Σάββατο 25 Απριλίου 2015

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΕΠΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ [2]




ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΕΠΙ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ
πόσπασμα πό τό βιβλίο το π. Θωμ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. πάντηση στόν π. ωάννη Διώτη»
[2ΟΝ ΜΕΡΟΣ]
 
  Πρίν περάσουμε στήν ἐπισήμανση τῶν θεολογικῶν καί ποιμαντικῶν στρεβλώσεων στίς ὁποῖες ἐρείδεται ἡ κριτική πού ἀσκεῖ δειγματοληπτικά ὁ π.Ἰ.Δ. σέ δύο θεολογικές συγγραφές τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καί μετά ἀπό τήν παράθεση –στήν προηγουμένη ἑνότητα– ὁρισμένων ἀπό τίς σκληρές ἐκφράσεις μέ τίς ὁποῖες διανθίζει τόν λόγο του, θά ἀσχοληθοῦμε εἰδικά μέ κάποιες ἀπό τίς ἄδικες προσωπικές κατηγορίες πού ἐκτοξεύει ἐναντίον του ἀπό τίς πρῶτες σελίδες τοῦ πονήματός του. Σκοπούμενο τέλος τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, εἶναι ἡ συκοφάντηση τῆς μεγάλης διαδόσεως καί ἐκτιμήσεως πού ἀπολαμβάνει τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου, ὥστε νά μήν ἀποτελῆ τό ἔργο αὐτό στοιχεῖο πού τοῦ προσδίδει ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό κύρος.
α. «Ὑπεροψία» καί βίωση τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως
Δέν ἀρκεῖται, λοιπόν, ὁ π.Ἰ.Δ. στήν θεολογική κριτική. Προχωρεῖ σέ προσωπικές ἐπιθέσεις μέ ἀνοίκειους χαρακτηρισμούς τῆς προσωπικότητας τοῦ Μητροπολίτη. Τόν κατακρίνει λοιπόν γιά ὑπεροψία καί γιά σκόπιμη ὑποτίμηση ὅλων σχεδόν τῶν ἄλλων συγχρόνων θεολόγῳν, προκειμένου νά ἀναδειχθῆ ἡ δική του συγγραφική παραγωγή. Τόν θεωρεῖ αὐτοπροβαλλόμενο θεολόγο, ὑποτιμώντας ἀναφανδόν ὅλους τούς ἀναγνῶστες τοῦ ἔργου του –πεπειραμένους ἀσκητές, ἔμπειρους πανεπιστημιακούς δασκάλους, ἁπλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπιθυμοῦν στέρεο καί αὐθεντικό θεολογικό λόγο– «μέ μίαν σχεδόν γενίκευσιν διά νά ἀναδειχθῇ ἡ ἰδική του θεολογική [κριτική ἱκανότητα]», γιά νά προσαρμόσω ἐναντίον του διατύπωση πού ἐκτοξεύει ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτη. Τόν κατηγορεῖ ἐπίσης γιά ἐπιδεικνυόμενη ψευδοθεοπνευστία, καθώς καί γιά ἄλλα τινά.
Αὐτές καθεαυτές οἱ κατηγορίες εἶναι ἀνάξιες ἀναιρέσεως, ὁ τρόπος ὅμως μέ τόν ὁποῖο διατυπώνονται δίνει τήν ἀφορμή νά ἐπισημανθοῦν ὁρισμένα πράγματα γιά κάποιες παρεξηγημένες ἔννοιες, ἡ ὀρθή σημασία τῶν ὁποίων εἶναι πολύ σημαντική γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Δυστυχῶς, καί στίς μέρες μας δέν ἀπουσιάζουν, «ἐξ ἡμῶν αὐτῶν ἄνδρες, λαλοῦντες διεστραμμένα»14, θεωρώντας μάλιστα –ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς– ὅτι αὐτό πού λένε εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι, ἐκτός ἀπό τούς θιασῶτες τοῦ οἰκουμενισμοῦ πού νοθεύουν τό οἰκουμενικό κήρυγμα τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν καί κήρυκες μιᾶς δῆθεν ὀρθοδοξίας, μέ θεολογία ἀποκομμένη ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, πού φτωχαίνει καί φθείρει τόν πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς ἀποστολικῆς Ὀρθοδοξίας.
Μέ τίς κατηγορίες γιά ὑπεροψία καί αὐτοπροβολή ὁ π.Ἰ.Δ. θέλει νά δείξη ὅτι ἡ θεολογική παραγωγή τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου εἶναι πνευματικά νόθος. Μέ τήν ἐπιχειρηματολογία πού διατυπώνει ὅμως, χωρίς νά τό ἐπιθυμῆ, ἀποδεικνύει τό ἀντίθετο.
Ἔτσι, λοιπόν, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου διαπιστώνη γιά τήν ἐποχή μας «ὅτι πολλοί, ἀναλύοντες θεολογικά θέματα, βρίσκονται σέ κάποια πνευματική καί θεολογική σύγχυση...» ἤ ὅταν διαπιστώνη ὅτι σέ πολλά βιβλία πού κυκλοφοροῦν «ἐπικρατοῦν ἀπόψεις ἀνορθόδοξες, πού ὅμως παρουσιάζονται ὡς καθαρή ὀρθόδοξη θεολογία...», ὁ π.Ἰ.Δ. θεωρεῖ ὅτι «ὑποβαθμίζει ὡς μή ὤφειλε τά συγγραφικά ἔργα ἄλλων θεολόγων μέ μίαν σχεδόν γενίκευσιν διά νά ἀναδειχθῇ ἡ ἰδική του θεολογική προσφορά»15. Δέν βλέπει δηλαδή σ’ αὐτές τίς ἐπισημάνσεις τήν μέριμνα ἑνός ποιμένα γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως, οὔτε διαπιστώνει ὅτι στόν καιρό μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐπισημάνσεις ἐπιβάλλονται ἀπό ἐπιτακτικούς θεολογικούς καί ποιμαντικούς λόγους.
Γιά τήν ἀγάπη τῆς ἀλήθειας καί τῆς ὑγιαίνουσας διδασκαλίας –κι ὄχι ἁπλῶς γιά τήν ὑπεράσπιση ἑνός σημαντικότατου θεολογικοῦ ἔργου, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ὑπεράσπισης, ἀφοῦ ἀποτελεῖ θεολογικό καί ποιμαντικό σημεῖο ἀναφορᾶς– πρέπει νά σημειώσουμε τά ἀκόλουθα.
Πρῶτον, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου δέν «ὑποβαθμίζει... τά συγγραφικά ἔργα ἄλλων θεολόγων μέ μίαν σχεδόν γενίκευσιν». Ὅταν γράφει ὅτι «πολλοί... βρίσκον-ται σέ κάποια πνευματική καί θεολογική σύγχυση» δέν σημαίνει ὅτι αὐτό συμβαίνει μέ ὅλους ἤ ὅτι ἔχουν σέ ὅλα τά θέματα σύγχυση, οὔτε ἀκόμη ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ περισσότεροι μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἄν στούς ἑκατό πού συγγράφουν οἱ πέντε προκαλοῦν «κάποια» πνευματική καί θεολογική σύγχυση, εἶναι γιά τήν εὐαίσθητη περιοχή τῆς ποιμαντικῆς πάρα πολλοί. Δεύτερον, ὅταν κρίνη ἀπόψεις συγκεκριμένων θεολόγῳν, αὐτό τό κάνει ἀναφέρον-τας ὀνόματα  καί παραπέμποντας σέ συγγράμματα καί ὄχι μιλώντας ἀνωνύμως καί γενικά. Κι ὅταν σέ κάποιες εἰσαγωγές ἤ προλόγους ―κείμενα πού δίνουν τό γενικό στίγμα τῶν ὅσων θά ἀκολουθήσουν― ἐκ τῶν πραγμάτων μιλάει γενικά, καί τότε ἐπισημαίνει τίς συγκεκριμένες στρεβλώσεις στίς ὁποῖες ἀναφέρεται.
Γιά παράδειγμα στό παράθεμα τοῦ π.Ἰ.Δ.16, πού λαμβάνεται ἀπ’ τό βιβλίο Οἴδα ἀνθρωπον ἐν Χριστῷ17, ὁ π.Ἰ.Δ. βάζει ἀποσιωπητικά ἀποκόπτοντας σημαντικά σημεῖα τῶν κειμένων τοῦ Μητροπολίτου. Συγκεκριμένα παραθέτει: «Σήμερα διαπιστώνει κανείς ὅτι πολλοί, ἀναλύοντες θεολογικά θέματα, βρίσκονται σέ κάποια πνευματική καί θεολογική σύγχυση.... Στά κείμενα πού κατά καιρούς ἔχω συντάξει γιά διάφορα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα, προσπάθησα νά ἀποφύγω τέτοιες παγιδεύσεις...». Στά πρῶτα ἀποσιωπητικά τοῦ π.Ἰ.Δ. τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου γράφει:
«Ἄλλοι διακρίνονται γιά μιά στείρα ἠθικολογική ἀνάλυση τῶν θεολογικῶν καί πνευματικῶν θεμάτων, ἄλλοι ἐμποτίζονται ἀπό τήν στοχαστική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων καί ἄλλοι ἁπλῶς μιλοῦν στοχαστικά. Νομίζω ὅτι ὁ στοχασμός καί μάλιστα ὁ θεολογικός στοχασμός, ὅταν στερῆται τῆς ἐμπειρίας, προξενεῖ μεγάλο κακό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Στά δεύτερα ἀποσιωπητικά τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου συμπληρώνει:
«Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, κατά τήν ὁποία πολλοί βλέπουν τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μέσα ἀπό λογικές, ἠθικολογικές καί ψυχολογικές ἀναλύσεις».
Αὐτές τίς σημαντικές ἐπισημάνσεις ἀπέκοψε ὁ π.Ἰ.Δ., ὁπότε ἀλλοίωσε τό κείμενο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Ὅμως, ποιός ἀπό αὐτούς πού ὀσφράνθηκαν ἔστω καί λίγο ἀπό τό ἄρωμα τῆς Πατρολογίας καί γνωρίζει ταυτόχρονα τά θεολογικά ρεύματα τοῦ καιροῦ μας θά διαφωνήση μέ τίς παραπάνω διαπιστώσεις τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου;
Ὁ π.Ἰ.Δ. μᾶλλον σκανδαλίζεται ἀπό τήν κριτική τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ, τῶν λογικῶν, ἠθικολογικῶν καί ψυχολογικῶν ἀναλύσεων τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων. Δυστυχῶς, γι’ αὐτόν, ὁ Θεός δέν προσεγγίζεται στοχαστικά, οὔτε «ἡ θεολογία εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου [μέ ἀνθρώπινους στοχασμούς] νά ἑρμηνεύση τήν ὑφισταμένην θείαν ἀποκάλυψιν»18, ὅπως ὁ ἴδιος ἰσχυρίζεται. Ἁπλῶς νά θυμίσουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ αὐθεντικοί θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν «πάσχοντες τά θεῖα καί οὐ διανοούμενοι». Ὁ ἀποδεικτικός λόγος τους, τόν ὁποῖο μπορεῖ νά ἀντιληφθῆ κανείς ὡς στοχασμό, δέν ἦταν μέθοδος γιά νά βροῦν τήν ἀλήθεια, δηλαδή τόν Θεό, ἀλλά ὁ τρόπος γιά νά μεταφέρουν τήν θεοπτική ἐμπειρία τους στούς ἄλλους, στό ποίμνιό τους, στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στούς αἱρετικούς.
Κλείνοντας τά περί ὑπεροψίας, θά κάνουμε μιά σύν-τομη ἀναδρομή στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, συγκεκριμένα στήν ποιμαντική καί θεολογική δράση τοῦ Μ. Βασιλείου καί στίς βασικές ἀρχές πού διέπουν τήν βίωση τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, γιά νά φανῆ καθαρότερα ἡ ἀδικία πού διαπράττει πρός τό πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ὁ π.Ἰ.Δ..
Ἡ Ἱερά Παράδοση βιώνεται μέ τήν ἄσκηση τῆς ταπείνωσης ὡς ὑπακοῆς σέ πνευματικό πατέρα, πείρᾳ μεμυημένου στά θεῖα, ἀπό τόν ὁποῖο παραλαμβάνεται ἡ θεολογία καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός πού παραλαμβάνει τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μέ αὐτήν τήν νόμιμη ἄθληση τῆς ὑπακοῆς, τήν μεταδίδει κατόπιν στούς ἄλλους «ἀφθόνως» (χωρίς φθόνο). Οἱ φυσικές ἀναστολές πού προβάλλονται ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ πνεύματός του ἀνατρέπονται ἀπό τόν φόβο τῆς καταδίκης τοῦ «κρύψαντος τό τάλαντον». Ὑπάρχουν πατερικά κείμενα στά ὁποῖα περιγράφεται ἀφ’ ἑνός μέν ἡ θεολογική σύγχυση τοῦ καιροῦ τους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατοχή –μετ’ εὐγνωμοσύνης– τοῦ θησαυροῦ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἀπό τούς πατέρες συγγραφεῖς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά τήν μεταδώσουν –«εἰ καί ἀνάξιοι», κατά τήν λεπτή αἴσθηση τῆς ψυχῆς τους– στούς ἀδελφούς τους, τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἐπιζητεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος «Περί κρίματος Θεοῦ» τοῦ Μ. Βασιλείου στόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀποδίδει στήν χρηστότητα καί φιλανθρωπία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ τήν ἀπαλλαγή του ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων καί τήν ἐκ βρέφους ἀνατροφή του ἀπό τούς Χριστιανούς γονεῖς του μέ τά διδάγματα τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν συνέχεια διεκτραγωδεῖ τήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική κατάσταση τοῦ καιροῦ του, διότι βλέπει
«πολλήν τινα καί ὑπερβάλλουσαν τήν τε πρός ἀλλήλους καί τήν πρός τάς θείας Γραφάς διαφωνίαν τῶν πολλῶν» (ΕΠΕ, τόμ. 8, σ. 20).
Ὁ π.Ἰ.Δ. ἄν ἀνῆκε στούς συγχρόνους τοῦ Μ. Βασιλείου, προφανῶς θά τοῦ ἀπέδιδε τήν κατηγορία ὅτι θέλει νά ὑποβαθμίση «τά συγγραφικά ἔργα [καί τίς δράσεις] ἄλλων θεολόγων μέ μίαν σχεδόν γενίκευσιν, διά νά ἀναδειχθῇ ἡ ἰδική του θεολογική προσφορά». Στήν συνέχεια, λοιπόν, ὁ Μ. Βασίλειος περιγράφει τήν ἀγωνιώδη ἀναζήτηση τῆς αἰτίας αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, κινούμενος ἀπό τήν ἐπιθυμία γνώσεως τῆς ἀλήθειας καί πόνου γιά τήν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς αἰτία, λοιπόν, αὐτῆς τῆς ἀκαταστασίας –χωρίς ἴχνος ὑπεροψίας, ἀλλά μέ ἀκραιφνῆ διάθεση θεραπείας τοῦ κακοῦ– ἐντοπίζει τήν ἀθέτηση τοῦ ἑνός, μεγάλου καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί βασιλέως τῶν ὅλων, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ·
«ἑκάστου τῆς μέν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας ἀφισταμένου, λογισμούς δέ τινας καί ὅρους ἰδίους ἐκδικοῦντος ἐξ αὐθεντίας καί μᾶλλον ἄρχειν ἀπ’ ἐναντίας τοῦ Κυρίου ἤ ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου βουλομένου»19.
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι καυστικός. Δείχνει τήν θεολογική καί ἐκκλησιολογική τραγωδία αὐτῶν πού θέλουν νά ἐπιβάλλουν στήν Ἐκκλησία δικές τους σκέψεις καί κανόνες, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιθυμοῦν «ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου», ἀλλά «ἄρχειν ἀπ’ ἐναντίας τοῦ Κυρίου». Αὐτό συνιστᾶ τήν πλήρη ἀλλοτρίωσή τους ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Παρά ταῦτα ὁ π.Ἰ.Δ. θεωρεῖ ἀλλιῶς τά πράγματα. Μέ τό νυστέρι τῆς τυφλῆς λογικῆς ἀποκόπτει προτάσεις καί τέμνει νοήματα, γιά νά τεκμηριώση τό ἀπορριπτικό βούλευμά του γιά τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου. Δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι γι’ αὐτόν, ὅποιος μαθήτευσε καί μαθητεύει στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀλλά καί σέ ζωντανούς ὀργανισμούς, σέ σύγχρονους πατέρες πού ἐπιβεβαιώνουν στήν προσωπική τους ζωή τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πείρα τῆς Ἐκκλησίας, δέν δικαιοῦται νά ἐκφράζη τό ἦθος τῶν ἁγίων Πατέρων, οὔτε νά δρᾶ καί νά συγγράφη σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τους, διότι αὐτό συνιστᾶ ὑπεροψία. Δέν δικαιοῦται νά ἐπισημαίνη ποιμαντικές καί θεολογικές παραχαράξεις, διότι κατά τόν π.Ἰ.Δ. αὐτό τό πατερικό ἦθος δηλώνει «ὑπεροπτικήν στάσιν, τήν ὁποίαν τροφοδοτεῖ ἡ ἔλλειψις αὐτογνωσίας καί ἡ πλάνη τῆς αὐταρκείας γνώσεων». Αὐτό εἶναι ἄκρον ἄωτον τῆς ὑποκρισίας τοῦ ἠθικισμοῦ.
Γιά νά μπορῆ πάντως ὁ π.Ἰ.Δ. νά διαγιγνώσκη «ἔλλειψη αὐτογνωσίας» καί «πλάνη αὐταρκείας γνώσεων» ἀπό τήν δειγματοληπτική ἀνάγνωση δύο βιβλίων ἑνός συγγραφέα πολλῶν δεκάδων βιβλίων καί περισσοτέρων ἄλλων συγγραφῶν, δύο πράγματα μπορεῖ νά συμβαίνουν: ἤ ὅτι εἶναι διορατικότατος νοῦς κεκτημένος «ὑπερβάλλουσαν γνῶσιν» ἤ ὅτι στοχάζεται περιορισμένος σέ ἕνα στενό ἠθικιστικό ὁρίζοντα, πού δέν τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά ἀντιληφθῆ ὅσους κινοῦνται ἔξω ἀπό αὐτόν.
Μᾶλλον ὅμως ὅλα ἐξηγοῦνται ἀπό τόν «ἀμυνόμενο θυμό» τοῦ π.Ἰ.Δ. καί τό «σκοπούμενο τέλος» τῆς πάσῃ θυσίᾳ συκοφάντησης τοῦ θεολογικοῦ ἔργου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Αὐτό θά φανῆ καθαρά καί ἀπό ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια.
β. Εὐγνωμοσύνη καί θεοπνευστία
Ἀπό τά προηγούμενα ἔγινε φανερό ὅτι ὁ π.Ἰ.Δ. δέν περιορίζεται στήν κριτική τῶν ἔργων τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ἀλλά ἀσχολεῖται μέ ἀνοίκειο τρόπο μέ τήν προσωπικότητά του. Πέρα, λοιπόν, ἀπό τά παραπάνω τόν κατηγορεῖ γιά «ψευδοθεοπνευστία»... Θά παραθέσω ἕνα ὑβριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν «θεολογική τραγωδία» του ―βρίθει τέτοιων διατυπώσεων ὅλο τό βιβλίο― γιά νά φανῆ τό συγγραφικό του ἦθος καί τό μέγεθος τῶν διαστρεβλώσεων πού ἐπιχειρεῖ. Γράφει ὁ π.Ἰ.Δ.:
«Ὁ πρῶτος πρόλογος τοῦ βιβλίου μέ τόν τίτλον «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ» (η΄ ἔκδοσις) τοῦ Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου τελειώνει ὡς ἑξῆς: “Τῷ δέ Ἁγίῳ καί Τριαδικῷ Θεῷ τῷ ἐμπνεύσαντι καί καθοδηγήσαντι τήν συγγραφήν καί ἔκδοσιν ταύτην εἴη δόξα, κράτος, τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν”.
Ἀδελφοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀπανταχοῦ τῆς Γῆς ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος θεωρεῖ τό βιβλίον του αὐτό ὡς θεόπνευστον καί θεότευκτον, ἀφοῦ, ὡς φρονεῖ, ἡ Παναγία Τριάς ἐνέπνευσεν καί καθοδήγησεν, ὄχι μόνον τήν “συγγραφήν”, ἀλλά καί τήν “ἔκδοσιν” τοῦ τραγελαφικοῦ αὐτοῦ βιβλίου. Εἶναι καί αὐτό ἕν ἀκόμη ἀπό τά προκλητικά, παράξενα καί ἀθεολόγητα τοῦ Μητροπολίτου τούτου. Ἀπίστευτος καί ἀνεξήγητος ἐξωφρενισμός εἶναι ἡ ψευδοθεοπνευστία αὐτή τοῦ Ναυπάκτου»20.
Στήν κατακριτική ὁρμή του ὁ π.Ἰ.Δ. ὑποπίπτει σέ δύο ἀδικαιολόγητα σφάλματα.
Πρῶτον, γιά νά κάνη προκλητικότερο καί πικρότερο τόν λόγο του συγχέει τήν ἔμπνευση μέ τήν θεοπνευστία. Ἄλλο ὅμως εἶναι ἡ ἔμπνευση καί ἄλλο ἡ θεοπνευστία. Ὁ Θεός μπορεῖ νά ἐμπνέη κάποιον γιά ἕνα ἔργο, γιά μιά συγγραφή, ἀλλά στήν πορεία τοῦ ἔργου ἤ τῆς συγγραφῆς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνδεχόμενο νά κάνη λάθη. Ὅπως ὅταν ὁ Θεός ἐμπνέη τήν μετάνοια καί ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρινόμενος σ’ αὐτήν τήν ἔμπνευση ξεκινᾶ τήν ὁδό τῆς μετανοίας, χωρίς ὅμως αὐτό νά σημαίνη ὅτι στήν συνέχεια θά εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναμάρτητος, θεόπνευστος.
Δεύτερον, δέν πρόσεξε ἤ ἐνσυνείδητα παρέβλεψε ὅτι τό παράθεμά του προέρχεται ἀπό τόν πρόλογο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Σταυροῦ Ἐδέσσης, πού ἐξέδωσε τό βιβλίο σέ πρώτη ἔκδοση καί ὄχι ἀπό τόν πρόλογο τοῦ συγγραφέα. Γράφηκε ἀπό μοναχές πού γνώριζαν τίς βασικές θέσεις τοῦ βιβλίου –οἱ ὁποῖες δέν εἶναι τοῦ συγγραφέα ἀλλά τῶν ἁγίων Πατέρων– πρίν ἀκόμη καταγραφοῦν σέ βιβλίο. Τίς γνώριζαν ὡς ἀφυπνιστικό θεραπευτικό κήρυγμα καί ὡς προσωπική πνευματική καθοδήγηση ἀπό τήν ποιμαντική διακονία τοῦ συγγραφέα στόν λαό τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐδέσσης. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, ὅμως, στά Εἰσαγωγικά του δέν ἐκφράζεται μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ἀντιγράφω  ὁρισμένες ἀπό τίς τελευταῖες γραμμές τῆς Εἰσαγωγῆς του γιά νά συγκριθῆ μέ τά παραπάνω –ὄντως τραγελαφικά– συμπεράσματα τοῦ π.Ἰ.Δ., τά ὁποῖα διαλαλεῖ μάλιστα –ὡς αὐτόκλητος οἰκουμενικός κήρυκας– στούς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους. Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Οἱ ἅγιοι Πατέρες, τῶν ὁποίων ἡ διδασκαλία παρουσιάζεται ἐδῶ, εἴθε νά φωτίσουν τόσο ἐμέ ὅσο καί τούς ἀναγνῶστας, ὥστε νά προχωρήσουμε στόν δρόμο τῆς θεραπείας καί σωτηρίας τῆς ψυχῆς.
Εἰλικρινά παρακαλῶ τόν Θεό νά διορθώση τυχόν λάθη, καί ἄν ὑπάρχουν νά μή κάνουν κακό στίς ψυχές τῶν ἀναγνωστῶν, ἐπειδή τά κεφάλαια αὐτά γράφηκαν γιά νά ὠφελήσουν καί ὄχι νά βλάψουν, καθώς ἐπίσης παρακαλῶ τούς ἀναγνῶστες, ἄν ἀνακαλύψουν τέτοια λάθη, νά μοῦ τά ὑποδείξουν γιά νά γίνη διόρθωση»21.
Ἀπό τήν σύγκριση ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ παραπάνω παραθέματος ἀπό τά Εἰσαγωγικά τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου στό βιβλίο του Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῶν συμπερασμάτων τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά «ψευδοθεοπνευστία» καί ἄλλα τινά ἀπίστευτα καί ἐξωφρενικά, γίνεται φανερό τό πόσο λογικά «ἀνεξήγητος» εἶναι ἡ καταγραφή ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. τόσων σκληρῶν καί ὑβριστικῶν λόγων γιά τόν Μητροπολίτη, μέ τούς ὁποίους «διανθίζει» τήν κριτική του.
Συμπέρασμα πάντως τῶν ὅσων γράφει ὁ π.Ἰ.Δ. εἶναι ὅτι γι’ αὐτόν εἶναι ἁμάρτημα ―προκλητική ὑπεροψία― τό νά ἐκφράζη κανείς εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, πρός τήν φωτιστική Του ἐνέργεια, ὅταν τελειώνη ἕνα ἔργο, μέ τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά μεταφέρη στούς συγχρόνους ἀναγνῶστες τόν ἀφυπνιστικό καί θεραπευτικό λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων. Δηλαδή, τό ἔργο του πρέπει νά τό θεωρῆ ἄσχετο πρός τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ ἤ τουλάχιστον νά μήν τό ἀποδίδη σ’ Αὐτόν. Μέ λίγα λόγια καθένας πού ἐργάζεται θεολογικά καί ποιμαντικά φαίνεται ὅτι πρέπει νά κινῆται –σύμφωνα μέ τήν λογική κατάληξη τῶν γραφομένων ἀπό τόν π.Ἰ.Δ.– μόνο μέ τίς δικές του δυνάμεις καί μέ πλήρη αἴσθηση ὅτι κάνει ἕνα ἀνθρώπινο ἔργο, χωρίς τήν ἔμπνευση καί τήν πολυποίκιλη βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού ζῆ μέ ἁπλότητα μέσα στό πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ δέν θεωρεῖ τά πράγματα μέ τέτοιον τρόπο. Ὅλα τά συνδέει μέ τήν προσευχή. Συνεχῶς θέλει νά κινῆται, ἔχοντας αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί γιά τό νερό πού πίνει καί γιά τήν τροφή πού γεύεται –ὁ ἀληθινά εὐσεβής καί δίκαιος– λέει «δόξα τῷ Θεῷ», ἀποδίδοντας στήν παν-τουργό Τριαδική Αἰτία τά δῶρα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί τήν δύναμη τῆς αἴσθησης μέ τήν ὁποία τά ἀντιλαμβάνεται. Κάνει πράξη τήν προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου: «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε»22. Αὐτός λοιπόν ὁ ἄνθρωπος –ὁ ἁπλός καί Ὀρθόδοξος– πού ἀπολαμβάνει εὐχαριστιακά τά ὑλικά δῶρα τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήση καί δοξολογήση τόν Θεό, ὅταν τελειώνη ἕνα δύσκολο ἔργο τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθῆ χωρίς τήν συνέργεια τῆς θείας Χάριτος. Πάντοτε ὅ,τι καλό προκύπτει ἀπό ὁποιαδήποτε δραστηριότητά του τό ἀποδίδει στόν Θεό.
Γνωρίζει, βέβαια, ὅτι παρά τίς καλές προθέσεις εἶναι πιθανά τά ἀνθρώπινα λάθη, ἀκόμη καί στόν ἱερό χῶρο τῆς θεολογικῆς καί ποιμαντικῆς δραστηριότητας. Διότι, παρά τήν ἐνεργό διάθεση τῆς ὑπακοῆς στούς ζῶντες καί κεκοιμημένους Πατέρες, στόν προφορικό καί τόν γραπτό λόγο τους, ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ὡς πεπερασμένη, ἀνίκανη νά ἐννοῆ πάντοτε ἑνιαίως τά πάντα, μπορεῖ νά ὑποπέση σέ λάθη. Γι’ αὐτό κάθε ἐργάτης στόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου, πού δέν ἔχει ἀπωλέσει τήν σύνεσή του, εὔχεται σάν τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου: «Εἰλικρινά παρακαλῶ τόν Θεό νά διορθώση τυχόν λάθη, καί ἄν ὑπάρχουν νά μή κάνουν κακό στίς ψυχές τῶν ἀναγνωστῶν». Αὐτή ἡ εὐχή δηλώνει ὅτι καί ἄν ὑπάρχουν λάθη εἶναι ἀκούσια καί πρό παντός δέν προέρχονται ἀπό τήν ταραχοποιό διάθεση τῶν σχισματικῶν καί αἱρετιζόντων, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου δέν ἐπιθυμοῦν «ἄρχεσθαι ὑπό τοῦ Κυρίου», ἀλλά «ἄρχειν ἀπ’ ἐναντίας τοῦ Κυρίου».
Αὐτός πού ποιμαίνει καί θεολογεῖ ὀρθοδόξως, παρά τήν γνώση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί ἀτέλειας ἐλπίζει ὅτι τό ἔργο του θά βοηθήση τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, γι’ αὐτό ἐκφράζεται ὅπως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου του Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία γράφει:
«Ἄν αὐτό τό βιβλίο γίνη ἀφορμή μερικοί ἄνθρωποι νά κατευθυνθοῦν πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν διδασκαλία της γιά νά ἐπιτύχουν τήν θεραπεία τους, θά δοξολογήσω τόν Θεό πού μοῦ ἔδωσε φώτιση καί δύναμη γιά νά διεκπεραιώσω αὐτό τό δύσκολο ἐγχείρημα καί θά Τόν παρακαλέσω νά γίνη ἵλεως σέ μένα γιά τό πλῆθος τῶν ἀσθενειῶν μου»23.
Ὁ π.Ἰ.Δ. θά μποροῦσε νά προσέξη τό «ἄν» μέ τό ὁποῖο ξεκινᾶ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου τήν τελευταία παράγραφο τοῦ προλόγου του, ἀλλά καί τήν τελευταία πρότασή του, γιά νά καταλάβη –ἀμυδρῶς πως, μέσα στήν κατακριτική ὁρμή του– τό ἦθος τοῦ Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀφ’ ἑνός μέν τίς φυσικές ἐλλείψεις κάθε ἀνθρώπινου ἔργου, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν πηγή κάθε καλοῦ, πού εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ δύναμη πού παρέχει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό γράφει ὅτι «ἄν» κάποιοι κατευθυνθοῦν πρός τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου του, θά εὐχαριστήση τόν Θεό γιά τήν φώτιση καί τήν δύναμη πού τοῦ ἔδωσε γιά νά φέρη εἰς πέρας τήν συγγραφή του –δηλαδή, δέν θά ἀποδώση στόν ἑαυτό του τήν ποιμαντική ἐπιτυχία. Γιά τόν ἑαυτό του θά παρακαλέση τόν Θεό νά γίνη «ἵλεως».
Ἡ ὑποδοχή πάντως τοῦ βιβλίου ἀπό λαϊκούς, κληρικούς καί μοναχούς, «εἰσαγωγικούς» στήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά καί πείρᾳ μεμυημένους, δείχνει ὅτι ἡ αἴσθηση τοῦ συγγραφέα γιά τόν φωτισμό καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, κατά τήν συγγραφή, δέν ἦταν φαντασία.


Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_3.el.aspx#ixzz3YL01qmI5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου