Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ
του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή
Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
Είναι μέγα δώρον η θεωρία της αιωνιότητος εν τω απροσίτω Φωτί της Θεότητος. Όσοι
εγεύθησαν της μακαριότητος ταύτης δεν επιθυμούν την απόκτησιν των προσκαίρων
αγαθών.
Η χάρις
της δυνάμεως ταύτης δεν παραμένει αχωρίστως μετά του ανθρώπου, και το Φως
μειούται εν τη ψυχή. Εκ της στερήσεως ενός τοιούτου Θεού πάσχει η όλη ύπαρξις
ημών. Παρόμοιαι εγκαταλείψεις είναι απαραίτητοι εις πάντας και εις έκαστον, όπως
ουδείς επαναπαύηται επί των «δαφνών» των επιτευγμάτων αυτού, αλλά συνεχώς να
ακολουθή οπίσω του Κυρίου του αναβαίνοντος εις τον Γολγοθάν, το υψηλότερον
πάντων των ορέων επί του επιπέδου του
Πνεύματος. Όσον ανεπαρκές και εάν είναι έν τοιούτον εγχείρημα, εν τούτοις
αναγεννά τον άνθρωπον, μεταδίδον εις αυτόν νέαν δύναμιν, όπως πραγματοποιήση την
ομοίωσιν αυτού προς τον Χριστόν.
«Ιησού, ο Σωτήρ ημών, σώσον με τον αμαρτωλόν».
Όταν
προσευχώμεθα εν ησύχω και ερήμω τόπω, τότε συχνάκις όλοι οι μάταιοι λογισμοί
συγκεντρούνται επιμόνως πέριξ του νοός, αποσπώντες την προσοχήν ημών από της
καρδίας. Η προσευχή φαίνεται άκαρπος, διότι ο νους δεν μετέχει εις την επίκλησιν
του Ονόματος του Ιησού, και μόνον τα χείλη προφέρουν μηχανικώς τους λόγους. Όταν
δε λαμβάνη πέρας η προσευχή, τότε συνήθως οι λογισμοί απομακρύνονται και ημείς
επανευρίσκομεν την γαλήνην ημών. Εν τω ανιαρώ τούτω φαινομένω υπάρχει εν τούτοις
νόημα: Δια της επικλήσεως του Θείου Ονόματος θέτομεν εις κίνησιν παν το
κεκρυμμένον εντός ημών. Η προσευχή ομοιάζει προς δέσμην ακτίνων φωτός, ήτις
πίπτει εις τον σκοτεινόν τόπον της εσωτερικής ημών ζωής και αποκαλύπτει, οποία
πάθη και προσκολλήσεις εμφωλεύουν εντός ημών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις οφείλομεν
εντόνως να προφέρωμεν το Άγιον Όνομα, όπως το αίσθημα της μετανοίας αυξηθή εν τη
ψυχή.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Το πνεύμα
ημών, άφθαρτον κατά την Βουλήν του Θεού περί ημών, καταπονείται εν τη στενή
φυλακή των αμαρτωλών παθών. Όσον βαθύτερος είναι ο πόνος ημών εκ της συνειδήσεως
της αποστάσεως ημών από του Θεού ένεκα της αμαρτίας, τοσούτον εντονωτέρα είναι η
ορμή της ψυχής ημών προς τον Θεόν, και μετά μεγάλου πόθου, πολλών δακρύων,
προσεύχηται αύτη αναζητούσα την ένωσιν μετ’ Αυτού. Και Ούτος δεν εξουδενοί
συντετριμμένην καρδίαν, αλλ’ έρχεται προς ημάς· η δε βαθεία καρδία του ανθρώπου
συνειδητοποιεί την συγγένειαν αυτής μετ’ Αυτού, Όστις «ευαισθήτως» είναι παρών
και ενεργεί εν ημίν. Εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι και το σώμα ημών, δια του
ιδιάζοντος εις αυτό τρόπου, δέχεται την πνοήν του Ζώντος Θεού.
«Ιησού, Υιέ του Θεού του Ζώντος, ελέησον ημάς».
Η
κληρονομία την οποίαν έδωκαν εις ημάς οι Πατέρες περικλείει ωσαύτως και
υποδείξεις δια τας οδούς προς την Θεογνωσίαν, τουτέστι δια την πάλην εκείνην,
την οποίαν ετέλεσαν εν τω εσωτερικώ αυτών κόσμω προς τον εν εκάστω εξ ημών ζώντα
«νόμον της αμαρτίας» (Ρωμ. 7,23) - το τραγικόν τούτο επακόλουθον της πρώτης
μεγάλης πτώσεως του ανθρώπου. Εκείνος, όστις εισέρχεται εις το στάδιον της
πολυπλέρου πάλης προς απόκτησιν της αγίας αιωνιότητος, αντιμετωπίζει την
αναγκαιότητα να αντισταθή εις την διαφθείρουσαν επίδρασιν του περιβάλλοντος ημάς
κόσμου, όστις αποστρέφεται την προσευχήν. Και πάλιν, η καλυτέρα άμυνα προς τούτο
θα είναι:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Το Όνομα
του Ιησού Χριστού είναι δια τον πιστόν όμοιον προς υψηλόν τείχος φρουρίου. Δεν
είναι εύκολον εις τον εχθρόν να διεισδύση δολίως εντός αυτού δια των βαρειών και
σιδηρών πυλών, εάν η προσοχή ημών δεν διαχέηται εις εξωτερικούς περισπασμούς. Η
προσευχή δια του Ονόματος Αυτού δίδει εις την ψυχήν δύναμιν, ουχί μόνον όπως
αντισταθή εις τας επιβλαβείς έξωθεν επιδράσεις, αλλά και – πλείον τούτων –
δυνηθή να επιδράση εις το περιβάλλον εν τω οποίω ζη: να εξέλθη τρόπον τινα εκ
του εσωτερικού βάθους της καρδίας και εν αγάπη και ειρήνη να κοινωνήση μετά των
αδελφών. Η ειρήνη και η αγάπη, τας οποίας ενετείλατο ο Θεός, αυξανόμεναι
γίνονται πηγή φλογεράς προσευχής υπέρ όλου του κόσμου. Το πνεύμα του Χριστού
εξάγει ημάς εις τας εκτάσεις της αγάπης, ήτις εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Εν
τοιαύτη καταστάσει η ψυχή προσεύχηται μετά μεγάλης εντάσεως:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Σωτήρ ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Ο Θεός
ουδέποτε παραβιάζει την θέλησιν του ανθρώπου, αλλά και Αυτόν ουδείς δύναται να
εξαναγκάση εις ό,τιδήποτε. Εν τη προσευχή ημών αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν εν τη
ενότητι και ολότητι του είναι ημών, πρωτίστως εν τη ενώσει του νοός μετά της
καρδίας. Δια την επίτευξιν της μακαρίας ταύτης ενώσεως των δύο κυριωτέρων
δυνάμεων της προσωπικότητος ημών εις ουδέν τεχνητόν μέσον (ψυχοτεχνική)
καταφεύγομεν. Κατ’ αρχάς ασκούμεν τον νουν να ίσταται μετά προσοχής εν προσευχή,
ως οι Πατέρες διδάσκουν ημάς, τουτέστι προφέρομεν απερισπάστως το Όνομα του
Ιησού Χριστού και τους λοιπούς λόγους της προσευχής. Η μετά προσηλώσεως
επίκλησις του Ονόματος του Θεού, συνοδευομένη μετά του καθ’ ημέραν αγώνος, όπως
ζήσωμεν κατά τας εντολάς του Ευαγγελίου, έχει ως αποτέλεσμα την ένωσιν του νου
μετά της καρδίας εις μίαν φυσικήν και ενιαίαν πράξιν.
Ουδέποτε
πρέπει να σπεύδωμεν εν τω ασκητικώ ημών αγώνι. Είναι απαραίτητον όπως
απορρίψωμεν τον λογισμόν, όστις προτρέπει ημάς να επιτύχωμεν το μέγιστον
αποτέλεσμα εν ελαχίστω χρονικώ διαστήματι. Η πείρα των αιώνων κατέδειξεν ότι η
δια της οδού της ψυχοτεχνικής μεθόδου επιτυγχανομένη ένωσις (του νου και της
καρδίας) δεν διαρκεί επί μακρόν· και το πλέον σημαντικόν, δεν οδηγεί εις την
ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού. Το ερώτημα της
αιωνίου σωτηρίας τίθεται ενώπιον ημών υπό την πλέον βαθείαν έννοιαν. Προς τούτο
οφείλει να αναγεννηθή όλη η φύσις ημών: Η σαρκική να μεταποιηθή εις πνευματικήν.
Όταν δε ο Κύριος ευρίσκη ημάς ικανούς να δεχθώμεν την χάριν Αυτού, τότε δεν
βραδύνει να έλθη εις απάντησιν της ταπεινής ημών επικλήσεως. Η έλευσις Αυτού
ενίοτε τοσούτον απορροφά ημάς, ώστε και η καρδία και ο νους είναι καθ’
ολοκληρίαν απησχολημένοι μόνον μετ’ Αυτού. Ο ορατός ούτος κόσμος παραχωρεί την
θέσιν αυτού εις την πραγματικότητα άλλης, υψηλοτέρας τάξεως. Ο νους παύει να
διασκορπίζηται: Γίνεται όλος προσοχή. Η καρδία δε έρχεται εις κατάστασιν, την
οποίαν δυσκόλως δυνάμεθα να περιγράψωμεν. Είναι αύτη πλήρης φόβου, αλλά ευλαβούς
φόβου, ζωοποιού. Τότε ο άνθρωπος αναπνέει μετά συστολής: Ο Θεός οράται και εντός
και εκτός· πληροί τα πάντα και ο όλος άνθρωπος (πνεύμα-νους, καρδία-αίσθησις και
το σώμα εισέτι) ζη μόνον δια του Θεού.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου