Σάββατο 25 Απριλίου 2015

μερος πρωτο η προσευχη ως ατελεύτητος δημιουργία


Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης. Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος. Ή άλλως: Η ζωή του όντως Όντος Θεού εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής. … ενίοτε θα ιστάμεθα επί των ορίων, τρόπον τινά, της αφροσύνης και εν οδύνη καρδίας θα ομολογώμεν εις Αυτόν την οικτράν ημών κατάστασιν:
«Συ έδωκας την εντολήν Σου να αγαπώ, και αποδέχομαι αυτήν μεθ’ όλης της υπάρξεώς μου· αλλ’ ιδού, εν εμοί τω ιδίω δεν ευρίσκω την δύναμιν της αγάπης ταύτης …» }015}
Εγκαταλείπει την ψυχήν ημών ως τινα καρπόν επί του δένδρου, να καίηται υπό του ηλίου να δέχηται τα κτυπήματα των ψυχρών και ισχυρών ανέμων, να καταπονήται υπό της δίψης ή να υποφέρη τα ρεύματα των υετών. Εάν όμως ημείς κρατώμεν ισχυρώς δια των χειρών ημών το κράσπεδον του ιματίου Αυτού θα ίδωμεν το αγαθόν αποτέλεσμα.
Η προσευχή αποκαθιστά οπωσδήποτε εν ημίν την θείαν εκείνην πνοήν, την οποίαν ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον του Αδάμ», και δυνάμει της οποίας ούτος }016} «εγένετο εις ψυχήν ζώσαν». Το αναγεννημένον δια της προσευχής πνεύμα ημών αρχίζει να εκπλήττηται προ του μεγάλου μυστηρίου του Είναι.
Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς τους υιούς του Αδάμ να διέλθωμεν δια του ουρανίου τούτου πυρός του καταφλέγοντος τας ρίζας των θανατηφόρων παθών. Αλλέως δεν θα ίδωμεν το Πυρ τούτο μεταβαλλόμενον εις Φως νέας ζωής, διότι εν τη πτώσει ημών η καύσις προηγείται του φωτισμού και ουχί αντιθέτως. Συνεπώς ας ευλογήσωμεν τον Κύριον και δια την κατακαίουσαν ταύτην ενέργειαν της αγάπης Αυτού.
Εάν η επίτευξις επιστημονικής πολυμαθείας απαιτή μακροχρόνιον και έντονον αγώνα, η απόκτησις της προσευχής απαιτεί ασυγκρίτως εντονώτερον. }017}
Η ελαχιστοτέρα εισέτι μεθ’ ημών επαφή του Θείου Πνεύματος αποτελεί δοξαν ασύγκριτον εν σχέσει προς το περιεχόμενον της άνευ Θεού ζωής ημών.
Η αυθεντική προσευχή ενούσα ημάς μετά του Υψίστου δεν είναι άλλο τι ει μη φως και δύναμις εκ των ουρανών προς ημάς καταβαίνουσα. Κατά την ουσίαν αυτής η προσευχή υπερβαίνει την κατάστασιν ημών. Δεν υπάρχει πηγή ενεργείας δι’ αυτήν εν τω κόσμω τούτω. … Εάν ταπεινώ την σάρκα δι’ υπερμέτρου νηστείας, τότε επί τινα χρόνον εν τη οδυνηρά εγκρατεία δημιουργείται ευνοϊκόν έδαφος δια την προσευχήν, κατόπιν όμως το σώμα αποκάμνει και αρνείται να ακολουθήση το πνεύμα. … Εάν είμαι διανοητικώς πεπροικισμένος δια σοβαράν επιστημονικήν εργασίαν ή καλλιτεχνικήν δημιουργίαν, η επιτυχία μου εις αυτάς θα αποτελέση αφορμήν προς κενοδοξίαν, και θα }018} καταστή αδύνατον να εύρω την βαθείαν καρδίαν: τόπον της πνευματικής προσευχής.
Η αληθής προσευχή προς τον αληθινόν Θεόν είναι κοινωνία μετά του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον προσεύχεται εν ημίν. … Η πράξις της προσευχής ως Άνωθεν καταβαίνουσα χάρις υπερέχει της γηΐνης φύσεως ημών, και εξ αιτίας τούτου το φθαρτόν σώμα, ανίκανον δια την ανάβασιν εις την σφαίραν του Πνεύματος, ανθίσταται εις αυτήν· η διάνοια ανίσχυρος να περιλάβη την απειρότητα, εναντιούται, σαλεύεται υπό των αμφιβολιών, απωθούσα παν ό,τι υπερβαίνει την αντίληψιν αυτής. … Μόνον όμως η προσευχή ανακαλεί τον κτιστόν κόσμον εκ της πτώσεως αυτού, υπερνικώσα την εν αυτώ μονοτονίαν και αδράνειαν δια της μεγάλης εντάσεως του πνεύματος ημών εν τη τηρήσει των εντολών του Χριστού. }019}
Προσευχή σημαίνει πολλάκις να ομολογώμεν εις τον Θεόν την αθλίαν ημών κατάστασιν: αδυναμίαν, ακηδίαν, αμφιβολίας, φόβους, λύπην, απόγνωσιν, εν ενί λόγω, παν ό,τι συνδέεται μετά των συνθηκών της υπάρξεως ημών. Να ομολογώμεν μη επιζητούντες καλλιεπείς εκφράσεις, ουδέ εισέτι λογικόν ειρμόν … Συχνάκις ο τρόπος ούτος στροφής προς τον Θεόν αποβαίνει η αρχή της προσευχής-διαλόγου.
Ενίοτε θα είμεθα επί των κυμάτων της Θείας Αγάπης, την οποίαν κατ’ αφελή τρόπον θα εκλάβωμεν μονομερώς ως ημετέραν προς Αυτόν αγάπην. }020}
Ίνα αναγνωρίσωμεν τας εκ του Θεού προερχόμενας δωρεάς, Ούτος, μετά την επίσκεψιν, εγκαταλείπει ημάς προς καιρόν. … Εν τη νεότητί μου υπήρξα ζωγράφος … Ήτο δυνατόν να εξαντλούμαι να μη έχω δυνάμεις προς εργασίαν ούτε έμπνευσιν· εγνώριζον όμως ότι το δώρον τούτο είναι φύσις μου. Όταν όμως ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, τότε λαμβάνομεν αίσθησιν κενού τινος εν αυτώ τούτω τω είναι· και δεν γνωρίζει η ψυχή εάν ποτε θα επιστρέψη ο Απελθών. Ούτος απεκρύβη, εγώ δ’ εγκατελείφθην κενός· και ζω το φοβερόν τούτο κενόν ως θάνατον. … Και ιδού ευρίσκομαι εκ νέου εις εκείνην την κατάστασιν, ήτις πρότερον εφαίνετο εις εμέ φυσική ικανοποιητική, νυν δε προξενεί φρίκην: Εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν ζωώδης-κτηνώδης … Εισήχθην εις τον οίκον του μεγάλου Βασιλέως· εγνώρισα ότι είμαι συγγενής Αυτού, αλλ’ ιδού πάλιν δεν είμαι πλέον ει μη ανέστιος επαίτης.
Δια της εναλλαγής των καταστάσεων θα γνωρίσωμεν την διαφοράν μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και εκείνων τα οποία κατέρχονται ως Άνωθεν ευλογία. }021}
… τιτρώσκει την καρδίαν δι’ αγάπης διαφόρου εκείνης ήτις συνήθως εννοείται υπό την λέξιν ταύτην. Το Φως της αγάπης ταύτης εκχέεται προς πάσαν την κτίσιν … Η αγάπη αύτη γίνεται αισθητή υπό της φυσικής καρδίας, αλλά κατά το είδος αυτής είναι πνευματική, άκτιστος, ως παρά του Θεού εκπηγάζουσα.
Σέβεται τον άνθρωπον ταπεινούται ενώπιον αυτού: Η αγάπη Αυτού είναι ταπεινή· αγαπά ουχί αφ’ υψηλού αλλ’ ως στοργική μήτηρ το εαυτής πάσχον βρέφος. }022}
Η θεία αγάπη ήτις είναι ο βαθύτερος χαρακτήρ της ζώσης αιωνιότητος, δεν δύναται να μη πάσχη εν τω κόσμω τούτω. … Εγνώρισα εμαυτόν κληθέντα εκ του μηδενός· κατά την φύσιν αυτού ο άνθρωπος είναι μηδαμινότης.
Η ταπείνωσις του Χριστού είναι δύναμις τα πάντα νικώσα. … Εκφραζομένη δια των λέξεων ημών παρουσιάζεται αντιφατική. Η ταπείνωσις είναι κατηγόρημα της Θείας Αγάπης, Ήτις, εν τω ανοίγματι αυτής προς την κτίσιν, πράως δέχεται παντοίας πληγάς εκ των υπ’ Αυτής κτισθέντων όντων.
Η όρασις του Θεού θέτει τον άνθρωπον ενώπιον της }023} αναγκαιότητος του εσωτερικού αυτοπροσδιορισμού εν αναφορά προς Αυτόν. Κατ’ ουσίαν εκάστη ενέργεια ημών απαραιτήτως ή προσεγγίζει ημάς προς τον Θεόν, ή, αντιθέτως, απομακρύνει ημάς. … Η απόστασις μεταξύ ημών και του Θεού είναι ανεκφράστως μεγάλη. Βλέπομεν εαυτούς αναξίους του Αγίου των Αγίων· η καρδία συντρίβεται εκ της μαρτυρικής επιγνώσεως της πτωχείας ημών. Δεν αντιλαμβανόμεθα εξ αρχής ότι τούτο ακριβώς το φαινόμενον είναι ήδη η αρχή της προσεγγίσεως ημών προς τον Θεόν. Η πρώτη εντολή των μακαρισμών –«μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»- κατά τινα οργανικόν τρόπον οδηγεί προς τας επομένας βαθμίδας: προς το πένθος, την πραότητα, την πείναν και την δίψαν της δικαιοσύνης, προς την ευσπλαχνίαν, την καθαρότητα της καρδίας, προς την ζώσαν αίσθησιν της υιοθεσίας ημών· οδηγεί ημάς προς την θλιβεράν σύγκρουσιν μετά του κόσμου των παθών, προς χωρισμόν από των μη εκζητούντων την Βασιλείαν της δικαιοσύνης· προς τους διωγμούς τους ονειδισμούς, τας δυσφημίας και τα παρόμοια. }024}
Εξ αυτής ταύτης της πείρας θα αντιληφθώμεν ευθύς ως επέλθη αυτοϊκανοποίησις εις αντικατάστασιν της αισθήσεως της «πτωχείας», άπασα η κλίμαξ αύτη των πνευματικών αναβάσεων καταρρέει και «ο οίκος ημών αφίεται έρημος»: Ο Θεός δεν είναι πλέον μεθ’ ημών. Ούτω γίνεται έως ότου ταπεινωθή εκ νέου η καρδία και κράξη προς Αυτόν μετά πόνου.
Χρόνος είναι ο «τόπος» της συναντήσεως ημών μετά του Δημιουργού· χρόνος είναι η διαδικασία της πραγματοποιήσεως του σχεδίου του Θεού περί της δημιουργίας: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι». Η δημιουργία δεν είναι εισέτι τετελειωμένη: }025}
Εις ένα έκαστον εξ ημών παρεσχέθη «ίδιος τις χρόνος», βραχύς μεν αλλ’ επαρκής δια την επίτευξιν της σωτηρίας.
Εφ’ όσον διάγομεν εν τούτω τω «σώματι της αμαρτίας» και συνεπώς εν τω κόσμω τούτω, δεν θα παύση η ασκητική πάλη προς τον «νόμον της αμαρτίας», τον ενεργούντα εν τη σαρκί ημών. Βλέποντες εαυτούς ότι δεν δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν τον θάνατον τούτον δια των ιδίων ημών δυνάμεων, εμπίπτομεν εις απόγνωσίν τινα περί της σωτηρίας ημών. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται τούτο είναι εν τούτοις αναγκαίον να ζήσωμεν την βαρείαν ταύτην κατάστασιν, να βιώσωμεν αυτήν εκατοντάκις, ώστε βαθέως να εντυπωθή εν τη συνειδήσει ημών. Η πείρα αύτη του άδου είναι δι’ ημάς ωφέλιμος. Όταν φέρωμεν εν εαυτοίς το μαρτύριον τούτο επί έτη, επί δεκάδας ετών, τότε γίνεται το μόνιμον περιεχόμενον του πνεύματος ημών, ανεξάλειπτος ουλή επί του σώματος της ζωής ημών. Και ο Χριστός διετήρησεν επί του Σώματος Αυτού τους τύπους των ήλων της σταυρώσεως εισέτι και μετά την ανάστασιν: }026}
Εκ της πείρας των βασάνων του άδου δέον όπως γεννηθή προσευχή υπέρ όλου του γένους των ανθρώπων, ως και υπέρ ημών αυτών. Εκάστην κατάστασιν ημών μεταφέρομεν εν πνεύματι εκ των στενών πλαισίων της ατομικότητος ημών εις άπασαν την ανθρωπότητα. Ούτω πάσα εμπειρία ημών αποβαίνει αποκάλυψις περί των διαδραματιζομένων ανά τους αιώνας εν τω κόσμω των ανθρώπων, και η πνευματική ημών μετ’ αυτών ταύτισις λαμβάνει χαρακτήρα απτής πραγματικότητος.
Πρότερον τουτέστιν εν τοις ορίοις του Μωσαϊκού Νόμου, η διάστασις της εντολής ταύτης (αγαπήσεις τον πλησίον σου) αφεώρα μόνον εις τον Εβραϊκόν λαόν … Ο Χριστός όμως επεξέτεινε ταύτην εις όλους τους λαούς εις πάντας τους αιώνας … }027}
Τις θα μεταμορφώση την φύσιν μου ούτως ώστε να καταστή ικανή να μένη αδιαστάτως μετ’ Αυτού, Όστις είναι Φως, εν ώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία; }028}
Η αγάπη του Χριστού εμπνέει ελεήμονα υπέρ πάντων των ανθρώπων προσευχήν, εν τη οποία συμμετέχουν και η ψυχή και το σώμα. … Ευαρεστείται ο Πατήρ ημών ο ουράνιος όταν πάσχωμεν βλέποντες τα προσκόμματα των αδελφών ημών. Κατά το πνεύμα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» οφείλομεν να συμπάσχωμεν ο είς υπέρ του άλλου. Είναι απαραίτητον να δημιουργηθή τρόπον τινά αλληλοκάλυψις ευθυνών, ήτις θα ενώση πάντας ημάς ενώπιον του προσώπου του Θεού του Δημιουργού ημών. }029}
Εν τη ευχητική καταπονήσει της ψυχής περί της σωτηρίας των ανθρώπων περικλείεται ζωοποιός δύναμις και αγία χαρά. Ο μη γήϊνος αλλά θεοειδής χαρακτήρ της χριστιανικής ζωής, έγκειται εις τον μετά θαυμαστού τρόπου συνδυασμόν θλίψεως και χαράς, βάθους και ύψους, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εν τη μακραίωνι ιστορία της γης.
Βραδεία φαίνεται εις ημάς η διαδικασία της αφομοιώσεως της Άνωθεν δοθείσης εις την ανθρωπότητα Αποκαλύψεως. Τούτο δε ουχί μόνον εν τη ζωή του συνόλου των ανθρώπων, αλλά και εν τω προσωπικώ αγώνι ενός εκάστου εξ ημών. }030}
Δυσκόλως αφομοιούται υφ’ ημών η ζωή του Θεού. Εκείνοι δε οίτινες ηγάπησαν την επιφάνειαν του Χριστού του Αμνού του Θεού, δεν χωρούν το πλήρωμα της εκχεομένης επ’ αυτούς ευλογίας.
Οσονδήποτε πεπυρωμένη και εάν είναι η πίστις του χριστιανού το έργον της «μεταμορφώσεως του εξουθενημένου σώματος» ημών, όπως καταστή τούτο «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου», απαιτεί μακροχρόνιον αγώνα νηστείας και προσευχής μετανοίας. Εν τη παρατεταμένη πορεία της ασκήσεως ταύτης αποκαλύπτεται η έως τότε άγνωστος διάστασις της πτώσεως του Αδάμ. Η όρασις αύτη δεν δίδεται εις πάντας κατά το αυτό μέτρον. }031}
Υπήρξαν όμως περιπτώσεις κατά τας οποίας η κατώδυνος εκ της μακράς προσευχής καρδία απώθει τον Θεόν λέγουσα: «Ώ, τούτο είναι υπέρ τας δυνάμεις μου»! Αι συνέπειαι εν τούτοις τοιούτων βραχυτάτων στιγμών απέβαινον λίαν θετικαί.
Όσον ισχυροτέρα είναι η έλξις ημών προς τον Άπειρον τοσούτον βραδυτέρα φαίνεται εις ημάς η προσέγγισις προς Αυτόν. Η τυραννική αίσθησις της μηδαμινότητος ημών αφ’ ενός, και η θεωρία του ανεκδιηγήτου μεγαλείου του Ποθουμένου αφ’ ετέρου καθιστούν αδύνατον }032} την έγκυρον κρίσιν περί της πραγματικής καταστάσεως ημών: Προσεγγίζομεν άραγε προς τον Θεόν ή απομακρυνόμεθα απ’ Αυτού; Εν τη θεωρία της αγιότητος του Θεού ο άνθρωπος αναπτύσσεται ταχύτερον παρ’ ό,τι προοδεύει εν τη ικανότητι αυτού όπως συμμορφοί την ζωήν αυτού προς την εντολήν. Εξ ού και η εντύπωσις ότι η διάστασις μεταξύ ημών και του Θεού δεν παύει να αυξάνη. Εν τη επιστημονική εργασία πάσα νέα ανακάλυψις, μη ούσα τελική, αποκαλύπτει την προτέραν ημών άγνοιαν και δι’ αυτού του γεγονότος ευρύνει τρόπον τινά την περιοχήν του μυστηριώδους και ακαταλήπτου, όπερ εκτείνεται έμπροσθεν ημών.
Η νοερά όρασις του σκοπού δύναται να δοθή εις ημάς εν βραχυτάτη στιγμή, ανεξαρτήτως της φυσικής ηλικίας, αλλ’ η εν τη πράξει εκπλήρωσις εκείνου, όπερ προεγεύθημεν εν διαισθήσει δύναται να απαιτήση ισόβιον αγώνα· αλλά και τότε η επιτυχία δεν είναι εισέτι βεβαία.
Να ίδη τις εαυτόν εν τη δουλεία των χαμερμπών παθών των αποχωριζόντων αυτόν από του Θεού, θλίβει }033} αυτόν μέχρι μεγάλου πόνου. Εκ της απεγνωσμένης θλίψεως η προσευχή συνάγεται εις τα έσω, εις αυτόν τούτον τον καρδιακόν πυρήνα της υπάρξεως ημών, υπό μορφήν «σπασμού»: Ο όλος άνθρωπος συσφίγγεται εις έν, ως ισχυρός εσφιγμένος γρόνθος. Η προσευχή γίνεται κραυγή άνευ λόγων. Τούτο είναι μία εκ των πικροτέρων εμπειριών: να συνειδητοποιήση τις εαυτόν εν τω ζοφερώ λάκκω της αμαρτίας, ανάξιον του Αγίου των Αγίων. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευκολωτέρα οδός δια την υπερνίκησιν των παθών.
Παν χριστιανικόν «έργον» αναποφεύκτως συνδέεται μετ’ ασκητικού αγώνος· η αγάπη δε, ως το ύψιστον πάντων των έργων, απαιτεί και τον μεγαλύτερον κόπον.
Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν (θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν), εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού. }034}
Δεν είμεθα εις θέσιν να φθάσωμεν την τελειότητα των εντολών, αλλ’ εξ ημών εξαρτάται να επιδείξωμεν την μεγαλυτέραν δυνατήν φιλοπονίαν, και τότε Εκείνος ο Ίδιος θα επιτελέση το υπόλοιπον. … Η δύναμις των ευαγγελικών εντολών έγκειται εις το ότι αύται εισάγουν κατά φυσικόν τρόπον εις την }035} απειρότητα του Θείου Είναι.
Όσον βαθύτερον πορευόμεθα «προς τα κάτω» τοσούτον ριζικώτερον καθαιρόμεθα εκ των συνεπειών της υπερηφάνου πτώσεως του προπάτορος ημών Αδάμ. Όταν δε καθαρθή η καρδία ημών τότε ενοικούν εν ημίν και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, και ημείς εισαγόμεθα εις την ασάλευτον πραγματικότητα της Θείας Βασιλείας, ένθα το ανεκδιήγητον μεγαλείον συνενούται μετά της αφάτου ταπεινώσεως και του αρρήτου κάλλους. }036}
Η δε κένωσις ημών εκφράζεται δια της αρνήσεως πάντων όσα είναι εις ημάς πολύτιμα επί της γής εν τη τηρήσει των εντολών: }037}
Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών· να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού τουτέστι θεός. … Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου }038} περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο; Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ.
Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών … Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. }039}
Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την }040} ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». … Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών.
… ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. }041}
Ουδείς εκ των υιών του Αδάμ δύναται να ζήση ούτω (αγαπάτε τους εχθρούς υμών) δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Τούτο δεν είναι δυνατόν άλλως ει μη εάν το Πνεύμα το Άγιον πληρώση την καρδίαν του ανθρώπου δια της ιδιαζούσης εις Αυτό αιωνιότητος. Άνευ Αυτού δεν δυνάμεθα να φυλάξωμεν την εντολήν του Θεού. }042}
Ο όφις ίνα απορρίψη αφ’ εαυτού το παλαιόν άχρηστον ένδυμα, διέρχεται δια στενής σχισμής· ούτω και πας άνθρωπος, ίνα σωθή οφείλει να διέλθη δια λίαν «στενής πύλης», όπως απεκδυθή τους «δερματίνους χιτώνας», τους οποίους ενεδύθημεν εν τη πτώσει ημών. }043}
Δεν θα είπω ότι εμίσησα τον πατέρα μου ή την μητέρα μου ή τους λοιπούς συγγενείς και φίλους. Ήρκει εις εμέ το μίσος προς εμαυτόν, ενώ περί των άλλων, τρόπον τινά, δεν εσκεπτόμην. Ο πόθος μου δια τον Θεόν προεκάλει μεγάλην οδύνην, τοσαύτην ώστε να επιλανθάνωμαι πάντων των λοιπών, διαμένων μόνος μετ’ Αυτού. }044}
… αι εντολαί αύται (αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν) αποτελούν αυτοαποκάλυψιν του Θεού ενώπιον ημών. Η τήρησις αυτών είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη όταν απεκδυθώμεν τον «παλαιόν άνθρωπον» και ενδυθώμεν «τον νέον»: τον Χριστόν, τον εκ του ουρανού καταβάντα. }045}
Η αγάπη δε ενοποιεί ημάς εν τω Είναι. Το πλήρωμα της αγάπης οδηγεί να αγαπώμεν μέχρις αυτολήθης· «αυτολήθης», τουτέστιν αυτομίσους.
Το περιεχόμενον της ζωής του μετ’ εντάσεως προσευχομένου ανθρώπου είναι όμοιον προς απέραντον ωκεανόν ζώντος ύδατος. Το πνεύμα ημών πλουτεί ημάς ακαταπαύστως, αλλ’ ουχί τόσον ως προς το πλήθος νέων λόγων ή εννοιών, όσον ως προς την εμβάθυνσιν αποκτηθέντων βιωμάτων. … Επί έτη, εισέτι δε και δεκαετίας, η παρατεινομένη εναλλαγή καταστάσεων οδύνης ή παρακλήσεως –άνωθεν κατερχομένης- διαπαιδαγωγεί το πνεύμα ημών, απεργαζομένη τούτο ικανώτερον προς νέας μορφάς σκέψεως και προσλήψεως του είναι εν γένει: Ο νους εθίζεται να σκέπτηται ασχηματίστως όλον τον κόσμον, η καρδία δε να φέρη ευκτικώς και μετά πόνου αγάπης εν εαυτή τον κόσμον τούτον εν τω συνόλω αυτού. Εν τη τοιαύτη πνευματική συνθέσει διαμένει η ώριμος προσευχή του χριστιανού του παρισταμένου τω Θεώ δι’ όλου του νου, δι’ όλης της καρδίας, εν τη ενώσει αυτών εις έν. Ο ασκητής ανίσχυρος να εκφράση δια λόγου παν ό,τι φέρει εν εαυτώ, συχνάκις προσεύχεται άνευ λόγων έχων εν τούτοις σφαιρικήν επίγνωσιν των όσων έλαβε πείραν, ή εν πλήρει καταδύσει εν τω Θεώ μέχρι λήθης της γης. Εν τη αμεθοδεύτω εξωτερικώς περιγραφή των διαδικασιών της ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος γίνεται λόγος περί της βαθμιαίας μεταβάσεως εκ των ατομικών μορφών της υπάρξεως εις την υποστατικήν μορφήν του είναι εν τω αιωνίω Θεώ. }046}
Η σχολαστική συστηματοποίησις του υλικού είναι δυνατή μέχρι σημείου τινός εις τα θεωρητικά θεολογικά έργα, αλλ’ ουδόλως και ουδέποτε εις τα ζώντα ρήματα περί της αυθεντικής ζωής του πνεύματος ημών. }047}

Β’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ

Όσον και εάν είμαι όντως “μηδέν”, εν τούτοις το Άκτιστον Φως εφανερούτο εις εμέ ακριβώς δια την εις Χριστόν πίστιν. }050}
Βραχεία η απάντησις, αλλ’ ο λόγος του Θεού φέρει εις την ψυχήν νέαν ιδαιτέραν αίσθησιν του είναι. Η καρδία λαμβάνει πείραν πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους αίφνης συλλαμβάνει κεκρυμμένα εώς τότε νοήματα. Η εγγύτης του Θεού εμπνέει ημάς. Η επαφή της δημιουργικής Αυτού δυνάμεως ζωοποιεί ημάς. Η αποκτηθείσα δια της οδού ταύτης γνώσις είναι ποιοτικώς διάφορος της αποκτωμένης δια της φιλοσοφικής διανοήσεως: Μετά της κατανοήσεως των πραγματικοτήτων του πνευματικού κόσμου μεταδίδεται εις όλην την ύπαρξιν του ανθρώπου άλλη μορφή ζωής, ομοία ίσως προς εκείνην του πρωτοπλάστου. Η οντολογική αύτη γνώσις του Θεού ενούται μετά του ρεύματος της ευχομένης προς Αυτόν αγάπης. }052}
Εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών είμεθα αποκεκομμένοι από του Θεού υπό αοράτου δια γυμνού οφθαλμού παραπετάσματος, αδιοράτου και εν ταυτώ αδιαπεράστου δι’ ημάς. Κατά τρόπον δε απρόβλεπτον, νεύματι Θεού, διαγράφεται επί του παραπετάσματος τούτου μικρά τις σχισμή. Προσηλούντες τον οφθαλμόν επ’ αυτής βλέπομεν ουχί μόνον εκείνο, όπερ απετέλει το αίτημα της προσευχής ημών αλλά και τους εν τη αυτή προοπτική κειμένους ευρείς ορίζοντας. Εάν ο οφθαλμός ημών είναι «απλούς» και ημείς δεν αποσπάσωμεν αυτόν από της δοθείσης εις ημάς θεωρίας, ούτος θα αντιληφθή, τρόπον τινά θα αισθανθή την απειρότητα της φωτοφόρου βασιλείας. Και τότε θα λάβη την οφειλομένην λύσιν, ουχί μόνον το πρόβλημα ημών αλλά και ολόκληρος σειρά άλλων προβλημάτων, συνδεδεμένων μετ’ αυτού. Εν τη θεία αιωνιότητι όλαι αι «παράλληλοι» συμπλέκονται εις κόμβον, ως και πάσαι αι αποκλίνουσαι ακτίνες.
Εάν ο Θεός είναι τοιούτος ως εφανέρωσεν Αυτόν ο εσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ημείς και μόνον ημείς είμεθα υπεύθυνοι δια πάντα τα κακά, τα πληρούντα άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος.
Η Θεία ταπείνωσις δύναται να χαρακτηρισθή ως ετοιμότης, ως άνοιγμα }053} δια την αποδοχήν πάντων, και πασών των πληγών των προερχομένων εκ χειρών ανθρώπων, υπ’ Αυτού κτισθέντων. … Και είδον εν πνεύματι ότι η αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων δεν ήτο η απουσία ευσπλαχνίας προς ημάς εκ μέρους του Θεού, αλλά αποκλειστικώς και μόνον η κατάχρησις υπό του ανθρώπου του δώρου της ελευθερίας, όπερ δεν ήρθη αφ’ ημών εισέτι και εν τη πτώσει ημών.
… εκάλυψεν εμέ πικρόν αίσθημα αισχύνης δια την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν ότι δήθεν ήμην πλείον ελεήμων ή Εκείνος. … Βραδύτερον κατενόησα ότι και αυτή αύτη η προσευχή ευσπλαχνίας ήτο η ενέργεια Αυτού εν εμοί. }054}
Η πείρα έδειξεν εις εμέ πόσον αδρανής είναι η φύσις ημών εν τη αμαρτία. Και τοιαύται εισέτι προσευχαί καθώς ανέφερον ανωτέρω, δεν θεραπεύουν παρευθύς την πεπτωκυίαν ημών φύσιν. … Νυν κατανοώ ότι καίτοι επιφανειακώς η ζωή μου έρρεεν άνευ ορατών υπό των ανθρώπων παραβάσεων, εν τω βάθει εν τούτοις – πνευματικώς – ήμην, και είμαι σκότος. }055}
Το πρόβλημα του καλού και του κακού δεν λύεται εν τοις ορίοις της γης.
Η επίγειος ημών ζωή δεν είναι κατ’ ουσίαν πλείον τι, ει μη βραχεία στιγμή, δοθείσα εις ημάς υπό του Αγαθού Πατρός, }056} ίνα διεισδύσωμεν εις την υπερέχουσαν την διάνοιαν κενωτικήν αγάπην του Χριστού. … Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου. Αλλά μόνον δια του τρόπου τούτου δυνάμεθα να κατανοήσωμεν το μεγαλείον του ανθρώπου και την ανεξιχνίαστον άβυσσον του Θείου Όντος. Είναι αδύνατον να εκφράσωμεν δια της γνώσεως ημών τον δια της σταυρικής οδού εις ημάς υπό του Θεού αποστελλόμενον πλούτον.
Ο Θεός είναι αδιαίρετος εν Εαυτώ. Όταν έρχηται, έρχεται όλος «καθώς εστιν» εν τω προαιωνίω Αυτού Είναι. Ημείς δεν χωρούμεν Αυτόν. … Προφέρει Ούτος βραχείαν φράσιν αλλά δεν επαρκεί η ζωή ίνα αφομοιώσωμεν το περιεχόμενον αυτής. Μετ’ ευλαβείας αισθανόμεθα την Πατρότητα Αυτού. Βλέπομεν ότι διψά να μεταδώση εις ημάς την άναρχον Αυτού Ζωήν: να ίδη ημάς εις τέλος ομοίους προς τον Υιόν Αυτού, Όστις είναι «σφραγίς ισότυπος» του Πατρός. Ακατάληπτος είναι η Βουλή Αυτού περί ημών. Εκ του «μηδενός» ποιεί ομοίους προς Αυτόν θεούς. Και άπασα η ύπαρξις ημών εν κατανύξει προσπίπτει ενώπιον Αυτού, ουχί εν φόβω ενώπιον αυστηρού Δεσπότου, αλλ’ εν ταπεινή αγάπη προς τον Πατέρα.
Ο Κύριος διεφύλαξεν εμέ από παντός δεσμού τον οποίον θα ήτο δύσκολον να διαρρήξω. Και ούτως, ότε είχον ανάγκην ελευθερίας εξ οιασδήποτε ευθύνης, δι’ άλλας ζωάς είχον αυτήν (ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ). }057}
Ανεπαυόμην εις την σκέψιν ότι εάν απέθνησκον ουδείς θα υφίστατο ζημίαν εξ αυτού. Μεγάλη ήτο η ευτυχία μου: Ηδυνάμην αφόβως να διακινδυνεύσω το παν· να πορευθώ εισέτι και εις τον θάνατον. Ο νους μου εν πάση προσοχή συνήγετο εις τα έσω και εκεί παρέμενεν επί έτη απαράκλητος.
Ενίοτε αόρατον πυρ ήγγιζε την κορυφήν της κεφαλής μου και εισέδυε ταχέως εις όλον το σώμα μου μέχρι των ποδών, φλογερά δε προσευχή μετά μεγάλου κλαυθμού δια τον κόσμον εκυρίευεν εμού επί ώρας.
Τότε προσηυχόμην ως επί το πλείστον γονυπετής προσπίπτων κατά πρόσωπον επί του δαπέδου. Ότε δε εξησθένει το σώμα, απεκοιμώμην, αλλ’ εν αυτή τη συνειδήσει μου δεν έπαυον να προσεύχωμαι, ούτε ησθανόμην εαυτόν κοιμώμενον. Μόνον ότε ηγειρόμην ηδυνάμην να εννοήσω ότι το σώμα μου εκοιμάτο διότι δεν ήτο πάντοτε εν τη αυτή στάσει εν τη οποία προσηυχόμην.
Δις, ισως και τρις, επί των οδών των Παρισίων απώλεσα εκ της προσευχής την αίσθησιν του πέριξ εμού υλικού κόσμου. Αισίως όμως ηδυνήθην να φθάσω εις τον τόπον του προορισμού μου.
Μίαν φοράν (εν Παρισίοις) ήμην εις δεξίωσιν διασήμου ποιητού, … }058} Επέστρεφον εις την οικίαν μου περί το μεσονύκτιον. Καθ’ οδόν εσκεπτόμην: Πώς συσχετίζεται το φαινόμενον τούτο, έν εκ των πλέον ευγενών της ανθρωπίνης δημιουργικότητος, μετά της προσευχής; Εισελθών εις το δωμάτιόν προσηυχόμην: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος …». Και ιδού απαλή φλόξ αοράτως και τρυφερώς επί της επιφανείας του προσώπου και του στήθους μου έκαιε λεπτόν τι ως αύραν, όπερ εν τούτοις δεν ήτο σύμφωνον προς το Πνεύμα του Θεού.
Εντός μου έζων την θαυμαστήν διαδικασίαν της πάλης μεταξύ της έλξεως προς την τέχνην και της προσευχής. Η τελευταία ενίκησε το πάθος του ζωγράφου, αλλ’ ουχί ευκόλως ουδέ ταχέως. Μετά ταύτα εις το Θεολογικόν Ινστιτούτον η προσευχή δεν εβοήθει εμέ να έχω εστραμμένην την προσοχήν μου εις τα παραδιδόμενα μαθήματα. Έπρεπε να παλαίσω προς το ιδιόμορφον τούτο κώλυμα, όπερ καθ’ εαυτό είναι πολύτιμον. … παρά το ενδιαφέρον μου προς τας εκκλησιαστικάς επιστήμας, η πνευματική μου ανάγκη, όπως παραμένω εν τη προσευχή, υφίστατο ζημίαν, και εγώ ανεχώρησα δια τον Άθωνα.
Εκεί εις το Άγιον Όρος η ζωή μου εύρε την τροχιάν αυτής. Καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν μετά την Λειτουργίαν επλήρου εμέ η πασχάλιος χαρά. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται η αδιάλειπτος προσευχή μου ομοίως }059} προς ηφαίστειον έκρηξιν επήγαζεν εκ της βαθείας απογνώσεως, ήτις εσκήνωσεν εν τη καρδία μου. Δύο καταστάσεις φαινομενικώς εκ διαμέτρου αντίθετοι, συνυπήρχον εντός μου.
Ευθύς ως εξησθένει εν εμοί η απόγνωσις, εμειούτο η θέρμη της προσευχής και ο θάνατος εισέβαλλεν εις την καρδίαν. Δια της μετανοίας τοσούτον επλατύνετο το είναί μου, ώστε να άπτηται εν πνεύματι και του άδου και της Βασιλείας. … Ούτε τον θάνατον ούτε το παράλογον ηδυνάμην να δεχθώ. Τότε εντός μου εισήλθεν η σκέψις–αίσθημα: Παν ό,τι εγνώριζον, παν ό,τι ηγάπων, και ό,τι εζωοποίει και ενέπνεεν εμέ –τα πάντα απολύτως, εισέτι δε και ο Ίδιος ο Θεός– αποθνήσκει εντός μου και δι’ εμέ, εάν εγώ αφανίζωμαι τελείως. Το βίωμα τούτο ήτο ισχυρόν. Εμορφοποιείτο δε εις την σκέψιν ότι το ανθρώπινον εγώ δύναται να αποβή κέντρον–φορεύς πάσης της κτίσεως. }060}
… Ότε ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον, πάντες οι λόγοι αυτού εφαίνοντο εις εμέ οικείοι, αλλά δεν ηδυνάμην να κατανοήσω ό,τι κρύπτεται εντός εκάστου εξ αυτών – εν αυτώ τούτω τω Είναι του Θεού. … Η δίψα μου γνωρίσω τον Θεόν ήτο άσβεστος: Όσον και εάν προσηυχόμην, όσον βαθέως και εάν εστέναζον, το πνεύμα μου ουδέποτε ικανοποιείτο. Τοιούτον ήτο το «ποτήριόν» μου εν τω Άθωνι: Θλίψις και χαρά συνεχωνεύοντο εν αυτώ, αναιρούσαι η μία την άλλην. Δεν έβλεπον εναργώς ενώπιόν μου την οδόν: Ευρισκόμην όλος εν αμηχανία· και ο πόνος επλήρου όλον εμέ. Αλλ’ όμως εν τη ατμοσφαίρα του πνευματικού πόνου εγεννάτο η κατανόησις του μεγαλείου του }061} Ανθρώπου. Και δεν είναι άρα γε ο άγιος ούτος πόνος είς εκ των αγωγών, δια των οποίων ο Ύψιστος Θεός κοινωνεί κατ’ άμεσον τρόπον μετά των κτισμάτων Αυτού, δίδων εις αυτά βαθμηδόν την γνώσιν ουχί μόνον περί του κτιστού–κοσμικού είναι, αλλά και περί Αυτού του Ιδίου;
… χάρις εις τον Γέροντα, απέβη εις εμέ οφθαλμοφανές ότι ως θεμέλιον πασών των τραγωδιών του ανθρωπίνου γένους κείται η πτώσις εις την υπερηφανίαν. Το πάθος τούτο είναι αυτή αύτη η ουσία του άδου· άδου αληθώς σατανικού βάθους.
Ουδείς δύναται να είναι βέβαιος ότι εκείνος ή ο άλλος λογισμός, ο ελθών προς αυτόν δεν θα κυριεύση αυτού δι’ όλην την αιωνιότητα. }062
Ουδείς υπερέβη Αυτόν κατά τα παθήματα Αυτού. Εξωτερικώς πολλοί υπέμειναν, και νυν υπομένουν φρικτά βασανιστήρια εντός των θαλάμων των συγχρόνων φυλακών, αλλά ποιοτικώς ο άδης Αυτού, «άδης αγάπης», είναι οδυνηρότερος πάντων των λοιπών. }064}
Παρομοίως, οι ακολουθήσαντες τον Χριστόν κατά τον χρόνον της επιγείου Αυτού ζωής έλαβον το δικαίωμα ομού μετ’ Αυτού να κρίνουν τον κόσμον:
Δεν ήτο μικρός ο κίνδυνος κατ’ εκείνον τον καιρόν, να εξοστρακισθή τις κοινωνικώς. Οι Απόστολοι, εν τούτοις, απεφάσισαν να αναλάβουν τον αγώνα αυτόν, και σχεδόν πάντες εφονεύθησαν δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Δια τούτο και εδόθη εις αυτούς το «δικαίωμα» να κρίνουν τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν. }065}
Επί αιώνας επαναλαμβάνονται πολλοί εκ των ουρανών καταβάντες λόγοι εις τους πλέον ποικίλλους συνδυασμούς, αλλ’ ούτοι δεν ευρίσκουν την οφειλομένην απήχησιν εις τας απολιθωθείσας καρδίας, εις την αδιάφορον δια τον άνω κόσμον σκέψιν. Και όμως υπήρξαν πολλαί στιγμαί κατά τας οποίας οι λόγοι ούτοι εδίδοντο Άνωθεν εις τους ανθρώπους ως βρονταί συγκλονίζουσαι τας καρδίας των ανθρώπων, και ως αστραπαί φωτίζουσαι την συνείδησιν αυτών. Ούτοι κατήλθον εις την γην ημών εκ της κεκρυμμένης Βασιλείας, ως σωτήριος αποκάλυψις περί της αφάτου σοφίας του Ουρανίου Πατρός, περί της προς ημάς αγάπης Αυτού περί του μεγάλου μυστηρίου του Είναι.
Ανά τους αιώνας επανελαμβάνοντο οι ιεροί λόγοι άνευ της οφειλομένης προσοχής, και πιθανόν ένεκα τούτου απώλεσαν την πρωταρχικήν αυτών δύναμιν – εκείνην την οποίαν είχον, ότε ενεφανίζοντο δια πρώτην φοράν εις την συνείδησιν των προφητών των αποστόλων και των αγίων. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ) Θα ευρεθούν άρα γε άλλοι τρόποι εκφράσεως του βαθυτάτου νοήματος της δοθείσης εις ημάς γνώσεως περί του μεγάλου Θεού; Η αγάπη ημών προς Αυτόν ζητεί να εκφρασθή μετά τοιαύτης πλήρους ζωής ενεργείας, ώστε ούτε ο παν-καταλύτης χρόνος να δύναται να μειώση αυτήν.
Προ των οφθαλμών ημών τελείται το ανεκφράστως μέγα θαύμα της δημιουργίας του κόσμου, της δημιουργίας θεών, όπερ εισέτι δεν συνετελέσθη. Η τελείωσις αυτού είναι υπεσχημένη δια τον μέλλοντα αιώνα. }066}
Η απόκτησις αυτής της Βασιλείας της Πατρικής αγάπης συνδέεται μετά πολλών παθημάτων. Η καρδία καταπονείται μέχρι βαθέος «πόνου» εκ της συνειδήσεως της απωλείας, την οποίαν υπέστη ο άνθρωπος. Ομιλώ περί πνευματικού μεταφυσικού πόνου, και επιθυμώ όπως ο αναγνώστης ορθώς κατανοήση εμέ. Εις τους λόγους ημών ενυπάρχει πάντοτε ρευστότης τις: Δια της εκάστοτε νέας εμπειρίας μεταβάλλεται το περιεχόμενον των εννοιών και το νόημα το περικλειόμενον εις τας αυτάς κατά τους ήχους λέξεις. (ΜΟΡΦΗ ΖΩΗΣ)
Αι οδύναι της καρδίας του χριστιανού ασκητού δεν είναι φαινόμενον παθολογικόν. Αναφύονται «οργανικώς», προερχόμεναι εκ της ελεήμονος αγάπης. Ο πόνος ούτος δεν καλλιεργείται –τούτο θα ήτο απόκλισις εις μη υγιή οδυνισμόν (dolorism). Δεν είναι επακόλουθον ψυχολογικών συγκρούσεων, ούτε αποτέλεσμα εκείνων ή των άλλων ανικανοποίητων παθών: Είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορος. Η γέννησις ημών δια την αιωνιότητα εν τω Θεώ συνδέεται μετά πολλών κόπων. }067}
Οδυνάται το πνεύμα ημών, αλλ’ η οδύνη αύτη αντανακλάται εφ’ όλου του ανθρώπου: επί της καρδίας, επί του σώματος. «Όλος» ο άνθρωπος πάσχει εν τη παραστάσει αυτού ενώπιον του αιωνίου Θεού, τα παθήματα όμως ταύτα δεν φονεύουν, αλλά ζωοποιούν ημάς. … Δι’ αυτών (των βασάνων) αναγόμεθα υπεράνω των ορίων της ύλης, εις τον κόσμον του ακτίστου Φωτός. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Είναι ανεπαρκές να πεισθώμεν δια του νοός περί της θεότητος του Χριστού ούτως ώστε ήδη να εννοώμεν τα πάντα, ως ώφειλεν. Είναι απαραίτητον να καταβάλωμεν προσπαθείας εις τον υπέρτατον βαθμόν, όπως ζήσωμεν συμφώνως προς τον λόγον Αυτού. Έχοντες γνώσιν των κοσμικών διαστάσεων της πτώσεως ημών εν τη διαδικασία του αγώνος τούτου, είναι αναγκαίον να διέλθωμεν δια παρατεταμένης προσευχής μετανοίας. Τότε μόνον δίδεται εις ημάς να βιώσωμεν εκείνο όπερ βλέπομεν εν τω Χριστώ την άκραν αυτοσμίκρυνσιν και εν συνεχεία πλέον αξιούμεθα της ελεύσεως της «δυνάμεως εξ ύψους», είτε εν πυρίναις γλώσσαις, είτε εν τη επιλάμψει του Θαβωρίου Φωτός. Τότε αποκαλύπτεται εις ημάς το αυθεντικόν νόημα του Ευαγγελίου.
… ήρχισα την Κυριακήν προσευχήν, «Πάτερ ημών», }068} και η ψυχή μου παρεδόθη εις μακάριον δέος. Δεν ηδυνάμην να πορευθώ πέραν τούτου. Ο νους μου έπαυσε να λειτουργή· το παν εν εμοί εσίγα. Νυν δε είναι λυπηρόν εις εμέ να γράφω περί του θαύματος τούτου του απολεσθέντος υπ’ εμού. Μετά τοιαύτης δυνάμεως συνέβη τούτο άπαξ εις εμέ. Δεν είναι άρα γε, διότι η σωματική σύστασις ημών δεν δύναται να φέρη την πυρίνην επαφήν της Θείας δόξης;
Μετά παρέλευσιν χρόνου τινος, μάλλον μακρού, παρόμοιόν τι συνέβη εις εμέ κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ’ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, ετέλει εν τρόμω εκ της εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον της ιερουργίας.
Την επομένην ημέραν ετέλουν την Λειτουργίαν και ο Χριστός-Θεός ήτο εντός μου και μετ’ εμού, και εκτός εμού και εν τοις αγίοις μυστηρίοις του Σώματος και του Αίματος Αυτού. Το δε Όνομα του Θεού και οι λόγοι των λειτουργικών κειμένων εξήρχοντο εκ του στόματός μου ως πυρ. Εν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα επί τρεις ημέρας, εν συνεχεία δε εμειώθη η έντασις του βιώματος τούτου. Την μνήμην όμως περί αυτού ενεχάραξεν ο Κύριος ως δια σμίλης εις τον νουν και την καρδίαν μου.
Ο Απόστολος Παύλος έδωκεν εις ημάς την εντολήν «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως». }069}
Ούτως κλήσις και πρόσκλησις ημών είναι να γίνωμεν τέκνα του Θεού και Πατρός δια του Μονογενούς και Ομοουσίου, Προαιωνίου και Ανάρχου Υιού Αυτού, και φορείς παντός του πληρώματος του Θεού.
Ουχί άπαξ ηξιώθην της θεωρίας του Θείου Φωτός. Περιπτυχθείς τρυφερώς υπ’ Αυτού επληρούμην υπερκοσμίου αγάπης. Είς τινας περιπτώσεις ο έξω κόσμος «έχανε» την υλικότητα αυτού και απέβαινεν αόρατος. Ό,τι συνέβαινεν εις εμέ, ανήκεν εις άλλο επίπεδο του είναι. Ότε δε δι’ ακαταλήπτου τρόπου αποκαθίστατο η συνήθης αίσθησις του κόσμου, λεπτή θλίψις εισέδυεν εις την ψυχήν μου. }070}
Η όρασις του Φωτός είναι οπωσδήποτε ηνωμένη μετά της ανιστώσης ημάς χάριτος, και η εγκατάλειψις της γης εις τοιαύτην κατάστασιν είναι ευλογία.
Η προσευχή είναι ενέργεια ιδιαιτέρας τάξεως. Είναι ένωσις δύο ενεργειών: της ημετέρας-κτιστής, και της Θείας-ακτίστου. Ως τοιαύτη δρα και εν τω σώματι και εκτός του σώματος· εισέτι δε και εκτός του κόσμου τούτου, του χώρου και του χρόνου. Όταν ευρισκώμεθα εις μακάριον δέος εκ της οράσεως της αγιότητος του Θεού, η προσευχή αποβαίνει ισχυρά ορμή του πνεύματος διαρρηγνύουσα τον στενόν κλοιόν της βαρείας ύλης. Το δοθέν σώμα ημών οφείλει να «πνευματοποιηθή». Το βιολογικόν σώμα «σάρξ και αίμα» δεν είναι εις θέσιν να ακολουθήση οπίσω του Πνεύματος εν όλη τη ορμή αυτού προς τον Αιώνιον Θεόν. «Το (πνευματικόν) ημών }071} πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, Ός μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού κατά την ενέργειαν του δύνασθαι Αυτόν και υποτάξαι Αυτώ τα πάντα».
Η ψυχή, μη διεγερθείσα υπό μεθυσθείσης φαντασίας, ουδέ χειραγωγηθείσα υπό της λογικής φιλοσοφίας, αναζητεί οδούς εκεί, όπου οδοί δεν υπάρχουν. Προς την αναζήτησιν ταύτην εσωτερική τις διαίσθησις ωθεί την ψυχήν την δεδεμένην υπό αοράτων, αλλά αλύτων αλύσεων «του νόμου της αμαρτίας» -μη θραυομένων υπό των ιδίων ημών δυνάμεων, αλλά μόνον υπό της ενεργείας του Παντοκράτορος Θεού, του Σωτήρος ημών. Πώς δυνάμεθα να παραστήσωμεν τον αγώνα της ψυχής δια την ελευθερίαν αυτής; Παρατηρούμεν αναλογίαν τινά προς το σώμα το οποίον εις τους αφορήτους πόνους συνελίσσεται εν τη προσπαθεία να αποφύγη αυτούς. Παρομοίως η ψυχή «κινείται» εν τη προσευχή του πένθους, όπως ενωθή μετά του Θεού και υπερνικήση τον πόνον αυτής.
Ο Κύριος σπλαχνίζεται ημάς και πολλάκις σπεύδει ταχέως· συμβαίνει όμως και το αντίθετον. Πάσαι αι κραυγαί ημών μένουν, τρόπον τινά, αναπάντητοι. Η ψυχή }072} κρέμαται εις το άπειρον αιωρουμένη επάνω της αβύσσου, και τρέμει, διότι ο Θεός παρουσιάζεται τελείως απρόσιτος: Ούτος είναι εκτός παντός υπαρκτού. Ο νους δεν ευρίσκει λόγους, οίτινες θα ηδύναντο να φθάσουν μέχρι του «απομεμακρυσμένου» Θρόνου. Άνευ λόγων, μετά σιγηράς κραυγής εύχεται η ψυχή εν τη ερήμω του κόσμου. Εν τούτοις, εν τω βάθει αυτής, εμφωλεύει ελπίς … Παρέρχεται το νέφος της Θεοεγκαταλείψεως και ανατέλλει εκ νέου ο ήλιος.
Εκ της πείρας μου δύναμαι να είπω ότι υπάρχουν δύο είδη απογνώσεως: Η μία είναι καθαρώς αρνητική, φθείρουσα τον άνθρωπον πνευματικώς, εν συνεχεία δε και σωματικώς· η άλλη είναι ευλογημένη. Περί αυτής δεν παύω να ομιλώ. Δια της απογνώσεως αυτού του είδους ανεγεννήθην εν τω Φωτί. … Ήμην συντετριμμένος δια το παράλογον του κόσμου τούτου, του πεπληρωμένου παθημάτων, άτινα φονεύουν πάσαν ζωήν }073} … εσμικρινόμην μέχρι μηδαμινότητος και εν ταυτώ ελάμβανον ανυπολόγιστον εμπειρίαν βαθυτέρας θεωρίας του κόσμου, εισέτι δε και επαφής προς την αιωνιότητα.
Είναι μαρτύριον να συναισθάνηταί τις αδιακόπως την πτωχείαν αυτού. Εκ του βάρους αυτής συντρίβονται και τα οστά εισέτι … Παράδοξον όμως: Ότε εξησθένει η αγία αύτη συντριβή, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Δεν κατενόουν την φύσιν του φαινομένου τούτου. … Ο κλήρος ημών επί της γης είναι να είμεθα «πτωχοί τω πνεύματι». Ευθύς ως εναγκαλισθή ημάς η ψευδής ανάπαυσις της αυτοϊκανοποιήσεως, πάραυτα το Πνεύμα της Ζωής, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, εγκαταλείπει ημάς. }074}
Εις θεμέλιον πάσης πνευματικής προόδου κείται η εξαντλητική αίσθησις της «πτωχείας» ημών. Η επίγνωσις όμως αύτη είναι πηγή ενεργείας δια την προσευχήν, και εν ταυτώ το στερεόν θεμέλιον, επί του οποίου ερείδεται άπαν το οικοδόμημα της σωτηρίας μέχρι και της οροφής αυτού, πέραν της οποίας ακολουθεί «μισθός πολύς εν τοις ουρανοίς».
Και πάλιν επαναλαμβάνω ότι ρίζα πασών των κακιών είναι η υπερηφανία: Εν αυτή θάνατος και σκότος. Ίδιον δε της αγίας απαθείας είναι η ταπείνωσις, ήτις οδηγεί τον άνθρωπον να αισθάνηται εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως, και δι’ ανερμηνεύτου τρόπου ανάγει αυτόν υπεράνω παντός κτιστού.
Ο χριστιανός ασκητής εν τη κατά Θεόν ζωή αυτού δεν οφείλει να ομοιωθή προς τους ποιητάς ή τους συγγραφείς, τους ψυχολόγους, τους φιλοσόφους ή τους διανοουμένους. Εν τη στροφή αυτού προς τον Θεόν επεκτείνεται εις τα έμπροσθεν, μη επιστρέφων προς εαυτόν. Εκείνο, όπερ ούτος ενεργώς ζη εν τη προσευχή, θα αφήση εις το είναι αυτού ανεξίτηλα ίχνη, άτινα όμως θα ίδη εν εαυτώ ο ασκητής μόνον μετά πάροδον μακρού χρόνου, οσάκις θα αναλογίζηται το παρελθόν.
Η έλξις προς τον Θεόν εν τη αρχή του αγώνος συμβαίνει να είναι τοσούτον έντονος, ώστε το πνεύμα του ανθρώπου εν τη φλογερά αυτού ορμή προς τον Ύψιστον να ατενίζη αποκλειστικώς εις Εκείνον μόνον. Η ψυχή του μετανοούντος, όστις βλέπει εαυτόν ανεκφράστως μακράν της αναζητουμένης Αληθείας, γίνεται όλη κατώδυνος πληγή και δέεται του ήδη δια της «πρώτης αγάπης» ηγαπημένου Κυρίου περί ελέους και συγκαταβάσεως }075} προς αυτήν. Η αίσθησις της αμαρτίας ήτις κατέστρεψε την θεοειδή φύσιν ημών, γεννά ανεκδιήγητον μεταμέλειαν περί της καταστάσεως, εν τη οποία επί τοσούτον μακρόν διεμένομεν, και ήτις κατέστησεν ημάς παντελώς αναξίους του Αγίου των αγίων. Είναι δυνατόν ο τοιούτος Κύριος να δεχθή εμέ τον έως τέλους διεφθαρμένον; Η ψυχή παρίσταται, τρόπον τινά, ενώπιον του Φοβερού Κριτηρίου. Και όσον πλέον συντριπτικός είναι ο φόβος της καταδίκης, τοσούτον εντονωτέρα η προσευχή της μετανοίας. Είναι αδύνατον να είπωμεν πόσον διαρκεί μια τοιαύτη προσευχή.
Τον πέμπτον χρόνον της μοναστηριακής μου ζωής ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Αρχιμανδρίτης Μισαήλ, εκάλεσεν εμέ και ανέθεσεν εις εμέ ως διακόνημα την εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης … «Πάτερ Σωφρόνιε ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει …» }076}
Ανοίξας την Γραμματικήν της Αττικής διαλέκτου συνεκέντρωσα, ως ήτο εύλογον, την προσοχήν μου εις τα αναγινωσκόμενα. Και τι λοιπόν συνέβη; Ησθάνθην κατά τρόπον φυσικόν ως να εξήλθεν ο νους μου εκ της καρδίας να ανέβη έως του μετωπικού μέρους του κρανίου και να εκινήθη περαιτέρω προς την κατεύθυνσιν του βιβλίου. Κατ’ εκείνην την στιγμήν εγένετο εις εμέ εμφανές ότι ο νους μου παρέμενε μονίμως ημέρας και νυκτός εν τη καρδία μου κατά την διάρκειαν των επτά ετών προσευχής μετανοίας. Εγώ, κατά τον λόγον του ηγουμένου παρέμενον ήσυχος εσωτερικώς. … Η νέα ενασχόλησίς μου εστέρησεν εμέ της προγενεστέρας προσευχής, αλλ’ η χάρις υπό λίαν θαυμαστήν μορφήν ειρήνης, αγνώστου έως τότε, δεν εγκατέλειπεν εμέ κατά τους μήνας της προσπαθείας μου, όπως εκμάθω την Ελληνικήν γλώσσαν. }077}
Ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ, είναι αναγκαία η φρίκη δι’ ημάς αυτούς, ως είμεθα· είναι απαραίτητος η αποστροφή προς το ζων εν ημίν κακόηθες, αντίθεον πάθος της υπερηφανείας, όπερ εξέβαλεν ημάς μετ’ αισχύνης από της Βασιλείας του Πατρός των Φώτων. Η λύτρωσις εκ του πάθους τούτου ευρίσκεται εις την εντολήν του Χριστού: να αγαπήσωμεν τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους.
Έκάλεσα την απόγνωσιν, ήτις κατείχεν εμέ, μέγα δώρον του Ουρανού. Τούτο όμως συνειδητοποίησα ουχί ενωρίτερον, ει μη μετά παρέλευσιν τριάκοντα ετών αγώνο· δυνατόν ίσως και πλέον. Δεν ανεζήτουν έξωθεν βοήθειαν, διότι ηρπάγην βιαίως ως ξηρόν φύλλον υπό ανέμου, όστις εστροβίλιζεν εμέ, και δεν ήτο δυνατόν να εννοήσω τι ετελείτο εν εμοί· ουδέν κατενόουν· ουδένα ηδυνάμην να ερωτήσω διότι δεν ήμην εις θέσιν να διατυπώσω και την ερώτησιν. Το κοσμικόν είναι απεκαλύπτετο εις τον νουν μου θυελλωδώς μετά ταχύτητος, ήτις δεν επέτρεπεν εις εμέ να ελέγξω δια του λογικού μου ο,τιδήποτε. Η απόγνωσις αύτη ωμοίαζε προς αφροσύνην, αλλ’ αφροσύνην ιδιαιτέρου γένους, μη υποκειμένην εις την αρμοδιότητα των ψυχιάτρων. Ήρχιζεν η διαδικασία της αποχωρήσεως μου εκ του κόσμου. Ωρθούτο τι μεταξύ εμού }078} και των ανθρώπων: Απώλεσα το ενδιαφέρον της μετ’ αυτών συναναστροφής.
Μετά του Θεού ουδέν είναι εύκολον ή απλούν: Ούτος είναι καθ’ υπερβολήν μέγας δι’ ημάς. Είναι «Πυρ καταναλίσκον», Φως απρόσιτον. Έρριψε το Πυρ Αυτού εις την γην και φλέγει τας καρδίας ημών. }079}
Έχων ιδίαν πείραν περί του ασταθούς της φύσεως ημών ζω εν διαρκεί καταστάσει φόβου. Ο φόβος ούτος καλείται Θείος. Δεν ομοιάζει προς τον ζωώδη. Εν τω Θείω φόβω περικλείεται σοφία και γνώσις αγάπη και δύναμις. Η συνάντησις όμως μετά του μεγάλου Θεού, τον Οποίον δεν είμεθα ικανοί να χωρήσωμεν, και τον Οποίον δεν δυνάμεθα να αγαπήσωμεν, δίδει εις ημάς να συναισθανθώμεν ότι είμεθα απεριγράπτως μακράν αυτού, όπερ ετέθη προ ημών ως άγιος σκοπός και αυθεντικόν νόημα πάσης ημών της υπάρξεως.
… αυτή ακριβώς η αγάπη γεννά εν εμοί τον φόβον μήπως παραμείνω ανάξιος απολογίας ενώπιον του Θεού. Συντρίβονται τα οστά μου, όταν βλέπω εντός μου έστω και μικράς ταλαντεύσεις.
Ότε επανήλθον εις την Ευρώπην, ερχόμενος εις επαφήν μετά ανθρώπων άλλου πνεύματος, ησθανόμην ενέργειαν εξερχομένην απ’ αυτών, ήτις ως ψυχρός άνεμος προσέκρουεν εις την καρδίαν μου, και τρόπον τινά συνέχεε τον νουν }080} μου. Η ενέργεια αύτη, αλλοτρία του πνεύματος του Χριστού, ταράττει προς στιγμήν την εσωτερικήν ειρήνην, διεγείρει τον νουν είς τινα πάλην. Η Άνωθεν δωρεά, η δοθείσα εις εμέ εν τη ερήμω κατά την προσευχήν της αγάπης, υπερενίκα τας εναντίας αρνητικάς αντιδράσεις: «Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσε (και) εμέ» από της εξουσίας του πνεύματος του κόσμου τούτου.
Καθ’ όν χρόνον η καρδία αισθάνεται την παρουσίαν του Θεού, ευρισκόμεθα εν ειρήνη και εξάρσει εκ της αγάπης προς Αυτόν. Όταν όμως αποχωρή Ούτος και δεν βλέπω εν εμοί αισθητήν την παρουσίαν Αυτού, τότε εκ νέου η συνείδησις της αδυναμίας μου μέχρι πόνου συνθλίβει εμέ. Ο σταυρικός αγών κατά τον ένα ή τον άλλον βαθμόν συνοδεύει εμέ έως του γήρατος. }081}
Στερεούμενοι δια της δυνάμεως Αυτού βλέπωμεν παν είδος κακού εν τω κτιστώ κόσμω αλλά τούτο δεν έχει πλέον εξουσίαν εφ’ ημών. Εις τούτο έγκειται η «κυριότης» ημών, ήτις είναι απαραίτητος δια την «ασάλευτον Βασιλείαν».
Είναι απαραίτητος ο ευλαβής φόβος, έως ότου διέλθωμεν όλα τα κτιστά κατώφλια και πληρωθώμεν της εκ του Θεού εκπορευομένης ακτίστου Ζωής.
Η Εκκλησία διδάσκει περί του Ιησού Χριστού ότι ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου παντός. Και εκείνος όστις προσεύχεται εις Αυτόν «πρόσωπον προς Πρόσωπον», δέχεται εν Πνεύματι παρ’ Αυτού το «φρόνημα» και τα αισθήματα, άτινα συναντώμεν και εν Αυτώ τω Ιδίω. Ουχί μόνον ταύτα αλλά και προσευχήν ομοίαν προς την προσευχήν Αυτού εν Γεθσημανή. Και τούτο είναι εκείνο, όπερ ορίζομεν ως υποστατικήν προσευχήν.
Ο προσευχόμενος δια τοιούτου τρόπου εισέρχεται εις την σφαίραν της Θείας Ζωής. }082}
Όταν εν ανειδέω σιγή παριστάμεθα τω Θεώ εν πλήρει απογυμνώσει της όλης ημών υπάρξεως, τότε τα βάθη της φύσεως ημών διανοίγονται και δι’ ημάς αυτούς. Δια της ολοκληρωτικής αυτοσυγκεντρώσεως, δια της συναγωγής παντός εις τα έσω της προσωπικότητος ημών, δίδεται εις ημάς να ίδωμεν ότι το είναι απάσης της ανθρωπότητος κατά την προέλευσιν και την φύσιν αυτού αποτελεί έν είναι ένα άνθρωπον. Ως εκ τούτου είναι «φυσική» η κίνησις του πνεύματος ημών προς προσευχήν υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ όλου του Αδάμ ως περί εαυτού του ιδίου.
Κατά την προσευχήν της μετανοίας δια τας αμαρτίας ημών διδασκόμεθα να ζώμεν την τραγωδίαν παντός του ανθρωπίνου γένους δια μέσου ημών των ιδίων. }083}
Η προσευχή μου ετελείτο άνευ εικόνων νοερών ή αισθητών. Η ψυχή μου απετάσσετο παντός παρερχομένου και ουδέν πλέον έβλεπεν αλλά δι’ όλης της δυνάμεως αυτής συνεκεντρούτο μόνον εις τον Θεόν μου. Δι’ ακαταλήπτου τρόπου η τελεία αύτη απουσία ορατών μορφών και εννοιών – κατά την οποίαν το παν εφαίνετο ως να εσίγα, παρά την εν εμοί αφθονίαν δυνάμεως ζωής – μετά την επιστροφήν μου εις την συνήθη αντίληψιν του κόσμου, μετεβάλλετο εις γνώσιν του Είναι.
Ίδιον της οράσεως ταύτης είναι να υπερβαίνη τον χώρον και τον χρόνον: Το παν συνάγεται εις τα «ένδον», είς τι απείρως μικρόν σημείον· να εκφράσωμεν όμως δια λόγων το γνωσθέν κατά τας στιγμάς ταύτας είναι ως να ιστάμεθα προ απεράντου πελάγους. }084}
Το είναι παντός λογικού-προσωπικού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: Το όνομα του ενός είναι αγάπη προς τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους· του άλλου, αγάπη προς εαυτόν μέχρι του μίσους προς τον Θεόν. (ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μίσος προς τον Θεον εννοούμεν την έκπτωσιν, την εγκατάλειψιν, την αποχώρησιν, την απομάκρυνσιν … Δεν συνδέεται απαραιτήτως μετά τινων αισθημάτων, καρδιακών κινήσεων, πράγμα όπερ ωσαύτως δυνάμεθα να συναντήσωμεν. Το μίσος τούτο δύναται να λάβη μορφήν ψυχράς αποφάσεως του νου. Εις πολλούς εφάνη ως «φως» συνέσεως, αλλ’ εξ αυτών απεκρύπτετο η πραγματικότης: Το «φως» αυτών δύναται να εξελιχθή κατά τον ιδιάζοντα εις αυτό τρόπον και να φθάση το σημείον του απολύτου ψύχους, όπερ φονεύει πάσαν ζωήν).
Υπάρχει αναρίθμητον πλήθος ενδιαμέσων καταστάσεων. Τοιαύτας καταστάσεις βλέπομεν εις μεγάλην μάζαν αδρανών ψυχών· εις τας ψυχάς αυτάς δεν υφίσταται ούτε καθαρά συνείδησις της υπάρξεως, ούτε εναργώς εκπεφρασμένος αυτοκαθορισμός προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν. Εν τούτοις, όσον εγγύτερον πλησιάζομεν τα ακραία όρια, τοσούτον πλέον δυναμική καθίσταται η ορμή του πνεύματος, τοσούτον επιτακτικόν τίθεται το ερώτημα της οριστικής εκλογής. Έκαστος θα εκλέξη εκείνο, όπερ πλείον ηγάπησε.
η μακραίων ασκητική πείρα και η Αποκάλυψις μαρτυρούν ότι το κτισθέν πνεύμα δύναται να απωθήση τον μέχρι τούδε επιτευχθέντα σκοπόν αυτού και, ομοίως προς αστραπήν {[αρνητική περίπτωση] πτώση Εωσφόρου – [θετική περίπτωση] ομολογία ληστού επί του σταυρού}, αυτοστιγμεί να μεταφερθή δια μέσου της αβύσσου και να στερεωθή εις την απέναντι όχθην.
Από του μόνου όντως Όντος – Εγώ ειμι ο Ών – δύνανται να εκπέσουν και μεμονωμένα άτομα και ολόκληρα γένη. }085}
Επομένως παρόμοιόν τι δύναται να συμβή και εις ημάς: Θα προσεγγίζη Ούτος ημάς, θα συνομιλή μεθ’ ημών, και ημείς δεν θα αναγνωρίζωμεν Αυτόν, τουτέστιν εκείνο όπερ είναι Ούτος, ο μέγας Θεός· μέγας αλλά πράος και ανεκφράστως ταπεινός. Και όταν φθάση η στιγμή και αναγνωρίσωμεν Αυτόν, τότε η ψυχή ημών θα αγαπήση Αυτόν και η εκ της γνώσεως ταύτης έμπνευσις θα πληρώση ημάς μακαριότητος. Η αποκτηθείσα δε δια του τρόπου τούτου έμπνευσις ουδέποτε πλέον θα εγκαταλείπη ημάς. Ενδέχεται να περιπέσωμεν εις διαφόρους δοκιμασίας και οδυνηράς καταστάσεις αλλ’ η θαυμαστή αύτη έμπνευσις θα παραμένη πάντοτε μεθ’ ημών: άλλοτε ως πλημμύρα φωτοφόρων σκέψεων, άλλοτε δε πάλιν ως χαροποιόν πένθος εν τη προσευχή και πολλά παρόμοια προς αυτά, των οποίων όμως ουδέν όμοιον υπάρχει εν τω κόσμω παντί, εκτός εκείνων άτινα εξ Αυτού Μόνου εκπορεύονται. }086}

Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡΝΙΚΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Επιτυχών του σκοπού αυτού είδεν ότι δεν έλαβεν εκείνο, όπερ ανέμενε: «Κατέλαβον την υψίστην εξουσίαν …, αλλά δεν υπάρχει ευτυχία εν τη ψυχή μου».
Υπάρχουν και άλλαι αναζητήσεις επί του επιπέδου του πνεύματος, της τέχνης ή της επιστήμης, αίτινες είναι ευγενέστεραι. Εις τον μεγαλοφυή νουν αποκαλύπτονται νοεραί θεωρίαι, τας οποίας αδυνατεί ούτος να πραγματοποίηση, διότι υπερβαίνουν το μέτρον του επιτευκτού εν τω κόσμω τούτω. Πειθόμενος δια την ανεπάρκειαν αυτού όπως επιτύχη εν τη τελειότητι την αρχικήν αυτού θεωρίαν, την οποίαν έθεσεν ως μοναδικόν σκοπόν του είναι αυτού υφίσταται βαθύ ρήγμα εν τω πνεύματι αυτού και απόλλυται. Η μορφή αύτη του μοιραίου τέλους παρατηρείται συχνότερον μεταξύ των ποιητών.
Ουχί άνευ τρόμου παρετήρουν και παρατηρώ εισέτι τα πεπρωμένα του κόσμου. Η ανθρωπίνη ζωή εις οιονδήποτε επίπεδον και αν θεωρήσωμεν αυτήν, εμφανίζεται τραγική. Και η αγάπη εισέτι είναι πλήρης οξειών αντιφάσεων και ουχί σπανίως μοιραίων κρίσεων.
Φρικτή εικών η κατάρρευσις της μεγάλης Αυτοκρατορίας! Η συμπλοκή είναι }088} αγρία και ανίλεως, όταν «οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι» εν τη απογνώσει αυτών αποφασίζουν τον αγώνα δια τα δίκαια και την αξιοπρέπειαν αυτών. Έζησα εν μέσω των παθημάτων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων.
Παραλλήλως προς αυτά εκρημνίζοντο εν εμοί τα νεανικά όνειρα και αι ελπίδες, πράγμα το οποίον κατά παράδοξον τρόπον συνεδυάζετο μετά νέας, βαθυτέρας κατανοήσεως του νοήματος του είναι εν γένει. Η νέκρωσις και ο όλεθρος ανεμιγνύοντο μετά της αναγεννήσεως.
Η πείρα όμως του θανάτου είναι αναγκαία εις ημάς, ίνα γνωρίσωμεν ότι εκλήθημεν εκ του «μηδενός» δια του θελήματος του Ουρανίου Πατρός. Η αυτογνωσία είναι απαραίτητος ώστε παν βήμα ημών να τελήται εκ συμφώνου προς το αυθεντικόν, ασάλευτον Είναι. Ώ, τούτο δεν είναι εύκολον, ουδέ απλούν: Εκατοντάκις προσεγγίζει ημάς το πυρ της φρίκης, το παν εντός ημών πιέζεται εκ του ακραίου πόνου, Ούτος όμως ενίκησε και καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν Αυτόν. Ακολουθούντες δε Αυτόν, εις έκαστον στάδιον λαμβάνομεν πείραν και του αντιστοίχου προς αυτό μαρτυρίου. Το πνεύμα ημών ταράσσεται υπό του φόβου, και δια των λογισμών ημών ενδέχεται να εισέλθωμεν εις πάλην μετ’ Αυτού, επιρρίπτοντες εις Αυτόν }089} την αιτίαν όλων των παθημάτων. Έχομεν ανάγκην σταθεράς πίστεως, ίνα μη εκπέσωμεν απ’ Αυτού. Αλλ’ εάν εις την νύκτα της αγνοίας ημών εισέδυσεν η λάμψις της αστραπής, έστω και άπαξ, εάν εν τω φωτί της θείας αυτής αστραπής εν τη ψυχή ελήφθη η απόφασις, ή να μείνωμεν μετ’ Αυτού εν τη Απολυτότητι Αυτού, ή κάλλιον να υποστώμεν απόλυτον θάνατον – μεσότης δεν υπάρχει – τότε, είναι δυνατόν να δοθή και εις ημάς η χαρά της αιωνίου νίκης.
εν τω Θεώ δεν υπάρχει τραγωδία. … Ο Χριστός ουδόλως είναι τραγικός τύπος. … Έζη την τραγωδίαν πάσης της ανθρωπότητος, αλλ’ εν Αυτώ τω Ιδίω δεν έμενεν αύτη. }090} … «Ειρήνην την Εμήν δίδωμι υμίν». … Τραγωδία δεν υπάρχει εν Αυτώ, αλλ’ εν ημίν.
Ωσαύτως και ο χριστιανός, όστις έλαβε την δωρεάν της αγάπης του Χριστού, παρά την συνείδησιν του εισέτι μη επιτευχθέντος πληρώματος, αποφεύγει την τραγωδίαν του παγκαταλυτικού θανάτου. Συμπάσχων μετ’ οδύνης και προσευχόμενος μετά κλαυθμού υπέρ του κόσμου δεν αποβαίνει θύμα της αδιεξόδου απογνώσεως, του ανεπανορθώτου ολέθρου. Εναργέστερα καθίσταται η όρασις αύτη, όταν η προσευχή εισέλθη καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις το αιωνόβιον ρεύμα της Γεθσημανίου προσευχής του Χριστού: Όταν διαρραγούν τα στενά όρια του ατόμου, όταν διαπερασθή το τείχος του χρόνου, τότε δίδεται εις τον άνθρωπον η πείρα της καταστάσεως, «Εγώ ειμι». Αισθανόμενος ούτος εν εαυτώ την ζωοποιόν πνοήν του Πνεύματος του Αγίου, προσευχόμενος δι’ αυτής της προσευχής, προαισθάνεται την τελικήν νίκην του Φωτός. Η Αγάπη του Χριστού εισέτι και εν τη υψίστη εντάσει της ευσπλαχνίας – όπερ συνιστά την ουσίαν του «άδου της αγάπης» – παραμένει απαθής ένεκα της υπαρχούσης εν αυτή αιωνιότητος. Η αγάπη αύτη ζη αυθεντικώς και αμειώτως }092} την τραγωδίαν της ανθρωπότητος, διότι ίδιον αυτής είναι να συμμετέχη εις τα παθήματα πάσης της κτίσεως και πρωτίστως του ανθρώπου. Δεν γνωρίζω δια ποίου ακριβώς τρόπου να περιγράψω ουχί την αφηρημένην, αλλά την ζώσαν πνευματικήν πείραν, ήτις δύναται να φανή αντιφατική εις την τυπικήν λογικήν. Η χάρις είναι άκρως πλουσία εις τας εκφάνσεις αυτής. Ας λάβωμεν ως παράδειγμα μίαν εκ των πλέον ενδεικτικών περιπτώσεων.
Εν Χριστώ ελάβομεν αποκάλυψιν περί της αμεταθέτου αξίας του ανθρώπου. Αγαπώμεν τον άνθρωπον ως την ιδίαν ημών ζωήν. Κατά στιγμάς δίδεται να θεωρήσωμεν το ανεκτίμητον κάλλος της εικόνος αυτής του Υψίστου Θεού. Παρατηρούντες το πολύτιμον τούτο όν εν τη πτώσει αυτού, συντριβόμεθα φυσικώ τω τρόπω τη καρδία και αναζητούμεν οδούς σωτηρίας δια τους ηγαπημένους, καθ’ ό μέτρον ο Κύριος εξέχεεν εφ’ ημάς την χάριν να γνωρίσωμεν την οδόν Αυτού. Ο λόγος του εκκλησιαστικού κηρύγματος πίπτει κατά το πλείστον ή παρά την οδόν ή εις τας ακάνθας ή επί τα πετρώδη μέρη, και η ψυχή στρέφεται εν προσευχή προς Εκείνον, Όστις έπλασε τον άνθρωπον. Πειθόμεθα ότι και ο Θεός δεν θέλει να παραβιάση την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Εκ της προσπαθείας όπως υπερνικήσωμεν δια προσευχής ευσπλαχνίας τας απολιθωθείσας καρδίας ηγαπημένων υφ’ ημών υπάρξεων, η ψυχή αισθάνεται βαθέως ως να ίσταται όντως ενώπιον του τείχους του θανάτου – κατάστασις ομοία προς την θλίψιν μητρός ήτις βαστάζει εν ταις χερσίν αυτής αποθνήσκον νήπιον, τον καρπόν της κοιλίας αυτής. Το αίσθημα του αδιεξόδου, του ανεπανορθώτου της απωλείας, καταβροχθίζει παν άλλο αίσθημα και η ψυχή του ευχομένου «αποθνήσκει» μετ’ εκείνων δια τους οποίους προσφέρεται η προσευχή. }092}
Ο Μονογενής Υιός του Πατρός προσέλαβε τον θάνατον ημών. Απέθανεν επί του σταυρού φέρων εν Εαυτώ τον όλεθρον ημών δια της «εις τέλος αγάπης» Αυτού. Αλλ’ ο Θεός ανέστησεν Αυτόν. Η ιδία επαγγελία εδόθη εις πάντας τους πιστεύοντας εις Αυτόν, τον Χριστόν-Θεόν.
Η θέσις των ανθρώπων είναι πλέον περίπλοκος: Ημείς οι ίδιοι δεν είμεθα έως τέλους ελεύθεροι από της αμαρτίας, τουτέστι φέρομεν εν εαυτοίς τον ημέτερον θάνατον. Και ημείς, καίτοι δεν αποθνήσκομεν σωματικώς εν τη προσευχή υπέρ των αδελφών ημών και υπέρ του κόσμου εν γένει όμως εν πνεύματι ζώμεν όντως τον θάνατον αυτών: Βεβαίως θα έλθη και η ημέρα κατά την οποίαν θα αποθάνωμεν.
Ο Χριστός δια του θανάτου Αυτού επάτησε τον θάνατον του Αδάμ και των απογόνων αυτού. Τούτο αποτελεί την εγγύησιν της ημετέρας αναστάσεως.
Η προσευχή υπέρ του κόσμου είναι η πλέον βαρεία και αδιέξοδος υπό την έννοιαν ότι το πνεύμα ημών ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως του σκοπού αυτού. Ευχόμενος υπέρ εαυτού ο άνθρωπος δύναται να γευθή εν τω βάθει της καρδίας αυτού πλημμύραν τρυφεράς αγάπης και ειρήνης. Διατηρεί την κατάστασιν ταύτην επί τινα χρόνον. Κατά την υπέρ του κόσμου όμως προσευχήν, και την πλέον εισέτι φλογεράν και παρατεταμένην, η ψυχή ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης: Είναι καθ’ υπερβολήν πολλοί οι άνθρωποι, οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος (του μίσους) ή το φως» της αγάπης του Θεού. }093}
Και παράδοξον και θλιβερόν: Ο κόσμος ως σύνολον δεν δέχεται το πνεύμα του Θεού, και η προσευχή επιστρέφει εις τον προσευχόμενον ουχί μόνον μετά του αισθήματος του ανικανοποιήτου, αλλά και μετά πληθυνθείσης εισέτι θλίψεως. Τούτο βεβαίως δεν είναι αληθινή αίσθησις. Όντως η αναζητουμένη αλλαγή της πνευματικής ατμοσφαίρας της οικουμένης δεν επήλθεν. Εάν όμως δεν υπήρχον ευχέται υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ενετείνετο μετά μεγαλυτέρας έτι δυνάμεως.
Και όσοι εισέτι δεν εβίωσαν μετ’ εντάσεως την ως άνω περιγραφείσαν πείραν ευκόλως θα εννοήσουν εμέ, εάν εμπνευσθέντες υπό του Θεού προσηυχήθησαν υπέρ του κόσμου ή υπέρ μεμονωμένων αγαπητών εις αυτούς ανθρώπων. Συχνάκις η καρδία εν τοιαύτη προσευχή ταχέως εισέρχεται εις αυτήν ταύτην την ζωήν εκείνου ή εκείνων δια τους οποίους προσεύχεται, και γνωρίζει τι συνέχει αυτούς: χαρά και ανάπαυσις, αδημονία και θλίψις, το απαίσιον ενίοτε σκότος του άδου και το όμοιον προς αυτό κακόν. Ο προσευχόμενος αισθάνεται τας καταστάσεις αυτάς ως ιδίας. Και τούτο αποτελεί ιδιαιτέρου είδους παραπλάνησιν. Κατ’ ουσίαν η ψυχή δια της προσευχής βλέπει – ζη – ενούται μετ’ εκείνων υπέρ των οποίων προσεύχεται. Εάν μετά το βαρύ τούτο αίσθημα, του οποίου έλαβεν ούτος πείραν, επακολουθή χαρά ή ανάπαυσις, τούτο είναι ενδεικτικόν σημείον ότι η προσευχή αυτού εισηκούσθη. Ο ασθενής θα αναρρώση, ο απεγνωσμένος θα λάβη φως ελπίδος, η επαπειλουμένη συμφορά θα παρέλθη, και τα όμοια.
Ακριβώς η τοιαύτη μετά των ανθρώπων κοινωνία εν τω είναι, εισέτι δε και μετά του κόσμου τούτου εν γένει, χαρακτηρίζει την γνησίαν προσευχήν. }094}
Η ζωή του προσευχομένου πνεύματος δύναται, αλλά και οφείλει, να λάβη κοσμικάς διαστάσεις, τας οποίας απαιτούν αι ευαγγελικαί εντολαί του Χριστού. Εν Αυτώ ο άνθρωπος γίνεται αληθώς παγκόσμιος: ουχί υπό την έννοιαν του φιλοσοφικού συγκρητισμού, αλλά κατά τον βαθμόν και την κλιμάκωσιν της κατοχής του πραγματικού όντος· κατά την εν πνεύματι προσέγγισιν εις τα έσχατα όρια της δυνατής ζώσης πείρας.
Η πείρα της τραγικότητος των πεπρωμένων της γης είναι απαραίτητος εις ημάς. Δεικνύει τα όρια των κτιστών ημών χαρισμάτων εν τω αποχωρισμώ ημών εκ της μετά του Θεου συνεργασίας. Είναι φυσικόν μετά τα παθήματα }095} και την αποτυχίαν όλων των προσπαθειών, να ανοιγώμεθα προς νέους ορίζοντας άλλου ήδη κόσμου, απείρως υψηλοτέρου. Τότε αντί του «μοιραίου τέλους» εν τη πλειονότητι των περιπτώσεων ταλαντούχων και μεγαλοφυών ανθρώπων ανατέλλει ευλογημένη αρχή ήτις δύναται να φανή εις τον άνθρωπον ως Φως Αναστάσεως, ως είσοδος εις τον άφθαρτον κόσμον, όπου δεν υπάρχει τόπος δια την τραγωδίαν, διότι εκεί βασιλεύει η άναρχος αιωνιότης.
Η προσωπική ημών πείρα οδηγεί εις την διαπίστωσιν ότι η ανθρωπότης εν τη πλειονότητι αυτής μέχρις και της σήμερον ημέρας, δεν έφθασεν εις το ύψος των εντολών του Ευαγγελίου. Απορρίπτοντες τον Χριστόν ως τον αιώνιον Άνθρωπον και προπαντός ως τον Αληθινόν Θεόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, υπό οιανδήποτε πρόθεσιν, οι άνθρωποι στερούνται του Φωτός της ανάρχου Βασιλείας και της δόξης της υιοθεσίας. … Όταν αισθανθώμεν τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα, υπερβαίνομεν τα όρια του χρόνου και του χώρου· εισερχόμεθα εις εκείνην την μορφήν του είναι, εν τη οποία δεν υπάρχει η έννοια της τραγωδίας. }096}

Δ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΝΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Τείνουν να χαρακτηρίσουν τινές την εποχήν ημών ως μεταχριστιανικήν. Εγώ δε προσωπικώς, εν τοις ορίοις των γνώσεών μου περί της ιστορίας του κόσμου και του Χριστιανισμού, είμαι πεπεισμένος ότι ο Χριστιανισμός εις τας αυθεντικάς αυτού διαστάσεις ουδέποτε μέχρι τούδε εγένετο δεκτός υπό της μεγάλης μάζης, ως ώφειλε. Κράτη είχον την αξίωσιν να ονομάζωνται «χριστιανικά», και οι λαοί αυτών έφερον προσωπείον ευσεβείας, όμως «την δύναμιν αυτής ηρνούντο». Έζησαν και ζουν εθνικώς. Όσον και αν φαίνηται παράδοξον, ακριβώς αι χριστιανικαί αύται χώραι κρατούν }097} επί αιώνας το μέγιστον μέρος της οικουμένης εις τα σιδηρά δεσμά της δουλείας· κατά τους τελευταίους δε χρόνους περιεκάλυψαν τον κόσμον δια σκοτεινού νέφους αναμονής του αποκαλυπτικού πυρός:
Εν τη παρούση κρίσει του Χριστιανισμού ανά μέσον των λαϊκών μαζών είναι τελείως δεδικαιολογημένον να διακρίνουν αύται την εξέγερσιν της φυσικής συνειδήσεως εναντίον εκείνων των διαστροφών, εις τας οποίας υπεβλήθη η Ευαγγελική διδαχή κατά την ιστορικήν αυτής πορείαν.
Ζώμεν εκ νέου εν τη ατμοσφαίρα των πρώτων αιώνων της χριστιανικής εποχής: … Ουχί άπαξ ήρχετο εις εμέ χαρά επί τω λογισμώ ότι η ζωή μου κατά το μέγιστον αυτής μέρος συνέπεσε μετά διωγμών κατά του Χριστιανισμού. Τούτο επιτρέπει εις εμέ να αισθανθώ εναργέστερον εμαυτόν ως χριστιανόν, να συνειδητοποιήσω την ασύγκριτον τιμήν κατά τους χρόνους ημών να ακολουθώ τον Μονογενή Υιόν του Πατρός εις την προς τον Γολγοθάν Αυτού πορείαν. Διωγμοί πανταχού, αλλ’ εις ποικίλας μορφάς. Εν τούτοις ουδένα εξ αυτών δύναται τις ευκόλως να υπομείνη. Είθε ο Θεός της αγάπης να λυτρώση πάσαν ψυχήν εκ της συμφοράς να καταστή διώκτης έστω και «ενός των μικρών τούτων».
Εν τω «υπέρ Αυτού πάσχειν» περικλείεται ιδιαιτέρα ευλογία εισέτι και εκλογή. Ο πάσχων δια της πορείας αυτής των εξωτερικών περιστάσεων ευρίσκεται εις αδιάκοπον σχέσιν μετά του Ιησού Χριστού, εισάγεται εις την }098} σφαίραν της Θείας αγάπης, γίνεται θεοφόρος.
Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το έν –ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας– είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς· το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας. Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας. Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι’ αυτούς. Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός. Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν
Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης. Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος. Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. … }099} … φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι’ ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το “θαυμαστόν φως” της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν. Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν. Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν … προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείρας δια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών· δια της }100} στροφής προς την “φιλοσοφίαν της θρησκείας”. Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.
Η όντως εν τω Θεώ και μετά του Θεού ζωή δίδεται ή εις τα «παιδία» ή εις τους δια Χριστόν μωρούς, ως εις τον μέγαν Παύλον. … «αποτάσσεται …» «πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν» επί του επιπέδου του κτιστού είναι, εν τη απομονώσει του ανθρώπου από του Θεού, εν τω αυτοκαθορισμώ αυτού. … Επομένως είναι εις ημάς αναγκαίον να ακολουθήσωμεν το παράδειγμα του κατά πνεύμα πατρός ημών Αβραάμ: Να λάβωμεν ανά χείρας πυρ και μάχαιραν και να αναβώμεν εις υψηλόν τόπον, ίνα προσφέρωμεν εις τον Θεόν ως ολοκάρπωσιν παν ό,τι είναι εις ημάς κατά σάρκα πολύτιμον. Τότε και ημείς θα ακούσωμεν: «Νυν οίδα σε …» Και τούτο είναι η αληθής οδός προς την μακαρίαν }101} αιωνιότητα: Εις πάσαν άλλην οδόν παραμένουν ίχνη θανάτου. Μόνον όταν παραδοθώμεν «εις τέλος» ακολουθούντες τον Χριστόν, διανοίγονται εντός ημών αι ύψισται δυνατότητες της φύσεως ημών και καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν το Ευαγγέλιον εις την αιωνία αυτού διάστασιν. Η αποφασιστικότης του «αφιέναι πάντα» οδηγεί ημάς εις το κατώφλιον μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος, ημείς δε διδασκόμεθα να θεωρώμεν τας πραγματικότητας άλλου, αφθάρτου Είναι, κεκρυμμένου έως τότε αφ’ ημών. Ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερίαν ημών. Δεν θα εισβάλη Ούτος εντός της καρδίας ημών, εάν ημείς δεν είμεθα διατεθειμένοι να ανοίξωμεν εις Αυτόν την είσοδον: … Και όσον ευρύτερον ανοίγομεν την θύραν, τοσούτον αφθονώτερον το Άκτιστον Φως πληροί τον εσωτερικόν ημών κόσμον.
Η βιωθείσα υφ’ ημών αγάπη προς τον Θεόν κα η αγάπη Αυτού προς ημάς ριζηδόν μεταβάλλει και τον ψυχισμόν και την σκέψιν ημών. Πάσα έχθρα μεταξύ ανθρώπων-αδελφών εμφανίζεται ως φοβερά αφροσύνη. Πάντες ημείς έχομεν ως μόνον εχθρόν την θνητότητα ημών. Εάν ο άνθρωπος είναι θνητός και δεν υπάρχη ανάστασις τότε άπασα η ιστορία του κόσμου δεν είναι πλείον ή άλογος οδύνη της κτίσεως. Και η αγάπη εισέτι ενταύθα συνυφαίνεται μετά του θανάτου: Να αγαπά τις σημαίνει να αποθνήσκη. Και το πνεύμα ημών καταπονείται όπως διαβή εις εκείνην την φωτοφόρον σφαίραν όπου δεν υπάρχει κώλυμα δια την ακόρεστον αγάπην· όπου αυτό τούτο το ακόρεστον είναι ουχί άλλο, ει μη η άκρα δυναμική της }102} ζωής, «το περισσόν» της υπό του Χριστού δοθείσης ζωής.
Η προσέγγισις εις την υψίστην προσευχήν συνοδεύεται στενώς υπό βαθείας μετανοίας δια τας αμαρτίας ημών. Όταν το πικρόν του ποτηρίου τούτου υπερβαίνη το μέτρον των δυνάμεων ημών να υπομένωμεν, τότε εκ του εξωχρονικού πόνου, εκ της ισχυράς αποστροφής προς ημάς αυτούς, εντελώς απροσδοκήτως, δια της εμφανίσεως της αγάπης του Θεού το παν αίφνης μεταβάλλεται και ο κόσμος «λησμονείται». Το φαινόμενο τούτο πολλοί ονομάζουν έκστασιν. Δεν συμπαθώ τον όρον τούτον, διότι μετ’ αυτού συνδέονται πολλαί διαστροφαί. Αλλά και εάν προσεδίδομεν άλλο όνομα εις το δώρον τούτο του Θεού, εάν ωνομάζομεν τούτο έξοδον της μετανοούσης ψυχής προς τον Θεόν, τότε και πάλιν οφείλω να είπω ότι ουδέποτε εσκέφθην να «καλλιεργήσω» – τεχνηέντως να επιτύχω – την κατάστασιν ταύτην. Αύτη ήρχετο πάντοτε εντελώς απρόβλεπτος, και δη εκάστοτε κατά διάφορον τρόπον. Το μόνον όπερ ενθυμούμαι (και τούτο γνωρίζω ως γεγονός) είναι η περί της αποστάσεώς μου από του Θεού απαράκληρος θλίψίς μου, ήτις τρόπον τινά συνεδέθη μετά της ψυχής μου. Εν οδύνη μετεμελούμην δια την πτώσιν μου. Και εάν εντός μου υπήρχον φυσικαί δυνάμεις, ο θρήνος μου δεν θα εγνώριζε τέλος. }103}
Ήτο δυνατόν εισέτι να μη ενθυμούμαι τας πνευματικάς μου πτώσεις, αλλ’ η όρασις της αναξιότητός μου ενώπιον του Αγίου τούτου Θεού, η συντρίβουσα εμέ, δεν έπαυε να εντείνηται.
… ότε θυμός εκυρίευεν εμού εναντίον εκείνων οίτινες προσέβαλλον εμέ. … Συνέβη ποτέ εξ αιτίας στιγμιαίου ερεθισμού η προσευχή να αποχωρήση απ’ εμού. Ηγωνιζόμην επί οκτώ μήνας, όπως επιστρέψη αύτη. Ότε όμως ο Κύριος ενέδωσεν εις τα δάκρυα μου, τότε η καρδία μου εγένετο νηφαλιωτέρα και πλέον υπομονητική.
Ιδιαιτέρως συνέπασχεν η καρδία μου μετά των ψυχικώς ασθενούντων. Τινές εξ αυτών κλονισθέντες υπό ακραίων δυσκολιών της συγχρόνου ζωής, εζήτουν επιμόνως παρ’ εμού διαρκή προσοχήν, πράγμα όπερ υπερέβαινε τας δυνάμεις μου. Εδημιουργούντο αδιέξοδοι καταστάσεις: Προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν και εάν εκινούμην, υπήρχε τις όστις θα έκραζεν εκ του πόνου. Τούτο απεκάλυψεν εις εμέ τα παθήματα των συγχρόνων ανθρώπων, των συντετριμμένων υπό της αγριότητος του περιβοήτου ημών πολιτισμού. Η κολοσσιαία κρατική μηχανή, καίτοι εδημιουργήθη υπό των ανθρώπων, φέρει εν τούτοις χαρακτήρα απροσώπου, ίνα μη είπω απανθρώπου, συσκευής, ήτις μετά αδιαφορίας καταπιέζει εκατομμύρια ανθρωπίνων }104} υπάρξεων. Ανίσχυρος να αλλάξω τα κατ’ ουσίαν ανυπόφορα και όμως νόμιμα εγκλήματα της κοινωνικής ζωής των λαών, κατά την εκτός πάσης ορατής εικόνος προσευχήν μου ησθάνθην την παρουσίαν του εσταυρωμένου Χριστού. Έζων το Πάθος Αυτού εν πνεύματι τοσούτον εναργώς, ώστε η φυσική όρασις του «υψουμένου εκ της γης» ουδόλως θα ενίσχυε την συμμετοχήν μου εις τον πόνον Αυτού. Όσον μηδαμινά και αν ήσαν τα βιώματά μου, εν τούτοις ηύξανον εις βάθος την γνώσιν του Χριστού ως προς την επί γης εμφάνισιν Αυτού, ίνα σώση τον κόσμον.
Το μέτρον της χάριτος όπερ δίδεται εν τη αρχή ίνα ελκύση και διδάξη τους ανθρώπους, είναι δυνατόν να μη είναι ολιγώτερον εκείνου, όπερ παρέχεται εις τους τελείους. Εν τούτοις ουδόλως τούτο σημαίνει ότι η φοβερά αύτη ευλογία αφωμοιώθη υπό των δεξαμένων αυτήν. Η αφομοίωσις των δωρεών του Θεού απαιτεί παρατεταμένην δοκιμασίαν και έντονον αγώνα. Η πλήρης αναγέννησις του πεπτωκότος ανθρώπου εις «καινόν άνθρωπον» τελείται εις τρεις περιόδους: Η πρώτη, η αρχική, είναι η της κλήσεως και εμπνεύσεως προς τον προκείμενον αγώνα· η δευτέρα η της άρσεως της «αισθητής» χάριτος και της βιώσεως της Θεοεγκαταλήψεως, ήτις αποσκοπεί όπως παράσχη εις τον ασκητήν την δυνατόητα }105} να επιδείξη εις τον Θεόν την πιστότητα, την ελευθερίαν και την σύνεσιν αυτού· η τρίτη και τελική η της επανακτήσεως της αισθητής χάριτος και διαφυλάξεως αυτής, ήτις συνδέεται ήδη μετά της νοεράς γνώσεως του Θεού.
… Εκείνος, όστις … εν τω καιρώ της παρατεταμένης Θεοεγκαταλήψεως ζη ως η ιδία χάρις να παρέμενε πάντοτε μετ’ αυτού, (ΑΡΧΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ) θα λάβη μετά μακράν δοκιμασίαν της πιστότητος αυτού τον «αληθινόν» πλούτον ως αναφαίρετον και αιώνιον ήδη κτήμα. Εν άλλαις λέξεσιν, η χάρις συνυφαίνεται μετά της κτιστής φύσεως και αι δύο αύται γίνονται έν. Το τελικόν τούτον δώρον είναι η θέωσις του ανθρώπου· η μετάδοσις εις αυτόν της θείας μορφής υπάρξεως, της ανάρχου, της αγίας. Είναι η μεταμόρφωσις του όλου ανθρώπου, δια της οποίας ούτος γίνεται χριστοειδής, τέλειος.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι είναι δυνατόν να συνηθίσωμεν εις πάσαν επιστήμην, πάσαν τέχνην, παν επάγγελμα και να πράττωμεν το έργον άνευ ιδιαιτέρας πλέον προσπαθείας. Αλλ’ εις ουδένα εδόθη ποτέ να προσεύχηται άνευ κόπου· προ παντός εάν έχωμεν υπ’ όψιν την }107} την μετά προσοχής προσευχήν, την τελουμένην νοερώς εν τη καρδία.
Θεολογικώς η αποταγή χάριν της προσευχής φαίνεται να αντιφάσκη προς το νόημα της εντολής ηθικώς αύτη παρουσιάζεται ως ανεπίτρεπτος «εγωϊσμός»· }108} μυστικώς δε, ως κατάδυσις εις το σκότος της απεκδύσεως· εκεί όπου ουδέν στήριγμα υπάρχει δια το πνεύμα και είναι δυνατή η απώλεια της συνειδήσεως της πραγματικότητος του κόσμου τούτου. Εν τέλει δε ο φόβος, διότι είναι άγνωστον εις ημάς, εάν το εγχείρημα ημών είναι ευάρεστον εις τον Θεόν.
Η ασκητική απέκδυσις από παντός κτιστού, ως αποτέλεσμα μόνον εντάσεως της ανθρωπίνης ημών θελήσεως, είναι καθ’ υπερβολήν αρνητική. Είναι φανερόν εις τον νουν ότι η αρνητική πράξις αυτή καθ’ εαυτήν δεν δύναται να οδηγήσει εις θετικήν, συγκεκριμένην κατοχήν του ποθουμένου. … Η πείρα δεικνύει ότι είναι φυσικόν εις την προσευχήν να διαπερά τους αχανείς χώρους του κοσμικού είναι.
Αι εντολαί του Χριστού δι’ αυτής ταύτης της φύσεως αυτών υπερνικούν πάντας τους περιορισμούς· η ψυχή κρέμαται επάνω αβύσσων όπου το αδόκιμον πνεύμα ημών δεν διαβλέπει διέξοδον. Τι ποιήσω; Δεν δύναμαι να χωρήσω τας αποκαλυφθείσας αβύσσους· βλέπω την μικρότητά μου, την αδυναμίαν μου· προς στιγμήν πίπτω. Αλλ’ η ψυχή μου παραδεδομένη εις τας χείρας του Ζώντος Θεού, στρέφεται κατά φυσικόν τρόπον προς Αυτόν, Ούτος δε άνευ δυσκολίας προφθάνει εμέ, όπου και εάν ευρίσκωμαι. }109}
Κατ’ αρχάς η ψυχή τρέμει αλλ’ ουχί άπαξ σωθείσα δια της προσευχής, βαθμηδόν ενδυναμούται εν τη ελπίδι, γίνεται ανδρειοτέρα εκεί όπου ενωρίτερον η ανδρεία εφαίνετο τελείως αδύνατος.
Φρονώ ότι, έως ότου είμεθα εν τω υλικώ τούτω σώματι, είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της αντιλήψεως ημών προς ορατάς αναλογίας. Είναι εισέτι άγνωστον τι θα συμβή όταν τελικώς εγκαταλείψωμεν το υλικόν και πρόσκαιρον τούτο σώμα. Επαναλαμβάνω: Εν εκείνη τη απειρότητι δεν υπάρχουν οραταί οδοί: ο φόβος, ουχί ο ζωώδης, οδηγεί την έντασιν της προσοχής μέχρι του άκρου των δυνάμεων ημών. Μόνον η προσευχή δύναται να δώση εις ημάς σταθεράν ισορροπίαν εις όλας τας αμφιταλαντεύσεις. Η ψυχή κράζει συχνάκις άνευ λόγων ή δια συντόμων λόγων: «Κύριε σώσον με». }110}
Η καρδία και ο νους μου εγένοντο πεδίον συγκρούσεων μεταξύ του Χριστού και του Εχθρού κολοσσού κοσμικών διαστάσεων. Κατ’ εκείνην την περίοδον εβάδιζον επί αοράτου σχοινίου επάνω αβύσσων. Παράδοξος απόγνωσις κατείχεν εμέ εξ όλων των κατευθύνσεων, όν τρόπον τα ύδατα περιβάλλουν }111} τον καταποντούμενον άνθρωπον. Λέγω «παράδοξος» διότι ότε το αίσθημα της απογνώσεως απεχώρει απ’ εμού, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Εξ αυτής της απογνώσεως, ως εξ ηφαιστείου, επήγαζε φλογερά προσευχή· ως ο Απόστολος Πέτρος έκραζον προς τον Παντοκράτορα Χριστόν: «Κύριε σώσον με»!
Κατενόησα ότι ακολουθούντες τον Χριστόν-Θεόν ριπτόμεθα κατά τινα φυσικόν τρόπον εις τους απεράντους ωκεανούς του πνεύματος. Το εν Χριστώ ζήν σημαίνει να αισθανθή τις Αυτόν ως τον αληθώς Νικητήν του θανάτου:
… αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Αγάπησον την αργίαν της ησυχίας, υπέρ το εμπλήσαι πεινώντας εν κόσμω και επιστρέψαι πολλά έθνη εις προσκύνησιν του Θεού». }112}
Η ακατανόητος δι’ εμέ αγαθότης του Θεού κατά τους πρώτους χρόνους της επιστροφής μου εις τον Χριστόν «σκληρώς» έρριψεν εμέ εις την απειρότητα, δίδουσα εις εμέ να λάβω την αίσθησιν της μηδαμινότητός μου, της κενώσεως και του «μηδενός» μου. Δια της δωρεάς ταύτης εκαθαρίσθη η καρδία μου εκ της θανατηφόρου πληγής της υπερηφανίας και εγενόμην ικανός εν αγάπη και ειρήνη να θεωρήσω τον Θεόν, να δεχθώ παρ’ Αυτού την νέαν άφθαρτον ζωήν.
Απόγονοι όντες του Αδάμ, πάντες ημείς φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της πτώσεως εκείνης, περί της οποίας ομιλεί η Αποκάλυψις· αλλ’ ουχί πάντες ζουν ταύτην μετά της ιδίας βαθείας επιγνώσεως των οντολογικών διαστάσεων της συμφοράς ταύτης. … Η υπερηφανία, ως εμφανής ή λανθάνουσα τάσις προς αυτοθέωσιν, παρεμόρφωσε την καρδίαν των ανθρώπων. Ευθύς ως διακρίνομεν εν εαυτοίς σημείά τινα πνευματικής αναβάσεως, ο όφις ούτος αμαυροί τον νουν, καταστέλλει την όρασιν, απομακρύνει από του Θεού. Βλέπω νυν ότι η άκρα αμάθειά μου κατά την αρχικήν περίοδον απεδείχθη δι’ εμέ σωτήριος. Εν τη προσευχή της απεγνωσμένης μετανοίας μου ο Κύριος έδιδεν εις εμέ άμεσον καθοδήγησιν και η κενοδοξία δεν ήγγιζεν εμέ. Όθεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι το μέχρι τέλους συντετριμμένον εκ της μεταμελείας πνεύμα ημών αποδεικνύεται ικανόν προς αποδοχήν των ενεργειών του Θεού. }113}
«Άνθρωπος εγεννήθη εν τω κόσμω». Είδον αυτόν δια του Χριστού. Ο άνθρωπος, η θεοειδής υπόστασις, γεννάται δυνάμει· διέρχεται την διαδικασίαν του γίγνεσθαι, κατ’ αρχάς εν τοις ορίοις του κόσμου τούτου, ύστερον δε οφείλει να φθάση τας υπερκοσμίους διαστάσεις ακολουθών τον Χριστόν, Όστις ενίκησε τον κόσμον: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον».
Επαναλαμβάνω: Ο Κύριος εδωρήσατο εις εμέ την χάριν της μνήμης του θανάτου και της ευλογημένης απογνώσεως. Η «μνήμη του θανάτου» θέτει τον άνθρωπον προ της αιωνιότητος, κατ’ αρχήν εν τη αρνητική αυτής όψει: Άπαν το είναι οράται περιβεβλημένον το σκότος του θανάτου. Εν συνεχεία κατέρχεται επί την ψυχήν το Φως της Θεοφανείας μετά της νίκης επί του θανάτου. Η «απόγνωσις» ήτο αποτέλεσμα της επιγνώσεως της αποστάσεώς μου από του Θεού. Τα δύο ταύτα, η μνήμη του θανάτου και η απόγνωσις, απέβησαν αι πτέρυγες δια την πτήσιν δια μέσου της αβύσσου. Φρικτή και παρατεταμένη υπήρξεν η πείρα αύτη της ευεργεσίας του Θεού. Χάριν }114} τούτου ήρθη από της καρδίας μου το «αρχαίον κάλυμμα», όπερ δεν επέτρεπεν εις εμέ να εννοήσω την εν Χριστώ και Πνεύματι Αγίω Καινοδιαθηκικήν Αποκάλυψιν.
Αι εντολαί του Χριστού είναι εκπεφρασμέναι εν ολίγαις λέξεσιν, αλλά η τήρησις αυτών οδηγεί δια θαυμαστού τρόπου εις την διεύρυνσιν του πνεύματος ημών, ώστε τούτο εν μαρτυρική δίψη να περιπτυχθή «πάντα … τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» εν αγάπη, ήτις εδόθη ως εντολή εις ημάς. Είναι άρα γε κατανοητόν }115} οι εκ του «μηδενός» κληθέντες να κατέχουν τοιαύτην δύναμιν; Βεβαίως είναι αδύνατον εις ημάς να χωρήσωμεν εν τη καρδία πάσαν την κτίσιν, εάν στηριζώμεθα εις εαυτούς. Αλλ’ Αυτός ο Δημιουργός παντός υπαρκτού εφανερώθη εν τη μορφή της υπάρξεως ημών και έδειξεν αληθώς ότι η φύσις ημών επλάσθη ικανή ουχί μόνον να περιπτυχθή τον κτιστόν κόσμον, αλλά και να προσλάβη το πλήρωμα της Θείας ζωής. Άνευ Αυτού ουδέν δυνάμεθα να πράξωμεν, αλλά μετ’ Αυτού και εν Αυτώ τα πάντα δύνανται να επιτευχθούν, καίτοι ουχί άνευ «πόνου». Ο πόνος είναι αναγκαίος εις ημάς εν πρώτοις, ίνα αισθανθώμεν εαυτούς ελευθέρας υποστάσεις, ύστερον δε ίνα κατά την Κρίσιν ο Κύριος δυνηθή να δωρήση εις ημάς την ζωήν Αυτού ως αναφαίρετον κτήμα ημών.
Μεταφερόμενοι νοερώς εις κοσμικάς διαστάσεις, όταν πάσχωμεν, εξομοιούμεθα προς τον Χριστόν. Εάν σκεπτώμεθα ούτω, παν φαινόμενον εν τη ατομική ημών υπάρξει θα αποβή αποκάλυψις περί του τελουμένου εν τω κόσμω των ανθρώπων. Δια μέσου ημών θα διέλθουν τα ρεύματα της κοσμικής ζωής, και ημείς θα δυνηθώμεν δια ζώσης πείρας να γνωρίσωμεν και τον άνθρωπον εις τους αιώνας του χρόνου, έτι δε και τον Υιόν του ανθρώπου κατά τας δύο Αυτού φύσεις. Ούτως ακριβώς, εν οδύναις, αυξάνομεν μέχρι κοσμικής και μετακοσμικής αυτοσυνειδησίας. Διερχόμενοι την πείραν της κενώσεως, ακολουθούντες οπίσω του Χριστού και συσταυρούμενοι μετ’ Αυτού, γινόμεθα δεκτικοί του απείρως μεγάλου Θείου Είναι. Εν τη εξαντλητική προσευχή μετανοίας υπέρ όλου του κόσμου ενούμεθα πνευματικώς μεθ’ όλης της ανθρωπότητος: Γινόμεθα παγκόσμιοι κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητος }116} του Ιδίου του Χριστού, Όστις φέρει εν Εαυτώ παν ό,τι υπάρχει. Αποθνήσκοντες μετ’ Αυτού και εν Αυτώ ήδη εντεύθεν, προγευόμεθα της αναστάσεως.
Ίνα γνωρίσωμεν, καθώς πρέπει, τον Χριστόν, είναι απαραίτητον να συμμετάσχωμεν και ημείς εις τα παθήματα Αυτού και να βιώσωμεν, ει δυνατόν, το παν, καθώς και Αυτός ο Ίδιος. Ούτω και μόνον ούτω γνωρίζεται ο Χριστός-Αλήθεια· τουτέστιν υπαρξιακώς, ουχί αφηρημένως, ουχί δια μέσου ψυχολογικής ή θεωρητικής πίστεως, ήτις στερείται βιωματικής πείρας.
Εκ των βεβιωμένων υπ’ εμού εσωτερικών συγκρούσεων μετεφερόμην αυθορμήτως εις τον κόσμον των ανθρώπων, και δια του τρόπου αυτού ήλθεν εις εμέ η ευσπλαχνία προς άπασαν την ανθρωπότητα. Εκ της πείρας ταύτης εγεννήθη η κατανόησις ότι εις όλους ημάς είναι αναγκαίον να ζήσωμεν τας τυχόν δοκιμασίας ουχί μόνον εις τα στενά πλαίσια της ατομικότητος ημών αλλ’ εις τας κοσμικάς διαστάσεις, εξερχόμενοι πνεύματι εκ του περιορισμού των σωματικών οφθαλμών. Εν άλλαις λέξεσι: να συναισθανθώμεν ότι δια μέσου ημών διέρχονται ρεύματα της αυτής κοσμικής ζωής, ήτις ρέει εις τας φλέβας εκάστου ανθρώπου. … Η φυσική αύτη }117} κατ’ ουσίαν ορμή απεδείχθη ρίζα, εκ της οποίας παρήχθη πολύτιμος δι’ εμέ καρπός: να ζω άπασαν την ανθρωπότητα ως εμαυτόν, ως ιδίαν ζωήν.
Ούτω εισήλθον εις την τραγωδίαν της συγχρόνου ιστορίας. Βραδύτερον ενεβάθυνα πλέον εις τας πηγάς αυτής: εις την βιβλικήν διήγησιν περί της Πτώσεως του ανθρώπου.
Ούτω προσήγγισα εις το μέγα μυστήριον της εν ημίν «εικόνος του Θεού»: το Πρόσωπον. Απεκαλύφθη Ούτος εις ημάς εν τω Ονόματι – Εγώ Ειμι ο Ών. }118}
Είναι δυνατόν να είπωμεν ότι η χριστιανική ζωή συνίσταται εις την «εν οδύναις γέννησιν» δια την αιωνιότητα.
Βλέπω ότι ο νους μου αδιακόπως επιστρέφει εις την αυτήν όρασιν, από της οποίας δεν δύναμαι να αποσπασθώ και την οποίαν ήρχισα να οικειούμαι πλέον του ημίσεως ήδη αιώνος. Ο Κύριος απορροφά εμέ ολοκληρωτικώς. Και βλέπω και δεν βλέπω την περιβάλλουσαν εμέ πραγματικότητα. Το βλέμμα μου ολισθαίνει προς αυτήν κατ’ εκείνας τας στιγμάς, όταν είμαι απησχολημένος μετά των αναποφεύκτων αναγκών της καθ’ ημέραν ζωής. Αλλ’ είτε υπνώ, είτε γρηγορώ, ο Θεός περιβάλλει εμέ στενώτερον ή ο αήρ τον οποίον αναπνέω. Κατά τας παρελθούσας δεκαετίας η χάρις πολυτρόπως εξεχύθη επ’ εμέ αφθόνως, κατά καιρούς ως ευρύς ποταμός, ενίοτε δε ως καταρράκτης, τουτέστιν ως πτώσις «ζώντος ύδατος» επί την κεφαλήν μου. Συνέβαινε – και συμβαίνει – ως να διηνοίγοντο ενώπιόν μου αι απέραντοι εκτάσεις του ωκεανού· ή ως αστάθμητος μηδαμινότης να εκρεμώμην επάνω ιδιομόρφου νοεράς αβύσσου … }119}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου