«Κύριε, βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ ενώπιον Σου με καθαρό νου, αλλά οι δαίμονες με εμποδίζουν. Πες μου τί πρέπει να κάνω για να απομακρυνθούν από μένα». Και έλαβα μέσα στην ψυχή μου αυτή την απάντηση από τον Κύριο: Οι υπερήφανοι υποφέρουν πάντα από τους δαίμονες».
Εγώ είπα: «Κύριε. Εσύ είσαι ελεήμων η ψυχή μου Σε γνωρίζει· πες μου
τί πρέπει να κάνω για να ταπεινωθεί η ψυχή μου». Και ο Κύριος απάντησε
στα μύχια της ψυχής μου: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην
απελπίζεσαι».
Τη μετάνοια ως δρόμο πού οδηγεί στην ταπείνωση ο Σιλουανός την έζησε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, στον υψηλότερο βαθμό έντασης. ακολουθώντας την εντολή του Χριστού: Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι. Δύσκολη κουβέντα! Δυνατή, μαχητική, μα συγχρόνως και δύσκολη. Για να την κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος, θα πρέπει να βρεθούμε κι εμείς σε μία ανάλογη πνευματική κατάσταση με εκείνη του Σιλουανού. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να την προσεγγίσει παρά μόνο με προσοχή, αποποιούμενος τη σοφία αυτού του κόσμου, προκειμένου να αφήσει τόπο στη σοφία του Πνεύματος, πού είναι άλλης τάξεως και λογικής.
Είναι γεγονός ότι αυτός ο λόγος έδωσε τόπο σε διάφορες ερμηνείες. Εκλαμβάνεται συχνά (σε ένα πρώτο επίπεδο, ψυχολογικό) ως λόγος παραμυθίας και ενθάρρυνσης, ενώπιον μιας κατάστασης μεγάλου πόνου, δυστυχίας και απογοήτευσης. Αυτή η αντίληψη, όσο και να είναι γόνιμη ενδεχομένως, δεν είναι αυτή του Σιλουανού. Για εκείνον, το να κρατάς τον νου σου στον Άδη, είναι ένα ασκητικό διάβημα αυτοκαταδίκης, πού σου επιτρέπει να μετανοήσεις όπως πρέπει, να μάχεσαι ενάντια στην αλαζονεία, να θριαμβεύεις πάνω στα πάθη και τους δαίμονες.
Κατ’ αρχάς, για να διεισδύσουμε μέσα στο μυστήριο αυτού του λόγου, η καλύτερα για να τον αφήσουμε να καταδυθεί στην καρδιά μας, είναι απαραίτητο να απομακρυνθούμε από μία συγκεκριμένη αντίληψη για τον Άδη, πού άπαντα συχνά στη Δύση και κουβαλά μαζί της έναν κυκεώνα μεσαιωνικών συνδηλώσεων. Ο Άδης στην περίπτωση μας δεν υποδηλώνει έναν γεωγραφικό τόπο (έναν τόπο απ΄όπου απουσιάζει ο Θεός), αλλά μία πνευματική κατάσταση, ένα «έγκαυμα» στη συνείδηση (Ωριγένης, 2ος αι.). Είναι εν προκειμένω η κατάσταση εκείνης της ψυχής πού είναι χωρισμένη από τον Θεό, εξαιτίας των αμαρτιών της· ή καλύτερα, είναι η κατάσταση εκείνης της ψυχής πού εκτίθεται στη χάρη, αλλά είναι τόσο αδιαπέραστη και εγκλωβισμένη στη μόνωση της, τόσο διογκωμένη από το εγώ της και τα πάθη, ώστε δεν μπορεί να δεχθεί τη χάρη· δεν μπορεί να ανταποκριθεί και να αναζωογονηθεί από αύτη, χωρίς να καεί από το πυρακτωμένο φως της αγάπης του Θεού.
Όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος (7ος αι.), τον οποίο, όπως ξέρουμε, ο Σιλουανός ευλαβούνταν πολύ, «τα βάσανα του Άδη είναι τα βάσανα της αγάπης». Θα είμαστε όλοι, τελικά, βυθισμένοι στην αγάπη του Θεού, αλλά ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής μας, αυτή η συνάντηση θα βιώνεται με διαφορετικό τρύπο από τον καθένα: ως παραδείσια χαρά από εκείνους που είναι, ήδη εξαγνισμένοι και φωτισμένοι από τη χάρη, και ως κολαστήρια θλίψη από εκείνους πού έχουν ήδη εντός τους σκοτάδι.
Το να κρατάμε λοιπόν τον νου στον Άδη είναι μια πρόσκληση κατάδυσης στις πιο σκοτεινές αβύσσους της ύπαρξής μας· μια πρόσκληση απογύμνωσης της ψυχής μας και έκθεσής της στις ακτίνες της θείας αγάπης – η «φωτιά της μετάνοιας», για την οποία μιλά ο Σιλουανός, δεν είναι άλλη από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η κατάβαση είναι ένας τρόπος να συμμετέχεις στη μάχη πού έδωσε ο Χριστός στην έρημο, ενάντια στους πειρασμούς του Σατανά· ένας τρόπος να συμμετέχεις στην κορύφωση της κένωσής Του, πού είναι η κάθοδος Του στον Άδη. Διότι βέβαια μόνο με Εκείνον μπορούμε να νικήσουμε τους δαίμονες και να διεισδύσουμε χωρίς κίνδυνο στα σκοτάδια της ύπαρξής μας – στο ζωηφόρο και αναστάσιμο Φως Εκείνου πρέπει να εκθέσουμε την ψυχή μας.
Αυτό το διάβημα, στο ξεκίνημά του, είναι αναπόφευκτα πηγή θλίψης. Κι αυτό, διότι φανερώνει με έναν τρόπο ανελέητο όλα εκείνα τα στοιχεία μέσα μας, πού ανήκουν ακόμη στον παλαιό Αδάμ (δηλαδή στον θάνατο) και αποτελούν εμπόδιο στη χάρη (δηλαδή στη ζωή). Είναι μία αποκάλυψη ολοένα και πιο αιχμηρή, διότι όσο το θείο Φως φωτίζει το σκοτάδι της καρδιάς μας. τόσο διακρίνουμε εκεί τις ακαθαρσίες πού αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την αγάπη του Κυρίου και Δημιουργού μας, τόσο πιο πολύ υποφέρουμε πού Τον έχουμε πληγώσει ή πού αποκοπήκαμε από Αυτόν. Αλλά αυτή η λύπη (πού είναι η λύπη του Σταυρού) είναι ζωηφόρος, αντίθετα από αυτήν της αμαρτίας, πού είναι θανατηφόρος. Και ταυτόχρονα, είναι πηγή ταπείνωσης: μπροστά στο θέαμα της ψυχικής μας πτώχειας, παύουμε να κρίνουμε τους άλλους και κατηγορούμε μόνο τον εαυτό μας. Ο Σιλουανός πού θεωρεί τον εαυτό του σαν έναν βρωμερό σκύλο, γράφει: πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας ως το ελεεινότερο από όλα τα όντα και να τον κρίνουμε άξιο για την καταδίκη της Κόλασης. Δεν είμαι άξιος του Θεού ούτε του Παραδείσου, αλλά των βασάνων της Κόλασης. Το Άγιο Πνεύμα μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε κατ΄αυτό τον τρόπο για τον εαυτό μας.
Αυτό το σχήμα μετάνοιας, πού συνδέει τη μνήμη του θανάτου με την ανταπόδοση της τελικής κρίσεως, συνιστά στον Σιλουανό μια αληθινή ασκητική πρακτική, μια ρομφαία πνευματική πού καθαρίζει την καρδιά και την ικανώνει να κατοικήσει στον Θεό. Όταν κρατώ τον νου μου στον Άδη, η ψυχή μου είναι ειρηνική. Όταν, αντί τούτου, αφήνω τον νου μου να βγαίνει από τη φλόγα του Άδη, ανακτούν τη δύναμη τους οι σκέψεις εκείνες πού δεν αρέσουν στον Θεό.
Όμως, το «κράτα τον νου σου στον Άδη» δεν έχει κάποια σημασία, παρά μονάχα ακολουθούμενο από το δεύτερο σκέλος της φράσης, πού κρατά την ισορροπία: και μην απελπίζεσαι. Δηλαδή: μή χάνεις την ελπίδα της σωτηρίας σου, την ελπίδα στο άπειρο θείο έλεος. Και για να το πούμε διαφορετικά: δεν πρέπει ποτέ να πέφτουμε στην απελπισία, γιατί η απελπισία είναι ένας επιτηδευμένος τρόπος υπερηφάνειας, ένα κρυφό πάθος του εγώ – του εγώ πού είναι φυλακισμένο στην αυτάρκειά του και πού δεν έχει άλλο ορίζοντα πέρα από τον εαυτό του. Αυτός πού απελπίζεται είναι φονιάς του εαυτού του. έλεγε ο Ιωάννης της Κλίμακος (6ος αι.). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πώς είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος (και όχι ο Θεός) αυτός πού δημιουργεί την προσωπική του κόλαση· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα καταχθόνια σκοτάδια νικήθηκαν από το πασχάλιο Φως και ότι εάν η συνείδησή μας μας καταδικάζει, ο Θεός είναι πιο μεγάλος από αυτή (βλ. Α’ Ιωάν. 3, 20). Αν κάθε ψυχή γνώριζε τον Κύριο και ήξερε πόσο μας αγαπά, δεν θα απελπιζόταν και δεν θα μεμψιμοιρούσε ποτέ κανείς.
Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά της παραδοξότητας της χριστιανικής εμπειρίας, όπου πρέπει να πεθάνεις (ως παλαιός άνθρωπος) για να αναστηθείς (ως νέος Άνθρωπος)- να περάσεις από τον Άδη για να εισχωρήσεις στη Βασιλεία· να ταπεινωθείς για να ανέλθεις· να αδειάσεις (από το εγώ σου) για να πληρωθείς (από το Άγιο Πνεύμα). Ο Σιλουανός τονίζει συγκεκριμένα: Όσο ταπεινωνόμαστε, τόσο πιο μεγάλες θα είναι οι δωρεές του Θεού. Αν η ψυχή αυτοκαταδικάζεται να μένει στον Άδη, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού, η δύναμη του Θεού την πληροί.
Συνεπώς η μετάνοια, ακόμα και στη ριζική της μορφή, πού είναι η αύτοκαταδίκη, είναι ακριβώς το αντίθετο της ενοχής. Ενώ η ενοχή συνιστά εγκλεισμό, τελμάτωση και εσωστρέφεια, η μετάνοια είναι απελευθέρωση, κίνηση και άνοιγμα στον άλλο και τον όλως Άλλο. Η βασική διαφορά βρίσκεται στο αν και κατά πόσο παρέχεται τόπος στο θείο έλεος. Να θυμάσαι τους εξής δυο λογισμούς και να τους φοβάσαι. Ο ένας σου λέει: «Είσαι ένας άγιος», ο άλλος: «Δεν θα σωθείς». Αυτοί οι δυο λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό και δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας μέσα τους. Η χριστιανική οδός είναι ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη συνείδηση της αμαρτίας και την ελπίδα στον Θεό, πού είναι ελεήμων και θέλει τη σωτηρία μας. Όλη η πνευματική τέχνη στηρίζεται στο να κρατάς την ισορροπία και την ένταση ανάμεσα στους δυο πόλους.
Παράλληλα, η νουθέτηση του Σιλουανού από τον Χριστό απαιτεί πολλή διάκριση και προσοχή ως προς την πραγματοποίηση της. Ο στάρετς ήταν ένα μεγαλειώδες πνεύμα, αλλά όλες οι ψυχές δεν έχουν την ίδια δύναμη ούτε την ίδια χάρη. Πρέπει λοιπόν να κρατάς τον νου σου στον Άδη, έχοντας επίγνωση των ορίων και των ικανοτήτων σου, πνευματικών και φυσικών, έτσι ώστε να μην κινδυνέψεις να συνθλίψεις την ψυχή σου. Από το να εφαρμόσουμε τη νουθεσία κατά γράμμα, είναι κυρίως πιο απαραίτητο να μπούμε στο πνεύμα της.
Τη μετάνοια ως δρόμο πού οδηγεί στην ταπείνωση ο Σιλουανός την έζησε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, στον υψηλότερο βαθμό έντασης. ακολουθώντας την εντολή του Χριστού: Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι. Δύσκολη κουβέντα! Δυνατή, μαχητική, μα συγχρόνως και δύσκολη. Για να την κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος, θα πρέπει να βρεθούμε κι εμείς σε μία ανάλογη πνευματική κατάσταση με εκείνη του Σιλουανού. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να την προσεγγίσει παρά μόνο με προσοχή, αποποιούμενος τη σοφία αυτού του κόσμου, προκειμένου να αφήσει τόπο στη σοφία του Πνεύματος, πού είναι άλλης τάξεως και λογικής.
Είναι γεγονός ότι αυτός ο λόγος έδωσε τόπο σε διάφορες ερμηνείες. Εκλαμβάνεται συχνά (σε ένα πρώτο επίπεδο, ψυχολογικό) ως λόγος παραμυθίας και ενθάρρυνσης, ενώπιον μιας κατάστασης μεγάλου πόνου, δυστυχίας και απογοήτευσης. Αυτή η αντίληψη, όσο και να είναι γόνιμη ενδεχομένως, δεν είναι αυτή του Σιλουανού. Για εκείνον, το να κρατάς τον νου σου στον Άδη, είναι ένα ασκητικό διάβημα αυτοκαταδίκης, πού σου επιτρέπει να μετανοήσεις όπως πρέπει, να μάχεσαι ενάντια στην αλαζονεία, να θριαμβεύεις πάνω στα πάθη και τους δαίμονες.
Κατ’ αρχάς, για να διεισδύσουμε μέσα στο μυστήριο αυτού του λόγου, η καλύτερα για να τον αφήσουμε να καταδυθεί στην καρδιά μας, είναι απαραίτητο να απομακρυνθούμε από μία συγκεκριμένη αντίληψη για τον Άδη, πού άπαντα συχνά στη Δύση και κουβαλά μαζί της έναν κυκεώνα μεσαιωνικών συνδηλώσεων. Ο Άδης στην περίπτωση μας δεν υποδηλώνει έναν γεωγραφικό τόπο (έναν τόπο απ΄όπου απουσιάζει ο Θεός), αλλά μία πνευματική κατάσταση, ένα «έγκαυμα» στη συνείδηση (Ωριγένης, 2ος αι.). Είναι εν προκειμένω η κατάσταση εκείνης της ψυχής πού είναι χωρισμένη από τον Θεό, εξαιτίας των αμαρτιών της· ή καλύτερα, είναι η κατάσταση εκείνης της ψυχής πού εκτίθεται στη χάρη, αλλά είναι τόσο αδιαπέραστη και εγκλωβισμένη στη μόνωση της, τόσο διογκωμένη από το εγώ της και τα πάθη, ώστε δεν μπορεί να δεχθεί τη χάρη· δεν μπορεί να ανταποκριθεί και να αναζωογονηθεί από αύτη, χωρίς να καεί από το πυρακτωμένο φως της αγάπης του Θεού.
Όπως λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος (7ος αι.), τον οποίο, όπως ξέρουμε, ο Σιλουανός ευλαβούνταν πολύ, «τα βάσανα του Άδη είναι τα βάσανα της αγάπης». Θα είμαστε όλοι, τελικά, βυθισμένοι στην αγάπη του Θεού, αλλά ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής μας, αυτή η συνάντηση θα βιώνεται με διαφορετικό τρύπο από τον καθένα: ως παραδείσια χαρά από εκείνους που είναι, ήδη εξαγνισμένοι και φωτισμένοι από τη χάρη, και ως κολαστήρια θλίψη από εκείνους πού έχουν ήδη εντός τους σκοτάδι.
Το να κρατάμε λοιπόν τον νου στον Άδη είναι μια πρόσκληση κατάδυσης στις πιο σκοτεινές αβύσσους της ύπαρξής μας· μια πρόσκληση απογύμνωσης της ψυχής μας και έκθεσής της στις ακτίνες της θείας αγάπης – η «φωτιά της μετάνοιας», για την οποία μιλά ο Σιλουανός, δεν είναι άλλη από τη φωτιά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η κατάβαση είναι ένας τρόπος να συμμετέχεις στη μάχη πού έδωσε ο Χριστός στην έρημο, ενάντια στους πειρασμούς του Σατανά· ένας τρόπος να συμμετέχεις στην κορύφωση της κένωσής Του, πού είναι η κάθοδος Του στον Άδη. Διότι βέβαια μόνο με Εκείνον μπορούμε να νικήσουμε τους δαίμονες και να διεισδύσουμε χωρίς κίνδυνο στα σκοτάδια της ύπαρξής μας – στο ζωηφόρο και αναστάσιμο Φως Εκείνου πρέπει να εκθέσουμε την ψυχή μας.
Αυτό το διάβημα, στο ξεκίνημά του, είναι αναπόφευκτα πηγή θλίψης. Κι αυτό, διότι φανερώνει με έναν τρόπο ανελέητο όλα εκείνα τα στοιχεία μέσα μας, πού ανήκουν ακόμη στον παλαιό Αδάμ (δηλαδή στον θάνατο) και αποτελούν εμπόδιο στη χάρη (δηλαδή στη ζωή). Είναι μία αποκάλυψη ολοένα και πιο αιχμηρή, διότι όσο το θείο Φως φωτίζει το σκοτάδι της καρδιάς μας. τόσο διακρίνουμε εκεί τις ακαθαρσίες πού αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την αγάπη του Κυρίου και Δημιουργού μας, τόσο πιο πολύ υποφέρουμε πού Τον έχουμε πληγώσει ή πού αποκοπήκαμε από Αυτόν. Αλλά αυτή η λύπη (πού είναι η λύπη του Σταυρού) είναι ζωηφόρος, αντίθετα από αυτήν της αμαρτίας, πού είναι θανατηφόρος. Και ταυτόχρονα, είναι πηγή ταπείνωσης: μπροστά στο θέαμα της ψυχικής μας πτώχειας, παύουμε να κρίνουμε τους άλλους και κατηγορούμε μόνο τον εαυτό μας. Ο Σιλουανός πού θεωρεί τον εαυτό του σαν έναν βρωμερό σκύλο, γράφει: πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας ως το ελεεινότερο από όλα τα όντα και να τον κρίνουμε άξιο για την καταδίκη της Κόλασης. Δεν είμαι άξιος του Θεού ούτε του Παραδείσου, αλλά των βασάνων της Κόλασης. Το Άγιο Πνεύμα μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε κατ΄αυτό τον τρόπο για τον εαυτό μας.
Αυτό το σχήμα μετάνοιας, πού συνδέει τη μνήμη του θανάτου με την ανταπόδοση της τελικής κρίσεως, συνιστά στον Σιλουανό μια αληθινή ασκητική πρακτική, μια ρομφαία πνευματική πού καθαρίζει την καρδιά και την ικανώνει να κατοικήσει στον Θεό. Όταν κρατώ τον νου μου στον Άδη, η ψυχή μου είναι ειρηνική. Όταν, αντί τούτου, αφήνω τον νου μου να βγαίνει από τη φλόγα του Άδη, ανακτούν τη δύναμη τους οι σκέψεις εκείνες πού δεν αρέσουν στον Θεό.
Όμως, το «κράτα τον νου σου στον Άδη» δεν έχει κάποια σημασία, παρά μονάχα ακολουθούμενο από το δεύτερο σκέλος της φράσης, πού κρατά την ισορροπία: και μην απελπίζεσαι. Δηλαδή: μή χάνεις την ελπίδα της σωτηρίας σου, την ελπίδα στο άπειρο θείο έλεος. Και για να το πούμε διαφορετικά: δεν πρέπει ποτέ να πέφτουμε στην απελπισία, γιατί η απελπισία είναι ένας επιτηδευμένος τρόπος υπερηφάνειας, ένα κρυφό πάθος του εγώ – του εγώ πού είναι φυλακισμένο στην αυτάρκειά του και πού δεν έχει άλλο ορίζοντα πέρα από τον εαυτό του. Αυτός πού απελπίζεται είναι φονιάς του εαυτού του. έλεγε ο Ιωάννης της Κλίμακος (6ος αι.). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πώς είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος (και όχι ο Θεός) αυτός πού δημιουργεί την προσωπική του κόλαση· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα καταχθόνια σκοτάδια νικήθηκαν από το πασχάλιο Φως και ότι εάν η συνείδησή μας μας καταδικάζει, ο Θεός είναι πιο μεγάλος από αυτή (βλ. Α’ Ιωάν. 3, 20). Αν κάθε ψυχή γνώριζε τον Κύριο και ήξερε πόσο μας αγαπά, δεν θα απελπιζόταν και δεν θα μεμψιμοιρούσε ποτέ κανείς.
Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά της παραδοξότητας της χριστιανικής εμπειρίας, όπου πρέπει να πεθάνεις (ως παλαιός άνθρωπος) για να αναστηθείς (ως νέος Άνθρωπος)- να περάσεις από τον Άδη για να εισχωρήσεις στη Βασιλεία· να ταπεινωθείς για να ανέλθεις· να αδειάσεις (από το εγώ σου) για να πληρωθείς (από το Άγιο Πνεύμα). Ο Σιλουανός τονίζει συγκεκριμένα: Όσο ταπεινωνόμαστε, τόσο πιο μεγάλες θα είναι οι δωρεές του Θεού. Αν η ψυχή αυτοκαταδικάζεται να μένει στον Άδη, ελπίζοντας στο έλεος του Θεού, η δύναμη του Θεού την πληροί.
Συνεπώς η μετάνοια, ακόμα και στη ριζική της μορφή, πού είναι η αύτοκαταδίκη, είναι ακριβώς το αντίθετο της ενοχής. Ενώ η ενοχή συνιστά εγκλεισμό, τελμάτωση και εσωστρέφεια, η μετάνοια είναι απελευθέρωση, κίνηση και άνοιγμα στον άλλο και τον όλως Άλλο. Η βασική διαφορά βρίσκεται στο αν και κατά πόσο παρέχεται τόπος στο θείο έλεος. Να θυμάσαι τους εξής δυο λογισμούς και να τους φοβάσαι. Ο ένας σου λέει: «Είσαι ένας άγιος», ο άλλος: «Δεν θα σωθείς». Αυτοί οι δυο λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό και δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας μέσα τους. Η χριστιανική οδός είναι ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη συνείδηση της αμαρτίας και την ελπίδα στον Θεό, πού είναι ελεήμων και θέλει τη σωτηρία μας. Όλη η πνευματική τέχνη στηρίζεται στο να κρατάς την ισορροπία και την ένταση ανάμεσα στους δυο πόλους.
Παράλληλα, η νουθέτηση του Σιλουανού από τον Χριστό απαιτεί πολλή διάκριση και προσοχή ως προς την πραγματοποίηση της. Ο στάρετς ήταν ένα μεγαλειώδες πνεύμα, αλλά όλες οι ψυχές δεν έχουν την ίδια δύναμη ούτε την ίδια χάρη. Πρέπει λοιπόν να κρατάς τον νου σου στον Άδη, έχοντας επίγνωση των ορίων και των ικανοτήτων σου, πνευματικών και φυσικών, έτσι ώστε να μην κινδυνέψεις να συνθλίψεις την ψυχή σου. Από το να εφαρμόσουμε τη νουθεσία κατά γράμμα, είναι κυρίως πιο απαραίτητο να μπούμε στο πνεύμα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου