Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Η χαρισματική γνώση π. Σωφρόνιου

Εφόσον η γνώση της αλήθειας είναι ουσιαστικά προσωπική και απαιτεί την κοινωνία στο Είναι, αναφέρεται στον όλο άνθρωπο και υπερβαίνει τη δύναμη και το εύρος της διανοητικής φιλοσοφίας και επιστήμης, το ερώτημα που γεννάται είναι για τη μορφή που λαμβάνει αυτή η προσωπική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε τα γνωρίσματα αυτού που ονομάζουμε «χαρισματική γνώση» και η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με τη «χαρισματική θεολογία», που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Με απλά λόγια η «χαρισματική γνώση», σύμφωνα με τα λόγια του π. Σωφρόνιου, «φωτίζει τον νουν δια νέας θεωρίας»[75], ένα δώρο που αποκαλύπτεται όταν ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το άκτιστο Φως του προσωπικού Θεού. «Χαρισματική γνώση» είναι ουσιαστικά η γνώση του Θεού που ο ίδιος ο Θεός χαρίζει σε εκείνους που είναι σε θέση να δεχθούν την έλευσή Του[76]. Είναι πραγματικότητα που βιώνεται άμεσα. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Εκ της Βιβλικής διηγήσεως βλέπομεν ότι πάσα νέα αποκάλυψις εγίνετο δεκτή ως Θεοφάνεια, ως άμεσος ενέργεια του Θεού»[77]. Και αλλού λέει: «η θεία χάρη βάζει λόγο στην καρδιά και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να βεβαιώσει ακριβώς τι και πώς θα είναι»[78].
Το παραπάνω απόσπασμα οδηγεί σε μια άλλη πτυχή της «χαρισματικής γνώσης». Εάν αυτή η γνώση κατέρχεται στον άνθρωπο άμεσα και υπερβαίνει τις λεκτικές περιγραφές, πώς μπορεί κανείς να την εμπιστευθεί; Υπάρχουν τουλάχιστον τρία δεδομένα που ο π. Σωφρόνιος προτείνει ως κριτήρια για την Αλήθεια και τη βεβαιότητα της εμπειρίας. Το πρώτο είναι η συναίνεση της πατερικής και βιβλικής παράδοσης, δηλαδή να συγκρίνει κάποιος τις υπαρξιακές εμπειρίες του για τον Θεό, με τις περιγραφές των Αγίων Πατέρων. Σ' αυτό ο π. Νικόλαος παραθέτει τα λόγια του π. Σωφρονίου:
Γράφει ότι, αν και η θεωρία του Θεού είναι προσωπική, "Όμως η γνώση την οποία προσφέρει έχει έναν ιδιότυπο αντικειμενικό χαρακτήρα, τον οποίο επανειλημμένα παρατηρούμε ανά τους αιώνες στους βίους πολλών ατόμων, ταυτόσημο σε μεγάλο βαθμό τόσο στην πείρα τους όσο και στον αυτοπροορισμό τους."[79]
Για τον π. Σωφρόνιο οι υψηλές αποκαλύψεις του δικού του γέροντα δίδουν ένα διασαφηνισμένο εμπειρικό προσανατολισμό. Αν κανείς βιώσει έστω και μία φορά αυτήν την Αλήθεια, θα μπορεί εύκολα να την αναγνωρίσει στα λόγια των Γραφών, των Αγίων και της υμνολογίας της Εκκλησίας. «Η περιγραφή των οράσεων τούτων διατυπούται ποικιλοτρόπως… Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου της περιγραφής, εκείνος, όστις είχε την εμπειρίαν των Άνωθεν επισκέψεων, θα εννοήσει περί τίνος γίνεται λόγος και θα αναγνωρίσει την όπισθεν αυτών κεκρυμμένην πραγματικότητα»[80].
Τα άλλα δύο κριτήρια τα λαμβάνει από τα λόγια του Αγίου Σιλουανού. Το πρώτο έχει να κάνει με την προσεκτική παρατήρηση του "καρπού" της θεωρίας. [81] Μετά από μία υπαρξιακή εμπειρία πρέπει να εξετάσει κανείς τον εαυτό του και τα συναισθήματά του. Βιώνει υπερήφανους ή αδιάφορους λογισμούς;
Αισθάνεται μελαγχολία ή διέγερση; Αν η απάντηση είναι θετική, αποτελεί σαφής ένδειξη ότι η εμπειρία δεν προήλθε από τον Θεό. Ο π. Σωφρόνιος παραθέτει τα λόγια του Αγίου Σιλουανού στο σημείο αυτό:
Το Άγιον Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης, και διδάσκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον… Το πνεύμα της πλάνης δεν δύναται να δώση την αληθινήν γλυκύτητα. Φέρει μόνον ταραχώδη τινά γλυκύτητα κενοδοξίας… Είναι πεπληρωμένον ψυχράς αδιαφορίας, υπερηφανίας, ή και απογνώσεως… Εκ των σημείων τούτων δύνασαι ευκρινώς να διακρίνης την Θείαν χάριν από της πλάνης του εχθρού. [82]
Τα σημάδια της πλάνης είναι σαφή όσο και η αγάπη, η ειρήνη και η γλυκύτητα, που χαρακτηρίζουν την πραγματική συνάντηση με τον Θεό. Σε περιπτώσεις αληθινής εμπειρίας του Θεού βιώνει κανείς μια βαθιά αγάπη ακόμη και για τον εχθρό, για όλο τον κόσμο: «[Τούτο] κριτήριον κατείχεν εν τη ψυχή του Γέροντος όλως Ιδιαιτέραν και αναντίρρητον θέσιν. Έλεγεν: "… Όπου δεν υπάρχει αγάπη προς τους εχθρούς και τους αμαρτωλούς, εκεί δεν υπάρχει πνεύμα Κυρίου"»[83].
Το τρίτο και τελευταίο κριτήριο είναι της απόλυτης βεβαιότητας[84] που δίδει Θεός σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα από ένα απερίγραπτο τρόπο. Γράφει: «Όταν εκχέηται επί του ανθρώπου η ευδοκία του Θεού, τότε απουσιάζει εκ της ψυχής πάσα τάσις προς έκφρασιν της πείρας εις λογικάς εννοίας και ερμηνείας.
Η ψυχή γνωρίζει αληθώς δι' αναποδείκτου, αλλά και μη εχούσης χρείαν αποδείξεων, γνώσεως ότι ζει εν τω αληθινώ Θεώ»[85]. Ο π. Σωφρόνιος καταγράφει μία κατάσταση η οποία υπερβαίνει τις διανοητικές περιγραφές. Αυτά ακριβώς τα άρρητα λόγια επιβεβαιώνουν τους περιορισμούς της ανθρώπινης λογικής, όπως καταγράφεται στη φιλοσοφία και την επιστήμη, όταν καλείται να προσεγγίσει ερμηνευτικά αυτές τις εμπειρίες, που συναντούμε στους βίους των Αγίων και στην Αγία Γραφή. Αυτή η μορφή γνώσης ως άμεσο δώρο από τον Θεό περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που λέμε «χαρισματική γνώση».
Ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) σημειώνει τη δυσκολία για όσους δεν στερούνται της χαρισματικής αυτής εμπειρίας.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Ισχυρισμός του γέροντα Σωφρονίου θα έχει πάντα χαρακτήρα αναπόδεικτο, όταν εξετάζεται "έξωθεν" και αντικειμενικά. Ο γέροντας Σωφρόνιος, μπροστά σ' αυτήν την πραγματικότητα, διατηρεί απλώς τη βεβαιότητά του ζητώντας παράλληλα από τους επικριτές του να "βιώσουν" οι ίδιοι υπαρξιακά τα όσα λέει, ιδίως δια της προσευχής. [86]
Στο σημείο αυτό συνειδητοποιούμε το νόημα της φράσης «έρχου και ίδε» του ευαγγελίου (Ιωάννης 1,46). Τελικά, ο μόνος τρόπος για να επιβεβαιώνει ή να απορρίπτει κάποιος την εμπειρική αλήθεια είναι να ακολουθεί τη μεθοδολογία της Εκκλησίας, της Πατερικής διδασκαλίας έως ότου αποκτήσει την αυτογνωσία.
Παρότι ο π. Σωφρόνιος αναφέρεται στη γνώση ως βαθιά ριζωμένης στην παράδοση της Εκκλησίας, ωστόσο την επαναπροσφέρει εντός των σύγχρονων ρευμάτων της φιλοσοφίας και θεολογίας. Μ' αυτόν τον τρόπο διατυπώνει νέες ιδέες και προοπτικές στα σύγχρονα προβλήματα της επιστημολογίας, καλώντας στον αναγκαίο έλεγχο των ανεξέλεγκτων διανοητικών εικασιών της εποχής μας. Ένα τέτοιο θεμέλιο στην διαδικασία πρόσκτησης της γνώσης και ειδικά της Θεογνωσίας έχει σημαντικές συνέπειες, κατά την άποψη του π. Σωφρόνιου, στην ακαδημαϊκή θεολογία.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναλύσουμε τις προϋποθέσεις για την απόκτηση αυτής της γνώσης. Αυτές τις προϋποθέσεις, τις υπαινιχθήκαμε, όταν αναφερθήκαμε στην προσωπική κοινωνία στο Είναι. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της ζωντανής και ενεργού κοινωνίας, σε αντίθεση με την αφηρημένη αντικειμενοποίηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης;
Σημειώσεις:

75. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 103(67).
76. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 126(123) και Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203, «Η κάθε γνώση μας για τον Θεό δεν είναι παρά η κεκρυμμένη ενέργεια του Θεού μέσα μας».
77. Περί προσευχής, σελ. 128(125).
78. Αρχιμ. Σωρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας: Η αλληλογραφία του Γέροντος Σωφρονίου με τον Δ. Μπάλφουρ., μεταφραστής Αρχιμ. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 20062, σελ. 93.
79. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 90(66).
80. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 251(163).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου