Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Την πρώτην μνείαν περί της εισέτι ασαφούς επικλήσεως του Θεού συναντώμεν εις την Γένεσιν:
«Τω Σηθ εγένετο υιός, επωνόμασε δε το όνομα αυτού Ενώς. Ούτος
ήλπισεν επικαλείσθαι το Όνομα Κυρίου του Θεού» (4,26). Έπειτα
αποκαλύπτεται εις τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις ένα συνεχώς
ευρυνόμενον ορίζοντα.
«Εγώ Κύριος· ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ών αυτών,
και το Όνομα μου Κύριος ουκ εδήλωσα αυτοίς» (Έξ. 6,3). Ο Θεός ωνομάζετο
Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Εις δε τον Μωυσήν «ώφθη … εν
πυρί φλογός … και είπεν· Εγώ ειμι ο Ών (Γιαχβέ)» (Έξ. 3,2 και 14).
Ο Θεός επλήρωσε την περί Εαυτού αποκάλυψιν: «Και κατέβη Κύριος εν
νεφέλη και παρέστη αυτώ (τω Μωυσή) εκεί· και εκάλεσε τω Ονόματι Κυρίου.
Και παρήλθε Κύριος προ προσώπου αυτού και εκάλεσε· Κύριος ο Θεός
οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλαιος και αληθινός, και
δικαιοσύνην διατηρών και έλεος εις χιλιάδας, αφαιρών ανομίας και αδικίας
και αμαρτίας, και ου καθαριεί τον ένοχον, επάγων ανομίας πατέρων επί
τέκνα και επί τέκνα τέκνων, επί τρίτην και τετάρτην γενεάν» (Έξ.
34,5-7). Ούτως εξ αρχής ο Θεός απεκαλύφθη
εις τον Μωϋσήν ως προσωπικός και μόνος εν αληθεία Ών μετ’ αγνώστων
εισέτι ιδιωμάτων. Η επακολουθήσασα αποκάλυψις εφανέρωσε τας ιδιότητας
τούτου του «Εγώ ειμι» ως Θεού οικτίρμονος και φιλανθρώπου. Αλλά και
τούτο ήτο ασαφές και ο Μωϋσής ανεγνώρισε το ατελές της εις αυτόν
δοθείσης γνώσεως.
Οι Προφήται ωσαύτως δεν έφθασαν το ποθητόν πλήρωμα. Ας ακούσωμεν
όμως τους λόγους του Ησαΐου: «Ούτως λέγει Κύριος ο Θεός ο λυτρούμενος
υμάς, ο άγιος του Ισραήλ … Εγώ Θεός πρώτος, και εις τα επερχόμενα Εγώ
ειμι … ίνα γνώτε … ότι Εγώ ειμι. Έμπροσθεν Μου ουκ εγένετο άλλος Θεός
και μετ’ Εμέ ουκ έσται» (Ησ. 43,14· 41,4· 43,10).
Ο Θεός ούτος, ο Πρώτος και ο Έσχατος, απεκαλύφθη ως Προσωπικόν
Απόλυτον, Ζων· ουχί ως αφηρημένον τι Παν-Όν ή ως υπερβατική Πανενότης ή
τα όμοια τούτων. Ούτως είναι φανερόν ότι το πνεύμα των Προφητών του
Ισραήλ εφέρετο προς το Πρωταρχικόν Όν, προς Εκείνον Όστις είναι απ’
αρχής. Αύτη ακριβώς η στάσις χαρακτηρίζει τον άνθρωπον – την εικόνα του
Απολύτου. Εις ουδέν ενδιάμεσον ικανοποιείται, οιονδήποτε και εάν είναι
τούτο.Εκ της Βιβλικής διηγήσεως βλέπωμεν ότι πάσα νέα αποκάλυψις εγίνετο
δεκτή ως Θεοφάνεια, ως άμεσος ενέργεια του Θεού. Εν σχέσει προς αυτό
και τούτο το Όνομα εβιούτο ως παρουσία του Θεού. Εν τω Ονόματι
περιεκλείετο διττή δύναμις: Αφ’ ενός μεν η αίσθησις του Ζώντος Θεού, αφ’
ετέρου δε η γνώσις περί Αυτού. Εκ τούτου προέρχεται και ο φόβος να
επικαλεσθή τις ματαίως το Όνομα. Κατά το μέτρον του πλουτισμού της
αποκαλύψεως περί των ιδιωμάτων του Θεού, περί των ενεργειών Αυτού,
εβαθύνετο και η Θεογνωσία εν γένει. Παρά την πεποίθησιν των Ισραηλιτών
ότι είναι ο εκλεκτός λαός, ότι ο Ύψιστος αποκαλύπτεται εις αυτούς, δεν
έπαυσαν μέχρι της ελεύσεως του Χριστού οι στεναγμοί των Προφητών εν τη
προσευχή προς τον Θεόν, όπως Ούτος έλθη εις την γην και δώση περί Αυτού
την αληθώς πλήρη γνώσιν, η δίψα της οποίας είναι αναφαίρετος από του
πνεύματος του ανθρώπου.
“Περί Προσευχής” Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ
του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή
Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου