Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

«ΑΓΩΝΑΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ»Τὰ πρῶτα πνευματικὰ κείμενα τοῦ ἠγιασμένου Γέροντος τοῦ ῎Εσσεξ ᾿Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ.


GerSofrwniosBalfourἐφημερίου ῾Ι. Ν. ῾Αγ. Παρασκευῆς ᾿Αττικῆς


Τὰ πρῶτα πνευματικὰ κείμενα τοῦ ἠγιασμένου Γέροντος τοῦ ῎Εσσεξ
᾿Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ.

«Ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μὲ τὸν
Δ. Μπάλφουρ»

Ὅταν διαβάζω κείμενα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, μένω ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ θεολογικὸ τους βάθος  καὶ κυρίως ἀπὸ τὶς θεοεμπειρίες ποὺ ἐκφράζουν. Εἶναι κείμενα ποὺ σὲ βάζουν νὰ προβληματιστεῖς, νὰ στοχασθεῖς σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ θέματα, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ κείμενα ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια τῶν συνηθισμένων θεολογικῶν μελετῶν.
Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τῶν θεολογικῶν κειμένων τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπὸ τὶς ἄλλες σύγχρονες θεολογικὲς μελέτες εἶναι, νομίζω, ἡ ὑπέρβαση – ὄχι κατάργηση- τοῦ διανοητικοῦ ἐγκλωβισμοῦ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου – τοῦ θεολογικῶς «στοχαζομένου» - καὶ ἡ ἀναγωγή του στὴ σφαῖρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Πολὺ διαφωτιστικὰ εἶναι κι ὅσα γράφει σχετικὰ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «…ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὄντας ἄκρως περιορισμένος, δὲν εἶναι ἱκανὸς μόνος του νὰ διεισδύει στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. (Προσθήκη Γέροντος Σωφρονίου: Ἐκεῖ ἰσχύει ἄλλη τάξη πραγμάτων, θεόσδοτη). Προηγεῖται ἡ πίστη (προσθήκη:ὄντας πνεῦμα), ποὺ εἶναι ἀσύγκριτα λεπτότερη καὶ τελειότερη καὶ πιὸ ἀπέραντη ἀπὸ τὸν νοῦ. Μόνο ἀργότερα, μὲ τὴν πνευματικὴ πεῖρα, ὁ ἄνθρωπος φθάνει ἐκεῖνο, ποὺ καὶ μὲ τὸ νοῦ του ἀρχίζει νὰ κατανοεῖ ὡς ἀλήθεια. Εἶναι ἀδύνατο στὸν ἄνθρωπο νὰ τὸ ἐξηγήσει αὐτό, ἐνόσω δὲν γνωρίζει ἐμπειρικὰ τὴν πνευματικὴ ζωή» («Ἀγώνας Θεογνωσίας», σ. 109). 
Ὁ λόγος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι λόγος ἁγιοπνευματικός, ἀπόρροια ἔντονης προσωπικῆς ἀσκήσεως καὶ πνευματικῶν ἀγώνων. Ὁ ἴδιος θὰ πεῖ στὸν Δ. Μπάλφουρ: «Σᾶς μιλῶ γιὰ ὅσα εἶμαι βέβαιος, ἐπειδὴ τὰ ἔζησα ὁ ἴδιος» (σ. 198).  Εἶναι λόγος καθαρθέντος ἀνθρώπου, σύγχρονος πατερικὸς λόγος. Λόγος ποὺ δροσίζει καὶ ξεκουράζει τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ λόγος ἀπαιτητικός, «δύσκολος», «στενός». Λόγος, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ποὺ μᾶς ἀνοίγει εὐρεῖς θεολογικοὺς ὁρίζοντες, στὰ αὐστηρὰ πάντα πλαίσια τῆς πατερικῆς παραδόσεως  καὶ τῆς ὀρθόδοξης δογματικῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ ἔχει γίνει γνωστὸς στὸν ὀρθόδοξο θεολογικὸ χῶρο ἀπὸ τὰ κυκλοφοροῦντα καὶ στὴν ἑλληνικὴ ἔργα του: «Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», «Περὶ προσευχῆς», «Ἄσκησις καὶ θεωρία», «Περὶ Πνεύματος καὶ ζωῆς» κ. ἄ.
Πρόσφατα (2004) ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ καὶ Πατριαρχικὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου ῎Εσσεξ ᾿Αγγλίας τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου: «ΑΓΩΝΑΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ», ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μὲ τὸν Δαβὶδ Μπάλφουρ, σὲ μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικὰ στὰ ἑλληνικὰ τοῦ Ἀρχιμ. Ζαχαρία.
Ὁπωσδήποτε, ὅπως κάθε ἀλληλογραφία, ἔτσι κι αὐτή, ἔχει βαθιὰ προσωπικὸ χαρακτήρα.  ῞Οπως ἐπισημαίνει κι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅ,τι γράφεται σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο καὶ κάτω ἀπὸ εἰδικὲς συνθῆκες…ἀπὸ κάθε ἄποψη προορίζεται γιὰ κάποια μεταβατικὴ περίοδο» . ῞Οπως εὔστοχα παρατηρεῖ στὴν ἐκτενὴ καὶ κατατοπιστικὴ εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου (σ.15- 46) ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος: «Οὐσιαστικὰ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀνταποκρινόταν στὶς τρέχουσες πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ παραλήπτη τους, τοῦ Δαβὶδ Μπάλφουρ» (σ. 18). Ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος τονίζει τὴν ἀξία τῶν «ἐμπειρικῶν» αὐτῶν ἐπιστολῶν ἀλλὰ καὶ τὸν κίνδυνο γενικεύσεων: «Οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀντανακλοῦν μὲ ἀλάθητο τρόπο τὴν ἐσωτερικὴ ζέση τοῦ πνεύματος τοῦ νεαροῦ τότε ἀσκητοῦ Σωφρονίου. Ἀποκαλύπτουν ἐν μέρει τὰ μυστικὰ τῆς καρδίας του, ποὺ κατακλύζεται ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστό. Διαβάζοντάς τα ὁ καθενὰς μπορεῖ  νὰ ἀντλήσει κάτι ψυχικὰ ὠφέλιμο, νὰ ἐνισχυθεῖ στὴν πίστη καὶ νὰ γευθεῖ  πνευματικὴ παρηγορία. Δύσκολα μπορεῖ κάποιος νὰ ἐκλάβει τὶς ἐκδιδόμενες ἐπιστολὲς ὡς μέσο γενικῆς ποδηγετήσεως στὴν πνευματικὴ ζωή» (σ. 18).
Τὰ θέματα ποὺ θίγονται στὴν ἐπιστολὴ δὲν ἐξαντλοῦνται. Δὲν ὑπάρχει ἡ συστηματικὴ ἀνάλυση ἐννοιῶν καὶ ὅρων. Δίνονται ὅμως σὲ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ γενικὲς γραμμές, ποὺ βοηθοῦν τόσο τὸν παραλήπτη (Δ. Μπάλφουρ), ὅσο καὶ κάθε ἀναγνώστη στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας σὲ θέματα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ζωῆς, σὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν ἀγώνα τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ, «στὸν ἀγώνα τῆς Θεογνωσίας», κατὰ τὸν εὔστοχο τίτλο τοῦ βιβλίου.
Παράλλληλα θίγονται καὶ θέματα γενικότερου ἐνδιαφέροντος, ὅπως τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ὁ Γέροντας τὸν χαρακτηρίζει ὡς «ἐπικίνδυνη αἵρεση» (βλ. Σ. 160- 162). Ἐπίσης, σὲ πολλὰ σημεῖα γίνεται ἀναφορὰ στὸν Καθολικισμό, μιὰ καὶ ὁ Δ. Μπάλφουρ ἦταν πρὼην Καθολικὸς καὶ μάλιστα ἱερωμένος, ποὺ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως βεβαίωσε κι ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἅγιος πλέον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας: «Ὁ Μπάλφουρ μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μὲ θαῦμα» (σ.22).
Ὅπως ἐπισημαίνει στὴν εἰσαγωγὴ ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος: « Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μὲ τὴ σεμνότητα ποὺ  τὸν χαρακτήριζε, δὲν ἤθελε, ὅσο ζοῦσε, νὰ διαβαστοῦν τὰ γράμματα αὐτὰ ἀπὸ ἄλλους, καθὼς μέσα ἀπὸ  αὐτὰ ἀποκαλύπτονται πολλὰ βαθειὰ προσωπικά του βιώματα» (σ.17). Ὁ ἴδιος, μάλιστα, εἶχε γράψει γιὰ τὶς ἐπιστολὲς αὐτές: «Τώρα δὲν θὰ ἔγραφα πολλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπέτρεψα τότε στὸν ἑαυτό μου. Τὸ παρελθὸν ὅμως ὡς «γεγονός» δὲν διαγράφεται ἀπὸ τὴ ζωή» (σ. 17).

Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ πνεῦμα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἂν δὲν γνωρίσουμε ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν πολυκύμαντη ζωὴ καὶ τὴν ψυχολογία τοῦ Δ. Μπάλφουρ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Γέροντας Σωφρόνιος προσευχόταν ἔντονα ἡμέρα καὶ νύκτα κατὰ τὴ διάρκεια ἀρκετῶν μηνῶν.
῾Ο Δ. Μπάλφουρ γεννήθηκε στὶς 20/1/1903 - ἦταν δηλαδὴ σχεδὸν συνομίληκος μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο-  ἀπὸ γονεῖς Καθολικούς. Ἀκολούθησε τὸν Καθολικισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς καὶ καθολικὸς ἱερέας. Παράλληλα ἐκδηλώνει τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό.   
Ἕνα ταξίδι του στὸ Ἅγιον Ὅρος (τὸ 1932) - μὲ σκοπὸ νὰ μελετήσει ὁρισμένα χειρόγραφα- καθὼς καὶ ἡ ἐκεῖ συνάντησή του μὲ τὸν Γέροντα Σιλουανὸ καὶ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο,  θὰ ἀποβοῦν καθοριστικὰ γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς μετέπειτα πνευματικῆς του πορείας.
Τελικά, χάρη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀσπάζεται τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ξεκινᾶ ἡ «ἀδελφικὴ ἀλληλογραφία» μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. «Χειραγωγούμενος ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ π. Σωφρονίου καὶ τὶς πατρικὲς συστάσεις τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ ὁ Μπάλφουρ ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία στὶς 12 Σεπτεμβρίου τοῦ 1932 καὶ τοῦ ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἱερατικὴ του ἰδιότητα (ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἐλευθέριο, ἔξαρχο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη).  Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ  πράξη γεννᾶ ὁρισμένα ἐρωτηματικά, ποὺ δὲν εἶναι τῆς παρούσης νὰ διερευνηθοῦν.
Γιὰ νὰ μὴ μακρυγορήσω, δὲν θὰ ἀναφερθῶ σὲ λεπτομερειακὰ βιογραφικὰ τοῦ Μπάλφουρ, θὰ ἀναφέρω, ὅμως, μερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ὅλης του ψυχολογίας, καθὼς καὶ τὴν πνευματικὴ σχέση μεταξὺ Γέροντος Σωφρονίου καὶ Μπάλφουρ.
῾Ο Γέροντας Σωφρόνιος στὶς ἐπιστολές του  ἀναφέρεται πάντοτε στὸν Μπάλφουρ μὲ πολλὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς προσφωνήσεις, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιλόγους τῶν ἐπιστολῶν του: «Ἀγαπητὲ καὶ περιπόθητε ἐν Κυρίῳ ἀδελφέ, Βαθυσέβαστε πάτερ Δαβίδ, εὐλογεῖτε», «Μὲ ἀγάπη ἐν Κυρίῳ…», «Ἀφοσιωμένος σὲ σᾶς ὥς τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη». Σὲ κάποια ἐπιστολὴ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τὸν σκλαβώνει κυριολεκτικὰ μὲ τὴν πολλή του ἀγάπη: «Σᾶς ὑπόσχομαι ὅτι θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς ὡς τὸν τάφο καί, ἂν ὁ Κύριος δώσει σὲ μένα τὸν ἄθλιο τέτοια χάρη, τότε καὶ μετὰ τὸν θάνατό μου θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς, ὡς τὴν πιὸ ἀγαπητὴ καὶ συγγενὴ σὲ μένα ψυχή» (σ. 111).
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τὸν ἐλέγχει μὲ τὸ χάδι τῆς εἰλικρινοῦς ἀγάπης, προσέχοντας μὲ πολλὴ λεπτότητα καὶ εὐγένεια νὰ μὴν τὸν πληγώσει, ἀλλὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὴ συνειδητοποίηση τῶν ἐλλείψεών του καὶ στὴ διόρθωση τῶν σφαλμάτων του. Θὰ τοῦ πεῖ χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ δὲν εἶμαι γιὰ σᾶς οὔτε γέροντας οὔτε πατέρας, ἀλλὰ ἀδελφός. Νομίζω ὅτι στὴν εἰλικρινή μου φροντίδα γιὰ σᾶς, καὶ ἄν πῶ κάτι δυσάρεστο, ἐσεῖς ὡς σοφὸς ἄνδρας, ποὺ γνωρίζει καλὰ ὅτι οἱ γνήσιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐπιτιμήσεις ἀπὸ κάποιον ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ εἶναι καλύτερες ἀπὸ τοὺς δολίους ἀσπασμοὺς τοῦ κόλακα (Βλ. Παροιμ. κζ΄, 6), θὰ ἀποκομίσετε ὄφελος ἀπὸ τὸν ταπεινό μου λόγο» (σ.116). Γι’  αὐτὸ καὶ δὲ διστάζει νὰ τοῦ πεῖ: «… ἡ πεῖρα σας εἶναι πεῖρα ἀρχαρίου, καὶ μαζὶ σας δὲν μπορῶ ἀκόμη νὰ μιλήσω γιὰ πολλά» (σ. 104). ῎Η κάπου ἀλλοῦ: «…δὲν γνωρίζετε ποιὰ  εἶναι τὰ πάθη σας οὔτε πῶς νὰ παλέψετε μὲ αὐτά» (σ. 106).
Παράλληλα, ὅμως, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μὲ τὸ ποιμαντικὸ χάρισμα ποὺ τὸν διέκρινε, δὲν δίσταζε κάποτε σ’ αὐτὸν τὸν «ἄπειρο καὶ ἐμπαθή» νὰ ἐξομολογηθεῖ βαθειὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες του: «Μέχρι καὶ τώρα μοῦ φαίνεται ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς τὰ ζέοντα δάκρυα ἔρρεαν ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ μάτια μου ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν ὑπάρξή μου. Ὅλο μου τὸ σῶμα γέμιζε ἀπὸ  τὸν παράδοξο πόθο νὰ καρφωθεῖ, νὰ σταυρωθεῖ, προκειμένου νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸ φῶς τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ (καὶ δὲν σᾶς τὰ διηγοῦμαι ὅλα)»  (σ. 107- 108).
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀναμόρφωσε πνευματικὰ καὶ ἀναγέννησε τὸν Μπάλφουρ: «διὰ πολλῆς ὑπομονῆς καὶ πόνου σφοδροῦ, καὶ καθημερινῶν δακρύων, ἀγκαλὰ καὶ σὺ δὲν ἐγνώρισες κανένα ἀπὸ τοῦτα ὁποῦ ἐδοκίμασα ἐγὼ διὰ σέ» (λόγια τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ τὰ ἀπευθύνει ὁ Γέροντας στὸν Μπάλφουρ, σ. 124).
Ὁ Μπάλφουρ, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἦταν σταθερὸς στὴν πίστη του· πολλὲς φορὲς ἀμφιταλαντευόταν καὶ ἀμφέβαλλε: «Ναί, ἔχω κλίση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τί γίνεται, ἂν ὁ Καθολικισμὸς εἶναι ἀλήθεια; Πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ καταλάβω ὁριστικά, ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, ποῖος εἶναι ὁ ὀρθὸς δρόμος;» (σ. 125). Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε: «Γνωρίζετε, ἀγαπητὲ πάτερ Δαβίδ, ὅτι ἂν δὲν στερεωθεῖτε μὲ πίστη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ παραδίδεσθε ἀκόμη σὲ ἐνδοιασμοὺς καὶ ἀμφιβολίες, δὲν θὰ γνωρίσετε τὴν ἀληθινὴ πνευματικὴ ζωή» (σ. 126). Σὲ κάποια ἄλλη περίσταση θὰ τοῦ πεῖ ἁπλὰ καὶ ἀπερίφραστα: «…δὲν «ὑπάρχει     σὲ  αὐτοὺς     (στοὺς Καθολικοὺς) ἡ ἀλήθεια. Στὴ δεδομένη μάλιστα περίπτωση μπορῶ νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ταράζεται ἡ ψυχὴ σας βλέποντας τὴ σημαντική, ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ὀργάνωση καὶ πειθαρχία, ὑπεροχὴ τοῦ Καθολικισμοῦ σὲ σύγκριση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη  ᾿Εκκλησία, γιατὶ αὐτὸ εἶναι «γῆ». Ἐπίσης μὴ σκανδαλίζεσθε γιατὶ στὴν ἐποχή μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πραγματικὰ σταυρωμένη. (Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸν προθάλαμο τοῦ οὐρανοῦ)» (σ. 85). Αὐτὰ ἄς τὰ βλέπουν ὁρισμένοι δικοί μας "παπολιγούρηδες" καὶ θιασῶτες τῆς ρωμαιοκαθολικῆς πειθαρχίας καὶ τάξεως.
Ὁ Μπάλφουρ ἀποτελεῖ, πραγματικά, μία τραγικὴ φιγούρα. Κάποτε θὰ ὁμολογήσει: «Ἡ ζωή μου εἶναι μία θλιβερὴ ἀμφιταλάντευση» (σ. 379).  Οἱ ἀμφιταλαντεύσεις τοῦ Μπάλφουρ φτάνουν στὸ ἀποκορύφωμα τους, ὅπως ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ: «Ἔχασα τὴν πίστη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ποὺ κατέχει τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλο τὸ πλήρωμά της».
Στὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, εὑρισκόμενος ὁ Μπάλφουρ στὸ Κάιρο ξυρίζει τὰ γένεια του, βγάζει τὸ ράσο του καὶ διαρρυγνύει κάθε σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν τὰ χαρακτηρίζει ὡς «χρόνια τελείας ἀθεΐας» (σ. 388).  Ἀργότερα, ἔχοντας  πλέον χάσει τὴν πίστη του, γίνεται δεκτὸς στὶς ἀνιχνευτικὲς ὑπηρεσίες τοῦ Βρετανικοῦ Στρατοῦ στὸ Κάιρο καὶ προβιβάζεται στὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχη! Λίγο ἀργότερα, θὰ γίνει διπλωματικὸς ἐκπρόσωπος τῆς Βρετανικῆς Κυβερνήσεως.
Στὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια για τὸν Μπάλφουρ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος δὲν παύει νὰ προσεύχεται γι’  αὐτόν, συναισθανόμενος τὴν εὐθύνη του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Μπάλφουρ. Ὥσπου ἦρθε ἡ τελευταία μεταστροφὴ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ Μπάλφουρ τὸ 1962. Ὁ Μπάλφουρ κάνει αἴτημα νὰ τὸν δεχτεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στοὺς κόλπους της ὡς λαϊκὸ πλέον. ῞Οπως σημειώνει ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος: «Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὥς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Μπάλφουρ φρόντιζε μὲ κάθε ἐπιμέλεια τὴν πίστη του στὴν Ὀρθοδοξία, μεταλαμβάνοντας συχνὰ τῶν ἁγίων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων. Πολλοὶ θυμοῦνται τὰ καῦτα δάκρυα μετανοίας, ποὺ ἔχυνε στὴ θεία Λειτουργία.  Ἀπὸ τότε ἀνανεώθηκε καὶ ἡ πνευματικὴ ἐπαφή  του μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο. Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση δὲν γινόταν πλέον δι’ ἀλληλογραφίας, ἀλλὰ προφορικὰ κατὰ τὴ διάρκεια τακτικῶν συναντήσεων» (σ. 30).    
Ὁ Μπάλφουρ ἐκοιμήθη τὴν 11η  Ὀκτωβρίου 1989 μετὰ ἀπὸ παρατεταμένη ἀσθένεια. Ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος μᾶς δίνει τὸ ὁριστικό του ψυχογράφημα: «Πολλοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ Μπάλφουρ ἔζησε χρησιμοποιώντας ὑποκριτικὰ  τὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ ἡ ἄποψη αὐτὴ ἴσως στηρίζεται στὶς παλινωδίες του, ὅπως καὶ σὲ ὁρισμένες συγκυρίες τῆς περιπετειώδους ζωῆς του. Τὰ κείμενα ὅμως ποὺ διαθέτουμε δὲν ὁδηγοῦν σὲ τέτοια συμπεράσματα» (σ. 30).
Ὁ Γέροντας  Σωφρόνιος κατεύθυνε πνευματικὰ τὸν Μπάλφουρ, χωρὶς νὰ ἀπελπίζεται γιὰ τὶς πολλὲς του πτώσεις. Ζοῦσε τὸ δρᾶμα του ὡς προσωπικὸ του δρᾶμα, ὅπως τονίζει σχετικά: «Ἡ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς πατρότητος εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα, ἀλλὰ ἡ ἄσκησή της, δηλαδὴ ὁ ἀγώνας στὴν καρδία τοῦ ἀδελφοῦ ἐνάντια στὸ πάθος ποὺ τὸν βασανίζει, ὑπερβολικὰ δύσκολη. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν δεχθεῖς στὴν καρδία σου καὶ νὰ ζήσεις τὸν πειρασμὸ του ὡς προσωπικὰ δικό σου» (σ. 289).
Ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουμε κάποιο μήνυμα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντα Σωφρονίου, εἶναι τὸ μήνυμα τῆς διαρκοῦς μετανοίας, ποὺ θὰ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο. Γιὰ ὅλους ἰσχύουν τὰ λόγια τοῦ Γέροντα στον Μπάλφουρ: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν! Θὰ ὑπομείνουμε. Τέτοια εἶναι ἡ ὁδός μας. Προσέκοψες, ἀνορθώσου! Ἔπεσες, σήκω! Ποτὲ ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἀπελπίζεσαι» (σ. 245).
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε, ὅτι οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρὸς τὸν Μπάλφουρ γράφτηκαν κατὰ τοὺς χρόνους παραμονῆς του στὸν ῎Αθω, «ὅταν ὅλο του τὸ εἶναι ἦταν συγκεντρωμένο στὴν ἐσωτερικὴ πάλη γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Θείου Προτύπου» (σ. 31). ῾Ο νεαρὸς τότε ἀσκητὴς Σωφρόνιος ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας, ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς "Θεογνωσίας", ὅπως φαίνεται "ἐν μέρει " ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς αὐτές.
῞Οπως ὑπογραμμίζει ὁ ἱεροδιάκονος Νικόλαος: «῾Η πνευματικὴ ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντα μὲ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ ἀναμφίβολα ἐπέδρασε καθοριστικὰ στὴ θεολογικὴ μορφὴ τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν» (σ. 31). Εἶναι σημαντικὲς καὶ διαφωτιστικὲς οἱ πληροφορίες ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.  Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα μᾶς λέει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιὰ τὸν ἅγιο: «᾿Εγὼ ὁ ἴδιος κατὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ τὸν εἶδα πολλὲς φορὲς τόσο πλούσια ἐπισκιασμένο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε ἡ δύναμη τοῦ πνεύματός μου δέν ἀρκοῦσε νὰ ἀτενίσει τὸ πρόσωπό του. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς  εἶναι πλήρης Πνεύματος Χριστοῦ, θείας ἀγάπης. ῎Εζησε μὲ τέτοιον ἀγώνα  ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ καὶ μὲ τέτοια ἄσκηση γιὰ τὸν Θεό, ποὺ πολὺ σπάνια κατορθώνεται» (σ. 59). Αὐτὸς "ὁ ὀλιγογράμματος καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος" γνώριζε τὴν πνευματικὴ ζωὴ "ἕως τὰ ἔσχατα ἴσως ὅριά της ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν ἐφικτὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (σ. 59).
Γιατί, ἄραγε, θὰ ἄξιζε νὰ διαβάσει κάποιος τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου; Θὰ προσπαθήσω νὰ δώσω μερικὲς λακωνικὲς ἀπαντήσεις.
·         γιατὶ εἶναι ἔργο τῆς νεότητάς του, ποὺ περιέχει σπάνιες ἐξομολογήσεις καὶ ἴσως ἀποτελέσει τὸ "κλειδὶ" γιὰ τὴν εἰσαγωγή μας στὸ μετέπειτα βαθὺ θεολογικό του ἔργο.
·         γιατὶ  στὶς ἐπιστολὲς κρύβεται ὁ θυσιαζόμενος στὴν προσευχὴ "ὑπὲρ τοῦ ἄλλου" ἀδελφός, αὐτὸς ποὺ δίνει, γιατὶ πραγματικὰ "ἔχει". «Οὐκ ἄν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος ».
·         γιατὶ μᾶς δίνει τὴ σοφία τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἰδίως τῶν λεγομένων "Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν",  μ᾿  ἕνα τρόπο σύγχρονο, ἁπλό, καὶ  ἐπαγωγικό. Διδάσκει βάσει τῶν ἐμπειριῶν του.
·         γιατὶ θέτει μιὰ τομὴ στὰ ὑποπροϊόντα τῆς πλάνης καὶ ὁριοθετεῖ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θέωση.
·         γιατὶ θὰ ἀνακαλύψουμε ἕναν ταπεινὸ νεαρὸ μοναχό, ποὺ περιγράφει, κάποτε μὲ ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ, ἐμπειρίες ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς, χωρὶς νὰ ταπεινολογεῖ ὑποκριτικά.
·         γιατὶ βλέπουμε πῶς ὁ νεαρὸς Σωφρόνιος ἔκανε πράξη τή ρήση τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ: «ἔχε τὸ νοῦ σου στὸν ᾅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Τὸν βλέπουμε, πράγματι, νὰ βυθίζεται στὸν ἐσωτερικό του ᾅδη, νὰ φτάνει σὲ ὁριακὲς καταστάσεις, ποὺ ὅμως τὶς ὑπερέβαινε διὰ τῆς προσευχῆς.
·         γιατὶ μᾶς διδάσκει τὸ "δύσκολο" ἔργο τῆς προσευχῆς -τὸ βαρύτερο κατὰ τοὺς Πατέρες- ποὺ ὅμως, ἄν ὁ ἄνθρωπος ξεπεράσει τὴ δυσκολία του, τότε αὐτὴ (ἡ προσευχὴ) «γίνεται τόσο γλυκειά, ὅσο τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο» (σ. 240).
·         καὶ τέλος, γιατὶ στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς βλέπουμε ἕναν ὁμοιοπαθὴ μὲ μᾶς ἀδελφό, ὁ ὁποῖος μᾶς παρέχει "πνευματικὴ βοήθεια" καὶ γιατὶ ἀνακαλύπτουμε ὅτι: «δὲν πάσχουμε μόνο ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πίεση κάθε εἴδους κακίας, ὅτι ὅλους μᾶς πολεμεῖ ὁ διάβολος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο,ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι κάθε ἡμέρα μὲ πόνο ὑποβάλλονται σὲ δοκιμασίες» (Πρβλ. σ. 246-447).

Τὸ μόνο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ θέση εἶναι ἕνα ταπεινὸ εὐχαριστῶ στὸν μεταφραστὴ τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν στὴν ἑλληνικὴ, τὸν παν/το ᾿Αρχιμ. Ζαχαρία, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἔρθουμε σὲ ἐπικοινωνία μὲ "τὰ  πρῶτα πνευματικὰ κείμενα" τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Ὁ Γέροντας  Σωφρόνιος ἐκοιμήθη ξημερώματα Κυριακῆς τῆς 11ης  Ἰουλίου 1993, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει σὲ κάποια του ἐπιστολή: «Γνωρίζω κάποιον στὸ Παρίσι, ὁ ὁποῖος, ἀπὸ τὸ Μεγάλο Σάββατο ὥς τὴν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴ διάρκεια τριῶν ἡμερῶν, βρισκόταν σὲ καταστάση θεωρίας, γεγονὸς ποὺ μὲ τὶς μορφὲς τῆς γήινης ὑπάρξεως μας μποροῦσε νὰ τὸ ἐκφράσει λέγοντας μόνο ὅτι εἶδε τὴν πρωΐα τῆς ἀνέσπερης ἡμέρας. Πρωΐα, γιατὶ τὸ φῶς ἦταν παράδοξα τρυφερό, λεπτό, ἱλαρό, κάπως κυανό.  Ἡ ἀνέσπερη λοιπὸν ἡμέρα εἶναι ἡ αἰωνιότητα» (σ. 257).
Πιστεύω, ὅτι αὐτός ποὺ εἶχε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς πρωΐας τῆς ἀνέσπερης ἡμέρας, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν «ἡγιασμένον Γέροντα τοῦ Ἔσσεξ», τὸν Ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Σαχάρωφ.
῎Ας ἔχουμε τὴν εὐχή του κι ἄς ἐπικαλούμαστε τὶς πρεσβεῖες του γιὰ τὴ μαρτυρικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ γιὰ τὸν καθένα μας προσωπικά. 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ἡ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου Τοῦ ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


ΜΕΤΑ ἀπὸ πε­νήν­τα καὶ πλέον χρό­νια μοῦ εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ ἐπα­να­φέ­ρω στὴ μνήμη μου τὴν ἀκρι­βῆ χρο­νο­λο­γι­κὴ σειρὰ τῶν γε­γο­νό­των τοῦ ἐσω­τε­ρι­κοῦ μου κό­σμου. Ἡ πτήση τοῦ πνεύ­μα­τος στὸ νοερὸ διά­στη­μα εἶναι ἀσύλ­λη­πτη, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύ­ριος στὴ συ­νο­μι­λία Του μὲ τὸν Νι­κό­δη­μο: «Τὸ πνεῦ­μα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν Αὐτοῦ ἀκού­εις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρ­χε­ται καὶ ποῦ ὑπά­γει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γε­γεν­νη­μέ­νος ἐκ τοῦ Πνεύ­μα­τος» (Ἰωάν. γʹ 8).

σκέψη μου τώρα στα­μα­τᾶ σὲ με­ρι­κὲς ἀπὸ ἐκεῖ­νες τὶς κα­τα­στά­σεις ὀδύ­νης καὶ ἀπο­γνώ­σε­ως, ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἀπο­δεί­χθη­καν γιὰ μένα αἰτία πο­λύ­τι­μης γνώ­σε­ως καὶ πηγὴ δυ­νά­με­ως γιὰ τὴν ἐπι­τέ­λε­ση τοῦ ἀγώνα, στὸν ὁποῖο ὅλοι μας ἔχου­με κλη­θεῖ. Ὅσα ἔπαθα τότε χα­ρά­χθη­καν στὸ σῶμα τῆς ζωῆς μου, ὅπως χα­ρά­ζε­ται ἡ πέτρα ἀπὸ τὴ σμίλη, καὶ αὐτὸ μοῦ δίνει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ μιλῶ γιὰ ὅ,τι ἔκανε σὲ μένα ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ νε­α­νι­κά μου χρό­νια ἡ ψυχή μου ἐξοι­κειώ­θη­κε μὲ τὴν ἔν­νοια τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος. Αὐτὸ ἦταν φυ­σι­κὴ συ­νέ­πεια τῶν παι­δι­κῶν προ­σευ­χῶν μου στὸν Ζῶντα Θεό, πρὸς τὸν Ὁποῖο ἐξε­δή­μη­σαν οἱ πάπ­ποι καὶ οἱ προ­πάπ­ποι μου, καθὼς καὶ τῶν συ­ζη­τή­σε­ων μὲ τὰ παι­διὰ μὲ τὰ ὁποῖα τότε συ­να­να­στρε­φό­μουν, στὰ ὁποῖα ἄρεσε νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ στο­χά­ζον­ται γύρω ἀπὸ τὸ μυ­στή­ριο αὐτὸ μὲ ἀφελῆ σο­βα­ρό­τη­τα. Ὅταν ἐνη­λι­κιώ­θη­κα, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μὲ ἀπα­σχο­λοῦ­σε τὸ πρό­βλη­μα τοῦ ἀπεί­ρου, ἐκεί­νου τὸ ὁποῖο μένει στὸν αἰώνα. Ἰδιαι­τέ­ρως ἐκ­δη­λω­νό­ταν ὁ προ­βλη­μα­τι­σμὸς αὐτὸς στὶς συ­νο­μι­λί­ες μὲ τὸν νε­ό­τε­ρό μου ἀδελ­φὸ Νι­κό­λαο (1898-1979). Ἦταν συ­νε­τό­τε­ρος ἀπὸ μένα καὶ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ αὐτόν.
Ὅταν μά­λι­στα ξέ­σπα­σε ὁ Αʹ Παγ­κό­σμιος Πό­λε­μος (1914-1918), τὸ πρό­βλη­μα τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος κυ­ριαρ­χοῦ­σε στὴ συ­νεί­δη­σή μου. Οἱ εἰ­δή­σεις γιὰ τὶς χι­λιά­δες ἀθώων ἀν­θρώ­πων ποὺ φο­νεύ­ον­ταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν ξε­δί­πλω­ναν μπρο­στά μου τὸ ἄγριο θέαμα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης τρα­γω­δί­ας. Ἦταν ἀδύ­να­τον νὰ συμ­βι­βα­σθῶ μὲ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι πλῆ­θος νε­α­ρῶν ὑπάρ­ξε­ων θε­ρι­ζό­ταν βίαια, καὶ μά­λι­στα μὲ πα­ρά­φρο­νη σκλη­ρό­τη­τα. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ βρί­σκο­μαι κι ἐγὼ στὴ θέση τους καὶ νὰ ἔχω ὡς σκοπὸ νὰ σκο­τώ­νω ἄγνω­στους σὲ μένα ἀν­θρώ­πους, ποὺ κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους θὰ ἐπε­δί­ω­καν νὰ μὲ ἐξον­τώ­σουν ὅσο τὸ δυ­να­τὸν γρη­γο­ρό­τε­ρα. Καὶ ἂν ἡ αὐ­θαι­ρε­σία κά­ποιων διε­στραμ­μέ­νων ἐξου­σια­στῶν δη­μιουρ­γεῖ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις, ποῦ βρί­σκε­ται τὸ νόημα τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ώς μας στὸν κόσμο αὐτό; Κι ἐγώ… γιὰ ποιόν λόγο γεν­νή­θη­κα; Μόλις τώρα ἄρ­χι­ζα νὰ συ­νει­δη­το­ποιῶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὑπό­στα­σή μου. Μόλις ἄναψε μέσα μου τὸ πῦρ τῶν καλῶν ἐπι­θυ­μιῶν, ἡ ἀνα­ζή­τη­ση τῆς τε­λειό­τη­τος ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ νε­ό­τη­τα, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς γιὰ τὸ φῶς τῆς γνώ­σε­ως ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει τὰ πάντα. Καὶ τώρα νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει κα­νεὶς ὅλα αὐτά; Καὶ μά­λι­στα μὲ τέ­τοιον τρόπο; Πρὸς ὄφε­λος τίνος καὶ γιὰ ποιόν σκοπό; Γιὰ χάρη ποιῶν ἀξιῶν;
Ἀπὸ τὶς παι­δι­κὲς προ­σευ­χές μου γνώ­ρι­ζα ὅτι οἱ προ­γε­νέ­στε­ρες γε­νε­ὲς ἀπῆλ­θαν μὲ ἐλ­πί­δα στὸν Θεό. Ἐκεῖ­νες ὅμως τὶς ἡμέ­ρες δὲν εἶχα πιὰ τὴν παι­δι­κὴ πίστη. Εἶμαι ἄραγε αἰ­ώ­νιος, ὅπως καὶ κάθε ἄν­θρω­πος, ἢ μήπως ὅλοι θὰ κα­τα­λή­ξου­με στὸ σκο­τά­δι τῆς ἀνυ­παρ­ξί­ας; Τὸ ἐρώ­τη­μα αὐτό, ἐνῶ προ­η­γου­μέ­νως ἦταν ἥσυχη με­λέ­τη τοῦ νοῦ, γρή­γο­ρα ἔγινε καυτὸ σὰν ἄμορ­φη μάζα πυ­ρα­κτω­μέ­νου με­τάλ­λου. Μιὰ πα­ρά­δο­ξη αἴ­σθη­ση σκή­νω­σε στὴ βα­θειὰ καρ­διά: ἡ μα­ταιό­τη­τα ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀπο­κτη­μά­των. Μιὰ αἴ­σθη­ση ἐν­τε­λῶς νέα, ποὺ δὲν ἔμοια­ζε κα­θό­λου μὲ ὁτι­δή­πο­τε προ­η­γού­με­νο.
Ἐξω­τε­ρι­κά, ἐν­τού­τοις, δια­τη­ροῦ­σα τὴν ἠρε­μία μου. Συχνὰ γε­λοῦ­σα εὔ­θυ­μα καὶ ζοῦσα ὅπως ὅλοι ἐν γένει ζοῦν. Μ’ ἕναν εἰ­ρη­νι­κὸ ὅμως τρόπο κάτι ἄρ­χι­σε νὰ ἐνερ­γεῖ­ται στὴν καρ­διά μου, καὶ ὁ νοῦς, γυ­μνω­μέ­νος ἀπ’ ὅλα, συγ­κέν­τρω­νε τὴν προ­σο­χή του στὰ ἔσω.
Ἕνα γι­γάν­τιο ἀλέ­τρι ἔσκα­βε τὶς ἀχα­νεῖς ἐκτά­σεις τῆς χώρας μου ἐξα­λεί­φον­τας τὶς ρίζες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ὅλοι βρί­σκον­ταν σὲ ἐξέ­γερ­ση. Παν­τοῦ ἐπι­κρα­τοῦ­σε ἔν­τα­ση ποὺ ὑπε­ρέ­βαι­νε τὶς δυ­νά­μεις τοῦ ἀν­θρώ­που. Πέρα ἀπὸ αὐτό, σὲ ὅλο τὸν κόσμο δια­δρα­μα­τί­ζον­ταν γε­γο­νό­τα ποὺ ση­μά­δευαν τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐπο­χῆς στὴν ἱστο­ρία τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, ἀλλὰ τὸ πνεῦ­μα μου δὲν ἔδινε προ­σο­χὴ σὲ αὐτά. Πολλὰ γκρε­μί­ζον­ταν γύρω μου, ὅμως ἡ ἐσω­τε­ρι­κή μου κα­τάρ­ρευ­ση ἦταν τὸ ἐν­το­νό­τε­ρο, γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ γε­γο­νὸς γιὰ μένα.
Γιατί αὐτό; Ἐκεῖ­νες τὶς ἡμέ­ρες δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ σκέ­πτο­μαι λο­γι­κά. Οἱ σκέ­ψεις γεν­νιόν­ταν μέσα μου, πή­γα­ζαν ἀπὸ τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πνεύ­μα­τός μου. Ἂν πραγ­μα­τι­κὰ πε­θαί­νω, δη­λα­δὴ βυ­θί­ζο­μαι στὸ «μηδέν», τότε καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ὅμοιοι μὲ μένα ἄν­θρω­ποι, ἀφα­νί­ζον­ται τὸ ἴδιο ὁλο­κλη­ρω­τι­κά. Ἑπο­μέ­νως, ὅλα εἶναι μά­ταια· δὲν μᾶς δό­θη­κε αὐ­θεν­τι­κὴ ζωή. Τὰ παγ­κό­σμια γε­γο­νό­τα δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο παρὰ ἕνας κακὸς ἐμ­παιγ­μὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Οἱ ὀδύ­νες τοῦ πνεύ­μα­τός μου προ­κα­λοῦν­ταν ἀπὸ τὶς ἐξω­τε­ρι­κὲς κα­τα­στρο­φές, κι ἐγώ, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, ταύ­τι­ζα τὸν γε­νι­κὸ ὄλε­θρο μὲ τὰ προ­σω­πι­κά μου πε­πρω­μέ­να. Ὁ θά­να­τός μου ἔπαιρ­νε μορφὴ ἀφα­νι­σμοῦ ὅλων ἐκεί­νων ποὺ γνώ­ρι­ζα καὶ μὲ τὰ ὁποῖα συν­δε­ό­μουν ὑπαρ­ξια­κά. Καὶ αὐτό, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸν πό­λε­μο. Ὁ ἀνα­πό­φευ­κτος θά­να­τός μου δὲν ἦταν μόνο κά­ποιο μικρὸ καὶ ἐν­τε­λῶς ἀσή­μαν­το γε­γο­νός: «ἕνας λι­γό­τε­ρο». Ὄχι. Μέσα μου καὶ μαζί μου πέ­θαι­νε κα­θε­τὶ ποὺ συ­νέ­λα­βε ἡ συ­νεί­δη­σή μου: οἱ κον­τι­νοί μου ἄν­θρω­ποι, τὰ πα­θή­μα­τα καὶ ἡ ἀγάπη τους, ὅλη ἡ ἐξέ­λι­ξη τῆς ἱστο­ρί­ας, ὅλη ἡ Γῆ καὶ ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὸ ἄπει­ρο διά­στη­μα· ἀκόμη καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Δη­μιουρ­γὸς τοῦ κό­σμου, καὶ Αὐτὸς πέ­θαι­νε μέσα μου· ὁλό­κλη­ρο γε­νι­κὰ τὸ εἶναι κα­τα­βρο­χθι­ζό­ταν ἀπὸ τὸ σκο­τά­δι τῆς λήθης. Ἔτσι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μουν τότε τὸν θά­να­τό μου. Τὸ Πνεῦ­μα ποὺ μὲ κα­τεῖ­χε μὲ ἀπέ­σπα­σε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ ἔριξε σὲ κά­ποια σκο­τει­νὴ πε­ριο­χή, ὅπου χρό­νος δὲν ὑπάρ­χει.
αἰ­ώ­νια λήθη, ὡς κα­τά­σβε­ση τοῦ φωτὸς τῆς συ­νει­δή­σε­ως, μὲ βύ­θι­ζε σὲ φρίκη. Ἡ κα­τά­στα­ση αὐτὴ μὲ συ­νέ­τρι­βε· μὲ κυ­ρί­ευε παρὰ τὴ θέ­λη­σή μου. Τὰ τε­λού­με­να γύρω μου μοῦ ὑπεν­θύ­μι­ζαν, μὲ ἐνο­χλη­τι­κὰ ἐπί­μο­νο τρόπο, ὅτι τὸ τέλος τῆς παγ­κό­σμιας ἱστο­ρί­ας ἦταν ἀνα­πό­φευ­κτο. Ἡ θέα τῆς ἀβύσ­σου ἦταν διαρ­κῶς πα­ροῦ­σα, καὶ μόνο κατὰ και­ροὺς ὑπο­χω­ροῦ­σε, δί­νον­τάς μου κά­ποια μικρὴ ἀνά­παυ­ση. Ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του, ποὺ βαθ­μη­δὸν αὐ­ξα­νό­ταν, ἀπέ­κτη­σε τέ­τοια ἔν­τα­ση, ὥστε θε­ω­ροῦ­σα τὸν κόσμο, ὁλό­κλη­ρο τὸ σύμ­παν, ὡς ἕναν ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμό, ἕτοι­μο πάν­το­τε νὰ ἐξα­φα­νι­σθεῖ στὴν αἰ­ώ­νια ἄβυσ­σο τοῦ μη­δε­νός.
Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄλλης τά­ξε­ως, ὄχι γή­ι­νης, ἀκα­τά­λη­πτης, μὲ ἐξου­σί­α­ζε, παρὰ τὶς προ­σπά­θειές μου νὰ τὴν ἀπο­φύ­γω. Θυ­μᾶ­μαι κα­θα­ρὰ τὸν ἑαυτό μου: Στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζωή μου ἤμουν ὅπως οἱ ἄλλοι ἄν­θρω­ποι, ἀλλά, κατὰ και­ρούς, δὲν αἰ­σθα­νό­μουν τὴ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Τὴν ἔβλε­πα μὲ τὰ μάτια, ὡς συ­νή­θως, ἐν πνεύ­μα­τι ὅμως φε­ρό­μουν ἐπάνω ἀπὸ ἀπύθ­με­νη ἄβυσ­σο. Στὸ φαι­νό­με­νο αὐτὸ προ­στέ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ἄλλο, ὄχι λι­γό­τε­ρο κα­τα­θλι­πτι­κό: Μπρο­στά μου ὑψώ­θη­κε ἕνας νο­ε­ρὸς φραγ­μός, τὸν ὁποῖο αἰ­σθάν­θη­κα σὰν παχὺ μο­λύ­βδι­νο τεῖ­χος. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ δια­πε­ρά­σει οὔτε μία ἀκτί­να φωτός, φωτὸς νο­ε­ροῦ, ὄχι φυ­σι­κοῦ, καθὼς καὶ τὸ τεῖ­χος δὲν ἦταν ὑλικό. Γιὰ ἀρ­κε­τὸν καιρὸ ὀρ­θω­νό­ταν μπρο­στά μου καὶ μὲ βα­σά­νι­ζε.
Ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ κάθε ἐξω­τε­ρι­κὸ γε­γο­νὸς πό­λε­μο, ἀσθέ­νειες ἢ ἄλλες πα­ρό­μοιες συμ­φο­ρὲς ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅτι κά­ποια ἡμέρα εἶμαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ πε­θά­νω ἦταν γιὰ μένα ἀφό­ρη­το μαρ­τύ­ριο. Καὶ νά, χωρὶς κα­νέ­να συλ­λο­γι­σμό, ξαφ­νι­κὰ γεν­νή­θη­κε στὴν καρ­διά μου ἡ σκέψη: Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι δυ­να­τὸν νὰ πά­σχει τόσο βαθιά, τότε εἶναι μέγας στὴ φύση του. Τὸ γε­γο­νὸς ὅτι μὲ τὸν θά­να­τό του πε­θαί­νει ὅλος ὁ κό­σμος, ἀκόμη καὶ ὁ Θεός, εἶναι δυ­να­τὸν νὰ συμ­βαί­νει μόνο, ἂν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, ὑπὸ κά­ποια ἔν­νοια, εἶναι τὸ κέν­τρο τοῦ σύμ­παν­τος. Καὶ βέ­βαια, μπρο­στὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι πο­λυ­τι­μό­τε­ρος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτι­στὰ ὄντα.

Κύ­ριος γνω­ρί­ζει τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μου πρὸς Αὐτὸν γιὰ τὸ ὅτι δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε καὶ «οὐκ ἀπέ­στη πάντα ποιῶν, ἕως ἐμὲ ἀνή­γα­γε» στὴ θε­ω­ρία τῆς Βα­σι­λεί­ας Του, ἔστω καὶ «ἐκ μέ­ρους» (πρβλ. ἀνα­φο­ρὰ Ἁγ. Ἰω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου καὶ Αʹ Κορ. ιγʹ 9-12). Ὤ, τί φρι­κτὰ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­να ἐκεῖ­να τὰ χρό­νια! Δὲν θὰ τολ­μοῦ­σε κα­νεὶς νὰ πο­ρευ­θεῖ θε­λη­μα­τι­κὰ μέσα ἀπὸ τέ­τοιες δο­κι­μα­σί­ες.
Θυ­μᾶ­μαι τώρα τὸν κο­σμο­ναύ­τη ἐκεῖ­νο ποὺ ἀπε­γνω­σμέ­να φώ­να­ζε πρὸς τὴ γῆ νὰ τὸν σώ­σουν ἀπὸ τὸν θά­να­το στὸ διά­στη­μα. Οἱ δέ­κτες ἔπια­ναν τοὺς λυγ­μούς του, ἀλλὰ κα­νεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν βο­η­θή­σει. Νο­μί­ζω ὅτι θὰ ἦταν ἐπι­τρε­πτό, μέ­χρις ἑνὸς ση­μεί­ου, νὰ πα­ραλ­λη­λί­σω ἐκεῖ­νο ποὺ ἔπαθε ὁ δύ­στυ­χος κο­σμο­ναύ­της μὲ αὐτὸ ποὺ ζοῦσα τὴν ὥρα τῆς πτώ­σης μου στὴ σκο­τει­νὴ ἄβυσ­σο. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ πνεῦ­μα μου δὲν στρε­φό­ταν πρὸς τὴ γῆ, ἀλλὰ πρὸς Ἐκεῖ­νον, τὸν Ὁποῖο δὲν γνώ­ρι­ζα ἀκόμη, γιὰ τὴν Ὕπαρ­ξη τοῦ Ὁποί­ου ὅμως ἤμουν βέ­βαιος. Δὲν Τὸν γνώ­ρι­ζα, ἀλλὰ μὲ ἀκα­τά­λη­πτο τρόπο ἦταν μαζί μου, ἔχον­τας ὅλα τὰ μέσα γιὰ τὴ σω­τη­ρία μου. Αὐτὸς πλη­ροῖ τὰ πάντα, ἀπὸ μένα ὅμως κρυ­βό­ταν, κι ἐγὼ ἔβλε­πα τὸν θά­να­το ὄχι στὸ σῶμα, ὄχι στὴ γήινη μορφή του, ἀλλὰ στὴν αἰ­ω­νιό­τη­τα.
Ἔτσι, «μὲ ἀρ­νη­τι­κὴ μορφή», ἀπο­κα­λύ­πτον­ταν μέσα μου τὰ βάθη τοῦ Εἶναι. Ὁ ὑλι­κὸς κό­σμος «ἔχανε» τὴ συ­νο­χή του καὶ ὁ χρό­νος τὴ διάρ­κειά του. Ἔπα­σχα πολύ, χωρὶς νὰ κα­τα­νοῶ αὐτὸ ποὺ συ­νέ­βαι­νε μέσα μου. Ἐκεῖ­νο τὸν καιρὸ δὲν εἶχα ἀκόμη καμιὰ γνώση γιὰ τὴ δι­δα­σκα­λία τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γιὰ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες τους. Ἀπο­τέ­λε­σμα τοῦ τόσο οὐ­σια­στι­κοῦ αὐτοῦ κενοῦ στὶς γνώ­σεις μου ἦταν ἡ στρο­φή μου πρὸς τὴ μυ­στι­κὴ φι­λο­σο­φία τῆς μὴ χρι­στια­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς. Εἶχα τὴν ἐλ­πί­δα, μέσα στὴν ἀφρο­σύ­νη μου, ὅτι ἐκεῖ θὰ ἔβρι­σκα διέ­ξο­δο ἀπὸ τὸ βά­ρα­θρο στὸ ὁποῖο κα­τα­πον­τι­ζό­μουν. Ἡ πα­ρέκ­κλι­ση αὐτὴ μ’ ἔκανε νὰ χάσω ὄχι λίγο πο­λύ­τι­μο χρόνο. Ὡστό­σο, μετὰ πα­ρέ­λευ­ση πολ­λῶν ἐτῶν, ἀφοῦ ἐπα­νει­λημ­μέ­να ὑπέ­φε­ρα τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῆς χά­ρι­τος ἀπὸ λο­γι­σμοὺς κε­νο­δο­ξί­ας, κά­πο­τε σκε­πτό­μουν: «Με­γά­λη συμ­φο­ρὰ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἀμά­θεια»! Στὴν πε­ρί­πτω­σή μου ὅμως, αὐτὴ ἀκρι­βῶς ἡ ἄγνοια συ­νε­τέ­λε­σε στὸ νὰ μπο­ρέ­σω νὰ ἀν­τέ­ξω γιὰ πολλὰ χρό­νια τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μου, ποὺ πλού­σια χύ­θη­κε πάνω μου: τὴ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του, τὴν ὁποία ἰδιαι­τέ­ρως το­νί­ζουν οἱ ἅγιοι Πα­τέ­ρες. Πραγ­μα­τι­κά, ὅταν ἀνα­κά­λυ­ψα τὰ ἀσκη­τι­κὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πα­τέ­ρων, οἱ ὁποῖ­οι τόσο ἐξυ­μνοῦν τὸ με­γα­λεῖο τῆς δω­ρε­ᾶς αὐτῆς, διέ­τρε­ξα τὸν κίν­δυ­νο νὰ χάσω τὴ συ­νεί­δη­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τός μου, τὴν ὁποία μέχρι τότε εἶχα ἀφο­μοιώ­σει.

Σ’ ἐκεί­νη τὴν ἀλη­σμό­νη­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ζωῆς μου, ποὺ δὲν ἦταν κα­θό­λου ἁπλὴ καὶ εὔ­κο­λη, πολ­λὲς φορὲς δο­κι­μά­σθη­κα ἀπὸ φρι­κτοὺς λο­γι­σμοὺς ὀργῆς κατὰ τοῦ Πλα­στουρ­γοῦ μου. Ἐξαν­τλη­μέ­νος ἀπὸ τὴν ἀδυ­να­μία μου νὰ κα­τα­νο­ή­σω ὅσα συ­νέ­βαι­ναν ἐντός μου, ἄρ­χι­ζα πάλη μὲ τὸν Θεό. Τὸν θε­ω­ροῦ­σα Ἐχθρι­κὸ Δυ­νά­στη, «ὁ Ὁποῖ­ος μὲ τυ­ραν­νι­κὴ ἐξου­σία μὲ κά­λε­σε ἀπὸ τὸ μηδέν» (Πού­σκιν). Καὶ ἐπει­δὴ ὅλοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ ὀν­το­λο­γι­κὴ ρίζα, πρό­βαλ­λα τὶς προ­σω­πι­κές μου κα­τα­στά­σεις σὲ ὅλους. Τὸ μικρό μου μυαλὸ «ἐπα­να­στα­τοῦ­σε» ἐν ὀνό­μα­τι ὅλων ἐκεί­νων ποὺ ἐμ­παί­χθη­καν ἀπὸ τὸ μά­ταιο δῶρο τῆς ζωῆς αὐτῆς, καὶ λυ­πό­μουν γιατὶ δὲν εἶχα τὸ κα­τάλ­λη­λο σπαθὶ νὰ κομ­μα­τιά­σω τὴν «ἐπι­κα­τά­ρα­τη γῆ» (πρβλ. Γέν. γʹ 17), κι ἔτσι νὰ βάλω τέρμα στὸν ἀπο­τρό­παιο αὐτὸ πα­ρα­λο­γι­σμό… Καὶ ἄλλες, ὄχι λίγες πα­ρό­μοιες ἀνόη­τες σκέ­ψεις ἔρ­χον­ταν στὸν νοῦ μου, ἀλλὰ νο­μί­ζω ὅτι αὐτὲς οἱ δύο ὑπῆρ­ξαν οἱ πιὸ ἀκραῖ­ες.
Εὐ­τυ­χῶς ἡ πι­κρία αὐτὴ ποτὲ δὲν εἰ­σχώ­ρη­σε στὴ «βα­θεῖα καρ­δία»· ὁ χῶρος ἐκεῖ ἦταν ἤδη κα­τει­λημ­μέ­νος. Ἄγνω­στο ποῦ, στὸ πνεῦ­μα μου, μα­κριὰ ἀπὸ κάθε πα­ρο­ξυ­σμὸ ἀπο­γνώ­σε­ως, πα­ρέ­με­νε κά­ποια ἐλ­πί­δα: Ὁ Παν­το­δύ­να­μος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τί­πο­τε ἄλλο παρὰ μόνο ἀγα­θός. Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, τότε πῶς γεν­νιό­ταν μέσα μου ἡ ἰδέα τοῦ Ἀγα­θοῦ Ὄντος; Καὶ ἡ ἐσω­τε­ρι­κή μου ἀκοὴ συγ­κεν­τρω­νό­ταν σὲ κάτι ἀψη­λά­φη­το καὶ ταυ­τό­χρο­να πραγ­μα­τι­κό.
Δὲν θὰ μπο­ρέ­σω ποτὲ νὰ ἐκ­φρά­σω μὲ λόγια τὸν ἰδιό­μορ­φο πλοῦ­το τῶν ἡμε­ρῶν ἐκεί­νων, ὅταν ὁ Κύ­ριος, πα­ρα­βλέ­πον­τας τὶς δια­μαρ­τυ­ρί­ες μου, μὲ ἅρ­πα­ξε στὰ δυ­να­τά Του χέρια καὶ μὲ ὀργή, ἂν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε ἔτσι, μὲ ἔριξε στὸ ἄπει­ρο τοῦ κό­σμου ποὺ ἔπλα­σε. Τί νὰ πῶ; Ἦταν σκλη­ρὸς ὁ τρό­πος, ἀλλὰ μοῦ ἀπο­κά­λυ­ψε ὁρί­ζον­τες ἑνὸς ἄλλου Εἶναι. Οἱ ὀδυ­νη­ρὲς πε­ρι­πέ­τειές μου ἦταν ἀλη­θι­νὰ «πο­ρεία διὰ βα­σά­νων».

πό­λε­μος μὲ τὴ Γερ­μα­νία πλη­σί­α­ζε πρὸς τὸ θλι­βε­ρὸ γιὰ τὴ Ρωσία τέλος. Λί­γους μῆνες νω­ρί­τε­ρα ξέ­σπα­σε ἄλλος πό­λε­μος, ὁ ἐμ­φύ­λιος, ἀπὸ πολ­λὲς ἀπό­ψεις φο­βε­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὸν προ­η­γού­με­νο. Τὸ θέαμα τῆς τρα­γι­κό­τη­τος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης τυ­πώ­θη­κε, κατὰ κά­ποιον τρόπο, στὴν ψυχή μου, καὶ ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­πε, ὅπου καὶ ἂν βρι­σκό­μουν. Ἤμουν «δι­χα­σμέ­νος» πα­ρά­δο­ξα: τὸ πνεῦ­μα μου πα­ρέ­με­νε μέσα σ’ ἐκεί­νη τὴ μυ­στη­ριώ­δη καὶ ἀπε­ρί­γρα­πτη σφαί­ρα, ἐνῶ ἡ λο­γι­κὴ καὶ ὁ ψυ­χι­σμός μου ζοῦ­σαν, ὅπως φαι­νό­ταν, τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­θη­με­ρι­νὴ ζωή, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄν­θρω­ποι.
Βια­ζό­μουν νὰ ζήσω. Φο­βό­μουν μὴ τυχὸν χάσω ἔστω καὶ μία ὥρα· πο­θοῦ­σα νὰ ἀπο­κτή­σω ὅσο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρες γνώ­σεις, ὄχι μόνο στὸν χῶρο τῆς τέ­χνης μου ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ἐν γένει τοὺς το­μεῖς. Ἐρ­γα­ζό­μουν σκλη­ρὰ ὡς ζω­γρά­φος στὸ εὐ­ρύ­χω­ρο καὶ ἥσυχο ἐρ­γα­στή­ριό μου. Ἔκανα πολλὰ τα­ξί­δια στὴ Ρωσία καὶ στὴν Εὐ­ρώ­πη. Ἔζησα γιὰ μῆνες στὴν Ἰτα­λία καὶ Γερ­μα­νία πρὶν ἐγ­κα­τα­στα­θῶ στὴ Γαλ­λία, ὅπου γνω­ρί­σθη­κα μὲ πολλὰ πρό­σω­πα ποὺ ἀνῆ­καν κυ­ρί­ως στὸν κόσμο τῶν Καλῶν Τε­χνῶν, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶπα σὲ κά­ποιον ἔστω κι ἕναν λόγο γιὰ τὴν «πα­ράλ­λη­λη» ζωὴ τοῦ πνεύ­μα­τός μου· τί­πο­τε μέσα μου δὲν μὲ πα­ρα­κι­νοῦ­σε σὲ μιὰ τέ­τοια ἐξα­γό­ρευ­ση. Αὐτὸ ποὺ συ­νέ­βαι­νε μέσα μου πή­γα­ζε ἀπὸ κά­ποια ἀρχὴ ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ μένα, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὴ θέ­λη­ση ἢ τὴν πρω­το­βου­λία μου. Δὲν κα­τα­λά­βαι­να τί συ­νέ­βαι­νε· καὶ ὅμως, αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα ἱερό.
Τὸ κάλ­λος τοῦ ὁρα­τοῦ κό­σμου, συν­δυα­ζό­με­νο μὲ τὸ θαῦμα τῆς [καλ­λι­τε­χνι­κῆς-αἰ­σθη­τι­κῆς] ἀφύ­πνι­σης ποὺ προ­κα­λεῖ, μὲ αἰχ­μα­λώ­τι­ζε. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ὁρατὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐπε­δί­ω­κα στὴν καλ­λι­τε­χνι­κή μου ἐρ­γα­σία νὰ αἰ­σθαν­θῶ τὴν ἀό­ρα­τη, ὑπερ­βα­τι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ὁποία μοῦ ἔδινε στιγ­μὲς λε­πτῆς ἀπο­λαύ­σε­ως. Ὡστό­σο ἔφθα­σε και­ρός, ποὺ ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του ἔγινε ἐν­το­νό­τε­ρη καὶ ἦρθε σὲ ἀπο­φα­σι­στι­κὴ σύγ­κρου­ση μὲ τὸ πάθος μου γιὰ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς κρί­σε­ως δὲν ἦταν σύν­το­μη οὔτε εὔ­κο­λη. Κι ἐγώ, κατὰ κά­ποιον τρόπο, ἔγινα πεδίο πάλης σὲ δύο ἐπί­πε­δα: Ἡ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του δὲν συγ­κα­τέ­βαι­νε στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ κα­λοῦ­σε σὲ ἀνώ­τε­ρες σφαῖ­ρες. Ἡ τέχνη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπι­νο­οῦ­σε τρό­πους γιὰ νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ ὡς κάτι ὑψη­λό­τε­ρο, πέρα ἀπὸ τὸ γήινο ἐπί­πε­δο, καὶ ἱκανὴ στὰ κα­λύ­τε­ρα ἐπι­τεύγ­μα­τά της νὰ ἐπι­τρέ­ψει τὴν ψη­λά­φη­ση τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος. Ὅλες οἱ προ­σπά­θειές της ἀπο­δεί­χθη­καν μά­ταιες· τὸ ἄνισο τῆς πάλης ἦταν ὁλο­φά­νε­ρο καὶ στὸ τέλος νί­κη­σε ἡ προ­σευ­χή. Αἰ­σθα­νό­μουν ἀκι­νη­το­ποι­η­μέ­νος ἀνά­με­σα στὴν πρό­σκαι­ρη μορφὴ ὑπάρ­ξε­ως καὶ στὴν αἰ­ω­νιό­τη­τα. Ἐκεῖ­νο τὸν καιρό, ἡ τε­λευ­ταία στε­κό­ταν μπρο­στά μου μὲ τὴν «ἀρ­νη­τι­κή» της μορφή: Ὁ θά­να­τος κά­λυ­πτε τὸ πᾶν.
Εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ δι­η­γη­θοῦ­με ἐδῶ ὅλες τὶς μορ­φὲς μὲ τὶς ὁποῖ­ες ἡ ἐξα­φά­νι­ση κάθε ζωῆς, ὅπως ἐγὼ τὴν ἔβλε­πα, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στὸ πνεῦ­μα μου. Θυ­μᾶ­μαι κα­θα­ρὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἐπει­σό­δια τῶν ἡμε­ρῶν ἐκεί­νων: Διά­βα­ζα κα­θι­σμέ­νος στὸ γρα­φεῖο μου ἀκουμ­πών­τας τὸ κε­φά­λι μου στὸ χέρι, καὶ ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθάν­θη­κα νὰ κρατῶ τὸ κρα­νίο μου καὶ νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρῶ νοερὰ ἀπὸ ἔξω. Ἀπὸ φυ­σι­κὴ ἄποψη ἤμουν ἀκόμη νέος, καὶ γε­νι­κὰ ὑγιής. Χωρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νω τί μοῦ συ­νέ­βαι­νε, προ­σπα­θοῦ­σα νὰ ἀπαλ­λα­γῶ ἀπὸ κάθε ἐρέ­θι­σμα ποὺ στα­μα­τοῦ­σε τὴν εἰ­ρη­νι­κὴ πο­ρεία τῆς ἐρ­γα­σί­ας μου. Ἤρεμα εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἔχω ἀκόμη μπρο­στά μου ὁλό­κλη­ρη ζωή· ἴσως σα­ράν­τα καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια γε­μά­τα δρα­στη­ριό­τη­τα…». Καὶ τί συ­νέ­βη; Ξαφ­νι­κὰ ἦρθε μία ἀπάν­τη­ση ποὺ δὲν τὴν ἐπι­νόη­σα: «Καὶ ἂν ἀκόμη ζή­σεις καὶ χίλια χρό­νια… ἔπει­τα τί»; Καὶ τὰ χίλια χρό­νια ἔπαιρ­ναν τέλος στὴ συ­νεί­δη­σή μου, πρὶν ἀκόμη ὁ λο­γι­σμὸς πάρει μορφή.
Κα­θε­τὶ τὸ φθαρ­τὸ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν σὰν νὰ μὴν ἔχει γιὰ μένα ἀξία. Ὅταν κοί­τα­ζα τοὺς ἀν­θρώ­πους, πρὶν ἀκόμη σκε­φθῶ κάτι γι’ αὐ­τούς, τοὺς ἔβλε­πα ὑπὸ τὸ κρά­τος τοῦ θα­νά­του, νὰ πε­θαί­νουν, καὶ ἡ καρ­διά μου γέ­μι­ζε συμ­πό­νια γι’ αὐ­τούς. Δὲν ἐπι­θυ­μοῦ­σα οὔτε δόξα ἀπὸ τοὺς «θνη­τοὺς» οὔτε ἐξου­σία πάνω τους· δὲν πε­ρί­με­να τὴν ἀγάπη τους. Πε­ρι­φρο­νοῦ­σα τὸν ὑλικὸ πλοῦ­το καὶ δὲν ἐκτι­μοῦ­σα ἰδιαί­τε­ρα τὴ δια­νόη­ση, ἐπει­δὴ ἦταν ἀνί­κα­νη νὰ δώσει ἀπάν­τη­ση στὴν ἀνα­ζή­τη­σή μου. Ἂν μοῦ πρό­τει­ναν αἰ­ῶ­νες εὐ­τυ­χι­σμέ­νης ζωῆς, δὲν θὰ τοὺς δε­χό­μουν. Τὸ πνεῦ­μα μου ἀπαι­τοῦ­σε αἰ­ώ­νια ζωὴ καὶ ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα, ὅπως ἀν­τι­λή­φθη­κα ἀρ­γό­τε­ρα, στε­κό­ταν μπρο­στά μου καὶ μὲ ἀνα­γεν­νοῦ­σε πραγ­μα­τι­κά. Ἤμουν τυ­φλός, χωρὶς ἐπί­γνω­ση. Ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα χτυ­ποῦ­σε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μου, ποὺ ἦταν ἀπὸ φόβο κλει­σμέ­νη στὸν ἑαυτό της (βλ. Ἀποκ. γʹ 18-20).
Πόσο ὑπέ­φε­ρα! Που­θε­νὰ ὅμως δὲν ὑπῆρ­χε ἄλλη διέ­ξο­δος, παρὰ στὴν προ­σευ­χὴ ποὺ ἀνα­γεν­νή­θη­κε μέσα μου· προ­σευ­χὴ στὸν Ἄγνω­στο ἀκόμη, ἢ μᾶλ­λον Λη­σμο­νη­μέ­νο ἀπὸ μένα. Πύ­ρι­νη προ­σευ­χὴ μὲ τύ­λι­ξε στοὺς κόλ­πους της καὶ γιὰ πολλὰ χρό­νια δὲν μ’ ἐγ­κα­τέ­λει­πε οὔτε στὴν κα­τά­στα­ση τῆς ἐγρή­γορ­σης οὔτε τοῦ ὕπνου. Τὸ μαρ­τύ­ριό μου ἦταν πα­ρα­τε­τα­μέ­νο. Ἔφθα­σα μέχρι τὴν πλήρη ἐξάν­τλη­ση τῶν δυ­νά­με­ών μου. Τότε, ἐν­τε­λῶς ἀπροσ­δό­κη­τα γιὰ μένα, κάτι λεπτὸ σὰν βε­λό­νι δια­πέ­ρα­σε τὸ πάχος τοῦ μο­λύ­βδι­νου τεί­χους καί, ἀπὸ τὴν τρι­χο­ει­δῆ σχι­σμὴ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε, διείσ­δυ­σε μιὰ ἀκτί­να Φωτός.
ἀσθε­νὴς συχνὰ δὲν γνω­ρί­ζει ἀπὸ ποιά ἀσθέ­νεια πά­σχει, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκ­θέ­τει στὸν ἰατρὸ ὅ,τι ὑπο­κει­με­νι­κὰ αἰ­σθά­νε­ται, πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ μάθει τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ διά­γνω­ση. Ἔτσι κι ἐγώ, δι­η­γοῦ­μαι ἁπλῶς τὴν «ὑπο­κει­με­νι­κὴ» ἱστο­ρία τῆς ἐμ­πει­ρί­ας ποὺ βίωσα.

Στοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συ­νάν­τη­σα τὴ δι­δα­σκα­λία γι’ αὐτὴ τὴ μορφὴ τῆς χά­ρι­τος. Ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του εἶναι ἰδιαί­τε­ρη κα­τά­στα­ση τοῦ πνεύ­μα­τός μας, ἐν­τε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ τὴ φυ­σι­κὴ γνώση ὅτι κά­ποια ἡμέρα θὰ πε­θά­νου­με. Ἡ θαυ­μα­στὴ αὐτὴ μνήμη ἐλευ­θε­ρώ­νει τὸ πνεῦ­μα μας ἀπὸ τὴν ἕλξη τοῦ κό­σμου. Εἶναι δύ­να­μη ποὺ κα­τέρ­χε­ται Ἄνω­θεν, γι’ αὐτὸ ἀνε­βά­ζει κι ἐμᾶς πάνω ἀπὸ τὰ πάθη τῆς γῆς, μᾶς ἐλευ­θε­ρώ­νει ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῶν προ­σκαί­ρων ἐπι­θυ­μιῶν καὶ προ­σκολ­λή­σε­ων κι ἔτσι, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, ἐγ­και­νί­ζει μέσα μας τὴν ἁγία ζωή. Ἂν καὶ μὲ ἀρ­νη­τι­κὴ μορφή, μᾶς συν­δέ­ει ὡστό­σο ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν Αἰ­ώ­νιο.
μνήμη τοῦ θα­νά­του μᾶς δίνει τὴν πείρα τῆς ἀπά­θειας, ὄχι ὅμως ἀκόμη στὴ θε­τι­κή της μορφή, ἡ ὁποία ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς παν­τε­ξου­σία τῆς Θείας ἀγά­πης· οὔτε κα­θα­ρὰ ἀρ­νη­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα ἔχει, δη­λα­δὴ δὲν εἶναι ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν ἀγάπη. Στα­μα­τᾶ τὴν ἐνέρ­γεια τῶν παθῶν, κι ἔτσι θε­με­λιώ­νει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ρι­ζι­κῆς ἀλ­λα­γῆς τοῦ ὅλου τρό­που τῆς ὑπάρ­ξε­ως, τῆς δρά­σε­ώς μας καὶ τῆς θε­ω­ρή­σε­ως ὅλων τῶν πραγ­μά­των. Τὸ γε­γο­νὸς ὅτι μᾶς ἐπι­τρέ­πει νὰ ζή­σου­με τὸν θά­να­τό μας ὡς τὸ τέλος ὅλης τῆς κτί­σε­ως ἐπα­λη­θεύ­ει τὴν ἀπο­κά­λυ­ψη ποὺ μᾶς δό­θη­κε, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι εἰ­κό­να τοῦ Θεοῦ, καὶ συ­νε­πῶς εἶναι ἱκα­νὸς νὰ πε­ρι­λά­βει μέσα του καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κτι­στὸ κόσμο. Αὐτὸ ἀπο­τε­λεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς συγ­κε­κρι­με­νο­ποί­η­σης μέσα μας τῆς ὑπο­στα­τι­κῆς ἀρχῆς. Ἡ ἐμ­πει­ρία αὐτὴ προ­ε­τοι­μά­ζει τὸ πνεῦ­μα μας γιὰ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ πρό­σλη­ψη τῆς χρι­στια­νι­κῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως καὶ γιὰ τὴ Θε­ο­λο­γία ἐκεί­νη ποὺ ἔχει ὡς βάση τὴν ἐμ­πει­ρία ἑνὸς ἄλλου Εἶναι.
Ὅταν μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του ὅλο τὸ εἶναι μου με­τα­φέρ­θη­κε στὸ ἐπί­πε­δο τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος, τότε ἔσβη­σε, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, τὸ νε­α­νι­κό μου πάθος γιὰ τὴν τέχνη ποὺ μὲ ἐξου­σί­α­ζε ὡς δοῦλο. Στενὴ καὶ τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁδὸς τῆς πί­στε­ώς μας: Ὅλη ἡ ζωή μας κα­λύ­πτε­ται ἀπὸ πλη­γὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπί­πε­δα, καὶ ὁ πόνος φθά­νει ἕως ἐκεῖ­νο τὸ ὅριο, ὅπου ὁ νοῦς ποὺ πά­σχει σιωπᾶ σὲ κα­τά­στα­ση ἐν­τα­τι­κῆς πα­ρα­μο­νῆς ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο. Ἐπι­στρέ­φον­τας ἀπὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ αὐτὴ θε­ω­ρία ἀνα­κα­λύ­πτου­με στὸ βάθος τῆς καρ­διᾶς ἕτοι­μους ἤδη λο­γι­σμούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐπι­νο­ή­σα­με ἐμεῖς· στοὺς λο­γι­σμοὺς αὐ­τοὺς πε­ριέ­χε­ται ἡ πρό­γευ­ση πε­ραι­τέ­ρω ἀπο­κα­λύ­ψε­ων γιὰ τὸν Θεό. Τὸ χα­ρι­σμα­τι­κὸ αὐτὸ δῶρο δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ τὰ τε­τριμ­μέ­να μας λόγια. Ἡ πείρα δι­δά­σκει ὅτι τὸ δῶρο αὐτὸ δὲν ἀφο­μοιώ­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κὰ παρὰ μόνο μὲ μα­κρο­χρό­νια δια­δι­κα­σία ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς κε­νώ­σε­ως. Τότε, πέρα ἀπὸ κάθε προσ­δο­κία, ἔρ­χε­ται τὸ Ἄκτι­στο Φῶς καὶ θε­ρα­πεύ­ει κάθε τραῦ­μα. Ὅταν μᾶς ἐπι­σκε­φθεῖ τὸ Φῶς αὐτό, ἡ «στενὴ» ὁδὸς ποὺ δια­νύ­σα­με πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ὁμοί­ω­ση μὲ τὴν Κέ­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, διὰ τῆς ὁποί­ας πα­ρέ­χε­ται καὶ σὲ μᾶς ἡ υἱ­ο­θε­σία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πα­τέ­ρα.
Ἀνά­λο­γα μὲ τὸ μέτρο τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Ἀπο­λύ­του Εἶναι σὲ μᾶς, αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅλο καὶ ἐν­το­νό­τε­ρα τὴ μη­δα­μι­νό­τη­τα καὶ τὴ ρυ­πα­ρό­τη­τά μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι φρι­κτό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ λυ­πᾶ­μαι, γιατὶ στὸ βαθὺ γῆρας μου ἡ ἔν­τα­ση τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης αὐτῆς κα­τα­στά­σε­ως μειώ­θη­κε μέσα μου. Ὁ Κύ­ριος, μέσα στὸ πλῆ­θος τοῦ ἐλέ­ους Του, εὐ­δό­κη­σε νὰ ζήσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κα­τα­λά­βαι­να τί­πο­τε: Στὸν Θεὸ τὸ κα­θε­τὶ εἶναι ἰδιά­ζον. Ἐκεῖ­νος ὅμως δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μέχρι τέ­λους στὸ σκο­τά­δι. Μὲ ὁδή­γη­σε στὰ πόδια τοῦ εὐ­λο­γη­μέ­νου Σι­λουα­νοῦ, καὶ τότε εἶδα ὅτι ὅλη ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη πείρα μου μὲ προ­ε­τοί­μα­σε γιὰ τὴν κα­τα­νόη­ση τῆς δι­δα­χῆς του.
«Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων!».

Πηγή

  • Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ). Ὀψό­με­θα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι. Ἕκτη ἔκ­δο­ση, με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κὰ Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ζα­χα­ρία, Ἱερὰ Πα­τριαρ­χι­κὴ καὶ Σταυ­ρο­πη­για­κὴ Μονὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσσεξ Ἀγ­γλί­ας 2014, Κε­φά­λαιο Αʹ «Ἡ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του».

Τὰ εἴδη τῆς φαντασίας καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον της Τοῦ ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


ΑΦΟΥ τολ­μή­σα­με νὰ γρά­ψου­με γιὰ τὴν «Ἱερὰ ἡσυ­χία», ποὺ τόσο ἀγα­ποῦ­σε ὁ Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νός, πρέ­πει νὰ μι­λή­σου­με καὶ γιὰ τὸν ἀνα­πό­φευ­κτο ἀσκη­τι­κὸ ἀγώνα κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας. Καὶ αὐτὸ τὸ κε­φά­λαιο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς εἶναι ἐξαι­ρε­τι­κὰ λεπτὸ καὶ πο­λύ­πλο­κο καὶ δὲν ἐλ­πί­ζου­με πὼς θὰ τὸ διε­ξέλ­θου­με ἱκα­νο­ποι­η­τι­κά. Ἐπει­δὴ βα­σι­κή μας προ­σπά­θεια εἶναι ἡ ἔκ­θε­ση συγ­κε­κρι­μέ­νης πεί­ρας, θε­ω­ροῦ­με ὑπο­χρε­ω­τι­κὸ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με ἁπλὰ τὴ συ­νεί­δη­ση καὶ τὶς πα­ρα­στά­σεις ἐκεῖ­νες ποὺ ἐπι­κρά­τη­σαν μέχρι σή­με­ρα στοὺς ἀσκη­τι­κοὺς κύ­κλους τῶν πα­τέ­ρων τοῦ Ἄθω, τὶς ὁποῖ­ες συμ­με­ρι­ζό­ταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέ­ρον­τας. Ἀφή­νου­με κατὰ μέρος τὶς θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ψυ­χο­λο­γί­ας. Δὲν προ­χω­ροῦ­με σὲ σύγ­κρι­ση ἢ κρι­τι­κὴ αὐτῶν ἢ τῶν ἄλλων θε­ω­ριῶν. Ση­μειώ­νου­με μόνο ὅτι σὲ πολλὰ δὲν συμ­πί­πτουν, γιατὶ οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ἔχουν ὡς βάση δια­φο­ρε­τι­κὲς κο­σμο­λο­γι­κὲς καὶ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὲς πα­ρα­στά­σεις.


Γρά­φει ὁ Γέ­ρον­τας:
«Ἀδελ­φοί, ἂς λη­σμο­νή­σου­με τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρ­χουν σὲ αὐτήν. Ἡ γῆ μᾶς ἀπο­σπᾶ ἀπὸ τὴ θε­ω­ρία τῆς Ἁγίας Τριά­δος, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκα­τά­λη­πτη στὸ νοῦ, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Τὴν ἐπο­πτεύ­ουν στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁγίῳ. Ἐμεῖς ἂς μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χὴ χωρὶς καμία φαν­τα­σία…» (σ. 441).
«Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα γνω­ρί­σει τὸν Κύριο, τότε κάθε στιγ­μὴ ἀκα­τά­παυ­στα ἐκ­πλήσ­σε­ται ἀπὸ τὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν παν­το­δυ­να­μία Του. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύ­ριος μὲ τὴ χάρη Του, ἐλεεῖ καὶ δι­δά­σκει τὴν ψυχὴ μὲ τα­πει­νὲς καὶ ἀγα­θὲς σκέ­ψεις, ὅπως ἡ μη­τέ­ρα τὸ ἀγα­πη­μέ­νο παιδί της, καὶ τὴν κάνει νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν πα­ρου­σία καὶ τὴν ἐγ­γύ­τη­τά Του πρὸς τὴν ψυχή, καὶ μὲ τα­πεί­νω­ση θε­ω­ρεῖ τὸν Κύριο χωρὶς κα­νέ­να λο­γι­σμό».
ἱκα­νό­τη­τα τῆς φαν­τα­σί­ας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πολ­λοὺς καὶ ποι­κί­λους τρό­πους. Ὁ ἀσκη­τὴς πα­λεύ­ει πρὶν ἀπὸ ὅλα μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖ­νο τῆς φαν­τα­σί­ας, ἡ ὁποία συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἐνέρ­γεια τῶν χον­δρῶν σαρ­κι­κῶν παθῶν. Γνω­ρί­ζει ὅτι κάθε πάθος ἔχει τὴ μορφή του, ἐπει­δὴ ἀνή­κει στὴ σφαί­ρα τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, ἡ ὁποία ἀνα­πό­φευ­κτα ὑπάρ­χει στὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ καὶ πα­ρέ­χει τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη εἰ­κό­να. Μὲ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες ἡ ἐνέρ­γεια τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐπι­θυ­μί­ας τότε μόνο ἀπο­κτᾶ δύ­να­μη στὸν ἄν­θρω­πο, ὅταν ἡ ἐμ­πα­θὴς εἰ­κό­να γί­νε­ται ἐσω­τε­ρι­κὰ δεκτὴ καὶ προ­σελ­κύ­ει τὸ νοῦ μὲ τὸ μέρος της. Ἂν ὁ νοῦς ἀπορ­ρί­ψει τὴν προ­τει­νό­με­νη σὲ αὐτὸν μορφὴ τοῦ πά­θους, αὐτὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ καὶ σβή­νει. Ὅταν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἔρ­χε­ται σαρ­κι­κὴ ἐπι­θυ­μία, ἔστω καὶ φυ­σιο­λο­γι­κή, ὁ ἀσκη­τὴς προ­φυ­λάσ­σει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους ποὺ ἔρ­χε­ται ἀπὸ ἔξω. (Μι­λών­τας ἐδῶ γιὰ νοῦ ἔχου­με ὑπόψη ὄχι τὸ λο­γι­κό, τὴ λο­γι­κὴ σκέψη, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ὁρί­ζα­με ἴσως κα­λύ­τε­ρα ὡς «προ­σο­χή»). Ἂν ὁ νοῦς δὲν δε­χθεῖ αὐτὴ τὴν εἰ­κό­να, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀνα­πτύ­ξει τὴν ἐνέρ­γειά του. Μιὰ τέ­τοια τή­ρη­ση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους δίνει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν πραγ­μα­τι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ἀπο­δε­δειγ­μέ­νη ἀπὸ χι­λιε­τῆ ἀσκη­τι­κὴ πείρα, νὰ φυ­λά­ξει πλή­ρως σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τὴν σώ­φρο­να ἐγ­κρά­τεια, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ἰσχυ­ρό, ὅπως βλέ­που­με στὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Γέ­ρον­τα. Ἀν­τί­θε­τα, ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που δέ­χε­ται μὲ ἡδονὴ τὴν ἐμ­πα­θὴ εἰ­κό­να, ἡ ἐνέρ­γειά της ὑπο­βάλ­λει σὲ τυ­ραν­νι­κὸ βια­σμὸ ἀκόμη καὶ τὸ ἀνί­κα­νο, ἀσθε­νι­κὸ καὶ ἐξαν­τλη­μέ­νο σῶμα.
Ἂς πά­ρου­με ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τὸ μίσος. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἐπί­σης τὴν εἰ­κό­να του· καὶ ἂν ὁ νοῦς προ­φυ­λά­γε­ται ἀπὸ τὸ “συν­δυα­σμὸ” μὲ αὐτήν, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ· σὲ πε­ρί­πτω­ση, ὅμως, ποὺ θὰ ἑνω­θεῖ μαζί της, τότε τὸ πάθος ἀνά­λο­γα μὲ τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώ­σε­ως θὰ ἀπο­κτᾶ συ­νε­χῶς με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη καὶ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὸ βαθμὸ τῆς κα­το­χῆς.
Τὸ ἄλλο εἶδος φαν­τα­σί­ας, μὲ τὸ ὁποῖο πα­λεύ­ει ὁ ἀσκη­τής, ὀνο­μά­ζε­ται συ­νή­θως ὀνει­ρο­πό­λη­ση-ρεμ­βα­σμός. Ὁ ἄν­θρω­πος βγαί­νει ἀπὸ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ κα­τά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των στὸν κόσμο καὶ ζεῖ στὴ σφαί­ρα τῆς φαν­τα­σί­ας. Ἐπει­δή, ὅμως, ἡ φαν­τα­σία εἶναι ἀνί­σχυ­ρη νὰ δη­μιουρ­γή­σει κάτι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», τὰ ἀπό­το­κά της θὰ ἔχουν ὁπωσ­δή­πο­τε τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ γύρω κό­σμου. Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ ὑπάρ­χουν σὲ αὐτὰ ἀνα­πό­φευ­κτα, ὅπως συμ­βαί­νει καὶ στὰ ὄνει­ρα, στοι­χεῖα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κό­σμου, καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὄχι τε­λεί­ως ἀπρό­σι­τα. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἕνας φτω­χὸς φαν­τά­ζε­ται τὸν ἑαυτό του βα­σι­λιὰ ἢ προ­φή­τη ἢ με­γά­λο ἐπι­στή­μο­να. Πράγ­μα­τι ἡ ἱστο­ρία γνω­ρί­ζει πε­ρι­πτώ­σεις φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων ἀπὸ τὰ κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἱε­ραρ­χί­ας ποὺ ἔγι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες κ.τ.λ., ἀλλὰ κάτι τέ­τοιο συ­νή­θως δὲν συμ­βαί­νει σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ὀνει­ρο­πο­λοῦν.
Ἐλ­πί­ζου­με ὅτι ὁ ἀνα­γνώ­στης κα­τά­λα­βε τί ἐν­νο­οῦ­με, ὅταν μι­λᾶ­με γιὰ «ὀνει­ρο­πό­λη­ση», καὶ γιὰ νὰ μὴ μα­κρη­γο­ροῦ­με, περ­νᾶ­με σὲ ἄλλο εἶδος ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς δυ­νά­με­ως τῆς φαν­τα­σί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν ἱκα­νό­τη­τα τῆς μνή­μης καὶ τῆς πα­ρα­στά­σε­ως καὶ ἔτσι μπο­ρεῖ νὰ σκέ­πτε­ται, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ λύση κά­ποιου προ­βλή­μα­τος, λ.χ. τε­χνι­κοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀνα­ζη­τεῖ μὲ τὴ νόηση τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἔμ­πρα­κτης πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως αὐτῆς ἢ τῆς ἄλλης ἰδέας. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἐρ­γα­σί­ας τοῦ νοῦ, ποὺ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ἔχει μέ­γι­στη ση­μα­σία γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ εἶναι ἀπα­ραί­τη­το στοι­χεῖο στὴ δομὴ τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκη­τής, ὅμως, ποὺ με­ρι­μνᾶ γιὰ τὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χή, προ­σπα­θεῖ μὲ τὴν ἀκτη­μο­σύ­νη νὰ πε­ριο­ρί­σει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κα­θε­τί, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμ­πο­δί­σει αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας «νὰ δίνει στὸν Θεὸ τὴν πρώτη του σκέψη καὶ τὴν πρώτη του δύ­να­μη», δη­λα­δὴ νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται πλή­ρως στὸν Θεό.
Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαν­τα­σί­ας, γιὰ τὸ ὁποῖο θέ­λου­με νὰ μι­λή­σου­με, εἶναι οἱ ἀπό­πει­ρες τοῦ λο­γι­κοῦ νὰ διεισ­δύ­σει στὰ μυ­στή­ρια τοῦ εἶναι καὶ νὰ συλ­λά­βει τὸν Θεῖο κόσμο. Αὐτὲς οἱ ἀπό­πει­ρες συ­νο­δεύ­ον­ται ἀνα­πό­φευ­κτα ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ποὺ πολ­λοὶ τεί­νουν νὰ ἀπο­κα­λέ­σουν μὲ τὸ ὑψηλὸ ὄνομα τῆς «θε­ο­λο­γι­κῆς δη­μιουρ­γί­ας». Ὁ ἀθλη­τὴς τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας καὶ τῆς κα­θα­ρᾶς προ­σευ­χῆς πα­λεύ­ει μέσα του ἀπο­φα­σι­στι­κὰ ἐναν­τί­ον αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους «δη­μιουρ­γί­ας», ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι δια­δι­κα­σία ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν τάξη τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ εἶναι, δη­λα­δὴ μπο­ρεῖ νὰ δη­μιουρ­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν Θεὸ κατὰ τὴν δική του εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση.
Ἴσως αὐτὰ ποὺ εἴ­πα­με νὰ προ­κα­λέ­σουν πολ­λὲς ἀπο­ρί­ες καὶ ἀν­τιρ­ρή­σεις, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐπε­κτα­θοῦ­με σὲ δια­σα­φή­σεις, ἐλ­πί­ζον­τας πώς, ὅπου ὑπάρ­χει ἡ διά­θε­ση, θὰ γί­νου­με ἀν­τι­λη­πτοὶ ὅπως πρέ­πει.
ἀθλη­τὴς τῆς προ­σευ­χῆς ξε­κι­νᾶ ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς δη­μιούρ­γη­σε ἐμᾶς καὶ ὄχι ἐμεῖς τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἀπο­σπᾶ­ται ἀπὸ κάθε θε­ο­λο­γι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ δη­μιουρ­γία καὶ στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ μιὰ “ἀνεί­δεη” προ­σευ­χή. Καὶ ἂν συγ­κα­τα­βεῖ ἡ Θεία εὐ­δο­κία καὶ δοθεῖ στὸν προ­σευ­χό­με­νο νὰ γευ­θεῖ τὴν ἐγ­γύ­τη­τα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ ὅλα θὰ πάρει κά­ποια μορφή, τὴν ὁποία δὲν «ἐπι­νόη­σε», ὅμως, ὁ ἀσκη­τὴς ἢ ὁ προ­φή­της, ἀλλὰ ἔχει δοθεῖ «ἄνω­θεν».
ἀσκη­τὴς μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ζητᾶ τὸν Θεό, τὸν Ποι­η­τή του, καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴ συγ­κα­τά­βα­ση καὶ τὴν εὐ­δο­κία Του δίνει τὴ γνώση γι’ Αὐτὸν μὲ εἰ­κό­νες προ­σι­τὲς στὸν ἄν­θρω­πο. Οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δίνει ὁ Θεὸς κα­τα­στρέ­φουν τὰ πάθη στὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἁγιά­ζουν. Ἄν, ὅμως, τὶς δε­χθεῖ ὡς τε­λεί­ω­ση τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, πέ­φτει σὲ πλάνη, καὶ τότε ἀκόμη καὶ οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δό­θη­καν ἄνω­θεν μπο­ροῦν νὰ ἀπο­τε­λέ­σουν ἀξε­πέ­ρα­στο ἐμ­πό­διο γιὰ μιὰ τε­λειό­τε­ρη θε­ο­γνω­σία.
δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται καὶ ὑλο­ποιεῖ­ται στὸν κόσμο, ἡ κτι­στή, ὅμως, ἐλευ­θε­ρία πο­ρεύ­ε­ται ἀν­τί­στρο­φο δρόμο: Ἀνα­ζη­τεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖο βρί­σκε­ται τὸ ἀπώ­τε­ρο τέλος καὶ ἡ ἔσχα­τη ἔν­νοια τοῦ εἶναι της. Ὁ σκο­πὸς τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου δὲν βρί­σκε­ται στὴν ἴδια τὴν ὕπαρ­ξή του καὶ γιὰ χάρη της, ἢ στὴ μορφὴ καὶ στὸν τρόπο τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του, ἀλλὰ στὴ γνώση τοῦ Κτί­στου καὶ τὴ θέωση τοῦ κτί­σμα­τος.
Αἰτία τῆς δη­μιουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶναι ἡ ὑπε­ρεκ­χει­λί­ζου­σα ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ καὶ κα­θό­λου ἡ ἀναγ­καιό­τη­τα τῆς ἐν­σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν ἦταν ἀπα­ραί­τη­τη γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία τοῦ κό­σμου δὲν ἦταν ἁπλῶς προ­κα­ταρ­κτι­κὴ πράξη γιὰ τὴ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ.
συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι ἔν­δει­ξη γιὰ τὴν ἐν­δο­γε­νὴ ἀξία τοῦ κό­σμου. Τὸ τέλος ἢ ἡ ἔν­νοια τῆς Θείας συγ­κα­τα­βά­σε­ως ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποὺ πῆρε ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴν τα­πει­νὴ σάρ­κω­σή Του: Ἰη­σοῦς-Σω­τήρ· «καὶ κα­λέ­σεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἰη­σοῦν· Αὐτὸς γὰρ σῴσει τὸν λαὸν Αὐτοῦ» (Ματθ. αʹ 21).
Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἰδε­α­τὸς κό­σμος, δη­λα­δὴ ὁ κό­σμος τῶν ἰδεῶν. Καὶ ἡ μορφὴ τοῦ δο­θέν­τος ἐμ­πει­ρι­κοῦ ὄντος δὲν εἶναι ὑλο­ποί­η­ση τοῦ θείου ἰδε­α­τοῦ κό­σμου, δη­λα­δὴ τέ­τοια, ποὺ χωρὶς αὐτὴν θὰ πα­ρου­σια­ζό­ταν τὸ Θεῖο Ὂν ὡς ἐλ­λι­πές, ἀτε­λές.
δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶναι στραμ­μέ­νη πρὸς τὸν κόσμο, ζητεῖ τὴν ὑλο­ποί­η­σή της, χωρὶς τὴν ὁποία πα­ρα­μέ­νει ἀνεκ­πλή­ρω­τη στὴν ἐξέ­λι­ξή της. Στὸν Θεῖο ὅμως κόσμο δὲν συμ­βαί­νει ἔτσι. Ἡ ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ τε­λι­κὸ στά­διο μιᾶς Θε­ο­γο­νι­κῆς πο­ρεί­ας, δη­λα­δὴ τε­λεί­ω­ση μιᾶς ἐξέ­λι­ξης στὴν Ἴδια τὴν Θε­ό­τη­τα, καὶ συ­νε­πῶς ἀναγ­καία γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ πρὸς ὁλο­κλή­ρω­ση τοῦ Εἶναι Του.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ δογ­μα­τι­κὴ βάση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, γιὰ τὴν ὁποία γί­νε­ται λόγος.
πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ δὲν εἶναι οὔτε καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μιουρ­γία οὔτε ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐρ­γα­σία οὔτε φι­λο­σο­φι­κὴ ἔρευ­να καὶ στο­χα­σμὸς οὔτε ἀφη­ρη­μέ­νη δια­νο­η­τι­κὴ θε­ο­λο­γία. Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζωὴ δὲν ἔγ­κει­ται στὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση τῶν συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν μας ἐπι­διώ­ξε­ων μὲ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους, δη­λα­δὴ μὲ τὴ με­τα­τρο­πή τους σὲ βιώ­μα­τα ἢ ὑλο­ποι­η­μέ­νες μορ­φές, π.χ. στὴν τέχνη. Ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν διά­φο­ρες ὄψεις ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλλες μπο­ροῦν νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν ψη­λό­τε­ρα, ἄλλες χα­μη­λό­τε­ρα· μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ γίνει μιὰ ἀξιο­λο­γι­κὴ ἱε­ράρ­χη­ση αὐτῶν τῶν μορ­φῶν. Ὅμως, ἔτσι ἢ ἀλ­λιῶς ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας, τὴν ὁποία πρέ­πει νὰ ξε­πε­ρά­σου­με, γιατὶ ἀλ­λιῶς εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ φθά­σου­με στὴν τέ­λεια προ­σευ­χὴ ἢ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ο­λο­γία ἢ τὴν ἀλη­θι­νὰ θε­ά­ρε­στη ζωή.
Τέ­τοια εἶναι συ­νε­πῶς ἡ ὁδὸς τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ: Ζητεῖ τὸν Ποι­η­τή του Θεὸ στὸ ὑπερ­βα­τι­κό Του Εἶναι. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴν πράξη τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς ἀγω­νί­ζε­ται ἐναν­τί­ον μυ­ριά­δων εἰ­κό­νων, καὶ τῶν ἐπο­πτι­κῶν, ὅσων δη­λα­δὴ ἔχουν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἐξω­τε­ρι­κὴ μορφή, πε­ρί­γραμ­μα, ἔκτα­ση στὸ χῶρο ἢ τὸ χρόνο, χρῶμα κ.τ.λ., καὶ τῶν δια­νο­η­τι­κῶν (εἰ­κό­νων), δη­λα­δὴ τῶν ἐν­νοιῶν, γιὰ νὰ προ­σεύ­χε­ται γυ­μνὸς ἀπὸ κάθε κτι­στὴ εἰ­κό­να στὸν Θεὸ «ἐνώ­πιος Ἐνω­πίῳ», πρό­σω­πο πρὸς Πρό­σω­πο (Κλῖ­μαξ ΚΖʹ 20).
Θεὸς δη­μιουρ­γεῖ τὸν κόσμο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία αὐτὴ ἀκο­λου­θεῖ τὴν τάξη τῆς συγ­κα­τα­βά­σε­ως. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, ποὺ πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὸν Θεό, πο­ρεύ­ε­ται κατὰ τὴν τάξη τῆς ἀνα­βά­σε­ως καὶ κατὰ τὴν ἀνά­βα­σή του ἀπὸ τὴν κτίση πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀξία τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ ἁπλῶς δὲν τὴν ἀπο­λυ­το­ποιεῖ καὶ δὲν τὴν θε­ο­ποιεῖ· δὲν τῆς προσ­δί­δει αὐ­το­σκο­πὸ καὶ αὐ­το­α­ξία. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ ζεῖ ὁ Ἴδιος τὴ ζωὴ τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σει ἡ λο­γι­κὴ κτίση στὴ Θεία Του ὕπαρ­ξη. Ὅταν ὁ λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος δὲν πε­τύ­χει τὴ θέωση, ἡ ὁποία δὲν μπο­ρεῖ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ χωρὶς τὴ συμ­με­το­χή του, τότε ἐξα­φα­νί­ζε­ται καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔν­νοια τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του. Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς κλή­σε­ώς του, ἑνω­μέ­νη μὲ τὴ θε­ω­ρία τῆς θείας δη­μιουρ­γί­ας, γεννᾶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που με­γά­λο θάμ­βος ἐνώ­πιον τοῦ Ποι­η­τοῦ τῶν ὅλων, ἀλλὰ συγ­χρό­νως καὶ τε­λεί­ως ρε­α­λι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γιὰ κάθε πράγ­μα τοῦ κό­σμου. Ταυ­τό­χρο­να, ὅμως, ἡ ἴδια συ­νεί­δη­ση ὁδη­γεῖ στὴν ἀπό­σπα­ση ἀπὸ κάθε κτι­στὸ γιὰ χάρη τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Μόνου Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀπό­σπα­ση δὲν εἶναι ἀπέκ­δυ­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κτι­στοῦ εἶναι, μὲ τὴν ἔν­νοια τῆς ἀπορ­ρί­ψε­ως ἢ τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του ὡς «φά­σμα­τος». Δὲν εἶναι ἡ ἀπό­σπα­ση αὐτὴ ποι­η­τι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ ἀε­ρο­βα­σία στὴ σφαί­ρα τῶν ὑψη­λῶν καὶ ὡραί­ων μορ­φῶν ἢ τῶν «κα­θα­ρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλὰ ἀξιο­λο­γι­κὰ καὶ ἂν βρί­σκον­ται αὐτές, γιατὶ ἡ στάση αὐτὴ ὁδη­γεῖ πάλι σὲ φαν­τα­σιώ­δη κόσμο. Ὄχι. Ἡ ἀπό­σπα­ση ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὅλα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ εἶναι συ­νέ­πεια τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς ἐφέ­σε­ως γιὰ τὸν ζῶντα καὶ ἀλη­θι­νὸ Θεό, ἕνεκα τῆς ἀπέ­ραν­της πρὸς Αὐτὸν ἀγά­πης καὶ τῆς κλή­σε­ώς μας νὰ ζοῦμε ἐν Αὐτῷ, ὁ Ὁποῖ­ος εἶναι ὁ Αὐ­το­σκο­πὸς καὶ ἡ Αὐ­το­α­ξία. «Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκο­τία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία» (Αʹ Ἰωάν. αʹ 5).
ἁπλὸς καὶ τα­πει­νὸς πι­στὸς ἀπαλ­λάσ­σε­ται ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῆς φαν­τα­σί­ας μὲ τὴν ἀκέ­ραια καὶ δια­καὴ ἐπι­θυ­μία νὰ ζεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ ἅγιο θέ­λη­μα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τόσο ἁπλό, καὶ συ­νά­μα τόσο «ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀπὸ σοφῶν καὶ συ­νε­τῶν», ποὺ δὲν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐξη­γη­θεῖ μὲ λόγια.
Στὴν ἀνα­ζή­τη­ση αὐτὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θεοῦ πε­ρι­κλεί­ε­ται καὶ ἡ «ἀπο­τα­γὴ» τοῦ κό­σμου. Ἡ ψυχὴ θέλει νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ «ἀπο­τάσ­σε­ται» τὸ θέ­λη­μά της καὶ τὴ φαν­τα­σία της, ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ δη­μιουρ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη, ἀλλὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς «σκό­τος ἐξώ­τε­ρον».
κό­σμος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φαν­τα­σί­ας εἶναι κό­σμος τῶν «φα­σμά­των» τῆς ἀλη­θεί­ας, κοι­νὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς πε­πτω­κό­τας ἀγ­γέ­λους καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φαν­τα­σία γί­νε­ται πολ­λὲς φορὲς ἀγω­γὸς δαι­μο­νι­κῆς ἐνέρ­γειας.
Τόσο οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἐπι­νο­εῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, μπο­ροῦν νὰ ἐπι­δροῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­σχη­μα­τί­ζον­τάς τους ἢ με­τα­μορ­φώ­νον­τάς τους, ἀλλὰ πάν­τως ἕνα εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτο: Κάθε εἰ­κό­να, εἴτε δη­μιουρ­γη­μέ­νη ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο εἴτε ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες, ποὺ γί­νε­ται δεκτὴ ἀπὸ τὴν ψυχή, δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ μορφὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση Θεοῦ. Ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας στὴν ἔσχα­τή της ἐξέ­λι­ξη ὁδη­γεῖ σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση τοῦ κτί­σμα­τος, δη­λα­δὴ στὴν ἀνα­γνώ­ρι­ση θείας ἀρχῆς στὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀν­θρώ­που. Μὲ τὴ βάση αὐτὴ ἡ φυ­σι­κὴ θρη­σκεία, δη­λα­δὴ ἡ θρη­σκεία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ, ἀπο­κτᾶ μοι­ραί­ως παν­θεϊ­στι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα.
Καὶ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες καὶ οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ἔχουν δύ­να­μη, συχνὰ πολὺ με­γά­λη, ὄχι ὅμως γιατὶ εἶναι δη­μιουρ­γι­κὲς κα­θε­αυ­τὲς μὲ τὴν πλήρη ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως, ὅπως ἡ θεία δύ­να­μη ποὺ κτί­ζει ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ἐπει­δὴ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση κλί­νει μὲ τὸ μέρος τους, καὶ μόνο μὲ τὴν ὑπο­τα­γή της μορ­φο­ποιεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὶς εἰ­κό­νες αὐτές. Ὁ Κύ­ριος, ὅμως, ἀπε­λευ­θε­ρώ­νει ὅσους με­τα­νο­οῦν ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῶν παθῶν καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας, καὶ ὅποιος χρι­στια­νὸς ἀπε­λευ­θε­ρω­θεῖ κα­τα­φρο­νεῖ τὴ δύ­να­μη τῶν φαν­τα­στι­κῶν εἰ­κό­νων.
ἐξου­σία τοῦ κο­σμι­κοῦ κακοῦ στὸν ἄν­θρω­πο εἶναι τε­ρά­στια καὶ κα­νέ­νας ἀπό­γο­νος τοῦ Ἀδὰμ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴ νι­κή­σει χωρὶς τὸν Χρι­στὸ καὶ ἔξω ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Ἰη­σοῦς-Σω­τὴρ μὲ τὴν κύρια καὶ μο­να­δι­κὴ ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ εὐχὴ τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας γί­νε­ται μὲ τὴν ἀδιά­λει­πτη ἐπί­κλη­ση τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ἀπ’ ὅπου ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ πῆρε καὶ τὴν ὀνο­μα­σία «προ­σευ­χὴ τοῦ Ἰησοῦ».

ἡσυ­χα­στὴς μο­να­χὸς ἀγω­νι­ζό­με­νος κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας ποὺ δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή, συ­ναν­τιέ­ται μὲ τὶς ποι­κι­λό­μορ­φες ἐκ­δη­λώ­σεις της, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τα­ξι­νο­μη­θοῦν μὲ διά­φο­ρους τρό­πους. Ὁ Γέ­ρον­τας τὶς συ­νό­ψι­ζε στὶς τέσ­σε­ρις μορ­φὲς ποὺ ἐκ­θέ­σα­με πα­ρα­πά­νω, μορ­φὲς ποὺ τοῦ ἔδι­ναν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν οὐσία τοῦ προ­βλή­μα­τος.
πρώτη μορφὴ ἀνα­φέ­ρε­ται γε­νι­κὰ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν.
δεύ­τε­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο. Σὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ φαν­τα­σί­ας ἀνά­γε­ται καὶ ἡ γνω­στὴ μέ­θο­δος τοῦ «δια­λο­γι­σμοῦ» (med­i­ta­tion), ὅταν ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴ φαν­τα­σία δη­μιουρ­γεῖ στὸ νοῦ του ἐπο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἢ ἄλλες ἱερὲς πα­ρα­στά­σεις. Συ­νή­θως στὴν ἐρ­γα­σία αὐτὴ κα­τα­φεύ­γουν οἱ ἀρ­χά­ριοι ἢ ἄπει­ροι ἀσκη­τές. Ὁ ἐρ­γά­της μιᾶς τέ­τοιας «φαν­τα­σιώ­δους» προ­σευ­χῆς δὲν κλεί­νει τὸ νοῦ του στὴν καρ­διὰ γιὰ χάρη τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς νή­ψε­ως, ἀλλὰ τὸν προ­ση­λώ­νει στὴν ἐπο­πτι­κὴ πλευ­ρὰ τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαν­τά­ζε­ται, εἰ­κό­νων, ὁδη­γεῖ τὸν ἑαυτό του σὲ κα­τά­στα­ση ψυ­χι­κῆς διε­γέρ­σε­ως, ποὺ σὲ πε­ρί­πτω­ση ἐν­τα­τι­κῆς συγ­κεν­τρώ­σε­ως μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὴν ἰδιό­τυ­πη πα­θο­λο­γι­κὴ ἔκ­στα­ση. Χαί­ρε­ται γιὰ τὰ «ἐπι­τεύγ­μα­τά» του, ἀφο­σιώ­νε­ται στὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, τὶς καλ­λιερ­γεῖ, τὶς θε­ω­ρεῖ πνευ­μα­τι­κές, ὑψη­λὲς καὶ ὀφει­λό­με­νες στὴν ἐνέρ­γεια τῆς χά­ρι­τος, ἔχει τὴν ἰδέα πὼς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καὶ θε­ω­ρὸς τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θεοῦ καὶ τέλος φθά­νει σὲ πα­ραι­σθή­σεις καὶ ψυ­χι­κὲς ἀσθέ­νειες ἢ στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πα­ρα­μέ­νει στὴν πλάνη περ­νών­τας τὴ ζωή του σὲ φαν­τα­στι­κὸ κόσμο.
τρίτη καὶ τέ­ταρ­τη μορφὴ φαν­τα­σί­ας μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε πὼς βρί­σκον­ται στὴ βάση ὅλου τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἰδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη γιὰ τὸν μορ­φω­μέ­νο ἄν­θρω­πο, ποὺ βλέ­πει στὸν πο­λι­τι­σμὸ αὐτὸ τὸν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το· ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὸν εἶναι ἀσυγ­κρί­τως δυ­σκο­λό­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἀπο­τα­γὴ τοῦ ὑλι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.
Ὅποιος προ­σεύ­χε­ται μὲ τὸν τρίτο τρόπο γνω­ρί­ζει πόσο ὀδυ­νη­ρὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπο­τα­γή. Μᾶς ἔτυχε νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με ἕνα πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο: Ἀνά­με­σα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλι­γο­γράμ­μα­τους ἀσκη­τὲς ποὺ ἀγά­πη­σαν τὴν νοερὰ προ­σευ­χὴ συ­ναν­τᾶ­ται συ­χνό­τε­ρα ἡ ἀνά­βα­ση σὲ με­γα­λύ­τε­ρο ὕψος καὶ κα­θα­ρό­τη­τα παρὰ ἀνά­με­σα στοὺς μορ­φω­μέ­νους, οἱ ὁποῖ­οι στὴ συν­τρι­πτι­κὴ πλειο­ψη­φία τους πα­ρα­μέ­νουν στὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς.
Ὅσοι ἔχουν βα­θειὰ θρη­σκευ­τι­κὴ καὶ ἀσκη­τι­κὴ διά­θε­ση κα­τα­νο­οῦν πολὺ γρή­γο­ρα ὅτι τὸ τρίτο εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας ἀπο­τε­λεῖ στρο­φὴ πρὸς τὴ γῆ. Εἶναι λοι­πὸν ὀφθαλ­μο­φα­νὴς ἡ ἑτε­ρο­γέ­νειά της στὴν προ­σευ­χὴ καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της κατὰ τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς ἁπλο­ποιεῖ­ται. Δια­φο­ρε­τι­κὰ συμ­βαί­νει μὲ τὸ τέ­ταρ­το εἶδος, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀπο­κτή­σει ἰδιαί­τε­ρη λε­πτό­τη­τα καὶ νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ἔνθεη ζωή. Ἡ ἀπο­κλει­στι­κὴ σπου­δαιό­τη­τα τοῦ προ­βλή­μα­τος αὐτοῦ στὴν ἀσκη­τι­κὴ μᾶς ἀναγ­κά­ζει νὰ πα­ρα­τεί­νου­με ἐδῶ τὸ λόγο.

Σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο ἐπι­κρα­τεῖ ἡ ρεμ­βά­ζου­σα φαν­τα­σία, ἐνῶ σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν δεύ­τε­ρο κυ­ριαρ­χεῖ ὁ πει­ρα­σμὸς νὰ κα­τορ­θω­θοῦν τὰ πάντα μὲ τὴν ὁδὸ τῆς λο­γι­κῆς. Σὲ αὐ­τοὺς ἡ ζωὴ συγ­κεν­τρώ­νε­ται στὸν ἐγ­κέ­φα­λο. Ὁ νοῦς τους δὲν εἶναι ἑνω­μέ­νος μὲ τὴν καρ­διά, ἀλλὰ συ­νε­χῶς ὁρμᾶ πρὸς τὰ ἔξω, ἀγω­νι­ζό­με­νος νὰ τὰ κα­τα­κτή­σει ὅλα μὲ τὴ νόηση. Ἔχον­τας μιὰ ὁρι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, ἀνε­παρ­κῆ ὅμως ἀκόμη, προ­σπα­θοῦν «μὲ τὸ νοῦ τους» νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὰ κενὰ τῆς πεί­ρας αὐτῆς καὶ νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν δια­νο­η­τι­κῶς στὰ μυ­στή­ρια τῆς Θείας ὑπάρ­ξε­ως. Ἔτσι εἰ­σχω­ροῦν ἀνα­πό­φευ­κτα στὶς θε­ω­ρί­ες τους με­ρι­κὰ στοι­χεῖα, γεν­νή­μα­τα φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας. Ἡ ἰδε­ώ­δης ἐκεί­νη σφαί­ρα, στὴν ὁποία κι­νοῦν­ται σὲ μιὰ τέ­τοια πε­ρί­στα­ση, ἂν ἔχουν καὶ με­γά­λα δια­νο­η­τι­κὰ προ­σόν­τα, τοὺς δίνει μιὰ «φαι­νο­με­νι­κὴ» ὑπε­ρο­χὴ ἀπέ­ναν­τι στοὺς ἄλ­λους, γε­γο­νὸς ποὺ ἐνι­σχύ­ει ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­σή τους.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ δια­στρο­φή, στὴν ὁποία ὁδη­γεῖ ὁ δεύ­τε­ρος τρό­πος προ­σευ­χῆς, εἶναι ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός.

ὀρ­θο­λο­γι­στὴς θε­ο­λό­γος οἰ­κο­δο­μεῖ τὸ σύ­στη­μά του, ὅπως ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας οἰ­κο­δο­μεῖ ἕνα ἀνά­κτο­ρο ἢ ἕνα ναό, χρη­σι­μο­ποιών­τας ἐμ­πει­ρι­κὲς καὶ με­τα­φυ­σι­κὲς ἔν­νοιες ὡς οἰ­κο­δο­μι­κὰ ὑλικὰ καὶ φρον­τί­ζει ὄχι τόσο γιὰ τὴ συμ­φω­νία τῆς ἰδε­ώ­δους οἰ­κο­δο­μῆς του μὲ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀλή­θεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιὰ τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν ἁρ­μο­νι­κὴ ἀκε­ραιό­τη­τα τοῦ συ­στή­μα­τός του ἀπὸ λο­γι­κὴ ἄποψη.
Πολ­λοὶ με­γά­λοι ἄν­θρω­ποι, ὅσο πα­ρά­δο­ξο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, δὲν μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν στὸν οὐ­σια­στι­κὰ ἀφελῆ αὐτὸν πει­ρα­σμό, ποὺ ἔχει ὡς κρυμ­μέ­νη ἀρχὴ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια.
Τὰ γεν­νή­μα­τα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας τοῦ δια­νο­η­τι­κοῦ θε­ο­λό­γου εἶναι γι’ αὐτὸν πο­λύ­τι­μα, ὅπως εἶναι γιὰ τὴ μάνα ἀγα­πη­μέ­να τὰ παι­διά της, ὁ καρ­πὸς τῆς κοι­λί­ας της. Ἀγαπᾶ τὴ δη­μιουρ­γία του σὰν τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ταυ­τί­ζε­ται μαζί της ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος στὴ σφαί­ρα της. Σὲ τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις καμιὰ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐπέμ­βα­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν βο­η­θή­σει. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἀπο­κολ­λη­θεῖ μόνος τους ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θε­ω­ρεῖ ὡς πλοῦ­το του, δὲν θὰ φθά­σει ποτὲ στὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χὴ καὶ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.

Πολ­λοὶ θε­ο­λό­γοι-φι­λό­σο­φοι, οὐ­σια­στι­κῶς ὀρ­θο­λο­γι­στές, ἀνέρ­χον­ται στὴν ὑπερ­λο­γι­κή, θὰ λέ­γα­με, σφαί­ρα τῆς δια­νόη­σης, ἀλλὰ ἡ σφαί­ρα αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ Θεῖος κό­σμος. Πε­ρι­κλεί­ε­ται στὰ ὅρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κτι­στῆς φύ­σε­ως καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιό­τη­τα τὴν κάνει ἐφι­κτὴ στὸ λο­γι­κὸ σύμ­φω­να μὲ τὴ φυ­σι­κὴ τάξη τῶν πραγ­μά­των.
Οἱ ἐνο­ρά­σεις τοῦ νοῦ τους δὲν χω­ροῦν στὰ πλαί­σια τοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, δη­λα­δὴ στὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ εἰ­σχω­ροῦν στὴ σφαί­ρα τῆς με­τα­λο­γι­κῆς καὶ τοῦ ἀν­τι­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸν οὐ­σια­στι­κὰ δὲν παύ­ουν νὰ εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα δια­νο­η­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας.
ὑπέρ­βα­ση τοῦ στε­νοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ ἀπο­τε­λεῖ ἔν­δει­ξη ὑψη­λῆς δια­νο­η­τι­κῆς καλ­λιέρ­γειας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ «ἀλη­θι­νὴ πίστη» καὶ ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐτοί, ποὺ ἔχουν πολ­λὲς φορὲς ἀξιό­λο­γες ἱκα­νό­τη­τες γιὰ λο­γι­κὴ δια­νόη­ση, ἐξαι­τί­ας ἀκρι­βῶς αὐτῶν τῶν ἱκα­νο­τή­των καὶ μὲ πλήρη συ­νέ­πεια πρὸς αὐτὲς φτά­νουν στὴν ἐπί­γνω­ση τῆς σχε­τι­κό­τη­τας τῶν νόμων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δια­νο­ή­σε­ως καὶ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ πε­ρι­λη­φθεῖ ὅλο τὸ εἶναι στὸ ἀτσά­λι­νο πλέγ­μα τῶν λο­γι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν. Αὐτὴ ἡ ἐπί­γνω­ση τοὺς ἀνε­βά­ζει σὲ θε­ω­ρία ποὺ ὑπερ­βαί­νει τὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ καὶ τότε βλέ­πουν ἁπλῶς τὴν ὡραιό­τη­τα τοῦ νοῦ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ. Καὶ ἐπει­δὴ ὅσοι εἰ­σέρ­χον­ται πρῶ­τοι στὴ σφαί­ρα αὐτὴ τῆς «σιω­πῆς τοῦ νοῦ» αἰ­σθά­νον­ται «μυ­στι­κι­στι­κὸ δέος», νο­μί­ζουν πὼς ἡ θε­ω­ρία τους εἶναι πείρα μυ­στι­κῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας, ἐνῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­νουν ἀκόμη μέσα στὰ ὅρια τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως.
Οἱ κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ νοῦς-λο­γι­κὸ σὲ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις βγαί­νουν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν δια­στά­σε­ων τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ χώρου καὶ δί­νουν στὸν ἐπό­πτη τους κά­ποιο αἴ­σθη­μα αἰ­ώ­νιας σο­φί­ας. Αὐτὰ εἶναι τὰ τε­λευ­ταῖα ὅρια, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὁ δια­νο­ού­με­νος νοῦς μέσα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς φυ­σι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως καὶ αὐ­το­γνω­σί­ας του, ἡ ὁποία εἶναι δυ­να­τὸν νὰ πάρει μορφὴ φω­τό­μορ­φης αὐ­το­θε­ω­ρί­ας. Ἡ ἐμ­πει­ρία αὐτή, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἑρ­μη­νευ­θεῖ, δη­λα­δὴ ποιὰ δογ­μα­τι­κὴ δια­τύ­πω­ση θὰ λάβει, εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἐμ­πει­ρία «παν­θεϊ­στι­κῆς» τά­ξε­ως.
Φθά­νον­τας «μέχρι συν­τε­λεί­ας φωτὸς μετὰ σκό­τους» (Ἰὼβ κστʹ 10), ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τὴ νοερή του ὡραιό­τη­τα, τὴν ὁποία πολ­λοὶ θε­ώ­ρη­σαν ὡς Θε­ό­τη­τα. Τὸ φῶς ποὺ φαί­νε­ται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τὸ Φῶς ἐκεῖ­νο τὸ Ἀλη­θι­νό, «ἐν ᾧ σκο­τία οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία», ἀλλὰ τὸ φυ­σι­κὸ φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ.
Τὸ φῶς αὐτὸ τοῦ νοῦ, ποὺ ἀξιο­λο­γι­κὰ ὑπε­ρέ­χει ἔναν­τι τοῦ φωτὸς κάθε ἄλλης ἐμ­πει­ρι­κῆς γνώ­σε­ως, δι­καί­ως μπο­ρεῖ νὰ κλη­θεῖ σκό­τος, γιατὶ εἶναι τὸ «κενὸ» τῆς ἀπεκ­δύ­σε­ως καὶ δὲν ὑπάρ­χει σὲ αὐτὸ ὁ Θεός. Καὶ ἴσως ἀξί­ζει στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐτή, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη, νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὰ λόγια τοῦ Κυ­ρί­ου: «Σκό­πει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκό­τος ἐστί;» (Λουκ. ιαʹ 35). Πράγ­μα­τι, ἡ πρώτη κο­σμι­κὴ προϊ­στο­ρι­κὴ κα­τα­στρο­φή, ἡ πτώση τοῦ Ἑω­σφό­ρου, “υἱοῦ τῆς πρω­ΐ­ας”, ποὺ ἔγινε ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους, ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα αὐ­το­ε­ρω­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ὡραιό­τη­τάς του· θε­ω­ρί­ας, ποὺ κα­τέ­λη­ξε σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση.

Μι­λᾶ­με μὲ ψυχρὴ καὶ ἀσύν­δε­τη γλώσ­σα, ἀλλὰ ἐκεῖ­νος ποὺ στά­θη­κε στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς αὐ­τοὺς χώ­ρους ἴσως θὰ πεῖ:
«Πράγ­μα­τι, φο­βε­ρό… Ποῦ βρί­σκε­ται, λοι­πόν, ἡ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν ἀλη­θι­νὴ Θε­ο­κοι­νω­νία καὶ ὄχι γιὰ τὴ φαν­τα­σιώ­δη, φι­λο­σο­φι­κή, παν­θεϊ­στι­κή»;
μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νὸς βε­βαί­ω­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ πὼς τέ­τοια ἐγ­γύ­η­ση, ὑπο­κεί­με­νη στὸν λο­γι­κό μας ἔλεγ­χο, εἶναι ἡ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπη. Ἔλεγε:
«Ὁ Κύ­ριος εἶναι τα­πει­νὸς καὶ πράος καὶ ἀγαπᾶ τὸ πλά­σμα Του καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ εἶναι ἡ τα­πει­νὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἡ προ­σευ­χὴ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἂν δὲν ἔχεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τότε πα­ρα­κά­λε­σε καὶ θὰ σοῦ τὴν δώσει ὁ Κύ­ριος, ποὺ εἶπε: “Αἰ­τεῖ­τε καὶ δο­θή­σε­ται ὑμῖν, ζη­τεῖ­τε, καὶ εὑ­ρή­σε­τε” (Ματθ. ζʹ 7)».
Κα­νεὶς ἂς μὴν τολμᾶ νὰ ὑπο­τι­μᾶ τὸ «ψυ­χο­λο­γι­κὸ» αὐτὸ κρι­τή­ριο, γιατὶ μιὰ τέ­τοια ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ἀλη­θι­νῆς Θεϊ­κῆς ἐνέρ­γειας. Ὁ Θεὸς ποὺ σώζει, σώζει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄν­θρω­πο, ἔτσι ποὺ ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦ­μα, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυ­χι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ τὸ λο­γι­κὸ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὰ πάντα κα­θα­γιά­ζον­ται ἀπὸ τὸν Θεό.

Τὰ δυ­σκο­λό­τα­τα αὐτὰ αἰ­ώ­νια προ­βλή­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που τὰ θί­γου­με ἐδῶ μόλις καὶ μετὰ βίας. Δὲν ἐπι­χει­ροῦ­με τὴ δια­λε­κτι­κή τους δια­σά­φη­ση, ὥστε νὰ γί­νουν ὁλο­φά­νε­ρα γιὰ τὴ λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη. Ἂν εἴ­χα­με ἐνώ­πιόν μας ἕνα τέ­τοιο ἐγ­χεί­ρη­μα, θὰ ἦταν ἀπα­ραί­τη­το νὰ ἐρευ­νή­σου­με ὁλό­κλη­ρη σειρὰ ἱστο­ρι­κῶν πα­ρα­δειγ­μά­των. Τὸ ἔργο, ὅμως, αὐτὸ ἂς τὸ ἀνα­λά­βει ἄλλος. Προ­σω­πι­κὰ θε­ω­ροῦ­με ἀπραγ­μα­το­ποί­η­τη μιὰ πα­ρό­μοια ἀφη­ρη­μέ­νη δια­σά­φη­ση καὶ εἴ­μα­στε τε­λεί­ως πε­πει­σμέ­νοι ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν κα­τα­νόη­ση τῆς ἀλή­θειας περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ ζων­τα­νὴ πείρα: εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρ­ξε­ως. Ἐδῶ, ὅμως, ὀφεί­λου­με νὰ δεί­ξου­με ὅτι ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐκεί­νη πείρα ποὺ ἐν­νο­οῦ­με δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται μόνο ἀπὸ τὴν προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ δί­νε­ται σὲ αὐτὸν ἄνω­θεν, ὡς δῶρο εὐ­δο­κί­ας. Ἡ φι­λο­σο­φι­κὴ καὶ παν­θεϊ­στι­κὴ πείρα εἶναι δυ­να­τὴ μέσα στὰ ὅρια τῆς φυ­σι­κῆς ἱκα­νό­τη­τας καὶ προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ ἡ χρι­στια­νι­κὴ πείρα τῆς ὑπερ­φυ­σι­κῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Ὑπο­στα­τι­κὸ Θεὸ ξε­περ­νᾶ τὰ ὅρια τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που.
χρι­στια­νι­κὴ ζωὴ εἶναι συμ­φω­νία δύο θε­λή­σε­ων, τῆς Θείας, ποὺ εἶναι ἄκτι­στη, καὶ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης, ποὺ εἶναι κτι­στή. Ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­σθεῖ στὸν ἄν­θρω­πο σὲ ὅλους τοὺς δρό­μους, σὲ κάθε χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ καὶ σὲ κάθε πνευ­μα­τι­κὸ ἢ φυ­σι­κὸ τόπο, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἐξα­ναγ­κα­σμό, ποτὲ δὲν πα­ρα­βιά­ζει τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τῆς εἰ­κό­νας Του. Ἂν ἡ κτι­στὴ ἐλευ­θε­ρία στρέ­φε­ται αὐ­το­ε­ρω­τι­κὰ πρὸς τὸν ἑαυτό της ἢ θε­ω­ρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν ἄκτι­στη θεία ἀρχή, πα­ρό­λο τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ ὕψος αὐτῆς τῆς θε­ω­ρί­ας, τὴν ὁποία πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω, ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει κλει­στὸς στὴν ἐνέρ­γεια τῆς Θείας χά­ρι­τος.
κοι­νω­νία μὲ τὸν Θεὸ ἐπι­τυγ­χά­νε­ται στὴν ὁδὸ τῆς προ­σευ­χῆς· καὶ τώρα ἀκρι­βῶς γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ θὰ κά­νου­με λόγο. Ἂν καμιὰ φορὰ εἰ­σερ­χό­με­θα στὴ σφαί­ρα τῆς δια­λε­κτι­κῆς, αὐτὸ γί­νε­ται, ὄχι γιατὶ ἐλ­πί­ζου­με νὰ πεί­σου­με κά­ποιον μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεί­ξου­με ὅτι οἱ δρό­μοι τῆς προ­σευ­χῆς διέρ­χον­ται ἀπὸ αὐτὸν τὸ χῶρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπάρ­ξε­ως, ὁπότε αὐτὴ προ­σλαμ­βά­νει κο­σμι­κὲς δια­στά­σεις. Σὲ κάθε ἀπό­πει­ρα λο­γι­κο­ποι­ή­σε­ως τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πεί­ρας βλέ­που­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῶν πιὸ δια­φο­ρε­τι­κῶν ἀν­τιρ­ρή­σε­ων. Καὶ εἶναι δυ­να­τὲς οἱ ἀν­τιρ­ρή­σεις, γιατὶ κα­θέ­νας μας εἶναι ἐλεύ­θε­ρος στὴν ἰδε­α­τὴ σφαί­ρα τῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας του νὰ ἐκλέ­ξει ὁποια­δή­πο­τε ἱε­ραρ­χία ἀξιῶν.
Συ­νε­χί­ζον­τας τὸ λόγο γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ προ­σπα­θοῦ­με νὰ σκια­γρα­φή­σου­με σχη­μα­τι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς δυ­σκο­λό­τε­ρες συγ­κρού­σεις ποὺ συ­ναν­τᾶ στὸ δρόμο του ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τής, ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς στὸν τρίτο, καὶ μά­λι­στα στὸν ἀγώνα ἐναν­τί­ον τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας.

Μὲ τὴν προ­σε­κτι­κὴ αὐ­το­α­νά­λυ­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἀνα­κα­λύ­πτει τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ προ­σὸν τῆς λο­γι­κῆς σκέ­ψε­ως, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κα­θο­ρι­σθεῖ ὡς ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ ἀξιο­πι­στία τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, μὲ ἄλλα λόγια ὡς ἡ ὑπο­κει­με­νι­κὴ ἐνάρ­γεια τῆς ὀρ­θό­τη­τας τῶν λο­γι­κῶν μας συμ­πε­ρα­σμά­των. Ὑπάρ­χει ἕνας κα­τα­ναγ­κα­σμὸς στὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τα τοῦ λο­γι­κοῦ μας, στὶς ἀπο­δεί­ξεις του καὶ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη καλ­λιέρ­γεια καὶ βα­θειὰ πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, γιὰ νὰ γίνει φα­νε­ρὴ ἡ πα­ρά­δο­ξη αὐτὴ ἀπάτη. Γιὰ τὴν ἀπαλ­λα­γὴ ἀπὸ τὴν ἐξου­σία της εἶναι ἀπα­ραί­τη­τη ἡ Θεία βο­ή­θεια.
ἀνα­κά­λυ­ψη τῆς «γο­η­τεί­ας» αὐτῆς ὣς ἕνα ση­μεῖο εἶναι δυ­να­τὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀνά­λυ­ση τῶν βα­σι­κῶν ἀρχῶν τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, δη­λα­δὴ τῶν ἀρχῶν τῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ τῆς ἐπαρ­κοῦς αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως.
πρώτη, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυ­τό­τη­τας, εἶναι ἡ στα­τι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, ἡ ἀσά­λευ­τη βάση της, νεκρὴ στὴν ἀκι­νη­σία της.
δυ­να­μι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀρχή, τῆς «ἐπαρ­κοῦς» αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως. Ἡ αἰ­ω­νό­βια πείρα τῆς ἱστο­ρί­ας ἀπέ­δει­ξε μὲ με­γά­λη πει­στι­κό­τη­τα τὴν συμ­βα­τι­κό­τη­τα τῆς ἀρχῆς αὐτῆς. Ἡ κρίση γιὰ τὴν ἐπαρ­κὴ αἰ­τιο­λό­γη­ση εἶναι πάν­το­τε ὑπο­κει­με­νι­κή: Ὅ,τι ὁ ἕνας θε­ω­ρεῖ ἐπαρ­κὲς δὲν ἰσχύ­ει κατ’ ἀνάγ­κη καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Καὶ ἂν ἐξε­τά­σου­με βα­θύ­τε­ρα τὸ πρό­βλη­μα, θὰ δοῦμε ὅτι οὐ­σια­στι­κὰ ἡ τέ­λεια ἐπαρ­κὴς αἰ­τιο­λό­γη­ση ἀπαι­τεῖ ἀπό­λυ­τη παγ­γνω­σία.
ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς ἀνα­κα­λύ­πτει τὴ σχε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψε­ως μὲ ἄλλον τρόπο καὶ γε­νι­κῶς ἀνα­ζη­τᾶ τὴ λύση τῶν ὑπαρ­ξια­κῶν προ­βλη­μά­των στὸ χῶρο τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς προ­σευ­χῆς. Στη­ρί­ζε­ται ὄχι στὴν ἀδύ­να­τη κρίση του, ἀλλὰ στὸν Με­γά­λο Θεό. Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἀπο­τε­λοῦν τὸ ἀλάν­θα­στο μέτρο, «τὸν κα­νό­να τῆς ἀλη­θεί­ας». Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση ἡ Θεία δύ­να­μη, ἡ ἴδια ἡ αἰ­ώ­νια ζωὴ καὶ ἔτσι ὁδη­γεῖ­ται νὰ πα­ρί­στα­ται πάν­το­τε ἐνώ­πιον τῆς κρί­σε­ως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μόνη δί­καιη. Κάθε ἔργο, κάθε λόγος, κάθε ἐσω­τε­ρι­κὴ κί­νη­ση τῆς σκέ­ψε­ως ἢ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, ἔστω καὶ ἡ μι­κρό­τε­ρη, ὅλα, ὑπο­βάλ­λον­ται στὴν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Χρι­στοῦ.
Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος μᾶς ἐπι­σκιά­ζει καὶ γί­νε­ται ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ δύ­να­μη ποὺ ἐνερ­γεῖ μέσα μας, τότε οἱ κι­νή­σεις τῆς ψυχῆς μας φυ­σι­κὰ πλη­σιά­ζουν στὴν τε­λειό­τη­τα τῶν ἐν­το­λῶν. Ὅταν, ὅμως, ἔρ­χον­ται οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­ως, τῆς ἄρ­σε­ως τῆς χά­ρι­τος, καὶ τὸ Θεῖο Φῶς ἐναλ­λάσ­σε­ται μὲ τὸ βαθὺ σκο­τά­δι ποὺ ξε­ση­κώ­νουν τά πάθη, τότε ὅλα με­τα­βάλ­λον­ται μέσα μας καὶ ἀρ­χί­ζει στὴν ψυχὴ με­γά­λος πό­λε­μος.
Ποι­κι­λό­μορ­φοι εἶναι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ πό­λε­μοι, ἀλλὰ ὁ πό­λε­μος κατὰ τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας εἶναι ὁ βα­θύ­τε­ρος καὶ ὁ βα­ρύ­τε­ρος. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια εἶναι ἐχθρὸς τοῦ Θείου νόμου. Δια­στρέ­φει τὴν Θεία τάξη τῶν ὄντων καὶ φέρει παν­τοῦ τὴ διά­σπα­ση καὶ τὸ θά­να­το. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ στὸ σαρ­κι­κὸ ἐπί­πε­δο, ἀλλὰ κυ­ρί­ως μαί­νε­ται στὸ δια­νο­η­τι­κὸ καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κό. Ἐγ­κα­θι­στᾶ τὸν ἑαυτό της στὴν πρώτη θέση καὶ ἀγω­νί­ζε­ται γιὰ νὰ κυ­ριαρ­χή­σει σὲ ὅλους καὶ ὅλα, ἔχον­τας ὡς κύριο ὅπλο της τὸ λο­γι­κό (ratio).
Τὸ λο­γι­κὸ προ­βάλ­λει τὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τά του καὶ ἀπορ­ρί­πτει ὡς πα­ρά­λο­γες τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μά­λι­στα τὴν ἐν­το­λὴ «Μὴ κρί­νε­τε, ἵνα μὴ κρι­θῆ­τε» (Ματθ. ζʹ 1). Λέει ὅτι ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς κρί­σε­ως ἀπο­τε­λεῖ τὸ δια­κρι­τι­κὸ προ­τέ­ρη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅτι στὴν ἱκα­νό­τη­τα αὐτὴ πε­ρι­κλεί­ε­ται ἡ ὑπε­ρο­χή του ἀπέ­ναν­τι σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρη σὲ αὐτὴν καὶ μόνο μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νὰ τὰ ἐξου­σιά­ζει ὅλα.
Τὸ λο­γι­κό, γιὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει τὴν ὑπε­ρο­χή του στὸ εἶναι, προ­βάλ­λει τὶς ἐπι­τεύ­ξεις, τὸν πο­λι­τι­σμό του. Πα­ρου­σιά­ζει πλῆ­θος ἀπο­δεί­ξε­ων, φαι­νο­με­νι­κὰ ἰσχυ­ρῶν, ποὺ ἀπο­δει­κνύ­ουν δῆθεν μὲ τὴν ἱστο­ρι­κὴ πείρα τῆς ζωῆς ὅτι αὐτὸ καὶ μόνο ἔχει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀπο­φά­σε­ως, τὸ δι­καί­ω­μα τῆς συ­στά­σε­ως ἢ δια­πι­στώ­σε­ως τῆς ἀλή­θειας. Αὐ­το­α­πο­κα­λεῖ­ται: «ὁ ρυθ­μί­ζων τὸ εἶναι λόγος».
Ἀπρό­σω­πο ὡς πρὸς τοὺς νό­μους τῆς λει­τουρ­γί­ας του τὸ λο­γι­κό, τὸ ὁποῖο εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπο­στά­σε­ως, μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέρ­γειές της σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ τοῦ πα­ρέ­χε­ται πρω­τεύ­ου­σα θέση στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, βαθ­μη­δὸν κα­τα­λή­γει στὸ ση­μεῖο νὰ ἀγω­νί­ζε­ται πιὰ ἐναν­τί­ον τῆς πηγῆς του, δη­λα­δὴ ἐναν­τί­ον τῆς «ὑπο­στα­τι­κῆς» ἀρχῆς.
Ἀνε­βαί­νον­τας, ὅπως φαν­τά­ζε­ται, ὣς τὶς ὕψι­στες κο­ρυ­φές, κα­τε­βαί­νον­τας, ὅπως νο­μί­ζει, ὣς τὶς ἔσχα­τες ἀβύσ­σους, τὸ λο­γι­κὸ προ­σπα­θεῖ νὰ ψη­λα­φή­σει τὰ ὅρια τοῦ εἶναι, γιὰ νὰ δώσει στὸ κα­θέ­να τὸν «ὁρι­σμὸ» ποὺ τοῦ ται­ριά­ζει. Κι ὅταν δὲν πε­τύ­χει τὸ σκοπό του αὐτό, κα­τα­πί­πτει ἐξαν­τλη­μέ­νο καὶ ἀπο­φαί­νε­ται: «Οὐκ ἔστι Θεός».
Συ­νε­χί­ζον­τας τὸν ἀγώνα ἐπι­κρα­τή­σε­ως, μὲ τόλμη καὶ συγ­χρό­νως μὲ νο­σταλ­γία λέει:
«Ἂν ὑπάρ­χει Θεός, πῶς εἶναι δυ­να­τὸν νὰ δεχτῶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶμαι ἐγώ»; (Ἡ ἔκ­φρα­ση ἀνή­κει σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, ποὺ ἀκο­λού­θη­σε αὐτὴ τὴν ὁδό).
Χωρὶς νὰ φθά­σει τὰ ὅρια τοῦ κο­σμι­κοῦ εἶναι, ἀπο­δί­δον­τας στὸν ἑαυτό του τὸ ἄπει­ρο, ὀρ­θώ­νε­ται ὑπε­ρή­φα­νο καὶ συμ­πε­ραί­νει:
«Ἐξε­ρεύ­νη­σα τὰ πάντα καὶ που­θε­νὰ δὲν βρῆκα κάτι με­γα­λύ­τε­ρο ἀπὸ ἐμένα· ἄρα ἐγὼ εἶμαι Θεός».
Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ νοῦς-λο­γι­κό, ὅταν σὲ αὐτὸν μόνο συγ­κεν­τρω­θεῖ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που, βα­σι­λεύ­ει καὶ ἐξου­σιά­ζει στὴν ἀφη­ρη­μέ­νη σφαί­ρα ποὺ τοῦ προ­σι­διά­ζει τόσο, ὥστε δὲν βρί­σκει τί­πο­τε ὑψη­λό­τε­ρό του καὶ ἀπο­δέ­χε­ται τε­λι­κὰ ὅτι μέσα του ὑπάρ­χει μιὰ θεία ἀρχή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχα­το ὅριο τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας καὶ συγ­χρό­νως τὸ ἔσχα­το βάθος πτώ­σε­ως καὶ σκό­τους.

Ὑπάρ­χουν ἄν­θρω­ποι ποὺ σπεύ­δουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὶς ἀπαι­τή­σεις αὐτὲς τοῦ λο­γι­κοῦ καὶ τὶς ἀπο­δέ­χον­ται σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀλή­θεια, ἀλλὰ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς τὶς πο­λε­μᾶ. Στὴ σύγ­κρου­ση αὐτὴ ἐπεμ­βαί­νουν ξένες δυ­νά­μεις. Ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον τους παίρ­νει τρα­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα καὶ ἐξαι­ρε­τι­κὴ ἔν­τα­ση, καὶ ἡ νι­κη­τή­ρια ἔκ­βα­ση γιὰ τὸν ἀσκη­τὴ δὲν εἶναι δυ­να­τὴ παρὰ μόνο μὲ τὴν πίστη ποὺ νικᾶ τὸν κόσμο. «Πᾶν τὸ γε­γεν­νη­μέ­νον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κό­σμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νι­κή­σα­σα τὸν κό­σμον, ἡ πί­στις ἡμῶν» (Αʹ Ἰωάν. εʹ 4).
Γιὰ νὰ λύσει τὰ προ­βλή­μα­τα αὐτὰ ὁ μο­να­χός, δὲν κά­θε­ται στὸ ἄνετο κά­θι­σμα ἑνὸς γρα­φεί­ου, ἀλλὰ στὴ σιγὴ τῆς νύ­χτας, μα­κριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, κρυμ­μέ­νος ἀπὸ τὰ βλέμ­μα­τα καὶ τὰ αὐτιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων γο­να­τί­ζει καὶ μὲ καυτὰ δά­κρυα ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ προ­σεύ­χε­ται:
«Ὁ Θεός, ἱλά­σθη­τί μοι τῷ ἁμαρ­τω­λῷ», ὅπως ὁ τε­λώ­νης (Λουκ. ιηʹ 13), ἤ, ὅπως ὁ Πέ­τρος:
«Κύριε, σῷσόν με» (Ματθ. ιδʹ 30).
Ἀτε­νί­ζει μὲ τὸ πνεῦ­μα του τὴν ἄβυσ­σο τοῦ «ἐξω­τέ­ρου σκό­τους» ποὺ ἀνοί­γε­ται μπρο­στά του καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προ­σευ­χή του εἶναι φλο­γε­ρή… Τὰ λόγια του ἀδυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­δεί­ξουν τὸ μυ­στή­ριο αὐτοῦ τοῦ θε­ά­μα­τος καὶ τὴ δύ­να­μη αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κρα­τή­σει πολλὰ χρό­νια, ὥσπου νὰ κα­θα­ρι­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἔρθει τὸ Θεῖο Φῶς, ποὺ θὰ ἀπο­κα­λύ­ψει τὸ ψεῦ­δος τῶν κρί­σε­ών μας καὶ συγ­χρό­νως θὰ με­τα­θέ­σει τὴν ψυχὴ στὶς ἄπει­ρες δια­στά­σεις τῆς ἀλη­θι­νῆς ζωῆς.

Μι­λή­σα­με πολ­λὲς φορὲς μὲ τὸν Γέ­ρον­τα γι’ αὐτὰ τὰ θέ­μα­τα. Ἔλεγε ὅτι ἡ αἰτία τοῦ πο­λέ­μου ἔγ­κει­ται ὄχι στὸ λο­γι­κὸ κα­θαυ­τό, ἀλλὰ στὴν ὑπε­ρη­φά­νεια τοῦ πνεύ­μα­τός μας. Μὲ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια δυ­να­μώ­νει ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας, ἐνῶ μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση ἀνα­χαι­τί­ζε­ται. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια φυ­σιοῦ­ται ἀπὸ τὴν ἐπι­θυ­μία νὰ δη­μιουρ­γή­σει τὸν δικό της κόσμο, ἐνῶ ἡ τα­πεί­νω­ση δέ­χε­ται μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεό.
Μετὰ ἀπὸ μα­κρο­χρό­νιο καὶ ἐπί­μο­νο ἀγώνα ὁ μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας ἀπέ­κτη­σε τὴ δύ­να­μη νὰ πα­ρα­μέ­νει μὲ τὸ νοῦ ἐν τῷ Θεῷ ἀπο­κρού­ον­τας τοὺς ἐπερ­χό­με­νους λο­γι­σμούς. Στὸν πό­λε­μο κατὰ τῶν ποι­κί­λων ἐχθρῶν ἔπαθε τὰ πάν­δει­να, ἀλλά, ὅταν τὸν γνω­ρί­σα­με, μι­λοῦ­σε γιὰ τὸ πα­ρελ­θὸν μὲ βα­θειὰ εἰ­ρή­νη ψυχῆς καὶ μὲ πολὺ ἁπλὲς ἐκ­φρά­σεις:
«Νοῦς πα­λαί­ει πρὸς νοῦν… ὁ νοῦς μας μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἐχθροῦ… Ὁ ἐχθρὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴ φαν­τα­σία καὶ ἐκεῖ πα­ρα­σύ­ρει καὶ μᾶς… Στὸν πό­λε­μο αὐτὸ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη ἀν­δρεία… Ὁ Κύ­ριος ἀφή­νει τὸ δοῦλο του νὰ πα­λεύ­ει, ἐνῶ ὁ Ἴδιος τὸν προ­σέ­χει ἀπὸ κοντά, ὅπως πρό­σε­χε τὸν Μέγα Ἀν­τώ­νιο, ὅταν πά­λευε μὲ τὰ δαι­μό­νια… Θυ­μά­στε βέ­βαια πὼς στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀν­τω­νί­ου ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι κα­τοί­κη­σε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα καὶ ἐκεῖ οἱ δαί­μο­νες τὸν ἔδει­ραν, μέ­χρις ὅτου ἔμει­νε ἀναί­σθη­τος. Ὁ φίλος του ποὺ τὸν ὑπη­ρε­τοῦ­σε τὸν με­τέ­φε­ρε στὸ Κυ­ρια­κὸ τοῦ χω­ριοῦ. Τὴ νύχτα, ὅταν ὁ Ἀν­τώ­νιος ξα­να­βρῆ­κε τὶς αἰ­σθή­σεις του, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸ φίλο του νὰ τὸν ξα­να­πά­ει πίσω στὸ μνῆμα. Βαριὰ ἄρ­ρω­στος ὁ Ὅσιος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ στα­θεῖ στὰ πόδια του καὶ προ­σευ­χό­ταν ξα­πλω­μέ­νος, ὁπότε δο­κί­μα­σε νέα σκλη­ρὴ ἐπί­θε­ση τῶν δαι­μό­νων. Καὶ ὅταν ὑπο­φέ­ρον­τας φο­βε­ρὰ ἀνέ­βλε­ψε καὶ εἶδε φῶς, κα­τά­λα­βε τὴν ἔλευ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μέσα στὸ φῶς. Καὶ Τοῦ εἶπε:
Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φά­νη­κες ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μοῦ ἁπα­λύ­νεις τὸν πόνο;
Κι ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀπάν­τη­σε:
Ἀν­τώ­νιε, ἐδῶ ἤμουν, ἀλλὰ πε­ρί­με­να νὰ δῶ τὸ ἀγώ­νι­σμά σου.
»Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέ­πει πάν­το­τε νὰ θυ­μό­μα­στε πὼς ὁ Κύ­ριος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὸν ἀγώνα μας ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φο­βό­μα­στε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἐπι­τε­θεῖ ὅλος ὁ ἅδης, ἀλλὰ νὰ εἴ­μα­στε ἀν­δρεῖ­οι».
«Οἱ Ἅγιοι δι­δά­χθη­καν τὸν πό­λε­μο ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ. Γνώ­ρι­ζαν ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐνερ­γοῦν μὲ τὸ δό­λω­μα τῶν λο­γι­σμῶν καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ δὲν δέ­χον­ταν τοὺς λο­γι­σμούς. Ὁ λο­γι­σμὸς στὴν ἀρχὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν καλός, ἀλλὰ ὕστε­ρα ἀπο­σπᾶ τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ ἀρ­χί­ζει κα­τό­πιν νὰ πε­ρι­πλέ­κει τὶς σκέ­ψεις. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγ­κη νὰ ἀπορ­ρί­πτου­με ἀμέ­σως κάθε λο­γι­σμό, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαί­νε­ται καλός, καὶ νὰ ἔχου­με κα­θα­ρὸ τὸ νοῦ μας ἐν τῷ Θεῷ. Ἂν πα­ρό­λα αὐτὰ ἔλθει κά­ποιος λο­γι­σμός, τότε δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς πιά­νει τα­ρα­χή, ἀλλὰ μὲ με­γά­λη ἐλ­πί­δα στὸν Θεὸ νὰ μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χή… Δὲν πρέ­πει νὰ τα­ρά­ζε­ται ὁ ἀσκη­τής, γιατὶ οἱ ἐχθροὶ χαί­ρον­ται καὶ μὲ τὴ σύγ­χυ­σή μας… Προ­σεύ­χε­σθε καὶ ὁ λο­γι­σμὸς θὰ φύγει… Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν Ἁγίων».
Γέ­ρον­τας ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια δὲν γνω­ρί­ζει τέλος στὶς ἀξιώ­σεις της: Στὰ γρα­πτά του ὑπάρ­χει ἡ ἑξῆς πα­ρα­στα­τι­κὴ πα­ρα­βο­λή:
«Ἕνας κυ­νη­γὸς ἀγα­ποῦ­σε πολὺ νὰ πε­ρι­φέ­ρε­ται στὰ δάση καὶ τοὺς κάμ­πους γιὰ κυ­νή­γι. Κά­ποια ἡμέρα κυ­νη­γών­τας γιὰ πολλὴ ὥρα ἀνέ­βαι­νε σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ κι ἐπει­δὴ κου­ρά­στη­κε κά­θι­σε σὲ μιὰ με­γά­λη πέτρα. Βλέ­πον­τας ἕνα σμῆ­νος ἀπὸ που­λιὰ νὰ πετᾶ ἀπὸ τὴ μία κο­ρυ­φὴ στὴν ἄλλη σκέ­φτη­κε: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε φτερὰ στὸν ἄν­θρω­πο, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ πε­τά­ει”; Ἐκεί­νη τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο περ­νοῦ­σε ἕνας τα­πει­νὸς ἐρη­μί­της καὶ γνω­ρί­ζον­τας τὶς σκέ­ψεις τοῦ κυ­νη­γοῦ τοῦ εἶπε:
»Συλ­λο­γί­ζε­σαι γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε φτερά. Ἀλλὰ ἂν σοῦ δώσει φτερά, πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Τὰ φτερά μου εἶναι ἀδύ­να­τα καὶ μ’ αὐτὰ δὲν μπορῶ νὰ πε­τά­ξω ὣς τὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρ­χει ἐκεῖ”. Καὶ ἂν σοῦ δο­θοῦν τέ­τοια δυ­να­τὰ φτερά, ποὺ νὰ μπο­ρέ­σεις νὰ ἀνε­βεῖς ὣς τὸν οὐ­ρα­νό, καὶ τότε θὰ εἶσαι ἀνι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ θὰ πεῖς: “Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω τί γί­νε­ται ἐδῶ”. Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κα­τα­λά­βεις, τότε καὶ πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “γιατί ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄγ­γε­λος”; Καὶ ἂν γί­νεις ἄγ­γε­λος, τότε καὶ πάλι θὰ εἶσαι δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Γιατί δὲν εἶμαι Χε­ρου­βείμ”; Καὶ ἂν γί­νεις Χε­ρου­βείμ, τότε θὰ πεῖς: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀφή­νει νὰ κυ­βερ­νῶ τὸν οὐ­ρα­νό”; Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κυ­βερ­νᾶς τὸν οὐ­ρα­νό, τότε δὲν θὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖς καί, σὰν κά­ποιον ἄλλον, θὰ ζη­τή­σεις μὲ αὐ­θά­δεια πε­ρισ­σό­τε­ρα. Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ τα­πει­νώ­νε­σαι καὶ θὰ εἶσαι ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος μὲ ὅ,τι σοῦ δί­νε­ται καὶ τότε θὰ ζεῖς μὲ τὸν Θεό».
κυ­νη­γὸς εἶδε ὅτι ὁ ἐρη­μί­της εἶπε τὴν ἀλή­θεια καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Θεό, ἐπει­δὴ τοῦ ἔστει­λε τὸ μο­να­χό, γιὰ νὰ τὸν συ­νε­τί­σει καὶ νὰ τὸν δι­δά­ξει τὸν ὁδὸ τῆς τα­πει­νώ­σε­ως.
Γέ­ρον­τας ὑπο­γράμ­μι­ζε μὲ ἐπι­μο­νὴ ὅτι ἡ ὁδὸς τῶν ἁγίων ἔγ­κει­ται στὸ ὅτι μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση κα­θα­ρί­ζουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ κάθε φαν­τα­σία:
«Ἔλε­γαν οἱ Ἅγιοι: Θὰ τι­μω­ρη­θῶ στὸν ἅδη. Καὶ αὐτό, πα­ρό­λο ποὺ ἔκα­ναν θαύ­μα­τα. Γνώ­ρι­ζαν ἀπὸ τὴν πείρα ὅτι, ἂν ἡ ψυχὴ κα­τα­δι­κά­ζει τὸν ἑαυτό της στὸν ἅδη, ἀλλὰ συγ­χρό­νως ἐλ­πί­ζει στὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ δύ­να­μη τοῦ Θεοῦ ἔρ­χε­ται σὲ αὐτὴν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα μαρ­τυ­ρεῖ φα­νε­ρὰ τὴ σω­τη­ρία. Μὲ τὴν αὐ­το­κα­τά­κρι­ση ἡ ψυχὴ τα­πει­νώ­νε­ται καὶ δὲν ὑπάρ­χουν πιὰ μέσα της λο­γι­σμοί, ἀλλὰ στέ­κε­ται μὲ κα­θα­ρὸ νοῦ μπρο­στὰ στὸν Θεό.
»Νά ἡ πνευ­μα­τι­κὴ σοφία».

ἄν­θρω­πος τρυ­πά­ει τὴ γῆ μὲ γε­ω­τρύ­πα­νο, γιὰ νὰ ἐξο­ρύ­ξει πε­τρέ­λαιο ἀπὸ τὰ ἔγ­κα­τά της, καὶ πε­τυ­χαί­νει τὸ σκοπό του. Μὲ τὸ λο­γι­κὸ δια­περ­νᾶ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν οὐ­ρα­νό, σκο­πεύ­ον­τας νὰ ἁρ­πά­ξει τὸ πῦρ τῆς Θε­ό­τη­τας, ἀλλὰ ἐξαι­τί­ας τῆς ἀλα­ζο­νί­ας του ὁ Θεὸς τὸν ἀπω­θεῖ.
Οἱ Θεῖες θε­ω­ρί­ες προ­σφέ­ρον­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὄχι ὅταν τὶς ἐπι­διώ­κει ἔχον­τας κυ­ρί­ως αὐτὲς ὡς στόχο, ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ κα­τέρ­χε­ται στὸν ἅδη τῆς με­τα­νοί­ας καὶ αἰ­σθά­νε­ται ἀλη­θι­νὰ τὸν ἑαυτό της χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ θε­ω­ρί­ες, ὅμως, ποὺ κα­τα­κτῶν­ται μὲ τὴ βία τοῦ λο­γι­κοῦ, δὲν εἶναι ἀλη­θι­νές, δη­λα­δὴ θείας προ­ε­λεύ­σε­ως, ἀλλὰ «κατὰ τὸ δο­κοῦν». Καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ «δο­κοῦν» θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀλή­θεια, τότε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που δη­μιουρ­γεῖ­ται μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ πα­ρεμ­πο­δί­ζει ἀκόμη καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐνέρ­γειας τῆς χά­ρι­τος, δη­λα­δὴ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.
Μὲ τὴ θε­ω­ρία ποὺ ἐνερ­γεῖ ἡ χάρη ἀπο­κα­λύ­πτον­ται πράγ­μα­τα ποὺ ὑπερ­βαί­νουν καὶ τὴν πιὸ δη­μιουρ­γι­κὴ φαν­τα­σία, ὅπως λέει σχε­τι­κὰ ὁ θεῖος Παῦ­λος: «ἃ ὀφθαλ­μὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καὶ ἐπὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀνέβη» (Αʹ Κορ. βʹ 9). Ὅταν πα­ρό­μοια μὲ τοὺς Ἀπο­στό­λους ὁ ἄν­θρω­πος ἁρ­πα­γεῖ μὲ τὴ χάρη στὴν ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, ἔπει­τα θε­ο­λο­γεῖ «δι­η­γού­με­νος» ὅ,τι εἶδε καὶ γνώ­ρι­σε. Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ θε­ο­λο­γία δὲν εἶναι ἐπι­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ ἢ ἀπο­τέ­λε­σμα κρι­τι­κῶν με­λε­τῶν, ἀλλὰ ἐκμυ­στή­ρευ­ση γιὰ τὴν ἀνώ­τε­ρη ἐκεί­νη ὕπαρ­ξη, στὴν ὁποία εἰ­σῆλ­θε ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Ἄλ­λο­τε πα­ρέ­χε­ται καὶ λόγος γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση τῶν βλε­πο­μέ­νων, ἄλ­λο­τε ὑπάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες στὴν ἐξεύ­ρε­ση λόγων καὶ ἐν­νοιῶν ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν, ἔστω καὶ κατὰ προ­σέγ­γι­ση, αὐτὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ κάθε γήινη εἰ­κό­να καὶ ἔν­νοια. Πα­ρό­λες, ὅμως, αὐτὲς τὶς δυ­σκο­λί­ες καὶ τὴν ἀνα­πό­φευ­κτη ποι­κι­λο­μορ­φία στὴν ἔκ­φρα­ση, ὅποιος γνώ­ρι­σε, αὐτὸς θὰ δια­κρί­νει σὲ ὁποια­δή­πο­τε λε­κτι­κὴ μορφὴ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία ἀπὸ τὴν ἀπα­τη­λὴ θε­ω­ρία τοῦ λο­γι­κοῦ στο­χα­σμοῦ, ὅσο με­γα­λο­φυ­ὴς καὶ ἂν εἶναι αὐτός.

Πηγή

  • Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ). Ὁ Ἅγιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀθω­νί­της. Με­τα­γλώτ­τι­ση τῆς στʹ ἐκ­δό­σε­ως στὴ δη­μο­τι­κή, δέ­κα­τη ἕκτη ἔκ­δο­ση, Ἱερὰ Σταυ­ρο­πη­για­κὴ Μονὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσσεξ Ἀγ­γλί­ας, 2015, Μέ­ρος Αʹ «Βίος καὶ δι­δα­σκα­λία τοῦ Ἁγίου Σι­λουα­νοῦ», Κε­φά­λαιο ΣΤʹ «Τὰ εἴδη τῆς φαν­τα­σί­ας καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της».

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Απόγνωση. Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ.


Χριστός Ανέστη!
      Αγαπητή, καλή μου Μαρία, ειρήνη σ’ εσένα από τον Κύριο.
    Όταν μιλώ για «απόγνωση», δεν εννοώ κάποια σκυθρωπότητα, κάποια δυσφορία σαν από δυσπεψία, αϋπνία κλπ… Όχι. Η ουσία της απογνώσεως είναι η απώλεια της ελπίδας, της «προσδοκίας» να φθάσουμε τη θεία αιωνιότητα. Οι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Κυρίως οι άνθρωποι του «πολιτισμένου», «ουμανιστικού αιώνα μας … Να «σκοτώσει» όμως κάποιος εντελώς μέσα του την ικανότητα του ανθρωπίνου πνεύματος να προσλάβει την αιωνιότητα δεν είναι σε όλους κατορθωτό. Και εκείνοι που το κατόρθωσαν, ζουν όπως ζουν και τα ζώα. Εκείνοι όμως που δεν το κατόρθωσαν, ζουν σε καταστάσεις κρυφής εσωτερικής συγκρούσεως. Έτσι η δύστυχη Αλεξάνδρα μας πέρασε τη ζωή της χωρίς να καταλαβαίνει τον ίδιο τον εαυτό της. Εγώ όμως δεν απελπίζομαι τελείως γι’ αυτήν, διότι ήταν άνθρωπος κατά βάθος τίμιος, και στη συνάντηση με τη νέα πραγματικότητα πιστεύω ότι θα επιλέξει την αληθινή και αιώνια.

Τελώντας την Λειτουργία προσεύχομαι βεβαίως για όλο τον κόσμο και δεν αμφιβάλλω ότι, ωσότου προσφέρεται στον κόσμο αυτό η θυσία αυτή της αγάπης, ο κόσμος θα διατηρηθεί στην ύπαρξή του. Όταν όμως θα παύσει να προσφέρεται η θυσία αυτή, τότε αναπόφευκτα ο κόσμος θα κατακαεί στο πυρ του γενικού μίσους. Ναι, ακόμη και ως σήμερα δεν βλέπουμε στους αιώνες που πέρασαν τέτοια εποχή, κατά την οποία ο Χριστιανισμός έγινε σοβαρά δεκτός από τις ανθρώπινες μάζες. Μπορούμε ακριβέστερα να πούμε ότι η απουσία της αγάπης του Χριστού από τις ψυχές εκείνων που με τη βία επάνω στους πιο αδύνατους άρπαξαν την εξουσία, οδήγησε στις φοβερές παραμορφώσεις όλης της ζωής της ανθρωπότητος, και εξαιτίας αυτού έγινε αδύνατη σε όλους η σαφής αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Στην τύφλωση από το μίσος οι άνθρωποι χάνουν τελείως την αίσθηση αυτή, και τότε γι’ αυτούς «πεθαίνει ο Θεός». Για την επιβεβαίωση της σκέψεώς μου έστρεψα από πολλού ήδη την προσοχή μου στο ότι και τα τέσσαρα Ευαγγέλια αρχίζουν με αναφορά στην προφητεία του Ησαΐου:
«Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου … Πάσα φάραγξ (δηλαδή υποβάθμιση και άσκηση βίας επάνω στους ανθρώπους) πληρωθήσεται και παν όρος (δηλαδή βίαιη κυριαρχία επάνω στους αδεσφούς) ταπεινωθήσεται … και αι τραχείαι εις οδούς λείας, και (μόνο τότε) όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού»[1].
Αν βρεις, να διαβάσεις τον υπέροχο εικοστό τέταρτο λόγο του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου … Ο άγιος αυτός, σε συμφωνία με όλους εκείνους που προηγήθηκαν από αυτόν και με εκείνους που ήρθαν στον κόσμο μετά από αυτόν, λέει ότι «ο Θεός για τη ζωή στον κόσμο αυτό δημιούργησε πατέρα και υιό και όχι δούλο και μισθωτό … Η δουλεία προήλθε από την μεταξύ των ανθρώπων έχθρα, εξαιτίας της οποίας άρχισαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου και ο ένας να υποδουλώνει τον άλλον. Και η εξαγορά των ανθρώπων εξαιτίας της φτώχιας και των ελλείψεων, που άρχισαν να κυριεύουν τους πιο αδυνάτους λόγω της απληστίας και της πλεονεξίας των ισχυροτέρων … Χωρίς βία και φτώχια κανένας δεν θα γινόταν δούλος ή μισθωτός …».
Αυτός ο παραμορφωμένος από το μίσος των ανθρώπων κόσμος κρύβει από την όραση το Υπέροχο Πρόσωπο του Θεού. Ο Θεός δεν ενεργεί με βία· διαφυλάσσει με άγιον τρόπο την ελευθερία εκείνου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Επιπλέον βλέπει με υπομονή και τις κακές ακόμη εκδηλώσεις της ελευθερίας του ανθρώπου. Και η υπομονή Του αυτή θα διατηρηθεί τόσο, ώστε να γίνει δυνατή η εμφάνιση του αντιχρίστου, που θα αποπειραθεί να παραμερίσει τον Αληθινό Θεό και ακολούθως να ανακηρύξει θεό τον εαυτό του. Την οδό του αντιχρίστου θα συνοδεύσει αναπόφευκτα άσκηση παγκόσμιας βίας … Πολλοί θα σκανδαλισθούν με αυτό. Θα εγερθεί σ’ αυτούς το ερώτημα: Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Πού είναι η Πρόνοιά Του για κάθε κτίσμα; Ανάμεσα σ’ αυτούς που σκανδαλίστηκαν ήταν και η δική μας φτωχή Αλεξάνδρα. Δεν αντιλήφθηκε τις οδούς του Θεού και υπερασπιζόμενη το ανθρώπινο δίκαιο απέρριψε τη δικαιοσύνη του Θεού. Τώρα όμως που βρέθηκε σε συνθήκες που μπορεί να δει ότι ο Θεός είναι δυνατός και μετά θάνατον να δώσει στον άνθρωπο το πλήρωμα της ζωής και της μακαριότητος, με απλότητα και χαρά θα προχωρήσει στη συνάντησή Του: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται»[2].
Πάλι και πολλές φορές ακόμη: Χριστός Ανέστη! Με μεγάλη αγάπη, ο δικός σου Σωφρόνιος 25 Μαΐου 1971       Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ