«Κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί
«ἀρχηγός τῆς σωτηρίας»
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[10ο' ΜΕΡΟΣ]
Ἀφήνοντας ὁ π.Ἰ.Δ. τήν ἀρχική του πρόθεση νά ἀσχοληθῆ δειγματολειπτικά μέ δύο βιβλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ἀσχολήθηκε, ὅπως ἀλλοῦ σημειώσαμε, καί μέ ἕνα τρίτο –«μέ ὀλιγόλεπτον πρόχειρον ἄνοιγμα» τῶν σελίδων του, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ– κατόπιν καί μέ ἕνα τέταρτο, ἀντιγράφοντας καί ἐπεκτείνοντας σχόλια ἀπό τό περιοδικό Δρώμενα, ἀλλά τελικά καταπιάσθηκε καί μέ ἕνα πέμπτο, χωρίς πιθανῶς ὁ ἴδιος νά τό ἔχη ἐπιμελῶς διαβάσει καί χωρίς προπαντός νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔφυγε λανθανόντως ἀπό τόν ἀρχικό προγραμματισμό του.
Τό πέμπτο βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἐπιπλέον ἀσχολεῖται ὁ π.Ἰ.Δ. ἔχει τίτλο: «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός ὡς προφητική, ἀποστολική καί μαρτυρική ζωή». Ἡ ἐκτροπή ἀπό τόν ἀρχικό προγραμματισμό τῆς ἐργασίας του ὀφείλεται πιθανῶς στήν ἕλξη πού ἀσκεῖ στόν «ἀμυνόμενο» θυμό του τό ἔντονο ὕφος τῆς κριτικῆς τοῦ θεολόγου κ. Νικολάου Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος παρερμήνευσε καί μέ βάση τήν παρερμηνεία καταπολέμησε διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται σέ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.
Ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, ἀλλά καί ὁ ὁμόρφων π.Ἰ.Δ. δέν μνημονεύουν τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, οὔτε τό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο καταγράφονται οἱ κρινόμενες διδασκαλίες του. Τίς παρουσιάζουν ὡς διδασκαλίες τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐκκενώνουν ὅλον τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τους.
Κατηγοροῦν λοιπόν τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου ὅτι θεωρεῖ τόν Ἐπίσκοπο μέσα στήν Ἐκκλησία «κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί «ἀρχηγό τῆς σωτηρίας», ἰδιότητες πού ἀνήκουν κατά τήν γνώμη τους μόνο στό Χριστό καί στήν Ἐκκλησία, σάν νά εἶναι ἡ ἀρχιερωσύνη ἄσχετη μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ π.Ἰ.Δ. μάλιστα παραθέτοντας σχετικό σχόλιο τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου ἀπό τό περιοδικό Ὁ Σταυρός συμπεραίνει:
«Κατά τά ἀνωτέρω, ὁ Ναυπάκτου θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι “κριτήριον τῆς ἀληθείας” καί “ἀρχηγός τῆς σωτηρίας”.
Ὅ,τι δηλαδή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός, τοῦ αὐτοῦ κύρους καί τῆς αὐτῆς ἀξίας εἶναι καί ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὡς πρός τό κριτήριον τῆς ἀληθείας καί τήν ἀρχηγίαν τῆς σωτηρίας. Αὐτό εἶναι τό λογικόν συμπέρασμα τῶν γραπτῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ναυπάκτου. Θά συνειδητοποιήση τί ἔχει γράψει;».
Ἐπειδή ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἔχει συνειδητοποιήσει ποιοῦ τίς ἀπόψεις χαρακτηρίζει αἱρετικές· ἐπειδή δηλαδή δέν ἔχει καταλάβει ὅτι πολεμᾶ «μετά ζήλου» καίριες ἐκκλησιολογικές ἀπόψεις ἑνός ἁγίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Συμεών ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης· ἐπειδή ἐπίσης δέν γνωρίζει τό πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στό ὁποῖο διατύπωσε ὁ ἅγιος Συμεών τίς ἀπόψεις αὐτές, ἀλλά οὔτε ἀκόμη γνωρίζει τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου ἀπό τό ὁποῖο τίς ἀπομόνωσε ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, παραθέτουμε πρός ἐνημέρωση καί σχολιασμό δύο ἀποσπάσματα ἀπό τόν βιβλίο «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός...».
Τό πρῶτο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τήν ἑνότητα πού ἔχει τίτλο: «Ἡ θέση τοῦ Ἐπισκόπου στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης». Γράφει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου:
«Σέ κάποιο σημεῖο [τῆς ἐπιστολῆς “Πρός ἐπισκοπάς”] ὁ ἅγιος Συμεών, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, γράφει ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι ὡς πρός τήν Χάρη τῆς ἀρχιερωσύνης δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο. Σέ ἐκεῖνο πού διαφέρουν εἶναι μόνο ἡ ἀρετή τους. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών: “Ὅτι Πέτρος μέν καί Παῦλος κατά τήν ἀρετήν καί τούς κόπους ὑπερφυεῖς καί μεγάλων στεφάνων... Κατά δέ τήν τῆς ἱερωσύνης χάριν, οὐχ οὕτως. Οὐδέ πλέον ἔχει τοῦ Χρυσορρήμονος Παῦλος, οὐδέ πάλιν ὁ Χρυσολόγος, καθό ἱεράρχης, ὑπερέχει τινός τῶν ὑποδεεστέρων δοκούντων ἐπισκόπων, εἰ μή κατά τό ὕψος τῆς ἀρετῆς”. Δηλαδή, ἡ Χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν ὁποία τελοῦνται τά ἱερά μυστήρια εἶναι ἡ ἴδια τόσο στούς Ἀποστόλους ὅσο καί στούς Ἱεράρχες, ἐκεῖνο πού διαφέρει εἶναι μόνον ἡ ἀρετή καθενός. Ἡ ἐνέργεια τῶν μυστηρίων τῶν παλαιῶν πατέρων μέ τούς σημερινούς εἶναι ἡ ἴδια. “Οὐδέ τά ἱερουργηθέντα μυστήρια παρά τοῦ μεγάλου πατρός ἡμῶν Βασιλείου ἤ παρ’ αὐτοῦ τοῦ Πέτρου καί Ἀνδρέου καί Ἰακώβου, ἑτέραν ἔχουσί τινα δύναμιν παρά ταῦτα τά νῦν ἐνεργούμενα παρά τῶν ὀρθοδόξων ἱερουργῶν”. Ἡ ἱερωσύνη τήν ὁποία ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ἔργον ἀνθρωπίνης ἀρετῆς.“Καί κατά τήν ἰσχύν τῆς ἱερωσύνης, ὁ αὐτός ἐστι Πέτρος τε καί Παῦλος καί Ἰωάννης καί τῶν νῦν ἀρχιερέων ἕκαστος, ἐπεί καί τοῦ Χριστοῦ ἡ ἱερωσύνη ἐστί, καί οὐκ ἀνθρωπίνης ἀρετῆς ἔργον”. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Σισώης, ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος καί ἁπλοῦς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν πολλά θαύματα, “ἀλλ’ οὐδέν ἠδύναντο τῆς ἱερωσύνης ποιεῖν, χειροτονίαν ἱερωσύνης μή κεκτημένοι”.
Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψη του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης καταλήγει: “θεμέλιος ἄρα καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ ἀρχιερεύς”. Διότι ὅλα ἐνεργοῦνται διά τοῦ Ἀρχιερέως “χειροτονίαι ἱερατικαί, ἐκ δέ τῶν ἱερέων ὑμῖν ὁ ἁγιασμός· καθιερώσεις ναῶν, ἐν οἷς αἱ προσευχαί ἐνεργοῦνται καί ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων· ἡ τοῦ λύειν καί δεσμεῖν δύναμις, ἐκ γάρ τῶν ἀρχιερέων οἱ τό πνευματικόν λειτούργημα κεκτημένοι καί δι’ αὐτῶν ἐξομολόγησίς τε καί ἄφεσις δίδοται· καί κοινωνία Χριστοῦ, ἱλασμός τε δι’ εὐχῆς ἁγίου ἐλαίου, καί ἐν τῷ τελευτᾷν παράδοσις πρός τόν Θεόν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν”.
Προτρέπει τούς Κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς λαϊκούς νά τιμοῦν τόν Ἀρχιερέα. Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: “Αἰδεῖσθε τοίνυν καί φοβεῖσθε τόν ἀρχιερέα ὑμῶν, ἱερεῖς πάντες καί λαϊκοί καί μονάζοντες, ὡς ὄργανον ὄντα Θεοῦ, ὡς ὑπηρέτην Θεοῦ, ὡς δύναμιν ἔχοντα Θεοῦ, ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀρχηγῷ τῶν ψυχῶν ὑμῶν μετά Θεόν καταστάντι, ὡς θεμελίῳ τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως μετά Χριστόν δεικνυμένῳ, ὡς δοτῆρι τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ”.
Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος θεωρεῖται εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἱερεῖς, λαϊκοί καί μοναχοί πρέπει νά τόν θεωροῦν ἀρχηγό τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτό ὁ Ἀρχιερεύς τίθεται ὑπεράνω τῶν πνευματικῶν πατέρων. Μέσα ἀπό τήν ὀρθόδοξη αὐτή διδασκαλία μποροῦμε νά δοῦμε τίς αἱρετικές ἰδέες πού ἐκκολάπτονται καί καλλιεργοῦνται ὅταν μερικοί Ἡγούμενοι, πού δέν διακρίνονται ἀπό ταπείνωση καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τίθενται ὑπεράνω τῶν Ἐπισκόπων, κατά τόν τρόπο ἐξασκήσεως τῆς πνευματικῆς πατρότητος»[1].
Τό δεύτερο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τά ἐπιλεγόμενα τοῦ κεφαλαίου «Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός καί ἡ ἐκκοσμίκευσή του», στό ὁποῖο ἀνήκει καί ἡ ἑνότητα τοῦ προηγουμένου παραθέματος.
«Στήν εἰσαγωγή εἴχαμε σημειώσει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας, γι’ αὐτό καί οἱ ἱεροί Κανόνες θεωροῦν τόν Ἐπίσκοπο ὀφθαλμό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά καθοδηγῆ καί νά διδάσκη τό ποίμνιό του καί βέβαια τούς μοναχούς, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὥστε νά πορεύωνται τόν δρόμο τῆς σωτηρίας».
Ἀπό τά παραπάνω παραθέματα φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ π.Ἰ.Δ. δέν ἔκανε τόν κόπο νά διαβάση τό βιβλίο στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό δηκτικό σχόλιο τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου, τό ὁποῖο ἀνεπιφύλακτα υἱοθέτησε καί μέ δηκτικότερο λόγο τό ἐπεξέτεινε. Ἐπίσης φαίνεται τό πόσα ὑπερφυῆ γιά τόν Ἐπίσκοπο γράφει ὁ ἅγιος Συμεών, τά ὁποῖα ἀποσιωπᾶ ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, πιθανῶς γιατί θά ἀναγκαζόταν νά παραθέση τό κείμενο τοῦ Ἁγίου, κάτι πού θά δυσχέραινε τήν κριτική του.
Ἄν ὅμως τόν προκάλεσαν οἱ ἐκφράσεις «ἀρχηγός τῆς σωτηρίας» καί «κριτήριο τῆς ἀληθείας», τότε γιατί παρέκαμψε στό σχόλιό του προκλητικότερες –κατά τήν θεολογική του στοιχείωση– ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπως: «θεμέλιος ἄρα καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ ὁ ἀρχιερεύς» καί «αἰδεῖσθε τοίνυν καί φοβεῖσθε τόν ἀρχιερέα ὑμῶν, ἱερεῖς πάντες καί λαϊκοί καί μονάζοντες, ὡς ὄργανον ὄντα Θεοῦ, ὡς ὑπηρέτην Θεοῦ, ὡς δύναμιν ἔχοντα Θεοῦ, ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀρχηγῷ τῶν ψυχῶν ὑμῶν μετά Θεόν καταστάντι, ὡς θεμελίῳ τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως μετά Χριστόν δεικνυμένῳ, ὡς δοτῆρι τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ»;
Μπορεῖ λοιπόν ὁ κ. Ν. Σωτηρόπουλος, μέ τήν θεολογική νοοτροπία πού ἐκφράζει, καί ὁ πιστός ἀκόλουθός του π.Ἰ.Δ., νά δεχθοῦν ἀδιαμαρτύρητα ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι θεμέλιο καί πηγή τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀρχηγός τῶν ψυχῶν μας, θεμέλιο τῆς σωτηρίας καί τῆς πίστεώς μας, παροχέας τῶν παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν;
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου αὐτό πού ἔκανε ἦταν νά συνοψίση τό νόημα τοῦ παραπάνω ἀποσπάσματος ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, καί ἰδιαίτερα τῶν ἐκφράσεων πού χαρακτηρίζουν τόν Ἀρχιερέα θεμέλιο καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀρχηγό «τῶν ψυχῶν ὑμῶν», θεμέλιο «τῆς σωτηρίας ὑμῶν καί πίστεως» καί δοτῆρα «τῶν τε παρόντων καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν» γράφοντας ὅτι «οἱ ἱερεῖς, λαϊκοί καί μοναχοί πρέπει νά τόν θεωροῦν ἀρχηγό τῆς σωτηρίας», «ὡς εἰς τόν θρόνον καθεζόμενον τοῦ Χριστοῦ», «εἰς τύπον καί τόπον» Αὐτοῦ.
Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης γιά ἕναν πιστό πού ζῆ ὀρθόδοξα τόν «θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας», ἔξω δηλαδή ἀπό νομικισμούς καί ἀντινομισμούς, εἶναι ἐκφράσεις πού προσπαθοῦν νά περιγράψουν ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν τήν ὑπερφυῆ δύναμη τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, τοῦ ὁποίου φορέας κατ’ ἐξοχήν εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Ἡ ἱερωσύνη πού φέρει ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἡ Θεία Λειτουργία στήν ὁποία δέν μνημονεύεται ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ τόπου «πάσχει κανονικῶς», δηλαδή οἱ τελετουργοί της παραβαίνουν μέ τήν τέλεσή της θεμελιώδεις Ἱερούς Κανόνες καί ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια λέγεται ἀπό τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «θεμέλιος καί πηγή τοῦ χριστιανισμοῦ». Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στή γῆ, ἀλλά «εἰς τύπον καί τόπον» τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσο γιά τήν ἔκφραση «κριτήριο τῆς ἀληθείας» εἶναι σαφές ἀπό τό κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου ὅτι αὐτό ἀναφέρεται στό δέον, σέ αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ὁ Ἀρχιερέας, ὅπως ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διδασκαλίες τῶν ὁποίων εἶναι «κριτήριο τῆς ἀληθείας» καί ἀπετέλεσαν τήν βάση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιά παράδειγμα θεμέλιο τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ἦταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος, τῆς Β΄ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, τῆς Γ΄ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί οὕτω καθεξῆς. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι διατύπωσαν Ὅρους πίστεως καί κανόνες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί εὐταξίας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
Στόν ἐπίλογό του λοιπόν ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου γράφει ὅτι, ἐφόσον ὁ Ἀρχιερέας εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, «εἶναι ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας», γι’ αὐτό «ὀφείλει νά καθοδηγῆ καί νά διδάσκη τό ποίμνιό του καί βέβαια τούς μοναχούς, βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως».
Τό πρῶτο πού πρέπει νά ἐπισημανθῆ εἶναι ὅτι ὁ Ἀρχιερέας ὡς «κριτήριο τῆς ἀληθείας» δέν εἶναι μιά αὐθαίρετη ἀρχή. Δέν διδάσκει ὅ,τι αὐτός νομίζει, ἀλλά στηρίζεται στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, στήν ὁποία εἶναι ἐνταγμένος καί τήν ὁποία ἔχει ἀφομοιώσει.
Δεύτερον, οἱ ἐκφράσεις «ἐκεῖνος πού θά ὁμιλῆ... καί θά εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας» καί «ὀφείλει νά καθοδηγῆ...» δέν σημαίνουν ὅτι ὁ κάθε Ἐπίσκοπος «ὁμιλεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας» ἤ ὅτι «καθοδηγεῖ καί διδάσκει τό ποίμνιό του βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως». Γιά νά ἐνεργῆ ἀποτελεσματικά ὅλα τά παραπάνω ὁ Ἀρχιερέας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἐπαναδιατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ἐκτός ἀπό τήν μυστηριακή πρέπει νά ἔχη καί τήν «πνευματική ἱερωσύνη», δηλαδή, μέ τήν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ νά ἔχη διέλθει ἀπό τό στάδιο τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς καί νά βρίσκεται –τό «μετριότατον»– στόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ἄν καί τό δέον εἶναι νά ἔχη φθάσει στήν θέωση. Ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποστολική καί πατερική προϋπόθεση τῆς ἀρχιερωσύνης καί εἶναι αὐτή πού καθιστᾶ τόν Ἀρχιερέα «κριτήριο τῆς ἀληθείας». Ὅλα αὐτά ἀναλύονται διεξοδικά στό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία, τά νοήματα τοῦ ὁποίου ὅμως μετά ζήλου –εἴθε οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν– ἀντιμάχεται ὁ π.Ἰ.Δ..
Εἶναι φανερό ὅτι τά περί καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, ὡς τοῦ κυρίου περιεχομένου τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀλλά καί ὡς προϋποθέσεων τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἔξω ἀπό τά θεολογικά πλαίσια τοῦ κ. Ν. Σωτηρόπουλου καί τοῦ π.Ἰ.Δ. κι αὐτό εἶναι κάτι πού δυσχεραίνει πολύ τήν ἀπό μέρους τους κατανόηση ἁπλῶν πραγμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί θεσμοθεσίας.
Παρά ταῦτα θά κάνουμε ὁρισμένες ἐπιπλέον σύντομες παρατηρήσεις, ὥστε νά φανῆ ἀκόμη καθαρότερα ἡ παρερμηνεία τοῦ κειμένου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου ἀπό τόν κ. Ν. Σωτηρόπουλο καί τόν π.Ἰ.Δ., ἀλλά καί τό ἀντορθόδοξο πνεῦμα πού βρίσκεται στήν βάση τῆς παρερμηνείας.
1. Εἶναι σαφές ὅτι ὁ λόγος στά παραπάνω παραθέματα ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός...» ἀναφέρονται στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρουν οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὄχι στήν προσωπική ἀξία τῶν Ἀρχιερέων. Μιλοῦν μάλιστα γιά ἐνεργοῦσα ἀρχιερωσύνη. Γιά ἀρχιερωσύνη, δηλαδή, πού δέν «κωλύεται» ἀπό κανονικά παραπτώματα πού τήν καθιστοῦν ἀνενεργό. Ἡ ἐνεργός ἀρχιερατική χάρη εἶναι αὐτή πού συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ αὐτήν γίνονται οἱ χειροτονίες τῶν Ἱερέων, οἱ καθιερώσεις τῶν Ἱερῶν Ναῶν, ἀπό αὐτήν δίνεται τό χάρισμα τοῦ δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτήματα καί ἡ δυνατότητα τῆς τελέσεως ὅλων τῶν μυστηρίων. Τονίζεται μάλιστα στό κείμενο ἐμφαντικά ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται, διότι «ἡ ἱερωσύνη τήν ὁποία ἔχουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι ἔργον ἀνθρωπίνης ἀρετῆς», γι’ αὐτό ἄλλωστε «εἶναι ἡ ἴδια τόσο στούς Ἀποστόλους ὅσο καί στούς Ἱεράρχες». Ὁ Χριστός ἐνεργεῖ διαρκῶς τά πάντα στήν Ἐκκλησία Του. Εἶναι σαφέστατο στό κείμενο ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ τούς φορεῖς της μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός γι’ αὐτήν. Εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκώλυτη ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καθιστᾶ τούς φορεῖς του «ἀρχηγούς τῆς σωτηρίας» καί «κριτήρια τῆς ἀληθείας».
2. Ἡ γνώση τῆς μεγάλης δυνάμεως τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος καί ἡ βίωση τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι τό μυστήριο τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, συντρίβει τήν ὀρθόδοξη συνείδηση τοῦ φορέα της, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν διαχείρηση ἑνός ὑπέρλογου ξένου πλούτου. Ἄν δέν ὑπάρχη ἡ πίστη καί ἡ γνώση ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη πού φέρουν οἱ Ἀρχιερεῖς εἶναι πραγματικά, ὀντολογικά καί ὄχι συμβολικά ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, τότε εἶναι εὔκολο νά μεταβληθῆ σέ αὐθαίρετη ἀρχή παπικῆς μορφῆς ἤ σέ ἐξουσία κοσμικοῦ χαρακτήρα.
3. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης πού παραθέτει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, ὁ Ἀρχιερέας ἔχει κατασταθῆ ἀρχηγός τῶν ψυχῶν μας «μετά Θεόν» καί ἐν Θεῷ καί ἔχει ἀναδειχθῆ θεμέλιο τῆς σωτηρίας καί τῆς πίστεώς μας πάλι «μετά Χριστόν» καί ἐν Χριστῷ. Ἐπίσης παρέχει τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά ὄχι ἀπό τόν ἑαυτό του ἤ μέ τίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά «διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ». Δέν εἶναι πρίν ἤ πάνω ἀπό τόν Χριστό. Οὔτε, ὅπως ὁ Πάπας, ἐκπροσωπεῖ τόν Χριστό στόν κόσμο, ἀποκλείοντας τόν Χριστό στούς οὐρανούς. Μέσῳ τοῦ Ἀρχιερέως ἐνεργεῖ ὁ Χριστός.
Ὁπότε δέν τίθεται θέμα ἰσοκυρίας μεταξύ Χριστοῦ καί Ἀρχιερέως ἤ Ἐκκλησίας καί Ἀρχιερέως, ὅπως νομίζει –ἐκφραζόμενος σκωπτικά– ὁ π.Ἰ.Δ.. Ὁ Ἀρχιερέας ὡς ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας. Ἡ ἀρχιερωσύνη ὅμως τοῦ Χριστοῦ τήν ὁποία φέρει συνιστᾶ τήν Ἐκκλησία, ἔξω ἀπό τήν ὁποία δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἡ δύναμη τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος εἶναι τελείως ξένη πρός κάθε κοσμική ἐξουσιαστικότητα, ἀλλά καί κάθε μαγική θρησκευτικότητα. Εἶναι σταυρική διακονία τοῦ λαοῦ, στήν ὁποία μετέχει κανείς ἐλεύθερα, ἀλλά ὄχι καί χωρίς προϋποθέσεις. Ὅποιος ἀντιπαραθέτει τήν ἀρχιερατική χάρη μέ τόν Χριστό ἤ μέ τήν Ἐκκλησία δείχνει ὅτι διακατέχεται ἀπό προτεσταντική νοοτροπία καί ὅτι ἀντιδρᾶ σέ ἕνα παπικῆς μορφῆς εἴδωλο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποίο ἔχει ἑδραιωμένο μέσα του.
4. Ὅσοι δέν κατανοοῦν τήν μυστηριακή ἀξία καί δύναμη τῆς ἀρχιερωσύνης ἔχουν λανθασμένη ἄποψη γιά τόν «θεσμό τῆς Ἐκκλησίας». Δέν ἔχουν στό νοῦ τους τήν μυστηριακή συγκρότηση τοῦ σώματός της, δέν τήν θεωροῦν Θεανθρώπινο Ὀργανισμό, ἀλλά τήν ἀντιλαμβάνονται σάν μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση πιστῶν παπικῆς ἤ προτεσταντικῆς ἐμπνεύσεως. Γι’ αὐτό δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό πῶς ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἐνεργῆ ἀκωλύτως καί ἀναλλοιώτως μέσῳ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἔλαβαν τήν χειροτονία, μέ τίς προϋποθέσεις φυσικά πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες.
Ἡ διαφορά μεταξύ ὀργανισμοῦ καί ὀργανώσεως εἶναι σημαντικότατη γιά τήν ὀρθή θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά τήν κατανόηση τῶν ἐκκλησιολογικῶν προϋποθέσεων αὐτῶν πού κρίνουν τίς ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης.
Ὁ ὀργανισμός χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ζωή. Στήν ὀργάνωση προηγεῖται ἡ νομική συγκρότηση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, γιατί εἶναι τό ἕνα καί ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ Σώματος ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν μυστηριακή συγκρότησή του, ἡ ὁποία ἔχει ὡς θεμέλιο τήν μεταδιδομένη ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως μυστήριο πού πηγάζει ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νομική συγκρότησή της ἕπεται.
Στόν παπισμό ὁ ὁποῖος ἔχει κεφαλή τόν Πάπα, ὡς ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι ὡς φορέα τοῦ μυστηρίου τῆς αἰσθητῆς παρουσίας Του στόν κόσμο, προηγεῖται ἡ νομική συγκρότηση, ὁ νεκρός νόμος, γι’ αὐτό καί τά μυστήριά του θεωροῦνται ὡς δικανικά μέσα προσκτήσεως τῆς κτιστῆς χάριτος. Δέν μιλοῦν οἱ παπικοί γιά ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἡ «Ἐκκλησία» τους ὀργανισμός πού ζῆ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει τά χαρακτηριστικά ἀνθρώπινης ὀργάνωσης, μέ ἀπολυταρχική νοοτροπία, στήν ὁποία ἀντέδρασαν οἱ προτεστάντες δημιουργώντας ἄλλες ἀνθρώπινες ὀργανώσεις.[2]
Ὅσοι λοιπόν ἀμφισβητοῦν τήν δύναμη τῆς ἀρχιερωσύνης, ὅπως τήν ζοῦν τά «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας» καί τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, φανερώνουν τόν ἐγκλωβισμό τους σέ προτεσταντικές νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες τούς ἐξωθοῦν στήν καταπολέμηση τοῦ καταπιεστικοῦ εἰδώλου τοῦ παπισμοῦ καί ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει. Βλέπουν τόν «θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» κάτω ἀπό παραμορφωτικά ἀντορθόδοξα πρίσματα, τά ὁποῖα στρεβλώνουν ἀκόμη περισσότερο τά πράγματα, ὅταν ἡ ὅραση τῶν ἀμφισβητιῶν ρυθμίζεται ἀπό προκαταλήψεις καί σκοπιμότητες.
[1]. Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός... σ. 487-489.
[2]. Βλέπε σχετικά Μητρ. Ναυπάκτου: Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα, σ. 195, ὅπου καί σημαντικές παρατηρήσεις τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη.
Read more: http://www.egolpion.com/diwtis_10.el.aspx#ixzz3YLaYeB2k
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου