Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ ιβ΄περί Ακτίστου Φωτός



Ως θεμέλιον της χριστιανικής ζωής κείται το γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού. Εν τη σαρκί ημών, τη υπ’ Αυτού κτισθείση, εφανέρωσεν Ούτος εις ημάς την άναρχον τελειότητα Αυτού. }235}
Προ της Άνωθεν όμως ελλάμψεως, παραμένοντες εν τω σκότει της αγνοίας, διερχόμεθα μετά καταθλιπτικής απορίας την οδυνηράν οδόν της αυξήσεως ημών εν τω Είναι: Δια ποίον λόγον ήτο αναγκαία η πολύπλοκος αύτη διαδικασία δια την «εκ του μηδενός» δημιουργίαν των υιών του Θεού, τουτέστιν η γέννησις του πνεύματος ημών εν σώματι αποτελουμένω εκ των στοιχείων της γης; Πώς είναι δυνατόν να συζευχθή το πνεύμα, το ομοίωμα τούτο του Απολύτου, μετά της γης; Το πνεύμα ημών συσφίγγεται ως εν μαγγάνω: Είναι αθάνατον κατά την φύσιν αυτού, το δε σώμα ημών υπόκειται εις την αποσύνθεσιν και τον θάνατον. Ως εκ τούτου άρχεται έντονος πάλη: Το πνεύμα ορμά προς τον Θεόν, θέλει να ίδη και το σώμα αυτού άφθαρτον και ικανόν να ακολουθήση αυτό εις την ανάβασιν. Το σώμα όμως έλκειται προς τα κάτω, προς την γην «εξ ής ελήφθη», και μεταδίδει εις το πνεύμα την θνητότητα αυτού. }236}
… δυσωπούμεν Αυτόν (τον Θεόν) να θεραπεύση ημάς εκ του πλήξαντος ημάς θανάτου. Είμαθα έτοιμοι να διαρρήξωμεν τον στενόν κλοιόν της ατομικής ημών θελήσεως και να παραδοθώμεν εν πάσιν εις το άγιον και τέλειον Αυτού θέλημα. Ω, πόσον επώδυνος είναι η άσκησις αύτη, ιδιαιτέρως εν τη αρχή, αλλά εν αυτή δίδεται εις ημάς η δυνατότης να ενταχθώμεν εις το ρεύμα της αιωνιότητος Αυτού! Ελπίζοντες επί τον Θεόν κατά τας ώρας του κινδύνου, έχοντες το πνεύμα προσηλωμένον προς Αυτόν, θα δυνηθώμεν και ημείς να αισθανθώμεν εν ημίν την επαφήν της αθανάτου Αυτού πνοής. Το μέγα τούτο δώρον έρχεται δια της ταπεινής, αλλά πυρίνης μετανοίας. Παράδοξον θαύμα: Όσον εναργέστερον βλέπω τον Θεόν, τοσούτον φλογερωτέρα γίνεται η μετάνοιά μου, διότι τότε συνειδητοποιώ σαφέστερον την αναξιότητά μου, διότι τότε συνειδητοποιώ σαφέστερον την αναξιότητά μου ενώπιον Αυτού. Και το θαύμα τούτο επαναλαμβάνεται απαραλλάκτως ανά τους αιώνας. }239}
… ό,τι πρότερον έζη (ο απόστολος Παύλος) ως φως και δικαιοσύνην Θεού, παρουσιάσθη εις την πνευματικήν αυτού όρασιν ως σκοτία και έχθρα εναντίον του Θεού. Και μετ’ οξέος πόνου ωμολόγησεν εαυτόν αμαρτωλόν πλείον πάντων: }240}
Η θέα της ατελευτήτου αγιότητος του ταπεινού Θεού αφ’ ενός, και η συναίσθησις του εν ημίν ζώντος εωσφορικού σκότους αφ’ ετέρου, οδηγούν τον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε όλη η ύπαρξις αυτού συνθλίβεται εκ της ακράτου οδυνηράς ορμής προς τον Άγιον Θεόν. Εν ταυτώ κατέχεται υπό ισχυράς προς εαυτόν αποστροφής, και βαθύς κλαυθμός κυριεύει της ψυχής. Ο πόνος ούτος είναι πνευματικός, μεταφυσικός, αφόρητος. Ο πόθος προς συγχώρησιν-συμφιλίωσιν μετά του Θεού ομοιάζει προς θανατηφόρον δίψαν. Τούτο δυσκόλως ερμηνεύεται εις τους μη έχοντας πείραν. Ο κλαυθμός ούτος κατά την φύσιν αυτού είναι φαινόμενον εντελώς διάφορον του ψυχικού κλαυθμού, όστις συνδέεται μετά συμφορών εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής.
… ο γήινος }241} ούτος κόσμος περιέρχεται εις λήθην· και αυτό τούτο το σώμα παύει πλέον να είναι αισθητόν. Οι Πατέρες ημών ωνόμασαν την κατάστασιν ταύτην «άδην μετανοίας». Δι’ αυτής γινόμεθα όμοιοι προς τον Χριστόν, τον κατελθόντα εις τον Αυτού «άδην της Αγάπης». Όσον βαρεία και εάν φαίνηται αύτη «βάσανος του Αδάμ», όσον μεγάλα και εάν είναι τα παθήματα, συνοδεύονται εν τούτοις υπό της χαράς της κλήσεως του Θεού και του Φωτός της νέας ζωής.
Οι Πατέρες ημών, δια της δωρεάς της χάριτος εν τη αιωνοβίω πείρα ήτις επαναλαμβάνεται από γενεάς εις γενεάν, βεβαιούν κατηγορηματικώς ότι δεν υπάρχει άλλη οδός προς τον Πατέρα των φώτων. Η χάρις της τοιαύτης μετανοίας εδόθη εις τον κόσμον δια της εν Γεθσημανή προσευχής, δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού επί του Γολγοθά και δια της Αναστάσεως Αυτού.
Δεν είναι ακίνδυνον να ομιλή τις ανεπιφυλάκτως περί του θέματος τούτου μεταξύ των απίστων, επειδή δεν είναι ούτοι ικανοί να συλλάβουν την ουσίαν αυτού, ως ώφειλον. Οι «ψυχικοί» άνθρωποι αναποφεύκτως θα εκλάβουν τον λόγον τούτον κατά τρόπον εσφαλμένον, ανταποκρινόμενον εις την κατάστασιν αυτών (ΜΟΡΦΗ ΖΩΗΣ). }242}
Κατά τους χρόνους της ωρίμου νεότητος συνέβαινε ενίοτε, εν καταστάσει εντόνου στοχασμού περί των μυστηρίων του Είναι, να αισθάνωμαι-να βλέπω την διανοητικήν μου ενέργειαν ομοίαν προς φως. Ο κόσμος των νοερών διαλογισμών είναι φωτεινός κατά ιδιάζοντα τρόπον. Αλλά και ο νους ημών είναι ωσαύτως «εικών του Νοός του Πρώτου», όστις είναι Φως. Όταν η διάνοια συγκεντρωθή επί των μεταφυσικών προβλημάτων, είναι δυνατόν να απολέση την αντίληψιν του χρόνου και του υλικού χώρου, να εξέλθη, τρόπον τινα, των ορίων αυτών. Εν τοιαύτη ακριβώς καταστάσει είδον τον νουν μου ως φως. Αυτού του είδους η κατάστασις είναι φυσικώς προσιτή εις τον άνθρωπον. (ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ) }243}
Έτυχε να βιώσω είδη τινά φωτός και φώτων: το «φως» της καλλιτεχνικής εμπνεύσεως, όπερ προκαλείται υπό της ωραιότητος του ορατού κόσμου· το «φως» του φιλοσοφικού στοχασμού, όπερ ανάγεται εις μυστικήν θεωρίαν· ας προσθέσωμεν εις αυτά και το «φως» της επιστημονικής γνώσεως, όπερ έχει πάντοτε και αναποφεύκτως σχετικήν αξίαν. Επειράσθην ωσαύτως υπό φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ’ ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν τω οποίω εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της Άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας.
Η Εκκλησία είναι τεθεμελιωμένη επί την πέτραν της ομολογίας της Θεότητος του Ιησού Χριστού. }244}
Το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού κατέχει κεντρικήν θέσιν εν όλη τη ιστορία του γένους ημών και εν πάση τη κτίσει. Το γεγονός τούτο ανατρέπει πάσαν ανθρωπίνην απόπειραν γνώσεως της Ανάρχου Αρχής τη βοηθεία δυνάμεων προερχομένων εκ των κάτω, όσον και εάν αύται φαίνωνται ενίοτε ότι φέρουν πνοήν μεγαλοφυίας. Νυν εδιδάχθημεν ότι δεν πρέπει να αποδίδωμεν εις τον Θεόν τα αποκυήματα της γηίνης διανοίας ημών και της νοσηράς φαντασίας. Πάσαι αι ιδέαι ημών, πάσα αναγνώρισις ή απόρριψις ημών, ουδόλως δύνανται να αλλοιώσουν τον Θεόν εν τω ανάρχω Αυτού Είναι. Όταν αγωνιζώμεθα να γνωρίσωμεν την αλήθειαν, οφείλομεν να απαντήσωμεν εις το ερώτημα: Είμεθα άρα γε διατεθειμμένοι να δεχθώμεν ως αλήθειαν Εκείνο ή Εκείνον, Όστις ή Ό,τι αποτελεί όντως το Πρωταρχικόν Είναι, την Αρχήν παντός υπαρκτού, ανεξαρτήτως εάν τούτο συμπίπτη ή ουχί μετά των ιδεών ημών, ή αποκλείομεν εκ των προτέρων παν ό,τι δεν ανταποκρίνεται εις την περί «Αληθείας» αντίληψιν ή εις τας επιθυμίας ημών; }245}
Τα προστάγματα Αυτού προς ημάς είναι τελείως ανέφικτα·
Επίστευσα εις Αυτόν ολοτελώς. Και τούτο ουχί διότι Εκείνος προσηρμόσθη εις τον ιδικόν μου τρόπον σκέψεως, ή διότι αι εντολαί Αυτού εφάνησαν εις εμέ εύκολοι· ή διότι εδέχθην επιπολαίως να εξομοιωθώ προς Αυτόν εν τοις παθήμασιν. Ουχί. … Εις το πλέον ενδόμυχον βάθος της καρδίας μου ηγέρθη μυστηριώδες τι, οικείον εν τούτοις εμοί εκ της τρυφεράς παιδικής μου ηλικίας. Η διαδικασία αύτη ήτο ιδιόμορφος: Άλλοτε ελάμβανε μορφήν βραδείας και οδυνηράς πορείας, άλλοτε δε δι’ αιφνιδίων αναλαμπών εχώριζεν εμέ από παντός, ό,τι δεν ήτο Εκείνος. Υποθέτω ότι τούτο δεν ήτο άλλο τι, ει μη η Αυτό-αποκάλυψις του Θεού εντός του πνεύματός μου.
«Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ο Πατήρ ο }246} πέμψας Με ελκύση αυτόν …» … Όπως και εάν είχε το πράγμα, ότε αδιστάκτως επίστευσα εις την Θεότητα του Χριστού, περιέλαμψεν εμέ Φως ουχί εκ του κόσμου τούτου. … Πρώτον επίστευσα δια ζώσης πίστεως και κατόπιν απεκαλύφθη εις εμέ το Φως. … τολμώ να είπω ότι η όρασις τυ ακτίστου Φωτός συνδέεται αρρήκτως μετά της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού. Ουχί δε μόνον συνδέεται, αλλά και κατά παράδοξον τρόπον εξαρτάται το έν εκ του άλλου. … Το Φως τούτο μαρτυρεί περί της Θεότητος του Χριστού, διότι είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν τον Θεόν εν τω Φωτί εκείνω περί του οποίου γίνεται λόγος. Αι ενέργειαι αυτού είναι απερίγραπτοι· }247} εν αυτώ η αιωνιότης, εν αυτώ και η ανεκλάλητος μακαριότης της αγάπης. Εν αυτώ το πνεύμα ημών βλέπει απεράντους ορίζοντας. Και ουχί αιφνιδίως, αλλά βαθμηδόν, το πνεύμα ανακαλύπτει συνεχώς και νέα βάθη εν εκείνω τω φωτοφόρω ρήγματι του Ουρανού, «ου εστίν ο Θεός».
Κατ’ ουσίαν ο Θεός παραμένει πάντοτε ο αυτός εν πάση φανερώσει Αυτού εις τον άνθρωπον, ημείς όμως δεν δεχόμεθα Αυτόν κατά τον οφειλόμενον τρόπον. Δεν δυνάμεθα να προσλάβωμεν Αυτόν εις το απόλυτον πλήρωμα Αυτού εντός των ορίων της γης, εν τούτοις όμως «βλέπομεν» Αυτόν, έστω και «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Και το «έσοπτρον» τούτο δεν είναι πάντοτε εις τον αυτόν βαθμόν «αινιγματώδες». Εξαρτάται εκ του μέτρου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, …
Η αποδοχή της αληθείας συντελείται μόνον εν ελευθερία. Ουδείς και ουδέν δύναται να επιβάλη αυτήν εις τον άνθρωπον-πρόσωπον. Να άρη δε τις ταύτην δια της βίας είναι αδύνατον. }248}
Η ένωσις μετ’ Αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας. Ο Ευαγγελικός λόγος δια της εν αυτώ παραμονής γίνεται διαφανής ως κρύσταλλος και αφομοιούται υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να κατέχωμεν αυτόν, ως κατέχομεν την μητρικήν ημών γλώσσαν.
Όταν ο Ευαγγελικός λόγος ουδόλως εφαρμόζηται εν τη πράξει της ζωής ημών, τότε παραμένει κατά την αιωνίαν αυτού φύσιν ακατανόητος υπό του ανθρώπου και αποβαίνει αδιαφανές τι προπέτασμα ανά μέσον του Θεού και ημών.
Δεν επιτυγχάνομεν το πλήρωμα της τελειότητος του Χριστού· ως εκ τούτου όλαι αι κρίσεις ημών περί Αυτού παραμένουν ατελείς. }249}
… ο Δημιουργός του κόσμου … συγκατέβη μέχρις ημών και υπέδειξεν εις ημάς τας οδούς προς απόκτησιν της αιωνιότητος Αυτού· εφανέρωσε εις ημάς το μυστήριον του θανάτου, τουτέστι της αμαρτίας· απεκάλυψεν εις ημάς το νόημα του είναι, την αγάπην.
Εάν δια του όρου «άσκησις» εννοώμεν τον εκούσιον αγώνα προς υπερνίκησιν εκείνων ή των άλλων εμπαθών τάσεων ημών, τότε εν τη αυθεντικώς χαρισματική ζωή άσκησις δεν υπάρχει. Η έλευσις εν ημίν της Θείας δυνάμεως έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν πάσαι αι εκδηλώσεις της ζωής ημών θετικόν χαρακτήρα, ελεύθερον εσωτερικών αντιφάσεων.
«όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τοσούτον μεγαλυτέρα η οδύνη της ψυχής» (άγιος Σιλουανός) }250}
Πάσαι αι εμφανίσεις (του ακτίστου Φωτός) συγκλίνουν εις έν: εις την Αποκάλυψιν της Θεότητος του Ιησού Χριστού. }251}
Η πτώσις του ανθρώπου ήτο βαρεία, ουχί όμως και απόλυτος. Ένεκα τούτου υπάρχει δυνατότης μετανοίας και σωτηρίας. … δεν υπάρχει άνθρωπος εντελώς ξένος του Φωτός.
Είναι γνωστόν ότι όστις ομιλεί πρεπόντως περί Θεού λαμβάνει χάριν, εκείνος όμως όστις κηρύττει ψευδή κρημνίζεται εις την άβυσσον του σκότους. }252}
Ο Θεός ημών είναι ο Βασιλεύς της ταπεινής αγάπης.
Η μακραίωνη πείρα του Χριστιανισμού έδειξεν ότι, ευθύς ως ο άνθρωπος αισθανθή μετ’ οδυνηράς πικρίας απέχθειαν δια την εωσφορικήν αυτού αξίωσιν να υπερέχη των άλλων και αποστραφή το σκοτεινόν τούτο πνεύμα, η καρδία αυτού εισάγεται εις σφαίραν ελευθερίας, αγνώστου έως τότε, και το Θείον Φως φέρει αυτόν εις μακαρίαν εξάντλησιν εκ της θεωρίας της Θείας αγαθότητος. }253}
Ο άνθρωπος ως εικών του Απολύτου έλκεται κατά φυσικόν τρόπον προς την Αρχήν πασών των αρχών, το Πρωταρχικόν Όν. Εν τούτοις η πορεία αύτη άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα κατώτατα βάθη. … Αύτη ακριβώς είναι η οδός ημών μετά την πτώσιν, και δεν υπάρχει άλλη. Δια της αυτομεμψίας καταβαίνομεν εις ζοφώδη χάσματα, διότι, αφ’ ής στιγμής εν Χριστώ και δι’ Αυτού αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει προαιωνίως εν τω δημιουργικώ νοΐ του Θεού, κατανοούμεν την άβυσσον του σκοτασμού ημών. Ως η αστραπή φωτίζει την νύκτα, όταν δε αύτη σβεσθή, το σκότος γίνεται πλέον αδιαπέραστον, κατά τον ίδιον τρόπον η εμφάνισις του Φωτός της Θεότητος επιτρέπει να ίδωμεν το εν ημίν σκότος όμοιον προς συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας. }254}
Ούτω γεννάται εν ημίν η μετάνοια. Εν αρχή συνοδεύεται αύτη υπό βαθείας λύπης. Ύστερον δε μεταβαλλομένη κατά την έντασιν και την μορφήν αυτής, δεν εγκαταλείπει πλέον ημάς. Επί της γης η μετάνοια δεν γνωρίζει τέλος. Το τέλος αυτής θα εσήμαινε την τελείωσιν της θεώσεως ημών δια της πλήρους ομοιώσεως προς τον Αναληφθέντα Χριστόν.
Κατά καιρούς η ορμή της μετανοίας καταβροχθίζει το παν. Εν τω νοί και τη καρδία ουδέν άλλο υπάρχει, ει μη η πάσχουσα συνείδησις: «Είμαι αιχμάλωτος του πονηρού σκότους». Και ιδού, απροσδοκήτως το Φως του ακτίστου Ηλίου … εισδύει εις την σκοτεινήν φυλακήν της ψυχής. Τούτο εναγκαλίζεται εν αγάπη τον νουν και την καρδίαν ημών. }255}
Ότε κατά την Άνωθεν δωρεάν ηξιώθην να ίδω το άκτιστον Φως της Θεότητος, τότε εις τον κυανούν ουρανόν του «κυανού πλανήτου» ημών μετά χαράς ανεγνώρισα το σύμβολον της ακτινοβολίας της υπερκοσμίου δόξης. Η λάμψις αύτη πληροί τα πάντα, όλας τας αβύσσους του σύμπαντος (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), παραμένουσα αναλλοιώτως ασύλληπτος και απρόσιτος εις τα κτίσματα. Το κυανούν είναι το χρώμα του επέκεινα, της υπερβατικότητος. Πολλοί επί της γης εδέχθησαν την μακαριότητα της θέας του θαυμαστού τούτου Φωτός. }256}
Η φύσις του Φωτός τούτου είναι μυστηριώδης. Ακατάληπτον, αόρατον, ενίοτε γίνεται ορατόν και δι’ αυτών εισέτι των σωματικών οφθαλμών. Ιλαρόν και τρυφερόν, … Καίτοι είναι πράον, εν τούτοις είναι ισχυρότερον παντός ό,τι περιβάλλει ημάς. Περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατά παράδοξον τρόπον εκ των έξω· βλέπομεν τούτο, αλλ’ η προσοχή στρέφεται εις τα ενδότερα του έσω ανθρώπου, εις την καρδίαν την φλεγομένην υπό της αγάπης, αγάπης άλλοτε ευσπλάγχνου και άλλοτε ευγνώμονος. Δύναται να συμβή ώστε να μη αισθάνεται τις την υλικότητα, ούτε την εαυτού ούτε την του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), και βλέπει εαυτόν ως φως.
Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. }257} … Ο άνθρωπος γίνεται τρόπον τινά «ουδείς»: Δεν ίσταται επί της οδού των αδελφών αυτού· ουδεμίαν θέσιν επιδιώκει δι’ εαυτόν εν τω κόσμω τούτω. Το Φως τούτο είναι καθ’ εαυτό η ακήρατος ζωή, πεπληρωμένη υπό της ειρήνης της αγάπης. Δίδει εις το πνεύμα ημών την γνώσιν ενός άλλου, απεριγράπτου Είναι· ο νους σιγά καθιστάμενος υπεράνω της διανοήσεως εξ αιτίας αυτού τούτου του γεγονότος της εισόδου αυτού εις νέαν μορφήν ζωής. Το Φως;τούτο είναι ελαφρόν, λεπτότερον παντός ό,τι γνωρίζει η γη, απεργάζεται δε την ψυχήν άτρωτον και απρόσβλητον από παντός ό,τι συνέθλιβεν αυτήν πρότερον. Ο θάνατος τρέπεται εις φυγήν ενώπιον Αυτού»
Σωστική δύναμις περικλείεται εντός της ανενδοιάστου πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν. }258}
Το Φως τούτο, φυσικόν ιδίωμα του «Πατρός των φώτων» αναγεννά και εισέτι ανα-δημιουργεί ημάς. }259}
Όταν περιβάλλη ημάς το ανονόμαστον και απαραβίαστον κατά την φύσιν αυτού Φως και εισδύη εις την ψυχήν ημών, τότε και ημείς γινόμεθα τρόπον τινάξ άχρονοι. … Η αγάπη συνενοί ημάς εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. }260}
Κατά παράδοξον τρόπον «η διήγησις», η μαρτυρία περί του Φωτός της Θείας αγάπης, διεγείρει εν ταις καρδίαις }261} πλείστων ανθρώπων την αντιπάθειαν. }262}
Η προσευχή αύτη συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό «εκ της γεύσεως», ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό.
Το Φως όπερ εμφανίζεται εις τον άνθρωπον δια της εις Χριστόν πίστεως, μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού του Χριστού. … Δια της εμπειρίας ταύτης γνωρίζομεν το ομοούσιον των Τριών. Προσευχόμενοι εις αυτόν τον Θεόν, βιούμεν το έν είναι των Τριών. Εν αυτή ταύτη τη ενότητι ζώμεν όμως και }263} τας διακρίσεις: Άλλον χαρακτήρα φέρει η αναφορά μου προς τον Πατέρα, άλλως προσεύχομαι εις το Πνεύμα το Άγιον και κατά διάφορον τρόπον απευθύνομαι εις τον Χριστόν. Μεθ’ ενός εκάστου συνδέεται ιδιαίτερον τι πνευματικόν αίσθημα, ουδαμώς θραύον την Ενότητα του Είναι. Η σχέσις ημών προς εκάστην υπόστασιν της Αγίας Τριάδος διαφέρει κατά τινας αποχρώσεις.
Ενίοτε το Θείον Φως οράται δια τοιούτου τρόπου ώστε ο άνθρωπος ουδόλως πλέον αντιλαμβάνεται τι των αισθητών.
Συχνότερον συμβαίνει να διατηρήται η φυσική όρασις της υλικής πραγματικότητος· εν παρομοία καταστάσει ο άνθρωπος δύναται να έχη ανοικτούς τους οφθαλμούς και να βλέπη συγχρόνως δύο φώτα: το φυσικόν και το Θείον. Το τοιούτον φαινόμενον έχουν υπ’ όψιν οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί της οράσεως του ακτίστου Φωτός δια των φυσικώ οφθαλμών. Όντως ορώνται δύο φώτα, αλλ’ ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Το άκτιστον }264} Φως, κατά την φύσιν αυτού είναι διάφορον και η θεωρία αυτού δεν είναι ομοία προς την φυσικήν όρασιν. Κατ’αυτήν το φως προκαλεί τον γνωστόν ερεθισμόν του οπτικού νεύρου και ακολουθεί ύστερον η ψυχοσωματική διαδικασία της οράσεως, ήτις δεν προξενεί εν ημίν πνευματικήν αντίδρασιν. Άλλως συμβαίνει μετά του Θείου Φωτός. Η έλευσις αυτού συνδέεται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας καταστάσεως χάριτος, αισθητής εις την καρδίαν, τον νουν, έτι και εις το σώμα. Αόρατον κατά την φύσιν αυτού γίνεται ανερμηνεύτως ορατόν.
… εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της θεωρίας ουδεμία διαδικασία σκέψεως γίνεται αντιληπτή, τουτέστιν ουδεμία εμφάνισις εννοιών ή παραστάσεων εν τω νοί … όμως μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως·(265}
Όταν το Φως τούτο έρχηται εν δυνάμει τότε ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Ποιητής παντός υπαρκτού. … Ο άνθρωπος γίνεται όμοιος προς τον Θεόν. Η ομοίωσις είναι κατά το περιεχόμενον και ουχί κατά το Άναρχον του Αυτο-Είναι. }266}
… ως το πλήρωμα της Θείας ζωής μετεδόθη εις τον Άνθρωπον-Χριστόν, ούτω το αυτό πλήρωμα μεταδίδεται και εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ. … «Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ωσιν έν καθώς Ημείς έν εσμέν» }267}
Πολλάκις ανέφερον ότι παρόμοιαι διάνοιαι εν καταστάσει εντόνου αυτοσυγκεντρώσεως αισθάνονται εαυτάς ως φως· ασαφές μεν, αλλά φως. Και εάν η διάνοια εκλάβη εαυτήν ως την υψίστην εκδήλωσιν του ανθρώπου και παραδοθή εις αφηρημένας αναβάσεις προς το Απόλυτον Είναι, άνευ της καρδιακής αγάπης, τότε είς τινας περιπτώσεις δύναται να φθάση μέχρι εωσφορισμού· εωσφορισμού συνοδευομένου υπό του ανθρωποκτόνου αυτού ψυχρού φωτός και της αμειλίκτου καταφρονήσεως των παθημάτων εκατομμυρίων ανθρώπων. }268}
Ο νους ημών εκτίσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Νοός του Πρώτου, του Θεού. Το φως είναι ίδιον του νοός ημών, διότι εδημιουργήθη κατ’ εικόνα Εκείνου, Όστις είναι το άναρχον Φως. … ο άνθρωπος διατρέχει τον κίνδυνον να εκλάβη το φυσικόν τούτο φως του κτιστού νοός ως Άκτιστον, Θείον. Εν καταστάσει τοιούτων αποκλίσεων ο ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, απομακρύνουν όμως αυτόν εκ της αυθεντικώς υπαρχούσης αιωνιότητος.
Είναι δυνατόν ο χριστιανός διαμένων υπαρκτικώς εν τη σφαίρα του Ακτίστου Φωτός, να μη κατανοή εισέτι τί είναι το Φως τούτο. … Η γνώσις του Θεού, η οντολογική γνώσις, συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ελεύσεως του Θεού εντός του ανθρώπου. }269}
Είναι απαραίτητος η επιβεβαίωσις άλλου προσώπου της αυτής πίστεως, το οποίον όμως ηξιώθη προ ημών της Θείας επισκέψεως.
Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι ως τινες νομίζουν. }270}
Η εντολή καλεί ημάς «να αγαπήσωμεν». Επομένως η αγάπη δεν είναι ήδη δεδομένη εις ημάς. Οφείλομεν να αποκτήσωμεν αυτήν δια του αγώνος του προσωπικού ημών αυτοπροσδιορισμού. Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου. Ο νους-λογικόν είναι μία εκ των ενεργειών της ανθρωπίνης προσωπικότητος. … Η φλόξ της αγάπης ταύτης ελκύει ολοτελώς τον νουν }272} εις την καρδίαν· και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης, ενούται μετά της καρδίας εις έν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος «ενοποιείται»: θεραπεύεται.
Δεν υπάρχει αγών πλέον δυσχερής, πλέον επώδυνος, της πάλης δια τον θρίαμβον της αγάπης του Χριστού. Άρχεται αύτη εν ημίν αυτοίς, ύστερον δε εκχέεται προς όλον τον κόσμον. Όντως, η αγάπη αύτη δεν είναι εκ της γής, αλλά εκ του Ουρανού. Η πνευματική ανάβασις εις την Βασιλείαν της Ακτίστου Αγάπης του Θεού απαιτεί λίαν παρατεταμένον ασκητικόν αγώνα. «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»». }273}
Εν τη αρχή της περιόδου ταύτης το Φως ενεφανίζετο μάλλον ως Πυρ καταφλέγον, και επί της επιφανείας του σώματός μου και εντός της ψυχής μου, ό,τι ησθανόμην κατά την καύσιν ταύτην ως αλλότριον του Θεού. }274}
Ιλαρόν, πλήρες ειρήνης και αγάπης το Φως παρέμεινε μετ’ εμού επί τρεις ημέρας. Διέλυσε τον γνόφον της ανυπαρξίας, όστις ίστατο ενώπιόν μου. Ανέστην, και εντός μου μετ’ εμού ανέστη ο κόσμος όλος.
… το γεγονός παραμένει γεγονός: Ο Θεός Πατήρ ηυδόκισεν εν εμοί, ως εν γένει είναι ίδιον Αυτού να ευδοκή εν πάσι τοις συντετριμμένοις τη καρδία.
Νυν γνωρίζω ότι άνευ τοιαύτης πίστεως αι βιωθείσαι υπ’ εμού καταστάσεις θα απεκλείοντο. Η πίστις είναι δυνατόν να υπάρχη και εν ατελεί εισέτι εμπειρία. Αυξάνει εν συνεχεία δια των εκχύσεων της χάριτος επί τον άνθρωπον. Μαρτυρώ ότι όταν όλον το είναι του ανθρώπου εν εντόνω αποστροφή προς εαυτό, ως όντως είναι, βυθίζηται εις προσευχήν προς τον Χριστόν … τότε η αίσθησις της Θείας αιωνιότητος καθίσταται τοσούτον εναργής, ώστε ουδεμία λογική ή ψυχανάλυσις δύναται να κλονίση το οφθαλμοφανές. … η πρώτη (λογική) δεν επιτρέπει να πιστεύσωμεν ότι είς ιστορικός άνθρωπος, τον οποίον είναι δυνατόν να ίδωμεν, να ψηλαφήσωμεν, να φονεύσωμεν, κρεμώντες επί σταυρού ως ληστήν, είναι ο Δημιουργός σύμπαντος του απείρου κόσμου. Η δε δευτέρα (ψυχανάλυσις) πειράται να πείση ημάς ψυχολογικώς ότι είναι αναγκαίον να μη εμπιστευώμεθα εις τας εμπειρίας ημών. }276}
… ο Χριστός είναι το ύψιστον, το άναρχον γεγονός του Είναι. }277}
Άγιος Σιλουανός: «Λέγουν τινές ότι τούτο ήτο τω καιρώ εκείνω, νυν δε πάντα ταύτα απηρχαιώθησαν. Όμως παρά τω Κυρίω ουδέν μειούται, ούτε μεταβάλλεται ποτέ, και μόνον ημείς αλλοιούμεθα, γινόμεθα κακοί και ούτω στερούμεθα της χάριτος. Εις τους εκζητούντας όμως αυτήν, ο Κύριος δίδει το παν, ουχί διότι είμεθα άξιοι, αλλά }278} διότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αγαπά ημάς».
… Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί το Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την ιστορίαν του κόσμου και εγένετο «αναφαίρετος κληρονομία» δια τας επερχομένας γενεάς }279} των πιστευόντων εις τον Χριστόν-Θεόν.
Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος.
… το Θείον Φως αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. … Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. }280}
Μετά την αποχώρησιν του Φωτός, ήτις συντελείται τοσούτον ησύχως, ως και η έλευσις αυτού, η ψυχή επανέρχεται βραδέως εις την συνήθη αίσθησιν της υλικής πραγματικότητος.
Η διαμονή μετά του Κυρίου φονεύει τα πάθη. Τότε δεν ελκύει ημάς ούτε η δόξα, ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσία, ούτε ο,τιδήποτε γήινον, αναποφεύκτως εμπαθές και πάντοτε φέρον την σφραγίδα του τραγικού και του εφήμερου.
Επανειλημμέναι επισκέψεις της χάριτος εις την ψυχήν οδηγούν εις την παρατήρησιν ομοιότητος τινος μεταξύ της καταστάσεως της θεωρίας και της εντυπώσεως, ήτις προκαλείται εκ του Ευαγγελικού λόγου. Την τελευταίαν ταύτην αποδεχόμεθα ωσαύτως ως Φως, ως ζωοποιόν δύναμιν, ως νέαν πράξιν δημιουργίας, ουχί πλέον υπό μορφήν της προσταγής «γενηθήτω», αλλά ως κλήσιν προς το λογικόν δημιούργημα. Ο Ουράνιος Πατήρ καλεί τα τέκνα Αυτού άνευ βίας προς θαυμαστήν }281} ανάβασιν προς την βασιλείαν της Πατρικής αγάπης, ένθα ούτε θάνατος, ούτε αρχή, ούτε τέλος υπάρχει. Το πνεύμα ημών κατανοεί ότι αληθώς ο λόγος του Χριστού εκπορεύεται «από του Πατρός των φώτων» … Ο λόγος του Χριστού περιέχει Θείαν ζωήν, και όστις ανοίγει εις αυτόν έως τέλους την εαυτού καρδίαν γίνεται θεοειδής. }282}
Εάν ο κόσμος ηγάπα τον Χριστόν και τας εντολάς Αυτού, τότε το παν θα μετεμορφούτο ριζηδόν και η γη θα μετεβάλλετο εις θαυμαστόν παράδεισον. }283}
Οι Ευαγγελικοί λόγοι προήλθον εξ Αυτού του Αγίου των αγίων, και φέρουν τον απόλυτον χαρακτήρα της Θείας παγγνωσίας.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έβλεπον το εσπερινόν φως του ηλίου, και εν ταυτώ έν άλλο Φως, όπερ τρυφερώς περιέβαλλεν εμέ και ειρηνικώς εισεχώρει εις την καρδίαν μου κατά παράδοξον τρόπον, δίδον εις εμέ να αισθάνωμαι ευσπλαχνίαν και αγάπην προς τους ανθρώπους, οίτινες εφέροντο προς εμέ μετά τραχύτητος. Ησθανόμην ωσαύτως ανώδυνόν τινα συμπάθειαν προς πάσαν την κτίσιν εν γένει. }284}
Ούτως εγνώρισα επανειλημμένως, δια πικράς πείρας, ότι η καθαρά προσευχή διδεται τότε μόνον, όταν το πνεύμα ημών βυθίζηται ολοτελώς εν τω Θεώ, άνευ στροφής προς εαυτό. Παράδοξον! Συνομιλών μετά του π. Ιουβεναλίου δεν παρετήρησα κίνησιν κενοδοξίας εντός μου … Και όμως! }285}
Παλαιότερον ο ήλιος εφαίνετο εις εμέ ως άυλος, αλλά μετά την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός της Θεότητος και αυτός –το φυσικόν φως- εγένετο δι’ εμέ τραχύς και κατά καιρούς επιθετικός. }286}
… αναλογία κτιστού και ακτίστου φωτός … Τούτο παραμένει ωσαύτως αόρατον, εάν δεν εύρη το αντικείμενον, όπερ θα προσλάβη και θα αντικατοπτρίση αυτό. … Τα πλέον κοινά πρόσωπα, αχρειωθέντα υπό της αμαρτίας, φωτίζονται εν τη προσευχή της μετανοίας υπό του Φωτός και φαίνονται νέα και εύμορφα εισέτι.
… το απρόσιτον Φως της Θεότητος Αυτού, ζωοποιεί τα πάντα, εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Δεν υπόκειται εις την έννοιαν του χώρου, ούτε και του όγκου, και όμως είναι αχωρήτως πανταχού παρόν. Η έλλαμψις υπό του Φωτός τούτου δίδει εις τον άνθρωπον την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος. … ο άνθρωπος … εν τη εσχάτη τελειώσει αυτού θα αποβή φορεύς του πληρώματος της θεανθρωπίνης ζωής, θα τελειωθή καθ’ ομοίωσιν του Χριστού, του Θεανθρώπου. Δια της ενεργείας του Φωτός τούτου εντός του μετανοούντος προβάλλει έν θαυμαστόν άνθος: το Πρόσωπον-Υπόστασις. Και γνωρίζομεν ότι ίδιον αυτής της εν ημίν υποστατικής αρχής είναι να περιλάβη δια αγάπης εν }287} τη αιωνιότητι ανεκφράστως μεγαλειώδη και αγίαν ζωήν.
Το Φως του Χριστού είναι «ενέργεια» της Θεότητος, άκτιστος, άναρχος ζωή του εν Τριάδι Θεού. Η ενέργεια αύτη είναι ίδιον και του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. … Όταν το Φως τούτο δια της ευδοκίας του Θεού επισκιάση ημάς, τότε η εν ημίν δυνάμει μόνον κατά την γέννησιν ημών υποστατική αρχή ενεργοποιείται και αξιούται να ίδη τον Θεόν, να προσλάβη τον οντολογικήν δύναμιν Αυτού, τον πλούτον της ζωής του Ιδίου του Θεού.
Μέγας είναι ο άνθρωπος όταν ευρίσκηται εν τω Μεγάλω Θεώ. Δια της δυνάμεως της Θείας αγάπης περιπτύσσεται τον κόσμον άπαντα και ο ίδιος, υπό τινα έννοιαν, αποβαίνει «κέντρον του κόσμου». }288}
«Εν εμοι» δια του θανάτου μου αποθνήσκει άπαν το γένος των ανθρώπων μετά πάντων των παθημάτων και της χαράς, των πόθων και των γνώσεων αυτού. Επί πλέον ο Ίδιος ο Θεός, άγνωστος εισέτι αλλ’ εν μέρει οικείος, αποθνήσκει και Αυτός εν εμοί και μετ’ εμού. Άπαν το κτιστόν και άκτιστον είναι εξαφανίζεται εις τον αβυσσώδη γνόφον της λήθης. Αι εμπειρίαι τοιαύτης καταστάσεως ήσαν κατ’ ουσίαν θεωρία του «απολύτου», της υποστατικής εν ημίν αρχής (εικών-αντανάκλασις του Απολύτου), αλλ’ υπό την αρνητικήν αυτής μορφήν.
Ότε όμως ήλθε το άκτιστον Φως μαρτυρούν εις το πνεύμα μου την υπέρβασιν του θανάτου, τότε, παν ό,τι πρότερον απέθνησκεν εν εμοί, δια της ενεργείας του Φωτός τούτου συνανίστατο μετ’ εμού. }289}
Δια πολλών παθημάτων ελευθερούμεθα από της εφ’ ημών εξουσίας παντός ό,τι πρότερον εβιώσαμεν. Πεπλουτισμένοι δια της πείρας της νίκης μέσω της μετανοίας, γινόμεθα όμοιοι προς τον Μονογενή Υιόν κατά την Κυριότητα Αυτού: Ο άδης ουκέτι ημών κυριεύει και ημείς ατενίζομεν εις αυτόν άνευ της προτέρας φρίκης. }290}
Σπανίως εν τη ιστορία της Εκκλησίας αι οράσεις του Φωτός φθάνουν εκείνο το πλήρωμα κατά το οποίον, εν τη ελλάμψει, το πνεύμα του ανθρώπου αξιούται εισέτι και της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού.
Έτι συχνότερον το Φως τούτο περιβάλλει τον άνθρωπον, όταν ούτος διαμένη εν καταστάσει προσευχής ολοκληρωτικής μετανοίας, επί των ορίων της απογνώσεως. }291}
… Εγώ ειμί ο Ων.
Έκαστος αντιλαμβάνεται τους αγιωτάτους τούτους λόγους κατά το μέτρον μόνον της πραγματικής αυτού πείρας. Και ουδείς εκ των βροτών δύναται να ισχυρισθή ότι εγνώρισεν «εις τέλος» οποίον Είναι κρύπτεται εν τοις λόγοις τούτοις. }292}

ΙΓ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ

Το πνεύμα ημών εκτείνεται μεταξύ δύο αντιθέτων πόλων: των σκοτεινών εγκάτων του άδου αφ’ ενός, και της κατηυγασμένης υπό του αδύτου Ηλίου Βασιλείας του Θεού, αφ’ ετέρου. Το περιεχόμενον του είναι ημών ευρύνεται αρρήτως(ΣΥΜΒΟΛΟ). }293}
Η Υπόστασις(προτιμώ τον όρον «υπόστασις» ως δηλούντα το όντως όν, το κείμενον εις θεμέλιον παντός του είναι)-Πρόσωπον εν τω Θείω Είναι δεν συνιστά αρχήν περιοριστικήν. Και εν τω κτιστώ ημών είναι η υπόστασις αποτελεί αρχήν προσλαμβάνουσαν εν εαυτή το άπειρον. Εν τοις ορίοις της γηίνης πραγματικότητος το υποστατικόν ημών πνεύμα έχει ως προορισμόν να υπερβή το τείχος του χρόνου και να διαρρήξη τα δεσμά του χώρου. … Ούτω το πνεύμα του ανθρώπου εισερχόμενον εις τον κόσμον της Θείας αιωνιότητος, συγκλονίζεται υπό του μεγαλείου της αποκαλυφθείσης εις αυτό θεωρίας. Η οικουμένη ζη τότε αλλαγήν εις τα πεπρωμένα αυτής. «Εγεννήθη Άνθρωπος εις τον κόσμον» -γεγονός όπες αναγγέλλει εις όλην την κτίσιν καινήν, αμετάθετον αξίαν. Ο άνθρωπος ως υποστατικόν πνεύμα ανήκει εις την αιώνιον οντολογίαν. Οι εν Χριστώ σεσωσμένοι, οι άγιοι, είναι φορείς της Θείας αιωνιότητος. Προσλαμβάνουν την άναρχον και άκτιστον ζωήν ως αναφαίρετον αυτών κτήμα, κατά την φύσιν όμως αυτών παραμένουν αναλλοιώτως κτίσματα. }294}
Ο άνθρωπος αισθάνεται αυτήν (την εντολήν του Θεού) ως τινα έξωθεν επιβαλλόμενον περιορισμόν εν τη ορμή αυτού προς απόλυτον αυτοβεβαίωσιν, προς αυτοθέωσιν.
Άλλοι μεν επιδιώκουν να απεκδυθούν την γηίνην μορφήν της υπάρξεως: Εν τη φαντασία αυτών εικονίζεται η βαθεία ησυχία του μυστηριώδους πανυπερβατικού μη Όντος. Άλλοι δε εμπνεόμενοι εκ του λόγου του Χριστού, «η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», αναλαμβάνουν οδυνηρόν ασκητικόν αγώνα προς υπερνίκησιν του φθαρτού της κτιστής ημών φύσεως:
Χαρακτηριστικόν των πρώτων είναι ότι εκλαμβάνουν το Πρώτον Απόλυτον ως υπερ-προσωπικόν. Δι’ αυτούς η προσωπική αρχή εν τη καλυτέρα περιπτώσει είναι η πρώτη βαθμίς υποβιβασμού αυτοπεριορισμού του Απολύτου. Δια τους δευτέρους αυτό ακριβώς το Πρόσωπον-Υπόστασις κείται εις θεμέλιον παντός του είναι. }295}
Η Υπόστασις συνιστά την εσωτάτην αρχήν του Απολύτου Είναι, την αρχικήν και τελικήν Αυτού διάστασιν: «Εγώ ειμί το Α και το Ω, …».
Η Υπόστασις του Θεού εκφεύγει παντός ορισμού, διότι ευρίσκεται πέραν των ορίων παντός ό,τι φέρει σφραγίδα οιουδήποτε προσδιορισμού. Ακατάληπτος εις την διάνοιαν γνωρίζεται υπαρκτικώς και μόνον κατά το μέτρον της αυτοαποκαλύψεως του Θεού εις τον άνθρωπον.
Εν τω ανθρώπω ωσαύτως τη εικόνι του Υποστατικού Θεού, η αρχή της υποστάσεως είναι αυτός ο «κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ό εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές. Και η κτιστή αύτη υπόστασις υπέρκειται παντός ορισμού. Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώσις εκφράζεται δι’ εννοιών και ορισμών. Η υπόστασις όμως είναι όν ασύλληπτον εις την φιλοσοφικήν ή την επιστημονικήν μορφήν γνώσεως. Ως ο Θεός ούτω και η ανθρωπίνη υπόστασις μένει έως τέλους αδιαφανής εκ των έξω, εκτός εάν η ιδία αποκαλυφθή εις ετέραν υπόστασιν. }296}
Ο τελευταίος (ο άνθρωπος) εκτίσθη εν δυνάμει ικανός να ιδιοποιηθή και να φέρη εν εαυτώ την άκτιστον Ζωήν της θεότητος.
Κατά την θέωσιν η ανθρωπίνη υπόστασις εκτείνεται από των διαστάσεων και των σχημάτων της γης εις διαστάσεις και μορφάς Θείας Ζωής. Εν άλλαις λέξεσι ο άνθρωπος υποστασιάζει εν εαυτώ τα θεία κατηγορήματα, ως είναι η αιωνιότης, η αγάπη, το φως, η σοφία, η αλήθεια. Η κτιστή υπόστασις γινομένη θεός κατά το περιεχόμενον του είναι αυτής ουδόλως αποβαίνει Θεός δια τα άλλα λογικά κτίσματα. }297}
Μεταξύ Θεού και Ανθρώπου παραμένει αιωνίως ανυπέρβλητο οντολογική απόστασις:
Κατά την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού δημιουργίαν, ο Ποιητής ημών επαναλαμβάνει, κυρίως ειπείν, Εαυτόν, και υπ’ αυτήν την έννοιαν είναι «Πατήρ ημών». … Δια της ενσαρκώσεως Αυτού ο προαιώνιος Λόγος του Πατρός δίδει εις ημάς να κοινωνήσωμεν του Αίματος και της Σαρκός Αυτού, ώστε δια της οδού ταύτης να χύση εις τας φλέβας ημών την άναρχον Αυτού Ζωήν, και ούτω να γίνωμεν τέκνα Αυτού,
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς την τελειότητα της εικόνος του Θεού εν τω ανθρώπω και την δυνατότητα της φύσεως ημών να προσλάβη το πλήρωμα της θεώσεως εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο Ίδιος, μετά την ανάληψιν Αυτού ενεθρόνισεν «εν δεξιά του Πατρός» την φύσιν ημών. Αλλ’ έτι και εν Αυτώ η φύσις ημών δεν εταυτίσθη μετά της Ουσίας του ακτίστου Θεού. Εν τω Χριστώ τω σαρκωθέντι Υιώ του Πατρός, θεωρούμεν την προαιώνιον ιδέαν του Θεού περί του Ανθρώπου.
Η αποκάλυψις «Εγώ ειμί ο Ών» δεικνύει ότι η υποστατική διάστασις εν τη Θεότητι έχει θεμελιώδη σημασίαν. Η αρχή της Υποστάσεως εν τω Θεώ δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλ’ ουσιώδης πραγματικότης κατέχουσα ιδίαν φύσιν και ενέργειαν ζωής.
Η ουσία δεν είναι το πρωτεύον ή έστω το υπερέχον }298} εν τω Θεώ, το καθορίζον τας υποστάσεις εις τας αμοιβαίας αυτών σχέσεις. Εν τω Θείω Είναι ουδέν υπάρχει έξω της Υποστατικής Αρχής. Το βάθος του μυστηρίου των Θείων Υποστάσεων είναι ανεξερεύνητον. Ο αυτοπροσδιορισμός Αυτών εν τη αιωνιότητι αποτελεί άναρχον Γεγονός: Ουδέποτε υπήρξε τοιαύτη στιγμή κατά την οποίαν δεν είχεν ο Πατήρ τον Υιόν και δεν εξεπορεύετο απ’ Αυτού το Άγιον Πνεύμα. Η αρχή του παντός είναι ο Πατήρ, Όστις εν τη προαιωνίω γεννήσει του Υιού μεταδίδει εις Αυτόν άπαν το πλήρωμα της Φύσεως, της Ουσίας Αυτού. Το αυτό συμβαίνει και εις την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος.
Η γνώσις του Αγίου Πνεύματος ως Προσώπου έρχεται βραδύτερον. Τούτο ζωοποιεί απαύστως ουχί μόνον την Εκκλησίαν και τα τέκνα Αυτής, αλλά και πάντα τον κόσμον, άπασαν την κτίσιν. Θεραπεύει ημάς εκ των συνεπειών της πτώσεως· αναγεννά ημάς και αγιάζει. Τα πάντα όμως ποιεί αοράτως, ως τις κρυπτόμενος θαυμαστός Φίλος, μη θέλων να επιβαρύνη ημάς δια της ευγνωμοσύνης προς Αυτόν, διότι γνωρίζει ότι εν τη παρούση καταστάσει ημών το ευγενές αίσθημα της ευγνωμοσύνης γίνεται φορτίον. Η μεγάλη μακαριότης της γνώσεως Αυτού έρχεται βαθμηδόν, κατά το μέτρον }299} κατά το οποίον αναδύεται εντός ημών δια της συνεργείας Αυτού η υποστατική αρχή. Δυνάμει αυτής αρχόμεθα να προσλαμβάνωμεν το παν, και το Θείον Πρωταρχικόν Είναι και το κοσμικόν είναι, δι’ άλλου τρόπου προσιδιάζοντος εις τον άνθρωπον-υπόστασιν, την τετελειωμένην εικόνα Εκείνου, Όστις απεκαλύφθη εις τον Μωυσήν δια του Ονόματος Εγώ Ειμί. Επομένως ο Θεός ο Ίδιος είναι Υποστατικός και ημείς δημιουργία «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού, και ως εκ τούτου η τελική κλήσις ημών είναι προς την υποστατικήν μορφήν του είναι.
Η Υπόστασις είναι Εκείνος, Όστις μόνον και όντως ζη. Έξω της ζώσης ταύτης Αρχής ουδέν δύναται να υπάρχη: Το ουσιώδες περιεχόμενον της ζωής ταύτης είναι η Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν». Η υποστατική ύπαρξις έρχεται εις αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας ή πολλών υποστάσεων. … Εις αυτήν ακριβώς την εν ημίν υποστατικήν αρχήν επηγγείλατο ο Κύριος την αιωνιότητα. Αύτη η αρχή, και μόνον αύτη, κατέχει την ικανότητα να γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής τον Ζώντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πλείον τι ή μικρόκοσμος. Είναι «μικροθεός». Κτιστός ών έλαβε την εντολήν να γίνη θεός. Εάν ο Δημιουργός ωμοιώθη κατά πάντα προς τον άνθρωπον, τούτο σημαίνει ότι και ο άνθρωπος εκτίσθη μετά της δυνατότητος να γίνη όμοιος κατά πάντα προς τον Θεόν(ΣΥΜΒΟΛΟ): }300}
Κατά την υπερτάτην εφικτήν εις την φύσιν ημών έντασιν προσευχής, όταν ο Ίδιος ο Θεός προσεύχηται εν ημίν, δίδεται εις τον άνθρωπον θεοπτία υπερκειμένη πάσης εικόνος. Τότε η ανθρωπίνη υπόστασις προσεύχεται προς τον Άναρχον όντως πρόσωπον προς Πρόσωπον. Εν τη συναντήσει ταύτη μετά του Υποστατικού Θεού ενεργοποιείται εν ημίν εκείνο όπερ εν αρχή υπήρχε μόνον δυνάμει, η υπόστασις.
Φερόμενοι Πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· το Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν.
Κατέβαλον μέγα τίμημα δια τας παραπλανήσεις μου εις τας οποίας ενεπλάκην επί επτά ή οκτώ έτι. Κρίνων κατ’ άνθρωπον, δεν θα ηδυνάμην δια μόνης της δυνάμεώς μου να αποσπασθώ από της αβύσσου του υπερβατισμού του ανατολικού μυστικισμού τουτέστι του Υπερ-προσωπικού Απολύτου. Κατά την φυσικήν και διανοητικήν μου νεότητα, η φιλοσοφία αύτη ενεφανίζετο εις το πνεύμα μου }301} πλήρης μεγαλείου, υπερβαινόντος τον χριστιανικόν συναισθηματικόν ψυχισμόν του «Αγαπήσεις τον Θεόν και τον πληρίον».
Ότε όμως, κατά την Άνωθεν δωρεάν, εδόθη εις εμέ να εννοήσω την οντολογικήν θέσιν της αρχής της Υποστάσεως εν τω Θείω Είναι, τότε κατά τρόπον φυσικόν το παν ήλλαξε και παρουσιάσθη εν αντιθέτω προοπτική: Είμεθα κτίσματα· ως κτίσματα φέρομεν εντός ημών την υποστατικήν αρχήν δυνάμει, ουχί ενεργεία. Δεν είμαι το Πρωταρχικόν Όν, αλλ’ η κτιστή εικών Αυτού. Καλούμαι δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να ενεργοποιήσω, να πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσιν μου προς τον Θεόν· να γίνω υπόστασις, υπερβαίνων τον περιορισμόν του ατόμου, όπερ ουδόλως δύναται να κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως.
«ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Ημείς δεν κατανοούμεν αυτό το είδος της γνώσεως: της αμέσου, της άνευ εξελίξεως, της ολοκληρωτικής. Πιστεύομεν όμως εις την αγαθήν περί ημών πρόνοιαν του Θεού. Κατά την διάρκειαν χρόνων επιμόνου ασκήσεως, όπως ζήσωμεν κατά το θέλημα Αυτού, }302} πολλάκις θα μείνωμεν έκθαμβοι δια την μαθηματική ακρίβειαν της περί ημάς Προνοίας του Θεού.
Εάν ο Θεός δεν ήτο Όν Υποστατικόν, τότε ούτε και ημείς η εικών Αυτού, θα ηδυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την υποστατικήν μορφήν του είναι· και αυτή εισέτι η προσωπικότης ημών δεν θα ήτο πλείον επιφαινομένου τινός. Επειδή όμως η υπόστασις γεννάται εν ημίν εν καταστάσει υπερφυσικής προσευχής προσώπου προς Πρόσωπον ενώπιον του Ζώντος Θεού, δεν υπόκειται αύτη εις τα στοιχεία της φύσεως: Υπερβαίνει τα γήινα όρια και κινείται εις σφαίραν άλλων διαστάσεων. Μία και μόνη, ανεπανάληπτος και άτρεπτος εις οτιδήποτε άλλο, δεν υπόκειται εις αριθμητικόν υπολογισμόν.
Το Απόλυτον Πρωταρχικόν Όν είναι Υποστατικόν, και ο άνθρωπος, η ομοίωσις του Απολύτου, είναι ωσαύτως υπόστασις. Ο Θεός είναι Πνεύμα και ο άνθρωπος-υπόστασις είναι ωσαύτως πνεύμα. Και το πνεύμα τούτο δεν είναι αφηρημένον, κεχωρισμένον, διότι κέκτηται ιδίαν φύσιν. Επί του γηίνου επιπέδου λαμβάνει συγκεκριμένην μορφήν δια της σαρκός, μετά της οποίας αποκτά την πρώτην αυτού εμπειρίαν του είναι. Ο Θεός-Λόγος προέλαβε την ανθρωπίνην σάρκα, και ούτως απέδειξεν ότι δεν είναι επινόησις του λογικού ημών, ουδέ αποκύημα της εξημμένης υπό μυστικού τινος φόβου ενώπιον αγνώστων και εχθρικών δυνάμεων φαντασίας ημών. Ο Θεός είναι η πρώτη ουσιαστική Πραγματικότης· και η ανθρωπίνη υπόστασις είναι ωσαύτως ουσιαστική ζωή.
Αι σχέσεις αγάπης είναι ίδιον της Υποστάσεως, της εικόνος του Θεού της αγάπης. Η Υπόστασις δεν ορίζεται αντιθετικώς, δια της αντιπαραθέσεως προς αυτήν }303}, όπερ «δεν είναι Εγώ». Η αγάπη είναι το βαθύτερον περιεχόμενον και η καλυτέρα έκφρασις της ουσίας αυτής. Η Υπόστασις περιβάλλουσα εν προσευχή αγάπης ολόκληρον τον κόσμον αποτελεί την προς τα έσω (ad intra) ενότητα των πάντων. Εν τη δημιουργική ενεργεία αυτής όπως αναπτυχθή, επιδιώκει την καθολικήν ενότητα και προς τα έξω (ad extra). Εν τη αγάπη ευρίσκεται η ομοίωσις αυτής προς τον Θεόν, Όστις είναι αγάπη.
Ο Ποιητής του κόσμου ο Κύριος κρατεί εν τη παλάμη Αυτού πάντα τα όντα· και ο άνθρωπος-υπόστασις αποτελεί κέντρον ικανόν να περιλάβη εν εαυτώ ουχί μόνον την πολλαπλότητα των πραγματικοτήτων του σύμπαντος, αλλά και πλέον τούτου: άπαν το πλήρωμα του θεανθρωπίνου είναι. Η υπόστασις καθ’ εαυτήν είναι αξία μη παρερχομένη, πολυτιμοτέρα ολοκλήρου του λοιπού κόσμου. Εν τη χαρά της ευρέσεως της ελευθερίας της αθανασίας ατενίζει εις καινήν μορφήν του είναι.
Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς υπό του Θεού εν τη προσευχή, ουδέποτε μένει μόνος. Η υπόστασις δεν γνωρίζει μοναξίαν: Διαμένει πάντοτε ενώπιον του πανταχού παρόντος Θεού. Πριν ή φθάση εις την πληρότητα αυτής, «υπομένει» ενίοτε Αυτόν μετά μεγάλου κόπου, ως ο Μωυσής, όστις «τον αόρατον ως ορών εκαρτέρησεν». Άλλοτε πάλιν αύτη πληρούται ησύχου και ειρηνικής χαράς έχουσα την συνείδησιν ότι ευρίσκεται εις χείρας του Αγίου Φύλακος.
Ο άνθρωπος-υπόστασις δεν γνωρίζει μοναξίαν, έτι και διότι, εν οιαδήποτε ερήμω και εάν ευρίσκηται, προσεύχεται υπέρ όλου του κόσμου, είτε ο κόσμος ούτος πάσχει, είτε ευτυχεί. }304}
Δι’ ευχών του Οσίου Πατρός μου Σιλουανού, ο Χριστός εφανέρωσε και εις εμέ, έστω και «εκ μέρους» το μυστήριον του προσώπου-υποστάσεως. Διήλθον μακροχρόνιον περίοδον απεγνωσμένης προσευχής. … Κατ’ αρχήν ενήργει επ’ εμέ ο ευαγγελικός Αυτού (του Κυρίου) λόγος. Ο λόγος ούτος, ο εκ του Πατρός εκπορευόμενος, δια των ριζών αυτού εισεχώρει εις την καρδίαν μου διαρρηγνύων τους πεπωρωμένους ιστούς αυτής. Εν οδύναις εγεννάτο η νέα ζωή μου. Κατά τον πρώτον καιρόν ήμην μόνος, εκτός της Εκκλησίας εισέτι. Ουδέν εγνώριζον τότε, αλλ’ αόρατον πυρ κατέφλεγεν εμέ και η ψυχή μου εν μεγάλη θλίψει εστρέφετο προς τον «Δυνάμενον σώσαι με». Είς τι μέρος εντός μου διετηρείτο αμυδρά ελπίς, ήτις υπερενίκησε τον φόβον όπως εισέλθω εις την επίπονον οδόν. Ο πόνος ούτος, περί του οποίου προσπαθώ να ομιλήσω, είναι δι’ εμέ ιερός. Παράδοξον θαύμα! Η οδύνη αύτη της καρδίας μου εις τινας στιγμάς συνήρπαζε μετ’ ενθουσιασμού το πνεύμα μου. Εθαύμαζον πως ο Θεός εδημιούργησε την φύσιν μου ικανήν να υπομείνη παθήματα, δι’ ων απεκαλύπτοντο εις εμέ τα άγνωστα πρότερον βάθη της προσευχής. Υπήρχον στιγμαί κατά τας οποίας πιεζόμενος υπό δυνατού πόνου, μεθ’ ησύχου φωνής αλλά και μετά θάμβους, «έκραζον»: «Δόξα Σοι, πάνσοφε Δημιουργέ …». … Άνευ των παθημάτων τούτων ουδέποτε θα ηδυνάμην να εννοήσω περί ποίας αγάπης ωμίλει ο Κύριος όταν έλεγεν: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν Εμοί ουκ έχει ουδέν· αλλ’ ίνα γνω ο κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα, και καθώς ενετείλατό Μοι ο Πατήρ, ούτω ποιώ». }305}
Εάν η αγάπη την οποίαν εντέλλεται το Ευαγγέλιον, ήτο φυσική εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών, τότε θα ήτο περιττή η κλήσις: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Όταν όμως η αγάπη εκείνη εγγίση την καρδίαν, τότε το πνεύμα ημών βλέπει τον Θεόν εν Φωτί και ζη δι’ Αυτού και εν Αυτώ. Ο Θεός υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην διάνοιαν. Ουδεμία αφηρημένη έννοια προσιδιάζει εις Αυτόν. Είναι Ζων. Η παντοδύναμια Αυτού είναι άμετρος· η αγάπη Αυτού ανεκδιήγητος. Η μετ’ Αυτού ζωή είναι πλούτος άρρητος.
Να είναι τις τυφλός είναι μεγάλη στέρησις. Δεν υπάρχει όμως μεγαλυτέρα συμφορά και βαθυτέρα οδύνη της αγνοίας του Θεού.
Εάν ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς», ο παραδούς εαυτόν εκουσίως δια την λύτρωσιν πάντων, προσηύχετο προς τον Πατέρα: «Πάτερ Μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ Εμού, εάν μη αυτό πίω, γεννηθήτω το θέλημά Σου», τότε τι δυνάμεθα να είπωμεν περί εαυτών ημείς οι ολιγόψυχοι; }306}
Ως βάσις της ασκήσεως ημών κείται ο πόθος να αποκτήσωμεν την επηγγελμένην αγάπην του Χριστού. Όταν το Πνεύμα της αγάπης του Χριστού εισέλθη εντός ημών, η ψυχή διψά την σωτηρίαν πάντων των ανθρώπων. Μετά τρόμου διαπιστοί ότι ουχί πάντες επιθυμούν δι’ εαυτούς εκείνο περί του οποίου αύτη δέεται προσευχομένη υπέρ αυτών. Έτι πλέον συναντώμεν εις αυτούς άρνησιν, εισέτι δε και έχθραν. Και πως είναι δυνατόν να σωθή ο άνθρωπος ευρισκόμενος εν τοιαύτη διαστροφή; }307}
… τι άλλο θα ικανοποιήση ημάς εν όλη τη κτίσει; Αληθώς, ουδέν όντως υπάρχει, όπερ θα ηδύνατο να χωρίση ημάς απ’ Αυτού, όσον βαρύς και εάν είναι ο αγών ημών. Διήνοιξε τους οφθαλμούς ημών προς το άπειρον και είναι αδύνατον πλέον να κλείσωμεν αυτούς εκ νέου και να προτιμήσωμεν την τυφλότητα των αρτιγεννήτων:
Εν τω κόσμω τούτω η ζώσα πείρα της υποστάσεως σπανίως δίδεται εις τους ανθρώπους: Έρχεται δια της χριστομιμήτου προσευχής υπέρ του σύμπαντος κόσμου … Εν τοιαύτη προσευχή βιούται το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους. Δι’ αυτής αποκαλύπτεται εις ημάς το οντολογικόν νόημα της «δευτέρας εντολής». Όλος ο Αδάμ γίνεται είς Άνθρωπος-Ανθρωπότης.
Παν ότι είναι κατώτερον τούτου, είναι κατώτερον και της ευαγγελικής εντολής. Ευλόγως θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι η εν ταις εντολαίς του Χριστού ενυπάρχουσα πραγματικότης δεν εξεπληρώθη εν τω ιστορικώ Χριστιανισμώ εις τας αληθινάς αυτής διαστάσεις. Εν τη οντολογική αυτού αξία ο Χριστιανισμός υπερβαίνει αμέτρως την σύνεσιν εκείνων, οίτινες εκ ραθυμίας δεν θέλουν να αποκτήσουν την αγίαν θεογνωσίαν, ήτις και είναι η αιώνιος ζωή. }309} Οι άνθρωποι αναζητούν την αλήθειαν. Πολλοί αγαπούν τον Χριστόν, αλλά συχνάκις επιχειρούν να υποβιβάσουν το Ευαγγέλιον εις το επίπεδον της ηθικής διδασκαλίας. … Ίνα πληρωθώμεν αληθώς εκ της θεοποιού δυνάμεως του Ευαγγελικού λόγου, είναι ανάγκη να μοχθήσωμεν έτι μάλλον ή δια την επίτευξιν πρακτικών ή επιστημονικών γνώσεων. … «Η μακραίων πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητική ενασχόλησις, ως και η νομική επιστήμη. Ως αύτη διαφέρει εις εκάστην χώραν, ούτω και η θεολογία διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών». }310}
Εν καταστάσει υψίστης δεκτικότητος ελάβομεν την πληροφορίαν περί ενός ιδιαιτέρας τάξεως Είναι, το οποίον δι’ Εαυτό ουδεμίαν έχει εξωτερικήν αιτίαν, αρχήν ή τέλος. Είναι αδύνατον δι’ ιδίων δυνάμεων να φανερώσωμεν μετ’ αξιοπιστίας τον βαθύν χαρακτήρα του Είναι τούτου. Έχομεν όμως έμφυτον την ορμήν προς Αυτό. Και εις το ερώτημα: «Τι εστι το Είναι;» ελάβομεν την απάντησιν: «Εγώ ειμί ο Ών». Ουχί «τι», αλλά «τις». Και ο «Τις» ούτος έρχεται εις κοινωνίαν ζώσαν και αισθητήν μεθ’ ημών.
Το Υποστατικόν τούτο Είναι, το ευρισκόμενον πέραν παντός περιορισμού και ρυθμίζον καθ’ Εαυτό τα πάντα, είναι ο Αίτιος της ελεύσεως ημών εις τον κόσμον. Η Αποκάλυψις ότι το Είναι τούτο είναι υποστατικόν μαρτυρεί οφθαλμοφανώς ότι η περί Αυτού γνώσις, μάλλον η γνώσις Αυτού, δύναται να δοθή μόνον μέσω προσωπικής κοινωνίας Αυτού μεθ’ ημών, ως προσώπων. Εις στιγμάς ζώσης κοινωνίας μετ’ Αυτού ο Ίδιος μεταδίδει εις ημάς την γνώσιν περί Εαυτού αποκαλυπτόμενος εν ημίν μέσω των ενεργειών Αυτού. }311}
Εν τη συνήθει πορεία της σκέψεως σχετικώς προς την γνώσιν, διακρίνομεν το γνωρίζον υποκείμενον και το γνωριζόμενον αντικείμενον. Εν τη ημετέρα όμως αντιλήψει περί της γνώσεως του Θεού καταργείται η πορεία της αντικειμενοποιήσεως του γνωριζομένου, διότι Ούτος γνωρίζεται πάντοτε «εν τω συνδέσμω της αγάπης», εν τη καταστάσει της καθαράς προσευχής. Η κτιστή ημών υπόστασις εισάγεται δια του Αγίου Πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου Θείου Είναι κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να αισθανώμεθα εν ημίν τον Θεόν ως την ζωήν ημών.
Εις τούτο έγκειται η βασική διαφορά μεταξύ επιστημονικής και πνευματικής γνώσεως. Η τελευταία αύτη κατανοείται ως κοινωνία εν τη υπάρξει, ως ένωσις εν αυτώ τω είναι.
Η καθαρά προσευχή είναι η ασφαλεστέρα οδός προς την γνώσιν του Θεού. Ο ούτω προσευχόμενος απεκδύεται πάσας τας εξωτερικάς γνώσεις και τας εμπαθείς εικόνας, ώστε, κλίνας ενώπιον Εκείνου Όστις είναι η Αρχή του παντός να λάβη την εξ Αυτού εκπορευομένην ζωήν. Άνευ λόγων, «στεναγμοίς αλαλήτοις» εκδυσωπεί τον άγνωστον εισέτι Θεόν να σώση αυτόν όπερ εν τελευταία αναλύσει σημαίνει να δεχθή το πνεύμα αυτού εις αιώνιον παραμονήν μετ’ Αυτού. Η δέησις αυτού ενούται μετά του μακραίωνος στεναγμού πάσης της κτίσεως. Αι κραυγαί αυτού συμβάλλουν }312} εις τον ενιαίον χορόν της οικουμένης, ήτις ικετεύει δια την σωτηρίαν. Η προσευχή αύτη είναι ανέκφραστος, απερίγραπτος. Δεν ενσαρκούται δια των λόγων ημών. Η οδύνη επί της οποίας θεμελιούται είναι βαθυτέρα παντός στεναγμού.
Ο Ίδιος δια της δυνάμεως Αυτού ελκύει ημάς εις ανάβασιν προς Αυτόν. Η θαυμαστή αύτη άνοδος, παρά την οδυνηράν έντασιν της υπάρξεως ημών, βιούται ως μακάριον «περισσόν» Νέας Ζωής εκχεομένης εφ’ ημάς. Όταν το πνεύμα ημών γίνηται όλον προσευχή, αξιούται να αισθανθή εναργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. Δια μεγάλης οδύνης μετανοίας αναγεννάται ο άνθρωπος δια της «ασάλευτον βασιλείαν».
Ο Θεός αποκαλύπτει το Όνομα Αυτού: «Εγώ ειμι ο Ών». Δια τον άνθρωπον, την εικόνα του Υψίστου, η λέξις αύτη εγώ είναι μία των πολυτιμοτέρων, διότι μαρτυρεί την αρχήν της υποστάσεως εν ημίν. Έξω της αρχής ταύτης τα πάντα αποβαίνουν παράλογα, μη όντα (ανύπαρκτα), διότι ο Ών είναι αφεύκτως «εγώ». Έκαστος εξ ημών ας φυλάξη την υποστατικήν αυτού αξίαν: Εν αυτή και μόνον εν αυτή ο πλούτος και το κάλλος του είναι ημών. … Ο Κύριος εδωρήσατο εις }313} ημάς το φως της αποκαλύψεως της Υποστάσεως, ημείς όμως εγεννήθημεν και αφέθημεν να ζώμεν εντός της αμόρφου μάζης των ατόμων, ίδιον των οποίων είναι ο εγωϊσμός και η φιλαυτία. Εις το πρόσωπον-υπόστασις όμως εδόθη να περιβάλη πάσαν την κτίσιν δια της φλογός της αγάπης του Χριστού. Συνδεόμεθα μετά του κόσμου τούτου, ως είναι εν τη πτώσει αυτού, και ταυτοχρόνως έχομεν ανάγκην να παλαίσωμεν δια την εν Θεώ ελευθερίαν ημών. Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει ατομικιστικόν χαρακτήρα. Ο ατομικισμός καλλιεργείται εις τους ανθρώπους καθ’ όλας τας εμπαθείς αυτού εκδηλώσεις. Εμφανέστερον διαπιστούται τούτο εις τον τομέα της τέχνης. Δοξάζονται αι μεγαλοφυίαι, οι πρωτότυποι δημιουργοί του ενός ή του άλλου έργου. Εν άλλας λέξεσι, εκτιμάται η πρωτοτυπία, ή ατομικότης του καλλιτέχνου. Η κοινωνία ημών οικοδομείται επί τη βάσει της αρχής ταύτης. Η μαζοποίησις των ατόμων είναι κατ’ ουσίαν κατάστασις πτώσεως, συνοδευομένη υπό του τραγικού αυτής αδιεξόδου. Η καλλιέργεια της πτώσεως οδηγεί εις την αποξένωσιν από του Θεού. Ο άνθρωπος υποβιβάζεται δια της εν αυτώ αμαυρώσεως της εικόνος του Θεού. Αντιθέτως προς τούτο η σύναξις των υποστάσεων είναι «το άλας της γης και το Φως του κόσμου». Τούτο πραγματοποιείται εν τη Εκκλησία του Χριστού μετ’ ιδιαιτέρας δε δυνάμεως εν τη λειτουργική πράξει. Εκεί ακριβώς φανερούται η αληθινή εικών της Αγίας Τριάδος. Δι’ όλου του περιεχομένου της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός καλείται, εν τω πνεύματι της εν Γεθσημανή προσευχής του Χριστού, να προσφέρη εις τον Θεόν λατρείαν αρμόζουσαν εις την υπόστασιν.
Η Υπόστασις εν τω Θείω Είναι δεν νοείται ως στατική }314} τις αρχή εγκεκλεισμένη εν εαυτή. Τούτο θα ήτο δυνατόν εν τη προοπτική του ενοθεϊσμού του Ισλάμ, έτι δε και εν τοις ορίοις της Παλαιάς Διαθήκης, αλλ’ ουδόλως εν τη αποκαλυφθείση εις ημάς Τριάδι, Ήτις είναι Όν άκρως δυναμικόν. Την δυναμικότητα ταύτην εδιδάχθημεν να βλέπωμεν εν τη Αγάπη, ήτις αποτελεί την βαθυτέραν έκφρασιν του Γεγονότος του αιωνίου αυτοπροσδιορισμού των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Δεν λέγομεν ότι η Αγάπη είναι η Ουσία της θεότητος, αλλ’ ότι εκφράζει ταύτην πλείον οιουδήποτε άλλου. Η Ουσία είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων, και ως εκ τούτου παραμένει αιωνίως άγνωστος. Παν ό,τι δεν κοινωνείται, δεν γνωρίζεται υπό των λογικών κτισμάτων. Η ενέργεια όμως της Θείας Αγάπης εκχέεται εις τα κατ’ εικόνα κτίσματα, και η απόκτησις αυτής εδόθη εις ημάς ως εντολή.
Εν τω Θείω Είναι ο παράγων ο αποκαλύπτων την Ουσίαν ονομάζεται Ενέργεια. Η μετοχή εις την άκτιστον Ενέργειαν πραγματοποιεί την ομοίωσιν ημών προς τον Δημιουργόν, θεοποιεί ημάς. Η Αγάπη, ως άναρχος και αμετάθετος ζωή του Τριαδικού Θεού δια της ενοικήσεως αυτής εν ημίν, δεν καθιστά ημάς μόνον αθανάτους, υπό την έννοιαν ότι η ύπαρξις ημών θα παρατείνηται εις τους αιώνας, αλλά και «ανάρχους», διότι και η ενδοτριαδική Αγάπη είναι καθ’ εαυτήν άναρχος. Το άκτιστον Φως, συγκαταβαίνον εις τον ανθρώπον, δίδει εις αυτόν την ζώσαν πείραν της Αγάπης ταύτης. Η ενέργεια αυτής υπερνικά τον πλήξαντα ημάς θάνατον και βιούται ως εκ νεκρών ανάστασις εις νέαν, άναρχον πλέον ζωήν. Τότε αίρεται η αίσθησις της γηίνης προελεύσεως ημών.
Η εμπειρία αύτη, εν τούτοις είναι μόνον η πρόγευσις }315} της υπεσχημένης θεώσεως, κλήσις εμπνέουσα εις αγώνα, ουχί όμως τετελειωμένη κατάστασις θεώσεως. Η δωρεά αύτη της χάριτος πλουτεί ημάς δια της γνώσεως εκείνων, «ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν», αλλά δεν είναι εισέτι πλήρως κτήμα ημών, και ως εκ τούτου δύναται να αρθή ως «άδικος μαμωνάς». Και ο επιμελής εισέτι ασκητής δεν παραμένει πάντοτε εν ίση εντάσει χάριτος. Μετά περίοδον επισκέψεων αυτής δύναται η χάρις αύτη να μειωθή, και τότε εκ νέου σκιά τις καλύπτει ημάς.
Η γνώσις όμως διατηρείται εν τη ψυχή ως ανάμνησις.
Διακρίνοντες εν τη αποκαλυφθείση ημίν Θεότητι Υποστατικήν αρχή, Ουσίαν, Ενέργειαν, ουδόλως εννοούμεν ότι η Θεότης συνίσταται εκ διαφόρων στοιχείων. Το Θείον Όν είναι ο Ζων Θεός και ουχί η αφηρημένη φιλοσοφική έννοια του «καθαρού είναι». Είναι ο Ζων Θεός, διότι είναι Υποστατικός. Και κατ’ ουσίαν ζη η Αρχή αύτη, τουτέστιν η Υπόστασις. Αύτη δεν είναι αφηρημένη τις ιδέα. Ουχί. Έχει δε Ιδίαν Φύσιν και Ιδίαν Ενέργειαν. Και τούτο είναι το όντως Όν. Την Ουσίαν ή Φύσιν δεν εκλαμβάνομεν ως αντικειμενικόν παράγοντα εν τη Θεότητι. Εάν ενίοτε ομιλώμεν περί αυτής της πλευράς του Θείου Είναι, ως να επρόκειτο περί αντικειμενικής πραγματικότητος, πράττομεν τούτο κυρίως υπό την έννοιαν ότι η Ουσία και η Ενέργεια, ως Θεία Ζωή εν τη απολυτω πληρότητι αυτής είναι το περιεχόμενον ουχί μιας μόνον Υποστάσεως της Τριάδος, αλλά και των Τριών κατά το αυτό μέτρον.
Εν τω Θεώ μεταξύ της Υποστατικής Αρχής και της Ουσίας υπάρχει τελεία ταύτησις. Η Ουσία εγκλείεται }316} εν ταις Υποστάσεσιν. Ουδεμίαν έχει ύπαρξιν «κεχωρισμένην» εκ των Υποστάσεων ή εκτός Αυτών. Εν τω Θείω Είναι –άκρως υποστατικώ- ο αυτοπροσδιορισμός των Θείων Υποστάσεων προέρχεται εξ αυτών των ιδίων των Υποστάσεων και κατ’ ουδένα τρόπον προκαθορίζεται ή επιβάλλεται υπό της Ουσίας.
Εν τη κτιστή ημών ζωή βλέπομεν όντως ότι η φύσις ημών δεν ταυτίζεται εισέτι πλήρως μετά της υποστατικής αρχής. Έτι πλέον ημείς, ως πρόσωπα-υποστάσεις, ευρισκόμεθα εν οξεία αντιφάσει προς τινας εκδηλώσεις της φύσεως ημών. Γεννώμεθα ως υποστάσεις μόνον εν δυνάμει. Όταν η υποστατική αύτη αρχή αναπτυχθή εν ημίν μέχρι βαθμού τινος, άρχεται η σύγκρουσις μεταξύ της υποστάσεως εν τω ελευθέρω αυτοπροσδιορισμώ αυτής και των τάσεων της εκπτώτου φύσεως ημών. Η φύσις δεν είναι πλήρως ενυπόστατος, και όμως δυνάμεθα να ομιλώμεν περί της σχετικής αυτής αντικειμενικότητος. Ουδέποτε αύτη εκδηλούται έξω των συγκεκριμένων ατόμων.
Τον εν ημίν διχασμόν μεταξύ φύσεως και υποστάσεως δεν ανάγομεν εις τον Θεόν. Εν τη εσχάτη ημών τελειώσει πρέπει να επέλθη πλήρης ταυτότης φύσεως και προσώπου, άλλως θα ήτο αδύνατος η θέωσις ημών εν τη ακεραιότητι του είναι ημών. Πιστεύομεν ότι ο Κύριος ανελήφθη εις τον ουρανόν μη χωρισθείς από της ανθρωπίνης Αυτού φύσεως. Εν τη αιωνιότητι υπάρχει Ούτος εν δυσί φύσεσιν ατρέπτως, αλλ’ είναι είς Κύριος εν τη αρμονική ενώσει των δύο Αυτού φύσεων. Ούτως οφείλει να συμβή και εις ημάς: Μετά θάνατον θα διατηρήσωμεν την φύσιν ημών, η δε χάρις του Θεού θα ενωθή μεθ’ ημών τοσούτον στενώς, ώστε και ημείς ωσαύτως θα έχωμεν εν τη αιωνία ημών ζωή ακεραίαν αρμονίαν. }317}
«Εγώ ειμι ο Ών». Το Εγώ τούτο συνιστά το ουσιώδες Είναι. Οι προφήται (Ησαίας και Ιερεμίας) εξέφρασαν τούτο δια θαυμαστού τρόπου: «Ζω Εγώ, λέγει Κύριος». Και ο Απόστολος Παύλος επανέλαβε το αυτό. Το παν έγκειται εις αυτό το Εγώ. Και ημείς έχομεν την επαγγελίαν της υποστατικής αιωνιότητος: «Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (ως πρόσωπα: Πέτρος, Ιωάννης Ανδρέας), είπεν ο Κύριος. Μετά την έξοδον ημών εκ της ζωής ταύτης, το υποστατικόν ημών πνεύμα θα διαφυλαχθή ακριβώς ως τοιούτον και δεν θα διαλυθή εις το υπέρ-προσωπικόν απόλυτον, ως η σταγών εις τον ωκεανόν, ή ως η αναπνοή ημών ενούται μετά της ατμοσφαίρας και διαλύεται εν αυτή.
Ο Θεός έκτισε την φύσιν ημών, και ως εκ τούτου Ούτος μόνον γνωρίζει τα όρια των δυνατοτήτων αυτής. Εκάστη υπόστασις τίθεται εντός ενός δεδομένου φυσικού περιβάλλοντος, αλλ’ ημείς δεν γνωρίζομεν αυτό, ως θα έπρεπε. Τούτο βαθμηδόν αποκαλύπτεται εις ημάς, αποβαίνον περιεχόμενον της υποστάσεως, ήτις εκλήθη προς ολοκληρωτικήν κατοχήν της φύσεως αυτής. Εν τη εσχάτη αυτής τελειώσει η κτιστή υπόστασις θα φέρη ωσαύτως άπαν το πλήρωμα της φύσεως ταύτης, την οποίαν ο Δημιουργός συνέλαβεν ικανήν να περιλάβη το πλήρωμα του θεανθρωπίνου είναι. Ο Χριστός, Όστις είναι και το μέτρον του ανθρώπου, εφανέρωσε τούτο εν τη αναλήψει Αυτού. Και εν Αυτώ εισέτι η κτιστή φύσις δεν μετετράπη εις την άναρχον Ουσίαν της Θεότητος, αλλά προσέλαβεν αμείωτον το πλήρωμα της Θεότητος εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εν τη Υποστάσει του Χριστού εκάθισεν αύτη εκ δεξιών του Θεού Πατρός(ΣΥΜΒΟΛΟ). }318}
Ενώπιον ημών ευρίσκεται η εντολή να πραγματοποιήσωμεν εν ταις συνθήκαις, αίτινες εδημιουργήθησαν δια της πτώσεως, το αθάνατον είναι της υποστατικότητος ημών. Η διαδικασία αύτη είναι άκρως πολύπλοκος. Η πείρα μαρτυρεί ότι η φύσις ημών ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος υπέστη ουσιαστικήν αλλοίωσιν. Προέκυψε παράδοξος τις κατάστασις: Η φύσις ημών, καίτοι ημετέρα, έρχεται εις σύγκρουσιν μετά της υποστατικής ημών αρχής, όταν αύτη αγωνίζηται δια της τηρήσεως των Ευαγγελικών εντολών να θεραπευθή εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως, τουτέστι να αποκαταστήση την δια της πτώσεως διασπασθείσαν φύσιν ημών εις την πλήρη «ακεραιότητα» αυτής. Μόνον δια της συνεργίας της χάριτος και της προσευχής ο πνευματικός δυναμισμός της υποστάσεως ημών υπερνικά την επιβολήν οιουδήποτε περιορισμού, ουχί μόνον εκ της πεπερασμένης πεπτωκυίας φύσεως, αλλά και εκ των κοσμικών δυνάμεων εν γένει. Ζωή εν τω κόσμω τούτω, συμφώνως προς την διδαχήν του Χριστού, σημαίνει αδιάκοπον πάλην κατά των παθών, άτινα παρεμποδίζουν την απόκτησιν της αιωνίου ζωής εν τω Φωτί του Θεού και Πατρός ημών. }319}
Και το τελευταίον Τούτο (το άγιον Πνεύμα) έδιδεν εις εμέ να αισθανθώ δι’ όλης της υπάρξεως μου ότι εύρον την Πρωταρχικήν Αλήθειαν. Η μόνη μέριμνα μου μετά την ανεύρεσιν αυτής, ήτο να δικαιώσω την θαυμαστήν ταύτην αλήθειαν εν τη ζωή μου. Μη επιτυγχάνων του αγίου τούτου σκοπού εβυθιζόμην εις τοιαύτην θλίψιν, την οποίαν δεν δύναμαι να εκφράσω. Ένεκα αυτής ωδυρόμην επί έτη. }320} … Δεν υπάρχει συμφορά μεγαλυτέρα της προσβολής της αγάπης του Αγίου των Αγίων. Η καρδία μου εγίνετο ως τηκόμενον κηρίον. Η οδύνη όμως εκείνη της καρδίας ήτο παραδόξως ζωηφόρος. Απαίσιος τις θάνατος εξηλείφετο υπό καυστών δακρύων, ως εξαφανίζονται δια χημικών βιολογικών προϊόντων αι επί παλαιών ενδυμάτων σεσσωρευμέναι κηλίδες.
Ο Άνθρωπος-Υπόστασις εκδηλούται δια της λειτουργίας της αυτοσυνειδησίας, του αυτοπροσδιοριμού, ως και δια της ικανότητος αυτού να γνωρίζη ουχί μόνον τον κόσμον των κτιστών πραγμάτων, αλλά και το Θείον Είναι, τουτέστι τον Ίδιον τον Δημιουργόν. Επιγινώσκει εαυτόν εναργέστερον εν τη φλογί της αγάπης της ενούσης αυτόν μετά του ηγαπημένου Θεού. Η αγάπη, δι’ ιδιαιτέρου τρόπου ενούσα τον άνθρωπον μετά του Θεού, χαρίζεται εις αυτόν και την Θεογνωσίαν. Εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν αποκαλύπτεται ο Θεός εν τω φωτί και ως Φως, εν τη ζέσει της αγάπης και ως Αγάπη. Εν τη καταστάσει του Άνωθεν φωτισμού ο άνθρωπος θεωρεί την ευαγγελικήν αλήθειαν ως αντανάκλασιν της ζωής του Ιδίου του ανάρχου Θεού επί του επιπέδου της Γης. Εν τη εμφανίσει του ακτίστου Φωτός γνωρίζεται η δόξα του Χριστού, «ως Μονογενούς παρά Πατρός». Το άκτιστον τούτο Φως εφανερούτο δια μέσου των αιώνων εις εκείνους, οίτινες εδέχοντο δια βαθείας και αδιστάκτου πίστεως τον Χριστόν ως Θεόν. Το Φως τούτο είναι Θεία Ενέργεια, και ως τοιαύτη είναι το Ενιαίον Φως της Αγίας Τριάδος. Το Φως τούτο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι το Φως του συναϊδίου προς τον Πατέρα Λόγου. Είναι η εν ημίν ενέργεια του }321} Αγίου Πνεύματος. Η συγκατάβασις του Φωτός τούτου έως ημών αποτελεί τρόπον τινά, «προσωπικήν αποκάλυψιν», δι’ όσους ηξιώθησαν της χάριτος ταύτης. Δυνάμει της ευδοκίας αυτής του ουρανίου Πατρός αι Γραφαί της Καινής Διαθήκης παρουσιάζονται εις την πνευματικήν όρασιν εν τη αιωνίως αναλλοιώτω αυτών επικαιρότητι. Εξαφανίζεται η αίσθησις ότι ο λόγος ούτος εδόθη ποτέ εις το παρελθόν. Φέρει εν εαυτώ την αιωνιότητα, ήτις περιλαμβάνει άπασαν την διάρκειαν των χρόνων.
Η «προσωπική αποκάλυψις» περί του Υπερκοσμίου Όντος δύναται να έλθη κατ’ αιφνίδιον τινα τρόπον ως λάμψις αστραπής, αλλά το ούτως προσληφθέν αφομοιούται εν τούτοις βαθμηδόν κατά την παρατεταμένην πορείαν του αγώνος της προσευχής. Εκ της πρώτης επαφής της φωτοφόρου χάριτος το ουσιώδες περιεχόμενον της αποκαλυφθείσης γνώσεως καθίσταται εν ημίν σαφές. Η ψυχή δεν αισθάνεται την ανάγκην να εκθέση δια λογικών εννοιών την εμπειρίαν αυτής: Εκπλήττεται δια την αγαθότητα του Θεού και πληρούται ολοτελώς της παρουσίας του εν αυτή Θείου Πνεύματος. Όταν όμως το Φως τούτο απομακρυνθή από της ψυχής, τότε η ήρεμος έκπληξις αυτής αντικαθίσταται υπό λύπης, και τότε, φυσικώ τω τρόπω, αυξάνει η δίψα δια τελειοτέραν, τουτέστιν αμετάθετον και αναφαίρετον ένωσιν μετά του ηγαπημένου Θεού (ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ).
Πρώτος εις τον οποίον απεκαλύφθη ο Απόλυτος Θεός ως Υπόστασις ήτο ο Μωυσής. Και αυτού όμως η εξαίρετος μεγαλοφυία δεν ηδυνήθη να προσλάβη άπαν το βάθος του αποκαλυφθέντος εις αυτόν «Εγώ ειμι». }322} Εκ της ιστορίας της θεοσδότου θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης βλέπομεν ότι ουδείς των προφητών έφθασεν εις άπαν το πλήρωμα, όπερ προσιδιάζει εις την υποστατικήν αρχήν. Την μορφήν της υπάρξεως ταύτης εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον κόσμον μετά μεγάλης δυνάμεως. Ολίγοι όμως κατενόησαν αυτήν ως έπρεπε. Και εν τη ιστορική εισέτι χριστιανική Εκκλησία μονάδες μόνον κατά γενεάν εβίωσαν την μορφήν ταύτην του είναι. Οι ήρωες ούτοι της πίστεως είναι σπάνιοι, αλλ’ η επιρροή αυτών εφαπλούται εις άπαν το πλήθος των μελών της Εκκλησίας. Ευλαβείς ασκηταί, ων ο αριθμός δεν δύναται να υπολογισθή ακολουθούντες τα ίχνη των εκλεκτών του Υψίστου Θεού, ετέθησαν επί της αυτής προοπτικής, καίτοι δεν έφθασαν εις τας κορυφάς αυτής. Αύτη είναι και η περίπτωσίς μου.
… Χάρις εις αυτόν (όσιον Σιλουανόν) επί σειράν ετών υπήρξα ο εγγύτατος παρατηρητής έτι δε και μαθητής, μιας ζωής αυθεντικώς χριστιανικής. }323}
… εδόθη εις το πνεύμα μου δια της προσευχής η κατανόησις της οντολογικής θέσεως της υποστατικής αρχής εν τω Θείω Είναι και εν τω ανθρωπίνω είναι.
Ας μη φανή αντιφατικόν ότι εν τη απομονώσει της ερήμου συνειδητοποίησα βαθύτερον την Υποστατικήν Αρχήν. Είμαι πεπεισμένος ότι τούτο ήτο συνέπεια της εφέσεως μου να ζω συνεχώς εν Χριστώ, εν τη Υποστάσει Αυτού. «Χωρίς Αυτού» δεν γνωρίζω ούτε τον Θεόν, ούτε τον Άνθρωπον. Εν τη ερήμω ωσαύτως πλείον ή εις οιονδήποτε άλλον τόπον εδόθη εις εμέ η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ όλης της ανθρωπότητος, υπέρ όλου του Αδάμ. Δια της προσευχής «ο όλος Αδάμ» παύει να είναι το προϊόν των προσπαθειών της φαντασίας(ΣΥΜΒΟΛΟ): Αποβαίνει συγκεκριμένη πραγματικότης, ενεργόν περιεχόμενον της θεωρίας. }324}
Ενώπιον των οφθαλμών Αυτού είναι αποκεκαλυμμένη και διαφανής πάσα η κτίσις. «Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Εκάστη στιγμή της ζωής ημών, έκαστος παλμός της καρδίας ημών, τα πάντα, ευρίσκονται αδιαλείπτως εν τη εξουσία Αυτού (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ). Άπαν το είναι μου και το πρόσκαιρον και το αιώνιον δωρείται υπ’ Αυτού εις εμέ μέχρι και των λεπτομερειών, εκτός των αμαρτιών μου, τας οποίας γνωρίζει αλλά των οποίων δεν μετέχει. Όταν μένω εν Αυτώ δύναμαι ωσαύτως να είπω «εγώ ειμί». Εάν δε είμαι εκτός Αυτού τότε αποθνήσκω. Όταν το Πνεύμα του Θεού κατέρχηται επ’ εμέ τότε αγαπώ Αυτόν δι’ όλης της υπάρξεως μου. Ζω την κατάστασιν ταύτην ως προσωπικήν και ουχί ως τι εκτός εμού υπάρχον. Αλλά και εκ της πείρας μου εισέτι γνωρίζω ότι η ζωή αύτη παρ’ Αυτού κατέρχεται εις εμέ. Δια της ελεύσεως Αυτού εντός μου, επομένως δια της ενώσεώς μου μετ’ Αυτού εν αυτή ταύτη τη Ενεργεία του Είναι, ζω και εγώ ως Εκείνος· είναι η ζωή μου. Η Ζωή Αυτού είναι ζωή μου. Κατά τας ώρας της παραμονής Αυτού μετ’ εμού γνωρίζω ότι Αυτός είναι Αγάπη. Αγάπη εν τούτοις παράδοξος, ιδιαιτέρου γένους, ήτις ουδόλως δύναται να αναβή εις τον νουν ή την καρδίαν του ανθρώπου, εάν ούτος ως προς το θέμα τούτο στηρίζηται εις εαυτόν, ως είναι νυν εν τη πτώσει αυτού. }325}
Η αγάπη του Θεού είναι κενωτική. Ούτος απεκάλυψεν εις ημάς το μυστήριον του Είναι Αυτού, δους εις ημάς την εντολήν να αγαπώμεν τον Θεόν μέχρι και του αυτομίσους. Αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι’ αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ’ υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι Αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον.
Εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος συνήντησα το εξής σύνηθες φαινόμενον. Ο μοναχός δυνατόν να είναι όλος εν τω Θεώ, εν τω Φωτί, και το Φως τούτο εν αυτώ, παρ’ αυτώ όμως δεν υπάρχει διανοητική αντίδρασις εις το γεγονός τούτο. Φαίνεται εις αυτόν φυσιολογική κατάστασις.
Το μυστήριον της Θείας Κενώσεως είναι ασύλληπτον υπό των κτισμάτων: Ο άπειρος Θεός παραμένων αναλλοιώτως εν τω πληρώματι της παντοδυναμίας Αυτού ελαττούται εις το έπακρον, «εις τέλος». … Το μυστήριον τούτο είναι απρόσιτον εις ημάς διότι ζώμεν την κένωσιν ταύτην ως θάνατον, και τούτο, μέχρις ότου κατέλθη εφ’ ημάς η ευδοκία του Αιωνίου Θεού. Ουδείς δύναται να ακολουθήση τον Χριστόν εάν δεν είναι μετ’ αυτού η δύναμις του Πατρός. Δεν δύναται ο φυσικός άνθρωπος, εάν δεν γεννηθή Άνωθεν να δεχθή τον ευαγγελικόν λόγον ως την καλήν αγγελίαν περί της θεώσεως του ανθρώπου δια της μεταδόσεως εις αυτόν της Θείας αιωνιότητος ως αναφαιρέτου κτήματος. Αι εντολαί του Χριστού δεν είναι τι άλλο, ει μη η αυτοαποκάλυψις }326} του Θεού ως προβολή του Είναι Αυτού επί του επιπέδου της Γης. Όντως εν ταις εντολαίς αισθανόμεθα οσμήν, ήτις διά τινας είναι «οσμή θανάτου εις θάνατον», δι’ άλλους δε «οσμή ζωής εις ζωήν».
Η συνειδητή επαφή μετ’ Αυτού (του «Εγώ ειμι ο Ών») δεν παρέρχεται άνευ ιχνών: Ο γνωρίσας την αγάπην Αυτού δεν θα χωρισθή πλέον απ’ Αυτού εις τους αιώνας. Ο νους του τοιούτου ανθρώπου αναγεννάται. Πρότερον έτεινε να βλέπη πανταχού αιτιοκρατικάς κοσμικάς διαδικασίας, νυν όμως άρχεται να κατανοή τα πάντα εν τω Φωτί της υποστάσεως (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ).
Το όμοιον γνωρίζεται υπό του ομοίου. Μόνον η υπόστασις-πρόσωπον είναι ικανή να γνωρίση τον Ζώντα Θεόν. Αίρεται το παράλογον της ανακυκλώσεως παντός α-προσώπου.
Ιδού Εκείνος πρώτος επιθυμεί να είναι μεθ’ ημών, όπως μεταδώση εις ημάς το πλήρωμα της αμαράντου Αυτού ζωής. Διψώμεν να λάβωμεν την δωρεάν ταύτην. Αλλά και πάλιν επαναλαμβάνομεν: Ουδέποτε πρέπει να }327} επιλανθανώμεθα ότι η αφομοίωσις «παντός δωρήματος τελείου, Άνωθεν καταβαίνοντος από του Πατρός των Φώτων», συνδέεται μετά της αναποφεύκτου σταυρώσεως ολοκλήρου της υπάρξεως ημών. Οφείλομεν να ομοιωθώμεν προς τον Μονογενή Υιόν του Πατρός, ως και Ούτος ωμοιώθη προς ημάς «κατά πάντα».
Μεγάλη είναι η λέξις «Εγώ»: Σημαίνει το πρόσωπον-υπόστασιν. Το πλέον ουσιώδες περιεχόμενον αυτής είναι η αγάπη, ήτις στρέφεται πρωτίστως προς τον Θεόν. Το «εγώ» δεν ζη εις παροξυσμόν φιλαύτου στροφής προς εαυτό. Δημιουργηθέν «εκ του μηδενός» δια του θελήματος του Θεού-Δημιουργού όταν βυθίζηται εν εαυτώ, παραμένει εν τη μηδαμινότητι αυτού. Η υπό του Χριστού εντεταλμένη αγάπη προς τον Θεόν μέχρι και του αυτομίσους εν τη αποκοπή πασών των ψυχικών και σαρκικών σχέσεων ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις τας εκτάσεις της Θείας αιωνιότητος. Η αγάπη αύτη είναι κατηγόρημα της Θεότητος. Όταν η δύναμις της αγάπης αυτής εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, ευρύνει αυτήν μέχρις απειρότητος. Δίδει εις αυτόν την χαράν να περιπτυχθή εν αγάπη άπασαν την κτίσιν, τον κόσμον άπαντα.
Το πλήρωμα της αφθάρτου αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον συνδέεται δια θαυμαστού τρόπου μετά της αποστροφής προς εαυτόν μέχρις εισέτι και του μίσους. Αλλά το μίσος τούτο είναι άγιον: Είναι δώρον του }328} Θεού προς ημάς. Δι’ αυτού υπερνικάται ο θάνατος, όστις εβασίλευσε δια της πτώσεως του Αδάμ. Δια του μίσους τούτου ενεργώς κοινωνούμεν της αιωνιότητος. Η αγάπη μέχρι του αυτομίσους είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη εάν ο Ίδιος ο Θεός ενωθή μεθ’ ημών και γίνη η ζωή ημών.
Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν απεκάλυπτεν εις ημάς το θαυμαστόν τούτο μυστήριον ουδείς εκ των θνητών θα ηδύνατο να διανοηθή τοιούτον παράδοξον πράγμα: Μίσησον σεαυτόν εξ αγάπης προς τον Θεόν, και δια της αγάπης ταύτης θα εναγκαλισθής παν ό,τι υπάρχει. Και ο Θεός και άπας ο πλούτος του κτισθέντος υπ’ Αυτού είναι αποβαίνει περιεχόμενον της ζωής σου(ΣΥΜΒΟΛΟ). Το «εγώ», εν τη ορμή αυτού προς τον Θεόν της αγάπης, επιλανθάνεται εαυτού, αν και είναι τούτο ακριβώς το «εγώ», το οποίον φέρει μακαρίως εν εαυτώ και τον ουρανόν και την γην.
Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της «αριστεράς μου») το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ. }329}
Όταν ιστάμεθα προ της εντολής ήτις απαιτεί να αγαπήσωμεν τον Χριστόν μέχρι και του μίσους προς ημάς αυτούς και προς πάντα όσα έχομεν εν τω κόσμω τούτω, διατρέχομεν τον κίνδυνον να είπωμεν: «Σκληρός έστιν ούτος ο λόγος· τις δύναται αυτού ακούειν»; Ο Κύριος όμως απαντά εις τούτο: «Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ή δεδομένον αυτώ εκ του Πατρός Μου» … Από της ώρας εκείνης πολλοί απήλθον απ’ Αυτού … Ο μακάριος όμως Πέτρος ησθάνθη την δύναμιν των λόγων του Χριστού: «Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις».
Εκείνο το μίσος περί του οποίου ομιλεί ο Κύριος της αγάπης, είναι ως προς }330} την ουσίαν αυτού το πλήρωμα της κενωτικής αγάπης του Θεού. Η αγάπη εκπορευομένη εκ του Πατρός ελκύει ημάς εις τα ίχνη του Χριστού. Βλέποντες εαυτούς εν τοις δεσμοίς των παθών εξ αιτίας ενός εγωϊσμού εστερημένου αγάπης και ανίκανοι να ακολουθήσωμεν Αυτόν, μισούμεν εαυτούς. Η δύναμις του πόνου του αγίου αυτού μίσους εξάγει ημάς εκ των ορίων του χρόνου και του χώρου. Τότε επιλανθανόμεθα και αυτού του πόνου και παντός παρερχομένου, παραμένει δε μεθ’ ημών μόνον η ορμή της αγάπης. Ούτω προσεύχεται η υπόστασις η ανταύγεια του Θεού εν ημίν και η ομοίωσις προς τον Χριστόν, τον προσευχόμενον εν Γεθσημανή.
«Ο Θεός αγάπη εστίν» και ο άνθρωπος-υπόστασις είναι πεπροικισμένος δια της ικανότητος να αφομοιώση την εκ του Θεού φλόγα της αγάπης ταύτης. … Εις τον Θεόν τα πάντα είναι τελείως αποκεκαλυμμένα, τα πάντα είναι γνωστά έως τέλους· και ο άνθρωπος-υπόστασις περικλειόμενος εν τη Ενεργεία του Θείου Είναι, δια του Θεού και εν τω Θεώ, αποβαίνει φορεύς της παγγνωσίας. … Ο Θεός πληροί τα πάντα, είναι πανταχού παρών, ουχί δια της Ουσίας, ήτις δι’ απολύτου τρόπου υπερβαίνει παν κτιστόν, αλλά δια της ζωηφόρου Ενεργείας Αυτού. Και οι υιοί της Βασιλείας εν Πνεύματι Αγίω γίνονται, κατά τινα τρόπον, πανταχού παρόντες: Εστραμμένοι προς τον Μόνον Θεόν, οι Άγιοι βλέπουν εν Αυτώ όλον τον κόσμον. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Ο άνθρωπος είναι κτιστή υπόστασις. Εν τούτοις κατά την εσωτερικήν αυτού φύσιν ως εικών του Απολύτου }331} Θεού εμφανίζεται και αυτός ως παγκόσμιον τι κέντρον, μέγα και θαυμαστόν εν τη εσχάτη αυτού τελειώσει δια του Υιού, του συνανάρχου τω Πατρί. Τούτο εν μέρει προαναγγέλεται εν τη καταστάσει της εν χάριτι μνήμης του θανάτου· τότε ο άνθρωπος ζη εν πνεύματι τον θάνατον αυτού ως καταστροφήν του κόσμου παντός: Εν αυτώ τω ιδίω, δι’ αυτόν τον ίδιον, τα πάντα αποθμήσκουν δια του θανάτου αυτού, εισέτι και ο Θεός, γνωστός ήδη εις αυτόν μέχρι τινός. Ο αρνητικός χαρακτήρ της εμπειρίας ταύτης μετατρέπεται εις θετικήν πείραν αναστάσεως της ψυχής, όταν το κατερχόμενον επί τον προσευχόμενον άκτιστον Φως γεννά εν αυτώ την βαθείαν προσευχήν υπέρ όλου του Αδάμ.
Η κτιστή υπόστασις αποτελεί θεοειδές κέντρον. Ο Δημιουργός συμπεριφέρεται προς αυτήν ουχί ως προς ενέργημα Αυτού, αλλ’ ως προς τι γεγονός έτι και δι’ Αυτόν. Δια την υπόστασιν δεν υπάρχει εξωτερική αυθεντία. Δυνάμει τούτου ουδέν και ουδείς υπάρχει εν όλω τω κοσμικώ είναι, όστις θα ηδύνατο να επιβάλη εις τον άνθρωπον την θέλησιν αυτού ή να αναγκάση αυτόν δια της βίας εις την μίαν ή την άλλην εκλογήν, είτε νύν, είτε εν τη αιωνιότητι.
Σωζόμεθα μόνον δια της πίστεως εις τον Χριστόν, ως την προαιώνιον Αλήθειαν του ακαταλύτου Είναι. }332}
«τετέλεσται» … τότε ακριβώς ωλοκληρώθη η αποκάλυψις περί του κενωτικού χαρακτήρος της Θείας αγάπης· αγάπης, ήτις προσιδιάζει εις την Υποστατικήν Αρχήν.
Εάν νοήσωμεν την αμαρτίαν ως παρέκκλισιν από του Θεού και Πατρός, είτε εκ πεπλανημένης νοεράς θεωρίας του Είναι, είτε εξ εγκλήματος εναντίον της αγάπης Αυτού, τότε η αμαρτία του Αδάμ, τουτέστιν εμού, περικλείει και τας δύο ταύτας όψεις.
Ο άνθρωπος όστις ησθάνθη εντός αυτού την αντανάκλασιν, την ανταύγειαν της Απολύτου Φύσεως, διατρέχει τον κίνδυνον να υπερεκτιμήση εαυτόν και να απαιτήση τι υπερβαίνον το μέτρον αυτού. Ευρισκόμενος εν τοιαύτη πλάνη αγωνίζεται να εδραιωθή εν αυτή, εκλαμβάνων εσφαλμένως ταύτην ως την περί εαυτού αλήθειαν. Ακριβώς τούτο έπαθεν ο Αδάμ, και επί τα ίχνη αυτού πολλοί εκ των απογόνων αυτού επανέλαβον και συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν την αυτήν αμαρτίαν. Υπερήφανοι εξάρσεις αλογίστου ελευθερίας δεν υπήρξαν ξέναι εις τον Άνθρωπον. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να γνωρίζωμεν την περί ημών αλήθειαν ταύτην. Η μοιραία όμως αφροσύνη ήτις εχώρισεν ημάς από της }333} Πατρικής αγάπης, δύναται και οφείλει να εμπνεύση εις ημάς τον άγιον φόβον και την μετά βαθέος κλαυθμού προσευχήν. Είμεθα κτίσματα. Το Απόλυτον αληθινόν Όν εχαρίσατο εις ημάς το είναι και υπεσχέθη να καταστήση ημάς μετόχους της ανάρχου και ατελευτήτου Αυτού Ζωής. Απερρίψαμεν την επαγγελίαν ταύτην και παρεπλανήθημεν εις οδούς ετέρου φανταζομένου υφ’ ημών Απολύτου, η μετά του οποίου ένωσις συνεπάγεται τον υποστατικόν ημών θάνατον.
Όταν όμως πιστεύσωμεν εις Αυτόν ως την Αλήθειαν του ακαταλύτου Είναι, τότε το Πνεύμα του Θεού ανάγει ημάς εις τον χώρον του Θείου Φωτός. }334}
Ο Θεός Ούτος ελκύει ημάς απαύστως προς υψηλοτέραν ανάβασιν, αναγκάζων ημάς, τα τέκνα Αυτού, να υπερβώμεν τα στάδια, άτινα επιπόνως διηνύσαμεν. Είναι Πανάγαθος, αλλά τρόπον τινά ουδέποτε ικανοποιείται υπό των επιτευχθέντων υφ’ ημών μέτρων. Ο πόνος του ανθρώπου, όστις ακολουθεί Αυτόν, φαίνεται ως να μη διεγείρη εις Αυτόν την αναμενομένην υφ’ ημών συμπάθειαν.
Είναι φυσικόν εις τον άνθρωπον να φέρηται προς την Θείαν μορφήν του Είναι. Άρα γε δεν συνίστατο εις τούτο ο «πειρασμός», τουτέστιν εις την εκμετάλλευσιν της «φυσικής» στροφής του ανθρώπου προς την αμετάθετον αιωνιότητα, και εις την υπό του εχθρού εισήγησιν της ιδέας του δυνατού της επιτεύξεως της ποθουμένης }335} Θεώσεως άνευ του «σκληρού» τούτου Θεού; Να πορευθή ουχί δια της μαρτυρικής σταυρώσεως, αλλά δια της βρώσεως του απολαυστικού καρπού της γνώσεως του καλού και του κακού; «Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής και έφαγον». Και εν ταις ημέραις ημών συχνάκις είναι δυνατόν να συναντήσωμεν φορείς της αυτής ιδέας, ήτοι της αποκλίσεως από της σταυρικής οδού του Ευαγγελίου και της επιδιώξεως της ενώσεως μετά του Απολύτου μέσω της γνώσεως.
Πεπεισμένος περί της σχετικότητος της λίαν ατελούς εν αυτώ υποστατικής αρχής ο άνθρωπος συμπεραίνει λογικώς ότι είναι ανεπίτρεπτον να προβάλη την αρχήν ταύτην εις το Απόλυτον. Ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της φυσικής διανοίας εις την ιδέαν μιάς Υπερ-προσωπικής Αρχής, ήτις υπερβαίνει παν το σχετικόν. Εν τη κινήσει αυτού προς την υπερώνυμον ταύτην Αρχήν, ο νους του ανθρώπου μετά κόπου επιτυγχάνει να αποδεσμευθή από της αντιλήψεως περί Αυτής ως τινος «συμπαντικού» (το Παν, το Έν). Όταν όμως υπερπηδήση το κατώφλιον τούτο της φαντασίας των κοσμικών πραγματικοτήτων, οδηγείται εις την ιδέαν του «Καθαρού Είναι». }336}
Πάσα η πολύμορφος πείρα της ζωής, πάσαι αι κοσμικαί διαδικασίαι αι υποπίπτουσαι εις ην συνείδησιν ημών, οφείλουν να υπηρετήσουν την προετοιμασίαν της πρόσωπον προς Πρόσωπον μετά του Θεού συναντήσεως, ήτις κατά το είδος αυτής ανήκει εις την μετα-ιστορίαν, επειδή εισάγει ημάς εις την πραγματοποιουμένην αιωνιότητα. Όστις εδέχθη την ευλογίαν της συναντήσεως ταύτης ούτος έλαβε συγχρόνως και την κατανόησιν των θεοφανειών των περιγραφομένων εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη. }337}
Η Παλαιά Διαθήκη είναι υψηλή και αγία δι’ ημάς, όταν εννοώμεν αυτήν ως διδάσκει ημάς ο Ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι Αυτού, και ο Μωυσής εισέτι. … Ο ίδιος μάλιστα ο Μωυσής αφήκεν εντολήν να αναμένουν άλλον Προφήτην, όστις «όταν έλθη … αναγγελεί ημίν πάντα». }338}
Ο Χριστός ωμίλει προς τον λαόν εις γλώσσαν κατανοητήν και υπό των απλουστέρων. Το περιεχόμενον όμως των ομιλιών Αυτού ήτο πραγματικότης απρόσιτος εις πάντα χοϊκόν, εισέτι δε και εις τους Αποστόλους:
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς το Μυστήριον του Πρωταρχικού Είναι, του εν αρχή Όντος: Οι Τρείς, αμείωτοι και άτρεπτοι ο Είς προς τον Άλλον, είναι το Έν Όν, τα μάλιστα Απλούν, εις το Οποίον εν τούτοις δεν αντιφάσκει η πολλαπλότης των «διακρίσεων». Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ’ υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ’ υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών. }339}
Εν τη βαθεία προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, «ως και περί αυτού του ιδίου», εν προσευχή ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Χριστόν Ιησούν προσευχόμενον εν τω κήπω της Γεθσημανή, ο άνθρωπος ζη αληθώς όλην την ανθρωπότητα ως μίαν ζωήν, μίαν φύσιν εν τη πολλαπλότητι των υποστάσεων. Εξ αυτού του είδους της γνώσεως της μυριοϋποστάτου ενότητος τελείται η μετάβασις εις την θεολογικήν αφομοίωσιν του δόγματος περί της Ενότητος της Αγίας Τριάδος.
Μετά την εμπειρίαν της «υποστατικής» προσευχής εγκαταλείπομεν εις τα οπίσω τας κατηγορίας της τυπικής λογικής και αναγόμεθα εις την οντολογικήν πρόσληψιν, τουτέστιν εις τας κατηγορίας αυτού τούτου του είναι. Η αλήθεια δεν είναι εκείνο, όπερ επαγωγικώς οικοδομεί η φιλοσοφία του πεπτωκότος ανθρώπου. Η Αλήθεια είναι ο προ πάντων των αιώνων όντως Ών.
«Επιστρέφοντες» εκ της καθαράς προσευχής εις την παχύτητα της σαρκός του κόσμου τούτου εκπίπτομεν του βιώματος του ενός ανθρώπου και βλέπομεν εκ }340} νέου μετά λύπης ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως διαφανείς ο είς εις τον άλλον. Το όριον μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων δεν καταργείται εις τοιούτον βαθμόν, ως τούτο αποκαλύπτεται εν τη Θεία Τριάδι, όπου εκάστη Υπόστασις είναι ολοτελώς ανοικτή προς τας άλλας. Εκεί η κενωτική αγάπη είναι ο θεμελιώδης χαρακτήρ της Θείας Ζωής, ένεκα της οποίας η ενότης της Τριάδος είναι απολύτως τελεία. Τούτο εκφράζεται εν τη θεολογία δια του όρου «περιχώρησις». Η ανθρωπότης καλείται να γίνη είς άνθρωπος κατ’ εικόνα της Τριαδικής Ενότητος.
Οι θεοί οι επινοηθέντες υπό των ανθρώπων είναι νεκροί. Η γνώσις όμως του Ζώντος Θεού είναι δώρον ασύγκριτον. Τούτο παραδίδεται εις τον άνθρωπον δια της εμφανίσεως του Θεού και τίθεται ύστερον ως θεμέλιον όλης της ζωής αυτού. Εκάστη φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον, ούσα Θεία ενέργεια κατά την φύσιν αυτής, αντανακλάται εις τα πεπρωμένα του σύμπαντος κόσμου· είς τινας μάλιστα περιπτώσεις επηρεάζει σημαντικώς τον ρουν των ιστορικών γεγονότων. }341}
Η εμπειρική επιστήμη πορεύεται προς την γνώσιν του φυσικού κόσμου δια της επαγωγικής μεθόδου. Εκ της παρατηρήσεως επί μέρους φαινομένων καταλήγει εις την διατύπωσιν γενικού νόμου. Δεν συμβαίνει όμως ούτως εις τας Άνωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Η ψυχή δια της διαισθήσεως αυτής αναγνωρίζει «πόθεν» ήλθε το ορώμενον. Μη δυναμένη εισέτι να συλλάβη το πλήρωμα της εκχυθείσης επ’ αυτήν ευλογίας άρχεται εν τούτοις να οικοδομή το μέλλον επί τον βράχον της δια θαυμαστού τρόπου δοθείσης γνώσεως: … Κατά τον αυτόν τρόπον και ο χριστιανός οικοδομεί την επίγειον και αιώνιον αυτού ζωήν συμφώνως προς την δοθείσαν εις αυτόν δια της χάριτος θεωρίαν. (ΟΙΚΟΔΟΜΕΙ)
Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ’ όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψιν του θέματος. Ο άνθρωπος-υπόστασις ζη δια του Θεού και εν }342} τω Θεώ. Η πραγματικότης αύτη δύναται να εκφρασθή και δι’ άλλου τρόπου: Ο Θεός περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον, νουν, καρδίαν και σώμα. Το γινώσκον-πρόσωπον και ο Γινωσκόμενος-Θεός ενούνται εις έν. Ούτε ο είς ούτε ο Άλλος γίνονται «αντικείμενον» εν αυτή τη ενώσει. Η αμοιβαία γνώσις του ανθρώπου υπό του Θεού και του Θεού υπό του ανθρώπου φέρει χαρακτήρα «προσωπικόν», αποκλείοντα την «αντικειμενοποίησιν». Ο σύνδεσμος ούτος της αγάπης είναι πνευματική πράξις, κατά την οποίαν ο Ηγαπημένος γίνεται το είναι ημών. Ίδιον της αγάπης είναι να μεταφέρη την ζωήν εις Εκείνον τον Οποίον αγαπά μέχρι και λήθης αυτής. Η Θεία αγάπη κατά το είδος αυτής, το μεγαλείον, την αρμονίαν, την εξουσίαν, υπερέχει παντός ό,τι γνωρίζει η γη. Είναι προς τούτο θαυμαστόν ότι η τοιαύτη κατάστασις κατανοείται ως η μόνη αληθώς και μοναδικώς φυσική δια τον άνθρωπον. Παράδοξον πράγμα: Ο Θεός είναι ο Έτερος και, συγχρόνως ο εμός.
Η επίτευξις της αγάπης ταύτης είναι κατ’ ουσίαν «η απόκτησις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος», περί ής ωμίλει ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ. Η πορεία προς αυτήν διέρχεται δια τριών σταδίων:
Η πρώτη ένωσις μετά του Θεού είναι δυνατή ως δώρον ευδοκίας εις τινα στιγμήν την οποίαν ο Θεός ευρίσκει ευνοϊκήν, όταν ο άνθρωπος δύναται να δεχθή μετ’ αγάπης την επίσκεψιν Αυτού. Τούτο είναι πράξις Αυτοαποκαλύψεως του Θεού εις δεδομένον πρόσωπον. Το Φως του Θεού χαρίζεται την αυθεντικήν πείραν της Θείας αιωνιότητος. Τούτο όμως δεν είναι εισέτι η τελείωσις της θεώσεως του ανθρώπου. Δυνάμεθα να ορίσωμεν το δώρον τούτο ως τον «άδικον μαμωνάν»· η Θεία χάρις δεν }343} αφωμοιώθη εισέτι υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να γίνη μετά της φύσεως ημών έν εις τους αιώνας.
Το δεύτερον στάδιον είναι η παρατεταμένη περίοδος της μετά ποικίλης εντάσεως Θεοεγκαταλείψεως. Εις τας ακραίας αυτής μορφάς είναι φοβερά. Η ψυχή αισθάνεται την έκπτωσιν αυτής εκ του Φωτός ως πνευματικόν θάνατον. Το εμφανισθέν Φως δεν είναι εισέτι αναφαίρετος κληρονομία της ψυχής. Ο Θεός έτρωσε την καρδίαν ημών δι’ αγάπης, ύστερον όμως απεχώρησεν. Αναμένει ημάς αγών δυνάμενος να διαρκέση επί έτη, και επί δεκαετίας εισέτι. Ενίοτε η χάρις επανέρχεται, και ούτως ενισχύει την ελπίδα, καινοποιεί την έμπνευσιν και πάλιν απομακρύνεται. Η εναλλασομένη αύτη κατάστασις είναι άκρως σημαντική περίοδος αναπτύξεως του ανθρώπου μέχρι της δυνατότητος αυτοπροσδιορισμού εν τη αιωνιότητι. Ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, ίνα εκδηλωθή το αυτεξούσιον ημών. Την γνώσιν δε της «οδού» προς την τελειότητα εκληρονομήσαμεν εκ των Πατέρων ημών. Παρετηρήθη ότι πλείστοι αγνοούντες τα περί της τάξεως της πνευματικής αυξήσεως του χριστιανού γευθέντες πρώτον της χάριτος, κατόπιν δε στερηθέντες αυτής, εκπίπτουν από του Θεού. Την εμπειρίαν της Άνωθεν επισκέψεως τείνουν ούτοι να δεχθούν ως παροδικήν ψυχικήν έξαρσιν, ιδιαιτέρως χαρακτηριστικήν εν τη αρχή της ενηλικιώσεως. … Ο Άγιος Σιλουανός λέει: « … εάν όμως ο άνθρωπος δεν βιάζη εαυτόν εις το έργον της ασκήσεως τότε η χάρις }344} εγκαταλείπει αυτόν, ενώ εάν δείξη την προαίρεσιν αυτού, τότε η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν».
«Η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν». Η κατάστασις αύτη είναι η τελείωσις του αγώνος προς απόκτησιν της χάριτος. Τούτο είναι το τρίτον στάδιον, το τελικόν. Ο άνθρωπος δεν δύναται να παραμένη διαρκώς εν τη τελειότητι, ως εν τη πρώτη περιόδω, διότι το γήινον σώμα δεν δύναται να ανθέξη την δια της χάριτος κατάστασιν της θεώσεως: Αναποφεύκτως θα ακολουθήση «η μετάβασις εκ του θανάτου εις την ζωήν». Αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν επιθυμεί «να επιστρέψη» εις εκείνην την καταθλιπτικήν εναλλαγήν των καταστάσεων· εάν όμως ευδοκήση ο Κύριος να παρατείνη την παραμονήν του ασκητού εν τω κόσμω τούτω τότε συγκρατεί αυτόν εις τοιούτον μέτρον χάριτος ώστε να διατηρή την ικανότητα να ενεργή και επομένως την δυνατότητα «παραθείναι πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι», όσα ο Ίδιος παρέλαβεν εκ των Πατέρων και αμέσως παρά του Θεού.
Η τελειοτάτη ζωή εν τω αληθινώ Θεώ εκφράζεται δια των απλών λόγων του Ευαγγελίου, αλλ’ η διδαχή αύτη αφομοιούται δια μεγάλου καμάτου. Χιλιάκις επανερχόμεθα εις τους αυτούς λόγους της Γραφής, και όμως μετά βίας συλλαμβάνομεν το αιώνιον νόημα αυτών. }345}
Πρέπει να αναχθώμεν εκ των νηπιωδών συλλογισμών εις την επίγνωσιν «του τελείου ανδρός εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», μέχρι της ικανότητος να ποιήσωμεν εν ελευθερία την συνετήν «εκλογήν» δια τον αυτοπροσδιορισμόν ημών, πράγμα όπερ θα κρίνη όλον το μέλλον ημών. Η ελευθερία άνευ του πληρώματος της συνέσεως, μετατρέπεται ευκόλως εις κακίαν.
Ο Θεός, αποκαλυφθείς εις ημάς εν τω Φωτί Αυτού, κρύπτεται ύστερον αφ’ ημών. Η ψυχή εκ της αμέτρου θλίψεως δια την απώλειαν ταύτην φθάνει εις ολοκληρωτικήν μετάνοιαν μέχρι του αυτομίσους. Άνευ τούτου θα ήτο σχεδόν αδύνατον εις τον άνθρωπον, τον κληρονόμον του Πρωτοπλάστου Αδάμ, να απαλλαγή των συνεπειών της εωσφορικής πτώσεως. Μόνον τότε θα δυνηθή να εισέλθη εις την σφαίραν του ανεσπέρου Φωτός, … Το τελευταίον τούτο θα είναι η τελείωσις της θεώσεως, κατά την οποίαν αποκλείεται νέα πτώσις.
Τα σημεία του «πληρώματος της ηλικίας του Χριστού» εν τοις ορίοις της Γης είναι προσευχή ομοία εκείνης του Χριστού εν Γεθσημανή, και θάνατος όμοιος εκείνου του επί του Γολγοθά. Τότε συντελείται η αυθεντική εισαγωγή του ανθρώπου εις την Θείαν αιωνιότητα·
Εν προσευχή ομοία εκείνης της εν Γεθσημανή δίδεται εις ημάς η οντολογική πείρα της «υποστάσεως»· η ομοίωσις δε του θανάτου ημών προς τον θάνατον του }346} Χριστού είναι η οδός της «κενώσεως». Όσον πληρεστέρα είναι η τελευταία αύτη, τοσούτον τελειοτέρα είναι η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον φωτοφόρον χώρον της Προαιωνίου Θεότητος. … Νυν εν Χριστώ δύναται και αυτός να είπη «εγώ ειμι». }347}

ΙΔ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Εν τω κόσμω τούτω η Θεία Λειτουργία εκφράζει πλήρως εκείνο, όπερ ορίζομεν ως υποστατικήν προσευχήν, τουτέστι προσευχήν ομοίαν εκείνης του Ιδίου του Χριστού εν Γεθσημανή. Θα παρέλθη ουχί μικρός αριθμός χρόνων, πριν ή αποκτήσωμεν την ικανότητα να εμβαθύνωμεν πνεύματι εις τας αυθεντικάς διαστάσεις της Λειτουργίας. Ακολουθούντες μετά προσοχής όλην την σειράν και το περιεχόμενον της προς τον Θεόν λατρείας ταύτης, εισαγόμεθα εις την θεωρίαν του Θείου Είναι και του κοσμικού είναι. Ποιούμεν ανάμνησιν πολλών σπουδαίων γεγονότων απ’ «Αρχής»: }349}
Και περαιτέρω αναμιμνησκόμεθα ωσαύτως της ταφής, της αναστάσεως, των εμφανίσεων εις τους Αποστόλους και εις πολλούς άλλους· της αναλήψεως· της αποστολής του Πνεύματος του Αγίου … Εκάστη δε λεπτομέρεια των γεγονότων τούτων είναι πλήρης ανεφίκτου δι’ ημάς νοήματος. Ούτω διδασκόμεθα να ζώμεν επί επιπέδων δύο πραγματικοτήτων: της Θείας και της κτιστής (ΣΥΜΒΟΛΑ). Μένομεν εν αναμονή της Δευτέρας Αυτού Παρουσίας. Εν εκάστη λειτουργική στιγμή είμεθα και εν τω χρόνω και εν τη αιωνιότητι· εν ημίν ρέει εισέτι ζωή διεφθαρμένη εκ της πτώσεως και θανατηφόρος, και εν ταυτώ μεθ’ ημών μένει ο λόγος Αυτού, το Φως και η ζωή Αυτού. Όσον και εάν επαναλαμβάνωμεν την διακονίαν ταύτην την δοθείσαν εις ημάς κατά την αγαθήν περί ημών πρόνοιαν Αυτού, όσον και εάν πληρούμεθα συνεχώς νέας πείρας εκ της διεισδύσεως εις την λειτουργικήν πραγματικότητα, ουδέποτε φθάνομεν το «τέλος» αυτής. Εν τούτοις είμεθα εν χαρά και φόβω κοινωνούμεν της Θείας Ζωής και δεν δυνάμεθα πλέον να αποσπαθώμεν εκ του αποκαλυπτομένου εις ημάς ασυλλήπτως μεγάλου σχεδίου του Δημιουργού και Πατρός ημών. }350}
Νυν γνωρίζομεν δι’ όλων των δυνάμεων του είναι ημών ότι Ούτος «εκ των άνω εστίν … ουκ εκ του κόσμου τούτου». Το Πυρ εκείνο όπερ κατεβίβασεν Ούτος επί την γην των καρδιών ημών, ανήφθη εν τω αίματι ημών δια της κοινωνίας του Αίματος Αυτού. Και, κατά φυσικόν λόγον, είμεθα πεπληρωμένοι ευγνωμοσύνης δια τας αμέτρους προς ημάς δωρεάς Αυτού. Αύτη δε η Λειτουργία ημών ονομάζεται «Ευχαριστία»Αλλά
Η λειτουργική προσευχή είναι η πλέον επίπονος. Τελούμεν αυτήν όντες εν φοβερά διασπάσει όλης της υπάρξεως ημών. Ευλογήσαντες εν αρχή την Βασιλείαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν συνεχεία κατερχόμεθα βαθμηδόν μέχρι των προσκαίρων βιοτικών αναγκών, ίνα εκ νέου αναχθώμεν δια της δοξολογίας μέχρι του Θρόνου του Θεού. Η ακατάπαυστος κίνησις –άλλοτε προς τον Θεόν, άλλοτε δε προς τον κόσμον- χαρακτηρίζει την ιερουργίαν ημών. Και δια των εντολών του Ευαγγελίου και δια του υποδείγματος του Χριστού μανθάνομεν να περιπτυσσώμεθα το πλήρωμα του παγκοσμίου είναι: από της δημιουργίας παντός υπαρκτού μέχρι της συντελείας της επιγείου ιστορίας και πέραν τούτου. Εν τούτοις, παραλλήλως προς την εμπνέουσαν ανάβασιν εις την σφαίραν του ουρανίου Φωτός, παρατηρούμεν ότι βαθύνεται ο εν τη καρδία ημών πόνος. Βλέπομεν ότι η οικουμένη εν τη ολότητι αυτής, ως και πρότερον, περιβάλλεται υπό του σκότους της αντιπαθείας. Το Πνεύμα του Θεού δεν ευρίσκει απήχησιν εις τας αποξενωθείσας από του Θεού καρδίας }351} και η προσευχή απερριμένη τρόπον τινα υπό των ανθρώπων επιστρέφει εις τον προσευχόμενον, επιφέρουσα εις αυτόν πλήγμα. Η κατά το φαινόμενον άκαρπος έκβασις της προσευχής ταύτης είς τινας στιγμάς αποβαίνει κατάλληλον έδαφος δια πικρούς λογισμούς: Η ανθρωπότης νοσεί ανιάτως· ματαία πάσα ελπίς όπως ίδωμεν την θεραπείαν αυτής· το κακόν δεν παύει να εντείνηται, να εισχωρή συνεχώς βαθύτερον εις τας καρδίας των ανθρώπων· πρέπει να εγκαταλείψωμεν την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, διότι είναι οδύνη άνευ αποτελέσματος, θύμα της οποίας πρώτοι θα αποβώμεν ημείς οι ίδιοι. Άμυνα εναντίον αυτών των αποθαρρυντικών σκέψεων είναι να έχωμεν εν τη μνήμη ημών τον Χριστόν, Όστις μόνος επάλαισεν εναντίον όλου του κόσμου. Η νίκη θα έλθη αναποφεύκτως, αλλ’ ουχί εις το ορατόν επίπεδον της ιστορίας της Γης. Η νίκη είναι ήδη ανυπέρβλητον Γεγονός: «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον», είπεν ο Κύριος.
Εις τα ελεύθερα κτίσματα παραχωρείται η δυνατότης, όπως πορευθούν μέχρι των ακραίων εκδηλώσεων του κακού. Εν όσω όμως προσφέρεται η αναίμακτος Θυσία, εν όσω η λειτουργική προσευχή εναγκαλίζεται πάντας τους ανθρώπους, ζώντας, τεθνεώτας και μέλλοντας εισέτι να γεννηθούν, εν όσω υπάρχουν ψυχαί προσευχόμεναι υπέρ των εχθρών, κατ’ έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος, η Γη θα διαφυλάττηται από του αποκαλυπτικού πυρός, όπερ μέλλει να κατακαύση τα πάντα. }352}
Δια της λειτουργικής προσευχής η ψυχή βυθίζεται εν τω ωκεανώ των ανθρωπίνων παθημάτων. … δεν υπήρξεν εν ταις πράξεσι της ζωής μου κανονικόν κώλυμα δια την αποδοχήν της ιερωσύνης. Εν τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίησε μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην. }353}
Σωζόμεθα κατ’ εξοχήν δια της κοινωνίας εις τα παθήματα του Χριστού υπέρ ημών. Συμμετέχοντες εις την επίγειον ζωήν του Κυρίου αποκτώμεν την Θείαν αιωνιότητα, την πεπληρωμένην αγάπης. Εν ταις συνθήκαις των ιστορικών ημών δεδομένων η αγάπη αύτη είναι αναποφεύκτως πάσχουσα, συμ-πάσχουσα, και τούτο «εις τέλος», μέχρι πλήρους κενώσεως. Κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος καταπέμπεται εις ημάς παράδοξος ευλογία: η δια πείρας γνώσις των καταστάσεων του Ιησού Χριστού κατά το μέτρον της ευδοκίας του Πατρός περί ημών. … Και εν τη συμμετοχή ταύτη εις την πορείαν του Χριστού έγκειται ο σταυρός ημών, αόρατος, αλλά πραγματικός και γνωστός εις τον Θεόν.
Όταν δε κατέρχηται εφ’ ημάς το Άκτιστον Φως, τότε μεταδίδεται εις ημάς η χαρά της αναστάσεως, και ο νους ημών θεωρεί τον Κύριον «αναβαίνοντα, όπου ήν το πρότερον».
Αι πραγματικαί διαστάσεις της Λειτουργίας είναι αληθώς θείαι και ουδέποτε ημείς εξαντλούμεν το περιεχόμενον αυτής, ιδιαιτέρως εν όσω έτι ζώμεν εν τη σαρκί, }354} Κτισθέντες εκ του «μηδενός» βαθμηδόν αυξάνομεν, αναπτυσσόμεθα, τελειούμεθα. Όσον εντονωτέρα είναι η προς τον Θεόν δίψα ημών, τοσούτον αφθονώτερα τα κύματα νέων διεισδύσεων της καρδίας ημών εις το περιεχόμενον αυτής. Μετέχοντες του Ποτηρίου του Χριστού δια της μεταλήψεως του Σώματος και του Αίματος Αυτού, δεχόμεθα ωσαύτως και την Θεότητα Αυτού, καθώς αύτη εφανερώθη υπ’ Αυτού επί της Γης εν σαρκί και καθώς αύτη αιωνίως παραμένει εν τοις ουρανοίς. Τοιαύτη είναι η οδός: Δια της εν αγάπη ενώσεως μετά της Θείας Υποστάσεως του Μονογενούς Υιού καθιστάμεθα όμοιοι προς Αυτόν και ως υποστάσεις εν τη πληρότητι της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού τελειώσεως ημών, υιοθετούμεθα υπό του Ουρανίου Πατρός εις ατελευτήτους αιώνας.
Επί του σταυρού κατά την τελευταίαν στιγμήν ο Χριστός ανεφώνησε: «Τετέλεσται». … γνωρίζομεν ότι τότε επήλθε μεγάλη αλλαγή εις όλον το κοσμικόν είναι. Το «τετέλεσται» τούτο αναφέρεται εις την εν τοις κόλποις της Αγίας Τριάδος προαιώνιοιν Βουλήν. … Δι’ ημάς δεν ετελέσθη εισέτι πλήρως εκείνο, όπερ ημείς αναμένομεν επ’ ελπίδι παρά του Θεού. }355}
«Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω», «Ευλόγησον Δέσποτα». Δια τοιούτων λόγων απευθύνεται ο διάκονος προς τον ιερέα προ της ενάρξεως της Θείας Λειτουργίας. Οι λόγοι ούτοι σημαίνουν ότι «είναι καιρός, όπως ο Ίδιος ο Κύριος ενεργήση». Επομένως η Λειτουργία είναι πρωτίστως Θεία Πράξις. Πάντα τα εν αυτή τελούμενα λαμβάνουν άλλην διάστασιν και άλλο νόημα. Η λέξις «καιρός», επί παραδείγματι, τι δηλοί; Η Θυσία του Αμνού προαπεφασίσθη εν τη προαιωνίω Βουλή του Τριαδικού Θεού: … Εδόθησαν εις ημάς δύο υπαρκτικά επίπεδα: το έν είναι εκείνο, όπερ υπάρχει «προ καταβολής κόσμου», το έτερον, το ημέτερον, είναι ο ιστορικός ημών καιρός (ΣΥΜΒΟΛΟ). Τελείται η Θεία Λειτουργία εφ’ όλου του προσώπου της Γης ημέραν εξ ημέρας, απ’ αιώνος εις αιώνα. Κατά συνέπειαν ο «καιρός» της Λειτουργίας είναι: «Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο Χριστός, «μίαν υπέρ αμαρτιών προσενέγκας θυσίαν εις }357} το διηνεκές εκάθισεν εν δεξιά του Θεού … μιά γαρ προσφορά τετελείωκεν εις το διηνεκές τους αγιαζομένους».
Τοιούτος αιώνιος-πρόσκαιρος και πρόσκαιρος-αιώνιος είναι ο χαρακτήρ του Μυστηρίου τούτου. Εν αυτώ δια της ιερουργίας συναντώμεθα μετά τινων υπερβάσεων της χρονικής ακολουθίας· εν αυτώ αι παρερχόμεναι ημών ανάγκαι συνυφαίνονται μετά των αιωνίων Θείων καταστάσεων. Η Λειτουργία δεν είναι ψυχολογική «ανάμνησις» γεγονότος πάλαι ποτέ τελεσθέντος, αλλά δύναμις απαύστως διαμένουσα εν τη ιστορία. Παρέρχονται χιλιετίαι, αλλά το επίκαιρον της Λειτουργίας δεν αλλοιούται(ΣΥΜΒΟΛΟ): … Δι’ ημάς ο ιστορικός χρόνος είναι, τρόπον τινα, ο «τόπος» της πρώτης συναντήσεως ημών μετά του Θεού και της αιωνιότητος Αυτού. Η τελευταία αύτη περιβάλλει όλους τους κτιστούς αιώνας άνευ διαρκείας, αλλά καθ’ ολοκληρίαν. Εν τη Λειτουργία ζώμεν συγχρόνως ως έν συνόλω, και το φθαρτόν της γηϊνης ημών υπάρξεως και την πρόγευσιν της Βασιλείας, της «εληλυθυίας εν δυνάμει». Εν τη Λειτουργία προγευόμεθα του εν τη Βασιλειά του Ουρανίου Πατρός «Γαμηλίου Δείπνου». Νυν κατέχομεν ήδη «εκ μέρους» την δωρεάν ταύτην, αναμένομεν δε εν υπομονή την έλευσιν «του τελείου», οπότε «το εκ μέρους καταργηθήσεται».
Η Λειτουργία έχει τοιαύτην δομήν, ώστε να εγχαράττη εν τη συνειδήσει ημών, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το «έργον» του Χριστού επί της Γης. Δια της συνεχούς επαναλήψεως της Πράξεως ταύτης, }358} το καθολικόν νόημα αυτής καθίσταται επί μάλλον και μάλλον προσωπική ημών θεωρία, κοσμοθεωρία ημών. Η θεωρία αύτη είναι άκρως πλουσία· κατ’ ουσίαν ουδέποτε εξαντλείται, αλλά παραμένει αιωνίως νέα και ζώσα. … Πάντα τα γεγονότα –από της δημιουργίας του κόσμου και της εμφανίσεως του Ανθρώπου, από της στιγμής της πτώσεως του Αδάμ, ήτις συνεκλόνισε το κοσμικόν είναι, μέχρι της επί Γης ελεύσεως του Θεού-Σωτήρος και της εκφωνήσεως «τετέλεσται», στιγμής κατά την οποίαν εγεύθη Ούτος θανάτου εν τη προσληφθείση υπ’ Αυτού ανθρωπίνη φύσει και κατά την οποίαν ήρξατο η αποκατάστασις του κτισθέντος υπό του Θεού όντος- ενούται εις μίαν θεωρίαν και προσευχήν.
Η Λειτουργία είναι Ενέργεια του Ιδίου του Θεού ανήκει ολοτελώς εις τον χώρον της αιωνιότητος. Εν αυτή φανερούται η αγάπη του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εν τη ευσπλαχνία αυτής προς τους απολλυμένους αμαρτωλούς. Η Θεία αγάπη είναι αγάπη }359} θυσίας. Δια της θυσίας ταύτης συγκρατείται η ανθρωπότης από του αφανισμού. Δια της ζωοποιού δυνάμεως αυτής διαφυλάττεται η ζωή του κόσμου. Η Θεία αγάπη παραδίδει την ζωήν αυτής εις τους ηγαπημένους υιούς των ανθρώπων:
Ο αιώνιως χαρακτήρ της Λειτουργίας εκφράζεται εισέτι και δια του ότι ο Κύριος, προ του θανάτου Αυτού επί του Σταυρού, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, παρέδωκεν εκ των προτέρων εις τους Αποστόλους το Σώμα και το Αίμα Αυτού. Επί του ιστορικού επιπέδου ηγνοήθη η χρονικά ακολουθία. Απεφασίσθη αύτη εν τη προαιωνίω Τριαδική Βουλή, όπου το παν ενούται εις μιαν Πράξιν άνευ διαρκείας, αλλά τα πάντα περιπτυσσομένην. Εξ αρχής το παν ετελέσθη εν τω Θείω Σχεδίω περί της δημιουργίας του κόσμου. Τότε ο Χριστός ωρίσθη ήδη ως Άμωμος Θυσία. Πολλάκις ωμίλησεν Ούτος εις τους Αποστόλους ότι επίκειται δι’ Αυτόν κρίσις και θάνατος, και εν συνεχεία ανάστασις.
Απέθνησκε μόνος, δι’ επονειδίστου –κατ’ άνθρωπον- θανάτου, αλλά δια της οδού ταύτης έσεισεν όλον τον κόσμον, μετέβαλε ριζηδόν τον ρουν της ιστορίας, έσωσε δια την αγαθήν αιωνιότητα δισεκατομμύρια ανθρώπων, ευηργέτησεν όλην την κτίσιν. }360}
Όσον εγγύτερον πλησιάση προς τα ίχνη του Χριστού ο χριστιανός, τοσούτον ολιγωτέρους συνοδοιπόρους θα ανακαλύψη πέριξ αυτού. Έχοντες εν εαυτοίς την σκέψιν περί της πλήρους μονώσεως του Χριστού, δεν πρέπει άρα γε και ημείς να είμεθα ωσαύτως έτοιμοι να αποθάνωμεν εν μονώσει; Εάν συνέβαινεν εις ημάς, κατά την αγάπην Αυτού να αποθάνωμεν άνευ μαρτύρων εις χείρας βασανιστών, όπισθεν των τοίχων θαλάμου βασανιστηρίων, τότε Ούτος δεν θα εγκατέλειπεν ημάς μόνους, αλλά θα εμοιράζετο μεθ’ ημών τον μέγαν άθλον, όστις έλαχεν εις ημάς·
Η λειτουργική πράξις, όταν φερώμεθα μετά προσοχής και προς την θεμελιώδη αυτής αρχήν και προς τα επί μέρους αυτής στοιχεία, εκδιδάσκει ημάς να παραμένωμεν εν τη ατμοσφαίρα του Χριστού. Ο Κύριος ελκύει ημάς, ίνα εν πνεύματι περιβάλωμεν όλον τον κόσμον, ένθα εκατομμύρια ανθρώπων καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν συντρίβονται υπό των πληγμάτων της σκληρής πραγματικότητος ή κείνται προ των θυρών του θανάτου και μετά βαθέων στεναγμών επικαλούνται την Άνωθεν βοήθειαν. Εν τω μέτρω της προσωπικής ημών πείρας παντός είδους παθημάτων, δυνάμεθα να βυθισθώμεν εν τη αχανεί θαλάσση των παθημάτων των ανθρώπων, και δια της προσευχής να μοιρασθώμεν μετ’ αυτών τους φόβους, ενίοτε δε και την χαράν αυτών. Είναι δυνατόν, εις τινα στιγμήν, να περιληφθώμεν τοσούτον εις τα ατελεύτητα μαρτύρια πάσης της ανθρωπότητος, ώστε ούτε το σώμα, ούτε ο ψυχισμός, ούτε η σκέψις να είναι εις θέσιν να ακολουθήσουν το αιχμαλωτισθέν υπό της προσευχής }361} πνεύμα, το παριστάμενον ενώπιον του Θεού «στεναγμοίς αλαλήτοις». Τοιαύτη προσευχή είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος και ουχί ανθρωπίνων προσπαθειών. Αύτη οδηγεί μέχρι των ορίων του θανάτου και εν ταυτώ ζωοποιεί· οδηγεί ημάς εις την Γεθσημανή και εις τον Γολγοθάν εισέτι, και συγχρόνως δίδει να προγευθώμεν της αναστάσεως. Εν αυτή τη προσευχή γνωρίζομεν τον Χριστόν κατερχόμενον εις τον άδην της απείρου Αυτού αγάπης, της νικητρίας του θανάτου.
Η σωτηρία παρέχεται εις τον κόσμον δια της λειτουργικής ιερουργίας, ιδιαιτέρως εις όσους διψούν να δεχθούν την ευλογίαν του Ουρανίου Πατρός. Ουδέν ισάξιον ή παρόμοιον υπάρχει προς το Έργον του Χριστού δια την απολύτρωσιν του ανθρωπίνου γένους. Εκείνοι δε, εις τους οποίους είναι εμπεπιστευμένη η διακονία της συσταθείσης υπό του Κυρίου Λειτουργίας, βοηθούν τους αδελφούς εν τη πορεία αυτών προς την αθανασίαν. Εν τη διακονία ταύτη η Εκκλησία εύχεται ήδη επί δύο χιλιετίας μεριμνώσα, ως ο Απόστολος Παύλος, όπως δοθή εις τους ανθρώπους η αληθής επίγνωσις των αποκεκαλυμμένων υπό του Θεού πραγμάτων· ίνα δυνηθούν ούτοι «καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος» του υπέρ ημών προαιωνίου Σχεδίου του Δημιουργού, του ορισθέντος προ καταβολής κόσμου δια την υιοθεσίαν ημών εν τω ηγαπημένω Αυτού Υιώ.
Παρέρχονται οι αιώνες ο είς μετά τον άλλον, αλλ’ εν Πνεύματι Αγίω ουδέν παλαιούται, και το αυτό Πνεύμα, όπερ έθεσεν εις το στόμα του Παύλου τοιαύτας προσευχάς, κινεί μέχρι σήμερον τας καρδίας των ιερέων και των πιστών εν γένει εις προσευχήν, εν τη οποία γνωρίζεται }362} υπό της βαθείας υπάρξεως ημών ότι ο Θεός είναι Πατήρ ημών, και ότι επί γης εφάνη το Φως του ανάρχου Είναι.
«Πάτερ Άγιε, … κατάπεμψον επί πάντας τους υιούς της Γης πνεύμα αληθούς ευσεβείας, ίνα πληρωθή η οικουμένη δια του ακηράτου Φωτός της Σης θεογνωσίας, δεόμεθά Σου Πάτερ Αγαθέ, επάκουσον ημών και ταχύ ελέησον».
Η Λειτουργία είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα· δι’ αυτής γνωρίζομεν το απ’ αιώνος απόκρυφον Μυστήριον της σταυρώσεως της Θείας αγάπης· εν αυτή ζώμεν όντως τον τύπον της αναστάσεως· δι’ αυτής αναβαίνομεν επί του όρους της θεωρίας της δόξης της Μεταμορφώσεως· αύτη σβεννύει την δίψαν του πνεύματος ημών δι’ άλλου ύδατος, «αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Οι γευσάμενοι εν ερήμω του μάννα απέθανον, οι τρώγοντες δε τον άρτον, τον εκ του ουρανού καταβάντα, «ζήσονται εις τον αιώνα». Οι λειτουργοί της Καινής Διαθήκης, της εσφραγισμένης δια του Αίματος του Χριστού, είναι ελεύθεροι εκ του παλαιού καλύμματος, και «ανακεκαλυμμένω προσώπω» προσφέρουν τας ικεσέας αυτών ενώπιον του Προσώπου του Πατρός. Ο ναός, όπου τελείται η Θεία Λειτουργία, είναι ο προθάλαμος της }363} εν ουρανοίς Αγίας Βασιλείας. Η λατρεία αύτη αποτελεί δι’ ημάς πηγήν αμώμου τρυφής. Ο ιερουργός του Μυστηρίου της Λειτουργίας ίσταται εν αμέσω εγγύτητι προς τον Υιόν του Θεού, Όστις είναι «το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών», και δια του Οποίου εγενόμεθα κάτοχοι «ρημάτων ζωής αιωνίου».
Η εγγυτάτη συνάντησις μετά του Μονογενούς Υιού του Πατρός δεν είναι ανώδυνος δια τους εφθαρμένους υπό της αμαρτίας· πλήττει ημάς, ως είναι φανερόν, μέχρις εσχάτης εξουθενώσεως, αλλ’ εν συνεχεία αναγεννά ημάς ελευθέρους ήδη από της αμαρτίας, καθιστά ημάς κοινωνούς της θεανδρικής παγκοσμιότητος του Χριστού οδηγούσα την εν ημίν εικόνα του Θεού μέχρι της τελειότητος.
Ο ιερεύς ο τελών την Λειτουργίαν, ως και οι παρευρισκόμενοι πιστοί, μανθάνουν να ζουν επί δύο επιπέδων, κατά το παράδειγμα του Ιδίου του Χριστού: να διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης (ΣΥΜΒΟΛΟ). Κατά καιρούς η προσοχή του ιερέως στρέφεται κατ’ εξοχήν προς το μεγαλειώδες πανόραμα του κτισθέντος κόσμου, όπερ αποτελεί και το περιεχόμενον της λειτουργικής αυτού προσευχής· κατά καιρούς δε το πνεύμα αυτού παραχωρείται να ανέρχηται προς το ατελεύτητον, προς αφομοίωσιν του νοήματος της εκχυθείσης εφ’ ημάς χάριτος, προς το Φως το εκπορευόμενον εκ της Αγίας Τριάδος. Είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς η τοιαύτη εμβάθυνσις εις την Λειτουργίαν, ίνα η αιωνία αυτής πραγματικότης συνοδεύη ημάς εις την καθ’ ημέραν ζωήν(ΣΥΜΒΟΛΟ), ίνα η ιερατική προσευχή αποβή φύσις ημών, ίνα αληθώς γενώμεθα «ιερείς και βασιλείς τω Θεώ», ανεξαρτήτως «φυλής και γλώσσης, λαού και έθνους». }364}
Η Λειτουργία, εν τω συνόλω αυτής, περιπτύσσεται ουχί μόνον τα βιβλικά γεγονότα τα αναφερόμενα εις την οικονομίαν της σωτηρίας του ανθρώπου, αλλ’ εν γένει την ζωήν του κόσμου και εισέτι εκείνο, όπερ ήτο προ καταβολής κόσμου και όπερ αναμένομεν, «ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν»· ότε «χρόνος ουκέτι έσται». Δι’ αυτήν την διάβασιν εκ της προσκαίρου πραγματικότητος εις την αιώνιαν προετοιμάζει ημάς η Θεία Λειτουργία. Το πλήρωμα αυτής αιχμαλωτίζει ημάς ολοτελώς τοσούτον, ώστε ότε ήμην εν τη ερήμω και ετέλουν μόνος την Λειτουργίαν, έχων μετ’ εμού μόνον ένα μοναχόν –όστις ήρχετο, ίνα απαντά εις τας δεήσεις των εκτενών, αναγινώσκη τον Απόστολον και παρέχη την λοιπήν αναγκαίαν συμμετοχήν, εις τόπον λαού- τότε ούτε εγώ ούτε ο μοναχός εκείνος ησθάνθημεν ποτε έλλειψιν τινα: Άπας ο κόσμος ήτο εκεί μεθ’ ημών· ο κόσμος και ο Κύριος· ο Κύριος και η αιωνιότης. Η πείρα αύτη της ερήμου εδίδαξεν εμέ να προσεύχωμαι δια της ιερατικής προσευχής και μετά του λαού και άνευ της ορατής αυτού παρουσίας.
Επιτρέπω εις εμαυτόν να είπω ότι εν τη συνειδήσει μου κυριαρχεί ουχί η παλαιά, αλλ’ η σύγχρονος πείρα. Η τελευταία αύτη ήρξατο τότε, ότε εισέτι ουδόλως εγνώριζον τα έργα των Αγίων Πατέρων. Εμπνευσθείσα ως πιστεύω υπό του αυτού Πνεύματος του εκπορευομένου από του Θεού η πείρα αύτη εν πολλοίς συνέπιπτε μετά των συγγραμμάτων των ασκητών Πατέρων· συγχρόνως όμως και διεκρίνετο απ’ αυτών δυνάμει της καταπληκτικής αλλαγής των συνθηκών ζωής του κόσμου. Τα εσχατολογικά σημεία είναι έντονα εις τον αιώνα ημών εν μείζονι βαθμώ ή ποτε άλλοτε κατά το παρελθόν: }365} «Η γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται». Το πυρ είναι ήδη έτοιμον, και εδόθη εις χείρας αφρόνων. Η ειρήνη εξέλιπεν από προσώπου της οικουμένης. Η θετική πλευρά των φοβερών τούτων γεγονότων έγκειται εις το ότι ουχί μόνον οι χριστιανοί, αλλ’ εισέτι και οι μη πιστεύοντες επιμόνως καλούνται να διευρυνθούν νοερώς και να υπερπηδήσουν τα στενά πλαίσια των εθνικιστικών τάσεων ή πολιτιστικών παραδόσεων και να στοχάζωνται επί πανανθρωπίνων διαστάσεων (ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ). Συμβαίνει να παρατηρώμεν, και μάλιστα συχνάκις, το εναντίον προς το λεχθέν: την τάσιν προς ανεξαρτησίαν εισέτι και ολιγαρίθμων και εντελώς υπαναπτύκτων φυλών. Αλλ’ αι αντιθετικαί αύται τάσεις, εκ διαμέτρου αντίθετοι προς την πραγματικήν ανάγκην, πάντοτε συνώδευον την παράδοξον ιστορίαν της πεπτωκυίας ανθρωπότητος.
Καθίσταται νυν αδύνατον δια τον ιερέα, τον προσφέροντα την αναίμακτον θυσίαν, να παραμείνη εν τοις ορίοις των κατά τόπους μόνον αναγκών, επιλανθανόμενος πάσης της λοιπής ανθρωπότητος, της βασανιζομένης απεγνωσμένως εν τοις δεσμοίς του άδου, του αμοιβαίου μίσους και παντός είδους εκβιασμών. Όσον και αν η εποχή ημών εγκυμονή αποκαλυπτικάς καταστροφάς δια το μέλλον, η προσευχή του χριστιανού δεν πρέπει να εξασθενήση εκ της φαινομενιώς απελπιστικής καταστάσεως, αλλά να αυξηθή η έντασις αυτής: Είμεθα ερριμένοι εις τας πρώτας σειράς της μεγάλης πνευματικής μάχης.
Η επιστήμη του Ευαγγελικού Πνεύματος είναι υψηλή: Είναι ανέφικτος εις τας φυσικάς ημών δυνάμεις εν }366} τη καταστάσει της πτώσεως. Η δισχιλιετής πείρα της Εκκλησίας ημών εν τη ασκήσει της μετανοίας έδειξεν ότι ο άνθρωπος δύναται να λάβη Άνωθεν πνευματικήν δύναμιν, και τότε γίνεται ικανός να βαστάση την υπερφυσικήν ευσπλαχνίαν. Το παρόν σώμα ημών μετά της ψυχοσυνθέσεως αυτού είναι ασυγκρίτως ασθενέστερον του πνεύματος ημών: … Η «σύστασις» του σώματος ημών ακολουθεί την κίνησιν του πνεύματος ημών προς τον Θεόν μόνον μέχρις ωρισμένου βαθμού, πέραν του οποίου επέρχεται η εξάντλησις αυτού. Το συμπάσχειν φονεύει ημάς. Το ένστικτον της αυτοσυντηρήσεως κλείει τους οφθαλμούς ημών, όπως μη βλέπωμεν τας αναριθμήτους συμφοράς, αίτινες επιπίπτουν επί την μοίραν των ομοίων προς ημάς. Αλλ’ ο γευθείς Πνεύματος Χριστού δεν δύναται να αποφύγη την συνάντησιν μετά του ωκεανού των δυστυχιών. Ούτος συμμετέχει εις την προσευχήν του Κυρίου, Όστις έδωκεν εις ημάς το «υπόδειγμα». Καθώς Ούτος προσηύχετο υπέρ όλου του κόσμου, ούτω και ημείς οφείλομεν και να ζώμεν και να αισθανώμεθα. Τούτο είναι ιδιαιτέρως αναγκαίον δια τον ιερέα, τον τελούντα την Θείαν Λειτουργίαν, εάν ούτος αγωνίζηται να εισέλθη πληρέστερον εις την καθολικήν αυτής θεωρίαν.
Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει άλλο Λειτουργικόν Ποτήριον, ει μη εκείνο μόνον όπερ Αυτός ο Κύριος προσέφερε προ της εξόδου Αυτού δια την θυσίαν της απολυτρώσεως. Μόνον Ούτος είναι αληθώς Αρχιερεύς. Δια της ευλογίας Αυτού η Θεία Λειτουργία, ούσα ανεπανάληπτος, επαναλαμβάνεται εις τους αιώνας. Εν τη επαναλήψει αυτή του αιωνίου κατά την ουσίαν αυτού Μυστηρίου, }367} φανερούται το επίκαιρον αυτού η αναλλοίωτος παρουσία αυτού εν τοις ορίοις της ιστορίας. Η Λειτουργία, αδιαίρετος ούσα μερίζεται και ακαταπαύστως επεκτείνεται εις πάντα τα πέρατα της οικουμένης. … Κτισθέντες «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» εκλήθημεν και εις ενότητα κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος.
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πραγματικότητι, φέρει πάντοτε εις ημάς την παρουσίαν του Πάσχα του Κυρίου. … Το χριστιανικόν όμως Πάσχα είναι λύτρωσις εκ της δουλείας της αμαρτίας και του θανάτου: η διάβασις εκ των επί μέρους και περιωρισμένων καταστάσεων εις τας παγκοσμίους και Θείας· η ανάβασις εκ των γηϊνων μορφών υπάρξεως εις τας αιωνίους, εις την αθανασίαν(ΣΥΜΒΟΛΟ). }368} … Εις τούτο έγκειται η ριζική αλλαγή του χαρακτήρος της Πασχαλίου ημών πανηγύρεως. Πάσα η Λειτουργία εν τω ουσιώδει αυτής περιεχομένω δεν είναι άλλο τι ει μη ανάμνησις Αυτού και ουχί οιουδήποτε ιστορικού γεγονότος. Η «ανάμνησις» νοείται ως ζώσα είσοδος εις την σφαίραν του Πνεύματος του Χριστού, κατά την Θείαν και γηίνην Αυτού διάστασιν (ΣΥΜΒΟΛΟ). Ούτος είναι το νόημα και το φως του Χριστιανικού Πάσχα.
Η αιώνιος επικαιρότης της Λειτουργίας υπογραμμίζεται ωσαύτως δια του περιεχομένου της προσευχής, την οποίαν πάντες οι πιστοί προφέρουν προ της μεταλήψεως των αγίων μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Χριστού: «Του Δείπνου Σου του Μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε». Εν τούτω το «σήμερον» -νυν- δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον, αλλά μόνον το παρόν. Και δια της προσευχής ταύτης παρακαλούμεν όπως γίνωμεν δεκτοί εις τους κόλπους της προαιωνίου Θεότητος, της Αγίας Τριάδος.
Η ψυχή του ιερέως αναποφεύκτως θα φθάσει πολλάκις εις εξάντλησιν εκ της θεωρίας παντός είδους παθημάτων αφ’ ενός, και αδικιών και εκβιασμών αφ’ ετέρου. Ακριβώς αι ανάρμοστοι αύται πράξεις των ανθρώπων αποτελούν ένδειξιν της πτώσεως του κόσμου ημών. Δι’ επιπόνου ασκήσεως οφείλομεν να κρατήσωμεν αμείωτον την έμπνευσιν ημών δια την λειτουργικήν προσευχήν υπέρ όλης της ανθρωπότητος. Παν πάθος και πάσα κακοήθεια της αμαρτίας, είτε εντός ημών των ιδίων, είτε εντός των άλλων εκτός ημών, αποτελούν το }369} περιεχόμενον της καθολικής ταύτης προσευχής. Καθήκον του ιερέως είναι η αναλλοίωτος εν χρόνω επανάληψις της Θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, προς εκπλήρωσιν της εντολής του Χριστού: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Είναι ζώσα «ανάμνησις», ως ορατή παρουσία της εν Γεθσημανή προσευχής και του εν Γολγοθά σταυρικού θανάτου του Κυρίου εν τη ιστορία της οικουμένης.
Η Λειτουργία εν τη αιωνίω αυτής πνευματική πραγματικότητι, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος. Ιδού δια τι, συναντώμενοι μετά της συνθλιπτικής μάζης της αμαρτίας, είτε εντός, είτε εκτός ημών, δεν παύομεν να παραμένωμεν εντός της λειτουργικής πράξεως. Όταν έχωμεν τοιαύτην συνείδησιν περί ιερωσύνης, άπασα η ζωή ημών αποτελεί διακονίαν προς σωτηρίαν του κόσμου. Εις τούτο συνίσταται η ουσία του εις ημάς Θείου δώρου: Του «βασιλείου ιερατεύματος».
Είναι δυνατόν να είναι τις φορεύς της χάριτος του «βασιλείου ιερατεύματος» και όταν δεν φέρη ιερατικόν αξίωμα. Η εσωτερική ουσία της ιερωσύνης ταύτης έγκειται εις την προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου κατά το «υπόδειγμα» του Ιδίου του Κυρίου. Δι’ ημάς τους ανθρώπους το ύστατον εφικτόν μέτρον είναι να προσευχώμεθα υπέρ όλου του Αδάμ, ως και υπέρ ημών των ιδίων. Τοιαύτη προσευχή αποτελεί σημείον ότι αποκαθίσταται εν ημίν εκείνη η «εικών», ήτις παρεσχέθη εξ αρχής εις τον άνθρωπον. Τα παθήματα του Χριστού και η ανάστασις Αυτού εκόμισαν εις την ανθρωπότητα την χάριν ταύτην. Πάντες και έκαστος εκ των πιστευόντων εις τον Υιόν του Θεού εκλήθησαν }370} να δεχθούν την δωρεάν ταύτην εκ του Δωρεοδότου: να γίνουν «βασίλειον ιεράτευμα». Δεν υπάρχει τίμημα δια την ευλογίαν ταύτην ήτις αποκτάται δια μακράς και εμπόνου ασκήσεως. }371}

ΙΕ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

Οι Έλληνες … δια της γλώσσης παρουσίασαν την τελειοτέραν δυνατήν μορφήν εκφράσεως του ανθρωπίνου λόγου. Την μορφήν ταύτην της εκφράσεως προσέλαβε και εχρησιμοποίησε κατά Πρόνοιαν Θεού εις την λατρείαν επί δύο χιλιετίας η Εκκλησία του Χριστού.
Η Λειτουργία ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν.
Η χρήσις του τελειοτέρου υπάρχοντος γλωσσικού οργάνου εις τας λατρευτικάς συνάξεις βοηθεί τους πιστούς να διατηρούν την αίσθησιν του Τελείου και συμβάλλει εις την πληρεστέραν δυνατήν κοινωνίαν μετ’ Αυτού.
Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, ήτις δύναται να χαρακτηρισθή και ως κατηγόρημα της ορθοδόξου λατρείας, είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ }374} ουσιώδους βλάβης (… η εισαγωγή απλουστέρας λειτουργικής γλώσσης εις την λατρείαν της Αγγλικανικής εκκλησίας ήμβλυνε την λατρευτικήν διάθεσιν των πιστών και εζημίωσε τας λατρευτικάς συνάξεις) αυτής ταύτης της λατρείας.
Δια τους λόγους τούτους είμεθα κατηγορηματικώς πεπεισμένοι ότι είναι αναγκαία η χρήσις της παραδεδομένης Λειτουργικής γλώσσης εν ταις εκκλησιαστικαίς ακολουθίαις· ουδόλως υπάρχει ανάγκη αντικαταστάσεως αυτής υπό της γλώσσης της καθ’ ημέραν ζωής, πράγμα όπερ αναποφεύκτως θα καταβιβάση το πνευματικόν επίπεδον και θα προξενήση ούτως ανυπολόγιστον ζημίαν. Είναι άτοποι οι ισχυρισμοί περί του δήθεν ακατανοήτου δια πολλούς συγχρόνους ανθρώπους της παλαιάς εκκλησιαστικής γλώσσης, μάλιστα δε δι’ ανθρώπους εγγραμμάτους και πεπαιδευμένους εισέτι. Δι’ αυτούς η εκμάθησις εντελώς μικρού αριθμού λέξεων, αίτινες δεν είναι εν χρήσει εις την καθ’ ημέραν ζωήν, είναι υπόθεσις ολίγων ωρών. Πάντες ανεξαιρέτως καταβάλλουν τεραστίας προσπαθείας δια την αφομοίωσιν πολυπλόκων ορολογιών διαφόρων τομέων της επιστημονικής ή της τεχνικής γνώσεως, της πολιτικής, της νομικής και των κοινωνικών επιστημών· γλώσσης φιλοσοφικής ή ποιητικής και τα παρόμοια. Δια τι λοιπόν αναγκάζομεν την Εκκλησίαν να απολέση γλώσσαν απαραίτητον δια την έκφρασιν υψίστων μορφών της θεολογίας και των πνευματικών βιωμάτων;
Πάντες, όσοι ειλικρινώς επιθυμούν να γίνουν κοινωνοί της αιωνοβίου παραδόσεως του Πνεύματος, ευκόλως θα ανεύρουν την δυνατότητα να εξοικειωθούν μετά του ατιμήτου θησαυρού της ιεράς λειτουργικής γλώσσης, }375} ήτις κατά τρόπον υπέροχον προσιδιάζει εις τα μεγάλα μυστήρια της λατρείας. Ολίγαι ιδιαιτερότητες της γλώσσης αυτής μειώνουν τον κόπον της προς καιρόν αποταγής εκ των εμπαθών συνηθειών: «Πάσαν νυν βιοτικής αποθώμεθα μέριμναν».
Εάν κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας εχρησιμοποιούμεν γλώσσαν της καθ’ ημέραν ημών ζωής, τότε θα εγέννα αύτη εν τη ψυχή και τω νοί των παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου, επιπέδου της φυσικής ημών υπάρξεως. Ο ανθρώπινος λόγος είναι εικών του Προαιωνίου Λόγου του Πατρός. «Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν … Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν». Και ο ημέτερος λόγος κατέχει δημιουργικήν δύναμιν. «Ο λόγος του Θεού ημών μένει εις τον αιώνα»· και ο λόγος ημών φθάνει την αιωνιότητα, εάν ελέχθη εν ταις οδοίς του θελήματος Αυτού. Δια της επικλήσεως των Ονομάτων του Θεού τελούνται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της μεταβολής του άρτου και του οίνου εις Σώμα και Αίμα Κυρίου.
Οι λόγοι της Λειτουργίας και εν γένει των προσευχών, δεν είναι μόνον ανθρώπινοι, αλλά και Άνωθεν δεδομένοι. Η εκκλησιαστική γλώσσα αναφέρεται εις την σφαίραν του Θείου Είναι· οφείλει αύτη να εκφράζη την Αποκάλυψιν του Πνεύματος και τας εξ αυτής γεννωμένας νοεράς θεωρίας. Δια της «ακοής ρήματος Θεού» εμπνέεται ο άνθρωπος εις πίστιν ήτις «ενίκησε τον κόσμον».

ΙΣΤ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΘΣΗΜΑΝΙΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

… Ως ιστορικόν γεγονός δεν διήρκεσεν επί μακρόν· ως πνευματική όμως πράξις Θείας αγάπης έλαβεν αρχήν προ καταβολής κόσμου και δεν παύει να ενεργή μέχρι σήμερον. Την παρουσίαν της δυνάμεως αυτής αισθανόμεθα κατά τας ώρας της προσευχής υπέρ όλου του κόσμου, κατ’ εξοχήν όμως κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας.
Ο Κύριος εν τη προσευχή ταύτη συμπεριέλαβε παν ό,τι εγένετο από της εμφανίσεως εις την ζωήν του Πρώτου Αδάμ μέχρι του εσχάτου ανθρώπου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. … Εστερημένοι υπαρκτικής εμπειρίας παρομοίας αγάπης, }377} δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν την ακαταμάχητον ενέργειαν αυτής ήτις φωτίζει ανά τους αιώνας πάντα άνθρωπον διψώντα να δεχθή την δωρεάν ταύτην.
Άπασα η οικουμένη εν τη πτώσει αυτής μέμφεται τον Θεόν, ενοχοποιούσα Αυτόν δια τα παθήματα αυτής. Μέμφεται εμπαθώς εν τη αναπηρία αυτής, ήτις είναι επακόλουθον της εκπτώσεως από της αγάπης Αυτού.
Εξ επόψεως του ανθρώπου εάν ο Θεός είναι τοιούτος ως εφανέρωσεν Αυτόν ο Χριστός, αρμόζει εις Αυτόν πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις εις πάντας τους αιώνας. Εξ επόψεως όμως του Θεού Πατρός, εάν και ο άνθρωπος είναι τοιούτος ως ήτο ο Χριστός, τότε ο Πατήρ δέχεται αυτόν ως ισότιμον, δίδει εις αυτόν τον θρόνον «εν δεξιά Αυτού εν τοις επουρανίοις».
Η αγάπη του Χριστού νικηφόρος εν τη αιωνιότητι, υποβάλλεται επί του επιπέδου της γης εις βαρυτάτας δοκιμασίας. }378} Ουδείς ουδέποτε έπαθε τοσούτον ως Ούτος. Το βάθος των παθημάτων ευρίσκεται εν αμέσω σχέσει προς το μέτρον της ευαισθησίας εκάστου. Υπάρχει τοσαύτη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, όση και μεταξύ ρινοκέρωτος και σκώληκος. … Παραφωνία ανεπαίσθητος υπό των πολλών, ταράττει οδυνηρώς την ευαίσθητον ακοήν του μουσικού. … Ο πνευματικώς ευαίσθητος άνθρωπος εν τη επαφή αυτού μετά τινος άλλου διακρίνει μέχρι τινος την ηθικήν αυτού κατάστασιν, ενώ πλείστοι όσοι ουδέν αντιλαμβάνονται. … Ο κτίσας την Θείαν κοσμικήν αρμονίαν δεν ηδύνατο να μη θλίβηται συναντών πανταχού την αφόρητον διαστροφήν του πρωτοκτίστου κάλλους εκ των αισχρών και εγκληματικών ανθρωπίνων πράξεων. Πάντες ημείς γνωρίζομεν ότι, όσον βαθύτερον αγαπώμεν τοσούτον οδυνηρότερον ζώμεν και την ελαχίστην εισέτι σύγκρουσιν. }379}
… «Αγαπήσας ημάς εις τέλος» υπέμεινε τους διωγμούς της αδυσωπήτου κακίας των φονευσάντων Αυτόν, «δοκούντων λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ».
Όταν ενσκήπτουν παντός είδους πλήγματα και φόβοι, τότε οφείλομεν να αναγάγωμεν τον νουν ημών εις την θεωρίαν των δεινών πάντων των πασχόντων επί της Γης, να περιλάβωμεν εν τη προσευχή της καρδίας ημών τους πάσχοντας, μέσω του ιδίου ημών πόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ευρύνεται η καρδία και περιβάλλει πάντας τους συντετριμμένους εκ των συμφορών αδελφούς, ως η μήτηρ δια της ορμής της μετά πόνου αγάπης περιθάλπει τα ασθενή αυτής τέκνα. Ας γίνη η προσευχή ημών κραυγή όλης της Γης προς τον Θεόν και Πατέρα. }380} Δια μέσου καιρίων πληγμάτων η νεκρωθείσα υπό της αμαρτίας φύσις ημών αναγεννάται εις προσευχήν, ήτις αντικατοπτρίζει αμυδρώς την εν Γεθσημανή προσευχήν. … Ο φυσικός πόνος –αι μαστιγώσεις ή η προσήλωσις επί του σταυρού- ουδόλως κατέχει την πρώτην θέσιν αλλά καθιστά το πάθος Αυτού ωλοκληρωμένον εφ’ όλων των επιπέδων. Και ημείς γνωρίζωμεν ότι η ψυχή εν τη σφαίρα αυτής δέχεται φοβερώτερα τραύματα ή το σώμα.
Άπασα η μεθ’ ημών αναστροφή Αυτού δεν ήτο τι άλλο ει μη έν αδιάλειπτον μαρτύριον. Ο Γολγοθάς είναι μόνον η τελική πράξις εν τη οποία απεκορυφώθη και συνηνώθη το παν: ο φυσικός πόνος, η ψυχική οδύνη ως αποτέλεσμα της υπό }381} των ανθρώπων απορρίψεως του Ευαγγελίου της Πατρικής αγάπης, ο επονείδιστος θάνατος εγκληματίου, ο χαιρέκακος και εκδικητικός χλευασμός όσων ηλέγχθησαν δια τας αδικίας αυτών.
Ο Πατήρ εν τη γεννήσει του Υιού κενούται }382} ολοτελώς. Αλλά και ο Υιός επιστρέφει το παν εις τον Πατέρα. Αυτήν ακριβώς την πράξιν της τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και επί του Γολγοθά. Τοιαύτην ακριβώς αγάπην εντέλλεται και εις ημάς ο Χριστός:
Το νόημα της θυσίας του Αβραάμ έγκειται εις το ότι ούτος εν τω γήρατι αυτού, τοσούτον προσεκολλήθη εις τον «κατ’ επαγγελίαν υιόν» αυτού Ισαάκ, ώστε η προς τον Θεόν αγάπη αυτού απώλεσε το πλήρωμα αυτής. Ίνα και πάλιν η προς τον Θεόν αγάπη αποβή ο «ακρογωνιαίος λίθος» της ζωής αυτού, ο Αβραάμ ώφειλε να προσφέρη θυσίαν: να σφαγιάση τον ηγαπημένον υιόν. Ότε όμως εσωτερικώς συνετελέσθη η πράξις αύτη τότε ο θάνατος του Ισάακ δεν ήτο αναγκαίος: Ηδύνατο ούτος να παραμείνη πλησίον του πατρός αυτού.
Το αυτό επαναλαμβάνεται και εν τη ζωή του χριστιανού: Όταν το έν ή το άλλο πάθος αποσπά αυτόν από του Θεού, πρέπει να είναι έτοιμος δια πολλάς θυσίας. Και εάν η πράξις αύτη τελειωθή εσωτερικώς, τότε τα πάθη αποχωρούν και η «θυσία» καθίσταται περιττή. }383}
Η ανθρωπότης εν τω προσώπω του Αδάμ υπέστη φοβεράν αλλοτρίωσιν, ήτις απετέλεσε την αρχήν πασών των μεταγενεστέρων. Η πτώσις του Προπάτορος επέφερεν όλεθρον παγκοσμίων διαστάσεων. … Όταν όμως πρόκειται περί φυσικών ασθενειών, τότε οι άνθρωποι μετ’ εμπιστοσύνης παραδίδονται εις χείρας ιατρών, αναμένοντες εν υπομονή βοήθειαν. Το εναντίον παρατηρείται επί του πνευματικού επιπέδου: Πάσα απόπειρα να συναρμολογηθούν τα οστά εις την πρέπουσαν θέσιν, να καθαρισθούν αι πληγαί, εγχείρημα όπερ αναποφεύκτως συνοδεύεται υπό πόνων, αντιμετωπίζεται μετά δυσαρεκείας, ως να ήτο ο ιατρός η αιτία του πόνου. }384}
Ούτως συμβαίνει μετά του Χριστού: Αυτός ο μόνος αληθινός θεραπευτής, δια της εμφανίσεως Αυτού έθλιψε τους πάντας, υποδεικνύων εις όλην την ανθρωπότητα την θανάσιμον ασθένειαν αυτής. Δια τους πεπτωκότας υιούς των ανθρώπων ουδείς και ουδέν υπάρχει φοβερώτερον ει μη ο Χριστός-Αλήθεια. Ο κόσμος όλος φοβείται Αυτόν.
Κατά το μέτρον της υφ’ ημών γνώσεως των απολυτρωτικών παθημάτων Αυτού, θα αναπαυθή εφ’ ημάς και η αιώνιος Αυτού δόξα: «Την δόξαν ήν δέδωκάς Μοι, δέκωκα αυτοίς». Δι’ Αυτού γινόμεθα υιοί του Ανάρχου Πατρός. Νυν «γνωρίζομεν» ότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ Αυτού». Τους λόγους τούτους του Χριστού δεχόμεθα εν τη απολύτω αυτών εννοία. }385} Όντως εάν δεν υπήρχεν εν αυτή τη Θεότητι η απ’ αιώνος αρχή της Πατρότητος και της Υιότητος, τότε, ουδεμία ανθρωπίνη άσκησις θα ηδύνατο να επιφέρη ουσιώδη αλλαγήν και εις Αυτό τούτο το Πρωταρχικόν Είναι.
Ο Χριστός είναι το θαύμα το υπερέχον πάντα νουν. Είναι η παν-τελεία αποκάλυψις του Θεού της τρισυποστάτου αγάπης, ωσαύτως δε η φανέρωσις των απείρων δυνατοτήτων του ανθρώπου. Εις τινα στιγμήν, γνωστήν μόνον εις τον Θεόν, θα οδηγηθώμεν εις εκείνο το αόρατον μεθόριον, όπερ κείται μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος. Εγγίζοντες τον πνευματικόν τούτον ορίζοντα οφείλομεν οριστικώς να προσδιορίσωμεν εαυτούς δια την επικειμένην εις ημάς αιωνιότητα: ή μετά του Χριστού εξομοιούμενοι προς Αυτόν ή μακράν Αυτού. Μετά την αποφασιστικήν ταύτην και ελευθέραν εκλογήν και η ομοίωσις και ο χωρισμός θα λάβουν χαρακτήρα αιώνιον.
Εν τούτω τω δια βίου αγώνι ημών αποκαλύπτεται εις ημάς βαθμηδόν το μυστήριον του Χριστού, εάν εξ αγάπης προς Αυτόν καταστήσωμεν τον λόγον Αυτού ως τον μόνον νόμον της υπάρξεως ημών. Θα έλθη καιρός, οπότε η θέα της αγιότητος του ταπεινού Θεού Χριστού ως πυρ θα αναλώση την φύσιν ημών, μεταποιούσα αυτήν εις ολοκληρωτικήν ορμήν αγάπης. Πεπληρωμένοι αποστροφής δι’ ημάς αυτούς και δια την εμφωλεύουσαν εν ημίν κακίαν, ποθούμεν να ομοιάσωμεν προς Αυτόν ως προς την ταπείνωσιν Αυτού, ο πόθος δε ούτος είναι όμοιος προς δίψαν μέχρι θανάτου. Αυτή αύτη η καταπόνησις δια την αγιότητα είναι ήδη η απαρχή αυτής. Όταν αυξηθή }386} η αγάπη ημών προς τον Κύριον, τότε κατά φυσικόν τρόπον αύτη θα συγγενειάζη ημάς μετ’ Αυτού εν ταις βαθείαις κινήσεσι της καρδίας και «τη ανακαινώσει του νοός». Προ ημών διανοίγεται θέα, ήτις υπερβαίνει την φαντασίαν ημών. Μεγάλη λύπη δια τα παθήματα των ανθρώπων περισφίγγει την καρδίαν ημών ως οδυνηρός σπασμός. Επιλανθανόμεθα του σώματος και μόνον το πνεύμα, εις το εφικτόν δι’ αυτό μέτρον, εισέρχεται εις το ρεύμα της προσευχής του Χριστού εν Γεθσημανή. Δι’ αυτού του τρόπου καρποφορείται εν ημίν η γνώσις του Κυρίου Ιησού, ήτις είναι κατ’ ουσίαν και η αιώνιος ζωή. Προς επίτευξιν της γνώσεως ταύτης ο Απόστολος Παύλος πάντα ταύτα, «άτινα ήν αυτώ κέρδη (κατά τον νόμον) … ηγείτο δια τον Χριστόν ζημίαν …»
Ο μέγας Παύλος ωμολόγησεν ότι δεν «είχε καταλάβει». Θα επιτρέψωμεν άρα γε εις εαυτούς να διεκδικήσωμεν ισότητα προς τον Χριστόν; Οφείλει εν τούτοις να υπάρχη παράλληλόν τι. Είναι απολύτως αναγκαίον να ομοιωθώμεν, έστω και αμυδρώς προς τον Κύριον, ίνα φέρωμεν εν επιγνώσει το όνομα του χριστιανού. }387}
Αγωνίζομαι απεγνωσμένως να περιγράψω την Επιστήμην, την πλέον μεγαλειώδη εξ όσων γνωρίζει η Γη και ο Ουρανός. Αφομοιούται αύτη ουχί εν ολίγοις χρόνοις ακαδημαϊκών σπουδών, αλλά δι’ όλης της υπάρξεως ημών. Η οντολογική και ουχί αφηρημένη γνώσις αποκτάται δια της συμμετοχής ημών εις το είναι. Δια της φλογεράς μετανοίας και της διαμονής ημών εν τω πνεύματι των εντολών δίδεται εις ημάς η φοβερά αύτη ευλογία.
Όταν επισκεφθή τον άνθρωπον έστω και σκιά τις της Γεθσημανίου προσευχής, θραύονται τα δεσμά του εγωϊστικού ατόμου και εισάγεται ούτος εις νέαν μορφήν προσωπικού, υποστατικού είναι, κατ’ εικόνα της υποστάσεως του Μονογενούς Υιού. Να δεχθή τις την πάσχουσαν αγάπην του Χριστού είναι ανεκτίμητος δωρεά του Αγίου Πνεύματος· δια της δωρεάς ταύτης προσεγγίζει ο άνθρωπος πνευματικώς την αίσθησιν του θανάτου Αυτού επί του σταυρού, και εν ταυτώ της δυνάμεως της αναστάσεως. Εάν τις ενωθή μετ’ Αυτού δια της ομοιώσεως του θανάτου εν βαθεία υπέρ του κόσμου προσευχή και αφορήτω δίψη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, προγεύεται την ομοίωσιν της αναστάσεως. }388}
Η Υπόστασις-Πρόσωπον είναι η πρωταρχική και εσχάτη αρχή, η τα πάντα περιβάλλουσα διάστασις εν τω Θείω Είναι. Το αυτό συμβαίνει και εν τω ανθρωπίνω, τω κατ’ εικόνα Θεού κτιστώ είναι. Έξω της υποστατικής ταύτης αρχής ουδέν υπάρχει, ουδέ δύναται να υπάρχη.
Αι δωρεαί του Θεού είναι απερίγραπτοι. Απεργάζονται τον άνθρωπον φορέα του πληρώματος του θεανθρωπίνου είναι δια της ενώσεως μετά του Χριστού εν τη προσευχή, ήτις εξομοιοί αυτόν προς Εκείνον. Σπάνιον προνόμιον συνδυάζον τας ακραίας καταστάσεις των παθημάτων της αγάπης, και τον θρίαμβον αυτής. Ο άνθρωπος αναγεννηθείς εκ τοιαύτης προσευχής, δια μέσου του ζωοποιού πόνου εισέρχεται βραδέως εις ενεργόν αίσθησιν της αναστάσεως της εαυτού ψυχής. }389}

ΙΖ’ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ-ΑΛΗΘΕΙΑ

Η αλήθεια δεν τεκμηριούται επαγωγικώς δια λογικών αποδείξεων, αλλά η οντότης αυτής είναι δι’ ημάς αναμφισβήτητος, διότι εδόθη ως άμεσος γνώσις, ήτις μεταβάλλει πάσαν την σκέψιν ημών· εκτός της συνειδήσεως ταύτης θα ήτο αδύνατος εν γένει η διαλεκτική, στόχος της οποίας είναι πάντοτε η ανεύρεσις της αληθούς λύσεως. }392}
Ο Άνθρωπος εκ της φύσεως αυτού δεν δύναται να μείνη εις το μέσον της οδού: Οφείλει να φθάση εις το τέλος: Έχει υπ’ όψιν την Πρώτην-Αλήθειαν, την κειμένην εις θεμέλιον παντός ό,τι υπάρχει.
Τι είδους είναι η Πρώτη και Εσχάτη αύτη Αλήθεια, η τα πάντα περιπτυσσομένη και αιωνίως αναλλοίωτος; Ιδού το μόνον ερώτημα του οποίου «εστί χρεία». }392}
Πεπεισμένος δια την ανεπάρκειαν πασών των ανθρωπίνων προσπαθειών προς επίτευξιν της ποθουμένης υφ’ ημών αιωνίου Αληθείας, ούτως ώστε να ταυτισθώμεν μετ’ Αυτής, να έχωμεν Αυτήν ως προσωπικήν ημών κληρονομίαν, εστράφην εις προσευχήν, κατ’ αρχάς μη χριστιανικήν, τύπου υπερβατικού διαλογισμού της Άπω Ανατολής. Παρήλθον περί τα επτά έως οκτώ έτη, ότε «μετά μεγάλης δυνάμεως» κατενόησα την πλάνην της οδού ταύτης. Εις το πνεύμα μου απεκαλύφθη Εκείνος, Όστις είπεν: «Εγώ ειμι η Αλήθεια», η φωτοφόρος αύτη στιγμή, ήτις εξήγαγεν εμέ εκ του άδου του θανατηφόρου σκότους! Ησθανόμην δι’ όλης της υπάρξεώς μου ότι εισήλθον εις την ασφαλή οδόν. Όσον όμως μεγαλοπρεπής και εάν είναι η πορεία, ταυτοχρόνως είναι και πλήρης πολλών θλίψεων, πριν ή φθάσωμεν τον Ποθούμενον.
Ότε το πυρ της εις Αυτόν πίστεως, εισεχώρησεν εις την καρδίαν μου ως αιχμή μαχαίρας, τότε επλήσθην ζωηφόρου εμπνεύσεως και χαράς. Δεν είχον εισέτι αποκτήσει την Ζώσαν Αλήθειαν, αλλ’ η ιδία εκείνη έμπνευσις μετεβάλλετο εις αίσθησιν, εις παρουσίαν Αυτής εντός μου. Προσεπάθουν κατά το δυνατόν να προσαρμόσω ούτω την νοεράν μου όρασιν, ώστε να συλλάβω εναργέστερον τα χαρακτηριστικά της εμφανισθείσης εις εμέ Αγίας Αληθείας. Ταχέως όμως ηννόησα ότι τούτο ήτο αφροσύνη εκ μέρους μου: Όσον περιειργαζόμην Αυτήν μετά προσοχής, τοσούτον απεριόριστος εγίνετο.
Δεν προτίθεμαι να γράψω περί τινος Αληθείας ανακαλυφθείσης υπ’ εμού και αγνώστου μέχρι τούδε εις τον κόσμον. Γράφω περί του πως εδόθη εις εμέ να ζήσω την }393} μετάνοιάν μου. Το πνεύμα ημών πεινά και διψά να γνωρίση την Αλήθειαν, τουτέστιν εκείνο το Πρωταρχικόν Όν, όπερ υπό ουδενός περιορίζεται: το απόλυτον όντως Όν, περί του οποίου ωμίλησαν οι Προφήται της Παλαιάς και εμαρτύρησαν οι Απόστολοι της Καινής Διαθήκης.
Απεκαλύφθη εις τους πατέρας και προπάτορας ημών, και ημείς ευλαβώς διαφυλάττωμεν ως πολύτιμον μαργαρίτην την κληρονομηθείσαν εξ αυτών μαρτυρίαν. Εμπιστευόμενοι εις αυτούς δίδομεν πίστιν εις την παρακαταθήκην αυτών, αλλά συγχρόνως, ως ο Μωυσής, κράζομεν προς Αυτόν: «Δος ημίν του γνώναι Σε, καθώς Συ εί εν τη αιωνιότητί Σου». Άλλο πράγμα είναι «η πίστις εξ ακοής» και εντελώς άλλο «το γνώναι Σε».
Ευθύς ως αποφασίσωμεν να παραδοθώμεν «εις χείρας Θεού Ζώντος», αι χείρες αύται ρίπτουν ημάς εις τοιούτους απεράντους χώρους, περί ών ουδόλως είχομεν ποτε υποψιασθή. Φρίκη κυριεύει ημών προ των αποκαλυπτομένων εις ημάς αβύσσων. Ο Θεός φαίνεται «σκληρός». Και όμως μέσω του «πόνου», τον οποίον υφιστάμεθα, }394} ανεξιχνιάστός τις διαδικασία αναπτύσσει εν ημίν την ικανότητα να θεωρώμεν Αυτόν «καθώς εστίν», επέκεινα πάσης εικόνος, έστω και άρτι «εκ μέρους».
Ούτος είναι ο Φως και η Αλήθεια. Και όταν το αληθινόν τούτο Φως περιβάλλη ημάς τότε ζώμεν την Αγάπην και την Σοφίαν Αυτού. Είμεθα περιχαρείς και βαθεία γνώσις κατέρχεται εφ’ ημάς, ουχί ως σκέψις, αλλά ως κατάστασις του πνεύματος ημών.
Ούτος είναι ο Ών. Εν Αυτώ δεν υπάρχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αυτός Ούτος είναι η Αρχή παντός ό,τι υπάρχει, και το ατελεύτητον Τέλος πασών των προσδοκιών ημών. «Γνωρίζομεν» εν τη καρδία ημών ότι θέλει να ίδη ημάς τελείους, ουχί ολιγώτερον εκείνου όπερ ο Ίδιος είναι.
Καταπεπονημένοι εκ της τυραννίας των χαμερπών παθών, είναι φυσικόν να προσευχώμεθα εις τον Αγαθόν Κύριον, όπως το Πνεύμα Αυτού, το Πνεύμα της επιγνώσεως των οδών του Σωτηρίου Αυτού, αναπαυθή εφ’ ημών. Ενδυναμούμενοι υπό του Πνεύματος τούτου, βλέπομεν ότι δια τραγικών δοκιμασιών ελευθερούμεθα εκ των συνεπειών της πτώσεως· ότι δια των παθημάτων πλατύνεται το είναι ημών και διανοίγομεν εαυτούς δι’ άλλους μεγάλους κόσμους. Υπερνικώμεν την φίλαυτον απομόνωσιν του θηριώδους ατόμου: Εξερχόμεθα εκ της ημι-κτηνώδους καταστάσεως, ήτις συνίσταται εις την άγνοιαν του Δημιουργού ημών. Όταν συναισθανθώ ότι είναι απαραίτητον δι’ εμέ, τον «εκ του μηδενός» κτισθέντα, να διέλθω δια του πυρός του πόνου, ίνα γνωρίσω βαθύτερον τον εν πληγή όντα Άνθρωπον, δέχομαι τον άγιον τούτον πόνον μετ’ ευγνώμονος αγάπης. Είναι ούτος πλήρης νοήματος. Μυσταγωγεί εμέ εις τα μυστήρια }395} του Είναι, ουχί μόνον του κτιστού, αλλά και του Ακτίστου. Χάριν του πόνου τούτου γίνομαι εύσπλαχνος· δι’ αυτού βλέπω εν πνεύματι όλους τους άλλους πάσχοντας· κατέρχεται εντός μου Θεία αγάπη, κατ’ αρχάς ως ευσπλαχνία προς πάσαν την κτίσιν, εν δε τω μέλλοντι αιώνι ως μακαριότης επί τη θέα των σεσωσμένων εν τη Αφθάρτω Δόξη.
Θα ηδυνάμεθα, εν μικρά παρενθέσει να είπωμεν ότι εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων ουδόλως σημαίνει ότι ημείς καλλιεργούμεν έν είδος «οδυνισμού» (dolorism) ψυχολογικού τύπου. Απολύτως ουχί. … ο «πόνος» ούτος είναι τι ποιοτικώς διάφορον: Είναι απαραίτητος «σταθμός» εν τη πορεία της αυξήσεως ημών εκ των επιγείων μέχρι των διαστάσεων του σύμπαντος και έτι πλείον, των αιωνίων. Δεν είναι τούτο άραγε το μόνον θέμα της Καλής Αγγελίας του Χριστού, του Ευαγγελίου;
Βραδύτερον όταν ο άνθρωπος εννοήση την θέσιν του Σταυρού εν τη κατά Θεόν ζωή ημών, κατά διάφορον τρόπον «βαστάζει τον εαυτού σταυρόν» και κατά διάφορον τρόπον αντιλαμβάνεται αυτόν. Ούτος γίνεται δεκτός ως Άνωθεν κλήσις του ουρανίου Πατρός. Εν τω σταυρώ ως και εν τω ποτηρίω του Κυρίου, το κτιστόν είναί μου συνδέεται μετά του ακτίστου Θείου Είναι. Προς ένδειξιν τούτου ασπαζόμεθα τον σταυρόν δια του οποίου ο λειτουργός ευλογεί τους πιστούς εν τω ναώ.
Δεν αρνούμεθα την πραγματικότητα των προσκαίρων. Είναι ίδιον των χριστιανών να παραμένουν ταυτοχρόνως }396} επί δύο επιπέδων: επί του προσκαίρου και επί του αιωνίου. Και αυτόν τούτον τον χρόνον κατανοούμεν ως θαυμαστήν τινα διαδικασίαν, καθ’ ήν ο Θεός δημιουργεί «εκ του μηδενός» θεούς ομοίους προς Αυτόν. Όταν η κτιστή φύσις φθάση εις την τελείωσιν αυτής, τότε θα ακούσωμεν τον Άγγελον να ομνύη «εν τω Ζώντι εις τους αιώνας των αιώνων … ότι χρόνος ουκέτι έσται».
Ο Κύριος είπε περί Εαυτού: «Εγώ ειμι η Αλήθεια». Επεκαλέσθη ωσαύτως ως μάρτυρας τον Πατέρα Αυτού και το Πνεύμα το Άγιον. Η κατανόησις της πλευράς ταύτης του Θείου Είναι δεν έρχεται, ει μη κατόπιν μεγάλων προσπαθειών και μακροχρονίου παραμονής εν τη προσευχή της μετανοίας. Όσον πιστότερον ακολουθούμεν τον Κύριον τηρούντες τας εντολάς Αυτού, τοσούτον ευρύνεται και βαθύνεται η προσωπικότης ημών. Όταν επομένως οι ίδιοι προσεγγίζωμεν την πραγματοποίησιν της εν ημίν υποστατικής αρχής –εν τη οποία πρωτίστως εκδηλούται η εικών του Θεού- τότε εκ της πείρας ημών διαπιστούμεν ότι η υπόστασις ημών προς πραγμάτωσιν αυτής έχει ανάγκην συναντήσεως μετ’ άλλης ή και άλλων εισέτι υποστάσεων. Εν τη αυθεντική «συναντήσει» αντανακλάται εν ημίν ουχί μόνον η ομοίωσις προς την αρχήν της Υποστάσεως εν τη Θεότητι, αλλά και ο τρόπος της ενδοτριαδικής ζωής. Κατά την προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου δίδεται εις ημάς να αγαπήσωμεν το ομοούσιον ημίν γένος των ανθρώπων, να ζήσωμεν πάσαν την ανθρωπότητα ως Ένα Άνθρωπον. Δια της πείρας ταύτης λαμβάνομεν νέαν γνώσιν, οντολογικήν: Το πρόσωπον-υπόστασις, κατά την φύσιν την δομήν και τον χαρακτήρα αυτού, δεν ζη μόνον }397}, εν απομονώσει, αλλ’ απαραιτήτος φέρεται εν αγάπη προς άλλην ή άλλας ομοίας προς αυτό υποστάσεις. Εν τη πράξει της αγάπης το πρόσωπον φέρει εν εαυτώ απάντησιν εις το άλλο πρόσωπον και ούτω μαρτυρεί περί αυτού.
Ουχί μόνον εν τη Θεότητι, εν τη Αγία Τριάδι, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα μαρτυρούν ο Είς περί του Άλλου, αλλά μαρτυρούν ωσαύτως και προς ημάς τους ανθρώπους ο Είς περί του Άλλου. Έτι πλέον, ο Κύριος ενεπιστεύθη εις τους Αποστόλους το έργον της περί Αυτού μαρτυρίας:
Τοιούτου είδους είναι αι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Η μαρτυρία, ως αληθινή ζωή εν τη αγάπη, κινείται αιωνίως προς πάσας τας κατευθύνσεις.
«Επεκαλεσάμην το όνομα Αυτού εκ λάκκου κατωτάτου και Αυτός εισήκουσε της κραυγής μου». Η αγάπη Αυτού ήγγισε την καρδίαν μου. Προ εμού απεκαλύφθη η απεριγράπτως θαυμαστός κόσμος της χριστιανικής προσευχής. Δι’ αυτής εδόθη εις εμέ η κοινωνία μετά του Αληθινού και Ζώντος Θεού. Γράφω περί της προσευχής της μετανοίας μου. Αύτη ελάμβανε ποικίλας μορφάς. Το είναι μου συνεκεντρούτο ενίοτε εις τα έσω, συνήγετο εις έν απείρως μικρόν κέντρον χώρου. }398} Άλλοτε συνέβαινε τρόπον τινά το αντίθετον. Το πνεύμα μου εισήγετο εις τινα νοεράν σφαίραν μη έχουσαν όρια, και ο θρήνος της μετανοίας μου, κατά παράδοξον τρόπον, εγίνετο έν μετά της αβύσσου, εις την οποίαν ητένιζον. Συνέβαινεν ωσαύτως να περιπτύσσωμαι εν τη προσευχή, ως ησθανόμην τον κόσμον άπαντα. Ο Κύριος έδιδεν εις εμέ στιγμάς καθαράς προσευχής πρόσωπον προς Πρόσωπον, και η αιωνιότης ηρέμα αλλ’ εξουσιαστικώς εισέδυεν εις την καρδίαν μου. Και εις τον νουν μου μετεδίδετο η μακαριότης να τήκηται ούτος εν τη φλογί της αγάπης της εξερχομένης εκ της καρδίας. Η εκ της τήξεως ανάκρασις όλης της υπάρξεώς μου –νου, καρδίας και σώματος- εις έν εδημιούργει αίσθησιν ακεραιότητος του είναι, καταστάσεως κατά πολύ διαφόρου εκείνης της εκ της συνήθους διαιρέσεως μεταξύ πνεύματος, ψυχής και σώματος.
Νυν μαρτυρώ περί της Αληθείας την οποίαν εγνώριζον οι πατέρες και οι προπάτορες ημών. Μαρτυρώ περί του πώς αύτη ηυδόκησε να εμφανισθή εις εμέ ως απάντησις εις τον παρατεταμένον θρήνον της μετανοίας μου, όστις κατέκαιεν εμέ ως πυρ. Έζησα την Αλήθειαν ταύτην ως αυθεντικώς αιωνίαν, και κατά το μέτρον της πίστεώς μου ομιλώ και γράφω.
Γνωρίζω ότι η γνώσις μου δεν είναι απόλυτος. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει άλλη τις αλήθεια. Πιστεύω ότι ήγγισεν εμέ η άναρχος Αλήθεια, αλλά γνωρίζω ωσαύτως ότι δεν επραγματοποίησα εν τη πράξει της ζωής μου το γνωσθέν εν τη πείρα της προσευχής … Πού ευρίσκεται όμως το κριτήριον δια την βεβαίωσιν των δοθεισών }399} εις ημάς εμπειριών του Θεού-Αληθείας;
Είναι αναφαίρετος η ορμή ημών προς Αυτόν, τον Όντα προ πάντων των αιώνων. Ούτος εισχωρεί εις πάντα τα όντα και δια της εξουσίας Αυτού συγκρατεί αυτά εις το είναι. Είναι δύσκολον εις ημάς τους μηδαμινούς να πιστεύσωμεν ότι ο άπειρος Ούτος Δεσπότης δεν καταφρονεί ημών. Όσον όμως παράδοξον και εάν φαίνηται τούτο, όταν στραφώμεν προς Αυτόν εν αληθεί προσευχή, τουτέστιν εν προσευχή μετανοίας, σπεύδει εις συνάντησιν ημών και εν αγάπη προσλαμβάνει ημάς προς Εαυτόν. Το γεγονός τούτο δεν δύναται να είναι καρπός φαντασίας διότι υπερβαίνει την ικανότητα της φαντασίας ημών.
Συμφώνως προς την Αποκάλυψιν, ο Άνθρωπος εκτίσθη «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Εξ αυτού έπεται ότι ο άνθρωπος είναι δυνάμει πεπροικισμένος δια της ικανότητος να επιτύχη την ομοίωσιν προς τον Δημιουργόν αυτού· ότι η ιδέα του Απολύτου Όντος είναι έμφυτος εις τον άνθρωπον εις τοιούτον βαθμόν, ώστε όταν ο Παντοκράτωρ Θεός εισέλθη εις κοινωνίαν μετά του πνεύματος του ανθρώπου, τούτο δύναται «να αναγνωρίση» Αυτόν, διότι Ούτος είναι συγγενής αυτού. Εισαγόμενον εις την σφαίραν του Νου του Θεού Δημιουργού, το «κτιστόν πνεύμα» του ανθρώπου άρχεται να θεάται τον Θεόν «καθώς εστι», καθ’ Εαυτόν. (Λέγω «κτιστόν πνεύμα» και ουχί «νους», ίνα μη δημιουργηθή σύγχισις των εννοιών νους και διάνοια).
Η πρώτη κίνησις κατευθύνεται προς Εκείνον τον «εν αρχή» Όντα. Η διάθεσις ημών είναι να δεχθώμεν Αυτόν ως την θεμελιώδη Αλήθειαν, ανεξαρτήτως εάν συμπίπτη ή ουχί η τοιαύτη οντολογική Αλήθεια μετά }400} των περί Αυτής ιδεών ημών. Και μεγάλη γίνεται η χαρά ημών, όταν τα δεδομένα της αποκαλύψεως επικυρούνται δια της Άνωθεν παρεχομένης θεωρίας και δη της γνώσεως ότι εκτίσθημεν «κατ’ εικόνα» Θεού: Φανερούται Ούτος εις ημάς ως Θεός αγάπης, και ζώμεν Αυτόν εν ημίν ως την απόλυτον αρμονίαν, και αρχόμεθα να προσκυνώμεν τον Πατέρα «εν πνεύματι και αληθεία».
«Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν». Επομένως, μόνον η προσευχή της μετανοίας ανταποκρίνεται εις την περί ημών αλήθειαν. Δεν παύω να υπογραμμίζω το σημείον τούτο: Ιστάμενοι ενώπιον του Ουρανίου Πατρός, έχοντες συνείδησιν της αμαρτωλότητος ημών, ευρισκόμεθα επί του επιπέδου της Θείας Αληθείας. Όσον βαθύτερον ζώμεν την αμαρτίαν ημών ως θανάσιμον πλήγμα, τοσούτον πληρέστερον παραδιδόμεθα εν προσευχή εις τον Θεόν και δια της ζωοποιού Αυτού δυνάμεως αποσπώμεθα εκ των δεσμών του χρόνου και του χώρου. Είθε να συγχωρήση εμέ ο Κύριος και να μη κρίνουν εμέ αυστηρώς οι αδελφοί μου: Ούτω συνέβη εις εμέ.
Εν παρομοία προσευχή (ως του Αποστόλου Παύλου) ο νους ημών περικλείεται εν τω Νοΐ του Θεού και δέχεται την κατανόησιν πραγμάτων δια τρόπου όστις είναι αδύνατον να εκφρασθή }401} καταλλήλως δια της καθ’ ημέραν ημών γλώσσης. Επί παραδείγματι: Τα πάντα εκτίσθησαν δια του θελήματος Αυτού, δια της σκέψεως Αυτού. Ούτος «νοεί» τον κόσμον και η δημιουργική Αυτού σκέψις γίνεται κτιστόν είναι. Προηγείται η σκέψις του Θεού Δημιουργού και ουχί η ύλη. Ούτω ζώμεν τον κόσμον τούτον ουχί μόνον υπό το πρίσμα της εμπειρικής γνώσεως, αλλά και θεωρούμεν αυτόν εν πνεύματι δι’ άλλου τρόπου. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
«Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον … διδάξει υμάς πάντα». Θα «διδάξη» ημάς να σκεπτώμεθα καθώς σκέπτεται ο Ίδιος ο Θεός, να αγαπώμεν καθώς αγαπά }402} ο Θεός. Μη εκπλήττεσθε επί τούτω. Τοιούτον είναι το νόημα της ευαγγελικής κλήσεως.
Εγείρεται το ερώτημα: Πώς δυνάμεθα να επιτύχωμεν της ευλογίας ταύτης; Η απάντησις εδόθη υπό του Χριστού: «Τας εντολάς τας Εμάς τηρήσατε, και Εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ ημών εις τον αιώνα». «Γνωρίζομεν», επομένως, το Πνεύμα το Άγιον δια της αγίας παραδόσεως των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς ωσαύτως και δια της προσωπικής ημών πείρας των εν ημίν ενεργειών Αυτού. Εκείνος «υπομιμνήσκει ημάς πάντα».
Επί πλέον: «Εάν τις αγαπά Με, τον λόγον Μου τηρήσει, και ο Πατήρ Μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν (αιώνιον) παρ’ αυτώ ποιήσομεν». Τί δύναται να σημαίνη τούτο; Σημαίνει ότι εδόθη εις ημάς η υπόσχεσις ότι θα κληρονομήσωμεν το πλήρωμα της Θείας ζωής, το πλήρωμα της γνώσεως και της δυνάμεως της αγάπης, όπερ εφανερώθη εις ημάς δια του Ακτίστου Φωτός, «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία».
Ιδού η μαρτυρία του Παύλου: «Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα είδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν». Και εισέτι: «Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ός συμβιβάσει αυτόν; Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν». Δια της σχολικής παιδείας εισήλθομεν είς τινα κοσμικόν τρόπον σκέψεως και αφωμοιώσαμεν τα δεδομένα της εμπειρικής γνώσεως. Ανάλογόν τι συμβαίνει και εν τω χώρω του Πνεύματος. Ζώντες κατά τας εντολάς }403} του Ευαγγελίου εισερχόμεθα εις την πλέον στενήν συγγένειαν μετά του Θείου Νοός. Αι εντολαί αύται είναι ουχί άλλο τι, ει μη η αυτό-αποκάλυψις του Θεού «καθώς εστιν». Όταν αύται αποβούν ο μόνος νόμος παντός του είναι ημών, μεταδίδουν εις ημάς την ποθουμένην «μορφήν» του Θείου Είναι. «Οίδαμεν δε ότι ο Υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκομεν τον Αληθινόν».
Ο Θεός-Αλήθεια ουδέν ψευδές έπλασεν, ουδέν έναντίον προς την αλήθειαν, και ως εκ τούτου πάσα εξ Αυτού εκπορευομένη ενέργεια είναι αληθινή. Ο Χριστός απεκάλυψεν εις ημάς τον αυθεντικόν Άνθρωπον, καθώς ούτος συνελήφθη εν τω Νοΐ του Δημιουργού. Εν ημίν κατετέθη η Αλήθεια του Ιδίου του Θεού, διότι είμεθα «εικών και ομοίωσις» Αυτού. Η αιωνία Αλήθεια μεταδίδεται εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν. Και καθώς η Υπόστασις γεννάται κατ’ αρχάς εν τω ανθρώπω μόνον δυνάμει, ούτω και το εν ημίν σπέρμα της Αληθείας οφείλει να αναπτυχθή εκ της δυνάμει καταστάσεως αυτού. Εν τη πτώσει του Αδάμ η εν ημίν Αλήθεια υπέστη αλλοίωσιν. Δια της χάριτος της μετανοίας και της εξ αγάπης υπακοής προς τον Πατέρα, η Αλήθεια εν τη πρωταρχική αυτής αγιότητι μεταδίδεται εις ημάς ως ζωή του Ιδίου του Θεού.
Τί συμβαίνει όμως εις τον άνθρωπον όστις προσφέρει την μετάνοιαν αυτού μετά κλαυθμού; Ζη την Αλήθειαν ουχί ως καρπόν των διαλογισμών αυτού, αλλ’ ως κατάστασιν του πνεύματος αυτού, δοθείσαν εις αυτόν υπό του Πνεύματος του Θεού. Η «κατάστασις» αύτη είναι γεγονός του Είναι εκ του οποίου και αυτή αύτη η σκέψις ημών συλλαμβάνει δια του ιδιάζοντος εις αυτήν τρόπου την έννοιαν της Αληθείας. Η κατανόησις αύτη }404} της αληθείας δεν είναι αποτέλεσμα αποδεικτικής σκέψεως, αλλά παρουσιάζεται ως δια διαισθήσεως εμβάθυνσις ή διαπίστωσις γεγονότος, ως γνώσις του Θείου Είναι, ήτις κατέρχεται προς ημάς εκ του Θεού.
Η επίγνωσις των οδών του Κυρίου δεν έρχεται ταχέως. Βαθεία ήτο η οδύνη μου, ότε ησθάνθην την ολιγότητα των ημερών ημών. Η ψυχή μου εκυριεύθη υπό φόβου μη τυχόν απέλθω εις τον τάφον, πριν ή έλθη απάντησις εκ του Θεού, ότι εισηκούσθη η προς Αυτόν κραυγή μου. Αλλά δεν εγκατελείφθην υπ’ Αυτού εις τέλος. Δια της εν ανενδοιάστω πίστει προς τον Χριστόν-Θεόν προσευχής μου, μετεδόθη βαθμηδόν και εις εμέ η ευσπλαχνία Αυτού προς την απολλυμένην ανθρωπότητα. Έζων μετά μεγάλου πόνου τον προσωπικόν μου όλεθρον, και ο πόνος ούτος διερρήγνυε τα τείχη της λιθίνης καρδίας μου. Συνήθιζον εν γένει να προβάλλω τας εμπειρίας μου εφ’ όλης της ανθρωπότητος, και συνέπασχον μεθ’ όλων των ανθρώπων οίτινες, ως και εγώ, έμενον εν καταστάσει χωρισμού από του Θεού. Δια τοιούτου τρόπου τα παθήματα πάντων εγίνοντο «ίδια», και εν τη απομονώσει της ερήμου ήρχετο ενίοτε προσευχή υπέρ όλου του κόσμου μετά του ιδίου κλαυθμού ως και υπέρ εμού του ιδίου. Εν εκείνη τη προσευχή ησθάνθην τον προαιώνιον Θεόν ως τον Πατέρα ημών. Και η αίσθησις αύτη ήτο πειστική μαρτυρία περί της ανάρχου Αληθείας, της παραδοθείσης εις ημάς υπό του Χριστού.
Το θέμα το οποίον μετά δυσκολίας αποπειρώμαι }405} να εκθέσω είναι η Ζώσα Αλήθεια. Αύτη δεν ομοιάζει προς τας επιστημονικάς ή τας φυσιολογικάς αληθείας. Η αποκαλυπτομένη εις ημάς Αλήθεια υπερβαίνει απείρως πάσαν ορθολογικήν θεώρησιν. Δεν είναι αφηρημένη τις διατύπωσις της λογικής ημών σκέψεως, ούτε μαθηματική εξίσωσις, αλλά Πρόσωπον. Είναι πρωτίστως ο «απ’ αρχής» Ών, τουτέστιν ο άναρχος Θεός, η Αγία Τριάς: Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Αλλ’ η λογική ημών διάνοια είναι ανίκανος να ακολουθήση δια της σκέψεως το πραγματικόν Είναι του Θεού. Επί παραδείγματι, ζώμεν τον Πατέρα ως την απόλυτον Αλήθειαν. Και ο Υιός ωσαύτως είναι η απόλυτος Αλήθεια, ως και το Άγιον Πνεύμα. Η Αλήθεια όμως είναι Μία και ουχί τρεις απόλυτοι αλήθειαι. Ως ο Θεός είναι Είς και συγχρόνως Τριάς Υποστάσεων, ούτω και ο Άνθρωπος εν τη εσχάτη αυτού τελειώσει οφείλει να γίνη Είς Άνθρωπος εν πολλαπλότητι υποστάσεων.
Ιδού ετέρα τις αντινομία: Ζώμεν την Υπόστασιν εν τω Θεώ ως τον φορέα του απολύτου πληρώματος του Είναι, και συγχρόνως η Υπόστασις δεν υπάρχει μόνη. Δια την τυπικήν λογικήν τούτο είναι ένδειξις ανεπαρκείας της Υποστάσεως καθ’ Εαυτήν και επομένως άρνησις του απολύτου χαρακτήρος Αυτής. Και όμως τοιαύτη ακριβώς είναι η Αγία Τριάς, ο Θεός της τελείας αγάπης. Η τελεία αγάπη δεν απομονούται εν Εαυτή, αλλά ζη εν ετέρα, εν ετέραις Υποστάσεσιν. Εκάστη των Τριών Υποστάσεων κατέχει, αναφαιρέτω τρόπω άπαν το πλήρωμα του Είναι. Αλλ’ η Υπόστασις, ως τοιαύτη, εκδηλούται κατά την πράξιν της τελείας αγάπης, της οποίας ίδιον είναι και η τελεία κένωσις, η αυτοελάττωσις. }406}
… η ιδία αποκεκαλυμμένη εν τη Αγία Τριάδι κενωτική αγάπη εδόθη ως εντολή και εις τους ανθρώπους: Δια της άκρως εφικτής εις ημάς κενώσεως εν τη πράξει της μετανοίας ημών γινόμεθα ικανοί, ίνα προσλάβωμεν το πλήρωμα και της Θείας αγάπης και της αγάπης προς τον πλησίον.
… όταν άπτηται ημών η δύναμις της Θείας ταύτης αγάπης, τότε πέραν πάσης αμφιβολίας ζώμεν, μένομεν, εν τη Αληθεία και εν τη Αιωνιότητι.
Την δογματικήν ημών συνείδησιν δυνάμεθα να εκφράσωμεν εν συνόψει ως εξής: «Εγώ Ειμι ο Ών», Εγώ ειμι το Είναι. «Εγώ Ειμι η Αλήθεια». Η Υποστατική Αρχή εν τω Θείω Είναι αποτελεί τον οντολογικόν πυρήνα Αυτού. Αυτός είναι ο όντως Ζων. Ο Πρώτος και ο Έσχατος, το Α και το Ω, η άναρχος Αρχή και το ατελεύτητον Τέλος των πάντων. Ούτω κατανοούμεν την Σιναϊτικήν Αποκάλυψιν και την μετέπειτα συμπλήρωσιν αυτής δια της σαρκώσεως του Λόγου του Πατρός και της καθόδου του Αγίου Πνεύματος επί την Εκκλησίαν κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. }407}
Ούτος ο Θεός εν τω απ’ αιώνος Είναι Αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ’ ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως Αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ’ Αυτής. Η Υποστατική Αλήθεια γνωρίζεται δια της αυτής υποστατικής αρχής, ήτις κατετέθη εν ημίν εν τη πράξει της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού δημιουργίας ημών. Εφ’ όσον αύτη η εν ημίν ελευθέρα αρχή ουδένα επιδέχεται εξωτερικόν εξαναγκασμόν, η ένωσις ημών μετά της Αληθείας εξαρτάται ουχί μόνον εκ του παρέχοντος Θεού αλλά και εκ του αποδεχομένου ανθρώπου.
Το κτιστόν πνεύμα –ο άνθρωπος- δεν δύναται αφ’ εαυτού να φθάση την Αλήθειαν ταύτην. Εν τούτοις, ως εικών του Θεού έχει την ικανότητα να εικάση περί της Αληθείας, αλλ’ ουχί πέραν τούτου. Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίσιν. Εν τη προσωπική ημών σχέσει μετά του Προσωπικού Θεού ουδέν τελείται κατά την θέλησιν του ενός μόνον μέρους, αλλ΄ είναι πάντοτε απαραίτητος η συμφωνία, η συνεργία, ο ταυτισμός δύο θελήσεων: της Θείας και της ανθρωπίνης. Εις τούτο συνίσταται η ζωή ημών.
Καθ’ εαυτόν «πας άνθρωπος ψεύστης», ως προελθών εκ του «μη όντος». Μόνον δια της εν ημίν ενοικήσεως του Θεού-Αληθείας γινόμεθα και ημείς «αληθινοί». Η Ζώσα Αλήθεια μεταμορφοί ημάς δια της ελεύσεως Αυτής εντός ημών. Η Αλήθεια, απόλυτος ούσα, εναγκαλίζεται και συγκρατεί τα πάντα. Όστις θα «γνωρίση» την Αλήθειαν ταύτην κατά }408} τον λόγον αυτής ταύτης της Αληθείας, ελευθερούται από της εφ’ ημών θανατηφόρου εξουσίας της αμαρτίας. Είναι Αιώνιος, και καθιστά ημάς αθανάτους. Ο Θεός-Αλήθεια απεργάζεται και ημάς εν αληθεία θεούς. «Θεούς», ουχί δια τα άλλα λογικά κτίσματα, αλλά θεούς κατά την μεταδοθείσαν εις ημάς μορφήν του είναι και κατά το περιεχόμενον της ζωής ταύτης.
Εν τοις ορίοις της γης ουδέν εκ των κτισμάτων δύναται να προσλάβη το πλήρωμα Αυτής της κατά Θείον τρόπον παγκοσμίου Αληθείας. Ως ο Απόστολος Παύλος, γνωρίζομεν και ημείς Αυτήν μόνον «εκ μέρους». Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η Αλήθεια καθ’ εαυτήν είναι εντελώς διάφορος του πως ημείς νοούμεν Αυτήν. Άλλο είναι να γνωρίζη τις την Αλήθειαν, και άλλο να μη κατέχη το απόλυτον πλήρωμα Αυτής, να μη είναι ικανός να φανερώση Αυτήν εν τη τελειότητι Αυτής εις την πράξιν της καθ’ ημέραν ζωής. Ομού μετά του Αποστόλου Φιλίππου λέγομεν άνευ δισταγμού: «Ευρήκαμεν την Αλήθειαν»· γνωρίζομεν Αυτήν: Είναι ο Χριστός.
Η πολυϋπόστατος ανθρωπότης είναι είκών της Αγίας Τριάδος: Μία φύσις εν πολλαπλότητι προσώπων. Έκαστος όμως εξ ημών φέρει εν εαυτώ πρωτίστως την μορφήν του Μονογενούς Υιού, και η ημετέρα σωτηρία πραγματοποιείται δια της υιοθεσίας ημών υπό του Πατρός. }409}
Εν τη ιδική μου περιπτώσει συνέβη το ακόλουθον: Ιδών εν πνεύματι τον Χριστόν, τον αγαπήσαντα ημάς «εις τέλος» προσευχόμενον εν Γεθσημανή και εν συνεχεία επί του Γολγοθά, «μη ανθιστάμενον τω πονηρώ», εμίσησα εμαυτόν, ως ήμην, και εν προσευχή, ήτις εγεννήθη υπό του αγίου τούτου μίσους, ανεγνώρισα Αυτόν ως την απόλυτον Αλήθειαν, ως τον εν αληθεία Παντοκράτορα και Θεόν. Εν τη προσευχή ταύτη εδόθη εις εμέ να υπερβώ «τα βλεπόμενα πρόσκαιρα» και να διεισδύσω εις «τα μη βλεπόμενα αιώνια».
Όταν το Πνεύμα το Άγιον δίδη εις ημάς να ίδωμεν }410} τον Χριστόν «καθώς εστι» δια της αγάπης της εκ του Αγίου Πνεύματος προερχομένης τότε καθίσταται εμφανές εις ημάς ότι ο Χριστός είναι το παν: Εν Αυτώ κατοικεί άπαν το πλήρωμα της Θεότητος και το πλήρωμα του ανθρώπου. Είναι Ούτος η Αλήθεια υπό τας δύο αυτής όψεις: Πρώτον, Ούτος είναι το άναρχον γεγονός του Είναι, και δεύτερος, κατά τον «ηθικόν» Αυτού χαρακτήρα, ο Αληθής. Αληθής τουτέστιν Άγιος· Άγιος, τουτέστιν Αγαθός· Αγαθός, τουτέστι «Φως, εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία».
Ολιγοψυχούμεν όταν δίδηται εις ημάς να ίδωμεν τον υπερκόσμιον χαρακτήρα του Ευαγγελίου. Θα ηθέλομεν να μειώσωμέν πως τας πραγματικάς αυτού διαστάσεις, να προσαρμόσωμεν αυτάς εις την χαρακτηριστικήν δια το εύθραυστον ημών σώμα αδυναμίαν, αλλ’ ο Ίδιος ουδόλως συγκατατίθεται εις τον υποβιβασμόν των εντολών Αυτού. Εν άκρα εντάσει της μετανοίας ημών αρχόμεθα να διαισθανώμεθα ότι η αποκάλυψις αύτη είναι η εσχάτη, διότι είναι η απολύτως τελεία. Εδόθη δι’ όλους τους αιώνας, δι’ όλας τας φυλάς και τους λαούς μέχρι συντελείας της επιγείου ιστορίας.
Ο μακάριος Γέρων Σιλουανός έλεγεν: «Όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν ως οφείλει να γνωρίζη Αυτόν». }411}
Ως το σώμα ημών αισθάνεται την εαυτού δύναμιν ή την έξωθεν θερμότητα των ηλιακών ακτίνων, κατά τον αυτόν άμεσον τρόπον γνωρίζομεν δι’ όλης της υπάρξεως ημών ότι αυτή η αγάπη (προς τους εχθρούς) είναι η αιώνιος Αλήθεια. Γνωρίζει τότε ο άνθρωπος ότι «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Η θαυμαστή αίσθησις της ελεύσεως του Θεού εντός ημών συνοδεύεται μεθ’ ολοκληρωτικής συμφωνίας νου και καρδίας. Η Θεία αρμονία της πνευματικής ταύτης καταστάσεως είναι ευφροσύνη δια την καρδίαν και φως δια τον νουν. Όλος ο άνθρωπος (νους-πνεύμα, καρδία, και σώμα εισέτι) αισθάνεται «την ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν». Η ψυχή αναγνωρίζει ότι και η Αγάπη, και το Φως, και η Ειρήνη καταβαίνουσιν εκ του Υψίστου.
Είναι μέγα αγαθόν να γνωρίση τις τον αληθινόν Θεόν και να γνωρίζη Αυτόν γνώσει αναφαιρέτω. Πάντα ταύτα εδόθησαν εις τον κόσμον δια του Σαρκωθέντος Υιού του Πατρός, Χριστού Ιησού, και η ευγνώμων ψυχή έλκεται προς Αυτόν (τον πάλαι επί του Σινά αποκαλύψαντα Εαυτόν δια του Ονόματος «Εγώ ειμι», όπερ επανέλαβε πολλάκις κατά την εν σαρκί επιφάνειαν Αυτού). Μετέδωκεν εις ημάς τούτο το «περισσόν ζωής», και η ψυχή γνωρίζει το τελούμενον εν αυτή και λέγει: «Νυν, Χριστέ μου, εν Σοί και δια Σου και εγώ ειμι». }412}
Όστις χάριν της εις Χριστόν-Θεόν πίστεως αυτού έλαβε την δωρεάν να εισέλθη, έστω και εκ μέρους, εις το αιώνιον ρεύμα της Γεθσημανίου Αυτού προσευχής και εν συνεχεία ωσαύτως, έστω και μόνον εκ μέρους, να υψωθή και επί του αθανάτου Γολγοθά, ούτος δι’ αναμφισβητήτου τρόπου βλέπει να αποκαλύπτηται προ αυτού το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις …». Από της στιγμής ταύτης ο πιστός «ουκέτι γινώσκει κατά σάρκα Χριστόν», τουτέστιν ως φυσικόν άνθρωπον, αλλά γινώσκει Αυτόν ως τον πανταχού παρόντα Παντοκράτορα, «ελθόντα εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι».
Ούτως ο γνησίως «πιστεύων εις τον Υιόν του Θεού έχει την μαρτυρίαν εν αυτώ».(413}

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εν τη αρχή του αιώνος τούτου εγένετο ρήμα Κυρίου προς τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν: «Κράτει τον νουν σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την ακριβή ημερομηνίαν του γεγονότος τούτου ουδέποτε έμαθον. Είναι δυνατόν να συνέβη εν έτει 1906. Έν έτος περίπου πρότερον, το 1905, εγένετο γνωστή εις τον κόσμον η Εξίσωσις του Αϊνστάϊν: E=mc2. Η τελευταία αύτη έθεσε το θεμέλιον της συγχρόνου επιστήμης και τεχνολογίας. Αφ’ ενός μεν διήνοιξε κολοσσιαίας πηγάς ζωτικής ενέργειας, αφ’ ετέρου δε ήτο η αφετηρία δια την προετοιμασίαν του «αποκαλυπτικού» πυρός του ετοίμου να καταβροχθίση πάσαν ζωήν επί της Γης. Ο λόγος όμως όστις εδόθη εις τον Σιλουανόν, ανυπέρβλητος κατά την αξίαν αυτού, αποτελεί δια πολλούς πιστούς καθοδηγητικόν αστέρα προς την ασάλευτον Βασιλείαν. Ως προς το πνεύμα, το περιεχόμενον του λόγου τούτου ομοιάζει προς την διδασκαλίαν των αρχαίων Πατέρων της Αιγύπτου: Αντωνίου, Μακαρίου, Σισώη, Ποιμένος, των μεγάλων, και πολλών άλλων ολιγώτερον γνωστών, αλλ’ ίσως ουχί ολιγώτερον μεγάλων κατά τα έργα αυτών.
Ο λόγος του Χριστού «και μη απελπίζου» εδόθη δια του Αγίου Σιλουανού εις την εποχήν ημών, ήτις χαρακτηρίζεται υπό γενικής απογνώσεως, εξαιρέτως βαρείας. Οι άνθρωποι του αιώνος ημών συχνάκις, παρά την θέλησιν αυτών, γίνονται ηθικοί συνεργοί ατελευτήτων τοπικών ή και παγκοσμίων εισέτι αδελφοκτονιών. Ως τοιούτοι, αμετανόητοι ηθικοί συνεργοί, στερούνται ούτοι, κατά φυσικόν τρόπον, της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και δεν δύνανται πλέον να πιστεύσουν εις την αθανασίαν αυτών δια της αναστάσεως. Αληθώς, και ούτε επιθυμούν αυτήν. Ακριβώς εν αυτή τη αυτοκαταδίκη εις πλήρη μετά θάνατον εκμηδένισιν έγκειται η πνευματική ουσία της απογνώσεως. }416}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου