«Πνευματική πτωχεία» καί «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας»
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[3ΟΝ ΜΕΡΟΣ]
Ὁ π.Ἰ.Δ. κατηγορεῖ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου γιά ὑπεροψία, ἀλλά καί γιά παρερμηνεία τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά τήν θεώρηση, ἐκ μέρους τοῦ π.Ἰ.Δ., τοῦ ταπεινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος ὡς ὑπεροπτικοῦ. Θεωρεῖ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὑπερόπτη αὐτόν πού παραλαμβάνει καί ἀφομοιώνει τήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση ἀπό ζῶντες καί κεκοιμημένους πατέρες μέ τήν μαθητεία καί ὑπακοή στόν προφορικό ἤ τόν γραπτό λόγο τους, μέ τήν μίμηση τῶν ὑποδειγμάτων τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας τους. Καί εἶναι γνωστό ὅτι αὐτή ἡ παράδοση δέν ἐπιβάλλει ἐσαεί σιωπή. Διότι, ὅταν μέσα στήν σιγή τῆς εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως ἀκουστῆ δυνατά ὁ λόγος αὐτῆς τῆς παραδόσεως, τότε βασικό στοιχεῖο της γίνεται ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του: «ὅ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καί ὅ εἰς τό οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπί τῶν δωμάτων»[1], καθώς καί ἡ προτροπή πρός τόν θεραπευμένο ἀπό Αὐτόν, πού ἤθελε νά τόν ἀκολουθήση: «ὑπόστρεφε εἰς τόν οἶκόν σου καί διηγοῦ ὅσα ἐποίησέν σοι ὁ Θεός»[2]. Αὐτή ἡ διήγηση, αὐτός ὁ λόγος εἶναι καρπός ὑπακοῆς, εἶναι ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Πατρός «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[3]. Τά περί ὑπεροψίας γιά τήν διατύπωση αὐτοῦ τοῦ λόγου καί τήν ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ πατερικοῦ καί ἀποστολικοῦ ἤθους ἀποτελοῦν παρερμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος μέσα στό πνεῦμα τοῦ ἐπιρρεποῦς στήν κατάκριση ἠθικισμοῦ.
Αὐτή ἡ παρερμηνεία φαίνεται πολύ ἔντονα σέ ὅσα γράφει ὁ π.Ἰ.Δ. γιά τήν ἀνάλυση τοῦ πρώτου Μακαρισμοῦ ἀπό τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, μέσα στό πλαίσιο τῆς θεραπείας τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀνάλυση πού ἐπιχειρεῖ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου εἶναι ἀκριβής μεταφορά τῶν ὅσων γράφει γιά τό θέμα αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ὁ π.Ἰ.Δ. στηρίζεται σέ σημασίες λέξεων, εἰλημμένες ἀπό λεξικά, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται γιά τό νόημα μέ τό ὁποῖο φορτίστηκαν μέσα στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ὁρισμένες προτάσεις πού ἀπαρτίζονται ἀπό αὐτές τίς λέξεις.
Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου στό βιβλίο του Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν ἐπιχειρεῖ πλήρη ἑρμηνεία τοῦ πρώτου μακαρισμοῦ. Αὐτό τό κάνει σέ ἄλλο ἔργο του, μέ βάσει μάλιστα τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Στό βιβλίο του, λοιπόν, Ἀνατολικά, τόμος Α΄, γράφει:
«Ὁ πρῶτος μακαρισμός εἶναι μακαρισμός τῆς πτωχείας. “Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν” (Ματθ. ε΄, 3). Βέβαια οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅταν ἑρμηνεύουν τήν πτωχεία τοῦ πνεύματος ἐννοοῦν κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλῆς καταστάσεώς μας. Ὅποιος γνωρίζει τήν κατάστασή του, ὅποιος διακρίνεται γιά τήν αὐτογνωσία, καί κυρίως γιά τήν αὐτομεμψία, δείχνει ὅτι ἐμπνέεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό μέσα του μπορεῖ νά πληροφορηθῆ τήν ὕπαρξη τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός “βεβαίαν ἐν αἰσθήσει ψυχῆς τήν κτῆσιν ἔχειν αὐτῆς”[4]. Ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως μέσα του τῆς Βασιλείας τῆς Οὐρανῶν εἶναι ὅτι δέν ἐπιθυμεῖ τῶν ὁρωμένων καί φθειρομένων, δηλαδή ὅλων τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, τοῦ πλούτου, τῆς δόξης, τῆς τρυφῆς καί τῆς βιωτικῆς καί σωματικῆς ἀπολαύσεως, καί ὄχι μόνον δέν ἐπιθυμεῖ αὐτά τά πράγματα, ἀλλά “πρός ταῦτα ἀηδῶς διακεῖσθαι κατά ψυχήν καί προαίρεσιν”, ὅπως ἀκριβῶς ἀηδία αἰσθάνονται οἱ ἐν ἐξουσίᾳ καί βασιλικῇ τιμῇ ζῶντες “πρός τούς ἐπί σκηνῆς πορνικῆς διατρίβοντας”. Πάντως, ἄν κάποιος ἑλκύεται ἀπό ἕνα ἀπό ὅσα προαναφέρθησαν σημαίνει ὅτι «τήν βασιλείαν ἐκείνην τῶν οὐρανῶν οὔτε εἶδεν οὔτε ὠσφράνθη οὔτε ἐγεύσατο αὐτῆς τῆς θυμηδίας τε καί γλυκύτητος”[5]»[6].
Αὐτή εἶναι μιά συνοπτικότατη, ἀλλά καί πληρέστατη ἑρμηνεία τοῦ πρώτου μακαρισμοῦ, εἰλημμένη ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο σέ ὅσα «τερατώδη» καταμαρτυρεῖ –σέ σχέση μέ τόν πρῶτο μακαρισμό– ὁ π.Ἰ.Δ. ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου.
Ἄς δοῦμε ὅμως τήν παρερμηνεία ἀπό τόν π.Ἰ.Δ. τῶν ὅσων γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου στό βιβλίο του Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία.
Ἁλιεύει δύο διατυπώσεις, τίς ὁποῖες ἀπομονώνει ἀπό τό ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο μέ σαφήνεια δείχνει τό πραγματικό νόημά τους. Οἱ διατυπώσεις εἶναι οἱ ἐξῆς:
«Τό “μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου γιά νά ζήσουμε τήν πτωχεία μας τήν πνευματική, δηλαδή νά βιώσουμε τήν ἀθλιότητά μας»[7] καί «ὁ Κύριος μακάρισε τήν πτωχείαν τήν πνευματική».
Ἡ τελευταία φράση προέρχεται ἀπό «χειρουργική ἐπέμβαση» στήν ἀκόλουθη διατύπωση:
«Μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό νοσεῖ κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται λοιπόν θεραπεία. Ἡ θεραπεία ἔγκειται στήν πτωχεία τήν πνευματική τήν ὁποία μακάρισε ὁ Κύριος. “Πτωχεύσωμεν οὖν καί ἡμεῖς τό πνεῦμα ταπεινωθέντες καί τήν σάρκα κακοπαθήσαν-τες καί τόν βίον ἀκτημονήσαντες”, γιά νά γίνουμε κληρονόμοι τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας» [8].
Ὁ π.Ἰ.Δ. δέν δέχεται ὅτι ὁ Χριστός μακάρισε τήν «πτωχεία τήν πνευματική», οὔτε τήν «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας». Ὡς πτωχεία πνευματική, μάλιστα –παρακάμ-πτοντας τό νόημα πού δίνει στήν ἔκφραση αὐτή σύνολη ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση− ἐννοεῖ τήν στέρηση τῶν «πνευματικῶν ἀγαθῶν». Ὅσο γιά τήν «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας» –δείχνοντας ὅτι βρίσκεται πολύ μακριά ἀπό τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων− διατείνεται ὅτι εἶναι μιά «ὑποβαθμισμένη κατάσταση», τήν ὁποία δέν μακάρισε ὁ Κύριος.
Ἄς δοῦμε ξεχωριστά τίς δύο παρερμηνεῖες. Καί κατ’ ἀρχήν τήν σχετική μέ τήν «πτωχεία τήν πνευματική».
α. Ἡ παρερμηνεία τοῦ πρώτου μακαρισμοῦ
Γράφει μέ σοφιστική λογική ὁ π.Ἰ.Δ.:
«Ὅταν λέγομεν καί γράφομεν “ὑλική πτωχεία” ἐννοεῖται σαφῶς ὅτι ὑπάρχει στέρησις ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁμοίως καί ἡ “πνευματική πτωχεία” σημαίνει τήν στέρησιν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Ποῖος διενοήθη ποτέ ὅτι ὁ Χριστός μακαρίζει τήν στέρησιν πνευματικῶν ἀγαθῶν;.... Εἶναι καί αὐτό ἀπό τά ἀπίστευτα τῆς θεολογίας τοῦ Ναυπάκτου»[9].
Ἡ ἑρμηνεία εἶναι σοφιστική· παίρνει τίς κοινές σημασίες τῶν λέξεων, ἀγνοώντας τό περιεχόμενο μέ τό ὁποῖο φορτίσθηκαν ἀπό τήν ἀσκητική καί θεολογική μας παράδοση. Πρόκειται γιά μιά παρερμηνεία τῶν θεμελίων τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τά ὁποῖα, ὅπως φαίνεται, δέν μπορεῖ νά ἐννοήση ἴσως καί νά πιστέψη ὁ π.Ἰ.Δ..
Ὁ Μητροπολίτης, βέβαια, στήν συνέχεια τοῦ κειμένου του δέν ἀφήνει περιθώρια γιά παρερμηνεῖες σάν κι’ αὐτές τοῦ π.Ἰ.Δ., διότι ἐξηγεῖ τό πῶς ἡ «πνευματική πτωχεία» βιώνεται στήν θεραπευτική διαδικασία τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς (τοῦ λογιστικοῦ, τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καί τοῦ θυμικοῦ), ὥστε νά γίνη ὁ ἄνθρωπος ἄξιος καί τοῦ δευτέρου μακαρισμοῦ. Σ’ αὐτήν τήν ἐξήγηση φαίνεται σαφῶς τό νόημα πού δίνει στήν ἔκφραση «πνευματική πτωχεία», τό ὁποῖο φυσικά δέν τό ἐπινοεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά τό παραλαμβάνει μέσα ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
«Πνευματική πτωχεία» στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα δέν σημαίνει στέρηση πνευματικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά ἀσκητική μέθοδο ἀπόκτησής τους. Ἄν σήμαινε στέρηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, θά ἦταν ἀδιανόητη ἡ σύνδεση της μέ τό ὑπόλοιπο τοῦ μακαρισμοῦ: «ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[10]. Ἡ «πνευματική πτωχεία» σημαίνει ἀσκητική πτώχευση ἀπό τά πάθη, πού ἀκολουθεῖ τήν αἴσθηση τῆς ἀπώλειας τῶν «πνευματικῶν ἀγαθῶν», τήν «βίωση», δηλαδή, «τῆς ἀθλιότητός μας». Γράφει ὁ Μητροπολίτης:
«Τό λογιστικό, ὅπου μαίνονται τά πάθη τῆς φιλοδοξίας, θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ταπείνωση. Τό ἐπιθυμητικό, ὅπου μαίνονται τά πάθη τῆς φιλοκτημοσύνης καί τῆς φιλαργυρίας, θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ἀκτημοσύνη καί τό θυμικό, πού μαίνονται τά πάθη τῆς σαρκός, θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια.... Ἡ βίωση τῆς τριπλῆς πτωχείας γεννᾶ τό κατά Θεόν πένθος πού συνδέεται μέ τήν προσήκουσα παράκληση»[11].
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου παραπέμποντας στήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην» περιλαμβάνει στήν ἔννοια τῆς «πνευματικῆς πτωχείας» τήν ἄσκηση τῶν τριῶν ἀρετῶν: τῆς ταπείνωσης, τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς ἐγκράτειας. Αὐτή εἶναι ἡ «τριπλή πτωχεία» πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά γευθῆ τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι βιώνεται θεραπευτικά ἡ πνευματική πτωχεία.
Κοντά σέ ὅλα τά παραπάνω πρέπει νά προσθέσουμε ὅτι ἡ ἔκφραση «πνευματική πτωχεία» δέν εἶναι ἐπινόηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου. Τήν συναντοῦμε σέ συγχρόνους θεολόγους, ἀλλά καί σέ ἁγίους Πατέρες. Θά φέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Τό πρῶτο θά τό πάρουμε ἀπό τό Ὑπόμνημα τοῦ καθηγητῆ Π. Τρεμπέλα στό Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ὁ καθηγητής –τόν ὁποῖο ἐπικαλεῖται ὁ π.Ἰ.Δ.– ἑρμηνεύει τόν πρῶτο μακαρισμό ὡς ἑξῆς:
«Μακάριοι καί πανευτυχεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, πού ταπεινῶς συναισθάνονται τήν πνευματικήν πτωχείαν των καί τήν ἐξάρτησιν ὁλοκλήρου τοῦ ἑαυτοῦ των ἀπό τόν Θεόν, διότι εἶναι ἰδική των ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[12].
Κατά τόν Π. Τρεμπέλα, λοιπόν, μακαρίζονται αὐτοί πού ταπεινά συναισθάνονται τήν «πνευματικήν πτωχείαν» τους. Στό ὑπόμνημά του μάλιστα δείχνεται μέ παραπομπές σέ ἁγίους Πατέρες ὅτι μακαριστή δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, ἀλλά καί αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ πνευματική πτωχεία, μέ τό περιεχόμενο φυσικά πού τῆς δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τό ὁποῖο δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τό περιεχόμενο πού τῆς δίνει ὁ π.Ἰ.Δ..
Πτωχεία πνευματική, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι ἡ ταπείνωση καί ἡ συντριβή τῆς διάνοιας, διότι γι’ αὐτόν «πτωχοί τῷ πνεύματι» εἶναι «οἱ ταπεινοί καί συντετριμμένοι τήν διάνοιαν. Πνεῦμα γάρ ἐνταῦθα τήν ψυχήν καί τήν προαίρεσιν εἴρηκεν»[13]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖ ὅτι «“πτωχείαν πνεύματος” τήν ἑκούσιον ταπεινοφροσύνην ἐκφράζει ὁ Λόγος»[14]. Καί ἐδῶ «πνεῦμα» εἶναι ἡ ψυχή καί ἡ προαίρεση καί ὄχι τά κατά τόν π.Ἰ.Δ. «πνευματικά ἀγαθά». Συνεχίζει μάλιστα ὁ Ἅγιος καί δίνει χριστολογικό περιεχόμενο στήν μακαριζομένη πτωχεία. Γράφει: «Ταύτης δέ [τῆς πτωχείας] ὑπόδειγμα τήν τοῦ Θεοῦ πτωχείαν ὁ Ἀπόστολος ἡμῖν λέγων προδείκνυσιν, “ὅς δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσεν, πλούσιος ὤν, ἵνα ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν”»[15]. Στό ἴδιο ἑρμηνευτικό πλαίσιο ὁ Μ. Βασίλειος ὡς μετόχους τῆς μακαριζομένης πτωχείας θεωρεῖ «τούς δεδιδαγμένους τήν ἐπαινετήν ταπεινοφροσύνην»[16]. Δίνοντας στήν συνέχεια κι’ αὐτός τό χριστολογικό περιεχόμενο τοῦ μακαρισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἀσκητική του δύναμη, λέει ὅτι ὁ μακαρισμός τῆς πτωχείας εἶναι τῶν «κατά τήν πρός αὐτόν [τόν Χριστόν] ἐξομοίωσιν, τόν δι’ ἡμᾶς πτωχεύσαντα, τήν ἐν τῷ φρονήματι πτωχείαν ἀνειληφότων»[17]. Οἱ «ἀνειληφότες» «τήν ἐν τῷ φρονήματι πτωχείαν» κινοῦνται μέ ἐλευθερία μιμούμενοι «τόν δι’ ἡμᾶς πτωχεύσαντα» Χριστό. Ἐδῶ προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος μέ ἐλευθερία νά ἐπιδιώξουμε τήν «ἐν τῷ φρονήματι πτωχείαν», δηλαδή, τήν πνευματική πτωχεία, ἀφοῦ καί ἐδῶ «πνεῦμα» ὀνομάζεται ἡ ψυχή καί ἡ προαίρεση καί ὄχι τά κατά τόν π.Ἰ.Δ. «πνευματικά ἀγαθά». Προφανῶς ὁ Μ. Βασίλειος δέν μᾶς προτρέπει νά ἐπιδιώξουμε «τήν στέρησιν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν». Τονίζοντας μάλιστα ὁ Ἅγιος τό «αὐτοπροαίρετο» αὐτῆς τῆς ἀσκήσεως στήν ἑρμηνεία τοῦ 33οῦ ψαλμοῦ, γράφει: «“Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι”· οὐχ οἱ πένητες κατά τήν περιουσίαν, ἀλλ’ οἱ τήν πτωχείαν τῆς ψυχῆς προελόμενοι. Οὐδέν γάρ τῶν ἀπροαιρέτων μακαριστόν»[18]. Ἡ πτωχεία τῆς ψυχῆς (ἄλλη διατύπωση τῆς «ἐν τῷ φρονήματι» ἤ τῆς πνευματικῆς) εἶναι μακαριστή ἐπειδή τήν ἐπιλέγουμε μέ ἐλευθερία. Τό ὅτι αὐτή ἡ πτωχεία εἶναι μακαριστή λέγεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στήν ἀπόκριση τῆς 20ῆς ἐρωτήσεως στούς Ὅρους κατά πλάτος. Ἐκεῖ ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνοντας τόν κίνδυνο πού ὑποκρύπτεται στήν ἐπίδειξη πολυτέλειας, ὅταν φιλοξενοῦμε κάποιον ξένο, μᾶς λέει ὅτι λανθανόντως μπορεῖ νά ἐκπέσουμε ἀπό τήν ταπείνωση καί ἔτσι νά ἐλεγχθοῦμε ὅτι ντρεπόμαστε «τήν ὑπό τοῦ Χριστοῦ μακαριζομένην πτωχείαν»[19]. Ἡ αὐτοπροαίρετος πτωχεία τῆς ψυχῆς –ὄχι τῆς περιουσίας– εἶναι σύμφωνα μέ τόν Μ. Βασίλειο «ὑπό τοῦ Χριστοῦ μακαριζομένη», ἔστω καί ἄν μετά φανατισμοῦ διαφορετικά φρονεῖ ὁ π.Ἰ.Δ..
Τό δεύτερο παράδειγμα τό παίρνουμε ἀπό τόν Μέγα Κανόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ἐπισκόπου Κρήτης. Σ’ αὐτό φαίνεται ὁ δυναμισμός τῆς «πνευματικῆς πτωχείας» καί τό πόσο σημαντική καί γι’ αὐτό ἐπιθυμητή –παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ π.Ἰ.Δ.– εἶναι ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐνάτη Ὠδή, λοιπόν, τοῦ Μ. Κανόνος ἀκοῦμε τόν ἅγιο Ἀνδρέα νά ψάλλη:
«Ἀξίους μετανοίας καρπούς μή ἀπαιτήσῃς με· ἡ γάρ ἰσχύς μου ἐν ἐμοί ἐξέλιπε· καρδίαν μοι δώρισαι ἀεί συντετριμμένην· πτωχείαν δέ πνευματικήν, ἵνα ταῦτα σοι προσοίσω, ὡς δεκτήν θυσίαν μόνε Σωτήρ».
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τοῦ δωρίση «πτωχείαν πνευματικήν», ὥστε νά μπορέση νά προσφέρη «ὡς δεκτήν θυσίαν» ὅσους καρπούς μετανοίας συνέλεξε.
Ἄν στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τό νόημα τῆς «πνευματικῆς πτωχείας» ἦταν αὐτό πού δίνει ὁ π.Ἰ.Δ., τότε θά ἦταν πολύ παράδοξο τό αἴτημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ἀλλά καί πολύ παραδοξότερη ἡ ἐμμονή τῆς Ἐκκλησίας νά βάζη ὡς προσευχή στά χείλη τῶν μελῶν της αὐτό τό καταπληκτικό –μεστό ἀπό πνευματική πεῖρα– τροπάριο τοῦ Μ. Κανόνα.
Εἶναι ποτέ δυνατόν νά θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία διδάσκει στά τέκνα της νά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό «τήν στέρηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν»; Ἄν ὁ π.Ἰ.Δ. εἶναι συνεπής στήν κριτική πού κάνει στόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ἔτσι θά πρέπη νά ἑρμηνεύση τό τροπάριο τοῦ Μ. Κανόνα. Ἀλλά αὐτό θά εἶναι «ἀπό τά ὄντως ἀπίστευτα τῆς θεολογίας» τοῦ π.Ἰ.Δ., γιά νά στρέψουμε πρός αὐτόν, δικαίως, τίς ἐκφράσεις πού ἐξαπολύει ἐναν--τίον τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου.
Σχολιάζοντας ὁ π.Ἰ.Δ. τήν φράση τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας: «Ἡ θεραπεία ἔγκειται στήν πτωχεία τήν πνευματική τήν ὁποία μακάρισε ὁ Κύριος», γράφει: «Ἡ θεραπεία λοιπόν τῆς νοσούσης ψυχῆς γίνεται μέ τήν στέρησιν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν. Εἶναι τόσον τερατῶδες τοῦτο, ὥστε δέν ἀντέχει εἰς οὐδένα σχολιασμόν»[20]. Ἄν εἶναι συνεπής μέ τόν ἑαυτό του, θά πρέπη τά ἴδια νά πῆ καί γιά τό παραπάνω τροπάριο τοῦ Μ. Κανόνα, γιά νά δείξη –καί νά καταλάβη ἴσως ὁ ἴδιος– τό πόσο μακριά ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται.
β. Ἡ «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας»
Ἄς ἔλθουμε ὅμως καί στήν «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας». Ὁ π.Ἰ.Δ. δέν μπορεῖ νά δεχθῆ ὅτι ὁ Χριστός μακάρισε τήν «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας», δηλαδή τήν συντριβή τῆς καρδιᾶς μας ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας. Κάνει μάλιστα μιά «χειρουργική» ἑρμηνεία στόν πρῶτο μακαρισμό γράφοντας:
«Ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός μας εἶναι τό μέσον καί ἡ αὐτονόητος προϋπόθεσις ἀποκτήσεως τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ Κύριος μακάρισε τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συναισθήσεως»[21].
Εἶναι ὅμως δυνατόν νά προέλθη «ἐξ ἀκανθῶν σταφυλή ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα»; Εἶναι δυνατόν νά εἶναι καλός ὁ καρπός καί νά εἶναι κακό τό δένδρο; Εἶναι δυνατόν νά μακαρίζεται τό ἀποτέλεσμα καί ὄχι ἡ «αὐτονόητη» προϋπόθεσή του; Ὁ π.Ἰ.Δ. ἐπιχειρεῖ διαχωρισμούς ἐννοιῶν, οἱ ὁποῖες μέσα στήν πείρα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδιαίρετες. Διαχωρίζει τήν ταπείνωση ἀπό τήν ταπεινή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Θεωρεῖ, δηλαδή, τήν ταπείνωση σάν κάτι τό τελείως ξένο πρός τίς προϋποθέσεις της καί τίς φυσικές ἐκφράσεις της. Ἀγνοώντας μάλιστα τόν πνευματικό δυναμισμό πού ὑπάρχει στήν «συντετριμμένη καρδία» καί ἑρμηνεύοντας ψυχολογικά τήν «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας», γράφει:
«Ὅπως διατυπώνει τήν ἑρμηνεία του ὁ Ναυπάκτου, δίδεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι βιώνουν μιά ἀθλίαν κατάστασιν καί εὑρίσκονται εἰς μίαν ὑποβαθμισμένην, εἰς μίαν πτωχικήν πνευματικήν ζωήν»[22].
Αὐτή εἶναι μιά ἑρμηνεία πού δέν προκύπτει ἀπό καμμιά γραμμή τοῦ βιβλίου Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία. Θεωροῦμε ὅτι εἶναι πολύ τολμηρό νά ἰσχυριστῆ κανείς ὅτι τό βιβλίο πού ἐκφράζει καί ἀναλύει τήν μέθοδο θεραπείας τῆς ψυχῆς, μέ βάση τήν παράδοση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, «μακαρίζει» «μίαν ὑποβαθμισμένην», «μίαν πτωχικήν πνευματικήν ζωήν», ὅταν ὡς τέλος τῆς θεραπείας προβάλλη τό μέγιστο πού μπορεῖ νά ἀποκτήση ἐν ζωῇ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή τήν ἐμπειρική –καί ὄχι ἁπλῶς στοχαστική– γνώση τοῦ Θεοῦ. Παραθέτουμε λίγες γραμμές ἀπό τό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς Ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας, γιά νά ἐννοήση ὁ ἀναγνώστης τό μέγεθος τῆς παρερμηνείας.
«Ὅταν ἡ ψυχή, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύονται, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ γνώση Θεοῦ. Καί μάλιστα ὄχι ὅταν θεραπεύονται, ἀλλά καί ὅσο θεραπεύονται ἀποκτᾶ γνώση Θεοῦ. Ὅταν δέ θεραπευθῆ, κατά τό δυνατόν, τελείως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀποκτᾶ γνώση Θεοῦ, πού δέν εἶναι γνώση τῶν λόγῳν περί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γνώση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, στήν θεραπευμένη καρδιά ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός καί προσφέρει τήν γνώση Του. Ἔτσι φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ ὀρθόδοξη γνωσιολογία ἔχει μεγάλη σχέση μέ τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς»[23].
Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι στό βιβλίο Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία ἡ βίωση τῆς τριπλῆς πνευματικῆς πτωχείας, πού θεραπεύει τό τριμερές τῆς ψυχῆς, συνδέεται μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό. Δηλαδή, κατ’ ἐπέκταση ἡ «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας» ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ. Σέ καμμιά γραμμή τοῦ βιβλίου δέν προβάλλεται ὡς μιά «ὑποβαθμισμένη κατάσταση». Τά περί «ὑποβαθμισμένης καί πτωχικῆς πνευματικῆς ζωῆς» εἶναι μιά ἐντύπωση τοῦ π.Ἰ.Δ., ἄσχετη μέ τά διαλαμβανόμενα στό κρινόμενο ἀπό αὐτόν βιβλίο.
Ὁ π.Ἰ.Δ. ἐνῶ ἀπό τήν μιά μεριά διαχωρίζει ἔννοιες πού δέν διαχωρίζονται, ὅπως ἐπισημάναμε παραπάνω, ἀπό τήν ἄλλη συγχέει σημασίες ἐννοιῶν πού ἔχουν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἐμπειρίας. Στό σημεῖο αὐτό μάλιστα φαίνεται τό πόσο μακριά βρίσκεται ἀπό τήν εὐαγγελική καί φιλοκαλική ἄσκηση καί θεωρία. Καί ἐξηγούμαστε.
Ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητός μας δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀθλιότητά μας. Διότι βιώνει τήν ἀθλιότητά του αὐτός πού ἄρχισε νά «βλέπη πνευματικά», πού οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς του δέχθηκαν τόν πρῶτο –ἀμυδρό στήν ἀρχή– φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν βιώνει τήν ἀθλιότητά του αὐτός πού εἶναι δουλωμένος στά πάθη καί δέν ἔχει διάθεση ἀπαλλαγῆς ἀπό αὐτά, ἀλλά ἀντίθετα τά ἀπολαμβάνει. Ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητάς μας εἶναι ἀνάλογη μέ τήν αὐτογνωσία μας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα λογικῶν ἀναλύσεων, ἀλλά πρωτίστως τοῦ φωτισμοῦ τῆς ψυχῆς μας ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητός μας εἶναι ἀφετηριακό στάδιο τῆς μετανοίας, ἀλλά καί ἕνας διαρκής φύλακας τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος στόν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό.
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀναφερόμενος στήν θεραπεία τῶν παθῶν σημειώνει:
«Χρειάζεται πρωτίστως ἡ αὐτογνωσία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε τήν κατάστασή μας τήν πνευματική. Ἡ ἄγνοια τῆς ἀσθένειάς μας μᾶς καθιστᾶ ἀθεράπευτους. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει: “ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν”(Α΄ Ἰω. α΄, 8).
Ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνός περιγράφοντας τίς ὀκτώ πνευματικές θεωρίες, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ πρῶτες ἑπτά εἶναι αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, ἐνῶ ἡ ὀγδόη τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὡς δευτέρα γνώση θεωρεῖ “τήν γνῶσιν τῶν ἡμετέρων πταισμάτων καί τῶν τοῦ Θεοῦ εὐεργεσιῶν”. Δηλαδή ἡ αὐτογνωσία, ἡ γνώση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί τῶν παθῶν μας εἶναι θεωρία τοῦ Θεοῦ»[24].
Δηλαδή, ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητός μας, μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἶναι καρπός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνδέεται μέ τό ξύπνημα τῆς ψυχῆς, τήν ἀνάβλεψη τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν της. Αὐτό τό φιλοκαλικό περιεχόμενο τῆς δίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου. Εἶναι κατά τόν ὅσιο Πέτρο τόν Δαμασκηνό ὁ δεύτερος βαθμός θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν κρυφή ἐσωτερική μας κατάσταση –τήν ἀθλιότητά μας–, ἄν δέν φωτισθοῦμε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτό, λοιπόν, πού ὀνομάζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας» περιγράφει ὁ ὅσιος Πέτρος, μέ πυκνή ἀναφορά στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τήν «δευτέραν νοητήν θεωρίαν», σέ κείμενό του «περί τῶν ὀκτώ νοητῶν θεωριῶν», τό ὁποῖο περιέλαβε ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στήν Φιλοκαλία. Γράφει ὁ ὅσιος Πέτρος:
«Οἴμοι τῷ ἀθλίῳ, τί ποιήσω; Τί γένωμαι; Πολλά ἥμαρτον· πολλά εὐεργετοῦμαι· πολλά ἀσθενῶ. Οἱ πειρασμοί πολλοί, ἡ ραθυμία συνέχει με, ἡ λήθη σκοτίζει με καί οὐκ ἐᾷ με ἰδεῖν ἐμαυτόν καί τό πλῆθος τῶν κακῶν μου. Ἡ ἄγνοια κακή, ἡ ἐν γνώσει παράβασις χείρων, ἡ ἀρετή δυσκατόρθωτος, τά πάθη πολλά, οἱ δαίμονες πανοῦργοι, ἡ ἁμαρτία πρόχειρος, ὁ θάνατος ἐγγύς, τό λογοθέσιον πικρόν, οὐαί μοι, τί ποιήσω; Ποῦ φύγω ἀπ’ ἐμαυτοῦ; Ἐπειδή ἐγώ εἰμί ἡ αἰτία τῆς ἀπωλείας. Αὐτεξουσιότητι γάρ τετίμημαι καί οὐδείς βιάσαι με δύναται. Ἐγώ ἥμαρτον καί ἁμαρτάνω ἀεί καί ἀμελῶς διάγω εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν· ὁ δέ βιάζων οὐχ εὑρίσκεται. Τίνα ἔχω αἰτιάσασθαι; Ὁ Θεός, ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, ἀεί ποθῶν τήν πρός αὐτόν ἐπιστροφήν καί μετάνοιαν· οἱ Ἄγγελοι, ἀγαπῶσι με καί φυλάττουσιν· οἱ ἄνθρωποι, ὡσαύτως τήν προκοπήν μου θέλουσιν· οἱ δαίμονες, οὐ δύνανται βιάσαι τινά μή θέλοντα ἀπολέσθαι, εἴτε ἐξ ἀμελείας, εἴτε ἐξ ἀπογνώσεως· τίς ἐστι λοιπόν ὁ αἴτιος; εἰμή αὐτός ἐγώ ὁ ταλαίπωρος;»[25].
Ὁ ὅσιος Πέτρος ξεκινᾶ μέ τό «Οἴμοι τῷ ἀθλίῳ» καί καταλήγει, στό παραπάνω παράθεμα, μέ τό «ἐγώ ὁ ταλαίπωρος». Κι ὅπως προκαταβολικά σημειώσαμε, αὐτό πού περιγράφει εἶναι «ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητός μας», ἡ ὁποία προφανῶς δέν εἶναι μία «ὑποβαθμισμένη», μία «πτωχική πνευματική ζωή», ἀλλά ἡ ἀνατολή στό ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου τοῦ φωτός τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πού ἀποκαλύπτει ὅλη τήν ἀδυναμία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καί τήν ἀσχήμια τῶν παθῶν του. Ἡ γνώση τῆς ἀδυναμίας τῆς θελήσεως, γιά τήν ὁποία δέν προβάλλονται προφάσεις, ἡ γνώση ἐπίσης τῆς ἀγαθότητος καί φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης καί τῆς προστασίας τῶν ἀγγέλων καί ὁ καλός λογισμός γιά τίς διαθέσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων «...οἱ ἄνθρωποι, ὡσαύτως τήν προκοπήν μου θέλουσιν», καθώς καί ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης πού γεννᾶται ἀπό τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας «...οἱ δαίμονες, οὐ δύνανται βιάσαι τινά μή θέλοντα ἀπολέσθαι... Αὐτεξουσιότητι γάρ τετίμημαι καί οὐδείς βιάσαι με δύναται», δείχνουν ὅτι ἡ μακαριστή βίωση τῆς ἀθλιότητός μας, στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, δέν εἶναι μιά ἄθλια, ὑποβαθμισμένη πνευματική ζωή, ἀλλά ζωή πού οἱ σαρκικοί καί οἱ ψυχικοί ἄνθρωποι τοῦ παρόντος αἰῶνος δέν μποροῦν νά συλλάβουν καί νά κατανοήσουν, γιατί εἶναι εἴσοδος ἑντός μας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τόν ἀπ. Παῦλο «οὐ δύνα[ν]ται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται»[26].
Ἡ κριτική πού ἀσκεῖ ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἔχει θεμέλια ἁγιογραφικά καί ἁγιοπατερικά. Εἶναι φτωχό ἀποκύημα ἀνθρώπινης διάνοιας, πού κινεῖται ἀπό «ἀμυνόμενο θυμό».
Πάντως γιά νά περατωθῆ ἡ ἀναφορά μας στήν βίωση τῆς ἀθλιότητός μας, θά πρέπη νά ὑποδείξουμε στό π.Ἰ.Δ. νά προσέξη λίγο τήν καθημερινή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα τούς ὕμνους τῆς Παρακλητικῆς καί τοῦ Τριωδίου, οἱ ὁποῖοι δείχνουν τό πῶς ὁ ἄνθρωπος πονᾶ καί προσεύχεται, ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀποκαλύπτει σταδιακά τό κακό πού ἔχει σωρευθεῖ μέσα του. Τό πῶς δηλαδή ἡ βίωση τῆς ἀθλιότητὀς μας εἶναι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί γι’ αὐτό μακαριστή.
Ἁπλῶς νά θυμίσουμε τό δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου, στό ὁποῖο ὁ ὑμνογράφος βάζοντας στήν θέση τοῦ Ἀσώτου τόν ἑαυτό του –καί τόν ψάλλοντα ἤ ἀκροώμενο τήν ἀκολουθία πιστό– λέει:
«Ὤ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτόν ἐστέρησα! ὤ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! Τόν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅνπερ ἔλαβον· τήν ἐντολήν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχή! τῷ πυρί τῷ αἰωνίῳ λοιπόν καταδικάζεσαι· διό πρό τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ· Ὡς τόν Ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καί ἐλέησόν με».
Αἰσθάνεται «ταλαίπωρος» καί «ἄθλιος» καταδικασμένος ἤδη γιά τό πῦρ τό αἰώνιο, ὅμως ἔχει γνώση τῶν ἀγαθῶν πού στερήθηκε καί τῆς βασιλείας ἀπό τήν ὁποία «ἐξέπεσε», καθώς ἐπίσης ἔχει βέβαιη ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἔχει ξυπνήσει μέσα του ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πρός τούς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς. Αὐτή ἡ αἴσθηση εἶναι δυνατή μόνο ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκέπτεται τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου· διότι «οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12, 3).
Αὐτή εἶναι ἡ μακαριζομένη «βίωση τῆς ἀθλιότητός μας», ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ ἐξαιρετικό τρόπο ἀπό ὅλη τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπό τά βιβλία τῆς Παρακλητικῆς καί τοῦ Τριωδίου. Ὅποιος θεωρεῖ –ὅπως ὁ π.Ἰ.Δ.– ὅτι αὐτή εἶναι μιά «ὑποβαθμισμένη» καί «πτωχική» κατάσταση τῆς ψυχῆς δείχνει ὅτι εἶναι πολύ μακριά ἀπό τό πνεῦμα τῆς πατερικῆς φιλοκαλικῆς μας παραδόσεως, ἀλλά καί ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑμνολογίας καί λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί τό σημαντικότερο, ἄν διδάσκη «οὕτως τούς ἀνθρώπους», περιορίζει σέ αὐτούς τόν πνευματικό ὁρίζοντα καί ἀδυνατίζει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἀποστερεῖ ἀπό αὐτούς τήν δυνατότητα τῆς γνήσιας μετανοίας.
Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_3a.el.aspx#ixzz3YKyKy7Qc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου