιάκοπος διαμονή
εν τη
19 Το κείμενον τούτο, σωζόμενον μόνον εις λατινικήν γλώσσαν,
αναφέρεται εις τον 3ον αιώνα. Saint Clément de Rome, Deux Epîtres aux Vierges,
διασωθείσαι εις συριακήν μετάφρασιν. Μετάφρασις λατινική και γαλλική υπό του Mgr Clément Villecourt, Les deux Epîtres aux Vierges de Saint Clément romain, Paris 1855,
κεφ. 6, σ. 131‐133.
20
«Flos
est ille ecclesiatici germinis, decus adque ordnamentum gratiae spiritatis …
laudis et honoris opus integrum adgue incorruptum, Dei imago respondens ad
sanctimoniam Domini, illustrior portio gregis Christi … quantoque plus copiosa
virginitas numero suo addit, gaudium matris augescit». PL 4, 443. De hab.
virginum, Κεφ. 3, τόμ. 3,. 3, σ. 189. Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum. Vindobonae
1868.
θεία αγάπη, ως εκπλήρωσις της εντολής του Χριστού «αγαπήσεις … τον Θεόν εξ όλης
της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της ισχύος». Υπό
το φως του [//61] κριτηρίου αυτού, πάσα παρέκκλισις του νου και της καρδίας από της αγάπης
του Θεού εκλαμβάνεται ως πνευματική «μοιχεία», ήτοι παράβασις εις βάρος της θείας
αγάπης.
Η παρθενία δεν είναι άγνοια της βιολογικής και πλήρως
φυσικής ζωής του ανθρώπου. Το μέγιστον και μοναδικόν παράδειγμα της τελειότητος,
η Αειπαρθένος Μαρία, κατά τον Ευαγγελισμόν του Αγγέλου περί της γεννήσεως εξ Αυτής Υιού, απήντησε δια της
ερωτήσεως: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα
ου γινώσκω»; Δι’ αυτού κατέδειξεν ότι είχε γνώσιν περί του πράγματος.
Το αδιάφθορον του σώματος δεν είναι εισέτι παρθενία.
Είς των μεγαλυτέρων αγίων της Εκκλησίας ημών, ο Μέγας Βασίλειος, μετά πικρίας είπε
περί εαυτού: «Και γυναίκα ου γινώσκω και παρθένος ουκ ειμί»21, ήτοι υπό την πλήρη της λέξεως έννοιαν. Εκτός των
σχέσεων μετ’ άλλου σώματος, υπάρχουν ουχί ολίγα άλλα είδη διαφθοράς και
αυτοδιαφθοράς, των οποίων την περιγραφήν
αποφεύγει η Ορθόδοξος Εκκλησία, δια να μη δημιουργήση εις τον νουν του ομιλούντος
ή του ακούοντος εικόνα τινα αμαρτίας. Και εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει την
φυσικήν πράξιν, αλλά μόνον δια του νου θα αφεθή εις αυτήν και ονειροπολών θα
επιθυμήση αυτήν, ήδη δεν είναι πλήρως παρθένος.
Κατά την εκκλησιαστικήν αντίληψιν υπάρχουν τρεις
βαθμοί πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: η υπερφυσική κατάστασις, η φυσική
και η παρά φύσιν ή εναντίον της φύσεως. Η παρθενία και η μοναχική σωφροσύνη,
εννοούμεναι ως δωρεαί της χάριτος, ανήκουν [//62] εις την πρώτην κατάστασιν. Εις την δευτέραν κατατάσσεται
ο ευλογημένος γάμος. Πάσα άλλη μορφή σαρκικής ζωής είναι πνευματικώς ή κατωτέρα
ή παρά φύσιν. Οι Πατέρες λέγουν «μη επιχειρής το υπέρ φύσιν, ίνα μη πέσης εις
το παρά φύσιν». Εκ τούτου έπεται ο κανών ότι ουδείς πρέπει να γίνηται δεκτός
εις τον μοναχισμόν άνευ προκαταρκτικής
δοκιμασίας. Μοναχός ο οποίος δεν φυλάσσει σωφροσύνην ίσταται επί του επιπέδου
της σωτηρίας πολύ χαμηλότερον του εντίμου γάμου, του τιμωμένου εν τη Εκκλησία ως σωτηρίου οδού.
Και εάν λάβωμεν υπ’ όψιν ότι εκείνος, όστις έδωκεν ήδη τας υποσχέσεις, στερείται
του δικαιώματος εκκλησιαστικού γάμου, τότε εκάστη εκ μέρους αυτού παράβασις της
αγνείας θεωρείται ως πτώσις και μάλιστα εις κατάστασιν υπό την φύσιν. Ο
καθηγιασμένος γάμος, ο πειθαρχημένος, ο χωρίς διαστροφήν, διατηρεί τον άνθρωπον
φυσικώς και ηθικώς, ενώ πάσα άλλη μορφή σαρκικής απολαύσεως, έστω και υπό ονειρώδη
μόνον μορφήν, διαφθείρει ολόκληρον τον άνθρωπον, ήτοι την ψυχήν και το σώμα. Η
καταστρεπτική αύτη ενέργεια ιδιαιτέρως εντείνεται, όταν ο μοναχός προσκόπτη και
δι’ αυτού αθετή τας δοθείσας ενώπιον του Θεού υποσχέσεις, διότι εις την περίπτωσιν
αυτήν η εσωτερική σύγκρουσις εκ της απωλείας της χάριτος λαμβάνει ασυγκρίτως
βαθύτερον χαρακτήρα και αι μαρτυρικαί
τύψεις της συνειδήσεως δύνανται να φθάσουν μέχρι του σκότους της
απογνώσεως. Αι ονειροπολήσεις περί σαρκικής σχέσεως, εν απουσία της φυσικής
πράξεως, ωδήγησαν πολλούς μέχρι σοβαρών ψυχικών νόσων, έτι δε και μέχρι πλήρους
παραφροσύνης. Περί της συχνότητος των τοιούτων ολεθρίων περιπτώσεων δύνανται να
μαρτυρήσουν και οι ψυχίατροι22. [//63] Η μοναχική σωφροσύνη, ως εν αληθεία «ανθρωπίνη» ζωή
κατ’ εικόνα του τελείου Ανθρώπου‐ Χριστού, δεν δύναται να θεμελιωθή επί της αρνήσεως
της σαρκικής [//64] ζωής, επί
22 Εις το «Συμπόσιον των δέκα Παρθένων» ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η συνείδησις της
ανθρωπότητος ανεπτύσσετο και ηύξανε
πνευματικώς μέχρι γνώσεως των τελειοτέρων μορφών ζωής – της σωφροσύνης και της
παρθενίας. Ιστορικώς η εξέλιξις αύτη διήλθε δια των εξής φάσεων: Κατ’ αρχάς,
«εν όσω ο κόσμος δεν ήτο εισέτι πεπληρωμένος ανθρώπων» και η ανθρωπότης ώφειλεν «αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι»
οι άνδρες εισήρχοντο εις γάμον μετά των ιδίων αυτών αδελφών. Έπειτα, ότε επλήθυνε
το γένος των ανθρώπων και εξηπλώθη επί της γης, η θεία Πρόνοια δια προφητικής
διδασκαλίας αποτρέπει τους ανθρώπους εκ του είδους της ζωής ταύτης προς μίαν
υψηλοτέραν ηθικώς ζωήν, και οι γάμοι μετά των αδελφών εθεωρήθησαν «αιμομιξίαι».
Περαιτέρω οι άνθρωποι μεταβαίνουν εις την έννοιαν της μονογαμίας, «ίνα μη
συνουσιάζωνται μετά πολλών ομοίως προς τα ζώα, ως να εγεννήθησαν μόνον δια την
συνουσίαν», και ίνα μη επιτελώνται «μοιχείαι». Εν συνεχεία ο Χριστιανισμός διδάσκει
τους ανθρώπους έτι υψηλότερον συνείδησιν περί ζωής, και δια της Εκκλησίας εισάγεται
νέος περιορισμός των γάμων κατ’ ένδειξιν πλέον των βαθμών της πνευματικής ηλικίας·
ούτως απαγορεύονται, επί παραδείγματι, γάμοι δύο αδελφών προς δύο αδελφάς και
τα όμοια, πράγμα το οποίον εκτός Εκκλησίας παραμένει ακατανόητον και μέχρι του
νυν εισέτι. Δια της αποστολικής διδαχής οι άνθρωποι ανάγονται εις την κατανόησιν του «τιμίου γάμου» και της
«αμιάντου κοίτης», όθεν εν τέλει ανέρχονται μέχρι της γνώσεως της χριστιανικής
παρθενίας, «μανθάνοντες να ανυψώνται υπεράνω της σαρκός εισερχόμενοι εις τον ατάραχον
λιμένα της αφθαρσίας …».
Θα ήθελον
ενταύθα να παρατηρήσω την άκραν επικαιρότητα του κηρύγματος της σωφροσύνης και
της παρθενίας εις τας ημέρας ημών. Η απόκλισις εκ του καθορισθέντος υπό της
Εκκλησίας συνδέσμου του γάμου και εκάστη παράβασις εναντίον αυτού ουχί μόνον
υποβιβάζουν την μορφήν του ανθρωπίνου είναι, αλλά επισύρουν και τα χείρονα: την
αποσύνθεσιν της προσωπικότητος, ήτις ποιεί την αμαρτίαν· την διάσπασιν των
οικογενειών, την διάλυσιν των κρατών, την καταστροφήν και τον όλεθρον ολοκλήρων
χωρών και λαών. Εν σχέσει προς πάντα ταύτα δέον να είπωμεν ότι, εάν η πνευματική
εξέλιξις της ανθρωπότητος εσυνέχιζε προς εκείνην την κατεύθυνσιν, ως υποδεικνύει
ο Άγιος Μεθόδιος, τότε έν εκ των πλέον σπουδαίων και ανησύχων δια τους συγχρόνους
νόας ερώτημα, ήτοι το του ελέγχου του πληθυσμού της γης, θα ελάμβανε την καλυτέραν
και τω όντι αξίαν λύσιν, της υιοθεσίας του ανθρώπου υπό του Θεού. Αι άγριαι,
εγκληματικαί και εντελώς άφρονες θεωρίαι προγραμματισμού του πληθυσμού της γης
δια των αλληλοεξοντωτικών πολέμων, θα εστερούντο βάσεως εν τη συνειδήσει των
ανθρώπων, και η ζωή επί της γης θα απέβαινεν αληθώς ομοία προς την ουράνιον:
«Ελθέτω η Βασιλεία Σου»!
της μορφής του ευλογημένου υπό του Θεού και της Εκκλησίας γάμου, επί της
αποστροφής ή της καταφρονήσεως εκείνης της πράξεως, δια της οποίας «ο άνθρωπος έρχεται
εις τον κόσμον» (πρβλ. Ιωάν. ιστ’ 21). Η Εκκλησία εις τας συνοδικάς Αυτής διατάξεις
απορρίπτει εκείνους οι οποίοι καταφεύγουν εις τον μοναχισμόν εξ αποστροφής προς
τον γάμον ή εξ υπερηφάνου εξουδενώσεως αυτού23. Δια τούτο οι Πατέρες εδοκίμαζον έκαστον εκ των
επιθυμούντων τον μοναχισμόν, δια να βεβαιωθούν εάν ούτος ήτο όντως κλητός. Υπάρχουν
διάφοροι βαθμοί αυτής της κλήσεως. Εις τινάς εδόθη να γνωρίσουν την κατάστασιν
της εν χάριτι Θεοκοινωνίας εις τοιούτον βαθμόν, ώστε και ο νους και το σώμα αυτών
να αισθάνωνται εναργώς τον αγιασμόν αυτών. Δια τους τοιούτους η απόλυτος εγκράτεια
υπό την μορφήν ουχί μόνον αποφυγής ενσυνειδήτων φυσικών πράξεων, αλλά και των
αντιστοίχων διανοημάτων [//65] (έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου) είναι
κατηγορική απαίτησις της καταστάσεως του πνεύματος αυτών. Μικροτέρας εντάσεως
κλήσις συνιστά κατάστασιν κατά την οποίαν η ψυχή δοκιμάζει έλξιν μόνον προς την
σωφροσύνην. Ο νους τότε τείνει προς την καθαρότητα και δυνάμει της εσωτερικής δίψης
του αγιασμού ενστικτωδώς απωθεί τους σαρκικούς «λογισμούς». Πολλοι εισέρχονται
εις την μοναχικήν άσκησιν εκκινούντες εκ τοιαύτης καταστάσεως, η οποία, καίτοι
είναι ολιγώτερον βεβαία της προηγουμένης, αποτελεί εν τούτοις θετικήν κλήσιν άνωθεν.
Πείρα αιώνων απέδειξεν ότι η αγάπη προς τον Θεόν είναι
δυνατή και εις τον γάμον, αλλά εις μέτριον μόνον βαθμόν. Όταν δε η αγάπη αύτη
υπερβαίνη ωρισμένον τι όριον και αποκτά μεγαλυτέραν έντασιν, τότε η ψυχή του
ανθρώπου απομακρύνεται ενστικτωδώς από παντός ό,τι δεν εναρμονίζεται προς αυτήν
την αγάπην. Δεν είναι έργον ιδικόν μου να εύρω λογικήν τινα ερμηνείαν του
αξιοσημειώτου φαινομένου τούτου εις την περιοχήν της θρησκευτικής ψυχολογίας,
του επαναλαμβανομένου κατά την ροήν των αιώνων μετ’ εκπληκτικής σταθερότητος.
Ενδέχεται άλλως τε να μη υπόκηται τούτο εις λογικάς κατηγορίας. Προσωπικώς ερείδομαι
επί των έργων των Αγίων Πατέρων και εν μέρει επί των παρατηρήσεων τας οποίας
ηδυνήθην να έχω ως πνευματικός. Εκ των πολλών συνομιλιών μου μετ’ ασκητών έχω
αποκτήσει την σταθεράν πεποίθησιν ότι, όταν η ψυχή δια πραγματικής πείρας γνωρίση
την αγάπην του Χριστού, τότε εκ της γλυκύτητος της αγάπης αυτής γεννάται ακράτητος
τις έλξις προς τον Θεόν, ακατάπαυστός τις «δίψα» Αυτού, και εν ταυτώ ανερμήνευτος θλίψις περί του κόσμου,
συνέπεια της οποίας [//66] είναι ο τελείως άκοπος και, τρόπον τινά, φυσικός
αποχωρισμός από πασών των αισθητικών ηδυπαθειών, εξ αιτίας των οποίων ψυχραίνεται
και εξαλείφεται η Θεία αγάπη. Χαρακτηριστικόν της μεγάλης προς τον Χριστόν αγάπης
είναι ότι δεν δύναται να συμβιβασθή μετά σαρκικών απολαύσεων εν γένει, και προ
παντός μετά των ισχυροτέρων όλων, των γενετησίων. Ο νούς του ανθρώπου υπό την ενέργειαν
της αγάπης προς τον Θεόν αποσπάται εκ της γης και καθαίρεται
από πάσης γηΐνης εικόνος, ενώ η σαρκική σχέσις τραυματίζει βαθύτατα την ψυχήν
ακριβώς δια των εικόνων αυτών. Γνωρίζομεν ότι πολλοί προσεγγίζουν εντελώς διαφόρως
το θέμα τούτο. Αλλά μήπως ο λόγος της Γραφής, «ου μη εγκαταμείνη το πνεύμα Μου
εν αυτοίς, δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ’ 3), δεν αναφέρεται εις αυτούς;
Αυτή αύτη η πείρα της ζωής διδάσκει τον ασκητήν ότι
πάσα αισθητική απόλαυσις, οιουδήποτε είδους, είτε οπτική, είτε γευστική, είτε
ακουστική, ή της αφής, ή της οσφρήσεως αποσπά την ψυχήν εξ εκείνου το οποίον είναι
ανώτερον και αμέτρως πολυτιμότερον, αφαιρούσα απ’ αυτού την παρρησίαν εν τη
προσευχή, ενώ αντιθέτως η κακοπάθεια της σαρκός πολλάκις συνεργεί εις την κάθαρσιν
του νού και την ανάβασιν αυτού εις την θεωρίαν.
Όταν η σωφροσύνη αποβαίνη βαθεία απαίτησις του πνεύματος,
οδηγεί φυσικώς εις εκείνο το οποίον ονομάζεται «αυστηρότης βίου» ή «ασκητικότης».
Παν ό,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίον δια την ύπαρξιν παραμερίζεται, δια να έχη
το πνεύμα την μεγαλυτέραν δυνατήν ελευθερίαν εν τη θεωρία. Εάν η τροφή και ο ύπνος
δεν ήσαν απολύτως αναγκαία δια την φυσικήν ύπαρξιν –όπως συμβαίνει εις την περίπτωσιν
της σαρκικής [//67] ζωής, του καπνίσματος, των διεγερτικών και ναρκωτικών–, ο ασκητής της
σωφροσύνης ουδέποτε θα ήγγιζε τροφήν και ουδέποτε θα έδιδεν «ύπνον της οφθαλμοίς»
αυτού (Ψαλμ. κα’ 4), παραδίδων όλας τας δυνάμεις του νου αυτού εις την μνήμην
του Θεού και την προσευχήν. Ιδού διατί
εις την ορθώς νοουμένην μοναχική ζωήν τα τοιαύτα, ως επί παραδείγματι το κάπνισμα, αποκλείονται.
Η αμαρτία δεν εδρεύει εις την μίαν ή την άλλην
φυσικήν ενέργειαν λειτουργίαν του ανθρώπου, αλλά εις τα πάθη. Ο Άγιος Ποιμήν ο
Μέγας έλεγε:
«Δεν είμεθα σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι». Η πάλη του ορθοδόξου ασκητού
δεν διεξάγεται προς το σώμα, αλλά προς «τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις
επουρανίοις» (Εφεσ. στ’ 12), διότι δεν απομακρύνει ημάς από του Θεού το σώμα,
το οποίον εκλήθη να καταστή δοχείον ή «ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος» (Α’
Κορ. στ’ 19), αλλά η ηδυπάθεια, ήτοι τα πάθη μετά των απολαύσεων αυτών.
Η Ορθόδοξος άσκησις ερείδεται επί της δογματικής
συνειδήσεως ότι η πνευματική ζωή της λογικής κτίσεως συνίσταται εκ της ενώσεως
των δύο θελήσεων, των δύο ενεργειών της Θείας και της ανθρωπίνης. Δυνάμει τούτου
και η παρθενία και η σωφροσύνη είναι ουχί μόνον δώρα της χάριτος, αλλά και συνέπειαι
ελλόγου ασκήσεως. Παν δώρον της χάριτος εν τω κόσμω τούτω συνεπάγεται αναποφεύκτως
μέγαν αγώνα χάριν της συνετής διαφυλάξεως αυτού. Εκείνο το οποίον διδάσκει η χάρις,
κατά την περίοδον της διαμονής αυτής εις τον άνθρωπον, τούτο οφείλει να τηρή ούτος
και κατά τον χρόνον της απουσίας αυτής υπό την αισθητήν μορφήν ενεργείας, φυλάττων
εαυτόν εις το αυτό επίπεδον ζωής, ως εάν μη έπαυσε ποτέ η ενέργεια της χάριτος [//68] επ’ αυτού. Ούτως άρχεται μία
εκούσιος συστηματική ασκητική αγωγή του ασκητού και η τράχυνσις της «πολιτείας»
αυτού καθίσταται αναπόφευκτος.
Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εις τον Λόγον αυτού «Περί
Παρθενίας» εκφράζεται ως εξής:
«… ούτω μοι δοκεί και το της παρθενίας
επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις της θειοτέρας ζωής προς την ασώματον φύσιν
τους εν σαρκί ζώντας ομοιούσθαι διδάσκουσα
…»24. Τούτο συμβαίνει, όπου η έλλογος ανθρωπίνη θέλησις
αγωνίζεται ως περιεγράφη ανωτέρω, οπότε η διατήρησις της παρθενίας και σωφροσύνης
καθίσταται ασκητική καλλιέργεια και τέχνη. Δεν προτίθεμαι να αναπτύξω λεπτομερέστερον
το θέμα τούτο. Θα είπω μόνον ότι το πλέον
ουσιώδες αξίωμα της «τέχνης» ταύτης είναι η «τήρησις του νοός». Ο
σπουδαιότερος κανών εις την άσκησιν αυτήν είναι να μη παραδώση τις τον νουν
αυτού. Άνευ τούτου ουδεμία σωματική άσκησις επιτυγχάνει τον ποθούμενον σκοπόν
αυτής ενώ η ασκητικώς πεπαιδευμένη διάνοια δύναται να διαφυλάξη ουχί μόνον την
καθαρότητα και την ελευθερίαν αυτής αλλά και την ειρήνην του σώματος έτι και υπό
συνθήκας κατά τας οποίας η εκπλήρωσις του έργου τούτου εις άλλους θα εφαίνετο αδύνατος.
Επαναλαμβάνομεν εκ νέου προς μεγαλυτέραν επικύρωσιν,
ότι η συνείδησις του εξαιρέτου χαρακτήρος της κλήσεως της οδού ταύτης εναρμονίζεται
πλήρως προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Η συνείδησις αύτη απορρέει ουχί μόνον εκ
της πείρας, αλλά και εκ των λόγων Αυτού του Χριστού, του ειπόντος: «Ου πάντες
χωρούσι [//69] τον λόγον τούτον …» (Ματθ. ιθ’ 11). Εντεύθεν η προκαταρκτική προσεκτική
δοκιμασία εκείνων οι οποίοι επιθυμούν το μοναχικόν σχήμα· εντεύθεν και η
απαγόρευσις της ενεργού παρουσίας του αγάμου κλήρου εν τω κόσμω, εκτός σπανίων
περιπτώσεων, λόγω ειδικών συνθηκών. Εις τούτο ακριβώς φανερούται η ευδοκία της
Εκκλησίας προς τον τίμιον γάμον τοσούτον μεγάλη, ώστε ουδόλως να θεωρήται ούτος
ως εμπόδιον εις την ιερουργίαν εισέτι
και του θεοτάτου μυστηρίου της Ευχαριστίας25.
Ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος επισφραγίζει τον θαυμάσιον
αυτού λόγον
«Περί σωφροσύνης και αγνείας» ως εξής: «Ο εν σαρκί ών και τούτο (το δώρον της
αγνείας) ειληφώς, απέθανε και ανέστη, και της μελλούσης αφθαρσίας το προοίμιον ήδη
απ’ εντεύθεν εγνώρισεν»26.
Η ακτημοσύνη, η τρίτη εκ των θεμελιωδών υποσχέσεων,
αποτελεί όλως φυσικήν συμπλήρωσιν των δύο πρώτων, συνιστώσα μετ’ αυτών αναπόσπαστον
τόμ.
119, Paris 1966, σ. 332.
25 Υπενθυμίζομεν εις
το σημείον τούτο ότι ο Άγιος Παφνούτιος, ο ίδιος ών παρθένος, εις την Α’
Οικουμενικήν Σύνοδον, κατά την μαρτυρίαν του Σωζομένου, υπήρξεν κύριος
υποστηρικτής της θέσεως όπως μη θεωρηθή ο σώφρων γάμος κώλυμα δια την ιερωσύνην.
Μεταξύ των πολυαρίθμων συνοδικών αποφάσεων, των απτομένων του θέματος αυτού,
υπογραμμίζομεν τον 13ον Κανόνα της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου (της εν Τρούλλω, το
691), η οποία απέρριψε κατηγορηματικώς το έθος της Εκκλησίας της Ρώμης, ήτις
απηγόρευε την χειροτονίαν των εγγάμων δια την ιερωσύνην.
ενότητα [//70] προς επίτευξιν της καθαράς προσευχής, και συνάμα της τελειοτέρας εξομοιώσεως
προς τον Θεόν δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, ο οποίος τοσούτον απέφυγε τας
κτήσεις επί της γης, ώστε «ουκ είχε πού την κεφαλήν κλίνη» (πρβλ. Ματθ. η’ 20).
Η πείρα δεικνύει σαφώς εις πάντα άνθρωπον ότι, δια να φθάση εις τον καθαράν
προσευχήν, είναι ανάγκη να ελευθερώση τον νουν αυτού εκ των εικόνων της ύλης, αίτινες
βαρύνουν αυτόν.
Εν τη μοναχική υποσχέσει της ακτημοσύνης η έμφασις
δίδεται εις την πάλην προς το πάθος της «φιλοκτημοσύνης» ή της «φιλαργυρίας».
Δι’ αυτής ο μοναχός δεν υπόσχεται τόσον να ζήση «εν πτωχεία» (ως υπόσχονται οι
δυτικοί), όσον να ελευθερώση το πνεύμα αυτού από της επιθυμίας του «κατέχειν» μέχρι
τοιούτου βαθμού, ώστε ο αληθής θεράπων της ακτημοσύνης παύει να φείδηται και
του ιδίου αυτού σώματος. Μόνον υπό τας συνθήκας αυτάς είναι όντως δυνατή η γνησία βασιλική ζωή του πνεύματος.
Κατ’ αρχάς πας σκεπτόμενος θα είπη: Πώς δύναμαι να
ελευθερωθώ εντελώς εκ των πραγμάτων; Εγώ ο ίδιος είμαι υλικός κατά το σώμα και
η ζωή αυτού του σώματος συνδέεται αφεύκτως προς την ύλην. Ή μήπως πρέπει να αφήσω
τον εαυτόν μου να αποθάνη; … Ουχί, ούτε λόγος περί τούτου!
Η συνετή άσκησις συνίσταται εις το να
περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης,
άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο πλέον αδύνατος. Αλλά το μέτρον των δυνατοτήτων
εκάστου είναι διάφορον27.
[//71] Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν
ηδυνήθη να οργανώση την ζωήν αυτού κατά τοιούτον τρόπον ώστε να έχη αρκετήν «σχόλην»,
ελεύθερον χρόνον, δια την προσευχήν και την πνευματικήν θεωρίαν του Θεού. Και
αιτία τούτου είναι το άπληστον πάθος της «φιλοκτημοσύνης». Το πάθος τούτο της
πλεονεξίας ο Απόστολος Παύλος ωνόμασεν ειδωλολατρίαν (βλ. Κορ. γ’ 5) και ο
Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος «απιστίας θυγατέρα» … «ευαγγελίων
μυκτηριστήν και παραβάτην εκούσιον»28. Η γνησία
χριστιανική ακτημοσύνη είναι άγνωστος, ακατανόητος εις τον κόσμον. Και εάν τολμήσωμεν
να ισχυρισθώμεν ότι αύτη επεκτεινομένη απορρίπτει ουχί μόνον κτήσεις υλικάς,
αλλά και διανοητικάς, τότε θα φανή τούτο
εις την πλειονότητα των ανθρώπων παραφροσύνη. Άνθρωποι έχοντες επιστημονικάς γνώσεις
θεωρούν τον πνευματικόν αυτών πλούτον ως την ουσίαν της υπάρξεως αυτών, μη
υποπτευόμενοι παντάπασιν ότι υπάρχει άλλη, υψηλοτέρα γνώσις, και θησαυρός αληθώς
ασύγκριτος προς τον ίδιον αυτών πλούτον, φέρων μεθ’ εαυτού βαθείαν ειρήνην. Εν
τη αναζητήσει της υλικής αυτών ανέσεως οι άνθρωποι απώλεσαν την πνευματικήν άνεσιν
και ο σύγχρονος υλικός δυναμισμός ο οποίος δεσπόζει επί των πνευμάτων και των
καρδιών του αιώνος τούτου, περιβάλλεται επί μάλλον και μάλλον δαιμονικόν χαρακτήρα. Και
Η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς
τον Θεόν και τον πλησίον. Και οι άνθρωποι δεν [//72] αντιλαμβάνονται τούτο και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι
εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας
καρδίας αυτών, εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου. Ο της Κλίμακος
Άγιος λέγει: «Ρίζα πάντων των κακών η φιλαργυρία εστί τε και λέγεται (βλ. Α’
Τιμ. στ’ 10)· μίσος γαρ και κλοπάς και φθόνους και χωρισμούς και έχθρας και ζάλας
και μνησικακίας και ασπλαγχνίας και φόνους αύτη πεποίηκε»29 –και πολέμους.
Όθεν, δια να εξέλθωμεν εκ της αιχμαλωσίας των
ευτελών μεριμνών, δια να καθαρίσωμεν τον νουν ημών και δώσωμεν εις το πνεύμα ημών
να απολαύση εν αληθεία βασιλικήν, ακριβέστερον, θεοειδή ελευθερίαν, είναι
αναγκαία η αποταγή και επ’ αυτού του επιπέδου, διότι, κατά τον λόγον του Οσίου
Ιωάννου της Κλίμακος, «ακτήμων ανήρ, εν προσευχή καθαρός (εστι) … ο γευσάμενος
των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί … ακτήμων μοναχός του κόσμου δεσπότης
… απροσπαθείας υιός, τα προσόντα αυτώ, ως
μη όντα λογιζόμενος»30.
Πραγματευθέντες δια βραχέων τας θεμελιώδεις υποσχέσεις
του μοναχισμού, κατεστήσαμεν μέχρι τινός δυνατήν την κατανόησιν της ουσίας της
ορθοδόξου ασκήσεως, όπερ αποτελεί και τον σκοπόν του παρόντος. Εν τούτοις, αφ’
ενός μεν δια να συμπληρώσωμεν την [//73] περί του μοναχισμού εικόνα, και αφ’ ετέρου δια να
αποφύγωμεν παρερμηνείας, οφείλομεν να είπωμεν ολίγα τινά και περί της υποσχέσεως,
«Παραμένεις τω μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης αναπνοής», η οποία κατά
την ακολουθίαν του μικρού σχήματος αποτελεί την πρώτην ερώτησιν, κατά δε την
του μεγάλου την δευτέραν.
Η ερώτησις αύτη είναι διπλή: «Παραμένεις τω μοναστηρίω» και
«παραμένεις τη ασκήσει». Το πρώτον σκέλος της ερωτήσεως αυτής δεν αποτελεί
απαρασάλευτον κανόνα του μοναχισμού, ως αι λοιπαί υποσχέσεις. Ο μοναχισμός δύναται να υπάρχη και έξω του
μοναστηρίου: εν τω κόσμω ή εν τη ερήμω. Εις τους βίους πολλών αγίων μοναχών
παρατηρούμεν εκουσίαν ή ακουσίαν εγκατάλειψιν του μοναστηρίου, ένθα είχον λάβει
το μοναχικόν σχήμα, και εν τούτοις τούτο δεν εθεωρήθη ούτε πτώσις, ούτε αθέτησις
υποσχέσεως, ούτε εισέτι παρέκκλισις εκ του μοναχισμού. Πολλοί εξ αυτών απεσπάσθησαν
εκ των μοναστηρίων αυτών δι’ αρχιερατικήν διακονίαν εν τη Εκκλησία. Έτεροι
μετετέθησαν εις άλλα μοναστήρια ένεκα διαφόρων λόγων. Άλλοι έλαβον εκ των
μοναστηρίων αυτών την ευλογίαν να αναχωρήσουν δια τινα αγαθόν σκοπόν· και εν τέλει,
υπήρξαν περιπτώσεις και φυγής εισέτι εκ των μοναστηρίων αυτών ένεκα «ελλείψεως
ευνοϊκών όρων προς σωτηρίαν εντός αυτών».
Συνήθως η ερώτησις αύτη παραλείπεται όταν η κουρά
λαμβάνη χώραν εκτός μοναστηρίου. Είναι εν τούτοις εντελώς φυσική και θα παραμείνη
ως ουσιώδες στοιχείον της κουράς εν τοις μοναστηρίοις, διότι, εκείνος ο οποίος
εγένετο δεκτός εις την αδελφότητα του μοναστηρίου, καθίσταται συνιδιοκτήτης
παντός ό,τι ανήκει [//74] εις το μοναστήριον και συμμέτοχος από πάσης απόψεως, ολοκλήρου της βιοτικής
και πνευματικής μερίμνης αυτού. Η αδελφότης του μοναστηρίου ενσωματούσα έν νέον
μέλος εις την πνευματικήν αυτής οικογένειαν, όλως φυσικώς θέλει να έχη εκ μέρους
αυτού υπόσχεσιν πιστότητος, ούτως ώστε τα λοιπά πρεσβύτερα μέλη να δύνανται μετά
πλήρους εμπιστοσύνης να υπολογίζουν εις αυτόν εις πάντα.
Η ουσία του δευτέρου σκέλους της υποσχέσεως ταύτης,
ήτοι, «παραμένεις τη ασκήσει έως εσχάτης αναπνοής», συνίσταται εις το ότι αι
μοναχικαί υποσχέσεις έχουν χαρακτήρα ουχί προσωρινόν –διά τινα χρονικήν περίοδον–
αλλά αναλλοίωτον, αμετάθετον, εξερχόμενον των ορίων της παρούσης ζωής. Ο Κύριος
είπεν: «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος
εστιν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Λουκ. θ’ 62). Ενταύθα η λέξις
«εύθετος» σημαίνει «καλώς τεθειμένος προς μίαν κατεύθυνσιν». Και όντως, εάν
δεχθώμεν τας μοναχικάς υποσχέσεις μόνον ως προσκαίρους, σημαίνει ότι δεν
συλλαμβάνομεν το αληθές νόημα αυτών και μεταβάλλομεν το παν εις απλήν άσκησιν
ευσεβείας, ενώ κατ’ ουσίαν πρόκειται περί εγκαταλείψεως της νηπιώδους και μεταβάσεως
εις την τελείαν ηλικίαν. Ο Απόστολος Παύλος λέγει:
«Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην·
ότε δε γέγονα ανήρ κατήργηκα τα του νηπίου» (Α’ Κορ. ιγ’ 11).
Η νηπιότης παρέρχεται ανεπιστρεπτί, ουχί τοσούτον
υπό την χρονικήν έννοιαν, όσον υπό την έννοιαν της ποιότητος ζωής. Πώς δύνανται
να εξαλειφθούν η πείρα, η γνώσις, η σύνεσις, όταν ήδη απεκτήθησαν; Καθ’ όμοιον
τρόπον και δια των ανωτέρω υποσχέσεων [//75] εκφράζεται άλλη συνείδησις ζωής εν γένει, περιέχουσα
άλλο νόημα, άλλον σκοπόν, άλλο περιεχόμενον. Η υπόσχεσις της αγνείας‐σωφροσύνης,
επί παραδείγματι, κατά τι διαφέρει μιας προσκαίρου εγκρατείας οιουδήποτε άλλου
ανθρώπου, εάν θεωρή τις αυτήν παροδικήν μόνον άσκησιν; Ή, εάν θεωρώμεν την
υπακοήν ωσαύτως ως εφήμερον άσκησιν, τότε
πού είναι η συνείδησις ότι δια της υπακοής διεξάγεται πάλη κατά της στενότητος
του «ιδίου θελήματος», ήτοι του εγωκεντρισμού, ώστε να καταστή τις ούτω
κατοικητήριον του θελήματος του Ουρανίου Πατρός; Και η ακτημοσύνη ωσαύτως, εάν
απλώς εκληφθή ως παροδική διαμονή εις τας στερήσεις, τότε πού είναι η κατανόησις
ότι εν τη υποσχέσει ταύτη περικλείεται ο πόθος να υπερνικήσωμεν εν γένει την
εξουσίαν της ύλης επί του πνεύματος τη βοηθεία του Θεού; Ούτω λοιπόν δεν είναι
«εύθετος» εις την Βασιλείαν των Ουρανών εκείνος, όστις επιστρέφει εις τα οπίσω
αθετών τας δοθείσας υπ’ αυτού υποσχέσεις. Και είναι δυνατόν να είπωμεν ότι, οσάκις
παρουσιάζεται η στροφή αύτη προς τα οπίσω, τούτο εις την πλειονότητα των περιπτώσεων
σημαίνει ότι αι υποσχέσεις εδόθησαν άνευ της αρμοζούσης συναισθήσεως, άνευ της
απαιτουμένης καταστάσεως πνεύματος. Εν άλλαις λέξεσι, δεν ετηρήθησαν αύται, διότι παρασχέθησαν επιπολαίως.
Ωμιλήσαμεν ήδη περί των τριών ειδών κλήσεως, περί
των τριών αποταγών, περί των τριών τύπων
του σταυρού, περί των τριών βαθμών του μοναχισμού. Αλλά ιδού, ο Άγιος Γρηγόριος
ο Θεολόγος ομιλεί επί πλέον [//76] περί τριών γεννήσεων, δια των οποίων οφείλει να διέλθη
ο άνθρωπος κατά την ζωήν αυτού. Εις την υπό μορφήν ποιήματος επιστολήν αυτού
«Προς Βιταλιανόν παρά των υιών» γράφει ότι «δια της πρώτης γεννήσεως», κατά σάρκα
και αίμα, οι άνθρωποι έρχονται επί της γης και εξαφανίζονται ταχέως· ακολούθως
οι άνθρωποι γεννώνται (δευτέρα γέννησις) εκ του καθαρού Πνεύματος, όταν επ’ εκείνων
οι οποίοι επλύθησαν δι’ ύδατος (του Βαπτίσματος) κατέρχηται το Φως (άνωθεν).
Δια της τρίτης (γεννήσεως) καθαρίζεται δια των δακρύων και των πόνων η υπό του
κακού αμαυρωθείσα εν ημίν εικών του Θεού. Η πρώτη προέρχεται εκ των γονέων, η
δευτέρα εκ του Θεού· της τρίτης όμως συ ο ίδιος είσαι αυτουργός, εμφανιζόμενος
εις τον κόσμον ως ευεργετικόν φως»31.
Ο τόνος του λόγου του Αγίου δίδει εις ημάς να εννοήσωμεν
ότι η τελευταία αύτη γέννησις είναι η τελειοτέρα. Το νόημα αυτού έγκειται εις
το ότι ο άνθρωπος ο οποίος έλαβε την δωρεάν της χάριτος και εγνώρισεν εν τω φωτί
αυτής την θείαν ζωήν, συγχρόνως δε και
την πτώσιν αυτού, προσκολλάται εις το αγαθόν δι’ επιπόνου ασκήσεως. Τούτο ακριβώς
το γεγονός της συνετής [//77] αυτοτοποθετήσεως εν τω Θείω αγαθώ είναι ουσιώδες
δια την ζωήν του χριστιανού ασκητού.
Εκδηλούται δε τούτο δια του πλήρως ανικανοποιήτου του πνεύματος ημών εξ όσων υπάρχουν
επί της γης, δια της νοσταλγίας του Θεού, δια της δίψης του Θεού, δια της
φλογεράς αναζητήσεως Αυτού.
Η σκέψις αύτη, νομίζω, περικλείεται εις τους λόγους
του Αγίου Σιλουανού:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριον και μετά δακρύων ζητώ
Αυτόν. Πώς να μη Σε ζητώ;
Σύ πρώτος εζήτησας εμέ
και έδωκας εις εμέ να γευθώ της γλυκύτητος του Πνεύματος
του Αγίου,
260) «Ουκ οίη μερόπεσιν ίη δειλοίσι
γενέθλη, Ερχομένη σαρκών τε και αίματος, οία βροτοίσιν Ένθα τικτομένοισι
και ολλυμένοισι τάχιστα∙ Τοίη μεν πρώτιστον· έπειτα δε Πνεύματος αγνού, Εύτε
λεοσσαμένοισι δι᾽ ύδατος ήλυθεν αίγλη.
165) Η δε τρίτη, δακρύων τε
και άλγεος ημετέροιο, Εικόν᾽ αποξύουσα μελαινομένην κακότητι. Τάων την μεν έχεις
πατέρων άπο, την δε Θεοίο,
Της δι᾽ αυτός γενέτης, βιότω φάος εσθλόν οπάζων».
PG 37,
1498A‐1499A.
349.
[//79]
[//80]
[//81]
Ι Ι. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΠΟΤΑΓΩΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑΣΣΙΑΝΟΝ ΤΟΝ ΡΩΜΑΙΟΝ ΚΑΙ
ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΤΟΝ ΣΙΝΑΪΤΗΝ
Εξετάζοντες τας διατυπώσεις των Αγίων Ιωάννου
Κασσιανού του Ρωμαίου και Ιωάννου του Σιναΐτου ως προς την αναγκαιότητα των τριών
αποταγών του μοναχού, παρατηρούμεν ότι αμφότεροι συμφωνούν εις το απαραίτητον
της βαθμιαίας εκπληρώσεως των τριών αποταγών, δια να φθάση ούτος εις την τελειότητα.
Υπάρχει όμως διαφορά τις μεταξύ των δύο Αγίων εις τον τρόπον διατυπώσεως των
τριών βαθμών της αποταγής ταύτης.
Ο Άγιος Κασσιανός εις την τρίτην Ομιλίαν αυτού
αναφερόμενος εις τα τρία είδη κλήσεως θίγει
το πρόβλημα των αποταγών. Ιδού πώς εκφράζεται:
«Δέον όπως ομιλήσωμεν νυν περί των αποταγών: Η παράδοσις
των Πατέρων ενούται μετά της αυθεντίας των Γραφών, δια να δείξη ότι αύται είναι
κατά τον αριθμόν τρεις:
Η πρώτη είναι σωματική: πρόκειται περί εκείνης, ήτις
ωθεί ημάς εις το να καταφρονήσωμεν πάντα τα πλούτη και τα αγαθά του κόσμου τούτου.
Δια της δευτέρας αποταγής αρνούμεθα την ζωήν του παρελθόντος, τας κακίας, τα πάθη
του πνεύματος και της σαρκός ημών. Η τρίτη συνίσταται εις την απόσπασιν του πνεύματος
ημών από των παρόντων και ορατών πραγμάτων, δια να ενθεωρήσωμεν αποκλειστικώς
εις τα μέλλοντα και μη επιθυμήσωμεν πλέον ουδέν άλλο, ει μη τα αόρατα»33.
Ο Άγιος Κασσιανός εις το βιβλίον αυτού «Περί των
θεσμών του Κοινοβίου» προσκαλεί ημάς όπως
εννοήσωμεν καλύτερον το νόημα των
αποταγών.
«Κατανοήσατε, λοιπόν, τί είναι η αποταγή. Όταν θα έχητε καλώς διαποτισθή
υπ’ αυτής, θα είσθε εις θέσιν να σχηματίσητε ορθοτέραν ιδέαν περί της πολιτείας,
ήτις αρμόζει εις υμάς να ακολουθήσητε»34.
Η γενική ιδέα της αποταγής εις τον Κασσιανόν απορρέει
εκ της εικόνος των δύο Βασιλειών: της Βασιλείας του άρχοντος του κόσμου τούτου
και της του Ουρανίου Πατρός. Λέγει: «Έχομεν κατ’ ουσίαν δύο πατέρας· τον μεν
οφείλομεν να εγκαταλείψωμεν, τον δε να ακολουθήσωμεν». Ερείδεται επί των λόγων
της Αγίας Γραφής: «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε, … και επιλάθου του λαού σου και
του οίκου του πατρός σου» (Ψαλμ. μδ’ 11). Εκείνος, όστις λέγει «Άκουσον, θύγατερ»,
είναι αναμφιβόλως πατήρ. Παρά ταύτα δεν επιτρέπει εις ημάς να μαρτυρήσωμεν ότι εκείνος
του
οποίου
οφείλει
να
επιλησθή
του
οίκου
και
του
λαού είναι
ωσαύτως ο πατήρ της ιδίας αυτού θυγατρός … Περί αυτού του πατρός πρόκειται,
όταν εις την Ιερουσαλήμ, ήτις κατεφρόνησε τον αληθινόν Πατέρα αυτής, τον Θεόν,
απευθύνηται ο λόγος, «ο πατήρ σου Αμορραίος, και η μήτηρ σου Χετταία» (Ιεζεκ.
ιστ’ 3), ως και όταν εν τω Ευαγγελίω αναφέρηται, «υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός
υμών θέλετε ποιείν» (Ιωάν. η’ 44)35.
[//83] «Όταν λοιπόν εγκαταλείψωμεν
και μετοικήσωμεν εκ των ορατών πραγματικοτήτων προς τας αοράτους, θα δυνηθώμεν
να είπωμεν μετά του Αποστόλου …: “ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει…”
(Φιλιπ. γ’ 20)»36.
Αναπτύσσων την θεωρίαν αυτού περί του θέματος τούτου
ο Κασσιανός υπογραμμίζει την ανεπάρκειαν των δύο πρώτων αποταγών. Λέγει: «Η ωφέλεια
θα είναι μετρία, εάν ασπασθώμεν την πρώτην αποταγήν, έστω και μετά υψίστης
αφοσιώσεως πίστεως, αλλά δεν εκπληρώσωμεν την δευτέραν μετά παρομοίας επιμελείας
και ίσης ζέσεως. Όταν πραγματοποιηθή αύτη, θα δώση εις ημάς την δυνατότητα να
διαπεράσωμεν εις την τρίτην»37.
Η μαρτυρία ότι έχομεν πράγματι επιτύχει την τελειότητα
της τρίτης αποταγής είναι να μη υπάρχη εφ’ εξής εις την ψυχήν ημών ουδέν ίχνος
παχυλότητος της ζωώδους και σαρκικής ζωής της οποίας ήτο αύτη όλως βεβαρυμένη·
διότι χειρ γνωστική ελείανεν αυτήν και εξήλειψε πάντα τα αισθήματα και τας
γηΐνας διαθέσεις, και η συχνή μελέτη των πραγμάτων του Θεού, η άσκησις της θεωρίας,
κατέστησαν αυτήν ικανήν να μεταβή εις τον κόσμον του αοράτου, ώστε προσηλωμένη όλως
εις τα ουράνια και ασώματα να μη έχη πλέον
συνείδησιν του ιματίου της σαρκός, ούτε του χώρου εις τον οποίον ευρίσκεται.
Αρπαγαί και διαβάσεις θαυμασταί! Η ακοή παραμένει αναίσθητος εις τας έξωθεν φωνάς· οι άνθρωποι διέρχονται
και η όρασις δεν εντυπωσιάζεται· τι είπω! Πλησίον, ενώπιον ημών υψούνται αντικείμενα
και αι πλέον τεράστιαι μάζαι, και οι σαρκικοί ημών οφθαλμοί δεν αντιλαμβάνονται ταύτα.
[//84] «Την αλήθειαν και την αρετήν
των λόγων τούτων θα ακούση εκείνος μόνον, ο οποίος εδιδάχθη εκ της πείρας και
του οποίου ο Κύριος απέσπασε τους οφθαλμούς της καρδίας από πάντων των παρόντων
πραγμάτων…»38.
Συμφώνως προς τα παρατεθέντα κείμενα, γνωρίζομεν πόσον
υψηλή υπήρξεν η περί τελειότητος αντίληψις εις τον Κασσιανόν.
Ας εξετάσωμεν νυν πώς ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος
διατυποί την σκέψιν αυτού περί του θέματος τούτου. Λέγει: «Ουδείς εν τω ουρανίω
νυμφώνι στεφανηφορών ελεύσεται, μη την πρώτην, και δευτέραν, και τρίτην αποταγήν
αποταξάμενος· λέγω δη την πάντων πραγμάτων, και ανθρώπων, και γονέων· και
146.
την εκκοπήν του ιδίου θελήματος, και την τρίτην
αποταγήν της κενοδοξίας, της επακολουθούσης τη υπακοή»39.
Θα ηδύνατο τις να διερωτηθή δια ποίον λόγον ο Ιωάννης
της Κλίμακος δεν ηκολούθησε την διατύπωσιν του Κασσιανού, περί του οποίου εις
το περίφημον έργον αυτού «Κλίμαξ», πλήρες ουρανίου πυρός, εκφράζεται
εγκωμιαστικώς: «… εκ ταπεινώσεως διάκρισις, ως και τω μεγάλω Κασσιανώ εν τω Περί
διακρίσεως αυτού λόγω πεφιλοσόφηται κάλλιστα τε και υψηλότατα»40.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι ο Κασσιανός ανήκει
εις την παράδοσιν των ανατολικών Πατέρων,
ότι κατατάσσεται μεταξύ των σπουδαιοτέρων μαθητών και κληρονόμων αυτών, ότι
διεμορφώθη εν τω μέσω αυτών και μέχρι του τέλους της ζωής αυτού ετήρησε βαθείαν
[//85] ευλάβειαν
προς εκείνους τους οποίους και εθεώρει ως υποδείγματα της μεγαλυτέρας τελειότητος.
Εν τούτοις είναι φανερόν ότι το έργον αυτού δεν αποτελεί απλώς δάνειον εκ των ανατολικών Πατέρων, αλλ’ αυτήν ταύτην την
έκφρασιν των ιδίων αυτού απόψεων περί εκείνου το οποίον ο ίδιος έζησε και αφωμοίωσε,
γενόμενος ο ίδιος φορεύς της αυθεντικής ταύτης ζωής. Έτι δε δια των συγγραφών
αυτού ήσκησεν εν συνεχεία επίδρασιν επί των ανατολικών Πατέρων, διότι μετά μεγάλης
τέχνης και βαθείας γνώσεως εξέθεσεν εις σύστημα την ασκητικήν διδασκαλίαν και
παράδοσιν των Πατέρων τούτων. Συχνάκις υψούται εκ του καθαρώς ασκητικού επιπέδου
επί του μυστικού και θεολογικού.
Εάν παραβάλωμεν μετά προσοχής την Κλίμακα προς
τους λόγους του Κασσιανού, θα παρατηρήσωμεν ότι ο Ιωάννης της Κλίμακος επηρεάσθη
κατά πολύ εκ του Αγίου Κασσιανού. Θα ηδύνατο τις να παραθέση εκτενή κατάλογον
αντιστοιχιών σχεδόν αυτολεξεί. Ιδού δύο παραδείγματα:
Κασσιανός:
«Υψωθέντες (ως ο Μωϋσής) εις την υψηλήν ταύτην τιμήν,
θα έχωμεν την εξουσίαν και την δύναμιν να διατάσσωμεν τας σκέψεις, τας οποίας
δεν θέλομεν να ακολουθήσωμεν να μην παρασύρουν πλέον ημάς· θα είναι δε επιτρεπτόν
να κρατήσωμεν μετά σταθερότητος εκείνας αι οποίαι δίδουν εις ημάς να γευθώμεν
την χαράν του Πνεύματος. Εις τας πονηράς υποβολάς θα προστάζωμεν: Υπάγετε, και θα αποχωρούν· εις τας αγαθάς θα
λέγωμεν: Έλθετε, και θα έρχωνται. Εις το σώμα ημών, ήτοι τον υπηρέτην ημών, θα
επιβάλλωμεν να τηρή τους νόμους της σωφροσύνης και της εγκρατείας, και θα υπακούη»41.
[//86] Κλίμαξ:
«Γενού ως βασιλεύς εν τη ση καρδία, υψηλός εν
ταπεινώσει καθήμενος, και κελεύων τω γέλωτι· πορεύου, και πορεύεται· και τω
κλαυθμώ τω γλυκεί· έρχου,
και έρχεται· και τω δούλω ημών και τυράννω σώματι·
ποίησον τούτο, και ποιεί
Κασσιανός:
«Δύναται τις να πιστεύση ότι υπήρξε ποτέ άνθρωπος έτι
εν τοις δεσμοίς του σώματος, και διαπρεπής μεταξύ των δικαίων και των αγίων, όστις κατώρθωσε το αγαθόν τούτο μέχρι σημείου, ώστε
ουδέποτε να διακόπτη την θείαν θεωρίαν ούτε να επιτρέπη εις εαυτόν να εκκλίνη
από του Μόνου αγαθού προς γηΐνας σκέψεις, έστω και προς στιγμήν;»43.
Κλίμαξ:
«… Τις άρα γε τοιούτος εστιν, ός τον εαυτού χρόνον
άπαντα τον εν τη μοναδική πολιτεία ούτω δεδαπάνηκεν ευσεβώς, ως μη ημέραν, μη ώραν,
μη ροπήν ζημιωθήναι ποτε, αλλά τω Κυρίω ταύτην εξαναλώσαι, λογιζόμενος ως ουκ έστι την αυτήν ημέραν εν τω βίω θεάσασθαι;»44.
Και εάν ούτως έχη περί τούτου, ήτοι, εάν ο Άγιος
Ιωάννης της Κλίμακος ενεπνέετο συχνάκις εκ των συγγραμμάτων του «μεγάλου
Κασσιανού», δια τί λοιπόν ήλλαξεν ουσιωδώς την διατύπωσιν του Κασσιανού εν σχέσει
προς την αναγκαιότητα των τριών αποταγών ως προς την «έκτασιν» και το περιεχόμενον
εκάστης εξ αυτών; Είναι άρα γε τούτο ένδειξις αλλαγής επελθούσης εις την
ασκητικήν πείραν των Πατέρων; Ήτο τούτο ευτυχής [//87] τις και θετική εξέλιξις ή, αντιθέτως, απώλεια, υποχώρησις εις κατώτερον επίπεδον; Είναι
δυνατόν να θεωρήση τις την διατύπωσιν του Ιωάννου της Κλίμακος ως τελειοτέραν
εκείνης του Κασσιανού; Παρόμοιοι ερωτήσεις είναι θεμιταί εις την παρούσαν περίπτωσιν, διότι αφ’ ενός ο συγγραφεύς της
Κλίμακος εθεωρήθη δια μέσου των αιώνων εις την Ανατολήν ως αυθεντία πρώτης τάξεως
και σαφώς ανωτέρα εκείνης του Κασσιανού, ούσα μία εκ των πλέον υπερόχων εκφράσεων
του θεωρητικού ασκητισμού, και αφ’ ετέρου διότι η διατύπωσις της Κλίμακος των δύο
σπουδαιοτέρων αποταγών (ήτοι της δευτέρας και της τρίτης) δίδει εκ πρώτης όψεως την εντύπωσιν πτωχεύσεως μάλλον επί του επιπέδου της θεωρίας.
Προβώμεν νυν εις την εξέτασιν της εκτάσεως και του
περιεχομένου των διατυπώσεων των τριών αποταγών εις τους δύο αυτούς διαπρεπείς
διδασκάλους. Εκ της πρώτης προσεγγίσεως αυτών παρατηρούμεν ότι αύται δεν είναι ίσης
σπουδαιότητος. Ενώ λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός εις το πρώτο στάδιον δεν
ομιλεί ει μη μόνον περί σωματικού χωρισμού από του κόσμου και της καταφρονήσεως
πάντων των θησαυρών και των αγαθών αυτού, ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος απαιτεί ήδη
εις το αυτό στάδιον την εγκατάλειψιν πάντων των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων
και των γονέων, πράγμα το οποίον ο Κασσιανός περιλαμβάνει εις την δευτέραν
αποταγήν.
Εις την δευτέραν αποταγήν ο Κασσιανός ομιλεί κατά
γενικόν τρόπον περί της ασκητικής πάλης εναντίον των παθών
του πνεύματος και της
σαρκός, της
απαρνήσεως των γονέων και της εγκαταλείψεως των προτέρων [//88] έξεων τόσον περί του τρόπου
σκέψεως όσον και περί των ηθικών κανόνων. Κατά την φάσιν αυτήν ο Άγιος Ιωάννης
της Κλίμακος δεν ομιλεί ει μη περί της εγκαταλείψεως του θελήματος.
Παρά ταύτα θα ηθέλομεν να υπογραμμίσωμεν ενταύθα
την ενότητα πνεύματος και παραδόσεως παρά την εξωτερικήν διαφοράν των διατυπώσεων,
ήτις απλώς μαρτυρεί περί της αυθεντικότητος των δύο προσωπικών εμπειριών. Η μόνη
διαφορά έγκειται εις το πλάτος της πρώτης αποταγής. Δι’ εκείνον, όστις εισέρχεται
εις την οδόν της ασκήσεως, ο Κασσιανός θεωρεί επαρκή την εξωτερικήν εγκατάλειψιν
του κόσμου και των υλικών κτήσεων, κατατάσσων εις το δεύτερον στάδιον την πάλην
κατά των παθών και των προτέρων έξεων, ενώ ο Ιωάννης της Κλίμακος απαιτεί εξ
αρχής την αποταγήν από παντός ανθρώπου, άνευ της οποίας κρίνει ως επισφαλή την
αναχώρησιν εκ του κόσμου.
Εις την δευτέραν αποταγήν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος
ομιλεί ωσαύτως περί της πάλης κατά των παθών· απαιτών όμως παρά του μοναχού την
αποταγήν του ιδίου θελήματος, δι’ αυτού τούτου του πράγματος υποδεικνύει κατά τρόπον ακριβέστερον την
κεντρικήν και πλέον ουσιώδη στιγμήν της πάλης ταύτης, και εις τούτο έγκειται
αναμφιβόλως η ανωτερότης της διατυπώσεως αυτού.
Δια την τρίτην αποταγήν ωσαύτως η έκφρασις του Αγίου
Ιωάννου της Κλίμακος είναι τελειοτέρα, καίτοι παραμένει κατά το περιεχόμενον
εντελώς ομοία προς την του Αγίου Κασσιανού. Ο τελευταίος κατά το τρίτον στάδιον ομιλεί περί της αποσπάσεως του νου από
παντός ορατού και της αρπαγής εν τη θεωρία του αοράτου και αιωνίου. Εις ψυχήν όμως,
ήτις δεν θα ήτο εισέτι [//89] τελείως κεκαθαρμένη εκ των παθών, η έκφρασις αύτη
θα ηδύνατο να αφήση αχαλίνωτον την φαντασίαν, διότι «το αόρατον και το αιώνιον»
ευρίσκονται εισέτι, θα ηδύνατο να είπη
τις, εκτός του ανθρώπου· αντιθέτως η διατύπωσις του Ιωάννου της Κλίμακος
–αποταγή της κενοδοξίας– εισάγει τον ασκητήν εις το βάθος της εσωτερικής αυτού
πάλης και δεν επιτρέπει εις τον νουν να περιπλανάται εις «υψηλάς σφαίρας», αλλ’
αναγκάζει αυτόν να διαμένη νήφων έως τέλους.
Επιτρέπομεν εις εαυτόν να εκφράση την γνώμην ως
προς την ανωτερότητα των διατυπώσεων του
Ιωάννου της Κλίμακος, αλλ’ υπογραμμίζομεν ότι δεν είναι τελειότεραι ει μη μόνον
εν σχέσει προς την ασκητικήν και παιδαγωγικήν άποψιν, ούσαι κατά το βάθος και
την ουσίαν αυτών αι αυταί μετά των διατυπώσεων του Κασσιανού. Ας επιμείνωμεν
επ’ ολίγον εις το σημείον τούτο.
Κατά τον Ιωάννην της Κλίμακος η αποταγή της
κενοδοξίας ουδέν άλλο είναι, ει μη η οδός προς μετάθεσιν του πνεύματος ημών εις
τον κόσμον του αιωνίου. Εν αυτή τη αποταγή περικλείεται η υπέρβασις της
εφ’ ημών εξουσίας του κόσμου και η νίκη
επ’ αυτού.
Εις τί συνίσταται όμως η νίκη επί του κόσμου;
Εκ της ιστορίας της Εκκλησίας γνωρίζομεν είδος τι
αγιότητος, όλως ιδιάζον, την «δια Χριστόν
σαλότητα». Εν αυτή ακριβώς τη μορφή της χριστιανικής ασκήσεως εμφανίζεται
ιδιαιτέρως σαφώς ο τρίτος βαθμός της αποταγής.
Ο πνευματικός ούτος άθλος εκφράζει τον βαθμόν τούτον
της αποταγής κατά τον τέλειον τρόπον. «Αρχή ακενοδοξίας», λέγει ο Άγιος Ιωάννης
της Κλίμακος, «φυλακή στόματος και ατιμίας αγάπη· μεσότης δε, ανακοπή πάντων
των νοουμένων της κενοδοξίας επιτηδευμάτων· [//90] τέλος δε, (είπερ άρα και έστι τη αβύσσω τέλος), το
τα προς ατιμίαν συντελούντα επί πλήθους επιτηδεύειν ανεπαισθήτως»45.
Η τρίτη αποταγή του Ιωάννου της Κλίμακος, ήτις
επιτάσσει την πάλην εναντίον της κενοδοξίας, απορρέει εκ της ιδιαζούσης εις όλην
την παράδοσιν της Ανατολικής Εκκλησίας διδασκαλίας περί της φύσεως του
προπατορικού αμαρτήματος. Συμφώνως προς την διδασκαλίαν αυτήν, η υπερηφανία είναι
«η αρχή πάντων των αμαρτημάτων και πάντων των εγκλημάτων». Οι δύο Διδάσκαλοι από
συμφώνου λέγουν ότι «το κακόν της υπερηφανίας είναι ο πολέμιος του ιδίου του
Θεού»46.
Μετά την παράθεσιν χωρίων τινών της Αγίας Γραφής ο
Κασσιανός λέγει:
«Ούτω, τα παραδείγματα και αι μαρτυρίαι της Γραφής αποδεικνύουν εμφανώς ότι η μάστιξ της οιήσεως, καίτοι εσχάτη εις
την τάξιν της πάλης, είναι η πρώτη κατά την προέλευσιν, κατά την αρχήν, όλων
των αμαρτημάτων και όλων των εγκλημάτων· ότι μη δυναμένη να εκμηδενίση, ως αι
λοιπαί κακίαι την αρετήν, ήτις είναι εναντία προς αυτήν, ήτοι την ταπείνωσιν,
συντελεί ώστε να απολεσθούν πάσαι ταυτοχρόνως»47.
Ακολουθών τον Κασσιανόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος
λέγει: «Υπόθου μοι είναι δώδεκα τα πάθη της ατιμίας … εάν έν τούτων, λέγω δη
την οίησιν, αγαπήσης [//91] θελήματι, εκείνο αναπληρώσει τον τόπον των ένδεκα»48.
Περαίνοντες τον λόγον, θα ηθέλομεν να υπογραμμίσωμεν
ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός εν τη Ανατολή εθεωρείτο πάντοτε διδάσκαλος της
Εκκλησίας, κατά πάντα ορθόδοξος, και ότι ουδέποτε εγένοντο αποδεκταί αι κατηγορίαι
περί ημιπελαγιανισμού, τας οποίας προσάπτουν εις αυτόν εν τη Δύσει μέχρι των ημερών ημών49.
46 Πρβλ. Inst.
Cénob. XII 7, «Sources Chrétiennes», τόμ. 109, 7, σ. 459. «Quel grand mal est
l’orgueil, pour mériter d’ avoir comme adversaire non un ange, ni d’autres
vertus opposés, mais Dieu lui‐même»! Βλ. Κλίμαξ ΚΑ’ 36, σ. 245. «… πάντων
των κακών αρχηγός και τελείωσις», «η εχθραίνουσα τον Θεόν»· Κλίμαξ ΚΒ’ 1, σ.
246. «Θεού
αντίπαλος».
49 Βλέπε ιδιαιτέρως
την μετάφρασιν των ομιλιών του Κασσιανού υπό του Dom Pichery, «Sources
Chrétiennes», τόμ. 42. Εις την εισαγωγήν αυτού (σ. 22) αναγγέλλει ότι: «Ο
Κασσιανός συμφωνεί σχεδόν απολύτως μετά του ιερού Αυγουστίνου εκτός ενός μόνον
σημείου, το οποίον όμως περικλείει όλον το δηλητήριον της πλάνης του
Το πρόβλημα όμως τούτο εξέρχεται των πλαισίων της
μελέτης ημών.
ημιπελαγιανισμού: “Η πρωτοβουλία της αγαθής πράξεως δύναται, ενίοτε τουλάχιστον,
να ανήκη εις τον άνθρωπον και ούτος δύναται τότε να προσελκύση την χάριν δια
μιας αρχής της αγαθής θελήσεως”, Conf. XII 11».
[//93]
[//94]
[//95]
Ι Ι Ι. ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Ερώτησις:
Εις τί συνίσταται η τελειότης εις τον μοναχισμόν;
Απάντησις του Γέροντος Σωφρονίου:
Η Πρόνοια του Θεού, ανεξιχνίαστος κατά το βάθος
αυτής εις τον άνθρωπον, έδωκεν εις την ρωσικήν Εκκλησίαν την πείραν της ομολογίας
και του μαρτυρίου. Ο Μαρξιστικός ουμανισμός υπήρξεν αδυσώπητος εν τη πάλη αυτού
κατά της πίστεως εις τον Θεόν και ουδεμία θυσία, ουδεμία αγάπη ηδυνήθη να υπερβή
τον ανηλεή διωγμόν εκ μέρους των μπολσεβίκων. Η ρωσική Εκκλησία εβίωσεν ιδιαιτέραν
κένωσιν εν τοις παθήμασιν υπέρ του Ονόματος του Χριστού, και τούτο είχεν ως
αποτέλεσμα να εγείρηται νυν ενώπιον της Εκκλησίας αυτής το ερώτημα περί της τελειότητος ως συνέπεια
του πνευματικού νόμου, όστις ορίζει ότι
«το πλήρωμα της κενώσεως προηγείται του πληρώματος της τελειότητος»50.
Βεβαίως, όταν τίθεται ενώπιον μου το εγχείρημα να
ομιλήσω περί της τελειότητος εις την οποίαν αποβλέπει ο μοναχισμός εν γένει,
οφείλω να υπενθυμίσω ότι περί τούτου ομιλεί ο Απόστολος Παύλος εις τρία χωρία
των Επιστολών:
[//96] «Και εγώ, αδελφοί, ουκ
ηδυνήθην υμίν λαλήσαι ως πνευματικοίς, αλλ’ ως σαρκικοίς, ως νηπίοις εν Χριστώ.
Γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα· ούπω γαρ ηδύνασθε· αλλ’ ούτε έτι νυν δύνασθε»
(Α’ Κορ. γ’ 1‐2). «Πας γαρ ο μετέχων γάλακτος άπειρος λόγου δικαιοσύνης· νήπιος
γαρ εστι· τελείων δε εστιν η στερεά τροφή, των δια την έξιν τα αισθητήρια
γεγυμνασμένα εχόντων προς διάκρισιν καλού τε και κακού» (Εβρ. ε’ 13‐14). «Σοφίαν
δε λαλούμεν εν τοις τελείοις» (Α’ Κορ. β’ 6).
Καθώς παρατηρείτε, παραδούς μεγάλην και υψηλήν
διδασκαλίαν ο Απόστολος λέγει ότι αύτη είναι εισέτι «γάλα», ο δε λόγος περί
τελειότητος διαμείβεται μεταξύ των τελείων. Εάν η στερεά τροφή των τελείων δεν
εδόθη εις τους Κορινθίους και εις τους λοιπούς, προσέτι δε και εις τους Εβραίους,
τί δυνάμεθα να είπωμεν περί ημών αυτών, περί της εποχής ημών; Ο Χριστός λέγει:
«Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ’ 49).
Εάν ο Ίδιος ο Χριστός ομιλή περί της διδαχής Αυτού
ως περί πυρός κατελθόντος εκ του ουρανού επί της γης, πώς θα τολμήσωμεν ημείς
να ομιλήσωμεν περί τελειότητος; Δεν θα συγκρατήση άρα γε ημάς ο φόβος αυτού του
παμφάγου πυρός;
Κατανοώ την κατάστασιν ήτις εδημιουργήθη εν τω κόσμω
κατά τας τελευταίας δεκαετίας, εις τρόπον ώστε να μη υπάρχη δι’ ημάς άλλη οδός,
ει μη
μόνον ο αγών να εισδύσωμεν εις το μυστήριον της διδαχής του Χριστού, να
γνωρίσωμεν τον Χριστόν εν τη τελειότητι, όσον τούτο είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον.
Ως εκ τούτου ας αποπειραθώμεν μετά φόβου και ευλαβείας να ομιλήσωμεν περί του
μοναχισμού ως περί αναζητήσεως της τελείας γνώσεως του Χριστιανισμού.
[//97] Κατά τον παρελθόντα αιώνα έζησεν
εις το Κίεβον ο εξαίρετος ασκητής Παρθένιος,
φίλος του Μητροπολίτου του Κιέβου Φιλάρετου. Ότε έλαβε το σχήμα, προσηυχήθη εις
την Θεομήτορα όπως αποκαλύψη εις αυτόν το νόημα του μεγάλου τούτου σχήματος.
Ότε Αύτη εφανερώθη εις αυτόν, είπεν: «Ο μεγαλόσχημος είναι ευχέτης υπέρ όλου
του κόσμου». Επομένως, επί τη βάσει της αποκαλύψεως ταύτης, θα προεκτείνωμεν
τον λόγον περί των οδών προς την τελειότητα
ταύτην.
Ο Ίδιος ο Κύριος κατά τον Μυστικόν Δείπνον είπε
προς τους μαθητάς Αυτού: «Υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθώς Εγώ εποίησα υμίν,
και υμείς ποιήτε» (Ιωάν. ιγ’ 15). Και τί βλέπομεν εις τον Χριστόν; Δεν γνωρίζω
πώς έχει τούτο δια τους άλλους, αλλά εμέ καταπλήσσει και ελκύει ακριβώς η μορφή
του Χριστού του αναβαίνοντος επί τον Γολγοθάν, το πώς δηλονότι Ούτος, μόνος εξ όλων
των επί γης ανθρώπων, ηθέλησε να άρη επ’ Αυτού τας αμαρτίας όλου του κόσμου, να
παραδώση την ζωήν Αυτού εις ακραία παθήματα χάριν της απελευθερώσεως πάντων ημών
εκ της κατάρας του νόμου, κατάρας ήτις εβάρυνε την ανθρωπότητα μετά την
προπατορικήν αμαρτίαν εν τω Παραδείσω.
Φέρων εν Εαυτώ όλον τον Αδάμ, όλους τους λαούς πάντων
των αιώνων, ο Κύριος απέθνησκεν υπέρ πάντων. Ουδείς εκ
των ανθρώπων, βεβαίως, ηδύνατο να βοηθήση Αυτόν. Και εν τη Ευαγγελική περιγραφή
παρατηρούμεν ότι όλη η σκέψις Αυτού ήτο εστραμμένη μόνον προς τον Πατέρα.
Ποίον συμπέρασμα δυνάμεθα να εξαγάγωμεν εκ της θεωρίας ταύτης του
Χριστού; Αναβαίνει Ούτος επί τον Γολγοθάν, ίνα προσφέρη την ζωήν Αυτού, και δεχόμενος
τον θάνατον, όστις έπληξεν τους ανθρώπους, να [//98] δώση εις αυτούς θείαν ζωήν κατά τους λόγους Αυτού: «Αύτη εστίν η
εντολή η Εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν
αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού. Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα Εγώ εντέλλομαι
υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος·
υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ηκούσα παρά του Πατρός Μου εγνώρισα υμίν»
(Ιωάν. ιε’ 12‐15).
Βλέπομεν ότι προ της εξόδου Αυτού δια τον θάνατον
επί του Γογλοθά ο Κύριος απεφάσισε να ομιλήση περί της τελειότητος προς του
μαθητάς Αυτού.
Εις τι έγκειται λοιπόν το εγχείρημα ημών; Εις το
να εξηγήσωμεν πώς οι άνθρωποι ήλθον εις αυτήν την μορφήν της ζωής, τον μοναχισμόν.
Ο μοναχισμός δεν είναι επινόησις ανθρώπων. Αποτελεί
κατηγορικήν προσταγήν του πνεύματος ημών κατόπιν της επαφής αυτού μετά του Αγίου
Πνεύματος· της επαφής του πυρός της αγάπης του Χριστού, η οποία προσφέρει την
ζωήν αυτής όπως οι άλλοι ζήσουν και εξ αυτών δέχεται τον θάνατον. Και τούτο είναι
αληθώς ο μοναχισμός εις το πλέον τέλειον βάθος αυτού, εννοούμενον
ως περί αυτού ομιλεί ο Ίδιος ο Κύριος: «Εί τις έρχεται προς Με και
ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και
τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί
Μου μαθητής είναι … ός γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός
δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν Εμού, ούτος σώσει αυτήν» (Λουκ. ιδ’ 26 και
θ’ 24).
Επομένως, η αγάπη την οποίαν εφανέρωσεν ο Χριστός
είναι η τελειότης. Αλλ’ ημείς δεν είμεθα ικανοί [//99] δια τοιαύτην αγάπην ένεκα της υπερηφανίας ημών,
και μέχρι των ημερών ημών οι χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν εκείνο περί του
οποίου ενετείλατο ο Χριστός. Ο Κύριος αναμένει εξ ημών επανάληψιν της ζωής Αυτού
επί της γης. Και όμως πόσοι άνθρωποι αντιτίθενται προς τούτο
…! Εάν εξέφραζον την σκέψιν μου πλήρως, τότε αληθώς θα έλεγον ότι ο κόσμος
θα εσώζετο, εάν πάντες οι άνθρωποι αίφνης ηκολούθουν την οδόν της μιμήσεως του
Χριστού, προσφέρων έκαστος την ζωήν αυτού, δια να ζήσουν οι άλλοι.
Εν τω κόσμω διεξάγεται συνήθως πάλη κυριαρχίας επί
των ασθενεστέρων. Συχνάκις δια μαζικού φόνου οι άνθρωποι επιβάλλουν την εξουσίαν
αυτών επί των άλλων. Και αύτη είναι η οδός του κόσμου δια μέσου των αιώνων, αύτη
είναι η ιστορία της ανθρωπίνης ημών ζωής.
Ουδόλως όμως αποτελεί μεγαλείον του ανθρώπου η κυριαρχία δια της φυσικής δυνάμεως
επί του αδελφού, αλλά το μεγαλείον αυτού εμφανίζεται ακριβώς εις εκείνην την
χριστιανικήν προαίρεσιν, περί της οποίας ομιλεί ο Κύριος: «Μείζονα ταύτης αγάπην
ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε’ 13).
Τούτο δε είναι ο τελικός σκοπός του μοναχισμού: η εξομοίωσις προς τον Χριστόν
κατά τον πληρέστερον τρόπον.
Ο Χριστός, ο αληθώς άναρχος
Θεός, προσλαμβάνει εν τη φύσει Αυτού παν υπαρκτόν, παν ό,τι εποίησεν ο Πατήρ
δι’ Αυτού και του Πνεύματος του Αγίου. Ένεκα τούτου, άπασα η κοσμική ζωή, εις όλας
τας μορφάς της φανερώσεως αυτής,
συνιστά μίαν κοινήν ύπαρξιν, αλλ’ εις διαφόρους βαθμούς τελειότητος. Και καθ’ όν
τρόπον γνωρίζοντες το κοσμικόν είναι παρατηρούμεν εν αυτώ ατελεύτητον αριθμόν στρωμάτων, [//100] εκ του αοράτου υπό του
οφθαλμού ατόμου μέχρι του θαυμαστού
συστήματος των γαλαξιών, ούτω και εν τω μοναχισμώ,
ο οποίος εν τη εσχάτη αυτού διαστάσει έχει ως σκοπόν, ως ήδη είπομεν, την πλήρη εξομοίωσιν προς τον
Χριστόν, «δι’ Ού τα πάντα εγένετο», παρατηρούνται διάφοροι βαθμοί τελειότητος
εις τας διαφόρους αυτού εκφάνσεις. Εκείνο, όπερ φέρει εν τω νοΐ αυτού ο μοναχός,
δεικνύει το μέτρον της δεκτικότητος αυτού ως προς την αποκάλυψιν
την εκ του Θεού εκπορευομένην. Άνθρωποι όλων των στρωμάτων του λαού δύνανται να
προσέλθουν εις τον μοναχισμόν. Ως εκ τούτου παρατηρούνται διαβαθμίσεις μεταξύ
των μοναχών, προσδιοριζόμεναι εκ της διαφοράς διεισδύσεως αυτών εις τα μυστήρια
του ουρανού. Ο Κύριος διαμένων μεθ’
ημών επί της γης, ωμίλει προς τον λαόν εις απλήν γλώσσαν, πλήρη εικόνων εκ της
καθημερινής ζωής, ίνα και οι πλέον απλοί άνθρωποι δύνανται να εννοήσουν
Αυτόν. Ούτως έλεγε προς τους Αποστόλους:
«Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν
παραβολαίς …» (Λουκ. η’ 10). Παρατηρούμεν εν τούτοις μετά μεγάλης οδύνης εκείνο
το λυπηρόν φαινόμενον εν τη ζωή της Εκκλησίας, κατά το οποίον
οι ευρισκόμενοι εις το κατώτερον πνευματικόν μέτρον αντιλήψεως δεν δύνανται
να συλλάβουν ούτε τας σκέψεις, ούτε τας προσευχάς, ούτε την δύναμιν, ούτε την
θεωρίαν, ούτε την αγάπην εκείνων οι οποίοι είναι πλέον ικανοί να αφομοιώσουν
τας άνωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Και ο Απόστολος Παύλος εντόνως εβίωσε το
φαινόμενον τούτο εν τη αποστολική αυτού διακονία, διότι εκείνοι οι οποίοι ολιγώτερον
εμβαθύνουν εις την γνώσιν των θείων πραγμάτων αποδέχονται την [//101] ιδίαν αυτών αντίληψιν ως
την εσχάτην τελειότητα και μάχονται να επιβάλουν αυτήν εφ’ όλης της δομής της
Εκκλησίας. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον έλεγεν ότι «επότισε» τους ανθρώπους
πνευματικόν «γάλα». Όσον αφορά δε εις εκείνο το οποίον υπερέβαινεν αυτούς ήτο
δε προσιτόν μόνον εις τον κύκλον των τελείων, ομιλεί περί τούτου μόνον εις τον
κύκλον των τελείων, προσθέτων ότι πάντες
«οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. γ’ 12), έτι και εντός
της Εκκλησίας, εφ’ όσον υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ουχί μόνον απορρίπτουν την
τελειότητα, αλλά και μάχονται κατ’ αυτής· εντεύθεν λοιπόν και ο φόβος ημών να
ομιλήσωμεν περί της τελειότητος.
Η διαφθαρείσα φύσις ημών δεν δίδει εις ημάς δυνάμεις
να ακολουθήσωμεν το παράδειγμα του
Χριστού. Ως εκ τούτου ο μοναχισμός γεννάται ως ιδιαιτέρα μορφή ζωής εν τω κόσμω
τούτω, ως έφεσις να ομοιωθώμεν προς τον Χριστόν, τον αποθνήσκοντα
επί του Γολγοθά υπέρ πάντων, «ίνα τα τέκνα
του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις έν» (Ιωάν. ια’ 52). Δια της οδού ταύτης
ο άνθρωπος, δια της τηρήσεως δηλονότι των εντολών του Χριστού, φθάνει βαθμηδόν μέχρι της
συνειδητοποιήσεως εαυτού ως Αδάμ. Φέροντες επί έτη εν τη ψυχή ημών ημέραν εξ ημέρας,
από ώρας εις ώραν, την έννοιαν ταύτην αποκτώμεν βαθμηδόν την ικανότητα να προσλάβωμεν
την εντολήν του Χριστού εις το αυθεντικόν αυτής είναι. Δια της εντολής ταύτης
γινόμεθα φορείς παντός του κοσμικού είναι και αυτής της θείας ζωής, ήτοι ζωής συμφώνου προς τας εντολάς
του Ευαγγελίου.
Εκείνο, όπερ αναμένει εξ ημών ο Κύριος, είναι απείρως
υψηλόν, απείρως μεγαλειώδες, και η θρησκεία ημών, βεβαίως, οφείλει να διακρίνηται
ως θρησκεία απολύτου [//102] τάξεως. Εξ ουρανών κατήλθεν ο Χριστός, ο τέλειος
Θεός και δημιουργός παντός υπαρκτού, και ο χριστιανός δια της υπακοής αυτού
προς τον Χριστόν καθίσταται δεκτικός παντός φαινομένου εν τω κόσμω των ανθρώπων.
Κατά θαυμαστόν τρόπον συμβαίνει ώστε ο άνθρωπος, αναγινώσκων εις την αποκάλυψιν
τα περί της πτώσεως του Αδάμ, να αισθάνηται αίφνης ότι φέρει εν εαυτώ την αμαρτίαν
ταύτην. Ο μοναχισμός αρχίζει δια μικρών πραγμάτων, αλλά το τέλος αυτού φθάνει
ακριβώς εκείνο το πλήρωμα, κατά το οποίον ο άνθρωπος προσεύχεται δι’ όλον τον
Αδάμ ως περί αυτού του ιδίου. Ως εκ τούτου κατά την εσχάτην Κρίσιν, όταν ο Κύριος
κρίνη εκείνους οι οποίοι δεν υπηρέτησαν τους
«μικρούς και ελαχίστους», ότε ευρίσκοντο εν ανάγκη, θα είπη ότι οι ελάχιστοι
εκείνοι άνθρωποι ήσαν Αυτός ο Ίδιος (βλ. Ματθ. κδ’ 45).
Εκείνο περί του οποίου νυν ομιλούμεν υπερβαίνει το
μέτρον της μέσης αντιλήψεως και φαίνεται εντελώς απρόσιτον, αδύνατον. Και τούτο
αποτελεί συνέπειαν της απροθυμίας να ακολουθήση τις τον Χριστόν, όσον οδυνηρά
και αν
είναι η πορεία αύτη. Πολλοί άνθρωποι κατά τον καιρόν της κομμουνιστικής
επαναστάσεως απέθνησκον δια βιαίου θανάτου. Όταν όμως δεν υπάρχη διωγμός, τότε την θέσιν του μαρτυρίου
λαμβάνει ο μοναχισμός. Ούτω συνέβη, ότε
ενίκησεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός απέβη επίσημος πίστις του κράτους.
Ότε όμως μετά τρεις αιώνας μαρτυρίων δια τον Χριστόν ανέτειλεν η ειρήνη, τότε
τα επίλεκτα μέλη της Εκκλησίας κατέφυγον εις την έρημον. Και εάν εξετάσωμεν τα
γεγονότα μετά τινος δυνατής αναλογίας επαναλήψεως της ιστορίας, τότε και εις
την περίπτωσιν αυτήν, βεβαίως, έπρεπε οι καλύτεροι ακριβώς [//103] άνθρωποι να στραφούν προς
τον μοναχισμόν.
Αποτελούμεν ενταύθα μικράν ομάδα μοναχών και
κατανοούμεν τα πράγματα ακριβώς ως περιέγραψα ταύτα. Αλλά δεν φθάνομεν την τελειότητα.
Ο πνευματικός ημών πατήρ Σιλουανός λέγει ότι η τελειότης της εντολής δεν
επιτυγχάνεται, καίτοι υπάρχουν στιγμαί κατά τας οποίας προσεγγίζομεν αυτήν, αλλά
μόνον δι’ ολίγον.
Δια την εποχήν ημών τα μοναστήρια κλασικού τύπου δεν ανταποκρίνονται πλήρως εις τας απαιτήσεις
του χριστιανικού πνεύματος, διότι ο μοναχισμός είναι πρωτίστως πνευματική ζωή
εκείνης της τάξεως, την οποίαν έδωκεν εις ημάς ο Κύριος και εις την οποίαν προ
ολίγου ανεφέρθην.
Εάν εν τω γήρα μου επιτρέπω εις εαυτόν να ομιλήση
ούτω, δεν είναι διότι ο ίδιος επέτυχον της τελειότητος, αλλά διότι κατανοώ ότι άλλη
οδός δια την σωτηρίαν της ανθρωπότητος δεν υπάρχει εκτός εκείνης του Ευαγγελίου,
ουδέ άλλος Σωτήρ της ανθρωπότητος εκτός του Χριστού, και δεν δύναται να υπάρξη.
Πολλοί λέγουν: «Καλώς, αλλ’ εάν όλοι γίνουν μοναχοί,
τότε ο κόσμος θα εκλείψη …». Ουχί, δεν θα εκλείψη, αλλά θα έλθη η γενική ανάστασις,
και η ιστορία του κόσμου θα λάβη πέρας ουχί δια καταστροφής, αλλά δια χαρμοσύνου
θριάμβου και ανωδύνου διαβάσεως εις την αθάνατον ζωήν.
Νυν, περαίνων τον λόγον μου και έχων υπ’ όψιν πάντα
τα προαναφερθέντα, θα επιτρέψω εις εμαυτόν, ουχί άνευ τρόμου και φόβου, να εκφράσω
την γνώμην μου όσον αφορά εις τον τρόπον δια του οποίου η ρωσική Εκκλησία δύναται
να ανορθωθή εκ της τέφρας αυτής και να φθάση εις
πνευματικόν μεγαλείον ανώτερον [//104] εκείνου του τέλους της συνοδικής περιόδου. Η αναγέννησις
της ρωσικής Εκκλησίας απειλείται, διότι πολλοί δεν κατανοούν πώς οικοδομείται η
ζωή της Εκκλησίας του Χριστού και ενεργούν χωρίς να έχουν αληθινήν πείραν της χάριτος
του Θεού. Είναι απαραίτητον πρωτίστως να αναγνωρίσουν πάντες ότι πράγματι κατά
την αγαθήν πρόνοιαν του Θεού η ρωσική Εκκλησία ενεπιστεύθη την διαποίμανσιν αυτής,
κατά τον παρόντα καιρόν εις τον αγιώτατον Πατριάρχην Αλέξιον τον Β’. Τοιουτοτρόπως, συνεργούντες μετ’ αυτού
εις παν έργον, παρέχομεν εις τον θεοπρόβλητον Πατριάρχην την δυνατότητα να
πραγματοποιήση την ανόρθωσιν της Εκκλησίας εις πάσαν αυτής την αίγλην. Έκαστος
ναός, έκαστον μοναστήριον, εκάστη Σχολή, παν ό,τι ανήκεν εις την ρωσικήν Εκκλησίαν
και ηρπάγη απ’ αυτής, παν ό,τι επιστρέφεται
νυν εις την Εκκλησίαν υπό του κράτους, ας ενωθή μετά του πανρωσικού ποιμνίου,
του καθοδηγουμένου νυν υπό του Πατριάρχου Αλεξίου, και ας συσπειρωθή πέριξ αυτού.
Προσωπικώς θεωρώ ότι δεν υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος
του Πατριάρχου Αλεξίου του Β’ κατά την δεδομένην στιγμήν. Αυτός ο πράος άνθρωπος
διήνυσε δεκάδας ετών ως είς εκ των εγγυτέρων συνεργατών του μεγάλου Πατριάρχου
Αλεξίου του Α’ και έζησεν πάσαν την περίοδον της πατριαρχείας του μεγάλου ευχέτου
Ποιμένος.
Εν συνεχεία, όταν δια της βοηθείας του Θεού κατορθώθη
να συναχθή ο εναπομείνας υλικός πλούτος, θα προσευχηθώμεν θερμώς εις τον Θεόν
να δώση εις τους ιεράρχας ημών βοήθειαν δια καλυτέραν οργάνωσιν των Θεολογικών
Σχολών και Ακαδημιών, και, μετά την επίτευξιν της ενώσεως πάντων επί του επιπέδου
[//105] αυτού,
θα καταστή δυνατή η συγκρότησις της μεγάλης Συνόδου της ρωσικής Εκκλησίας δια
την ανόρθωσιν και διόρθωσιν παντός ό,τι πρέπει να διορθωθή.
Θεωρώ ακατάληπτον την πρόνοιαν του Θεού, ήτις ανέθεσεν
εις εμέ το έργον της διακονίας του μεγάλου ασκητού, Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου.
Καθήμενος παρά τους πόδας αυτού είχον την ευκαιρίαν να ακούσω τους πνευματικούς
λόγους αυτού, του εκλεκτού του Θεού. Διδαχθείς υπ’ αυτού ηδυνήθην να συγγράψω
τον βίον αυτού. Το βιβλίον μου εγένετο αποδεκτόν μετ’ αγάπης υπό των ασκητών
του Αγίου Όρους και πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Ηκολούθησεν εν συνεχεία η προσπάθεια
μου να ιδρύσω Μονήν, όπου η διδασκαλία του Οσίου Σιλουανού κείται ως βάσις. Και
ιδού, παρά πάσας τας ασθενείας και τας φυσικάς αδυναμίας μου, ο Κύριος διεφύλαξεν
εμέ μέχρι βαθέος γήρατος. Εάν αναλογισθώμεν
την ηλικίαν μου –96 ετών– και την μακράν μου διακονίαν εις τον μοναχισμόν –67 έτη–,
είμαι νυν εκ των πραγμάτων ο γεροντότερος των πνευματικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ένεκα τούτου υπερνικών νυν την εντροπήν δι’ εμαυτόν, θα είπω περί εκείνου το
οποίον ώφειλε να παραμείνη μόνον μεταξύ του Θεού και εμού: Πλέον του ημίσεος αιώνος
και επί του Άθωνος και εις την Ευρώπην προσηυχόμην μετά βαθέος κλαυθμού περί
της σωτηρίας της ρωσικής Εκκλησίας, καθώς και νυν προσεύχομαι δι’ όλην την Ορθόδοξον
Εκκλησίαν, όπου και αν ευρίσκηται αύτη. Ομιλώ περί τούτου, ώστε οι ακούοντες
τους λόγους μου να είναι συγκαταβατικοί εις την κρίσιν αυτών περί εμού. Και η
τελευταία εισέτι τόλμη μου: Θα είπω ότι: Το Πνεύμα του Θεού πληροφορεί εμέ περί
της αληθείας [//106] των λόγων μου περί της ρωσικής Εκκλησίας και του Θεοσδότου Αυτής Πατριάρχου.
Ικετεύω πάντας υμάς, υπακούσατε εις τον λόγον τον
οποίον δίδει εις εμέ ο Θεός και δια τον οποίον φέρω όλην την ευθύνην, διότι μόνον
δια της οδού ταύτης θα σωθή η ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία.
(Η Ορθόδοξος Τριαδολογία ως αρχή της Εκκλησιολογίας)
[//108] [//109]
«… ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν» (Ιωάν. ιζ’ 22)
Α’ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Δέκα εννέα αιώνες παρήλθον, αφ’ ότου ο Απόστολος
Παύλος διερχόμενος την πόλιν των Αθηνών και θεωρών τα ιερά αυτής μνημεία ανεκάλυψε
βωμόν φέροντα την επιγραφήν: «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. ιζ’ 23).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βωμός ούτος ανηγέρθη
υπό των καλυτέρων εκπροσώπων της ανθρωπίνης σκέψεως, υπό σοφών οι οποίοι έφθασαν
τα ύψιστα όρια της γνώσεως. Τα όρια ταύτα παραμένουν απαραβίαστα έως των ημερών
ημών δια την φυσικήν νόησιν του ανθρώπου, διότι δεν είναι δυνατόν να φθάση τις
εις την γνώσιν του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως.
Είναι αληθές ότι η κτιστή φύσις του κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού Θεού πλασθέντος ανθρώπου ενέχει ουχί μόνον την
δυνατότητα να δεχθή την Θείαν Αποκάλυψιν, αλλά και την ικανότητα να αντιληφθή
κατά τινα τρόπον το Θείον Όν. Πάντως αι ανθρώπιναι έννοιαι δεν οδηγούν εις την
αληθινήν γνώσιν του Θείου Μυστηρίου.
Ο Θεός δεν γνωρίζει ούτε ζηλοτυπίαν ούτε φιλαυτίαν
ούτε φιλοδοξίαν. Το Πνεύμα του Θεού παρακολουθεί τον άνθρωπον ταπεινώς και
υπομονητικώς εις πάσας τας οδούς της ζωής αυτού, δια να γνωρισθή εις αυτόν, και
ούτω να καταστήση αυτόν μέτοχον της Θείας Αυτού αιωνιότητος (βλ. Πράξ. ι’
34‐35). Διο και εις [//110] εκάστην εποχήν ο άνθρωπος ηδυνήθη να φθάση, εν
τινι μέτρω, εις την γνώσιν του αληθινού Θεού. Εν τούτοις ήτο απολύτως απαραίτητον
να αποκαλύψη Αυτός Ούτος ο Θεός εις τον άνθρωπον την Εικόνα του Είναι Αυτού υπό
μορφήν προσιτήν εις αυτόν. Εκτός του ελθόντος εν σαρκί Χριστού ουδεμία
φιλοσοφική εμπειρία, μυστική ή πνευματική, επιτρέπει εις τον άνθρωπον να γνωρίση
το Θείον Όν ως Πραγματικότητα μίαν, απόλυτον και ακατάληπτον εν Τρισίν Υποστάσεσιν,
αι Οποίαι είναι απόλυτοι, αναλλοίωτοι και ασύλληπτοι, τουτέστιν ως Τριάδα ομοούσιον
και αχώριστον.
Εν τη ιστορία της Θείας οικονομίας της σωτηρίας ημών
υπάρχουν ωρισμέναι «στιγμαί*»51, τας οποίας η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως σπουδαίας, και
την μνήμην των οποίων προβάλλει καθ’ έκαστον έτος δια των Εορτών. Η
χρονολογική σειρά των γεγονότων τούτων είναι η εξής: Ο Ευαγγελισμός, Η Γέννησις,
τα Θεοφάνεια (Βάπτισις του Χριστού), η Μεταμόρφωσις, τα Πάθη, η Ανάστασις, η Ανάληψις και
η Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος.
Εκάστη των
«στιγμών*» τούτων της Αποκαλύψεως του Θεού εις τον άνθρωπον συνδέεται
οργανικώς και αδιασπάστως μετά πάντων των άλλων. Εν τούτοις η ημέρα της
Πεντηκοστής, καθ’ ήν εορτάζομεν την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος, σηματοδοτεί την
πλήρωσιν της Αποκαλύψεως του Παντοδυνάμου Θεού και Κτίστου των πάντων.
[//111] Ουδόλως αγνοούμεν ότι η
Καινοδιαθηκική Αποκάλυψις είχεν ως πρόδρομον την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης.
Όταν ο χριστιανός βυθίζηται εις τον ιερόν
στοχασμόν των δεδομένων της βιβλικής Αποκαλύψεως, ακούει ήδη εκ των πρώτων
κεφαλαίων της Γενέσεως οικείους λόγους περί του Ενός και Τριαδικού Θεού: «Και είπεν
ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημερέραν και καθ’ ομοίωσιν». Και έτι:
«Και είπεν ο Θεός· ιδού Αδάμ γέγονεν ως είς εξ ημών» (Γέν. α’ 26, γ’ 22).
Αξιοπαρατήρητος ωσαύτως είναι η εμφάνισις του Θεού εις τον Αβραάμ υπό την μορφήν τριών ανθρώπων,
εις τους οποίους ούτος απευθύνεται ως προς έν Όν: «Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς
αυτού είδε, και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού … Και είπε· Κύριε, ει
άρα εύρον χάριν εναντίον Σου, μη παρέλθης τον παίδα Σου» (Γέν. ιη’ 2‐3).
Η Παλαιά Διαθήκη, ως παρατηρούμεν εις τους Ψαλμούς
και τους Προφήτας, εγνώριζε τον Θείον Λόγον και το Πνεύμα του Θεού: «Τω Λόγω
Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω Πνεύματι του στόματος Αυτού πάσα η δύναμις
αυτών» (Ψαλμ. λβ’ 6 κ.α.). Ενταύθα όμως δεν ευρίσκομεν την γνώσιν του Θείου Λόγου
και του Θείου Πνεύματος ως Υποστάσεων. Ταύτα ενθεωρούνται
ως Ενέργειαι. Ο κόσμος της Παλαιάς Διαθήκης ήτο στενώς εγκεκλεισμένος εντός των
ορίων του ενός Θεού, νοουμένου υπό την έννοιαν ουχί του χριστιανικού μονοθεϊσμού,
αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή του Θεού εν μιά Υποστάσει. Θα ήτο
δυνατόν να διερωτηθώμεν εάν η έλξις, την οποίαν ήσκει επί των Ιουδαίων της
Παλαιάς Διαθήκης ο ειδωλολατρικός πολυθεϊσμός, δεν θα εξηγείτο δια της συνειδήσεως
[//112] της στενότητος του ενοθεϊσμού
την οποίαν είχον. Αλλ’ η οδός αύτη ήτο
εις αυτούς απηγορευμένη υπό του Νόμου και των Προφητών. Ο Μωϋσής, εις τον οποίον
ο Θεός απεκαλύφθη ως Υπόστασις, «Εγώ ειμι ο Ών» (Έξ. γ’ 14), είχεν ο ίδιος συνείδησιν
του ατελούς χαρακτήρος της αποκαλύψεως, την οποίαν έλαβε. Διό διεκήρυξεν ότι ο
Θεός θα ήγειρε Προφήτην εκ του λαού και ότι Αυτόν θα έπρεπε να ακούουν εις παν ό,τι
θα έλεγε (βλ. Ιωάν. α’ 46, Πράξ. γ’ 22, Δευτ. ιη’ 15). Ούτως οι Ιουδαίοι ανέμενον
τον Μεσσίαν‐ Εμμανουήλ, τον υπεσχημένον και μέλλοντα να αποκαλύψη εις αυτούς πάσαν την περί Θεού αλήθειαν (βλ. Ιωάν. δ’ 25).
μεταφράζομεν ως στιγμήν, άλλοτε
ως άποψιν, θέσιν, γεγονός κλπ. αναλόγως προς την συνάφειαν των λόγων και σημειούμεν
πάντοτε αυτήν δι’ αστερίσκου(*)
Εάν ήδη στραφώμεν προς το μέρος της προ Χριστού
ανθρωπότητος, η οποία είχε παραμείνει ξένη προς την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης,
θα ίδωμεν και εκεί ωσαύτως –παρά τας πλείστας πλάνας και εάν κρατήσωμεν μόνον ό,τι είναι τελειότερον– αξιοσημειώτους
προσεγγίσεις εις την γνώσιν της Αληθείας. Ως προς τούτο, είναι ενδιαφέρον να
παρατηρήσωμεν ότι, όταν ο άνθρωπος επιδιώκη να φθάση δια της ιδίας αυτού διανοίας
εις την γνώσιν της αιωνίου Αληθείας, καταλήγει σχεδόν
μοιραίως εις
την
έννοιαν ενός
«μεταφυσικού» Απολύτου, έννοιαν συμφώνως προς την οποίαν η αρχή της Υποστάσεως είναι
περιοριστική, είναι φανέρωσις
του κεκρυμμένου Θεού, του
«Deus absconditus». Η τάσις αύτη προέρχεται, νομίζομεν, εκ του ότι η ορθολογιστική νόησις είναι
απρόσωπος εν τη ιδία αυτής πράξει. Εγκαταλελειμμένη εις εαυτήν και ενεργούσα
συμφώνως προς τους ιδίους αυτής νόμους, προσπαθεί να «υπερκεράση» την αρχήν του
προσώπου εν τω Όντι, και επί του Θείου επιπέδου και επί του ανθρωπίνου, ενώ δια
την χριστιανόν η Υπόστασις εν τω [//113] Θείω Όντι δεν είναι αρχή περιοριστική, αλλά το Αυτό‐Όν,
Αυτό τούτο το Απόλυτον.
Όταν, εξ άλλου, δια μιας βαθείας πνευματικής
εμπειρίας, πρυτανεύη εις τον άνθρωπον η συνείδησις ότι η αρχή του προσώπου
νομοθετεί όλην την διανοητικήν ύπαρξιν
αυτού, τότε αναγνωρίζει ούτος ότι το μεμονωμένως ληφθέν πρόσωπον δεν δύναται να
αρκέση εις εαυτό (βλ. Γέν. α’ 18) και θα στραφή προς ένα πλουραλισμόν επί του
ανθρωπίνου επιπέδου, όστις καταλήγει φυσικώς να αντανακλάται επί του Θείου επιπέδου
υπό την «πολυθεϊστικήν» μορφήν. Υπό την
σχέσιν ταύτην είναι σημαντικόν ότι ο «μεταφυσικός» μονισμός αφ’ ενός και ο
«ειδωλολατρικός» πλουραλισμός αφ’ ετέρου δεν έχουν απομακρυνθή υπό του ανθρώπου
μέχρι των ημερών ημών.
Η μεταφυσική έννοια του Όντος είναι ανωτέρα πάσης
μορφής πλουραλισμού, καθ’ όσον διαβλέπει πραγματικώς εις την αρχικήν και
πρωτογενή Ενότητα. Το πλεονέκτημα του πλουραλισμού υπό την καλυτέραν αυτού άποψιν
έγκειται εις την αντίληψιν της «υποστάσεως» ως της βαθυτέρας οντολογικής αρχής
εις παν πνευματικόν ον, και της ιδιότητος της σκέψεως και της διανοίας ως μιας
των ενεργειών, μιας των φανερώσεων της προσωπικής ταύτης αρχής.
Ούτως η εμπειρία του προχριστιανικού κόσμου, μετέχοντος
ή μη εις την Αποκάλυψιν της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ημάς σαφώς ότι ο άνθρωπος
απόλλυται εις τας αβεβαιότητας αυτού και είναι ανίκανος να οδηγηθή εις την
αληθινήν γνώσιν του Θεού. Η γνώσις αύτη εδόθη εις την ανθρωπότητα δια της Θείας
εν Χριστώ Ιησού Αποκαλύψεως και δια της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν
της Πεντηκοστής.
[//114] Αλλά ποία είναι η γνώσις
αύτη του μυστηρίου του Θείου Όντος, η οποιά εδόθη εις ημάς δια της Αποκαλύψεως
ταύτης; Δυνάμεθα να εκφράσωμεν αυτήν δια λόγων; Και εάν ναι, πού ευρίσκονται οι
λόγοι ούτοι; Η Εκκλησία του Χριστού διατηρεί τους λόγους αυτούς και διδάσκει ημάς
ότι ο αληθινός Θεός είναι ο Είς εν Τρισίν Υποστάσεσι Θεός. Ομιλεί εις ημάς περί
του Θείου Όντος ως περί μιας Τριαδικής ενότητος,
αδιαιρέτου και ασυγχύτου,
ως περί της
ομοουσίου
Τριάδος. Αναφέρομεν
ενταύθα μίαν εκ των τελειοτέρων εκφράσεων της διδασκαλίας ταύτης, γνωστήν υπό
το όνομα «Σύμβολον‐Ομολογία του εν Αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου, Πατριάρχου
Αλεξανδρείας»52.
«Όστις βούλεται σωθήναι, προ παντός χρη αυτώ την
καθολικήν κρατήσαι πίστιν, ήν ει μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειεν, άνευ
δισταγμού εις τον αιώνα απολείται. Πίστις δε καθολική αύτη εστίν, ίνα ένα Θεόν
εν Τριάδι, και Τριάδα εν μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τας υποστάσεις, μήτε
την ουσίαν μερίζοντες. Άλλη γαρ εστιν η του Πατρός υπόστασις, άλλη του Υιού και
άλλη του Αγίου Πνεύματος· αλλά Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος μία εστι θεότης,
ίση δόξα, συναΐδιος η μεγαλειότης. Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτον
και το Πνεύμα το άγιον. Άκτιστος ο Πατήρ, άκτιστος ο Υιός, άκτιστον και το Άγιον
Πνεύμα. Ακατάληπτος ο Πατήρ, ακατάληπτος ο Υιός, ακατάληπτον και το Άγιον Πνεύμα.
Αιώνιος ο Πατήρ, αιώνιος [//115] ο Υιός, αιώνιον και το Άγιον Πνεύμα· πλην ου τρεις
αιώνιοι, αλλ’ είς αιώνιος· ώσπερ ουδέ τρεις άκτιστοι, ουδέ τρεις ακατάληπτοι,
αλλ’ είς άκτιστος, και είς μόνος ακατάληπτος. Ομοίως, Παντοκράτωρ ο Πατήρ,
Παντοκράτωρ ο Υιός, Παντοκράτωρ και το Πνεύμα το Άγιον. Πλην ου τρεις παντοκράτορες,
αλλ’ είς Παντοκράτωρ.
»Ούτω, Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα
το Άγιον. Πλην ου τρεις θεοί, αλλ’ είς Θεός. Ωσαύτως Κύριος ο Πατήρ, Κύριος ο
Υιός, Κύριον και το Πνεύμα το Άγιον· πλην ου τρεις Κύριοι, αλλ’ είς εστι Κύριος.
Ότι ώσπερ μοναδικώς εκάστην υπόστασιν Θεόν και Κύριον ομολογείν χριστιανική
αληθεία αναγκαζόμεθα, ούτω τρεις Θεούς ή τρεις Κυρίους λέγειν καθολική ευσεβεία
κωλυόμεθα. Ο Πατήρ υπό ουδενός εστι πεποιημένος, ούτε δεδημιουργημένος, ούτε
γεγεννημένος. Ο Υιός από μόνου του Πατρός εστιν, ου πεποιημένος, ουδέ
δεδημιουργημένος, αλλά γεγεννημένος. Το Πνεύμα το άγιον από του Πατρός, ου
πεποιημένον, ουδέ δεδημιουργημένον ούτε γεγεννημένον, αλλ’ εκπορευτόν υπ’ Αυτού.
Είς ουν εστι Πατήρ, ου τρεις Πατέρες· είς Υιός, ου τρεις Υιοί· έν Πνεύμα άγιον,
ου τρία Πνεύματα άγια. Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν πρώτον ή ύστερον, ουδέν μείζον
ή έλαττον· αλλ’ όμως αι τρεις υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς εισι και ίσοι.
Ώστε κατά πάντα, ως είρηται, και Τριας εν μονάδι, και μονάς εν Τριάδι λατρεύεται.
Ο θέλων ουν σωθήναι, ούτω περί της Αγίας Τριάδος φρονείτω».
Η Αποκάλυψις αύτη του Τριαδικού Θεού είναι πηγή ακένωτος
σοφίας, χαράς και φωτός δια πάντα πιστόν. Φωτίζει πάσας τας εκδηλώσεις της
ανθρωπίνης ζωής, λύει πάσας τας αμφιβολίας της διανοίας και της [//116] καρδίας, μεταφέρει ημάς
εις το άπειρον της αιωνίου Ζωής. Αλλ’ όταν η διάνοια ημών αποσπάται εκ της καρδίας
και της πίστεως και διατείνεται ότι προσεγγίζη την
Αποκάλυψιν δια των ανηκόντων εις το λογικόν νόμων,
τότε η Αποκάλυψις αύτη παρουσιάζεται εις αυτήν ως σειρά τις αλύτων προβλημάτων.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν εν προσωπικόν Όν, το
οποίον να είναι εξ αρχής τελεία Ύπαρξις και αιωνίως πεπραγματοποιημένη πραγματικότης,
άνευ παρουσίας εις Αυτό της σκιάς ενός γίγνεσθαι, ήτοι έν Όν, εις την ύπαρξιν
του οποίου η προσωπική αυτοσυνειδησία να μη προηγήται της υπάρξεως του απολύτου
αυτοπροσδιορισμού και εις το οποίον η τελευταία αύτη να προηγήται της πράξεως
της πλήρους αυτογνωσίας.
Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν τοιούτον Όν, το οποίον,
ενώ θα είναι απολύτως ελεύθερον εις τον αυτοπροσδιορισμόν αυτού, και συνεχώς
ανεξάρτητον παντός προγενεστέρου γεγονότος, εν τούτοις δεν θα αποκλείη την απόλυτον
αντικειμενικότητα της Φύσεως ή της Ουσίας Αυτού. Είναι απερινόητον δι’ ημάς, πώς
η Ουσία, ήτις είναι Πραγματικότης απόλυτος και αντικειμενική, δεν προτρέχει ούτε
καθορίζει κατ’ ουδένα τρόπον τον αυτοπροσδιορισμόν των προσώπων εν τη Αγία Τριάδι.
Είναι δι’ ημάς ασύλληπτον έν Ον προσωπικόν το οποίον
ενώ είναι απολύτως έν και απλούν, είναι συνάμα τρισσόν κατά τρόπον ώστε έκαστον
των Τριών είναι έν απόλυτον Υποκείμενον, φέρον εν Εαυτώ πάσαν την πληρότητα του
Θείου Όντος, τουτέστιν είναι Θεός μοναδικός και τέλειος, δυναμικώς ίσος προς
την όλην Τριαδικήν Ενότητα.
Η σκέψις ημών δεν δύναται να συλλάβη την ύπαρξιν [//117] τοιούτου Όντος, το οποίον
να είναι Τριαδική Ενότης, εν τη οποία ο Γεννήτωρ να μη προηγήται ούτε του
Γεννωμένου ούτε του Εκπορευομένου, και όπου η γέννησις και η εκπόρευσις εν ουδενί
περιορίζουν την απόλυτον ελευθερίαν του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννηθέντος
και του Εκπορευομένου.
Δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν Όν, εν τω οποίω διακρίνονται
Τρία Πρόσωπα εκ μιας Ουσίας ή Φύσεως, η οποία διακρίνεται από των Ενεργειών, το
Όν δε τούτο να είναι εν τούτοις απολύτως απλούν και ασύνθετον.
Είναι απρόσιτον εις την σκέψιν ημών Όν, εν τω οποίω
διακρίνομεν ολόκληρον σειράν πράξεων, ως επί παραδείγματι την γέννησιν του Υιού,
την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος, πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας,
και το οποίον να είναι συνάμα Όν απολύτως απλούν, έξω πάσης διαδικασίας και πάσης
εκτάσεως.
Η διάνοια ημών δεν δύναται να συλλάβη τοιούτον Όν,
του οποίου η μοναδική οντολογική Αρχή, ο Πατήρ, να μη είναι προγενέστερος ούτε
του γεννωμένου Υιού ούτε του εκπορευομένου Αγίου Πνεύματος και να μη είναι
οντολογικώς ανώτερος τούτων. Και τούτο, έως του σημείου να δυνάμεθα να ομιλώμεν
περί του συναϊδίου και της απολύτου ισότητος αυτών εν τη αξία, τη δυνάμει και
τη Θεότητι, ή κάλλιον ειπείν, περί της ενότητος εν τη αξία τη δυνάμει και τη Θεότητι·
περί της μοναδικής αυτών δόξης, της μοναδικής αυτών ενεργείας, του μοναδικού
θελήματος αυτών, και τούτο έως του σημείου να «απαγορεύη» κατηγορηματικώς εις
ημάς το δόγμα την ελάχιστην σκέψιν περί μιας ιεραρχικής δομής· περί δομής
υποταγής εις τους κόλπους της [//118] Τριάδος. «Εις την Αγίαν
ταύτην Τριάδα ουδέν είναι πρώτον ή έσχατον. Ουδέν
είναι μείζον ή έλαττον. Αλλ’ αι Τρεις Υποστάσεις είναι αναλλοίωτοι, συναΐδιοι
και ισοσθενείς».
Ενώπιον του δόγματος τούτου της Εκκλησίας η διάνοια
ημών εξίσταται και σιωπά. Τούτο δεν συμφωνεί προς τας κατηγορίας της σκέψεως ημών.
Και όταν εξετάσωμεν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας περί της Σαρκώσεως του Ενός
της Τριάδος, του Υιού, του Λόγου, ανακύπτουν ενώπιον ημών αρκετά προβλήματα έτι
πολυπλοκώτερα. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πώς ο Άναρχος άρχεται, πώς ο Άκτιστος
προσλαμβάνει την μορφήν της κτιστής υπάρξεως, πώς ο Μονογενής Υιός είναι δυνατόν
να είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, πώς η μία Υπόστασις του Σαρκωθέντος
ενοί κατά τρόπον αδιαίρετον και ασύγχυτον δύο φύσεις, δύο θελήματα, δύο ενεργείας,
Θείαν και ανθρωπίνην. Δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν το δόγμα της Εκκλησίας, το οποίον
ομιλεί περί της μιας Φύσεως, περι του ενός Θελήματος, περί της μιας Ενεργείας
της Αγίας Τριάδος, και συνάμα περί δύο φύσεων,
περι δύο ενεργειών, περί δύο θελήσεων
εν τω Ενί της Τριάδος.
Δεν είναι τα μόνα προβλήματα τα τιθέμενα εις την
διάνοιαν ημών, όταν αύτη συναντά την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας. Πάντοτε
θα τίθενται νέα και πάντοτε θα φαίνωνται άλυτα. Και εάν, παρά την Αποκάλυψιν,
η Ύπαρξις του Θεού παραμένη δι’ ημάς αόρατος,
ανεξιχνίαστος, απροσδιόριστος, ανονόμαστος, απερινόητος, ποία είναι λοιπόν η νέα
ζωή και η νέα γνώσις, τας οποίας φέρει εις ημάς το περί της Αγίας Τριάδος δόγμα
της Εκκλησίας;
Ενταύθα θα θέσωμεν άλλο ερώτημα: Όταν ακούωμεν [//119] να γίνηται λόγος περί μιας
αγνώστου πραγματικότητος, μη αντιστοιχούσης εις τας κατηγορίας της διανοίας ημών,
είναι τούτο αρκετός λόγος δια να θεωρήσωμεν αυτήν ως ανύπαρκτον; Ουχί βεβαίως.
Η ιστορία του ανθρωπίνου πολιτισμού παρέχει εις ημάς πολυάριθμα παραδείγματα.
Εισέτι και όλως προσφάτως πολλαί εκ των κατακτήσεων της συγχρόνου επιστήμης θα ήτο
δυνατόν να φανούν ως ακατόρθωτοι και εις τους πλέον ενημερωμένους. Λόγου χάριν,
εάν κατά την διάρκειαν του παρελθόντος αιώνος είχε τις εκ καθαράς διαισθήσεως
εισδύσει εις το μυστήριον της πυρηνικής ζωής και ανέπτυσσε τας συγχρόνους θεωρίας,
άνευ της δυνατότητος να αποδείξη αυτάς πειραματικώς, δεν θα εξελαμβάνετο ως
ονειροπόλος άνθρωπος; Εξ άλλου, αφ’ ότου η ύπαρξις μιας πραγματικότητος επιβάλλεται
εις ημάς ως γεγονός εμπειρικώς αποδεδειγμένον, καθίσταται αδύνατον να αρνηθώμεν
αυτό και η λογική ημών αναγκάζεται να παραδεχθή τούτο.
Τούτο συμβαίνει και δια της δοθείσης εις την
Εκκλησίαν Αποκαλύψεως, η οποία ομιλεί εις ημάς περί ενός Γεγονότος: του Είναι
του Θεού. Όταν η διάνοια ημών συμμορφούται προς την Αποκάλυψιν, φθάνει κατά το
δυνατόν εις την σύλληψιν του έως τότε αγνώστου και ακαταλήπτου.
Το «Σύμβολον», το οποίον ανεφέραμεν ανωτέρω, εκθέτει
δι’ άκρας συντομίας την πληρότητα της γνώσεως του Είναι του Θεού, όσον τούτο είναι
δυνατόν εις τον άνθρωπον. Η ομολογία αύτη, το δόγμα τούτο της Εκκλησίας, δεν έχει
ανάγκη λογικών αποδείξεων. Αντιθέτως, δίδει εις ημάς την δυνατότητα να θεωρώμεν
το Όν, το οποίον είναι η υπερτάτη Αρχή του παντός, της ζωής και της γνώσεως ημών, όλης ημών
της [//120] υπάρξεως,
απλούν και μοναδικόν
εν τη
ακεραιότητι αυτού. Ίνα φθάσωμεν εις την γνώσιν του Όντος τούτου, οφείλομεν
να ακολουθήσωμεν την οδόν την άγουσαν εις την γνώσιν ταύτην. Τα παιδία, δια να
μάθουν τας επιστήμας, αι οποίαι διδάσκονται εις τα σχολεία, πειθαρχούν εις τους
διδασκάλους αυτών και ακολουθούν τας μεθόδους και την διδασκαλίαν αυτών. Η
Εκκλησία κατέχει την ιδίαν αυτής «επιστήμην», την της Θεογνωσίας. Και αύτη έχει
την οδόν και την μέθοδον αυτής, αι οποίαι άγουν εις την γνώσιν ταύτην. Όστις δε
θέλει να αποκτήση αυτήν, οφείλει να ακολουθήση την υπό της Εκκλησίας χαραχθείσαν
οδόν, την οδόν της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να
γνωρισθή και να θεωρηθή ει μη δια της αγάπης και εν τη αγάπη, διο και αι εντολαί
του Χριστού, αι άγουσαι εις την γνώσιν
και την θεωρίαν του Θεού, είναι εντολαί αγάπης. Το Μυστήριον της Τριάδος παραμένει
ακατανόητον μέχρι τέλους, διότι υπερβαίνει την δυνατότητα του λόγου και των δυνάμεων
της κτιστής ημών φύσεως. Εν τούτοις, καίτοι ακατανόητον και κεκρυμμένον, αποκαλύπτεται
συνεχώς εις ημάς κατά τρόπον «υπαρκτικόν» δια της πίστεως και δια της εν τη πίστει
ζωής, ως η αστείρευτος πηγή της αιωνίου Ζωής. Η πίστις εισδύουσα εις απρόσιτα
δια το λογικόν βάθη καλεί ημάς εις την γνώσιν των Θείων Μυστηρίων, ουχί δια της
χρήσεως της λογικής, αλλά δια της παραμονής εις τας εντολάς του Χριστού: «Εάν
υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν,
και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 31,
32).
[//121] Επί της οδού ταύτης, της
«παραμονής εις τον λόγον του Χριστού», ο Θεός έρχεται εις υπάντησιν του ανθρώπου,
ποιεί παρ’ αυτώ μονήν (βλ. Ιωάν. ιδ’
23) και δίδει εις αυτόν την αληθινήν περί Αυτού γνώσιν. Τότε δε, παν ό,τι
εφαίνετο προηγουμένως λογικώς ακατανόητον, γίνεται φως, το οποίον φωτίζει την άγνοιαν
και τας πλάνας ημών και αποκαλύπτει αυτάς εις ημάς ως συνεπείας της αμαρτίας
και της πτώσεως ημών. Τότε παρουσιάζονται προ των οφθαλμών ημών η άπειρος πληρότης,
η σοφία, το κάλλος και η αλήθεια της Θείας Ζωής, η οποία είναι Αγάπη.
Της υπάρξεως του ανθρώπου προηγείται άλλη ύπαρξις.
Αύτη αποτελεί δι’ αυτόν γεγονός αναπόφευκτον, το οποίον περιορίζει, κατά τινα
τρόπον έξωθεν, την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Ο άνθρωπος
ανακαλύπτει τας ικανότητας της φύσεως αυτού κατά την πορείαν μιας αναπτύξεως, δια διαδικασίας ή εξελίξεως,
η οποία απουσιάζει τελείως εκ του Θείου Όντος. Πρέπει πάντοτε να ενθυμήται τις
τούτο, όταν σκέπτηται τον Θεόν, δια να μη πέση εις την πλάνην του
ανθρωπομορφισμού. Καίτοι ο άνθρωπος εδημιουργήθη «κατ’ εικόνα Θεού», ανατρέπει
την ιεραρχίαν της υπάρξεως, αφ’ ότου αρχίζει να μεταφέρη εις τον Θεόν τα δεδομένα
γνώσεως, τα οποία έχει περί εαυτού, «δημιουργών» ούτως ένα Θεόν κατ’ ιδίαν εικόνα
και ομοίωσιν. Η οδός της Εκκλησίας είναι αντίστροφος. Δεν δημιουργούμεν τον Θεόν
κατ’ εικόνα ημετέραν, αλλά ακολουθούντες τας εντολάς του Χριστού ανακαλύπτομεν
εντός ημών τα ιδιώματα της φύσεως ημών, της κτισθείσης κατ’ εικόνα Θεού.
Δύο εντολαί του Χριστού φέρουν τον τηρούντα αυτάς [//122] άνθρωπον εις την θέωσιν:
«Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ
όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος
σου. Αύτη πρώτη εντολή. Και δευτέρα ομοία,
αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μάρκ. ιβ’ 30‐31).
Εκ των δύο τούτων εντολών, η Δευτέρα δίδει εις ημάς
εις μεγαλύτερον μέτρον την δυνατότητα να γνωρίσωμεν το μυστήριον της ομοουσίου
και αδιαιρέτου Τριάδος. Ιδού διατί:
Η πρώτη εντολή λέγει εις ημάς: «Αγαπήσεις Κύριον
τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της
διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου». Δεν λέγει: «Θα αγαπήσης τον Θεόν σου
ως σεαυτόν». Θα ήτο τούτο στοιχείον πανθεϊσμού. Η εντολή αύτη καλεί ημάς να
αγαπώμεν τον Θεόν δι’ όλου του είναι ημών. Δια τούτου ακριβώς καθιστά ημάς ικανούς
να γνωρίσωμεν ότι ο Θεός είναι
Αγάπη, αλλά συνάμα
καθιστά φανεράν την
«οντολογικήν απόστασιν» μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Καθιστά ημάς ικανούς να
μετέχωμεν εις την Θείαν Ζωήν (Ενέργειαν), αλλά δεν αίρει την διαφοράν φύσεως
(το ετερούσιον).
Η δευτέρα εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως
σεαυτόν» δεν τονίζει τόσον τον βαθμόν ή το μέτρον της αγάπης, όσον συντελεί να
προβληθή το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους, η οντολογική κοινότης όλης της
ανθρωπίνης ημών υπάρξεως. Όταν δε πραγματοποιηθή εις την ζωήν η εντολη αύτη, οδηγεί πάσαν την ανθρωπότητα
να
καταστή είς μόνος Άνθρωπος
53.
[//123] Η αγάπη μεταφέρει την ύπαρξιν
του αγαπώντος προσώπου εις το αγαπώμενον ον και ούτως αφομοιοί την ζωήν του
ηγαπημένου. Το πρόσωπον είναι, λοιπόν, διεισδυτόν υπό της αγάπης. Η απόλυτος
τελειότης της αγάπης εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος
αποκαλύπτει εις ημάς την τελείαν αμοιβαιότητα της αλληλοπεριχωρήσεως των τριών
Προσώπων, εις σημείον ώστε να μη υπάρχη εν Αυτή, ει μη έν μόνον θέλημα, μία μόνη
ενέργεια, μία μόνη δύναμις.
Κατ’ εικόνα της
Αγάπης ταύτης, η τήρησις της
δευτέρας εντολής,
«Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» αποκαθιστά το ομοούσιον του ανθρωπίνου
γένους, το διασπασθέν υπό της αμαρτίας. Πεπραγματοποιημένη εις
53 Η διδασκαλία αύτη της Εκκλησίας περί της ενότητος της
ανθρωπίνης φύσεως κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος εξετέθη θαυμαστώς εις τα πρώτα
βιβλία του Μητροπολίτου Αντωνίου (Χραποβίτσκυ), «Η ηθική αξία του δόγματος της
Αγίας Τριάδος», και «Η ηθική αξία του δόγματος της Εκκλησίας». Συνιστώμεν εις
τους ήδη γνωρίζοντας τα βιβλία ταύτα να επαναμελετήσουν αυτά μετά προσοχής, εις
δε τους μη αναγνώσαντας ταύτα έως του νυν, να λάβουν γνώσιν αυτών. Αποτελούν έν
αριστούργημα της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, δημοσιευθέν τον Νοέμβριον του 1892
εις το περιοδικόν της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, Messager Theologique (Богословский Вестник). Δευτέρα
δημοσίευσις εγένετο εις Βελιγράδιον το 1935, εις συλλογήν έργων του Μητροπολίτου
επ’ ευκαιρία του ιωβηλαίου αυτού. (Δυστυχώς, τα έργα ταύτα ουδέποτε μετεφράσθησαν).
Η αυτή δογματική διδασκαλία εξετέθη συνοπτικώς, αλλά λαμπρώς εις την γαλλικήν
γλώσσαν υπό του Β. Λόσσκυ εις το έργον αυτού, «Essai sur la Théologie Mystique de l’Église d’ Orient» (βλ.
κεφ. 6).
την εσχάτην αυτής τελειότητα η εντολή αύτη
αποδεικνύει ότι ο Άνθρωπος είναι Είς, κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος: μοναδικός
εις την ουσίαν αυτού, πολλαπλούς εις τας υποστάσεις αυτού. Όταν εκάστη ανθρωπίνη
υπόστασις, μένουσα εις την πληρότητα [//124] της ομοουσίου ενότητος, γίνηται φορεύς της πάσης
ανθρωπίνης υπάρξεως, καθίσταται δυναμικώς ίση προς όλην την ανθρωπότητα, κατ’
εικόνα του Χριστού, του τελείου Ανθρώπου, του περιλαμβάνοντος εν Εαυτώ όλον τον
Άνθρωπον.
Ούτως, επί της οδού της τηρήσεως των εντολών του
Χριστού, επί της οδού της Εκκλησίας, προβάλλει το μυστήριον της Αγίας Τριάδος,
ουχί κατά τρόπον αφηρημένον ή ορθολογιστικόν, αλλ’ εν αυτή ταύτη τη υπάρξει.
Ουδεμία ετέρα οδός υπάρχει.
Ενώπιον της Αποκαλύψεως ταύτης η Εκκλησία ψάλλει
τον θαυμασμόν αυτής: «Ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας
Τριάδος»54.
Ο άνθρωπος εκτίσθη κατ’ εικόνα Θεού, δια να ζη
καθ’ ομοίωσιν Αυτού. Ως ελεύθερον όν, και συμφώνως προς αυτήν ταύτην την έννοιαν
της ελευθερίας, ο άνθρωπος εκτίσθη κατ’ αρχήν δια θείας δημιουργικής πράξεως ως
καθαρά δυνατότης, η οποία πραγματοποιείται κατά τον χρόνον της πορείας της ζωής.
Η ελευθερία επιβάλλει την δυνατότητα ενός ανθρωπίνου αυτοπροσδιορισμού, θετικού
ή αρνητικού, έναντι του Θεού. Ουδέν έτερον θα εξετάσωμεν ενταύθα ει μη την διάθεσιν
του ανθρώπου, ο οποίος επιθυμεί όντως να προσδιορίση εαυτόν κατά θετικόν τρόπον.
Προς έναν τοιούτον αυτοπροσδιορισμόν είναι απαραίτητον να έχη ο άνθρωπος την γνώσιν
του Θείου Όντος, της «μορφής» (βλ. Φιλιπ. β’ 6) της Υπάρξεως Αυτού, διότι είναι
προφανές ότι άπασα η ζωή ημών εξαρτάται εκ της αντιλήψεως ημών περί του Πρωτοτύπου,
της Πρώτης Εικόνος. Τούτο δε ισχύει εις τοιούτον σημείον, ώστε πάσα αλλοίωσις
της θεωρίας του Θείου Όντος να έχη ως άφευκτον συνέπειαν μίαν αλλοίωσιν της
«μορφής» της ιδίας ημών υπάρξεως.
Η ανθρωπίνη διάνοια, κτισθείσα κατ’ εικόνα του Θείου
Νοός, φέρει εν εαυτή την εικόνα ταύτην, προϋποθέτει αυτήν, αλλά δεν δύναται να
διαμορφώση αυτήν τελείως επί μόνης της βάσεως της ιδίας αυτής πείρας. [//126] Είναι όντως υποτεταγμένη
εις την πορείαν του γίγνεσθαι και του αυτοπροσδιορισμού, εις τρόπον ώστε δεν έχει
εισέτι την γνώσιν της Υπάρξεως πλήρως πεπραγματοποιημένης. Το Δόγμα τοποθετεί
ημάς ενώπιον του Γεγονότος του Θείου Είναι άνευ λογικών εξηγήσεων. Το Θείον Όν,
όν Πρώτον, ουδεμίαν αιτίαν έχει εκτός Εαυτού. Είναι λοιπόν αδύνατον να αναγάγωμεν
Αυτό εις τι άλλο. Είναι Τούτο το πρώτον
και έσχατον θεμέλιον πάσης ζωής και πάσης γνώσεως. Εις τον πιστεύοντα άνθρωπον το Δόγμα δίδει απάντησιν
εις πάσαν αναζήτησιν, εις παν αξίωμα της διανοίας. Το ανθρώπινον πνεύμα έναντι
του Δόγματος θα ζητήση εν συνεχεία
τας ιδίας αυτού οδούς, δια να αφομοιώση
τα δεδομένα της
Θείας Αποκαλύψεως και να οικειωθή το περιεχόμενον αυτής. Ενταύθα άρχεται ό,τι
καλούμεν «θεολογικήν ανάπτυξιν».
Μακράν του να είναι καρπός διανοητικών ερευνών ή
αποτέλεσμα της θεολογικής σκέψεως, το Δόγμα είναι
ουσιωδώς η ρηματική
έκφρασις μιας
«προφανούς αληθείας». Η αληθινή κατανόησις των δογμάτων της Εκκλησίας είναι
δυνατή μόνον, όταν αρνώμεθα να εφαρμόσωμεν τον ιδιάζοντα εις το ανθρώπινον
λογικόν τρόπον του σκέπτεσθαι. Οι Πατέρες της
Εκκλησίας ουδόλως ευρίσκοντο εις διανοητικόν επίπεδον κατώτερον εκείνου της φιλοσοφίας και της επιστήμης της εποχής
αυτών –απόδειξις εκθαμβωτική τούτου είναι τα έργα αυτών–, διεσκέλιζον δε μετά
κυριάρχου κύρους τα σύνορα της τυπικής λογικής. Όταν το πνεύμα του ανθρώπου,
δια του ελέγχου της πίστεως (βλ. Εβρ. ια’ 1), ευρίσκηται, χάρις εις την άνωθεν έμπνευσιν,
ενώπιον της προφανούς αληθείας του υπερτάτου Γεγονότος, τότε μία τοιαύτη υπέρβασις
φαίνεται φυσική εις αυτό. Μία [//127] εμπειρία λοιπόν αυτής της τάξεως κείται εις την βάσιν
των δογματικών συνθέσεων.
Ευρίσκομεν εν τη Αγία Γραφή, κυρίως δε εν τη Καινή
Διαθήκη, πολλά παραδείγματα της θείας ταύτης εμπνεύσεως, δια της οποίας το πνεύμα
του ανθρώπου τοποθετείται ενώπιον των προφανών αληθειών του πνευματικού κόσμου.
Σημειούμεν τινά:
«Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· Συ εί ο Χριστός
ο Υιός του Θεού του Ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· μακάριος εί, Σίμων
Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, αλλ’ ο Πατήρ Μου ο εν τοις ουρανοίς»
(Ματθ. ιστ’ 16‐17). «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν
υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως
Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11‐12). «Ημίν δε ο
Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος Αυτού· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και
τα βάθη του Θεού» (Α’ Κορ. β’ 10). «Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν
τοις οφθαλμοίς ημών … και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής …»
(Α’ Ιωάν. α’ 1).
Μία τοιαύτη άμεσος γνώσις ουδόλως είναι λογικώς
αποδεικτή. Είναι προσέτι αδύνατον να «περιγράψωμεν» αυτήν τη βοηθεία εννοιών,
δια των οποίων λειτουργεί το ανθρώπινον
λογικόν. Και τούτο, ουχί μόνον διότι τα πολύ στενά πλαίσια της νοηματικής σκέψεως
δεν θα ηδύναντο να περιλάβουν τας θείας πραγματικότητας, αλλά προ παντός διότι
η αληθινή γνώσις του Θεού παρέχεται μόνον εντός της υπαρξιακής τάξεως, ήτοι δια
της βιωθείσης εμπειρίας όλου του είναι ημών55. [//128] Δεν υπάρχει ετέρα οδός προς την γνώσιν ταύτην
ει μη η οδός της τηρήσεως πάντων όσων
ενετείλατο ο Χριστός (βλ. Ματθ. κη’ 20).
Πας άνθρωπος στρεφόμενος
προς τον Θεόν λαμβάνει παρ’ Αυτού οπωσδήποτε μίαν απάντησιν. Εν τούτοις, εάν η
εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον
πειρασμόν να αναπληρώση το κενόν τούτο δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Ολισθαίνει
τότε αναποφεύκτως εις παρεκκλίσεις και καταλήγει εις μείωσιν ή παραμόρφωσιν της
Αληθείας, αναμειγνύων το ψευδές μετά του αληθούς.
Η Εκκλησία, ως φύλαξ της πληρότητος της Αποκαλύψεως,
δια των δογμάτων αυτής απαγορεύει να υπερβαίνωμεν ωρισμένα όρια. Κλείει την
ανθρωπίνην διάνοιαν ως εις μάγγανον, εκ του οποίου δεν είναι εύκολον να
αποδεσμευθή τις. Δια να πραγματοποιήση τούτο, πρέπει να παύση να κινήται επί του επιπέδου
της σκέψεως και να
ανέλθη κατακορύφως εις άλλην σφαίραν.
Εις πάσας τας εποχάς η θεολογική ανάπτυξις δεν είχε
κατά βάθος άλλο λειτούργημα ει μη να καθιστά τας ακλινείς δογματικάς αληθείας
προσιτάς εις τα πνεύματα, «μεταφράζουσα» αυτάς εις γλώσσαν προσηρμοσμένην εις
τας ανάγκας των ανθρώπων, δια τους οποίους προωρίζετο. Αλλά –υπογραμμίζομεν τούτο
άπαξ έτι– πάσα «προβληματική» καταπίπτει, ευθύς ως ο άνθρωπος φθάση εις άμεσον
θεωρίαν του Θεού.
«Εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν.
ιστ’ 23).
Πρίν ή εκθέσωμεν
πώς η γνώσις
και η αντίληψις
ημών περί του
«Αρχετύπου» αντικατοπτρίζονται εις πάντα τα επίπεδα της ανθρωπίνης υπάρξεως,
είτε εις τους κόλπους της Εκκλησίας συμβαίνει τούτο, είτε έξω αυτής, ας επανέλθωμεν
άπαξ έτι εις την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας.
Τα δόγματα είναι συνθέσεις της πίστεως. Εκφράζονται
δια διατυπώσεων άκρως πυκνών και λιτών, αι οποίαι έχουν χαρακτήρα όλως μοναδικόν:
Ο πυρήν αυτών περικλείει βαθείαν αντινομίαν, την συνένωσιν δύο καταφάσεων ή αρνήσεων
φαινομενικώς ασυμβιβάστων, η οποία παρουσιάζεται εις το «καθαρόν λογικόν» ως
αντίφασις φθάνουσα μέχρι του παραλόγου.
Η χριστιανική πίστις στηρίζεται αναντιρρήτως εις δύο
θεμελιώδη δόγματα: το δόγμα της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος και εκείνο
των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων, Θείας και ανθρωπίνης, εν τη μοναδική Υποστάσει
του σαρκωθέντος Λόγου. Το δόγμα προσδιορίζει εις ημάς τρεις «απόψεις» εν τω Θείω
Όντι: την Υπόστασιν (ή Πρόσωπον), την Ουσίαν (ή Φύσιν) και την Ενέργειαν (ή Έργον).
Υπογραμμίζον την απόλυτον απλότητα, το ασύνθετον του Θείου Όντος το δόγμα
βεβαιοί «eo ipso»
την ταυτότητα της Υποστάσεως και της Ουσίας αφ’ ενός, και την ταυτότητα [//130] της Ουσίας και της Ενεργείας
αφ’ ετέρου. Εν τούτοις η ταυτότης αύτη είναι τοιαύτης
φύσεως, ώστε εκάστη των τριών τούτων
«απόψεων» παραμένει
τουλάχιστον μη αναγώγιμος εις τας άλλας δύο.
Η πρώτη περιεχομένη εις το δόγμα αντινομία είναι η
απόλυτος ταυτότης Υποστάσεως και Ουσίας. Ουδεμία «διάστασις»
υπάρχει μεταξύ της Υποστάσεως και της Ουσίας. Η ενότης της προσωπικής
αυτοσυνειδησίας και της Ουσίας είναι πλήρης. Έξω της Υποστάσεως δεν υπάρχει Ουσία, αλλά ούτε Υπόστασις υπάρχει
άνευ Ουσίας. Η Ουσία δεν είναι οντολογικώς προγενεστέρα ούτε βαθυτέρα της
Υποστάσεως. Εξ άλλου ούτε η Υπόστασις προηγείται της
Ουσίας. Η Υπόστασις και η Ουσία
είναι Έν. Μεταξύ Αυτών δεν υπάρχει η ελαχίστη αντίθεσις. Τούτο σαφώς εξεφράσθη δια της δοθείσης
εις τον Μωϋσήν αποκαλύψεως: «Εγώ ειμι ο Ών», Άλλως: «Εγώ ειμι το είναι», «ο Ών
ειμι Εγώ», Έξω του «Εγώ» τούτου, όπισθεν Αυτού, ουδέν υπάρχει. Μόνον αυτό το «Εγώ» ζη ανάρχως. Εν τω Θείω
Είναι δεν υπάρχει ουσία ανυπόστατος·
εν τη μια Θεία Ουσία
ουδέν απολύτως υπάρχει, το οποίον να
μη είναι ενυπόστατον, το οποίον
θα ίστατο τρόπον τινά επέκεινα της
αυτοσυνειδησίας της Υποστάσεως
. Ο Θεός είναι Ζων και Προσωπικός υπό απόλυτον έννοιαν.
Εντός της ενοθεϊστικής και μονοθεϊστικής προοπτικής
του Ισλάμ, έτι δε και της Παλαιάς Διαθήκης, η ταυτότης αύτη της Υποστάσεως και
της Ουσίας δύναται να νοηθή ως
ολοκληρωτική μέχρι του αδιακρίτου. Αλλ’ εντός του Τριαδικού μονοθεϊσμού η ταυτότης
αύτη παρουσιάζεται ως άκρα αντινομία, διότι η αρχή της Υποστάσεως, λόγω της
Τριαδικής Ενότητος αυτής, δεν είναι δυνατόν να αναχθή εις την Ουσίαν. Το απλούν
[//131] και έν
Όν, η Αγία Τριάς, αποκαλύπτει μίαν ενότητα όλως διαφόρου τάξεως. Υπονοεί συνάμα
μίαν ταυτότητα απόλυτον και μίαν διάκρισιν ουχί ολιγώτερον απόλυτον.
Η σκέψις ημών καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι η Υπόστασις
είναι ο είς
«πόλος», η μία άποψις του απλού και ενός Όντος, η ετέρα άποψις του οποίου είναι η Ουσία.
Το δόγμα, βεβαιούν την απόλυτον ισότητα των Τριών
Υποστάσεων, διδάσκει ημάς ούτως, ότι εκάστη Υπόστασις είναι Τέλειος Θεός, διότι
φέρει εν Εαυτή όλον το πλήρωμα του Θείου Όντος, κατέχει τούτο κατά τρόπον απόλυτον
και είναι, συνεπώς, «δυναμικώς» ίση προς την Τριαδικήν‐Ενότητα. Εκ τούτου προκύπτει
ότι εκάστη Υπόστασις είναι απολύτως η αυτή προς τας άλλας δύο Υποστάσεις της Αγίας
Τριάδος. Και ωσαύτως η τελεία αύτη ταυτότης –«ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα»
(Ιωάν. ιδ’ 9)– ουδόλως μειοί την μοναδικότητα εκάστης Υποστάσεως.
Αι Υποστάσεις, ούσαι Πρόσωπα υπό απόλυτον έννοιαν,
ουδόλως είναι δυνατόν να αποτελούν αντικείμενον αριθμητικής προσθέσεως 1+1+1=3.
Και όμως είναι Τρεις, ουχί δύο ούτε τέσσαρες, ούτε άλλος τις αριθμός. Ευρισκόμεθα
ενώπιον ενός καθαρού «Γεγονότος» του Όντος, το οποίον απεκαλύφθη άνωθεν. Πειρώμενοι
να συλλάβωμεν την σημασίαν του αριθμού τρία, δυνάμεθα μόνον να είπωμεν ότι
αποκλείει πάσαν σχέσιν υπό την έννοιαν μιας δυαδικής αντιθέσεως, ιδέα η οποία
υποβάλλει αναποφεύκτως τον αριθμόν δύο.
Ούτως η Τριάς, θραύουσα τον περιορισμόν του αριθμού
δύο, υπερβαίνει πάσαν σχετικότητα. Θα ήτο [//132] λοιπόν αδύνατον να νοήσωμεν τας Υποστάσεις μόνον
ως «σχέσεις» εις το εσωτερικόν της Θείας Ουσίας. Εν άλλαις λέξεσι, το μυστήριον
του αριθμού «Τρία» διαπιστούται ότι έχει την εξίσωσιν αυτού εις το Άπειρον.
Εκτός των μνημονευθεισών ανωτέρω αντινομιών της
ταυτότητος και της διακρίσεως μεταξύ Υποστάσεως και Ουσίας αφ’ ενός, και των
Τριών Υποστάσεων αφ’ ετέρου, το δόγμα φέρει εισέτι ημάς αντιμετώπους προς άλλας
αναλόγους αντινομίας, διατηρούσας συνάμα απόλυτον ταυτότητα και διάκρισιν.
Θα σημειώσωμεν δύο: την της Ουσίας έναντι της Ενεργείας, και την της Θείας ακτίστου
Ενεργείας έναντι της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως.
Το Θείον Όν, εξ ακεραίου «πεπραγματοποιημένον»,
τουτέστι μη περιέχον εν Εαυτώ δυνατότητα μη αναπτυχθείσαν, δύναται να ονομασθή
«Καθαρά Ενέργεια», η οποία φανεροί πλήρως την Ουσίαν και είναι, συνεπώς, ομοία
προς Αυτήν. Αλλά και εν αυτή τη περιπτώσει ωσαύτως, η ταυτότης ουδόλως εξουδετεροί
το όλως μη αναγώγιμον της Ουσίας εις Ενέργειαν, ούτε της Ενεργείας εις Ουσίαν.
Εν άλλοις λόγοις, η Ουσία και η Ενέργεια δεν συγχέονται εις αδιαφοροποίητον ενότητα,
αλλά σημαίνουν δύο «απόψεις» διακρινομένας τελείως εις το Θείον Όν.
Η Ουσία είναι απολύτως υπερβατική εν σχέσει προς
τον κτισθέντα κόσμον. Είναι εξ ολοκλήρου
ακατάληπτος, ανονόμαστος, ακοινώνητος και αμέτοχος δια το κτίσμα.
Προκειμένου
να
τονίσουν
την
μυστηριώδη
αυτήν
«άποψιν» του Θείου Όντος, οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν αυτήν Υπερουσιότητα,
δια να απομακρύνουν δι’ αυτού του χαρακτηρισμού πάσαν εννοιοποίησιν [//133] της Ουσίας.
Δια το κτιστόν όν η «άποψις» αύτη παραμένει αιωνίως
κεκρυμμένη εις τας
«Θείας αβύσσους». Εάν ήτο δυνατόν να μετέχη το κτίσμα εις την Ουσίαν, τότε
οι θεωθέντες Άγιοι θα εισήρχοντο εις το Θείον Όν ως «ομοούσιοι» προς τας Υποστάσεις της
Αγίας Τριάδος, Αύτη
δε θα μετεμορφούτο εις «τετράδα»,
«πεντάδα» κλπ., πράγμα
το οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποδέχονται.
Όσον αφορά εις την Ενέργειαν, το δόγμα ομιλεί περί
αυτής άλλως. Η Ενέργεια είναι δυνατόν να καταστή γνωστή και μεθεκτή. Εισέρχεται
εις στενωτάτην ένωσιν μετά του κτισθέντος όντος, χωρίς το άκτιστον να γίνη κτιστόν ή το κτιστόν να γίνη άκτιστον.
Τούτο προκύπτει εκ του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνος, χάρις εις το οποίον
ομολογούμεν εις την μίαν Υπόστασιν του Λόγου «δύο φύσεις» μεθ’ όλων των αντιστοίχων
ιδιωμάτων αυτών. Βλέπομεν ότι η τελεία θέωσις, της υπό του Χριστού προσληφθείσης
ανθρωπίνης φύσεως, δεν μεταβάλλει αυτήν εις Θείαν Φύσιν. Τούτο δε παραμένει
αληθές αιωνίως. Ο Χριστός είναι αιωνίως Είς εν δυσί φύσεσι.
Τη βοηθεία της Βιβλικής αντιλήψεως περί γνώσεως,
θα διευκρινήσωμεν ό,τι ελέχθη ανωτέρω περί του ακαταλήπτου της Ουσίας. Η γνώσις
θεωρείται προ παντός ως υπαρξιακή κοινωνία, κοινότης ζωής. Είναι αδύνατον να
γνωρίζη τις ό,τι υπερβαίνει κατ’ απόλυτον τρόπον το γνωρίζον υποκείμενον. Γνωρίζω
σημαίνει ενσωματώ τι εις την ιδίαν
μου
ζωήν,
καθιστώ
το
γινωσκόμενον
«ενυπάρχον»
εις εμέ. Πάσα
γνώσις, είναι αληθές,
επιβάλλει ήδη στοιχείον τι
«ενυπάρξεως», αλλ’ [//134] η τελεία γνώσις, συμφώνως προς την προοπτικήν ταύτην,
δεν δύναται να νοηθή ει μη ως ενότης εν τη υπάρξει. Εάν είναι αληθές ότι ίδιον της αγάπης είναι να ενοί, τότε οφείλομεν
επίσης να είπωμεν ότι το μέτρον της γνώσεως αντιστοιχεί εις το μέτρον της αγάπης.
Ούτως εν τη Αγία Τριάδι η απόλυτος Γνώσις και η απόλυτος Αγάπη είναι αι αυταί,
χωρίς τούτο να εξουδετεροί την διάκρισιν αυτών.
*
* * *
Δι’ ιδίαν χρήσιν διετύπωσα εν συντόμω τα προ ολίγου
λεχθέντα, ούτως ώστε να στερεωθούν ευκολώτερον εις την συνείδησιν μου αι βάσεις
της πίστεως ημών, όπως ακριβώς τούτο εγένετο δι’ ενός γενικού τρόπου εν τω Συμβόλω
των Οικουμενικών Συνόδων:
«Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν
ουρανού και γης
…»
«Εγώ ειμι ο Ών» (Έξ. γ’ 14), και «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη,
βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν· και ιδού εγώ μεθ’ υμών
ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 19‐20): Ιδού η
Αποκάλυψις, ήτις κείται εις θεμέλιον απάσης της ζωής ημών.
Εξ επόψεως της αρχής της Υποστάσεως, το Είναι του
Θεού διαμένει αιωνίως Άλλο δια τα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργηθέντα
όντα. Τούτο το εντελώς Άλλο είναι εν τούτοις κατ’ ανεξήγητον τρόπον εγγύς· είναι
ο ηγαπημένος ημών Φίλος, αρρήτως αγαπητός εις την καρδίαν ημών (βλ. Ιωάν. ιε’
13‐15).
[//135] Εξ επόψεως της Ουσίας, το
θείον Είναι είναι απολύτως υπερβατικόν δια το κτίσμα.
Εξ επόψεως της Ενεργείας, της Πράξεως της Ζωής, το
θείον Είναι εισέρχεται δι’ όλου του πληρώματος αυτού εις πραγματικήν κοινωνίαν
μετά του λογικού κτίσματος και καθίσταται εις τα σεσωσμένα όντα ενυπάρχον εν τη
κτίσει (βλ. Εφεσ. γ’ 9).
Ως Όν εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείον Είναι
εις ουδένα υπόκειται προσδιορισμόν και αποκλείον πάσαν θεογονικήν διαδικασίαν
παρουσιάζεται εις τα θεωρούντα Αυτό κτιστά πνεύματα ως Καθαρόν Δεδομένον.
Όν απολύτως πεπραγματοποιημένον, άρα πραγματικότης
απόλυτος ή τελεία έκφρασις της Ουσίας, το θείον Είναι αποκλείει την παρουσίαν
εν Αυτώ δυνατοτήτων μη πεπραγματοποιημένων και, ως εκ τούτου, δύναται να ορισθή
ως Καθαρά Ενέργεια.
Ως Δεδομένον, είναι μεθεκτόν εις το κτίσμα και
διαμένει αιωνίως ως Μυστήριον απρόσιτον εις οιανδήποτε προσευχήν, εις οιονδήποτε
κτίσμα.
Ως Ενέργεια –Πράξις, Ζωή– είναι κοινωνητή εις άπαν
το πλήρωμα Αυτής και εις άπασαν την απειρότητα Αυτής, εις τα «κατ’ εικόνα και
καθ’ ομοίωσιν» λογικά όντα.
Ότι δε είναι η θεία Ζωή κοινωνητή εις την ανθρωπίνην
φύσιν, εις άπαν το πλήρωμα Αυτής, «ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (πρβλ. Α’ Τιμ. β’
5) καθιστά αυτό εμφανές. Ως Θεάνθρωπος είναι το μέτρον πάντων των πραγμάτων, θείων
και ανθρωπίνων, και το μόνον θεμέλιον πάσης κρίσεως. Παν ό,τι ομολογούμεν εν σχέσει
προς την ανθρωπότητα του Χριστού είναι η αποκάλυψις του αιωνίου σχεδίου του Θεού
Δημιουργού περί [//136] του ανθρώπου (βλ. Εφεσ. α’ 4‐10). Καθ’
όν τρόπον ο Χριστός έφερεν εν τη ανθρωπότητι Αυτού «άπαν το πλήρωμα της
θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’
9) και «εκάθισε
μετά του Πατρός Αυτού εν τω
Θρόνω Αυτού» (Αποκ. γ’ 21), ούτω και έκαστος εξ ημών
καλείται υπό της εντολής του Θεού «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών
ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ. ε’ 48), να γίνη τέλειος. Εάν δεν είχεν
ούτω το πράγμα, η εντολή αύτη δεν θα είχε νόημα.
Οι Άγιοι, θεωθέντες μέχρι τέλους υπό της δωρεάς
της χάριτος, εισέρχονται εις την αιώνιον ενέργειαν του Θεού εις τοιούτον βαθμόν,
ώστε πάντα τα ιδιώματα της θεότητος μεταδίδονται εις αυτούς μέχρι ταυτότητος,
διότι εις αυτούς ο Θεός θα είναι «τα πάντα
εν πάσι» (Α’ Κορ. ιε’ 28). Μέχρι «ταυτότητος», βεβαίως, μόνον κατά την Ενέργειαν,
ήτοι κατά το περιεχόμενον της Ζωής του Ιδίου του Θεού, και κατ’ ουδένα τρόπον
κατά την Ουσίαν. Έτι δε, θεωθείς «μέχρι τέλους» ο άνθρωπος, θα παραμείνη διάφορος
του Θεού κατά την προέλευσιν αυτού: ο Θεός είναι ο Όν καθ’ Εαυτόν, ο Δημιουργός
πάντων των εν ουρανώ και επί γης, ενώ οι άνθρωποι υπάρχουν ως κτίσματα.
Η φράσις «μέχρι ταυτότητος» –βεβαίως μόνον κατά
την Ενέργειαν– φαίνεται να φέρη εις την διατύπωσιν περιορισμόν τινα και μείωσιν
ή υποβάθμισιν, αλλ’ ουδόλως έχει ούτως. Η δωρεά του Θεού, ήτις παρέχεται εις
τους σεσωσμένους εν Χριστώ, είναι τοσούτον μεγαλειώδης –είναι καθ’ εαυτήν άπειρος–
ώστε ουδείς ανθρώπινος νους είναι εις θέσιν, εντός των ορίων της γης, να
διανοηθή τούτο. Δημιουργών τον άνθρωπον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοιώσιν», ο Θεός
επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν. Άπαν δε το πλήρωμα της [//137] θείας Ζωής –άνευ αρχής ή τέλους– θα καταστή το
αναφαίρετον κτήμα των σεσωσμένων. Ο Θεός είναι πανταχού παρών και Παντογνώστης
και, δια της διαμονής αυτών εν τω Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι καθίστανται ωσαύτως
πανταχού παρόντες και παντογνώσται. Ο Θεός είναι απόλυτος Αγαθότης και Αγάπη άπειρος
περιλαμβάνουσα παν υπαρκτόν και, εν Αγίω Πνεύματι, οι άγιοι ωσαύτως περιβάλλουν
δια της αγάπης αυτών άπαν το σύμπαν, τον κόσμον άπαντα. Η Ενέργεια του Θείου Είναι
είναι άναρχος· κατ’ αναλογίαν της
μετοχής αυτών εις την ενέργειαν ταύτην οι θεωθέντες καθίστανται και ούτοι άναρχοι.
Ο Θεός είναι Φως και εν Αυτώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία (βλ. Α’ Ιωάν. α’ 5) και
δια της διαμονής Αυτού εν τοις αγίοις (βλ. Ματθ. ιγ’ 43, Ιωάν. ιδ’ 23, Αποκ. ζ’
15, κα’ 3), απεργάζεται αυτούς «καθαρόν φως». Το θείον Όν είναι Καθαρά
Πραγματικότης και οι εισερχόμενοι «εις το εσώτερον του καταπετάσματος» (Εβρ.
στ’ 19) εκ μιας κατ’ αρχήν δυνάμει καταστάσεως πραγματοποιούνται μέχρι τέλους
και καθίστανται οι ίδιοι ωσαύτως «καθαρά πραγματικότης».
Η κτιστή ανθρωπίνη φύσις έχει θεωρή εν τω Χριστώ έως
άκρας τελειότητος, έως ταυτίσεως μετά της Καθαράς Ενεργείας, διότι «εν Αυτώ
κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9). Αι δύο φύσεις παραμένουν εν Αυτώ εις ένωσιν τοσούτον τελείαν,
ώστε αύτη αποκλείει πάσαν διαίρεσιν. Ο Χριστός είναι Είς,
είς μόνος Θεάνθρωπος. Ό,τι εν Αυτώ εκτίσθη κατ’ εικόνα και εν όψει της ομοιώσεως
του Θεού, έφθασεν εις την τελείαν ταύτην ομοίωσιν εν τη αιωνιότητι της Θείας Ζωής, εις τρόπον
ώστε εν τω αναστάντι
Χριστώ ουδεμία υπάρχει
πλέον μετά την Ανάληψιν «δυαδικότης», «ίχνη» της οποίας παρατηρούμεν εις τον επίγειον
βίον Αυτού, και τούτο έως τέλους. Έχομεν υπ’ όψιν κυρίως την προσευχήν εν τη
Γεθσημανή: «Πάτερ Μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ Εμού το Ποτήριον τούτο·
πλην ουχ ως Εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ», και την επί του Σταυρού αναφώνησιν: «Θεέ
Μου, Θεέ Μου, ινατί Με εγκατέλειπες;» (Ματθ. κστ’ 39, κζ’ 46).
Εντός των ορίων της επιγείου ζωής η ανθρωπίνη φύσις
του Χριστού, καίτοι ήτο υποστατικώς ηνωμένη μετά του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας
Τριάδος, εμφανίζεται εισέτι ως «τελειοποιήσιμος». Πριν εκπληρωθή το παν (βλ. Ιωάν.
ιθ’ 30), η ανθρωπίνη φύσις Αυτού ευρίσκετο εις την κατάστασιν της «προκοπής»
(Λουκ. β’ 52), [//139] υφίστατο πειρασμούς (βλ. Λουκ. δ’ 1‐13, Εβρ. β’ 18) και έφθανε μέχρις αγωνίας
(βλ. Λουκ. κβ’ 44). «Διαίρεσίς τις» ήτο, λοιπόν, παρούσα εν Αυτώ, οφειλομένη
εις το ασύμμετρον των δύο φύσεων. Μετά την Ανάληψιν εξαφανίζεται το ασύμμετρον
τούτο και ο Χριστός‐Άνθρωπος καθίσταται ίσος προς τον Θεόν, «καθεσθείς εν δεξιά
του Πατρός», ουχί βεβαίως κατά την Ουσίαν, αλλά κατά
την Ενέργειαν. Σιωπώμεν
σκοπίμως περί της υποστατικής
«απόψεως», διότι ο αΐδιος και άκτιστος Λόγος είχε παραμείνει τοιούτος και
μετά την Ενανθρώπησιν.
Ο Χριστός είναι ο ακλόνητος θεμέλιος και το έσχατον
κριτήριον της ανθρωπολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ό,τι ομολογούμεν περί
της ανθρωπότητος του Χριστού είναι η ένδειξις της αιωνίου Θείας προνοίας δια
τον άνθρωπον εν γένει. Το γεγονός ότι εν τω Χριστώ‐Ανθρώπω η Υπόστασις ήτο Θεός,
ουδόλως μειοί την δυνατότητα να ακολουθώμεν το παράδειγμα Αυτού (βλ. Ιωάν. ιγ’
15) ημείς οι άνθρωποι, προς τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι» (Εβρ.
β’ 17).
Εάν είναι αληθές ότι ο Χριστός είναι ο «Υιός του
ανθρώπου», ομοούσιος μεθ’ ημών, έπεται ότι παν ό,τι εξεπλήρωσεν εν τη επιγείω
ζωή Αυτού πρέπει να είναι ωσαύτως εφικτόν εις τους λοιπούς «υιούς των ανθρώπων».
Εάν παραδεχώμεθα Αυτόν ως μέτρον πάντων των πραγμάτων, πρέπει ωσαύτως να
παραδεχθώμεν ότι αυτό το οποίον βεβαιούμεν περί της ανθρωπότητος του Χριστού‐Ανθρώπου,
εκπροσωπεί το πλήρωμα των δυνατοτήτων της ανθρωπίνης φύσεως εν γένει. Εάν
ομολογώμεν την πλήρη και τελείαν θέωσιν Αυτού, οφείλομεν να ελπίζωμεν τον αυτόν
βαθμόν θεώσεως δια τους Αγίους εις τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δεν είχον ούτω [//140] τα πράγματα, δεν θα έδιδεν
ο Χριστός εις ημάς την εντολήν να είμεθα τέλειοι, «ώσπερ ο Πατήρ ημών ο εν τοις
ουρανοίς τέλειός εστιν» (πρβλ. Ματθ. ε’ 48).
Και εάν τις αμφέβαλλε περί τούτου, θα ηρωτώμεν αυτόν:
«Ποίος γνωρίζει καλύτερον το πρωταρχικόν Σχέδιον του Κτίστου και τας πραγματικάς
δυνατότητας τςη ανθρωπίνης φύσεως, ο Κτίσας αυτήν ή ημείς οι ίδιοι;».
Δια τούτο ο Λόγος, ο Οποίος προσέλαβε την ημετέραν
φύσιν και εφανέρωσεν εν αυτή την τελειότητα, είπε:
«Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’
33).
«Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω θρόνω
Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού» (Αποκ.
γ’ 21).
Κατά τας μαρτυρίας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι
κληρονόμοι της Βασιλείας εισέρχονται εις την Θείαν Ζωήν, αύτη δε ούτε αρχήν ούτε
τέλος έχει, ούσα εκτός χρόνου. Μη αρνούμενοι το ακατάληπτον του Θεού, ομιλούν
περί συμμετοχής εις την Θεότητα εν τω μέλλοντι αιώνι, οπότε «το εκ μέρους
καταργηθήσεται» (Α’ Κορ. ιγ’ 10), και βεβαιούν ότι είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον
να φθάση εις την πληρότητα της τελειότητος. Τούτο σημαίνει ότι οι μετέχοντες
εις την αιώνιον Ζωήν καθίστανται ωσαύτως αιώνιοι, ουχί μόνον υπό την έννοιαν
της απεριορίστου παρατάσεως της ζωής αυτών, αλλά και υπό την έννοιαν ότι γίνονται
άναρχοι56. Εν τούτοις, δεν πρέπει να εκλάβωμεν την άναρχον [//141] ταύτην ζωήν ως μεταμόρφωσιν
της κτιστής φύσεως εις Θείαν Ουσίαν, αλλ’ ως κοινωνίαν μετά της αϊδίου Ενεργείας
του Θεού, κοινωνίαν μη αίρουσαν το αδιάβατον σύνορον μεταξύ της Ουσίας του Κτίστου
και της ουσίας του κτίσματος.
Ενώ οι Πατέρες ομολογούν το ακατάληπτον και το
υπερβατικόν της Ουσίας, ο τρόπος δια του οποίου αντιλαμβάνονται την αιώνιον ζωήν
των λογικών κτισμάτων και τον βαθμόν της
θεώσεως αυτών δεν είναι πάντοτε ο αυτός. Τινές εξ αυτών αντιλαμβάνονται την
μετοχήν εις την Βασιλείαν ως άπειρον άνοδον
προς την απόλυτον Τελειότητα, άλλοι, αντιθέτως, περιγράφουν αυτήν ως «αιώνιον
κατάπαυσιν». Οι τελευταίοι θεωρούν ότι πάσα ύπαρξις, η οποία έχει την ιδιότητα
ενός «γίγνεσθαι», δεν είναι εισέτι η αυθεντική
τελειότης.
Ο μέγας ασκητής και θεολόγος, Άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής, ομιλεί ωσαύτως περί της υπερτάτης κλήσεως ημών: να φθάσωμεν το πλήρωμα
της ηλικίας του Χριστού.
«Όσον ο άνθρωπος μένει εν τω παρόντι βίω, μόνον εν
μέρει κατέχει την γνώσιν, την προφητείαν και τον αρραβώνα του Πνεύματος και ουχί
εν πάση τη πληρότητι αυτών, έστω και αν έφθασεν εις την μεγαλυτέραν δυνατήν
τελειότητα επί της γης και εν τη πράξει και εν τη θεωρία αυτού. Διότι απαιτείται
εις αυτόν εισέτι, πέραν πάντων των αιώνων, να φθάση εις τον υπέρτατον σκοπόν,
την παράστασιν ενώπιος Ενωπίω, όπου φανερούται, εις όσους είναι άξιοι, η Αλήθεια
οποία είναι καθ’ εαυτήν. Ούτω δε, θα φέρη εν εαυτώ δια κοινωνίας, ουχί μέρος,
αλλά το πλήρωμα της χάριτος. Διό και ο Απόστολος λέγει ότι πάντες οι σεσωσμένοι
θα φθάσουν “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού … [//142] εν Ώ εισι κεκρυμμένοι πάντες
οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως” και, δια της φανερώσεως ταύτης, “το εκ
μέρους καταργηθήσεται” (Εφεσ. γ’ 13, Κολ. β’ 3 και Α’ Κορ. ιγ’ 10)»57.
56 Βλ. τίτλον του τρίτου κεφαλαίου της τρίτης πραγματείας
του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, κατά Ακινδύνου: «Μαρτυρίαι των Αγίων δεικνύσαι ως οι
της Θείας χάριτος εν μεθέξει γενόμενοι άναρχοι και ατελεύτητοι κατ’ αυτήν είναι
λέγονται».
57 «Εφ’ όσον
χρόνον τις εστιν εν τη ζωή ταύτη, καν τέλειος εστι κατά την ενθάδε κατάστασιν
και πράξει και θεωρία, την εκ μέρους έχει και γνώσιν και προφητείαν και αρραβώνα
Πνεύματος Αγίου, αλλ’ ουκ αυτό το πλήρωμα. Ελευσόμενος ποτε μετά την των αιώνων
περαίωσιν εις την τελείαν λήξιν την πρόσωπον προς πρόσωπον
τοις αξίοις δεικνύουσαν
αυτήν εφ’ εαυτής
εστώσαν την αλήθειαν· ως
Εκ των Αγίων Πατέρων άλλοι μεν ομιλούν αρκούντως
περί της δυνατότητος του ανθρώπου και της ανάγκης όπως επιτύχη την τελείαν γνώσιν
του Θεού –και εις τούτο είναι πλήρως ενηρμονησμένοι προς το πνεύμα της Καινής
Διαθήκης–, άλλοι δε υπογραμμίζουν μάλλον το ακατάληπτον και το απρόσιτον του
Θεού. Εκ τούτου αι αντιλήψεις των τελευταίων περί «μυστικής θεολογίας» και «οράσεως
του Θεού εν τω γνόφω». Εν τη Καινή Διαθήκη δεν απαντώμεν την έννοιαν του «γνόφου»
εν σχέσει προς την Θεοφάνειαν και την γνώσιν του Θεού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει
εις ημάς: «Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. α’
5). Το σκότος επανεμφανίζεται εις την
χριστιανικήν ορολογίαν κατά τον Δ’ αιώνα.
Οι [//143] μεγάλοι
Καππαδόκαι είχον καταφύγει εις τούτο, δια να αναιρέσουν τους παρανενοημένους
ισχυρισμούς ενίων αιρετικών, οίτινες διεκήρυττον ότι εγνώριζον αυτήν ταύτην την
Ουσίαν του Θεού. Εν τω αγώνι αυτών μετά των αιρετικών οι Πατέρες ούτοι, μεριμνώντες
ίνα διασώσουν την λογικήν ενότητα των σχετικών προς το ακατάληπτον της Ουσίας
επιχειρημάτων αυτών, ωνόμαζον αυτήν «θείον Γνόφον».
Ας ενθυμηθώμεν ότι ο Θεός, θέλων να καταδείξη εις
τους κληρονόμους της επαγγελίας Αυτού το
αναλλοίωτον του Σχεδίου Αυτού, εδεσμεύθη δι’ όρκου, ίνα ενθαρρυνθώμεν να αρπάσωμεν
μετά δυνάμεως την ελπίδα η οποία προσεφέρθη εις ημάς. Εν αυτή έχομεν οιονεί μίαν
άγκυραν της ψυχής ημών, βεβαίαν όσον και στερεάν, διεισδύοντες δια του καταπετάσματος
εκεί όπου εισήλθε δι’ ημάς ως πρόδρομος ο Ιησούς, γενόμενος εις τον αιώνα
Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ.
Ο Αβραάμ επειδή δεν αμφέβαλλεν, ήτο μέγας κατά την
δοθείσαν εις αυτόν υπό του Θεού επαγγελίαν,
αλλ’ ο Μελχισεδέκ, όστις ήλθεν εις υπάντησιν αυτού [//144] και ηυλόγησεν αυτόν, ήτο
μείζων αυτού. Ο Απόστολος λέγει περί αυτού: «Θεωρείτε δε πηλίκος ούτος,
ώ
και
δεκάτην
Αβραάμ
έδωκεν
εκ
των
μηκέτι
εκ του πληρώματος μέρος έχειν, αλλ’ αυτό το πλήρωμα της χάριτος κατά μέθεξιν όλον
κομίζεσθαι. “Καταντήσεσθαι γαρ”, φησίν ο θείος Απόστολος, “πάντας (δηλονότι
τους σωζομένους) εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του
Χριστού, εν ώ εισιν οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι· οίς
φαινομένοις, το εκ μέρους καταργηθήσεται”». Περί θεολογίας και της ενσάρκου
Οικονομίας του Υιού του Θεού, προς Θαλάσσιον, Εκατοντάς Β’ πζ’, Φιλοκαλία, τόμ.
Β’, έκδ.
Αστέρος, Αθήναι 1975, σ. 86‐87.
58
Βλ.
Α’ Κορ. β’ 6. Δια να καταστήσωμεν συντομωτέραν την έκθεσιν ημών, εις
τας επομένας σελίδας δεν σημειούμεν εκάστοτε τας παραπομπάς των αναφερομένων
κειμένων. Παρακαλούμεν τον αναγνώστην να έχη υπ’ όψιν τα κεφ. γ’ έως ζ’ της προς Εβραίους Επιστολής, (κείμενον
αξιοπρόσεκτον, γενικώς αποδιδόμενον εις τον Απόστολον Παύλον υπό της Παραδόσεως
της Εκκλησίας). Ο αναγνώστης να είναι ωσαύτως επιεικής δια την τακτικήν αυτήν
την τοσούτον ασυνήθιστον εις τας ημέρας ημών, καίτοι ήτο κανών κατά την Πατερικήν εποχήν.
ακροθινίων ο πατριάρχης … ούτος ο Μελχισεδέκ, βασιλεύς Σαλήμ, ιερεύς του
Θεού του Υψίστου». Η Γραφή δεν ομιλεί περί του πατρός αυτού, ούτε περί της μητρός
αυτού, ούτε περί της γενεαλογίας αυτού. Ο Απόστολος λέγει ότι ο Μελχισεδέκ, του
οποίου το όνομα σημαίνει «βασιλεύς δικαιοσύνης», είναι επίσης βασιλεύς Σαλήμ,
τουτέστι «βασιλεύς ειρήνης». Είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, αι ημέραι
αυτού δεν έχουν αρχήν και η ζωή αυτού δεν έχει τέλος. Δυνάμενος να συγκριθή εις
όλα τα σημεία προς τον Υιόν του Θεού, παραμένει ιερεύς εις τον αιώνα.
Οι λόγοι ούτοι, τους οποίους ηντλήσαμεν εκ της
προς Εβραίους Επιστολής, θα επιτρέψουν εις ημάς να καθορίσωμεν ποίον είναι το νόημα
της ζωής ημών, ποία είναι η κλήσις και ποίαι αι δυνατότητες ημών, ώστε να ενεργώμεν
εν τω κόσμω τούτω κατά τρόπον αρμόζοντα εις λογικά όντα. Ο Απόστολος λέγει περί
του Μελχισεδέκ ότι είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος και άναρχος, ουχί διότι
δήθεν δεν είχε πατέρα ούτε μητέρα ούτε γενεαλογίαν ούτε αρχήν, αλλά διότι ήτο
εικών του μέλλοντος να έλθη Χριστού. Αι εκφράσεις όμως αύται έχουν και άλλον τι
νόημα. Ο Άγιος Μάξιμος εν τοις Υπομνήμασιν αυτού λέγει ότι πας άνθρωπος δύναται
να γίνη απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος ως ο Μελχισεδέκ.
«Πας άνθρωπος όστις ενέκρωσε τα γήινα πάθη αυτού και έσβυσε τελείως εν εαυτώ
ό,τι η Γραφή ονομάζει “σαρκικήν σοφίαν” και απέρριψε πάσαν αγάπην προς αυτήν,
διότι αύτη μερίζει την προς μόνον τον Θεόν οφειλομένην αγάπην ημών και καθιστά
αυτήν [//145] εστερημένην
της πληρότητος αυτής, είς τοιούτος άνθρωπος λοιπόν δύναται να είπη μετά του Παύλου:
“Τίς ημάς χωρίση από της αγάπης του Θεού (την Θείαν Χάριν);” … Γίνεται δε ούτος απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, κατ’ εικόνα του Μεγάλου
Μελχισεδέκ»59.
Εν τω ανθρώπω τούτω η γνώσις τουτέστιν η γνώσις
του Θεού, μεταβάλλεται εις ενέργειαν, και η ενέργεια αυτού είναι όλως
διαπεποτισμένη εκ της γνώσεως του Θεού. Μόνον ο τοιούτος εύρε την οδόν της
αληθινής γνώσεως. Όστις όμως δεν έχει εκ των δύο τούτων ει μη το έν –ή την μη
εζωοποιημένην υπό της γνώσεως ενέργειαν ή την μη τεθείσαν εις πράξιν δια της
ενεργείας γνώσιν–, ωκοδήμησεν είδωλον και δεν εύρε την αληθινήν οδόν. Ο Θεός είναι
ο Πατήρ μόνον εκείνων, οι οποίοι μαρτυρούν δια της ιδίας ζωής την Άνωθεν γέννησιν
αυτών. Διότι ο Θεός ουδόλως δοξάζεται δια λόγων μόνον.
Ο Άγιος Μάξιμος λέγει προσέτι περί του Μελχισεδέκ:
«… Είναι απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος. Αι ημέραι αυτού δεν έχουν αρχήν και η ζωή αυτού
δεν έχει τέλος. Τούτο δεν συμβαίνει κατά
την κτιστήν φύσιν αυτού, ήτις έχει
αρχήν
59 «Πας ο τα μέλη νεκρώσας τα επί γης (Κολ. γ’ 5), και όλον
εαυτού της σαρκός κατασβέσας το φρόνημα, και την προς αυτήν διόλου σχέσιν
αποσεισάμενος, δι’ ής η τω Θεώ μόνω χρεωστουμένη παρ’ ημών αγάπη μερίζεται, και αρνησάμενος πάντα
τα της σαρκός και του κόσμου γνωρίσματα, της θείας ένεκεν χάριτος, ώστε λέγειν
δύνασθαι μετά του μακαρίου Παύλου του Αποστόλου· “τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης
του Χριστού;” και τα εξής, ο τοιούτος απάτωρ και αμήτωρ και αγενεαλόγητος (Εβρ. ζ’ 3) κατά τον Μέγαν
Μελχισεδέκ γέγονεν …». Μαξίμου Ομολογητού, Ζ’ εκατοντάς οε’, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, τομ.
Β’, σ. 181.
και τέλος, αλλά κατά την [//146] Θείαν και άκτιστον χάριν, ήτις μένει αιωνίως υπεράνω
πάσης φύσεως και πάσης διαρκείας … Ο θείος Μελχισεδέκ,
αποβαλών εκ της θεωρίας αυτού παν ό,τι δεν είναι Θεός και παν ό,τι έχει τέλος ή
όριον, και υψών την διάνοιαν αυτού προς το άναρχον και ατελεύτητον Φως του Θεού
Πατρός, λαμβάνει παρ’ Αυτού δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος νέαν γέννησιν
και φέρει εν εαυτώ πραγματικήν και πλήρη ομοίωσιν προς τον Θεόν. Πάσα γέννησις ταυτίζει το γεννώμενον προς τον γεννώντα,
διότι “το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος
πνεύμα εστιν”»60.
«Ούτως, όστις δεν φέρει εν εαυτώ πρόσκαιρον ζωήν, έχουσαν
αρχήν και τέλος, αλλά μόνον την θείαν και αιωνίαν ζωήν του ενοικούντος εν αυτώ
Λόγου, είναι και αυτός άναρχος και ατελεύτητος»61.
Εάν λοιπόν τηρώμεν την εντολήν του Χριστού να [//147] αγαπώμεν τον Θεόν εξ όλης
της καρδίας ημών, εξ όλης της διανοίας ημών και εξ όλης της ισχύος ημών, τότε η
αγάπη αύτη ενοί τοσούτον στενώς τον νουν ημών μετά του Πρώτου Νοός του Επουρανίου
Πατρός, ώστε ο νους ημών γίνεται και αυτός άνευ αρχής, εναγκαλιζόμενος άπασαν
την κτίσιν, το σύμπαν όλον, εις μίαν μόναδικήν
πράξιν άνευ εκτάσεως, άνευ διαρκείας και άνευ ορίων.
Δια της ενώσεως του πνεύματος ημών μετά του Θεού
πραγματοποιείται εις το ακέραιον εν ημίν
η περί ημών σκέψις του Κτίστου. Πραγματοποιείται τότε τοσούτον πλήρως, ώστε δεν
υφίσταται πλέον εις την ζωήν ημών δυνατότης μη αναπτυχθείσα ήδη, δύναμις μη
πραγματοποιηθείσα ήδη: Η ζωή ημών καθίσταται
«καθαρά ενέργεια», καθ’ ομοίωσιν του Θεού. Και ως ο Θεός εισήλθε κατά την
εβδόμην ημέραν εις την κατάπαυσιν Αυτού, φέρων εις πέρας πάντα τα έργα Αυτού,
ομοίως, κατά την προς Εβραίους Επιστολήν, ο άνθρωπος, όστις θέλει να
πραγματοποιήση την θείαν αυτού κλήσιν, οφείλει να φθάση εις την «ακινησίαν
της θείας καταπαύσεως»,
ακινησίαν, βεβαίως, ουχί
παθητικήν, νεκράν, αλλ’
60 «”Απάτωρ ούν και αμήτωρ και αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν
ημερών, μήτε τέλος ζωής έχων”, αναγέγραπται
ο μέγας Μελχισεδέκ, ως ο αληθής των θεοφόρων ανδρών τα περί αυτού διεσάφησε λόγος,
ου δια την φύσιν την κτιστήν και εξ ουκ όντων, καθ’ ήν του είναι ήρξατο τε και έληξεν,
αλλά δια την χάριν την θείαν και άκτιστον, και αεί ούσαν υπέρ πάσαν φύσιν και πάντα
χρόνον, εκ του αεί όντος Θεού, καθ’ ήν δι’ όλου μόνην όλος γνωμικώς γεννηθείς
επιγινώσκεται … Ο θείος Μελχισεδέκ, προς δε τας θείας και ανάρχους και αθανάτους (ουσίας)
του Θεού δια του λόγου κατά χάριν εν πνεύματι γεγέννηται, και σώαν και αληθή εν
εαυτώ φέρει του γεννήσαντος Θεού την ομοίωσιν (επεί και πάσαν γέννησιν ταυτόν
τω γεννώντι πέφυκεν αποτελείν το γεννώμενον· “Το γαρ γεγεννημένον, φησίν, εκ
της σαρκός, σαρξ εστι, το δε γεγεννημένον εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν”…». Μαξίμου
Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1141A, 1140D.
αιωνίως ζώσαν. Ουδείς άνθρωπος, είναι αληθές, επιτυγχάνει την πλήρη
πραγματοποίησιν της κλήσεως ταύτης εντός των ορίων της επιγείου ζωής. Ενταύθα
ευρίσκεται η αρχή αυτής. Η κλήσις αύτη πραγματοποιείται εν τη πληρότητι αυτής
μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου.
[//148] «Συνεπώς αδελφοί άγιοι,
οι έχοντες μερίδα εις ουράνιον κλήσιν, κατανοήσατε τον Απόστολον και Αρχιερέα
της πίστεως ημών Ιησούν. Ο Χριστός είναι ως είς Υιός επί κεφαλής του οίκου Αυτού
και ο οίκος Αυτού είμεθα ημείς, αρκεί να τηρώμεν μετά σταθερότητος και έως τέλους
αυτήν την εμπιστοσύνην και αυτήν την ελπίδα, ήτις είναι η δόξα ημών. Διό και το
Άγιον Πνεύμα λέγει: “Σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας
καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ, κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω:
Ουκ έγνωσαν τας οδούς μου, ως ώμοσα εν τη οργή μου, ει εισελεύσονται εις την
κατάπαυσιν Μου”. Υμείς, λοιπόν, ενθαρρύνετε ο είς τον άλλον καθ’ ημέραν, όσον ισχύει το “σήμερον” τούτο, διότι κατέστημεν
μέτοχοι του Χριστού. Κατά τίνων, λοιπόν, ο Θεός ωργίσθη και κατά τίνων ώμοσεν ότι
δεν θα εισέλθουν εις την κατάπαυσιν Αυτού, ει μη κατ’ εκείνων οίτινες δεν είχον
υπακούσει; Και όντως, βλέπομεν ότι δεν ηδυνήθησαν να εισέλθουν εις αυτήν εξ αιτίας
της απιστίας αυτών. Ας φοβηθώμεν,
λοιπόν, και ημείς όσον υπάρχει η υπόσχεσις της εισόδου εις την κατάπαυσιν Αυτού,
μήπως δεν προφθάσωμεν αυτήν. Λέγεται εν τη Γραφή: “Κατέπαυσε τη ημέρα τη εβδόμη
από πάντων των έργων Αυτού (ο Θεός)”. Ομοίως, όστις εισήλθεν εις την κατάπαυσιν
αυτού και αυτός αναπαύεται από των έργων αυτού, ως ο Θεός από των ιδίων αυτού έργων.
Ημείς έχοντες Αρχιερέα εισδύσαντα εις τους ουρανούς, τον Ιησούν, τον Υιόν του
Θεού, ας προσερχώμεθα, λοιπόν, εις τον θρόνον της Χάριτος» (Εβρ. κεφ. 3 και 4 κ.α.)62.
[//149] Η αυτή διδασκαλία, κατά
την οποίαν η εσχάτη τελειότης του ανθρώπου
δεν είναι μία
αιωνία φορά προς
το Θείον Άπειρον,
αλλ’ η
«κατάπαυσις», περί της οποίας ομιλεί ο Απόστολος Παύλος, εκτίθεται υπό του
Αγίου Μαξίμου ουτωσί:
«Τινές ερωτούν: Ποία θα είναι η κατάστασις όσων είναι
άξιοι της τελειότητος της Βασιλείας του Θεού; Θα υπάρχουν εκεί πρόοδος και
αλλαγή (ατελεύτητοι) ή θα είναι μία στάσιμος κατάστασις (οπόθεν αποκλείεται πάσα
αλλαγή); Πώς θα είναι τότε τα σώματα και αι ψυχαί και τί πρέπει να σκεφθώμεν εν
προκειμένω; Στοχαζόμενοι επ’ αυτού, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι εις την σωματικήν
ζωήν η τροφή έχει διπλήν αποστολήν: Χρησιμεύει εις την ανάπτυξιν αλλά και την
συντήρησιν των τρεφομένων. Όντως, τρεφόμεθα εν όψει της ολοκληρώσεως της
σωματικής αναπτύξεως. Όταν όμως το σώμα παύση να αυξάνη, τότε δεν τρέφεται εν όψει
της αναπτύξεως, αλλ’ εν όψει μόνης της συντηρήσεως αυτού. Ωσαύτως η τροφή της
ψυχής έχει διπλούν λόγον υπάρξεως: Όσον προοδεύει η ψυχή, τρέφεται δια των αρετών
και δια των θεωριών, έως ότου φθάση “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του
Χριστού”, υπερβάσα πάσας τας
κτιστάς πραγματικότητας. Όταν φθάση εις εκείνο το μέτρον δια των οδών τούτων,
λαμβάνει πλέον, δι’ αμέσου τρόπου, άφθαρτον τροφήν υπερβάλλουσαν πάντα νουν:
Και εξ αιτίας τούτου … ίσως είναι πέραν πάσης αναπτύξεως. Λαμβάνει τότε την
τροφήν ταύτην μόνον προς συντήρησιν της παραχωρηθείσης εις αυτήν τελειότητος
και προς φανέρωσιν της απείρου αίγλης της τροφής ταύτης. Λαμβάνουσα δι’ αυτής
την αιωνίαν μακαριότητα, θεούται δια της Θείας Χάριτος»63.
[//150] Εν τω Θεώ οι Άγιοι καθίστανται,
κατά το υπόδειγμα του Χριστού, πανταχού παρόντες, παντοδύναμοι, παντογνώσται.
Εν τω Θεώ ο άνθρωπος είναι θεός και μετέχει εις παν ό,τι ο Θεός ενεργεί. Ζη την
αυτήν Ζωήν μετά του Θεού, καθίσταται τέλειος ως Αυτός ο Θεός.
«Νυν τέκνα Θεού εσμεν και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα.
Οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς
εστιν» (Α’ Ιωάν. γ’ 2‐3).
Ο άνθρωπος δεν δύναται να μένη αιωνίως μετά του
Θεού, εάν δεν είναι όμοιος μετ’ Αυτού κατά πάντα. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
διεκήρυξε πολλάκις την αλήθειαν ταύτην. Λέγει εις τον 44ον Ύμνον.
[//151] «… το Θείον Πνεύμα, όν άφθαρτον
και αθάνατον, παρέχει εις τους Αγίους την αφθαρσίαν και την αθανασίαν. Όν Φως
απρόσιτον, καθιστά φως πάντας εν οίς ενοικεί. Όν της αυτής φύσεως μετά του
Χριστού, της αυτής ουσίας, καθιστά αυτούς τελείως ομοίους προς Αυτό. Ο Κύριος
δε ουδόλως ζηλοί τους θνητούς, δια το είναι ίσους προς Αυτόν δια της Θείας Χάριτος
ούτε απαξιοί τους δούλους Αυτού να γίνουν όμοιοι προς Αυτόν, αλλά παρηγορείται
και αγάλλεται, όταν βλέπη ημάς, τους γεννηθέντας ανθρώπους, να είμεθα δια της Χάριτος
τοιούτοι ως είναι Ούτος κατά την φύσιν. Είναι τοσούτον γενναιόδωρος, ώστε θέλει
και ημείς ωσαύτως
να είμεθα όπως είναι Αυτός·
Διότι, εάν δεν ήμεθα
63 «Ζητούσί τινες, πώς έσται των αξιουμένων της εν τη βασιλεία
του Θεού τελειότητος η κατάστασις. Πότερον, κατά προκοπήν και μετάβασιν ή κατά
την εν στάσει ταυτότητα; πώς τε τα σώματα και τας ψυχάς είναι χρεών υπολαμβάνειν; Προς δη τούτο στοχαστικώς ερεί τις, ότι καθάπερ
επί της σωματικής ζωής διττός εστιν ο της τροφής λόγος· ο μεν προς αύξησιν, ο
δε προς συντήρησιν των τρεφομένων· μέχρις ου φθάσωμεν το τέλειον της σωματικής
ηλικίας, τρεφόμεθα προς αύξησιν· επειδάν
δε το σώμα στη της εις μέγεθος επιδόσεως, ουκ έτι τρέφεται προς αύξησιν, αλλά
προς συντήρησιν· ούτω και επί της ψυχής διττός ο της τροφής λόγος. Τρέφεται γαρ
προκόπτουσα ταις αρεταίς και τοις θεωρήμασι, μέχρις ου διαβάσα τα όντα πάντα,
φθάση το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού (Εφεσ. δ’ 13)· εν ώ
γινομένη πάσης της προς επίδοσίν τε και αύξησιν δια των μέσων ίσταται προκοπής,
αμέσως τρεφομένη το υπέρ νόησιν· και δια τούτο τυχόν υπέρ αύξησιν αφθάρτου τροφής
το είδος προς συντήρησιν της δοθείσης αυτή θεοειδούς τελειότητος και έκφανσιν των
της τροφής εκείνης απείρων αγλαϊών, καθ᾿ ήν το αεί εύ ωσαύτως είναι ενδημήσαν
αυτή δεχομένη, γίνεται Θεός τη μεθέξει της θεϊκής χάριτος …». Μαξίμου Ομολογητού,
Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού, εκατοντάς δευτέρα
88, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 87.
τοιούτοι, εάν δεν ήμεθα απολύτως όμοιοι Αυτού, πώς θα ηδυνάμεθα να μένωμεν
εν Αυτώ, ως είπεν; Όθεν, γνωρίζοντες ταύτα, σπεύσατε να δεχθήτε το Πνεύμα του
Θεού, δια να καταστήση υμάς, ως ο λόγος Ούτος δεικνύει τούτο, ουρανίους και θείους»64.
Ομολογούντες την θέωσιν της ανθρωπίνης φύσεως δια
της σαρκώσεως του Λόγου, δεν πρέπει να
παραθεωρώμεν ότι εν τη περιπτώσει του Χριστού πρόκειται περί της υποστατικής θεώσεως. Τίθεται τότε το ερώτημα:
[//152] Πώς η
πεπτωκυία φύσις του αμαρτωλού ανθρώπου θα ήτο δυνατόν να φθάση εις το πλήρωμα
της ηλικίας του εξ ουρανού καταβάντος και του Οποίου η ανθρωπίνη φύσις ήτο εκτός
πάσης αμαρτίας; Δεν υπάρχει εν τούτω ριζική διαφορά μεταξύ του Χριστού και των άλλων ανθρώπων;
Δεν πρέπει να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις της
ανθρωπίνης φύσεως δια του γεγονότος της
Ενανθρωπήσεως δεν
αποκλείει την
ύπαρξιν της
«ενεργητικής» απόψεως*(moment) εν τη θεώσει της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Η Δευτέρα αύτη άποψις*(moment) είναι ιδιαιτέρως σπουδαία, διότι
αποδεικνύει ότι το παράδειγμα του Χριστού είναι «πραγματοποιήσιμον» και ότι,
κατά συνέπειαν, είναι «υποχρεωτικόν» δια πάντας τους ανθρώπους. Εάν εν τη περί
Χριστού‐ Ανθρώπου αντιλήψει ημών εξαίρωμεν την «ριζικήν διαφοράν» μεταξύ Αυτού
και ημών, αλλοιούμεν ούτως όλην την
ανθρωπολογίαν ημών. Εν
τη Σαρκώσει η
Ούτω και το Θείον Πνεύμα άφθαρτον
όν αφθαρσίαν καί αθάνατον υπάρχον δίδωσιν αθανασίαν,
φώς τε άδυτον τυγχάνον φώς
αποτελεί τους πάντας εν οίσπερ κατασκηνώσει, και ζωήν τυγχάνον πάσι. και ζωήν
αυτοίς παρέχει. Ως Χριστού ομοφυές τε, ομοούσιον ωσαύτως
και ομόδοξον υπάρχον και
συνηνωμένον πέλον,
τούτους του Χριστού ομοίους απεργάζεται εις άπαν.
Ου φθονεί γαρ ο Δεσπότης ίσους
εαυτώ οφθήναι
τους βροτούς χάριτι θεία, ουδ᾿
απαξιοί γενέσθαι ομοίους αυτώ τους δούλους, αλλά τέρπεται και χαίρει καθορών ημάς
τοιούτους
εξ ανθρώπων γεγονότας κατά χάριν,
ως εκείνος είναι, οίος και εκείνος πέφυκε και έστι φύσει.
Ευεργέτης
γαρ υπάρχων βούλεται ημάς τοιούτους είναι, οίος και εκείνος.
Ει γαρ μη τοιούτοι ώμεν όμοιοι
εν ακριβεία,
πώς εσόμεθα εκείνω ηνωμένοι,
καθώς είπε, πώς δε εν αυτώ μενούμεν, μή υπάρχοντες τοιούτοι πώς δ᾿ αυτός εν ημίν
μείνη ούσι τούτου ανομοίοις;
Τούτο ουν σαφώς ειδότες σπεύσατε
λαβείν το Πνεύμα τό εκ του Θεού και θείον, ίνα γένησθε τοιούτοι,
οίους έδειξεν ο λόγος, επουράνιοι
και θείοι …
Ύμνοι ΙΙΙ, «Sources
Chrétiennes», τόμ. 196, Paris 1973, σ. 97‐99.
κένωσις του
Χριστού θέτει ημάς ενώπιον ενός εκπληκτικού γεγονότος: Αφ’ ενός, [//153]
από της στιγμής καθ’ ήν προσέλαβε την φύσιν ημών, η θέωσις
αυτής της τελευταίας είχεν ήδη επιτελεσθή, ως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός·
αφ’ ετέρου, πολλά χωρία της Γραφής
δεικνύουν εις ημάς ότι ο Χριστός‐Άνθρωπος απέφευγε παν ό,τι παρουσιάζει τον
χαρακτήρα της «αυτοθεώσεως». Όντως, βλέπομεν ότι εις την Σάρκωσιν ενεργεί το Άγιον
Πνεύμα: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε … διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται
Υιός Θεού» (Λουκ. α’ 35). Το Άγιον Πνεύμα καταβαίνει επί τον Χριστόν κατά
την Βάπτισιν Αυτού (βλ. Ματθ. γ’ 15). Ομιλούσα περί της Αναστάσεως η Γραφή λέγει:
«Θεόν τον εγείραντα Αυτόν εκ νεκρών και δόξαν Αυτώ δόντα» (Α’ Πέτρ. α’ 21). Τέλος
ο Ίδιος ο Χριστός λέγει: «Εάν Εγώ μαρτυρώ περί Εμαυτού, η μαρτυρία Μου ουκ έστιν
αληθής.
Άλλος
εστίν
ο
μαρτυρών
περί
Εμού»
(Ιωάν.
ε’
31‐32).
Η
αυτή
«άποψις» αντικατοπτρίζεται εις την λειτουργικήν ημών πράξιν. Δεν θεωρούνται
καθαγιαστικοί αυτοί ούτοι οι λόγοι του Χριστού, «λάβετε φάγετε, τούτο εστι το σώμα
Μου», διότι τούτο θα είχε τον χαρακτήρα «αυτοθεώσεως», αλλ’ οι λόγοι ούτοι
συνοδεύονται υπό της επικλήσεως, δια της οποίας ζητούμεν παρά του Πατρός να στείλη
το Πνεύμα το Άγιον, δυνάμει του Οποίου πραγματοποιείται η μεταβολή του άρτου
και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Χριστού.
Ο Χριστός, Όστις υπήρξε κατά πάντα όμοιος προς ημάς
(βλ. Εβρ. β’ 17), υπεγράμμιζεν ο ίδιος μετ’ επιμονής την ανθρωπότητα Αυτού και
ηρέσκετο να καλήται Υιός του Ανθρώπου. Προκύπτει σαφώς εκ των συμφραζομένων του
Ευαγγελίου ότι ο Χριστός δεν εχρησιμοποίει τον προσδιορισμόν αυτόν ως ίδιον
Όνομα Αυτού [//154] αλλ’ ως κοινόν τι όνομα δι’ όλους τους ανθρώπους. Εάν δεν είχε ούτω το πράγμα,
ο καθείς θα ηδύνατο να σκεφθή κατά την Εσχάτην Κρίσιν:
«Πώς δύνασαι να κρίνης εμέ; Μία κρίσις δύναται να είναι δικαία, εάν αι συνθήκαι
υπάρξεως του κριτού και του κρινομένου δεν είναι όμοιαι; Είμαι αδύνατος εις την
φύσιν και μικρός. Εκάστην στιγμήν η απειλή του θανάτου βαρύνει επ’ εμέ, ενώ η δύναμις
Σου είναι άπειρος και Συ αμέτρως μέγας. Ούτως η Κρίσις Σου είναι κρίσις άδικος».
Η δυνατότης όμως μιας τοιαύτης στάσεως έχει
αφαιρεθή αφ’ ημών, διότι δεν θα κρίνη ημάς ο Θεός, αλλ’ είς άνθρωπος. Ο Θεός
«Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ … και εξουσίαν έδωκεν
Αυτώ και κρίσιν ποιείν, ότι Υιός ανθρώπου εστίν» (Ιωάν. ε’ 22 και 27). Ο Υιός ούτος
του ανθρώπου, Όστις είναι όμοιος προς εμέ κατά πάντα, διήλθε την επίγειον ζωήν
Αυτού κατά τρόπον, ώστε ουδείς άλλος άνθρωπος εν όλη τη ιστορία του ανθρωπίνου
γένους θα δυνηθή να αποκριθή εις Αυτόν ότι Αυτός, ο Χριστός, έζησεν υπό καλυτέρας
συνθήκας ή ο ίδιος.
Ούτως, ουδείς εξ ημών διαθέτει ικανούς λόγους δια να «δικαιολογηθή»,
προφασιζόμενος την
αδυναμίαν της φύσεως
ημών. Η εντολή
του Χριστού,
«έσεσθε τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστι» (Ματθ.
ε’ 48), πρέπει να ερμηνευθή ουχί σχετικώς, ως ένδειξις «τάσεως» τινος αιωνίου, αλλά
υπό βαθυτέραν οντολογικήν έννοιαν, ως η μαρτυρία της δυνατότητος να καταστήσωμεν
πραγματικότητα την προσπάθειαν ταύτην κατά το παράδειγμα του Χριστού‐Ανθρώπου, Όστις
εξεπλήρωσε την εντολήν
ταύτην, «Εγώ τας
εντολάς του Πατρός Μου τετήρηκα» (Ιωάν. ιε’ 10),
και εκάθισεν εν δεξιά του Πατρός, όπερ, εις την [//155] γλώσσαν της Γραφής δηλοί την ισότητα.
Η συνήθεια καθιστά ημάς απροσέκτους και σχεδόν
αναισθήτους εις τους λόγους της Αγίας Γραφής και καθιστά ημάς ανικάνους να βλέπωμεν
τας πραγματικάς αυτών διαστάσεις. Αι ουσιώδεις θέσεις*(moment) της Θείας Αποκαλύψεως διέρχονται
συχνάκις απαρατήρητοι, καίτοι αποτελούν όντως την απάντησιν εις τους βαθυτέρους
πόθους ημών, διότι είναι αι πλέον σύμφυτοι προς την ανθρωπίνην ύπαρξιν.
Ίσως τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τα έργα των
Πατέρων, τα οποία εμνημονεύσαμεν και τα οποία ομιλούν περί της ταυτότητος και
της ισότητος του ανθρώπου προς τον Θεόν, ταράσσουν την συνείδησιν πολλών
χριστιανών. Αλλά, δια να είπωμεν την αλήθειαν, η ταραχή αύτη δεν είναι ει μη η ένδειξις
ότι ούτοι, εν τη «ψυχολογική» αυτών αντιλήψει περί ταπεινοφροσύνης, δεν έχουν
συλλάβει το αληθές περιεχόμενον της Αποκαλύψεως. Κατ’ αυτήν, η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου
δεν θα υφίσταται εις
τον αιώνα, ει μη εν αναφορά προς την Ουσίαν και ουδόλως
προς την δόξαν και
το περιεχόμενον της Θείας ζωής.
Όταν μειώσωμεν τας διαστάσεις της Θείας Αποκαλύψεως
περί του ανθρωπίνου είναι, αποκλείομεν την δυνατότητα να φθάσωμεν την αληθινήν μετάνοιαν.
Εκλαμβάνοντες εαυτούς μόνον ως ασθενή όντα οι άνθρωποι επιτρέπουν και
συγχωρούν εις εαυτούς πλήθος παραβάσεων. Θεωρούντες εαυτούς ως όντα κατώτερα
του Χριστού –τούτο δε ας μη φανή παράδοξον– αρνούνται οι άνθρωποι εν τη
πραγματικότητι να ακολουθήσουν Αυτόν εις τον Γολγοθάν. Η υποτίμησις εν τη [//156] συνειδήσει ημών του Σχεδίου
του Δημιουργού περί του ανθρώπου δεν είναι απόδειξις ταπεινοφροσύνης, αλλά πλάνη
και μάλιστα αμαρτία μεγάλη. Πρέπει να έχωμεν το θάρρος να φθάσωμεν εις το
περιεχόμενον της θείας Αποκαλύψεως «ανακεκαλυμμένω προσώπω» και, «την δόξαν Κυρίου
κατοπτριζόμενοι, την αυτήν εικόνα μεταμορφούσθαι από δόξης εις δόξαν καθάπερ από
Κυρίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. γ’ 18).
Εάν επί του ασκητικού επιπέδου η ταπεινοφροσύνη
συνίσταται εις το να θεωρή τις εαυτόν ως χείριστον πάντων, επί του θεολογικού
επιπέδου η θεία ταπεινοφροσύνη είναι η αγάπη, η οποία δίδεται ανεπιφυλάκτως εξ
ολοκλήρου. Η πρώτη ενέχει στοιχείον συγκρίσεως, τουτέστιν είναι εισέτι σχετική.
Η δευτέρα είναι εκτός πάσης συγκρίσεως, άρα είναι απόλυτος. Την τελευταίαν ταύτην
εντέλλεται εις ημάς ο Χριστός να μάθωμεν απ’ Αυτού, όταν λέγη: «Μάθετε απ’ Εμού,
ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ια’ 29).
Η επί τοσούτους αιώνας πείρα της εν Χριστώ ζωής
αποδεικνύει ότι ο Θεός συμπεριφέρεται προς ημάς ως προς ίσους Αυτού, μη επιτρέπων
ποτέ εις Εαυτόν να επιβληθή δια της βίας. Ο Χριστός λέγει: «Όπου ειμί Εγώ, εκεί
και ο διάκονος ο Εμός έσται», αλλά τούτο είναι αληθές, όταν ο διάκονος ακολουθή
Αυτόν έως τέλους, «αίρων τον σταυρόν αυτού». Εάν αντιλαμβανώμεθα την σωτηρίαν
ως θέωσιν, δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγη ημών ότι η θέωσις εξαρτάται εκ της
συμπεριφοράς ημών επί της γης. Και εάν αύτη δεν είναι ομοία προς την του
Χριστού, πώς είναι
δυνατόν ο άνθρωπος να γίνη όμοιος προς τον Χριστόν εις την αιωνιότητα, απλώς
μεταβαίνων δια του θανάτου εις το υπερπέραν;
Κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων ο άνθρωπος [//157] ακριβώς κατά το μέτρον
της ομοιώσεως αυτού προς τον «εν σαρκί φανέντα Θεόν» καθίσταται όμοιος προς τον
Θεόν εν τω αιωνίω είναι Αυτού.
Πλέον ή άπαξ εν τω Ευαγγελίω ακούομεν την μαρτυρίαν
του Πατρός περί του Χριστού ως του αγαπητού Υιού Αυτού. Αλλ’ ιδού, ο Χριστός λέγει
ότι πάντες οι ποιούντες το θέλημα του Πατρός αγαπώνται υπό του Πατρός όσον και
Αυτός:
«Ου περί τούτων δε (των Αποστόλων) ερωτώ μόνον,
αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ … Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα γινώσκη ο κόσμος
… ότι ηγάπησας αυτούς καθώς Εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ούς δέδωκας Μοι, θέλω ίνα όπου
ειμί Εγώ κακείνοι ώσι μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν … Και εγνώρισα
αυτοίς το Όνομα Σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ήν ηγάπησας Με εν αυτοίς ή, καγώ
εν αυτοίς» (Ιωάν. ιζ’ 20‐26).
Ο Απόστολος Φίλιππος είπεν
εις τον Χριστόν: «Δείξον
ημίν τον Πατέρα
…». Και ο Κύριος απήντησεν εις αυτόν: «Ο εωρακώς Εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν.
ιδ’ 9). Αλλά εκ του ειρμού των λόγων και ερειδόμενοι επί άλλων χωρίων της Γραφής
δυνάμεθα ασφαλώς να συμπεράνωμεν ότι όστις είδε τον Χριστόν είδε και εαυτόν οποίος
πρέπει να είναι συμφώνως προς το αιώνιον Σχέδιον του Πατρός, «καθώς εξελέξατο
ημάς εν Αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον Αυτού,
εν αγάπη, προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν δια Ιησού Χριστού εις Αυτόν, κατά την
ευδοκίαν του θελήματος Αυτού, εις έπαινον δόξης της χάριτος Αυτού, εν ή εχαρίτωσεν
ημάς εν τω Ηγαπημένω» (Εφεσ. α’ 4‐6).
Κατά την εποχήν των Οικουμενικών Συνόδων οι Διδάσκαλοι
της Εκκλησίας, εν τη προσπαθεία αυτών να προσεγγίσουν τους συγχρόνους αυτών εις
την γνώσιν της Αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού, προσέφευγον εις διαφόρους αναλογίας
ειλημμένας εκ του ορατού κόσμου ή εκ της πνευματικής δομής του ανθρώπου. Ηγωνίζοντο
τοιουτοτρόπως κατά την ελλείψεως κατανοήσεως των ανθρώπων, δια τους οποίους η
διδασκαλία περί Τριών Υποστάσεων, πλήρως αναλλοιώτων εκάστης εξ αυτών ως προς
την άλλην, εφαίνετο να καταστρέφη την απόλυτον θείαν Ενότητα. Το μέσον τούτο
προσεγγίσεως του μυστηρίου του Θείου Όντος παρουσιάζει εν τούτοις μειονεκτήματα
τινα, τα οποία δύνανται ενίοτε ουχί να ευκολύνουν, αλλ’ αντιθέτως να καταστήσουν
δυσχερεστέραν την κατανόησιν του δόγματος, διότι εν παντί τω κτιστώ σύμπαντι
ουδέν υπάρχει, το οποίον να είναι πλήρως ανάλογον προς την Τριαδικήν Ενότητα. Η
αναλογία προς τον ήλιον, όστις φωτίζει
και συνάμα θερμαίνει· η ενότης του ανθρώπου μετά της τριάδος των πνευματικών
αυτού δυνάμεων, ήτοι της διανοίας νοουμένης ως εικόνος του Πατρός, του λόγου, εικόνος
του Υιού, και
της ζωτικής δυνάμεως,
της πνοής,
εικόνος του Αγίου
Πνεύματος. Αι αναλογίαι αύται είναι λίαν ανίσχυροι να αποδώσουν ό,τι οφείλει [//159]
να εκφρασθή, διότι εν τη θεία Τριαδική Ενότητι ο Λόγος
και το Πνεύμα ουδόλως είναι ενέργειαι του Πατρός‐Νου, αλλά Υποστάσεις. Δια του
αυτού τρόπου ωσαύτως πρέπει να νοηθή η εικών του Θεού εν τω ανθρώπω, τουτέστιν ότι
η ανθρωπότης, παραμένουσα μία εν τη ουσία αυτής, σημαίνει πληθύν υποστάσεων, εκάστη
των οποίων οφείλει τελικώς να περιλάβη πάσαν την πληρότητα του Θεανδρικού Όντος65 και να παρουσιασθή ουχί ως έν μέρος μόνον της φύσεως, αλλ’ ως η όλη
πληρότης του ανθρωπίνου όντος, να πραγματωθή, εν άλλοις λόγοις, ο παγκόσμιος άνθρωπος.
Τούτο δε πραγματοποιείται πλήρως μόνον
εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας.
Ύπαρξις κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος η Εκκλησία
παρουσιάζει εξ ίσου εν εαυτή τον αντινομικόν χαρακτήρα της ταυτότητος και ετερότητος,
αίτινες συμπίπτουν. Ως εν τω το
Θείω Είναι, εν
τω Οποίω διακρίνομεν
τρεις
«απόψεις»*(moment), το Πρόσωπον,
την Ουσίαν και την Ενέργειαν, ούτω βλέπομεν και εν τη Εκκλησία τα πρόσωπα, την
φύσιν και τας πράξεις, τα οποία, εις την εσχάτην τελείωσιν του ανθρωπίνου όντος,
οφείλουν να ταυτισθούν. Ως εν τη Αγία Τριάδι εκάστη Υπόστασις είναι φορεύς της
απολύτου πληρότητος του θείου Είναι, ούτω και εν τη ανθρωπίνη ημών υπάρξει εκάστη
υπόστασις οφείλει εν τη υπερτάτη τελειώσει αυτής να καταστή φορεύς πάσης της
θεανδρικής πληρότητος, όρος απαραίτητος της κατ’ εικόνα της Αγίας [//160] Τριάδος ενότητος. Διότι,
εάν η ταύτισις δεν είναι πλήρης, η ενότης θα παραμείνη και αύτη ωσαύτως ατελής.
Το πρόβλημα της ενότητος της Εκκλησίας66 παρουσιάζει χαρακτήρα προτεραιότητος ως επίκαιρον δι’ όλον τον κόσμον.
Ατενιζόμενον εις όλον το εύρος αυτού το
πρόβλημα τούτο ταυτίζεται προς το της ενότητος της ανθρωπότητος επί πάντων των
επιπέδων, εν τω χρόνω και τω χώρω. Κατά την
65 «(Ο άνθρωπος) … παραμένων άνθρωπος εξ ολοκλήρου, ψυχή και
σώμα, κατά την φύσιν, και γενόμενος θεός εξ ολοκλήρου, ψυχή και σώμα, κατά την
χάριν». Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, 28,
64. Βλ. εκατοντάς περί αγάπης,
«Sources Chrétiennes», τόμ.
9, Paris 1945,
Εισαγωγή, σ. 43, σημ. 1.
66 Εν τη συντόμω μελέτη ημών εθέσαμεν λίαν περιωρισμένον
σκοπόν: να υπογραμμίσωμεν την σπουδαιότητα των θεμελίων της πίστεως ημών, προβάλλοντες
τας αρχάς, αι οποίαι πρέπει να συνιστούν τον λόγον πασών των εκδηλώσεων της ζωής
ημών. Νυν, επειδή υπάρχουν πολυάριθμοι θεολογικαί μονογραφίαι αφιερωμέναι εις
τας διαφόρους όψεις της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, και μεταξύ τούτων
πραγματείαι περί της φύσεως της Εκκλησίας και της ενότητος Αυτής, εσκέφθημεν ότι
θα ήτο περιττόν να επανέλθωμεν εις θέσεις ευρέως αναπτυχθείσας υπό άλλων
συγγραφέων. Σημειούμεν μετά χαράς εις τας προσφάτους θεολογικάς εργασίας των
διαφόρων χριστιανικών ομολογιών αξιόλογον
προσέγγισιν εις τας δογματικάς αντιλήψεις, οφείλομεν όμως να είπωμεν ότι πάντες
έχομεν να διανύσωμεν μακρόν εισέτι δρόμον, εσπαρμένον μετά πολλών εμποδίων, τα
οποία είναι απολύτως αναγκαίον να παρακαμφθούν, πριν ή φθάσωμεν εις την ενότητα.
εποχήν ημών πρέπει να τεθή εν όλω τω βάθει και εν όλη τη ακεραιότητι αυτού.
Χάρις εις μίαν ροπήν, ήτις είναι φυσική εις τον άνθρωπον, ο κόσμος ποθεί πάντοτε
την ειρήνην, την ενότητα, το αγαθόν και δη το απόλυτον Αγαθόν, όπερ, κατά την
βαθείαν σημασίαν αυτού, είναι η αναζήτησις του Θεού. Αλλά πάντα ταύτα δεν έχουν
εισέτι προσλάβει την μορφήν μιας φωτεινής γνώσεως και φέρουν συχνάκις χαώδη
χαρακτήρα. Όσον δι’ ημάς, είμεθα πεπεισμένοι ότι κατά βάθος οι άνθρωποι αναζητούν
την Εκκλησίαν, [//161] διότι μόνον εν Αυτή ευρίσκεται η τελεία ύπαρξις, η κατ’ εικόνα της Αγίας
Τριάδος ύπαρξις, κατά τον λόγον του Χριστού: «Ερωτώ … ίνα πάντες έν ώσι, καθώς
Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν … Και Εγώ την δόξαν
ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν, Εγώ εν αυτοίς
και Συ εν Εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν» (Ιωάν. ιζ’ 20‐23).
Η πραγματοποίησις της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος
ενότητος ταύτης συνδέεται μυχίως προς την χριστιανικήν ημών ανθρωπολογίαν.
Επιλανθανόμενοι του τί είναι ο άνθρωπος, υπό ποίαν έννοιαν και εν τίνι μέτρω είναι
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, δεν δυνάμεθα να λύσωμεν το πρόβλημα της ενότητος
ημών. Είναι εν τούτοις αναγκαίον δι’ ημάς να πιστεύωμεν ότι εν τω αιωνίω Σχεδίω
του Πατρός έχομεν προορισθή δια το πλήρωμα της
τελειότητος.
Τας πληρεστέρας αναπτύξεις της Πατερικής
ανθρωπολογίας απαντώμεν παρά τω Αγίω Γρηγορίω Νύσσης εν τω Περί κατασκευής του
ανθρώπου έργω αυτού, ως και παρά τω Αγίω Μαξίμω τω Ομολογητή. Ιδού τι λέγει ο Άγιος
Γρηγόριος:
«Ποία είναι λοιπόν η διαφορά μεταξύ Θεού και ανθρώπου;
Αύτη: Το Θείον είναι άκτιστον (Αυτο‐όν), ενώ ο άνθρωπος λαμβάνει την ύπαρξιν
δια της δημιουργικής ενεργείας»67.
«Όταν η Γραφή λέγη, “ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον”,
δια της αοριστίας της διατυπώσεως ταύτης σημαίνει [//162] πάσαν την ανθρωπότητα.
Όντως, εις την κτίσιν ταύτην ο Αδάμ δεν ονομάζεται, ως πράττει τούτο εν συνεχεία
η ιστορία. Το δοθέν εις τον κτισθέντα άνθρωπον όνομα δεν είναι ο “τάδε” ή ο “δείνα”,
αλλά ο καθολικός άνθρωπος. Επομένως δια της γενικής δηλώσεως της φύσεως αγόμεθα
να υποθέσωμέν τι το παρόμοιον, τουτέστιν ότι δια της Θείας προγνώσεως και δυνάμεως
περιλαμβάνεται πάσα η ανθρωπότης εν τη πρώτη ταύτη συστάσει …
»Διότι η εικών δεν ευρίσκεται εις έν μέρος της φύσεως
ούτε η ωραιότης εδρεύει εις μίαν επί μέρους ιδιότητα του όντος, αλλ’ η ιδιότης
αύτη της εικόνος απλούται εξ ίσου εφ’ όλου του γένους …
»Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ανθρώπου όστις
ενεφανίσθη κατά την πρώτην κατασκευήν του κόσμου, και εκείνου όστις θα γεννηθή
κατά την συντέλειαν των πάντων. Πάντες φέρουν εξ ίσου την θείαν εικόνα. Δια τούτο
είς
μόνος άνθρωπος εχρησίμευσε προς δήλωσιν του συνόλου, διότι, δια την δύναμιν
του Θεού δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αλλ’ ό,τι πρόκειται να συμβή,
ως και ό,τι συνέβη, “περικρατείται” τη περιεκτική του παντός ενεργεία. Ούτως, όλη
η φύσις η εκτεινομένη εξ αρχής έως τέλους συνιστά μίαν μοναδικήν εικόνα του
Όντος»68.
[//163] «Θα ζητήσητε παρ’ εμού
τον λόγον, διατί η οδυνηρά αύτη ύπαρξις δεν αλλάσσει ευθύς εις εκείνην την οποίαν
επιθυμούμεν, αλλά εκτείνεται εις το σαρκικόν βάρος έως των ωρισμένων καιρών και
αναμένει το πέρας της καθολικής
τελειώσεως, δια να ελευθερωθή η ανθρωπότης εκ του χαλινού όν φέρει και να αποκτήση
επί τέλους την απόλυτον ελευθερίαν της μακαρίας και απαθούς ζωής. Μόνη η αλήθεια
θα ήτο δυνατόν να είπη, εάν ο λόγος τον οποίον επικαλούμεθα είναι σύμφωνος προς
αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, ιδού τί ήλθεν εις το πνεύμα ημών. Επαναλαμβάνω ό,τι
είπον εις την αρχήν: “Ποιήσωμεν άνθρωπον”, λέγει ο Θεός, “κατ’ εικόνα ημετέραν
και καθ’ ομοίωσιν”. Και ο Θεός εποίησε τον άνθρωπον. Κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν
αυτόν. Η εικών αύτη του Θεού, η θεωρουμένη εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει, έφθασεν
εις την τελειότητα αυτής. Ο Αδάμ εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχεν εισέτι. Όντως,
ετυμολογικώς, κατά τους γνωρίζοντας την εβραϊκήν, Αδάμ σημαίνει “ο εκ της γης
πλασθείς”. Ωσαύτως ο Απόστολος, όστις γνωρίζει καλώς την μητρικήν αυτού γλώσσαν,
ονομάζει τον εκ γης ποιηθέντα άνθρωπον “χοϊκόν”, μεταφράζων εις την ελληνικήν
το όνομα [//164] Αδάμ. Όθεν ο άνθρωπος εποιήθη κατ’ εικόνα, ήτοι καθ’ όλην την φύσιν αυτού
κτίσμα όμοιον προς τον Θεόν. Η
παντοδυναμία της σοφίας του Θεού δεν παρήγαγε μόνον έν μέρος αυτής της καθόλου
φύσεως, αλλά αθρόως άπαν το “πλήρωμα” της φύσεως ημών»69.
68 «Ειπών ο λόγος ότι εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, τω αορίστω
της σημασίας άπαν ενδείκνυται το ανθρώπινον. Ου γαρ συνωνομάσθη τω κτίσματι νυν
ο Αδάμ, καθώς εν τοις εφεξής η ιστορία φησίν· αλλʹ όνομα τω κτισθέντι ανθρώπω
ουχ ο τίς, αλλʹ ο καθόλου εστίν. Ουκούν τη καθολική της φύσεως κλήσει, τοιούτόν
τι υπονοείν εναγόμεθα, ότι τη θεία προγνώσει τε και δυνάμει πάσα η ανθρωπότης
εν τη πρώτη κατασκευή περιείληπται. …
»Ου γαρ
εν μέρει της φύσεως η εικών, ουδέ έν τινι των καθʹ αυτόν θεωρουμένων η χάρις·
αλλʹ εφʹ άπαν το γένος επίσης η τοιαύτη διήκει δύναμις. …
»Ομοίως έχει ό τε τη πρώτη του κόσμου κατασκευή συναναδειχθείς άνθρωπος,
και ο κατά την του παντός συντέλειαν γενησόμενος· επίσης εφʹ εαυτών φέρουσι την
θείαν εικόνα. Δια τούτο είς άνθρωπος κατωνομάσθη το πάν, ότι τη δυνάμει του Θεού
ούτε τι παρώχηκεν, ούτε μέλλει, αλλά και το προσδοκώμενον επίσης τω παρόντι τη
περιεκτική του παντός ενεργεία περικρατείται. Πάσα τοίνυν η φύσις η από των πρώτων
μέχρι των εσχάτων διήκουσα, μία τις του όντος εστίν εικών». Γρηγ. Νύσσης, Περί
κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 16, «Sources Chrétiennes», τόμ.
6, σ. 157, 159,
160, 161.
Ούτω βλέπομεν ότι «οι άνθρωπο έχουν κοινήν την φύσιν,
μίαν μόνην φύσιν εις πολλάς ανθρωπίνας υποστάσεις. Δεν είναι ολιγώτερον δύσκολον
να καταστή κατανοητή η διάκρισις αύτη φύσεως και υποστάσεως εις τον άνθρωπον από την ανάλογον διάκρισιν της
μιάς [//165] φύσεως
και των τριών Υποστάσεων εν τω Θεώ. Πρέπει να λάβωμεν υπ’ όψιν προ παντός ότι
αγνοούμεν το ανθρώπινον πρόσωπον, την ανθρωπίνην υπόστασιν εις την πραγματικήν
αυτής έκφρασιν, καθαράν εκ παντός φυρμού. Ό,τι ονομάζομεν κοινώς “πρόσωπα”, “προσωπικόν”, υποδηλοί μάλλον τα άτομα,
το ατομικόν. Έχομεν συνηθίσει να θεωρώμεν τους όρους τούτους –πρόσωπον και άτομον–
σχεδόν συνωνύμους … Αλλ’ υπό τινα άποψιν, άτομον και πρόσωπον
έχουν αντίθετον σημασίαν»70. Εφ’ όσον αι ανθρώπιναι υποστάσεις δεν υπερβαίνουν
τα συμφυή αυτών όρια επί του ατομικού
επιπέδου, μένουν ανίκανοι να πραγματοποιήσουν την καθολικήν τελείωσιν, περί της
οποίας ομιλεί ο Άγιος Γρηγόριος και να φέρουν όντως εν εαυτοίς όλην την πληρότητα του Όντος. Αι μη καθολικαί υποστάσεις, ήτοι τα
«ανθρώπινα άτομα», δεν θα φθάσουν εις τας μεταξύ αυτών σχέσεις μετά των ομοίων
αυτών εις την πλήρη και καθολικήν ενότητα, αλλά θα παραμείνουν εν μέρει ηνωμέναι,
εις τα όρια των ικανοτήτων αυτών.
Ο Άγιος Μάξιμος λέγει: «Εν τω Χριστώ, Θεώ και Λόγω
του Πατρός, οικεί σωματικώς το πλήρωμα της θεότητος κατά την Ουσίαν, ενώ εν ημίν
το πλήρωμα της θεότητος οικεί κατά χάριν … Διότι δεν είναι
παράλογον να οικήση το πλήρωμα της θεότητος και εις ημάς, οι οποίοι είμεθα “λόγοι”
κατά υιοθεσίαν»71.
συμπληρώσεως,
ίνα το τηνικαύτα καθάπερ χαλινού τινος ελευθερωθείσα η ανθρωπίνη ζωή, πάλιν άνετός
τε και ελευθέρα προς τον μακάριον και απαθή βίον επαναδράμοι;
»Αλλʹ ει μεν εγγίζει τη αληθεία των ζητουμένων ο λόγος, αυτή αν ειδείη σαφώς
η Αλήθεια. Ό δʹ ουν επί την ημετέραν ήλθε διάνοιαν, τοιούτον εστί. Λέγω δη τον
πρώτον πάλιν επαναλαβών λόγον, “Ποιήσωμεν”, φησίν ο Θεός, “άνθρωπον κατʹ εικόνα
και ομοίωσιν ημετέραν. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον· κατʹ εικόνα Θεού εποίησεν
αυτόν”. Η μεν ουν εικών του Θεού, η εν πάση τη ανθρωπίνη φύσει θεωρουμένη, το τέλος
έσχεν. Ο δε Αδάμ ούπω εγένετο· το γαρ γήϊνον πλάσμα κατά τινα ετυμολογικήν
ονομασίαν λέγεται Αδάμ, καθώς φασιν οι της Εβραίων φωνής επιίστορες. Διό και ο
απόστολος διαφερόντως την πάτριον των Ισραηλιτών πεπαιδευμένος φωνήν, τον εκ
γης άνθρωπον χοϊκόν ονομάζει, οιονεί μεταβαλών την του Αδάμ κλήσιν εις την Ελλάδα
φωνήν.
»Γέγονεν ουν κατʹ εικόνα ο άνθρωπος, η καθόλου φύσις, το θεοείκελον χρήμα.
Γέγονε δε τη παντοδυνάμω σοφία ουχί μέρος του όλου, αλλʹ άπαν αθρόως το της φύσεως
πλήρωμα». Γρηγ. Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 22, «Sources Chrétiennes», τόμ.
6, σ. 183‐184.
Εις τούτο, ο Άγιος Μάξιμος συμφωνεί πλήρως μετά
του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέγει: «Ίνα πληρωθήτε [//166] εις παν το πλήρωμα του
Θεού» (Εφεσ. γ’ 19). Λέγει προσέτι: «Και τέλος επί πάντων τούτων (ο άνθρωπος), όταν
ενώση την κτιστήν φύσιν μετά της ακτίστου δια της αγάπης (ώ του θαύματος της
περί ημάς φιλανθρωπίας του Θεού!), θα παρουσιάση έν και το αυτό δια της δυνάμεως
της χάριτος, έχων ολόκληρος και εξ ολοκλήρου εισδύσει εις τον όλον Θεόν, και θα
γίνη παν ό,τι είναι ο Θεός εκτός της κατά την ουσίαν ταυτότητος· και έχων λάβει
τον Θεόν όλον ιδικόν του και εν τη αναβάσει αυτού προς Αυτόν τον Θεόν αποκτήσας
ως έπαθλον μοναδικώτατον Αυτόν, ως τέλος της κινήσεως των κινουμένων και στάσιν
βάσιμον και ακίνητον των φερομένων προς Αυτόν, ο Οποίος είναι όρος και πέρας
ακαθόριστον και άπειρον παντός όρου και θεσμού και νόμου και λόγου και νου και φύσεως»72.
Δυνάμεθα να είπωμεν ότι δια της Ενσαρκώσεως, δια
του θανάτου επί του Γολγοθά, δια της εκ νεκρών [//167] Αναστάσεως, δια της Αναλήψεως της ανθρωπίνης φύσεως
έως της ισότητος αυτής μετά του Πατρός και δια της καθόδου του Αγίου Πνεύματος,
ο Θεός εξεπλήρωσεν απολύτως το παν δια την σωτηρίαν ημών. Και εάν εις την ιστορίαν
του κόσμου η ενότης παραμένη ουχί πεπραγματοποιημένη, τούτο δεν είναι ει μη η
συνέπεια της αντιστάσεως των ανθρώπων εις την αγάπην του Χριστού. Η ενότης δεν
είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή ει μη δια των προσπαθειών των ιδίων των ανθρώπων,
διότι η αγάπη δεν δύναται να επιβληθή έξωθεν. Λέγει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
Ότε ο Θεός έφερε τα λογικά όντα εις το είναι, εχάρισεν εις αυτά τέσσαρα θεία
ιδιώματα: την ύπαρξιν και το αιώνιον είναι, την αγαθότητα και την σοφίαν. Εκ
των ιδιωμάτων τούτων, αι δύο, η αγαθότης και η σοφία, εξαρτώνται εκ της βουλήσεως,
δια να γίνη και το κτίσμα Αυτού κατά μετοχήν ό,τι είναι ο Ίδιος κατά την ουσίαν.
Η ύπαρξις ή η ανυπαρξία εξαρτώνται εκ του Κτίστου, ενώ η μετοχή εις την θείαν
Αγαθότητα και Σοφίαν δεν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, αλλ’ ωσαύτως και εκ της
βουλήσεως του ανθρώπου73.
το πλήρωμα της θεότητος …». Μαξίμου
Ομολογητού, Περί Θεολογίας και της ενσάρκου Οικονομίας, εκατοντάς δευτέρα,
Φιλοκαλία, τόμ. Β’ κα’, σ. 73.
72 «… και τέλος επί πάσι τούτοις, και κτιστήν φύσιν τη ακτίστω
δι᾿ αγάπης ενώσας (ώ του θαύματος της περί ημάς του Θεού φιλανθρωπίας), έν και
ταυτόν δείξειε κατά την έξιν της χάριτος, όλος όλω περιχωρήσας ολικώς τω Θεώ,
και γενόμενος πάν εί τι περ εστιν ο Θεός, χωρίς της κατ᾿ ουσίαν ταυτότητος, και
όλον αυτόν αντιλαβών εαυτού τον Θεόν, και της επ᾿ αυτόν τον Θεόν αναβάσεως οίον
έπαθλον αυτόν μονώτατον κτησάμενος τον Θεόν, ως τέλος της των κινουμένων κινήσεως,
και στάσιν βάσιμόν τε και ακίνητον των επ᾿ αυτόν φερομένων, και παντός όρου και
θεσμού και νόμου, λόγου τε και νου, και φύσεως όρον και πέρας αόριστόν τε και άπειρον όντα». Μαξίμου
Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, (ΡΓ’ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΥΝΤΑΙ ΦΥΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΘΕΟΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ), PG 91, 1308BC.
[//168] Εν συμπεράσματι, παραθέτομεν
και τας κατωτέρω σκέψεις του επιφανούς ρώσου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ.
«Η Εκκλησία είναι μία. Η ενότης αύτη είναι αυτή αύτη
η ύπαρξις της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι η ενότης, η εν Χριστώ ενότης, η “ενότης
του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης”. Η Εκκλησία εθεμελιώθη και οικοδομείται
εν τω κόσμω ακριβώς εν όψει της ενότητος και της ενώσεως, “ίνα πάντες έν ώσιν”.
Η Εκκλησία είναι σώμα μοναδικόν, τουτέστι το Σώμα του Χριστού. “Εν ενί Πνεύματι
ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν”. Μόνον δε εν τη Εκκλησία είναι δυναταί
και πραγματοποιήσιμοι η ένωσις και η αληθινή και πραγματική ενότης αύτη, εν τω
μυστηρίω της αγάπης του Χριστού, εν τη μεταμορφούση δυνάμει του Πνεύματος, κατ’
εικόνα και ομοίωσιν της ομοουσίου Τριάδος»74.
τα μεν
δύο τη ουσία παρέσχε· τα δε δύο τη γνωμική επιτηδειότητι· και τη μεν ουσία το όν και το αεί όν· τη δε γνωμική επιτηδειότητι
την αγαθότητα και την σοφίαν, ίνα άπερ εστίν Αυτός κατ᾽ ουσίαν, γίνηται η κτίσις
κατά μετουσίαν. … Και το μεν υπάρχειν αεί ή μη υπάρχειν ταύτα (τα λογικά και νοερά), εν
τη εξουσία του πεποιηκότος εστί. Το δε μετέχειν της αγαθότητος
αυτού και της σοφίας ή μη μετέχειν, εν τη βουλήσει των λογικών υπάρχει». Μαξίμου
Ομολογητού, Περί αγάπης, τρίτη εκατοντάς,
κε’, κζ’, Φιλοκαλία, τόμ. Β’, σ. 30‐31.
παράρτημα, σ. 1.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
«Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού
φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός,
εν Ώ ευδόκησα· Αυτού ακούετε»
(Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σήμερον, επί τη ευκαιρία της μεγάλης της Εκκλησίας
πανηγύρεως, πανηγύρεως ήτις κατά το μέτρον της προσεγγίσεως ημών προς το τέλος
της επιγείου ζωής ουχί μόνον δεν ελαττούται, αλλ’ ακαταπαύστως αυξάνει εν τη
δυνάμει και τη σπουδαιότητα αυτής εν ημίν, επιλανθανόμενοι τρόπον τινα της ημετέρας
ασθενείας, τολμώμεν να ομιλήσωμεν περί του εκλάμψαντος επί του Θαβώρ απροσίτου
και ανεσπέρου Φωτός. Παρακαλώ υμάς, παραβλέψατε κατά την ώραν ταύτην την
μηδαμινότητα μου· κλείσατε τους οφθαλμούς υμών εις την αμάθειαν και εις το άκομψον
του λόγου μου, μάλλον δε, εάν είναι δυνατόν, θεωρήσατε εμέ ως ένα εκ των φυλάκων
του όρους Εφραίμ, των αναβοώντων:
«Εγέρθητε, και αναβώμεν εις την Σιών προς Κύριον τον Θεόν ημών». Ο Θεός, «ο
ποιήσας τον ουρανόν και την γην», είναι ο Θεός ημών εκ κοιλίας μητρός ημών. Μετά
την κατά [//172] σάρκα γέννησιν, πριν ή μάθωμεν να διακρίνωμεν την δεξιάν χείρα από της
αριστεράς, ελάβομεν ήδη δευτέραν γέννησιν, άνωθεν, εν τη κολυμβήθρα του Βαπτίσματος,
και ελέχθη εφ’ ημάς το μέγα και φοβερόν και εις αυτάς τας επουρανίους δυνάμεις
Όνομα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εν συνεχεία, ελάβομεν άλλην
ανεκτίμητον δωρεάν, περί της οποίας η
ψυχή ημών δεν δύναται να είπη ούτε να αναλογισθή άνευ τρόμου, ήτοι το χρίσμα
του Πνεύματος του Αγίου, την σφραγίδα του αγιασμού, ήτις ετέθη εφ’ όλων των μελών
του σώματος ημών δια των λόγων του Μυστηρίου: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου».
Και ούτω κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.
Εκ βρεφικής ηλικίας τρεφόμεθα εν τη Εκκλησία δια
του Θείου Σώματος και Αίματος του Χριστού. Είμεθα τέκνα Αυτού· σαρξ εκ της Σαρκός
και αίμα εκ του Αίματος Αυτού. Εκ νεότητος ημών ζώμεν εντός της ατμοσφαίρας του
Θείου Λόγου. Όστις αποκαλύπτει εις ημάς τας απεράντους διαστάσεις της γνώσεως
του ανάρχου Θεού, του Πατρός ημών, του παρέχοντος ήδη εντεύθεν την πρόγευσιν
της μακαριότητος της αιωνίου διαμονής μετ’ Αυτού και εν Αυτώ. Εν τη Εκκλησία ημών
καθ’ εκάστην ημέραν ζώμεν εντός αφάτου υπερπλεονασμού παντός πλούτου πνευματικού,
και η ευγνώμων
ψυχή ορμά και
αναφωνεί: «Όντως
πλούσιος ο Θεός ημών, ο πανταχού παρών και τα πάντα
πληρών απαύστως εναγκαλίζεται ημάς, πάντας και έκαστον ιδιαιτέρως».
Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι.
Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας,
διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να [//173] γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης
γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της
Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως
Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω
διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού
δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως
από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη
ψυχή και ενωθή μετ’ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον
την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.
Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου αποτελεί στερεόν θεμέλιον
της ελπίδος δια την μεταμόρφωσιν της ζωής ημών όλης –ήτις νυν είναι πλήρης κόπου, ασθενείας, φόβου– εις ζωήν άφθαρτον
και θεοειδή. Εν τούτοις, η ανάβασις αύτη εις το υψηλόν όρος της Μεταμορφώσεως
συνδέεται μετά μεγάλου αγώνος. Ουχί σπανίως ημείς εξασθενούμεν εξ αρχής εν τω
αγώνι τούτω και απελπισία φαίνεται να κυριεύη της ψυχής. Εις τοιαύτας ώρας
μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου
Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους, μνησθώμεν των
διδαγμάτων των Πατέρων ημών, οίτινες διήνυσαν την οδόν ταύτην ακολουθούντες τον
Χριστόν, και εζωσμένοι τας οσφύας ημών ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος
εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν.
Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό,τι ετελέσθη
εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια [//174] να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας.
Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι
η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον
Πατέρα, ει μη δι’ Εμού».
Εάν ο Κύριος «επειράσθη», και ημείς πρέπει να διέλθωμεν
δια του πυρός των πειρασμών. Εάν ο Κύριος κατεδιώχθη, και ημείς ωσαύτως θα
διωχθώμεν υπό των ιδίων εκείνων δυνάμεων, αι οποίαι εδίωκον τον Χριστόν. Εάν ο
Κύριος έπαθε και εσταυρώθη, και ημείς αναποφεύκτως οφείλομεν να πάσχωμεν και να
σταυρούμεθα έστω, ίσως, και επί αοράτων σταυρών, εφ’ όσον πράγματι ακολουθούμεν
Αυτόν εις τας οδούς της καρδίας ημών. Εάν ο Κύριος μετεμορφώθη, και ημείς θα
μεταμορφωθώμεν και ενταύθα έτι επί της γης, εάν ομοιωθώμεν προς Αυτόν εις τας
εσωτερικάς επιθυμίας ημών. Εάν ο Κύριος απέθανε και ανέστη, τότε και πάντες οι
πιστεύοντες εις Αυτόν θα διέλθουν δια του θανάτου, θα κατατεθούν εις μνημεία
και έπειτα θα αναστηθούν ομοίως προς Αυτόν, εφ’ όσον ομοίως προς Αυτόν απέθανον.
Θα αναστηθούν εν πρώτοις αι ψυχαί των πιστών, έπειτα δε, κατά την ημέραν της
Κοινής Αναστάσεως, και τα σώματα. Εάν ο Κύριος μετά την ανάστασιν Αυτού εν
δεδοξασμένη σαρκί ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εις τα δεξιά του Θεού,
ούτω και ημείς
μετά δεδοξασμένων σωμάτων, δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, θα αναληφθώμεν
εις τους ουρανούς και θα καταστώμεν «συγκληρονόμοι Χριστού» και «κοινωνοί της
Θεότητος» (Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11‐ 12 κ.α.).
Πάντα, όσα ανωτέρω απηριθμήσαμεν, επραγματοποιήθησαν
υπό του Κυρίου ουχί κατά την Θεότητα, αλλά [//175] κατά την ανθρωπότητα Αυτού, ήτοι επί εκείνου του επιπέδου, όπου ο Κύριος είναι
ομοούσιος ημίν «Υιός Ανθρώπου». Ο Κύριος, ο Πατρί και Πνεύματι συνάναρχος Λόγος,
εν τω έργω της ενσαρκώσεως προσέλαβεν εν τη Θεία Αυτού Υποστάσει την ανθρωπίνην
φύσιν ημών. Ουχί φαινομενικώς, αλλ’ εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος
και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν
υπογραμμόν δι’ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν»
(Ματθ. ιγ’ 17). Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν
τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της
επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.
Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες
τους λόγους της διδαχής ταύτης, αλλά να αναλάβωμεν θάρρος και να ανοίξωμεν τας
καρδίας ημών δια να δεχθώμεν μεθ’ απλότητος το Ευαγγέλιον του Χριστού. Ο Κύριος
δια του στόματος Αυτού είπε: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. ιστ’
33). Και ημείς, δια της δυνάμεως του Χριστού, αναμφιβόλως θα κατορθώσωμεν την νίκην
ταύτην επί του κόσμου, ώστε μετ’ Αυτού να μετάσχωμεν της αιωνίου Βασιλείας των
ουρανών.
Προς εκπλήρωσιν της εντολής, «πορεύεσθε, και σταθέντες
λαλείτε εν τω ιερώ τω λαώ πάντα τα ρήματα της ζωής ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), λέγω
προς υμάς: Ταύτα είναι τα ρήματα της αιωνίου ζωής, τα δοθέντα υπό του Κυρίου
«εις κληρονομίαν αναφαίρετον τοις πιστοίς»· τούτο σημαίνει «των Αποστόλων το κήρυγμα»
και των «Πατέρων τα δόγματα»· αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις [//176] και η ασάλευτος ελπίς, η
οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου.
Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι
και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφ’ ενός μεν
την ολιγοψυχίαν, αφ’ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος,
λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας»,
απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και
μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου (βλ. Α’ Κορ. α’ 18‐21). Καθ’
εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί
και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε
εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως,
αγαπητοί, δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου»
(Ησ. β’ 3), σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι
ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ
απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης,
εν τούτοις
όμως, μετ’ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα
του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις
του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους.
Ανυψώσαντες επ’ ολίγον τον νουν ημών εις την θεωρίαν
των θεμελιωδών της πίστεως ημών αρχών, αι οποίαι δέον όπως αποτελούν το μόνιμον
πολίτευμα της ζωής του πνεύματος ημών, επιτρέψωμεν ήδη εις εαυτούς [//177] να μεταβώμεν εις το
επιλεγέν υφ’ ημών θέμα.
Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου είναι γεγονός μέγα, έχον
σημασίαν αιώνιον ουχί μόνον δι’ έκαστον εξ ημών, αλλά και δι’ όλην την ιστορίαν
του κόσμου. Εις τα έργα των Πατέρων ημών θα εύρωμεν προσεκτικήν διερεύνησιν
αυτού εκ πασών των πλευρών· προσέτι θα εύρωμεν ό,τι προηγήθη του γεγονότος αυτού
ως προετοιμασία των μαθητών υπό του Κυρίου· εν συνεχεία, ό,τι συνώδευσε τούτο
και ό,τι ετελέσθη κατά την ώραν αυτής ταύτης της Θαβωρίου Θεοφανείας· και προς
τούτοις, ό,τι ηκολούθησεν τούτο εις τας πράξεις του Κυρίου Ιησού και εις την συνείδησιν των Αποστόλων, των μαρτύρων
της Μεταμορφώσεως. Η γνώσις περί πάντων τούτων θα βοηθήση και ημάς τους ιδίους
να διέλθωμεν συνετώς την ιδίαν πορείαν ακολουθούντες «τοις ίχνεσι του Χριστού».
Αλλά κατά την παρούσαν στιγμήν ας συγκεντρώσωμεν την προσοχήν του πνεύματος ημών εις εκείνο το οποίον, συμφώνως προς
την ευαγγελικήν διήγησιν, αποτελεί την αποκλειστικήν ιδιομορφίαν του γεγονότος
της παρούσης ημέρας.
«Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού
φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα: Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν Ώ ευδόκησα·
Αυτού ακούετε».
Εις τί έγκειται η φωτεινή αύτη νεφέλη, ήτις περιέλαμψε
κατ’ εκείνην την νύκτα το Άγιον Θαβώρ;
Προ ετών, κατά την ημέραν της Μεταμορφώσεως, ηρώτησα
ασκητήν τινα ο οποίος, ως αναμφιβόλως
πιστεύω, πολλάκις ηξιώθη της οράσεως του Φωτός τούτου. Εις την αδιάκριτον παράκλησιν
μου να είπη τι εις εμέ περί του μυστηρίου του Θαβωρίου Φωτός, ήτοι πώς [//178] τούτο οράται και πώς είναι
δυνατόν να αποκτήση τις την δωρεάν ταύτην, ούτος κατ’ άκραν συγκατάβασιν προς
την αμάθειαν μου, μετά μεγάλης υπομονής, διηυκρίνησεν εις εμέ το θέμα τούτο, εγώ
δε σήμερον θα μεταδώσω εις υμάς περί του ακουσθέντος υπ’ εμού από του αψευδούς αυτού
στόματος μόνον το πλέον ουσιώδες, και ει δυνατόν
συντόμως.
Διηγήθη εις εμέ ο ανήρ ούτος ότι κατ’ αρχήν, ότε ήτο
έτι νέος, το φως τούτο ενεφανίζετο εις αυτόν ασαφώς, εις βραχείας στιγμάς, άλλοτε
ως ακατάληπτος πυρίνη φλοξ, η οποία έκαιε την καρδίαν αυτού δια της αγάπης, άλλοτε
ως απαύγασμα τι το οποίον διεισέδυε δια της λάμψεως εις τον νουν αυτού κατά τον
καιρόν της προσευχής, κατ’ εξοχήν εν τω ναώ. Αλλ’ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς,
κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης
δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε
μετ’ αυτού τρεις ημέρας. Κατ’ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός
θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς
ωνόμαζε το φως εκείνο
«πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατ’ εκείνον
τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας
κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότε ούτος ήτο ήδη
μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να
μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα
αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.
Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται
κατ’ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η [//179] ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα
έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού,
εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τίς
ή τί εφανερώθη εις αυτήν, αλλ’ αισθάνεται εαυτήν κατ’ εκείνην την ώραν ως δέσμιον,
όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις,
τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.
Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως
μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν
εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις
ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός
τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις
του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη
Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον,
ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει,
είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως – καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν
αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου».
Εις απάντησιν της αρχικής μου ερωτήσεως περί της
Θαβωρίου Θεοφανείας, ο ανήρ εκείνος παρέτεινε τον λόγον επιδιώκων προφανώς
να εύρη εννοίας, αι οποίαι θα ήσαν προσιταί εις εμέ, έστω και εις μικρόν τι μέτρον.
Έλεγε: «Πρέπει πάντοτε να έχωμεν κατά νουν την
ανεπάρκειαν ημών· εάν δε επιτρέψω εις εαυτόν να θίξη το μέγα τούτο θέμα, θα πράξω
τούτο ακροθιγώς, όπως ολίγον τι κατανοήσωμεν αυτό άνευ τολμηρών αξιώσεων [//180] να αποσαφηνήσωμεν ή και
κατανοήσωμεν τούτο πλήρως. Και ούτως, εάν
εξέλθωμεν εκ των περιγραφεισών ήδη ενεργειών του Θείου Φωτός εις εκείνην την απλήν, μέχρι φαινομενικής αφελείας διήγησιν
των Ευαγγελιστών, δυνάμεθα ολίγον να συμπληρώσωμεν αυτήν ως εξής:
»Ευθύς ως οι Απόστολοι ήρχισαν να κατανοούν την
υπεράνθρωπον τελειότητα του Διδασκάλου αυτών και δια του στόματος του Πέτρου ωμολόγησαν Αυτόν ως Χριστόν, Υιόν του Θεού
του Ζώντος, ο Κύριος επόθησε περισσότερον να στερεώση αυτούς εν τη γνώσει ταύτη
δια της μαρτυρίας του Πατρός. Τούτο ήτο όλως απαραίτητον, εφ’ όσον Ούτος ητοιμάζετο
ήδη προς “την έξοδον, ήν έμελλε πληρούν εις Ιερουσαλήμ”, ήτοι προς την τέλεσιν της θυσίας επί του Γολγοθά. Όπισθεν των λόγων
του Πέτρου: “Συ εί ο Χριστός” (Μάρκ. η’
29), κατ’ εκείνην την στιγμήν εκρύπτετο η ατελής γνώσις περί του ποίος
πράγματι ήτο αυτός ο Χριστός. Εν τούτοις, παρά την έλλειψιν τελειότητος και
πληρότητος της ομολογίας ταύτης, εξεδηλώθη εν αυτή ήδη η αυξηθείσα αγάπη
και αφοσίωσις των Αποστόλων, ήτις κατέστησε τούτους ικανούς να “χωρήσουν”
μεγαλύτερον φως Θείας αποκαλύψεως, και ως εκ τούτου ο Κύριος είπεν: “Εισί τινες
των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του Ανθρώπου ερχόμενον εν τη Βασιλεία
Αυτού” (Μάρκ. θ’ 1). Μετά τους λόγους τούτους ο Κύριος μετά των μαθητών τελεί
εν σιωπή75 την πορείαν εκ των ορίων της Καισαρείας της Φιλίππου έως του Ιερού Θαβώρ,
και εκεί, εκλέξας τους [//181] προκρίτους, Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην, ωδήγησεν
αυτούς εις “το όρος το υψηλόν” της θεωρίας της Θείας Αυτού ”Δόξης, ήν είχεν Αυτός
παρά τω Πατρί προ του τον κόσμον είναι”.
»Αυτός ο Κύριος πάντοτε και αναλλοιώτως έφερεν εν
Εαυτώ το Φως –ών κατά την Θεότητα Αυτού άναρχον Φως–, αλλά διέμενεν εν Αυτώ κατά
τρόπον αόρατον εις εκείνους, οι οποίοι δεν εδέχθησαν εισέτι εν εαυτοίς το Φως.
Επί του Θαβώρ ο Κύριος προσηύχετο. Ουδέν κωλύει ημάς να υποθέσωμεν ότι κατά το
περιεχόμενον αυτής η προσευχή αύτη ήτο ομοία εκείνης της εν Γεθσημανή (βλ. Ιωάν.
ιζ’ κ.α.), διότι “ελήλυθεν Αυτού η ώρα”. Περιπτυσσόμενος εν τη προσευχή το παν,
“από καταβολής κόσμου” έως της συντελείας του αιώνος τούτου, προσηύχετο ο Κύριος
και δια τους Αποστόλους, όπως φανερωθή εις αυτούς το Όνομα του Πατρός, και όπως
η αγάπη, δια της οποίας ο Πατήρ ηγάπησε τον
Υιόν, μένη εν αυτοίς (βλ. Ιωάν. ιζ’ 26).
»Οι εκλεγέντες ούτοι τρεις μάρτυρες και συμμέτοχοι
της υπερφυούς ταύτης προσευχής του
Χριστού εξηντλήθησαν εν αυτή. Πολεμούντες ασκητικώς κατά της ασθενείας της σαρκός
αυτών, επί ολίγον τινά χρόνον εβαρύνθησαν υπό του ύπνου· εν τούτοις, δια της
δυνάμεως της εντός αυτών ενεργούσης εσωτερικής προσευχής, έρχονται εκ νέου εις
νηφάλιον κατάστασιν, και τότε οι σθεναροί τω πνεύματι ούτοι νικηταί της ασθενείας
της σαρκός είδον τον Χριστόν εν τω φωτί και τους μετ’ Αυτού συνομιλούντας Ηλίαν
και Μωϋσήν. Ηδυνήθησαν δε να ίδουν,
επειδή και οι ίδιοι κατ’ εκείνην την ώραν επλήσθησαν φωτός.
»Το ασύνηθες και μεγαλειώδες της οράσεως εβύθισε
τους Αποστόλους εις ανέκφραστον έκπληξιν και μακαρίαν [//182] απορίαν. Γνωρίζομεν τούτο
εκ των λόγων του Ευαγγελίου περί του Πέτρου: “μη ειδώς τί λαλήση”, και εκ των λόγων
του ιδίου του Πέτρου: “Επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι”.
»Κατ’ εκείνην την στιγμήν η υπό των Αποστόλων όρασις
του πνευματικού κόσμου και του Θείου Φωτός συνεδυάζετο εισέτι μετά των παραστάσεων
του περιβάλλοντος αυτούς αισθητού κόσμου. Αλλ’ εν συνεχεία το αυξηθέν φως ανύψωσεν
αυτούς πέραν παντός ορατού και προσκαίρου εις τα αόρατα και αιώνια (βλ. Β’ Κορ.
δ’ 18) … Απλαί μέχρις ακρότητος αι ευαγγελικαί διηγήσεις: “Ιδού, νεφέλη φωτεινή
επεσκίασεν αυτούς …”. Όπως ο άνθρωπος,
ο ανερχόμενος εις τι όρος, όταν εισέλθη εις πυκνήν νεφέλην, χωρίζεται από της
οράσεως παντός του λοιπού κόσμου, ούτω και η φωτεινή αύτη νεφέλη, η γενομένη
ουχί άλλως, ει μη ως φως και πνοή του Αγίου
Πνεύματος, το Οποίον
δια της αφορήτου
Αυτού
Θείας ελεύσεως εισήγαγε τους Αποστόλους εις τον κόσμον του Φωτός του ακτίστου, του ατρέπτου, του ανεσπέρου,
του αναλλοιώτου, του απεράντου, του υπερουρανίου, τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις
αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον
Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις
την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατ’ εκείνην
την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός: “Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός”.
»Τούτο υπήρξεν η υπερτάτη στιγμή ολοκλήρου του Θαβωρίου γεγονότος.
»Εάν νυν αναφερθώμεν εκ νέου εις την ασθένειαν της
ανθρωπίνης φύσεως, φορείς της οποίας ήσαν οι Απόστολοι, [//183] συνέχισεν ο ανήρ εκείνος,
τότε, μένοντες πιστοί εις την Ευαγγελικήν διήγησιν και την πείραν των Πατέρων
της Εκκλησίας, δυνάμεθα να είπωμεν τα εξής:
»Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων
επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν
ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος
εις αυτούς Φωτός, και δια τούτο η Εκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοις μαθηταίς Σου
την δόξαν Σου, καθώς ηδύναντο” ή εις άλλον ύμνον: “καθώς εχώρουν”.
»Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων,
αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπ’ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί
εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά·
και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας
(βλ. Β’ Πέτρ. α’ 17‐18).
»Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του
Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του
«προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του
Σινά (βλ. Έξ. Ιθ’‐κ’ και κγ’‐λδ’), ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ (βλ.
Γ’ Βασ. ιθ’), έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν
εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής: “καθωράθης τω Μωϋσή, εν γνόφω το πάλαι,
εν φωτί δε, νυν απροσίτω της Θεότητος” (α’ ωδή, β’ κανών· βλ. Εβρ. ιβ’ 18‐
24)».
Έλκων υμάς εις το βάθος των αφάτων μυστηρίων της
θεολογίας, ουδόλως θα αποκρύψω ότι και εγώ ο ίδιος έρχομαι εις φόβον. Και ουχί
μόνον φόβον, αλλά και συστολήν δοκιμάζω κατ’ αυτήν την ώραν: Ο Σοφός [//184] Παροιμιαστής είπε:
«πίνε ύδατα από σων αγγείων και από σων φρεάτων πηγής» (Παροιμ. ε’ 15), εγώ
δε προσφέρω εις υμάς το αντληθέν υπ’ εμού εκ της εμπειρίας και της κληρονομίας άλλων.
Βλέπων όμως μετά ποίας προθυμίας προσέχετε εις τον λόγον, ως να μη εκορέσθητε έτι
υπ’ αυτού, θα μεταδώσω εις υμάς και τον επίλογον της αλήστου δι’ εμέ συνομιλίας
μετά του σπουδαίου εκείνου ανδρός. Ελκυσθείς υπό του εμπνευσμένου λόγου αυτού,
επλήσθην θλίψεως κατ’ εκείνην την ώραν εκ της συνειδήσεως του εμού σκότους και
εσιώπων, διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». Δια να παρηγορήση
εμέ ο συνομιλητής μου συνέχισεν ως εξής:
«Όσω ημείς δεν αξιούμεθα της οράσεως της μεγαλοπρεπούς δόξης της Θεότητος, επί
τοσούτον δια της πλέον πιστής εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος ημών θα υπάρχη έλεγχος
ημών αυτών. Και εάν η ψυχή ημών είναι ανδρεία, τότε θα είπωμεν: Δια τας αδικίας
μου εστερήθην του δώρου τούτου, διότι “ο πορευόμενος εν δικαιοσύνη και λαλών
ευθείαν οδόν … ούτος οικήσει εν υψηλώ …
και τον Βασιλέα μετά δόξης όψεται” (Ησ. λγ’ 15‐18). Παρά ταύτα μή δότε τόπον
εις την απόγνωσιν· αντιθέτως ενθαρρύνθητε και εν μετανοία πενθήσατε περί εαυτών. Απορρίψατε τον άδικον λογισμόν, ότι τούτο είναι
των εκλεκτών μόνον κλήρος, ο οποίος δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα.
Η αλήθεια, εις την οποίαν είναι αναγκαίον να στερεωθή η καρδία ημών, είναι ότι
ο Κύριος ουδένα “ερχόμενον προς Αυτόν εκβάλλει έξω” και απορρίπτει (Ιωάν. στ΄
37). Πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως, μεγάλοι και μικροί, σημαίνοντες και
μηδαμινοί, εκλήθημεν εις την ιδίαν τελειότητα, εις [//185] την οποίαν εκάλεσεν ο Κύριος
τους οδηγηθέντας υπ’ Αυτού επί του όρους του Θαβώρ Αποστόλους Πέτρον, Ιάκωβον
και Ιωάννην, διότι και ημείς, ομοίως προς αυτούς, ελάβομεν τας ιδίας εντολάς
και ουχί άλλας, και, επομένως, την ιδίαν, ίσην προς αυτούς, τιμήν κλήσεως και
ουχί άλλην κατωτέραν. Ερευνήσατε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν της Εορτής
και θα ίδητε μετά ποίας δυνάμεως η Εκκλησία προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν
εις το αψηλάφητον Όρος της νοεράς Θεοπτίας, δεικνύουσα ούτω σαφώς ότι ουχί μόνον
κατά την αρχαιότητα, ουχί μόνον εις τους Αποστόλους ηυδόκησεν ο Κύριος να φανερώση
την “αυγήν” της Θεότητος Αυτού, αλλά και κατά την διάρκειαν πάντων των αιώνων, έως
έτι και των ημερών ημών, δεν έπαυσε και ουδέποτε θα παύση κατά την επαγγελίαν
Αυτού, να εκχέη την ιδίαν εκείνην δωρεάν
επί τους ακολουθήσαντας Αυτόν εξ όλης καρδίας.
»Εκτός της νόθου ταπεινώσεως –“τούτο δεν είναι δι’
εμέ”–, εκτός της αδικαιολογήτου απογνώσεως, ήτις γεννάται εκ της ακηδίας και
της ηδυπαθείας, φραγμός προς την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός αποβαίνει εισέτι
και η τολμηρά έφεσις “όπως ίδωμεν τον Θεόν”, και περιπτυχθώμεν Αυτόν δια της σκέψεως
ημών, ως να ηθέλομεν να διεισδύσωμεν μετά δυνάμεως εις τα μυστήρια και εις τα έγκατα του Θείου Είναι και να δεσπόσωμεν
Αυτού δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών. Είναι δύσκολον
να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου
αξιώσεως του νοός ημών, αλλ’ είναι σπουδαίον δι’ ημάς να γνωρίσωμεν ότι εις
παρομοίας περιπτώσεις συναντώμεν ουχί “φωτεινήν νεφέλην”, αλλά γνόφον και σκότος,
αποκρύπτοντα τον Θεόν.
[//186] »Όταν προσηλούμεν τους
οφθαλμούς του νοός ημών απ’ ευθείας
εις τον Ήλιον του Προαιωνίου Είναι, όπως ίδωμεν Αυτόν καθώς εστι, τότε οι
οφθαλμοί ημών καταφλέγονται και αποτυφλούνται υπό του απροσίτου και εκτυφλωτικού
Φωτός της Θεότητος, καθ’ όν τρόπον αποτυφλούνται και καταφλέγονται οι φυσικοί
ημών οφθαλμοί, όταν γυμνοί, υπό ουδενός προστατευόμενοι, στρέφωνται κατ’ ευθείαν
προς τον ήλιον. Εν τη Γραφή υπάρχει θαυμαστή εικών, διδάσκουσα ημάς την εγκράτειαν
εκ της παρρησίας ενώπιον του Θεού: “Ιστάμενα
κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι κατακαλύπτοντα
τα πρόσωπα αυτών” (Ησ. στ’ 2).
»Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως
διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του
Θεού εν τη “μυστική” γλώσση της θεολογίας καλείται “γνόφος”. Η Καινή Διαθήκη
ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν “γνόφος”. Λέγει εις ημάς ότι “Ο Θεός
Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία” (Α’ Ιωάν. α’ 5). Περί της
υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας “αορασίας”, της τελείας “αγνωσίας”
Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: “Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε” (Ιωάν. α’ 18)·
και αλλαχού: “Ο Θεός, … φως οικών απρόσιτον, όν είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν
δύναται” (Α’ Τιμ. στ’ 16). Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι
υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες,
δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν, επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς
εικόνας και γλώσσαν: “Και είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν· ‘καταβάς διαμάρτυραι τω λαώ,
μήποτε εγγίσωσι προς τον Θεόν κατανοήσαι’ Αυτόν … [//187] Ειστήκει δε ο λαός μακρόθεν,
Μωϋσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον, ού ήν ο Θεός” (Έξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ούτω, δια
να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον
εις την έννοιαν του “γνόφου”, δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει
τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας
του “κατανοήσαι” τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής
Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον “υπέρφωτον”.
»Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται
δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών,
οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το “τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον
και ανεπίληπτον” (Α’ Τιμ. στ΄ 14). Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των
αιώνων, “πολυμερώς και πολυτρόπως” επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται
να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται
εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν,
οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις
του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος
εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να
υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις,
ως προς πάντα ταύτα είναι ότι “ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι
ουδεμία”, και ότι “Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί” και εμφανίζεται πάντοτε εν τω
φωτί και ως φως».
Αλλά και παρά τους λόγους τούτους δεν διελύθη η
απορία εις την δειλήν μου ψυχήν. Δεν έβλεπον ενώπιον [//188] μου την οδόν· δεν εγνώριζον
πώς να εισέλθω εις αυτήν την ζωήν, πόθεν να αρχίσω· ησθανόμην εαυτόν εν γνόφω
και
«ηρώτησα»:
«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»; Και εδόθη
εις εμέ η απάντησις:
«Προσεύχου,
ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις
επί έτη
εβόα, “Κύριε,
φώτισόν μου το σκότος”, και εισηκούσθη.
»Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής,
“Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον”, και
ενδυναμού εν
τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται
περί αδυνάτων πραγμάτων».
Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος, ως να απέκλειε την
δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε
τον λόγον αυτού ως εξής:
«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν
συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών
τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν. Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις. Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις. Ελθέ, των
νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ. Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,
και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,
και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Ευλογία Κυρίου μενέτω εφ’ υμάς εις τους αιώνας,
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Ευχαριστώ πάντας υμάς, τους προσελθόντας σήμερον,
καθ’ ήν ημέραν εορτάζομεν την μνήμην του μεγάλου και πολυπαθούς δια την Εκκλησίαν
του Χριστού Σωφρονίου, του αναδειχθέντος Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Ολίγος χρόνος έμεινεν εις εμέ να ζήσω μεθ’ υμών.
Αλλά Εκείνο το Πνεύμα, το οποίον συνδέει ημάς, είναι κατά την φύσιν Αυτού αιώνιον
Πνεύμα. Και εις τούτο το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το
Οποίον εφανέρωσεν εις ημάς ο Υιός Αυτού Ιησούς Χριστός, παραδίδω υμάς.
11 Μαρτίου 1993.
Ηλεκτρονική
στοιχειοθεσία: Community of St. John the Baptist, The Old Rectory, Tolleshunt
Knights, By Maldon, ESSEX CM9 8EZ, ENGLAND. Τηλ.: (1621) – 816471
Φίλμς: Ειδικές Εκτυπώσεις – Κωνσταντίνος Παπαλέξης, Ερμού 4 &
Χλόης
59, 144 52
Μεταμόρφωσις, Αθήναι.
Τηλ.: (01)
2824258, 2824586.
Μοντάζ, εκτύπωσις: Π. Μπαλλίδης & Σια Ο.Ε. Ερμού 4 & Χλόης
59, 144 52 Μεταμόρφωσις, Αθήναι.
Τηλ.: (01) 2829968, 2845660.
Βιβλιοδεσία: Βιβλιοδετικές Εργασίες, Κ. Στάμου & Σια Ο.Ε.
Ομορφοκκλησιάς 39, 151 22 Μαρούσι, Αθήναι.
Τηλ.: (01)
2821113
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου