Θεολογία καί ἀποκάλυψη
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[5Α ΜΕΡΟΣ]
Ὁ π.Ἰ.Δ. γράφει: «κυκεών, τελεία σύγχυσις, συσκοτισμός. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι ἀποκάλυψις», χωρίς νά διευκρινίζει τί εἶναι τό ἀποκαλυπτόμενο, ὥστε νά δώση μιά ἰδέα τοῦ πῶς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος τήν ἀποκάλυψη. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου πάντως, στηριζόμενος στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν φαίνεται νά συμφωνῆ μέ τήν ἀσαφῆ ἀντίληψη τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τήν θεολογία ὡς «ἀποκάλυψη». Ἡ πλήρης πρόταση τοῦ Μητροπολίτου ἀπό λέξεις τῆς ὁποίας ὁ π.Ἰ.Δ. ἀπάρτησε τήν πρόταση: «Ἡ Θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη», λέει: «Ἡ θεολογία εἶναι πέρα ἀπό τήν λογική, εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί οἱ Πατέρες τήν ὁρίζουν ὡς θεωρία. Καί ἐδῶ ἡ θεολογία εἶναι κυρίως θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θέα τοῦ Θεοῦ»[1]. Ἡ θεολογία λοιπόν γιά τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί τούς Πατέρες στούς ὁποίους στηρίζεται εἶναι, πρῶτον, «πέρα ἀπό τήν λογική», πού σημαίνει πέρα ἀπό λέξεις καί σημασίες λέξεων, καί, δεύτερον, εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἁπλῶς καί γενικῶς ἀποκάλυψη.
Οἱ δύο τελευταῖες διατυπώσεις, πού ἐκ πρώτης ὄψεως δέν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, μποροῦν νά μᾶς ὁδηγήσουν ἑρμηνευόμενες σέ ἀπόψεις μέ μεγάλη θεολογική διαφορά. Κι’ αὐτό διότι ἡ φράση: «Ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη» ἐνέχει τόν κίνδυνο νά μᾶς ὁδηγήση στήν ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ἀπευθείας τούς θεολογικούς ὅρους καί τίς διατυπώσεις τῶν διαφόρων δογμάτων, ἀποκαλύπτει δηλαδή ἀνθρώπινες λέξεις καί νοήματα. Ἐνῶ ἡ φράση: «Ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο», σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτει ὅρους καί διατυπώσεις ἀλλά τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο. Καί γιά νά μήν ὑπάρχει καμμία παρανόηση στό νόημα αὐτῆς τῆς προτάσεως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου συμπληρώνει: «Καί ἐδῶ ἡ θεολογία εἶναι κυρίως θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή θέα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό Του στόν ἄνθρωπο, τοῦ δείχνει τήν ἄκτιστη δόξα Του καί ὁ ἄνθρωπος κατόπιν περιγράφει αὐτή τήν θεοπτική ἐμπειρία μέ ἀνθρώπινες λέξεις.
Ὁ π.Ἰ.Δ. θεωρεῖ θεολογία μόνο τίς ἀνθρώπινες λέξεις πού ἑρμηνεύουν τήν «ὑφισταμένη θεία ἀποκάλυψη», χωρίς νά θέτη ὡς προϋπόθεση γιά τόν θεολόγο τήν μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν καί ταυτίζουν τήν θεολογία μέ τήν θεοπτία. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ μεγάλη, ἡ χαώδης διαφορά τοῦ π.Ἰ.Δ. ἀπό τήν ἐμπειρική πατερική θεολογία.
Ἡ ἐπαναβεβαίωση τῆς ἀποκάλυψης
Ὁ π.Ἰ.Δ. προβάλλει ἕνα «χριστιανισμό» δικῆς του ἐμπνεύσεως, τελείως ξένο πρός τήν πατροπαράδοτη πίστη μας, μέ Θεό ἀλλότριο πρός τόν Θεό τῶν Πατέρων μας. Ὁ Θεός τοῦ π.Ἰ.Δ. εἶναι προκλητικά προσωπολήπτης. Ἰσχυριζόμενος μάλιστα ὁ π.Ἰ.Δ. ὅτι αὐτά πού λέει ἀφοροῦν τόν Τριαδικό Θεό τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουμε νά τοῦ ποῦμε ὅτι ὑβρίζει τόν Θεό μας, ὑβρίζει τήν πλουτοπάροχο ἀγαθότητά του.
Ὁ π.Ἰ.Δ. λέει μέ φανατισμό καί σκληρή γλώσσα γιά τούς ἀντιφρονοῦντες, ὅτι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους δέν εἶναι γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά δέν ὑπάρχει ἀνάγκη «ἐπανάληψης» τῆς ἀποκαλύψεως. Κατά τόν π.Ἰ.Δ. ὁ Θεός ὅ,τι εἶχε νά πῆ τό εἶπε μιά φορά σέ ὁρισμένους ἐκλεκτούς Του ἀνθρώπους. Δέν χρειάζεται νά μᾶς τά ξαναπῆ. Καί πρό παντός δέν χρειάζεται νά μᾶς τό λέη προσωπικά στόν καθένα. Τώρα, πῶς μποροῦν νά σταθοῦν αὐτά τά προκλητικά καί ἀντιευαγγελικά λόγια μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στόν ὁποῖο καλούμαστε ὅλοι νά γίνουμε «διδακτοί Θεοῦ», νά γνωρίσουμε προσωπικά τόν Θεό καί νά γίνουμε κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μόνον ὁ π.Ἰ.Δ. τό γνωρίζει.
Πάντως, ὁ Χριστός θυμίζοντας στούς ἀκροατές Του τούς Προφῆτες ἔλεγε: «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καί ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ. Πᾶς ὁ ἀκούσας παρά τοῦ Πατρός καί μαθών ἔρχεται πρός με» (Ἰωάν. 6,45). Στόν Χριστό ἔρχονται ὅσοι ἄκουσαν καί ἔμαθαν τά σχετικά μέ Αὐτόν «παρά τοῦ Πατρός». Ἀμέσως προηγουμένως ὁ Χριστός εἶχε πεῖ: «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Καί ἐπειδή ὁ Πατήρ «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι», «ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ». Ὁ π.Ἰ.Δ. θά πρέπη προφανῶς καί σ’ αὐτό νά ἀντιδράση. «Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός» ὅρισε νά γίνουν ὅλοι «διδακτοί Θεοῦ», τήν στιγμή πού ἔχει δώσει τήν διδασκαλία Του σέ ὁρισμένους ἐκλεκτούς Του;
Τίς ἀντορθόδοξες ἀπόψεις του σχετικά μέ τήν ἄρνηση τῆς δυνατότητας ἀπόκτησης ἀπό μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐμπειριῶν πού βλέπουμε στούς Προφῆτες, τίς διατυπώνει σχολιάζοντας τό ἀκόλουθο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Οἶδα ἀνθρωπον ἐν Χριστῷ. Τό ἀπόσπασμα πού παραθέτει γράφει:
«Ὁ Γέροντας ἀξιώθηκε σπανίων δωρεῶν ἀπό τόν Θεό, ὅπως τήν ἀποκάλυψη τοῦ “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”, τήν μνήμην τοῦ θανάτου, τήν σχοινοβασία πάνω στήν ἄβυσσο, τήν αἰώρηση πάνω ἀπό τό πῦρ τοῦ Ἅδη» (σ. 421). «Αὐτή ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός –τό “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”– δέν ἦταν μία σκέψη καί ἕνας καλός λογισμός ἀλλά μιά ἐνυπόστατη ἔλλαμψη» (σ. 77-78).
Βέβαια στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου τό δεύτερο παρατιθέμενο ἀπόσπασμα δέν ξεκινᾶ μετά ἀπό σημεῖο στίξεως, οὔτε τελειώνει σέ τελεία. Ἔχει προηγούμενα καί ἑπόμενα πού ἐξηγοῦν θεολογικά τήν ἐμπειρία τοῦ «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν». Ἄς δοῦμε ὅμως πρῶτα τόν σχολιασμό τοῦ π.Ἰ.Δ., τόν ὁποῖο ἀφήνουμε ἀχαρακτήριστο...
«Ἀδελφοί ἀναγνῶσται... Τό “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” ἔχει ἀποκαλυφθῆ εἰς τόν Μωυσῆν, ὡς γνωστόν. Ἰδού: “Καί εἶπεν ὁ Θεός πρός Μωυσῆν λέγων ἐγώ εἰμί ὁ ὤν” (Ἔξ. γ΄14).
Αὐτή ἡ ἀποκάλυψις εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην. Ἀγνοεῖ αὐτό ὁ Δεσπότης τῆς Ναυπάκτου καί θαυμάζει τόσον πολύ τήν ψευδοαποκάλυψιν αὐτήν τοῦ Σωφρονίου; Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός ἔκαμε πάλιν τήν αὐτήν ἀποκάλυψιν εἰς τόν ἱερομόναχον Σωφρόνιον Σαχάρωφ;
Ἐπίσης, καί ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἰδού: “Μνήσθητι τά ἔσχατα καί παῦσαι ἐχθραίνων, καταφθοράν καί θάνατον, καί ἔμμενε ἐντολαῖς” (Σοφ. Σειρ. κη΄ 6). Διδάσκεται δέ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου συνεχῶς ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων. Τί τό νέον ἀπεκαλύφθη εἰς τόν π. Σωφρόνιον καί διακηρύσσει αὐτό ὁ Ποιμενάρχης τῆς Ναυπάκτου; Τά δέ γελοῖα ἀκροβατικά, σχοινοβατικά, ἀεροβατικά καί τά ἄλλα “θαυμαστά” τοῦ Σωφρονίου νά τά ἑρμηνεύσῃ καί νά τά σχολιάσῃ ὁ θαυμαστής αὐτῶν... Ἡμεῖς δέν ἐνδιαφερόμεθα δι’ αὐτά τά παγανιστικά. Ἀποποιούμεθα τήν τοιαύτην προσφοράν τοῦ κ. Ἱεροθέου» (σ. 64-65).
Σάν πρῶτες ἄμεσες παρατηρήσεις θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά ἀναφερθοῦν τρία πράγματα.
Πρῶτον, ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ π.Ἰ.Δ. γιά τό «ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» καί τήν μνήμη τοῦ θανάτου ἀντιστρατεύεται, καί προσπαθεῖ νά νεκρώση, κάθε ἔμπνευση γιά προσωπική βίωση τοῦ ἁγιογραφικοῦ λόγου. «Αὐτή ἡ ἀποκάλυψις εἶναι καταγεγραμμένη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην... Διά ποῖον λόγον ὁ Θεός ἔκαμε πάλιν τήν αὐτήν ἀποκάλυψιν εἰς τόν ἱερομόναχον Σωφρόνιον Σαχάρωφ; Ἐπίσης, καί ἡ “μνήμη τοῦ θανάτου” εὑρίσκεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν... Τί τό νέον ἀπεκαλύφθη εἰς τόν π. Σωφρόνιον». Δηλαδή, κατά τόν π.Ἰ.Δ., ὅ,τι εἶναι καταγεγραμμένο στήν Ἁγία Γραφή δέν χρειάζεται νά γίνη προσωπικό μας βίωμα, προσωπική μας ἐμπειρία. Ἀρκεῖ νά τό ξέρουμε ὅτι εἶναι καταγεγραμμένο καί σωθήκαμε... Συνεπῶς, κατά τόν π.Ἰ.Δ., δέν χρειάζεται νά καταγράφονται καί νά διαβάζονται οἱ ἐμπειρίες καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, πού ἀποτελοῦν τήν ἐπαλήθευση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁπότε, ὡς περιττά θά πρέπη νά ἐξαφανίσουμε τά Συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας.
Δεύτερον, εἶναι καταπληκτικό τό παγανιστικό ὑπόβαθρο τῆς σκέψης τοῦ π.Ἰ.Δ.. Τήν «σχοινοβασία πάνω στήν ἄβυσσο» καί τήν «αἰώρηση πάνω ἀπό τό πῦρ τοῦ Ἅδη» τά βλέπει μέ τελείως ὑλιστική ματιά, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά τά δῆ ὡς πνευματικά γεγονότα. Ἴσως γιατί ἀγνοεῖ παντελῶς αὐτό τό ἐπίπεδο ὑπάρξεως, πού εἶναι ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῆς «σαρκικῆς» καί «ψυχικῆς» ζωῆς. Τά γεγονότα αὐτά συντελοῦνται, ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται μέσα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τά συναντοῦμε περιγραφόμενα σέ κείμενα νηπτικῶν Πατέρων.
Τρίτον, ὁ χαρακτηρισμός μέ σκωπτικό τρόπο ὡς «γελοίων ἀκροβατικῶν, σχοινοβατικῶν, ἀεροβατικῶν», ἀλλά καί ὡς «παγανιστικῶν» τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν τοῦ Γέροντος Σωφρονίου συνιστᾶ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι εἶναι ἄρνηση καί θρασεία διακωμώδηση τῶν ἐνεργειῶν Του.
Γιά νά φανῆ ὅμως ἡ ἀρχοντιά τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καί ἡ δύναμη τῆς ἔμπνευσης πού προσπαθεῖ νά νεκρώση ὁ π.Ἰ.Δ., παραθέτουμε ἕνα εὐρύ ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Οἶδα ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ, στό ὁποῖο ἑρμηνεύεται ἡ ἐμπειρία τοῦ π. Σωφρονίου ἡ σχετική μέ τό «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν», πού σήμανε τό τέλος τῆς περιπλάνησής του σέ ξένες πρός τόν Χριστιανισμό ἀτραπούς.
«Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας βεβαιώνει ὅτι αὐτή ἡ ἐπιδίωξη νά ἀναζητᾶ τήν ἐποχή ἐκείνη τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν Χριστό ὑπῆρξε “νόθος” καί δέν μποροῦσε ποτέ νά ἐξέλθη ἀπό αὐτήν μέ τίς δικές του δυνάμεις. Γράφει: “Δέν γνωρίζω τίνι τρόπῳ νά διηγηθῶ τήν ἀκολουθίαν τῶν πνευματικῶν γεγονότων ἐκείνου τοῦ καιροῦ”[2].
Ὡς πρῶτο γεγονός ἦταν μιά ἀποκάλυψη οὐσιώδους σημασίας: “Αἴφνης κατέστη εἰς ἐμέ σαφές μέχρις ὀφθαλμοφανείας, ὅτι ἡ τεχνητή κατάδυσίς μου εἰς τήν ἀφῃρημένην νοητήν σφαῖραν δέν θά ὡδήγει ἐμέ πρός τήν αὐθεντικήν γνῶσιν τῆς Πρωταρχικῆς Ἀρχῆς πασῶν τῶν ἀρχῶν. Διά τῆς ἀσκητικῆς ἀπεκδύσεώς μου ἀπό παντός σχετικοῦ δέν ἐπετύγχανον τῆς πραγματικῆς ἑνώσεως μετά τοῦ ὑπ’ ἐμοῦ Ποθουμένου. Αἱ μυστικαί ἐμπειρίαι μου ἔφερον ἀρνητικόν χαρακτῆρα. Ἐνώπιόν μου ἐνεφανίζετο οὐχί τό “καθαρόν Εἶναι”, ἀλλά ὁ θάνατος ὁλοκλήρου τοῦ εἶναι μου, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ὑποστατικῆς μου ἀρχῆς”. Ἀποκαλύφθηκε στόν Γέροντα ὅτι ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό συντελεῖται διά τῆς ἀγάπης καί τό “ἀγαπήσεις” τοῦ Εὐαγγελίου “εἰσέδυσεν εἰς τήν καρδίαν καί τόν νοῦν μου ὡς φῶς ἀληθοῦς γνώσεως”[3].
Σέ ἄλλο σημεῖο χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τῆς “μικρᾶς λέμβου” πού κλυδωνίζεται στά κύματα κατά τήν διάρκεια σκοτεινῆς νύχτας γιά νά παρουσιάση πῶς ὁ νοῦς του ἀνέβαινε στήν κορυφή τοῦ κύματος καί στήν συνέχεια γκρεμιζόταν στό βάθος μέ ὀργή ἀπό ἄλλο κύμα. Ὅμως, στήν συνέχεια ὁ Θεός πού ἀναζητοῦσε τήν εὐκαιρία ἔθεσε ἐνώπιόν του “τό βιβλικόν κείμενον τῆς Σιναϊτικῆς Ἀποκαλύψεως: “Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” (Ἔξοδ. γ΄, 14). Τό Εἶναι εἶμαι Ἐγώ. Ὁ Θεός, ὁ ἀπόλυτος Δεσπότης ὅλων τῶν ἀστρικῶν κόσμων, εἶναι προσωπικός. Ἐγώ εἰμί. Δι’ αὐτοῦ τοῦ Ὀνόματος διηνοίχθησαν ἔμπροσθέν μου ἀτέρμονοι ὁρίζοντες. Ὁ προσωπικός οὗτος Θεός ἀπέβη δι’ ἐμέ ὀφθαλμοφανής πραγματικότης, τήν ὁποίαν ἔζων οὐχί ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς ἀφῃρημένης διανοήσεως, ἀλλ’ ὑπαρκτικῶς, δι’ ὅλου τοῦ εἶναί μου. Ἡ ὅλη δομή τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς μετεμορφώθη”[4].
Συνδυάζοντας καί τά δύο αὐτά χωρία, πού παρετέθησαν ἀνωτέρω, βλέπουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός –τό «ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν»– δέν ἦταν μιά σκέψη καί ἕνας καλός λογισμός, ἀλλά μιά ἐνυπόστατη ἔλλαμψη, πού θά τόν καθορίση σέ ὅλη του τήν μετέπειτα ζωή. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας γράφει: “ὅτι κατέστη εἰς ἐμέ σαφές μέχρι ὀφθαλμοφανείας” καί ὅτι ὁ Θεός “ὁ ἴδιος ἀνεζήτει εὐκαιρίαν νά ἐμφανισθῆ” καί ὅτι διά τοῦ ὀνόματος “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν”, ὅπως γράφει, “ὁ Θεός ἀπέβη δι’ ἐμέ ὀφθαλμοφανής πραγματικότης”, μέ τήν ὁποία “ὅλη ἡ δομή τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς μετεμορφώθη”.
Φαίνεται ὅτι ἐπρόκειτο γιά μιά σημαντική ἐμπειρία, παρομοία μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Μωϋσέως πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν” (Ἔξοδ. γ΄, 14)... Καί φαίνεται πώς ἦταν καί προπομπός τῆς μεγάλης ἐμπειρίας πού θά ἀκολουθοῦσε...
Γιά νά ἀξιολογηθῆ θεολογικά ἡ πρώτη αὐτή ἐμπειρία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου θά πρέπη νά σημειωθῆ ὅτι σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ αὐτό πού ἔζησε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν μιά ἔλλαμψη, ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός...
Ἡ ἔλλαμψη αὐτή τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἀνώτερη τῆς κατ’ ἀφαίρεση – στοχαστικῆς θεολογίας...»[5].
Μέ τήν ἐνυπόστατη ἔλλαμψη ἄνοιξαν οἱ νοεροί ὀφθαλμοί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί ὁ προσωπικός Θεός τοῦ Μωυσῆ καί τῶν ἁγίων Πατέρων μας ἀπέβη γι’ αὐτόν «ὀφθαλμοφανής πραγματικότης», τήν ὁποίαν ζοῦσε «ὑπαρκτικῶς, δι’ ὅλου τοῦ εἶναι» του καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ὄχι δηλαδή μόνο στό ἐπίπεδο τῆς ἀφηρημένης διανοήσεως.
Ἡ ἔλλαμψη αὐτή δέν ἦταν ἡ «μεγάλη ἐμπειρία», ἀλλά ὁ προπομπός της, «ἡ ἀρχή τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός», στήν ὁποία σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὑπάρχει «καί ἀρχή καί τά μετά τήν ἀρχήν, κατά τέ τό ἀμυδρότερον καί τηλαυγέστερον διαφέροντα πρός ἄλληλα»[6].
Αὐτή ἡ ἐνυπόστατη ἔλλαμψη ἐπαναβεβαίωσε προσωπικά στόν π. Σωφρόνιο τήν ἐμπειρία τοῦ Μωυσῆ, σέ στιγμή πού μελετοῦσε τό κείμενο τῆς Σιναϊτικῆς ἀποκαλύψεως, ἐνόσω μάλιστα δέν εἶχε ἀπαλλαγῆ ἀκόμη πλήρως ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερπροσωπικοῦ ἀπολύτου.
Ἡ μελέτη τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων δέν ἔχει σκοπό τήν ἁπλή πληροφόρηση ἤ τήν διανοητική ἀποδοχή κάποιων γεγονότων, ἀλλά τήν ἐμπειρική «ὑπαρκτική» εἴσοδό μας στά ἀποκαλυπτόμενα μυστήρια. Αὐτό δέν εἶναι μιά πολυτέλεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε μιά ἰδιορρυθμία κάποιων πού θέλουν νά εἰσαγάγουν στήν Ἐκκλησία καινοφανῆ πράγματα. Τό ἀντίθετο ἀκριβῶς συμβαίνει. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται πολύ καθαρά μέσα στήν Θεία Λειτουργία.
Ὁ π.Ἰ.Δ. ὡς Ἱερέας θά ἔχη διαβάσει πολλές φορές, τελώντας τήν Θεία Λειτουργία, τήν εὐχή πού προηγεῖται τοῦ ἀποστολικοῦ καί εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, στήν ὁποία ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό ἔλλαμψη «ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» καί διάνοιξη τῶν «ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας» μας, γιά νά κατανοήσουμε τά «εὐαγγελικά κηρύγματα». Παραθέτουμε τήν εὐχή πού δείχνει τίς προϋποθέσεις καί τό σκοπό τῆς μελέτης τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων.
«Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καί τόν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα, τάς σαρκικάς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τά πρός εὐαρέστησιν τήν σήν καί φρονοῦντες καί πράττοντες. Σύ γάρ εἶ ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός, καί σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.».
Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά λάμψη μέσα στίς καρδιές μας τό «ἀκήρατον φῶς» τῆς «θεογνωσίας» Του καί νά ἀνοίξη τά μάτια τῆς διανοίας μας, γιά νά κατανοήσουμε τά εὐαγγελικά κηρύγματα. Ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῆς λειτουργικῆς της πράξεως μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι γιά νά προσλάβουμε τόν ἀποκαλυπτικό λόγο τῶν Ἀποστόλων χρειαζόμαστε φωτισμό τῆς καρδιᾶς μέ τό ἀκήρατο Φῶς τῆς θεότητος καί διάνοιξη ἀπό τόν Θεό τῶν ὀφθαλμῶν τῆς διάνοιας μας. Κι’ αὐτά ὄχι ἁπλῶς γιά νά πληροφορηθοῦμε κάποια θαυμαστά γεγονότα πού ἔγιναν στό παρελθόν ἤ γιά νά ἀκούσουμε ὑποδείξεις τρόπου ζωῆς, ἀλλά γιά νά ζήσουμε στά ὅρια τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς τήν δύναμη τῶν γεγονότων. Γιά νά ἐπαναβεβαιωθοῦν μέσα στήν προσωπική μας ζωή οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν.
Γιά νά μᾶς δωρηθῆ ὅμως αὐτή ἡ ἐπαναβεβαίωση χρειάζεται ὅλη μας ἡ ὕπαρξη νά ἀνέβη ψηλότερα ἀπό τά χαμερπῆ σαρκικά φρονήματα καί πάθη. Γι’ αὐτό ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά βάλη Αὐτός μέσα μας τόν φόβο τῶν ἐντολῶν του. Προφανῶς, ὁ Πατέρας πού συνέταξε τήν εὐχή γνώριζε τήν «ὑφισταμένη» διδασκαλία γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ζητᾶ νά τόν ἐμβάλη μέσα μας ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὡς χάρισμα, προκειμένου νά «καταπατήσουμε» τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί νά φρονοῦμε καί νά πράττουμε ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο στόν Θεό[7].
Ἄλλο λοιπόν εἶναι ἡ γνώση τῆς «ὑφισταμένης» διδασκαλίας γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἐντολῶν Του καί ἄλλο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὡς χάρισμα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἄλλο εἶναι ἡ «ὑφισταμένη» διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν μνήμη τοῦ θανάτου καί ἄλλο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὡς χάρισμα, τό ὁποῖο βίωσε σέ μεγάλη ἔνταση ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Μέ τήν ἐπαναβεβαίωση τῶν ἀποστολικῶν ἐμπειριῶν στήν προσωπική μας ζωή ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποδεικνύεται ρεῦμα ζωῆς. Διότι, ἔτσι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά καί ἔτσι γίνεται αἰσθητή ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία.
[1]. Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, σ. 31.
[2]. Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί, σ. 90.
[3]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 90.
[4]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 91.
[5]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 77-79.
[6]. Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, σ. 478, ἀπό τό Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ. σ. 78.
[7]. Γιά τήν ἐρμηνεία τῆς εὐχῆς «Ἔλλαμψον...» βλέπε: Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡσυχία καί Θεολογία, σ. 494-495.
Σημ: Τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη», σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα του, διατίθεται δωρεάν ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
|
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου