Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Πρώτο Κεφάλαιο:
Η γνώση κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο
B.
Φιλοσοφική και
επιστημονική γνώση
Διαφάνηκε από τα προηγούμενα ότι ο π. Σωφρόνιος δεν απορρίπτει τη
φιλοσοφία ούτε την επιστήμη. Δεν έχει πρόβλημα να υιοθετήσει τα
συμπεράσματά τους, όταν είναι ορθά και χρήσιμα, ούτε διατείνεται ότι
η φιλοσοφική και επιστημονική γνώση δεν είναι πραγματικά γνώση.
Αντιθέτως επαινεί τα οφέλη της διανοητικής γνώσης, όταν συνδυάζεται
με την αγιοπνευματική ζωή και την υπαρξιακή εμπειρία κάποιου που
έχει γνωρίσει τον Θεό μέσω της άμεσης αποκαλυπτικής εμπειρίας.
Αυτό που είναι βέβαιο για τον π. Σωφρόνιος είναι ότι η Αλήθεια και η
Θεογνωσία δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης φιλοσοφίας. Όταν η
μεθοδολογία της φιλοσοφίας και της επιστήμης -με τους υφιστάμενους
περιορισμούς των- αναγκαστικά χρησιμοποιούνται από τη θεολογία, αυτό
έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη διατύπωση λανθασμένων συμπερασμάτων
και πλάνες. Αυτό συνήθως εκδηλώνεται με την υπερβολική σημασία που
δίδεται στην ανθρώπινη λογική και φαντασία. Τα προβλήματα που
απορρέουν για την ακαδημαϊκή θεολογία και για τη σωτηρία του
ανθρώπου σε γενικές γραμμές δεν μπορούν να υπερεκτιμηθούν.
Ο π. Σωφρόνιος είναι πολύ σαφής: «Δυνάμεθα να είπωμεν ότι ο
Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατ' εξοχήν ζωή»51,
και πάλι «Ο Χριστιανισμός δεν είναι "φιλοσοφία" ή "διδασκαλία", αλλά
ζωή»52. Επειδή ο
Χριστιανισμός είναι ουσιαστικά μια «ζωή» και όχι κάποιο φιλοσοφικό
σύστημα, η πρώτη προϋπόθεση για την εμπειρία της γνώσης του Θεού
είναι η αυτοαποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο για να τον
καταστήσει κοινωνό της μακαρίας ζωής Του:
"Και η κτιστή αυτή υπόστασις υπέρκειται παντός ορισμού. Η
επιστημονική και φιλοσοφική γνώσις εκφράζεται δι' εννοιών και
ορισμών. Η υπόστασις όμως είναι ον ασύλληπτον εις την φιλοσοφικήν ή
την επιστημονικήν μορφήν γνώσεως. Ως ο Θεός, ούτω και η ανθρωπίνη
υπόστασις μένει έως τέλους αδιαφανής εκ των έξω, εκτός εάν η ιδία
αποκαλυφθή εις ετέραν υπόστασιν". 53
Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο, ο πνευματικός άνθρωπος και κάθε άνθρωπος
γενικά περιφέρεται στο σκοτάδι της άγνοιας μέχρι τη στιγμή της
προσωπικής επαφής του Θεού μαζί του.
54
Το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι κάποια αφηρημένη φιλοσοφία,
αλλά μια δραστηριότητα μια ζωή, και ότι αυτό απαιτεί τη δράση του
Θεού προς εμάς, συνειδητοποιείται και από τη γενική ανικανότητα της
ανθρώπινης διάνοιας για την απόκτηση γνώσης του Θεού.55
Υπάρχει μεθοδολογία στο να56
δεχθεί κανείς την αποκάλυψη της γνώσης του Θεού -ολόκληρη η παράδοση
των δογμάτων και της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας το μαρτυρεί-
57 αλλά η μέθοδος αυτή διαφέρει
από εκείνη της διανοητικής και φιλοσοφικής μεθόδου:
"Όπως εκάστη ορθολογιστική κοσμοθεωρία έχει την λογικήν αυτής
ακολουθίαν, την διαλεκτικήν αυτής, ούτω και ο πνευματικός κόσμος
έχει την ιδίαν αυτού δομήν και διαλεκτικήν. Η διαλεκτική όμως της
πνευματικής εμπειρίας είναι κατά το πλείστον ιδιότυπος και δεν
συμπίπτει προς την πορείαν της συνήθους διανοήσεως".
58
Η όντως αλήθεια δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης φιλοσοφίας.
Ταυτόχρονα η απόκτηση αυτής της γνώσης δε δεσμεύεται από την
διαλεκτική ικανότητα του ανθρώπου. Επίσης, δεν είναι δυνατό να
οδηγηθούμε στην αληθινή γνώση του Θεού όταν χρησιμοποιούμε μόνο την
ανθρώπινη λογική: «...Δεν είναι δυνατόν να φθάσει κάποιος στη γνώση
του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως»59.
Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη διάνοια δεν επαρκεί για την
απόκτηση της γνώσης του Θεού60.
Όλη η ανθρώπινη, επιστημονική γνώση έχει σχετικό χαρακτήρα όταν
συγκρίνεται με την υπαρξιακή γνώση του Θεού δοσμένη στην κατάσταση
της κοινωνίας στο Είναι. 61
Ποιος είναι ωστόσο ο λόγος για την ανεπάρκεια της ανθρώπινης
διάνοιας; Ο π. Ζαχαρίας (Ζάχαρου) το θέτει πολύ ωραία:
«Όταν στηρίζεται στην πειστικότητα της δικής του λογικής κρίσης και
βούλησης, ο άνθρωπος υφίσταται την πρώτη αποξένωση και πέφτει στη
λουσιφερική αυταπάτη της αυτοθέωσης, χτίζοντας έναν τοίχο ανάμεσα
στον εαυτό του και τον Θεό»62.
Ο λόγος είναι σαφής, εάν λάβουμε υπόψη τον τρόπο κατάκτησης της
συμβατικής γνώσης ως διανοητικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο οι
διανοητικές λειτουργίες κατευθύνονται προς τα έξω, προς τα φαινόμενα δια της
οράσεως και γενικότερα όλων των αισθητηριακών οργάνων. Στόχος η απόκτηση γνώσης
για όλα όσα υπάρχουν. Το πρόβλημα όμως που υφίσταται, είναι ότι δεν υπάρχει
ουσιαστική και πραγματική ενότητα, η οποία συνδέει το πολύμορφο της
αισθητηριακής εμπειρίας. Εδώ ακριβώς επεμβαίνει η ανθρώπινη διάνοια για να
καταλήξει σε μια σύνθεση που δεν υπάρχει αντικειμενικά, που είναι μάλλον μια
τεχνητή ενότητα που δημιουργήθηκε από το νου. Όπως γράφει ο π. Σωφρόνιος, «...Η
ενότης εκείνη ...δεν είναι τι πραγματικώς και αντικειμενικώς υπάρχον, αλλ' απλώς
ιδιάζουσά τις εις αυτόν μορφή αφηρημένης διανοήσεως»63.
Για το λόγο αυτό, η γνώση που αποκτήθηκε μέσω της διανοητικής δραστηριότητας
είναι πάντα επιρρεπής στη συστηματοποίηση και στη συμπλήρωση των κενών στη
διαδικασία της πρόσκτησης της γνώσης. Η πραγματικότητα αυτή, συνειδητά ή
ασυνείδητα, μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σε πολλές περιπτώσεις.
64
Ο π. Σωφρόνιος αντιπαραβάλλει αυτό το είδος της περιορισμένης,
σύνθετης γνώσης με την άμεση, βιωματική γνώση μέσα από την προσωπική
κοινωνία στο Είναι. Η εμπειρική γνώση, της οποίας τα αποτελέσματα
στηρίζονται στην ενότητα (τόσο με τον Θεό όσο και με τον κτιστό
κόσμο), χαρίζει στον άνθρωπο τη βεβαιότητα και την αλήθεια, έστω και
εάν είναι δύσκολο στο
να τη γευθούμε. 65 Ο π.
Σωφρόνιος το εκφράζει αυτό με έναν άλλο τρόπο:
"Η Ορθόδοξος ενόρασις του Θεού δεν είναι αφηρημένη θεωρία του
Αγαθού, της Αγάπης και των λοιπών. Δεν είναι ούτε και απλή απέκδυσις
του νοός από πασών των εικόνων και εννοιών. Η αληθής θεωρία δίδεται
υπό του Θεού δια της ελεύσεως αυτού εις την ψυχήν... Αφηρημένως όμως
ουδέν ενοράται". 66
Ουσιαστικά οι περιορισμοί της φιλοσοφικής γνώσης αναγκάζουν τον
άνθρωπο να παρακούσει την εντολή της Γραφής «το Πνεύμα μη σβέννυτε»
(Θεσ. A' 5, 19), και να δημιουργήσει παρεκκλίσεις από τη Θεογνωσία.67
Θα δούμε στη συνέχεια πώς ακριβώς η φιλοσοφική και επιστημονική
προσέγγιση της γνώσης του Θεού προκαλεί αυτές τις παρεκκλίσεις.
Ο π. Σωφρόνιος τοποθετείται σε πολλά σημεία των γραπτών του για το
ζήτημα αυτό.68 Το κύριο
μέλημα που περιβάλλει τον τρόπο με τον οποίο συλλογιέται η επιστήμη
από τη φύση της έχει να κάνει με την τάση να αντικειμενοποιεί τα
πράγματα και να τα συσχετίζει μεταξύ τους ως ένα «τι». Αυτό προκαλεί
στρεβλώσεις, όταν εφαρμόζεται στη θεολογία, δηλαδή, όταν κάποιος
συσχετίζει τον Θεό ως ένα αντικείμενο, ένα «τι» και όχι ως μία
υπόσταση, ένα πρόσωπο, ένας «τις».69
Ο π. Σωφρόνιος περιγράφει την κύρια πλάνη που προκύπτει απ' αυτό:
"Πεπεισμένος περί της σχετικότητος της λίαν ατελούς εν αυτώ
υποστατικής αρχής ο άνθρωπος συμπεραίνει λογικώς ότι είναι
ανεπίτρεπτον να προβάλη την αρχήν ταύτην εις το απόλυτον. Ως εκ
τούτου είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της φυσικής διανοίας εις την
ιδέαν μιας Υπερπροσωπικής Αρχής, ήτις υπερβαίνει παν το σχετικόν".70
Η ανθρώπινη λογική ακολουθώντας τις μεθόδους της επιστήμης φτάνει
στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Θεός πρέπει να είναι απρόσωπος ή «Υπερπροσωπικός».
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το σφάλμα που ανατρέπει ολόκληρο το
θεμέλιο της γνώσης του «Είναι» και της Αλήθειας ως κατ' ουσίαν
προσωπικής. Ο
π. Νικόλαος προσφέρει ένα χιουμοριστικό παράδειγμα, που
χρησιμοποιήθηκε
από
τον π. Σωφρόνιο, για να παρουσιάσει το όλο πρόβλημα:
«Παραφράζει τον πρόλογο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου λέγοντας ότι για
πολλούς επιστήμονες "εν αρχή ήτο το άτομον του υδρογόνου, και εξ
αυτού δια της πορείας της εξελίξεως, μετά πάροδον δισεκατομμυρίων
ετών, ενεφανίσθη το σύμπαν". Για το λόγο αυτό, η επιστήμη θέτει το
ερώτημα "τι ήταν εν αρχή" και "τι εστί το είναι". Και καταλήγει:
"Μελετώντας την επιστημονική κοσμολογία, βλέπουμε πως απουσιάζει
κάθε ίχνος προσωπικού στοιχείου"».71
Από αυτό είναι σαφές ότι ο Θεός δεν μπορεί να αναγνωρίζεται ως ένα
αντικείμενο της επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας.72
Ο π. Σωφρόνιος εκφράζει παραστατικά τα όσα έζησε και καταγράφει τη
δική του εμπειρία στο ζήτημα. Στην αρχή, όπως ο ίδιος λέει, αρνήθηκε
να συλλάβει τον Θεό ως πρόσωπο, καθώς η φιλοσοφική έννοια ενός
απρόσωπου απόλυτου έμοιαζε σαν την «υψηλότερη» σύλληψη, που μπορεί
κάποιος να έχει περί του Θεού.73
Αυτό τον οδήγησε σε μία οκταετή περίοδο Αποστασίας προς τα ανατολικά
θρησκεύματα, πριν την επιστροφή του στην Ορθοδοξία. Από το σημείο
αυτό και μετά όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στην αναζήτηση του
προσωπικού Θεού της Εξόδου 3, 14, «εγώ ειμι ο Ων». Συνειδητοποίησε
την ανικανότητα της αφηρημένης γνώσης. «Αίφνης κατέστη εις εμέ σαφές
μέχρις οφθαλμοφανείας, ότι η τεχνητή κατάδυσίς μου εις την
αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την αυθεντικήν
γνώσιν της Πρωταρχικής Αρχής πασών των αρχών»74.
Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι ο π. Σωφρόνιος ενώ δεν αποκλείει την
φιλοσοφική και επιστημονική γνώση εντελώς, οριοθετεί τα πεπερασμένα
πλαίσια λειτουργίας της. Επιπλέον, αν κάποιος επιχειρήσει να
υιοθετήσει ένα μοντέλο γνώσης στη σφαίρα της θεολογίας, και κυρίως
εντός της ακαδημαϊκής θεολογίας, θα εμπλακεί σε λάθη και πλάνες
σχετικά με το μυστήριο του Θεού.
Σημειώσεις:
51. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69(50),
«Συνοψίζουμε τις βασικές αρχές της θεολογίας του γέροντα Σωφρονίου: Η
θεολογία δεν βασίζεται στις αρχές της "ακαδημαϊκής λογικής"· ερείδεται
επί της θείας αποκάλυψης. Η θεογνωσία θεμελιώνεται σε μία προσωπική και
υπαρξιακή πράξη κοινωνίας με τη θεία πραγματικότητα. Οι λέξεις
"προσωπική και υπαρξιακή πράξη" (personal and existential act) μας
παρέχουν το κλειδί της ανίχνευσης των γνωσιολογικών καταβολών του
γέροντα Σωφρονίου».
52.
Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 218(138).
53.
Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 140(111).
54.
Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 296(192). Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου,
σελ. 57.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου