Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992,



«…ὁ­λό­κλη­ρος ἡ πο­ρεί­α τῆς ἐν Θε­ῷ ζω­ῆς μου ὡ­δή­γη­σεν ἐ­μὲ εἰς τὴν πε­ποί­θη­σιν, ὅ­τι ἑ­κά­στη πα­ρέκ­κλι­σις τῆς νο­ε­ρᾶς ἡ­μῶν συ­νει­δή­σε­ως ἀ­πὸ τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νο­ή­σε­ως τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἀν­τα­να­κλᾶ ἀ­να­πο­φεύ­κτως ἐ­πὶ τῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων τοῦ πνεύ­μα­τος ἡ­μῶνεἰςτὴνπρά­ξιν τῆς κα­θἡ­μέ­ραν ἡ­μῶν ὑ­πάρ­ξε­ως.Ἄλ­λαιςλέ­ξε­σιν:Ἡ ἀ­λη­θῶς δι­καί­α ζω­ὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει ὀρ­θὴν ἀν­τίλη­ψην πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ, πε­ρὶ τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι», ἔκδ. 1992, σελ. 14)
 Κεφάλαιον Α΄: Περὶ τοῦ πρωτείου τῆς ἀγάπης.
χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α εἶ­ναι κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ στὰ ἔρ­γα τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­σφα­λὴς ὅ­μως γνώ­ση της προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀνάπτυξη ὁ­ρι­σμέ­νων πα­ράλ­λη­λων ζη­τη­μά­των ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ μό­να ἀ­σφα­λῆ θε­μέ­λια τῆς ὀρ­θῆς κα­τα­νό­η­σής της. Τὰ ζη­τή­μα­τα αὐ­τὰ σχε­τί­ζον­ται τόσο μὲ τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὀρθή γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση. Αὐ­τὰ τὰ ζη­τή­μα­τα θὰ προ­σπα­θή­σου­με τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με συ­νο­πτι­κὰ στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας.Ἂς ἀρ­χί­σου­με λοι­πὸν μὲ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τῆς σχέ­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α.
λοι οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των. Ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα καὶ οἱ Καπ­πα­δό­κες Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Τρι­α­δο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος, ὁ Ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καὶ ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τὴς ἀ­γω­νί­στη­καν γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τοῦ Χρι­στο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος κ.ο.κ. Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ γνώ­ρι­σαν δι­ωγ­μούς, φυ­λα­κί­σεις, ἐ­ξο­ρί­ες καὶ μαρ­τύ­ρια, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα σή­κω­σαν τὸ βα­ρὺ σταυ­ρὸ τῆς συ­κο­φαν­τί­ας καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου κα­τα­τρεγ­μοῦ. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ἔ­μει­ναν μέ­χρι τέ­λους ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀ­φο­ροῦ­σαν τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης καὶ ἀ­γω­νί­στη­καν ἕ­ως θα­νά­του γιὰ τὴν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ δι­ά­φο­ροι αἱ­ρε­τι­κοί, ποὺ εἶ­χαν κα­τὰ κα­νό­να μὲ τὸ μέ­ρος τους τὴν κο­σμι­κὴ ἐ­ξου­σί­α καὶ ἐ­πε­δί­ω­καν τὶς πο­λι­τεια­κὲς ἐ­πεμ­βά­σεις στὰ ἐ­σω­τε­ρι­κὰ ζη­τή­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο γιὰ νὰ ἀ­ναγ­κά­σουν τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ πα­ρεκ­κλί­νουν ἔ­στω καὶ κατ᾽ ἐ­λά­χι­στο ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν ὅ­μως πάν­τα τὴ γεν­ναί­α καὶ ἀ­νέν­δο­τη ἀν­τί­στα­σή τους, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται συνοπτικὰ μὲ τὰ λό­για τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου Ἐ­φέ­σου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ:«…οὐ χω­ρεῖ συγ­κα­τά­βα­σις εἰς τὰ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως…».
ἄ­τεγ­κτη στά­ση τους γεν­νᾶ μί­α σει­ρὰ ἀ­πὸ λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί οἱ Πα­τέ­ρες ἐμ­μέ­νουν στὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης; Για­τί ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τοι στὸ ζή­τη­μα αὐ­τό; Για­τί ἀ­γω­νί­ζον­ται μέ­χρι θα­νά­του γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των; Ἂν ἡ στά­ση τους δὲν ἔ­χει κά­ποι­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α, τό­τε πρὸς τί οἱ αἱ­μα­τη­ρὲς δι­α­μά­χες μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς ποὺ γιὰ αἰ­ῶ­νες συν­τά­ρα­ξαν τὴ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α; Δὲν θὰ ἦ­ταν ἄ­ρα­γε σω­στό­τε­ρο νὰ φα­νοῦν οἱ Πα­τέ­ρες δι­αλ­λα­κτι­κοὶ ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­ξουν μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ σύν­θε­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν ποὺ τοὺς χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἀ­πο­βλέ­πον­τας στὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ὁ­μό­νοι­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν; Για­τί ἀ­που­σιά­ζει παν­τε­λῶς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τους ἡ ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τείου τῆς ἀ­γά­πης» ποὺ τό­σο ἔν­το­να προ­βάλ­λε­ται σή­με­ρα ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους θε­ο­λο­γι­κοὺς κύ­κλους; Ἡ κοινή ἀ­πάν­τη­ση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των βρί­σκε­ται στὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος, ἀ­νά­με­σα στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α.Οἱ Πα­τέ­ρες δὲν ὑ­πο­χω­ροῦν στὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ σχε­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὀρ­θό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, για­τί γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­νες θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές, δὲν εἶ­ναι νο­η­σι­αρ­χι­κὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ χρι­στια­νὸς κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ δι­α­νο­η­τι­κά, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς «γνώ­σης» ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν κτι­στὸ ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸν ἄ­κτι­στο Θε­ό. Καὶ μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ «γνώ­ση» καὶ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρί­ζε­ται τὸ ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος, ἡ ἀ­λη­θι­νή δη­λα­δή ζω­ὴ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο στὴν προ­σω­πι­κή του ἕ­νω­ση μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ στὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας. 
πο­κα­λυ­πτι­κὸς στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ πα­ρα­θέ­του­με ἀ­πὸ τὸ Γε­ρον­τι­κό:«…Λέ­γα­νε γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να, ὅ­τι κά­ποι­οι πῆ­γαν νὰ τὸν συ­ναν­τή­σουν, για­τὶ ἄ­κου­σαν πὼς εἶ­χε πο­λλὴ δι­ά­κρι­ση. Καὶ θέ­λον­τας νὰ δο­κι­μά­σουν τὸν γέ­ρον­τα, ἂν ὀρ­γί­ζε­ται, τοῦ εἶ­παν:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων; Μᾶς εἶ­παν γιὰ σέ­να πὼς εἶ­σαι πόρ­νος καὶ ὑ­πε­ρή­φα­νος.
– Ναί, ἔ­τσι εἶ­ναι. Ἀ­πάν­τη­σε ἀ­τά­ρα­χος ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων. Τό­τε τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ φλύ­α­ρος καὶ κα­τά­λα­λος;
– Ναί, ἐ­γὼ εἶ­μαι. Ἀ­πο­κρί­θη­κε καὶ πά­λι αὐ­τός. Τό­τε λοι­πόν τοῦ λέ­νε:
– Ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ Ἀ­γά­θων, ὁ αἱ­ρε­τι­κός; Καὶ ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ γέ­ρον­τας:
– Ὄ­χι, αἱ­ρε­τι­κὸς δὲν εἶ­μαι. Τό­τε οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες τὸν πα­ρα­κά­λε­σαν, λέ­γον­τας:
– Πές μας, για­τί ὅ­λα ὅ­σα σοῦ εἴ­πα­με τὰ ἀ­πο­δέ­χθη­κες, ἐ­νῶ αὐ­τὸν τὸ λό­γο δὲν μπό­ρε­σες νὰ τὸν βα­στά­ξεις; Καὶ ὁ γέ­ρον­τας ἀ­πάν­τη­σε:
–  Τὰ πρῶ­τα ποὺ μοῦ εἴ­πα­τε τὰ ἀ­πο­δέ­χο­μαι, για­τί αὐ­τὸ εἶ­ναι ὄ­φε­λος γιὰ τὴν ψυ­χή μου, ἀλ­λὰ τὸ νὰ πε­ρι­πέ­σει ὁ ἄν­θρω­πος στὴν αἵ­ρε­ση εἶ­ναι χω­ρι­σμὸς ἀ­πὸ τὸ Θε­ό καὶ ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ χω­ρι­στῶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ό. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες αὐ­τὴ τὴν ἀ­πάν­τη­ση, θαύ­μα­σαν τὴ δι­ά­κρι­ση τοῦ γέ­ρον­τα καὶ ἔ­φυ­γαν ὠ­φε­λη­μέ­νοι…».
Ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­γά­θων δὲν ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Θὰ μπο­ροῦ­σε μά­λι­στα μὲ βά­ση τὴ δι­α­νο­η­τι­κή του μόρ­φω­ση νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς ἀ­γράμ­μα­τος ἢ ἀ­παί­δευ­τος. Πα­ρό­λα αὐ­τά εἶ­χε σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς ση­μα­σί­ας ποὺ ἔ­χει ἡ ὀρ­θὴ πί­στη γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ καὶ γι᾽ αὐ­τὸ ἀ­παν­τᾶ στοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες του ὡς με­γά­λος Θε­ο­λό­γος. Ἀ­πο­δέ­χε­ται ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα μὲ ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ αὐ­το­μεμ­ψί­α τὶς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν του, ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νές, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς ἔ­χει πε­ρι­θώ­ρια καὶ ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας, ἐ­νῶ ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν κα­τη­γο­ρί­α τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζει πὼς ὁ αἱ­ρε­τι­κὸς εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κὰ χω­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, ἄ­σχε­τα μὲ τὸ ἐ­άν ἡ ζω­ή του εἶ­ναι τυ­πι­κὰ ἐ­νά­ρε­τη ἢ ὄ­χι.Ὁ Θε­ό­πνευ­στος λό­γος τοῦ ἀβ­βᾶ Ἀ­γά­θω­να μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει πὼς ἡ ὀρ­θὴ πί­στη προ­η­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θὴ εὐ­σέ­βεια καὶ μά­λι­στα ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἀ­πό­κτη­σή της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ στε­νὴ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὴν πί­στη καὶ τὴ ζω­ὴ μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Πρὶν ἀ­πὸ τὸ κτί­σι­μο ἑ­νὸς σπι­τιοῦ προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐκ­πό­νη­ση ἑ­νὸς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κοῦ σχε­δί­ου. Στὸ σχέ­διο αὐ­τὸ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται μὲ ἀ­κρί­βεια ὁ τρό­πος τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του καὶ ρυθ­μί­ζον­ται λε­πτο­με­ρῶς ὅ­λα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὴν ζη­τή­μα­τα. Ἔ­στω λοι­πόν ὅ­τι ὁ ὑ­πεύ­θυ­νος μη­χα­νι­κὸς κά­νει ἕ­να λά­θος στὸ σχε­δια­σμὸ τοῦ σπι­τιοῦ. Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ξε­χά­σει νὰ σχε­διά­σει τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἢ τὴν πόρ­τα ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου, τό­τε τὸ λά­θος του θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὸ ἀ­νω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα, θὰ ἔ­χουν στὸ σπί­τι τους ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο ἢ ἕ­να δω­μά­τιο στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ ἔ­χουν πρό­σβα­ση. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸ ὅ­ποι­ο λά­θος στὸ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὸ σχέ­διο θὰ ἔ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε πρα­κτι­κὴ ἐ­πί­πτω­ση στὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ θὰ ζή­σουν στὸ σπί­τι. Ἔ­τσι τὸ σχέ­διο τοῦ σπι­τιοῦ, ἂν καὶ τὸ ἴ­διο δὲν εἶ­ναι σπί­τι, σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα μὲ αὐ­τό, για­τί ὁ­ρί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τῆς κα­τα­σκευ­ῆς του. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ποὺ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ τὸ ἦ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.Καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ὑ­πάρ­ξει ἕ­να λά­θος στὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­αςκαὶ τὸ λά­θος αὐ­τὸ νὰ μὴνἔ­χει πρα­κτι­κὲς συ­νέ­πει­ες στὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, νὰ μὴν ἀλ­λοι­ώ­νει δη­λα­δή τὸ λά­θος αὐ­τὸ μὲ τὸν ἕ­να ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο τὴν ἀ­λη­θι­νὴ χρι­στι­α­νι­κὴ εὐ­σέ­βεια.Ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἄρ­ρη­κτης ἑ­νό­τη­τας τοῦ δόγ­μα­τος μὲ τὸ ἦ­θος ἀ­ναγ­κά­ζει τοὺς Πα­τέ­ρες νὰ ἐμ­μέ­νουν ἄ­τεγ­κτα στὴν ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ κα­θι­στᾶ κά­θε ἔν­νοι­α τοῦ λε­γό­με­νου «πρω­τεί­ου τῆς ἀ­γά­πης» ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στη μὲ τὸ ἔρ­γο καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους.
Κεφάλαιον Β΄: Περὶ τοῦ εὐσεβισμοῦ (pietismus).
Π
α­ρὰ τὴ στε­νό­τα­τη σχέ­ση ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη καὶ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, ὁ σύγ­χρο­νος χρι­στια­νὸς ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ πῶς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὁ­ρί­ζει καί­ρια τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος. Ἔ­τσι ὡς χρι­στια­νοὶ νοι­ώ­θου­με συ­χνὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­μο­λο­γή­σου­με τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἢ καὶ νὰ τὴν ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἔ­ναν­τι τῶν δι­ά­φο­ρων αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλλὰ πα­ράλ­λη­λα ἀ­γνο­οῦ­με πλή­ρως τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ ἡ πί­στη δι­α­μορ­φώ­νει τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο τοῦ βί­ου. Σή­με­ρα γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος χρι­στια­νὸς μπο­ρεῖ νὰ δι­α­λέ­γε­ται μὲ ἕ­ναν μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­­ε­χω­βᾶ γιὰ τὸ ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς ὑ­πάρ­χει ὡς Ἁ­γί­α Τριά­δα ἢ ὡς Μο­νά­δα Προ­σώ­πων, ἢ μὲ ἕ­ναν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ γιὰ τὸ ἐ­ὰν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται μό­νον ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα ἢ ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸν Υἱ­ό, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να ἂν κα­νεὶς μι­λή­σει μα­ζί τους γιὰ τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος, ἔκ­πλη­κτος θὰ πα­ρα­τη­ρή­σει πὼς με­τα­ξύ τους δὲν ὑ­πάρ­χουν οὐ­σι­α­στι­κὲς δι­α­φο­ρές. Λί­γο ἢ πο­λὺ οἱ ἠ­θι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς ἑ­νὸς ὀρ­θό­δο­ξου, ἑ­νὸς μάρ­τυ­ρα τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ καὶ ἑ­νὸς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοῦ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μες.Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας στὸν χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, στὸ χω­ρι­σμὸ τοῦ δόγ­μα­τος ἀ­πὸ τὸ ἦ­θος, στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α. Ὁ χω­ρι­σμὸς αὐ­τὸς πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἄ­γνοι­α τῆς «ὀν­το­λο­γι­κῆς ἢ ὑ­παρ­ξια­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των». Μὲ τὸν ὅρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ­ρί­ζει καὶ δι­α­μορ­φώ­νει τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ ἦ­θος.Μό­νο ὅ­μως μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Καί κα­τὰ τὴν ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ φα­νε­ρώ­νει τὶς ὀ­δυ­νη­ρὲς συ­νέ­πει­ες τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῶν χρι­στια­νῶν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὴν ἄρ­ρη­κτη ἑ­νό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
T
ὸ χω­ρι­σμὸ τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πὸ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἠ­θι­κὴ ὁ­ρί­ζου­με ὡς «εὐ­σε­βι­σμὸ» (ἢ πι­ε­τι­σμὸ ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κό pietas ποὺ ση­μαί­νει εὐ­σέ­βεια).Ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γεν­νή­θη­κε στὴ Δύ­ση πε­ρὶ τὰ τέ­λη τοῦ 17ου αἰ­ώ­να καὶ ἀρ­χι­κά ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς μί­α εἰ­ρη­νι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση στὴ βι­αι­ό­τη­τα τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ἡ δι­α­μά­χη ἀ­νά­με­σα στὸ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ καὶ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο δὲν ἐ­ξαν­τλή­θη­κε στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, ἀλ­λὰ ὁ­δή­γη­σε σὲ ἐμ­φύ­λι­ες καὶ δι­ε­θνεῖς πο­λε­μι­κὲς συγ­κρού­σεις ποὺ συν­τα­ρά­ξαν γιὰ αἰ­ῶ­νες τοὺς λα­οὺς τῆς Εὐ­ρώ­πης. Ἡ ὀ­ξύ­τη­τα τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης καὶ κυ­ρί­ως οἱ σφα­γὲς ποὺ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν καὶ ἀ­πὸ τὶς δύ­ο πλευ­ρὲς μὲ ψυ­χο­λο­γι­κὸ ἄλ­λο­θι τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς «ὀρ­θῆς πί­στης» ὁ­δή­γη­σαν ὁ­ρι­σμέ­νους χρι­στια­νούς, ποὺ προ­έρ­χον­ταν κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὸν προ­τε­σταν­τι­κὸ κό­σμο, στὴν ἄρ­νη­ση τῆς σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῆς δι­ά­στα­σης τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Πά­νω στὴν ἄρ­νη­ση αὐ­τὴ ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ θε­με­λι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­δει­ξη τοῦ οὐ­το­πι­κοῦ καὶ ἀ­νώ­φε­λου χα­ρα­κτή­ρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν καὶ πο­λε­μι­κῶν συγ­κρού­σε­ων τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης, προ­τεί­νον­τας ὡς λύ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος τὴν πρό­τα­ξη τῆς ἀ­το­μι­κῆς ἠ­θι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ ἡ ἑ­νια­ία ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κὴ εἶ­ναι ἡ λο­γι­κὴ βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α οἱ δύ­ο ἀν­τί­πα­λες πα­ρα­τά­ξεις θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ στη­ρί­ξουν τὴν ὑ­πέρ­βα­ση τῶν δι­α­φο­ρῶν τους καὶ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση τῆς εἰ­ρη­νι­κῆς τους συ­νύ­παρ­ξης. Ἔ­τσι ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀ­φη­ρη­μέ­νη δι­α­νο­η­τι­κὴ πε­ρὶ Θε­οῦ ἀν­τί­λη­ψη, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς σχο­λα­στι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­πα­ρέ­θε­σε τὴν αὐ­τό­νο­μη θρη­σκευ­τι­κὴ πρά­ξη, τὴν ἀ­το­μι­κὴ εὐ­σέ­βεια, τὴ δι­κα­νι­κὴ ἀ­ρε­τή, ἡ ὁ­ποί­α νο­εῖ­ται ὡς συ­νε­πὴς ὑ­πο­τα­γὴ σὲ κά­ποι­ον ὑ­περ­φυ­σι­κὸ «νό­μο» καὶ ἀ­πο­τι­μᾶ­ται ἀν­τι­κει­με­νι­κὰ μὲ βά­ση τὶς συμ­βα­τι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἠ­θι­κῆς. Πα­ρὰ τὶς κα­λὲς προ­θέ­σεις ποὺ σί­γου­ρα ὑ­πῆρ­ξαν, ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς δὲν πέ­τυ­χε τὸ σκο­πό του. Ἀν­τί­θε­τα στὴν προ­σπά­θειά του νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴ νο­ση­ρό­τη­τα τῆς δυ­τι­κῆς θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, κα­τέ­λη­ξε σὲ ἕ­να ἀ­κό­μη λά­θος, στὸν πλή­ρη δη­λα­δὴ χω­ρι­σμὸ τῆς πί­στης ἀ­πὸ τὴ ζω­ή. Γιὰ τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ τὰ δόγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ οἱ «θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χές» τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­μί­α πρα­κτι­κὴ ἀ­ξί­α ἤ ἀ­κό­μη καὶ πραγ­μα­τι­κὴ ὑ­πό­στα­ση, ἐ­νῶ κά­θε λό­γος γιὰ αὐ­τὲς θε­ω­ρεῖ­ται μά­ται­ος καὶ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­στι­κός. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴ θε­με­λι­ώ­δη ἀν­τί­λη­ψη ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὰ δόγ­μα­τα ὡς ἀ­να­πό­δει­κτα ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἄ­σχε­τα μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν, τά ὁποῖα ὁ χρι­στια­νὸς ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο ποὺ ἀ­πο­δέ­χε­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτει τὶς θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀρ­χὲς ἑ­νὸς φι­λο­σο­φι­κοῦ συ­στή­μα­τος ἢ μιᾶς πο­λι­τι­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας.
Σ
τὸ Δυ­τι­κὸ κό­σμο ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς ἐκ­φρά­στη­κε θε­ο­λο­γι­κὰ μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φές.Οἱ πιὸ γνω­στὲς εἶ­ναι τὸ πε­ρί­φη­μο «πρω­τεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης» καὶ ἡ λε­γό­με­νη «θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων».Τὴν πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὴ χα­ρα­κτη­ρί­σα­με ἤ­δη ὡς ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων (βλπ. Κεφ. Α΄). Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν κλά­δων ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς χρι­στι­α­νι­κὲς «ἐκ­κλη­σί­ες» δὲν κα­τέ­χει μό­νη της τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ κά­θε μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς κα­τέ­χει μό­νον ἕ­να μέ­ρος Της καὶ συ­νε­πῶς ὅ­λες μα­ζί στὸ σύ­νο­λό τους ἀ­πο­τε­λοῦν«…τὴ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α…», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἐν­νο­εῖ­ται φυ­σι­κὰ πὼς καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σύμ­βα­τη μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­φοῦ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει χά­ριν τῆς «ἑ­νό­τη­τας» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου τὴν ἄρ­νη­ση ἑ­νὸς μέ­ρους ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λή­θεια τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης καὶ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ ἑ­νὸς μέ­ρους τῆς κα­κο­δο­ξί­ας τῶν αἱ­ρέ­σε­ων.Οἱ δύ­ο αὐ­τὲς βα­σι­κὲς ἐκ­φρά­σεις τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­και­ρες στὶς ἡ­μέ­ρες μας, για­τὶ πά­νω τους στη­ρί­ζε­ται ἐν πολ­λοῖς ἡ θε­ο­λο­γι­κὴ θε­με­λί­ω­ση τοῦ λε­γό­με­νου «Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Δι­α­λό­γου».Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νε­ται ἡ προ­σπά­θεια τῆς ἕ­νω­σης τῶν κα­κό­δο­ξων χρι­στι­α­νι­κῶν ὁ­μο­λο­γι­ῶν μὲ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στή βά­ση ὅ­μως ὄ­χι τῆς ἀ­να­ζή­τη­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν.Ἔ­χον­τας πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τῆς βα­ρύ­τη­τας τοῦ λό­γου μας τολ­μᾶ­με μὲ κά­θε ἐ­πι­φύ­λα­ξη νὰ ποῦ­με πὼς ὁ εὐ­σε­βι­σμὸς τεί­νει νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ σή­με­ρα ὡς μί­α και­νο­φα­νὴς αἵ­ρε­ση στὸ χῶ­ρο τῆςἘκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Οἰ­κου­με­νι­σμός».Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ὡς αἵ­ρε­ση ἀρ­νεῖ­ται τὴν ἴ­δια τὴ φύ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ στη­ρί­ξει τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ὄ­χι στὴ με­το­χή του στὴν Ἀ­λή­θεια (Θέ­ω­ση), ἀλ­λὰ σὲ μί­α κτι­στὴ καὶ θνη­σι­γε­νῆ εὐ­σέ­βεια ποὺ εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη από τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὴ μό­νη πη­γὴ τῆς Ζω­ῆς.Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­τι­δι­α­στέλ­λου­με ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­στοι­χη ἔν­νοι­α τοῦ «Ὀρ­θό­δο­ξου Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ», γνώ­ρι­σμα τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τὰ τοὺςἸ­ω­σὴφ Βρυ­έν­νιοκαὶἅ­γιο Μάρ­κοἘ­φέ­σου τὸν Εὐ­γε­νι­κό εἶ­ναι ἡ προ­σπά­θεια ἕ­νω­σης τῶν χρι­στια­νῶν ὄ­χι στή βά­ση τῆς σύν­θε­σης τῶν δογ­μα­τι­κῶν τους δι­α­φο­ρῶν, ἀλ­λὰ τῆς εὕ­ρε­σης καὶ ἀ­πο­δο­χῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
εὐ­σε­βι­σμὸς ὡς θε­ο­λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη δὲν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε στὸ χῶ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας. Μὲ πολ­λοὺς τρό­πους πέ­ρα­σε καὶ στὸ χῶ­ρο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, προ­κα­λών­τας ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη ζη­μιὰ στὶς συ­νει­δή­σεις τῶν πι­στῶν. Θὰ ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κὰ τὶς δύ­ο σπου­δαι­ό­τε­ρες ἐκ­φρά­σεις του.Στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ ὀ­φεί­λε­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας ἡ πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ ἔν­το­να πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στὶς ἡ­μέ­ρες μας.Συ­χνὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν ἡ δι­ά­χυ­τη ἀν­τί­λη­ψη πὼς ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­φο­ρᾶ μό­νο τοὺς «εἰ­δι­κούς» τῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, πὼς ἡ φυ­σι­κή της θέ­ση βρί­σκε­ται στὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ θε­ο­λο­γι­κὰ συγ­γράμ­μα­τα, στὰ ἀμ­φι­θέ­α­τρα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν σχο­λῶν καὶ στὰ δι­ά­φο­ρα θε­ο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια, ἐ­νῶ ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της ἀ­φο­ρᾶ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἕ­να στε­νὸ καὶ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νο κοι­νό. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἐ­σφαλ­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὁ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας καὶ ὁ κα­τη­χη­τὴς ἀ­πο­φεύ­γουν συ­στη­μα­τι­κὰ νὰ δι­δά­ξουν στὸ λα­ό μας ἀ­κό­μη καὶ τὶς θε­με­λι­ώ­δεις ἀ­λή­θει­ες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἀ­φοῦ αὐ­τὸ θε­ω­ρεῖ­ται ἐκ προ­οι­μί­ου ἄ­χρη­στο καὶ πε­ριτ­τό. Ἔ­τσι ὅ­μως μοι­ραῖα ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α παύ­ει νὰ εἶ­ναι λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ καὶ ἐκ­πί­πτει σὲ μί­α στεί­ρα ἠ­θι­κο­λο­γί­α ποὺ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα συμ­βα­τὴ μὲ τὶς ἀν­τί­στοι­χες ἠ­θι­κο­λο­γί­ες τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου. Τὸ φαι­νό­με­νο αὐ­τὸ ἔ­χει κα­ταγ­γελ­θεῖ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ σχο­λι­ά­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς μὲ τὸν ὅ­ρο «πι­ε­τι­σμὸς» (ἡ χρή­ση τοῦ ὅ­­ρου δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­στο­χη, ἀλ­λὰ νο­μί­ζου­με πὼς ὁ ὅ­ρος «πι­ε­τι­σμὸς» ἔ­χει σα­φῶς εὐ­ρύ­τε­ρη θε­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, τὴν ὁ­ποί­α ἤ­δη ἀ­να­πτύ­ξα­με ἀ­νω­τέ­ρω).Ἐπί­σης στὴν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ εὐ­σε­βι­σμοῦ στὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ὀ­φεί­λε­ται καὶ τὸ φαι­νό­με­νο πού γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «συν­τη­ρη­τι­σμὸς» ἢ καὶ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ ὀρ­θο­δο­ξο­α­μυν­το­ρι­σμοῦ».Μὲ τοὺς ὅ­ρους αὐ­τοὺς δη­λώ­νε­ται ἡ θε­ω­ρη­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης χω­ρὶς τὴν πα­ράλ­λη­λη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς τους δι­ά­στα­σης.Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στὶς ἡ­μέ­ρες μας ἀ­κό­μη καὶ ὅ­ταν ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν δογ­μά­των, αὐ­τὴ κατὰ κανόνα συν­τε­λεῖ­ται χω­ρὶς κα­μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στὴ σχέση τους μὲ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔ­τσι ὅ­μως τὰ δόγ­μα­τα προ­σφέ­ρον­ται στοὺς πι­στοὺς ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ ποὺ «ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σὲ αὐ­τὰ καὶ ἡ ὅποια γνώ­ση τους ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση στὴ δι­α­νο­η­τι­κή τους ἀ­φο­μοί­ω­ση. Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση, σὲ τί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἡ στά­ση αὐ­τὴ τὸν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο ἀ­πὸ τὸ δυ­τι­κὸ χρι­στι­α­νι­σμό; Εἶ­ναι μᾶλ­λον ἐ­πί­και­ρος ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ποὺ λέ­ει πὼς οἱ χρι­στια­νοὶ τῶν ἔ­σχα­των χρό­νων θὰ εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι«… ἔ­χον­τες μόρ­φω­σιν εὐ­σε­βεί­ας, τὴν δὲ δύ­να­μιν αὐ­τῆς ἠρ­νη­μέ­νοι…»(Β΄ Τιμ. 3,5).
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με τέ­λος νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὸν εὐ­σε­βι­σμὸ μὲ ἕ­να σύν­νε­φο ποὺ κα­λύ­πτει τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἐμ­πο­δί­ζει τὶς ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου νὰ φω­τί­σουν τὸν κό­σμο. Ὁ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸς καὶ ὁ προ­τε­σταν­τι­κὸς κό­σμος δὲν χά­νουν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κά­τι ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἀ­φοῦ ζοῦν μέ­σα στὴ νύ­κτα καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι τῆς ἄ­γνοι­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως βλά­πτε­ται πολ­λα­πλὰ ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του, για­τὶ τὸ σύν­νε­φο αὐ­τό σὰν πνευ­μα­τι­κὴ ὁ­μί­χλη ἐμ­πο­δί­ζει τὰ πι­στὰ μέ­λη της νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν τὴν ὁ­δὸ τῆς Θεώσεως καὶ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας.
ΜΕΡΟΣ 2ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Γ΄- Ε΄
ΖΩΗ   ΚΑΙ   ΓΛΩΣΣΑ
 «…Πρὸ τῆς ὑ­πὸ τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­σκέ­ψε­ως, ἀ­να­γι­γνώ­σκων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον ἢ τὰς ἐ­πι­στο­λὰς τῶν Ἀ­πο­στό­λων, δὲν κα­τε­νό­ουν ἀ­λη­θῶς ὁ­ποί­α ὀν­το­λο­γι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­της ἐγ­κρύ­πτε­ται ἐν­τὸς ἑ­κά­στου λό­γου τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς. Αὐ­τὴ αὕ­τη ἡ ζω­ὴ κα­τέ­δει­ξεν εἰς ἐ­μὲ ὅ­τι ἄ­νευ τῆς ζώ­σης πεί­ρας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς συ­ναν­τή­σε­ως με­τὰ τῶν ἀρ­χῶν καὶ κο­σμο­κρα­τό­ρων τοῦ σκό­τους τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του, τῶν πνευ­μά­των τῆς πο­νη­ρί­ας ἐν τοῖς ἐ­που­ρα­νί­οις (Ἔφεσ. 6,12), μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ μά­θη­σις δὲν ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴν ἔν­νοι­αν τῆς πί­στε­ως ἠ­μῶν…» (Γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ, «Ὀ­ψό­με­θα τὸν Θε­ὸν κα­θώς ἐ­στι»,ἔκδ.1992, σελ. 13)
Κεφάλαιον Γ΄: Περὶ τῆς εἰσόδου εἰς τὸ ἀπόθετον κάλλος.
 Θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δο­μὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης γλώσ­σας. Αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει πὼς ἡ Θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση ταυ­τί­ζον­ται. Οἱ ἔν­νοι­ες αὐ­τές, ἂν καὶ σχε­τί­ζον­ται στε­νά, ἀ­πο­τε­λοῦν στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δύ­ο ξε­χω­ρι­στὲς ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες. Ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ὴ καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ὁ λό­γος γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή.σχέ­ση Θε­ο­λο­γί­ας καγλώσ­σας εἶ­ναι τδεύ­τε­ρο ζή­τη­μα ποπρέ­πει νἀ­να­πτύ­ξου­μεστν προ­σπά­θειά μας νκα­τα­νο­ή­σου­μεὀρ­θὰτχρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α.
Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο:«…Ἐ­γὼΕἰ­μιὉ­δὸςκαἈ­λή­θειακαΖω­ή, οὐ­δεὶςἔρ­χε­ταιπρς τν Πα­τέ­ρα, εμδιἘ­μοῦ…»(Ἰ­ω­άν. 14,6). Ὁ ἴ­διος λοι­πόν ὁ Κύ­ριος ὡς Θε­άν­θρω­πος ταυ­τί­ζει τὸν Ἑ­αυ­τό Του μὲ τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­λυ­τη Ἀ­λή­θεια, πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ πη­γὴ καὶ τὸ πρό­τυ­πο τῆς Ζω­ῆς. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα μά­λι­στα στὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χὴ ὁ Κύ­ριος θὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λή­θειας ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς:«…αὕ­τη δέἐ­στιν ἡαἰ­ώ­νιος Ζω­ή,ἵναγι­νώ­σκω­σί Στν μό­νονἀ­λη­θι­νὸνΘε­ὸν κανἀ­πέ­στει­λας Ἰ­η­σοῦνΧρι­στόν…»(Ἰ­ω­άν. 17,3).ὀν­το­λο­γι­κὴγνώ­ση τοΘε­οῦ,ὀν­το­λο­γι­κὴγνώ­ση τςἈ­λή­θειαςπο«κρύ­βε­ται» πί­σωἀ­πὸτγλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τςὀρ­θό­δο­ξηςΘε­ο­λο­γί­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ταιἀ­πὸτος Πα­τέ­ρεςς «τἀ­πό­θε­τονκάλ­λος» καἀ­πό­κτη­σήτης ταυ­τί­ζε­ται μτνἀ­πό­κτη­σητςἴ­διαςτῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς, μτνἀ­πό­κτη­σηδη­λα­δή τς Βα­σι­λεί­ας τν Οὐ­ρα­νῶν.Οἱ Πα­τέ­ρες ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση τῆς δι­ά­κρι­σης ποὺ ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀλ­λὰ καὶ τῆς στε­νῆς σχέ­σης ποὺ τὶς συν­δέ­ει. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ μᾶς δι­δά­σκουν πὼς μό­νη ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τὴν ἐ­πι­βο­λή της, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας. Πιὸ ἁ­πλά, ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας δὲν εἶ­ναι ὁ σκο­πὸς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἀλ­λὰ τὸ μέ­σο ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ σκο­ποῦ της.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ἀ­πὸ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με δεῖ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὲς ται­νί­ες. Σὲ αὐ­τὲς ἐμ­φα­νί­ζον­ται μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο, ἐ­νῶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα γνω­στὰ χρώ­μα­τα ἀ­που­σιά­ζουν. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με μό­νο δύ­ο χρώ­μα­τα, τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ μαῦ­ρο. Στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ θὰ βλέ­πα­με τὸν κό­σμο ὅ­πως μᾶς τὸν πα­ρου­σιά­ζουν οἱ πα­λι­ὲς ἀ­σπρό­μαυ­ρες ται­νί­ες, ἐ­νῶ θὰ ἀ­που­σί­α­ζε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ μας τό­σο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἄλ­λων χρω­μά­των, ὅ­σο καὶ οἱ λέ­ξεις ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με σή­με­ρα γιὰ νὰ τὰ δη­λώ­σου­με. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με πά­λι πὼς κά­τω ἀ­πὸ κά­ποι­ες συν­θῆ­κες ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πὸ τὴ θέ­λη­σή μας ἀ­πο­κτᾶ­με γιὰ μιὰ στιγ­μή, μό­νον ἐ­μεῖς καὶ κα­νέ­νας ἄλ­λος, τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με ὅ­λα τὰ γνω­στά μας χρώ­μα­τα. Ἡ πρω­τό­γνω­ρη ἐμ­πει­ρί­α ἀρ­χι­κὰ θὰ μᾶς ξαφ­νιά­σει καὶ θὰ μᾶς συγ­κλο­νί­σει. Ἀ­μέ­σως με­τὰ θὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με για­τί μπο­ρέ­σα­με νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ θὰ γεν­νη­θεῖ μέ­σα μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ τὴ με­τα­τρέ­ψου­με σὲ μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Σὲ αὐ­τὴ μά­λι­στα τὴν κα­τεύ­θυν­ση θὰ στρέ­ψου­με τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ τὸν ἀ­γώ­να μας. Πα­ράλ­λη­λα, ἂν εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀ­γα­θῆς προ­αί­ρε­σης, θὰ λυ­πη­θοῦ­με ὅ­σους στε­ροῦν­ται τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των. Ὅ­ταν τέ­λος ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ μᾶς ὁ­δή­γη­σε στὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους γνώ­ση, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ τοὺς πε­ρι­γρά­ψου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας καὶ νὰ τοὺς ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦ­με νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου ἢ τοῦ πρά­σι­νου ἢ τοῦ μπλὲ χρώ­μα­τος σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν ὀν­το­λο­γι­κὰ καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν ἔ­χουν λέ­ξεις ποὺ νὰ ὁ­ρί­ζουν τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους; Καὶ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ τοὺς με­τα­δώ­σου­με μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν χρω­μά­των ποὺ ἀ­γνο­οῦν;
Α
ὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, οἱ Πα­τέ­ρες, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι, ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ τη­ρή­σουν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ πο­λε­μοῦν μέ­χρι θα­νά­του ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν. Ὁ πνευ­μα­τι­κὸς ἀ­γώ­νας τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς ὑ­περ­βαί­νει κα­τὰ πο­λὺ τὰ μέ­τρα τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ αὐ­τὸν νι­κη­τὴς μό­νον ἐ­ὰν ἑ­νω­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Ἡ σω­τη­ρι­ώ­δης ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ συν­τε­λεῖ­ται διὰ μέσου τῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τους οἱ Πα­τέ­ρες ἑ­νώ­νον­ται μὲ τὸ Χρι­στό, ἑλ­κύ­ουν τὴν ἄ­κτι­στη Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ φτά­νουν στὸν Φω­τι­σμό, στὴν πραγ­μά­τω­ση δη­λα­δή τῆς Θε­ώ­σε­ως καὶ τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας. Ἡ γνώ­ση ὅ­μως ποὺ προ­σφέ­ρει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ με­το­χή του στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κὴ καὶ ὄ­χι γλωσ­σι­κή, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὴ φύ­ση της βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ κά­θε κτι­στὴ ἐμ­πει­ρί­α καὶ ὁ­ρι­σμό. Σὲ προ­σω­πι­κὸ ἐ­πί­πε­δο οἱ Πα­τέ­ρες με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψη τῆς πρώ­της «θε­ω­ρί­ας» τοῦ Θε­οῦ περ­νοῦν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­δυ­νη­ρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­τα­λεί­ψε­ως». Κα­τὰ τὴ μα­κρό­χρο­νη συ­νή­θως αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δο δι­δά­σκον­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση τῆς ἐ­νέρ­γειας τῆς Χά­ρης τὴν ὁ­δὸ τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας ποὺ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ χα­ρα­κτή­ρι­ζε ὡς «δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση». Ὅ­ταν τέ­λος με­τὰ ἀ­πὸ τι­τά­νιο πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­πο­κτοῦν τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ τὴ δογ­μα­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Χά­ρης, ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­σους τὴ στε­ροῦν­ται, νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων τοὺς χά­ρι­σε ἡ ἕ­νω­σή τους μὲ τὸ Θε­ό, καὶ νὰ μᾶς ὑ­πο­δεί­ξουν τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους. Σκο­πός τους βέ­βαι­α εἶ­ναι νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴ Θέ­ω­ση καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ.
πὸ ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει τὸ ἔρ­γο τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας.ΟΠα­τέ­ρες, στν προ­σπά­θειά τους νπε­ρι­γρά­ψουν τνἐμ­πει­ρί­ατςἈ­λή­θειαςκατς Ζω­ῆς,ἀ­ναγ­κά­ζον­ταινχρη­σι­μο­ποι­ή­σουν κτι­στὲςἀν­θρώ­πι­νεςλέ­ξεις προ­κει­μέ­νου νδη­λώ­σουν μέ­σαἀ­πὸαὐ­τὲς τνὕ­παρ­ξήτης.Μοιά­ζουν δη­λα­δή οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των σὲ ὅ­σους τὰ ἀ­γνο­οῦν. Βα­σι­κὸ ὄρ­γα­νό τους στὸν ἀ­γώ­να τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ἡ ἄ­ρι­στη γνώ­ση τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες δα­νεί­στη­καν ὅ­ρους καὶ λο­γι­κὲς δο­μὲς προ­σι­τὲς στοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς τους.ἀν­θρώ­πι­νηὅ­μωςγλώσ­σα στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μπο­ρεῖ μό­νο νδη­λώ­σει τνὕ­παρ­ξητςἈ­λή­θειαςκατς Ζω­ῆς καὄ­χινμε­τα­φέ­ρει τνἐμ­πει­ρί­ατους σὅ­σουςτστε­ροῦν­ται.Ἔ­τσι, γιὰ μεί­νου­με στὸ γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ποι­ες λέ­ξεις καὶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με τὴν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος δὲν μπο­ροῦ­με νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὴν ἀ­λη­θι­νή του γνώ­ση σὲ αὐ­τὸν ποὺ τὴν ἀ­γνο­εῖ. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τοῦ προ­σφέ­ρου­με μέ­σα ἀ­πὸ τὶς κτι­στὲς ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις εἶ­ναι ἡ «μαρ­τυ­ρί­α» τῆς ἐμ­πει­ρί­ας. Μπο­ροῦ­με δη­λα­δή νὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψου­με πὼς ὑ­πάρ­χει μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ζω­ῆς, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἀ­γνο­εῖ, καὶ νὰ τοῦ ὑ­πο­δεί­ξου­με τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή της. Ἄν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ἐμ­πει­ρί­α τῶν χρω­μά­των ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις, τό­τε δὲν ὠ­φε­λεῖ­ται σὲ τί­πο­τα ἀ­πὸ τὴ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση τῆς γλώσ­σας ποὺ τὰ πε­ρι­γρά­φει. Τί ἀ­ξί­α ἄ­ρα­γε ἔ­χει τὸ νὰ δι­α­βά­ζεις ἢ νὰ γρά­φεις γιὰ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρης, ἂν δὲν γνω­ρί­σεις ἐκ πεί­ρας τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο αὐ­τὴ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που; Ἤ τί ἀ­ξί­α ἔ­χει τὸ νὰ κα­τέ­χεις μί­α φω­το­γρα­φί­α τῆς πη­γῆς τοῦ νε­ροῦ, ἂν δὲν μπο­ρέ­σεις πο­τὲ νὰ ξε­δι­ψά­σεις ἀ­πὸ αὐ­τήν;Συ­νε­πῶς τση­μαν­τι­κὸ δν εἶ­ναιδι­α­νο­η­τι­κὴἀ­φο­μοί­ω­σητς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τν δογ­μά­των,ἀλ­λὰ ἡἀ­πό­κτη­σητςὀν­το­λο­γι­κῆςγνώ­σης τςἈ­λή­θειαςκατς Ζω­ῆς πο«ση­μαί­νε­ται» μέ­σα σαὐ­τήν.Ἡ γλώσ­σα, γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με ἕ­να ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, δὲν εἶ­ναι ὁ γά­μος, ἀλ­λὰ τὸ προ­σκλη­τή­ριο τοῦ γά­μου.
νῶ ὅ­μως ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­φο­μοί­ω­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν εἶ­ναι τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ζη­τού­με­νο στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή, αὐτὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Ἡ ση­μα­σί­α της ἄλ­λω­στε φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­γώ­να τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν ὀρ­θὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ ἐ­πι­βο­λὴ τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των (βλπ. Κεφ. Α΄). Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ σχέ­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ τὴν ὀρθὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἔ­στω ὅ­τι ὁ­δη­γῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου κα­τὰ μῆ­κος μιᾶς ἐθνι­κῆς ὁ­δοῦ. Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ βρί­σκε­ται καὶ ἕ­νας φί­λος μου. Σὲ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά μας μιὰ με­γά­λη δι­α­σταύ­ρω­ση ποὺ δί­νει στοὺς ὁ­δη­γοὺς τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξουν δρό­μους πρὸς δι­ά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις. Φυ­σι­κά οἱ κα­τευ­θύν­σεις αὐ­τὲς ση­μαί­νον­ται μὲ τὶς ἀ­νά­λο­γες πι­να­κί­δες. Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς γρά­φει: «ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 200 ΧΛΜ». Ἐ­γὼ στα­μα­τῶ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου καὶ βγαί­νω ἀ­πὸ αὐ­τό. Πλη­σιά­ζω τὴν πι­να­κί­δα ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ δρό­μο πρὸς τὸν προ­ο­ρι­σμό μου καὶ γε­μά­τος χα­ρὰ φωνάζω:
- Ἐ­πι­τέ­λους, φτά­σα­με στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Ὁ φί­λος μου σκέ­φτε­ται πὼς μᾶλ­λον τρε­λά­θη­κα καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ μὲ συ­νε­φέ­ρει:
- Τί εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ λές; μοῦ λέ­ει. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ πι­να­κί­δα ποὺ σοῦ δείχνει τὸ δρό­μο πρὸς τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ὁ πραγ­μα­τι­κός μας προ­ο­ρι­σμὸς ἀ­πέ­χει 200 χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ ἐ­δῶ.
Ἐ­ὰν νο­μί­ζε­τε πὼς ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά μου εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη, θὰ σᾶς ἀ­παν­τή­σω πώς, ναί, εἶ­ναι πα­ρά­λο­γη. Εἶ­μαι ὅ­μως τό­σο πα­ρά­λο­γος, ὅ­σο καὶ ὁ χρι­στια­νὸς ποὺ πι­στεύ­ει πὼς ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ γνώ­ση καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῶν δογ­μά­των εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄν πραγ­μα­τι­κά θέ­λω νὰ φτά­σω στὸν ἀ­λη­θι­νό μου προ­ο­ρι­σμὸ πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φύ­γω δύ­ο λά­θη. Πρῶ­τον δὲν πρέ­πει νὰ ταυ­τί­σω τὴν πι­να­κί­δα μὲ τὸν προ­ο­ρι­σμό μου, με­τα­τρέ­πον­τάς την σὲ αὐ­το­σκο­πὸ τοῦ τα­ξι­διοῦ μου, καὶ δεύ­τε­ρον δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­φρο­νή­σω τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ αὐ­τή μοῦ προ­σφέ­ρει, για­τί ἔ­τσι δὲν θὰ βρῶ πο­τὲ τὸ δρό­μο ποὺ μὲ ὁ­δη­γεῖ στὸν προ­ο­ρι­σμό μου. Ἂν ὑ­πο­πέ­σω σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ λά­θη, τό­τε καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις δὲν θὰ φτά­σω πο­τὲ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Κεφάλαιον Δ΄: Περὶ τῆς κακοδοξίας.
να­φέ­ρα­με ἤ­δη πὼς ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α ταυ­τί­ζε­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μό­νον ὅ­ποι­ος φτά­νει στὴν ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό, μό­νον ὅ­ποι­ος ἀ­πο­κτᾶ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Θε­ο­λό­γος».Ἡ ἐμ­πει­ρί­α μά­λι­στα τῆς Θεώσεως προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, ἀ­πὸ τὴν κα­τα­γρα­φὴ δη­λα­δή τῶν ὀρ­θό­δο­ξων δογ­μά­των.Ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῶν δογ­μά­των ἔρ­χε­ται πάν­τα ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­φενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ γιὰ νὰ τοὺς προ­στα­τεύ­σει ἀ­πὸ τὴν ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἤ­θους ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ μιὰ λαν­θα­σμέ­νη γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ποὺ γε­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «κα­κο­δο­ξί­α» ἢ «αἵ­ρε­ση».
κα­κο­δο­ξί­α ἢ αἵ­ρε­ση εἶ­ναι μιὰ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ει τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ λά­θη καὶ ψέ­μα­τα.Ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ ἡ προ­σπά­θειά της εἶ­ναι ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη. Ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της ἡ αἵ­ρε­ση δὲν λέ­ει πο­τὲ μό­νο τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ καὶ πο­τὲ δὲν λέ­ει μό­νο ψέ­μα­τα. Στὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ τὸ ψέ­μα ἀ­να­κα­τεύ­ον­ται μὲ τρό­πο ποὺ κα­θι­στὰ δύ­σκο­λη τὴ δι­ά­κρι­σή τους. Ἔ­τσι οἱ πι­στοὶ κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν, ἀ­πο­δε­χό­με­νοι τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης ὡς Ἀ­λή­θεια. Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ πα­ρο­μοι­ά­σου­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς αἵ­ρε­σης μὲ ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο κά­ποι­ος ἔ­ρι­ξε λί­γες στα­γό­νες θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τοῦ τοῦ πο­τη­ριοῦ μοιά­ζει πο­λὺ μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα καὶ εἶ­ναι εὔ­κο­λο ὁ κα­θέ­νας νὰ ξε­γε­λα­στεῖ καὶ νὰ τὸ πι­εῖ. Ἡ ἐ­πι­λο­γή ὅ­μως αὐ­τὴ ἔ­χει σο­βα­ρό­τα­τες συ­νέ­πει­ες, ἀ­φοῦ συ­νε­πά­γε­ται τὸ θά­να­το τοῦ ἀν­θρώ­που. Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α μοιά­ζει μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κα­θα­ρὸ γά­λα ποὺ δὲν ἐ­πι­φέ­ρει βλά­βη στὸν ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τοῦ προ­σφέ­ρει πο­λύ­τι­μα θρε­πτι­κὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴ συν­τή­ρη­ση τῆς ζω­ῆς.
ν καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ δὲν ἰ­σχύ­ουν νο­μο­τε­λεια­κοὶ κα­νό­νες, ὁ πει­ρα­σμὸς τῆς συ­στη­μα­το­ποί­η­σης μᾶς ὠ­θεῖ στὴ δι­α­τύ­πω­ση μιᾶς λο­γι­κῆς ἀλ­λη­λου­χί­ας ποὺ μᾶς βο­η­θᾶ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴ συ­νή­θη ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν πραγ­μά­των στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἔ­τσι ἀρ­χι­κὰ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νὰ ἀρ­κεῖ­ται στὴν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου­σα σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Οἱ Πα­τέ­ρες μά­λι­στα το­νί­ζουν ἰ­δι­αί­τε­ρα πὼς δὲν εἶ­ναι οὔ­τε εὔ­κο­λο, οὔ­τε ἀ­κίν­δυ­νο, τὸ νὰ ζη­τᾶ­με βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Κά­τι τέ­τοι­ο πρέ­πει νὰ γί­νε­ται μό­νο ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κὰ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, ὅ­ταν δη­λα­δή αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­γνο­εῖ αὐ­τὸ τὸ βα­σι­κὸ πνευ­μα­τι­κὸ νό­μο. Ἔ­τσι θέ­τει θε­ο­λο­γι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἡ γνώ­ση τῶν ὁ­ποί­ων δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Ἡ στά­ση της πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ὑ­πε­ρη­φά­νεια τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἡ ὁ­ποί­α καὶ τοὺς ἀ­πο­κό­πτει ὁ­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης. Στὴ συ­νέ­χεια ἡ αἵ­ρε­ση προ­σπα­θεῖ νὰ δώ­σει ἀ­παν­τή­σεις στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης λο­γι­κῆς. Ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι αἱ­ρε­τι­κοὶ ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι μὲ τε­ρά­στι­ες δι­α­νο­η­τι­κὲς δυ­να­τό­τη­τες καὶ πο­λύ­πλευ­ρη μόρ­φω­ση. Στὴν προ­σπά­θειά τους ὅ­μως νὰ Θε­ο­λο­γή­σουν ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ὁ­δὸ τῶν φι­λο­σό­φων καὶ ὄ­χι τὴν ὁ­δὸ τῶν Πα­τέ­ρων. Οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα φτά­νουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση –μέ­σῳ τῆς κά­θαρ­σης ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Χρι­στὸ– καὶ ἀ­φοῦ ἀ­πο­κτή­σουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σπα­θοῦν νὰ τὴν ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλώσ­σα. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοί ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ πά­θος τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας ὑ­περ­τι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης σο­φί­ας καὶ πι­στεύ­ουν πὼς μπο­ροῦν νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ χω­ρὶς νὰ φτά­σουν στὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση. Ἔ­τσι τε­λι­κὰ οἱ ἀ­παν­τή­σεις ποὺ δί­νουν στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ οἱ ἴ­διοι αὐ­τό­κλη­τα ἔ­θε­σαν ἀ­να­κα­τεύ­ουν τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὸ ψέ­μα καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας.
Ο
ἱ ἁ­πλοὶ πι­στοὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ δι­α­κρί­νουν μὲ ἀ­σφά­λεια τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καί ὡς ἐκ τού­του κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν.Ὁ κίν­δυ­νος αὐ­τὸς συ­νε­πά­γε­ται «κρί­ση» ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ κρί­ση μὲ τὴ σει­ρά της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ ἔρ­γου τῶν Πα­τέ­ρων.Οἱ Πα­τέ­ρες μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια νὰ δι­α­κρί­νουν τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, για­τὶ γνω­ρί­ζουν ἐκ πεί­ρας τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ συ­νε­πῶς οἱ ἴ­διοι δὲν κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ πλα­νη­θοῦν. Ὁ κίν­δυ­νος ὅ­μως τῆς ἀ­πώ­λειας τῶν ἁ­πλῶν πι­στῶν τοὺς συγ­κλο­νί­ζει καὶ ἔ­τσι ἀ­ναγ­κά­ζον­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξουν σὲ αὐ­τοὺς τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φετέ­ρου δὲ νὰ δι­α­τυ­πώ­σουν μὲ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τὴν Ἀ­λή­θεια στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἡ αἵ­ρε­ση ἀ­πέ­τυ­χε νὰ τὸ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν ἐ­πι­βο­λὴ τῆς ὀρ­θῆς πί­στης. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αὐ­τὸ στά­διο τῆς προσ­φο­ρᾶς τους ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὴ σύγ­κλη­ση τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Σὲ αὐ­τὲς μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἐ­πί­ση­μα τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῆς αἵ­ρε­σης καὶ ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ὡς ὀρ­θὴ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων. Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κύ­ρω­σή της ἀ­πὸ τὶς Οἰ­κου­με­νι­κὲς Συ­νό­δους ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τὸ ἔρ­γο τῆς κα­τα­πο­λέ­μη­σης τῆς αἵ­ρε­σης ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν πο­ρεί­α τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι ἔ­χου­με φά­ει καρ­πού­ζι καὶ ἐκ πεί­ρας γνω­ρί­ζου­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό. Πο­τὲ ὅ­μως δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση του. Πο­τὲ δη­λα­δὴ δὲν νοι­ώ­σα­με τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ πά­ρου­με στὰ χέ­ρια μας χαρ­τὶ καὶ στυ­λὸ γιὰ νὰ γρά­ψου­με πώς:«…Τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, γλυ­κὸ καὶ ὠ­φέ­λι­μο γιὰ τὸν ὀρ­γα­νι­σμό μας…». Ἁ­πλῶς στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ὴ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με ἄ­φο­βα τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο φροῦ­το καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πὸν πὼς μιὰ ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κη ἡ­μέ­ρα ἀ­γο­ρά­ζου­με ἀ­πὸ τὸ πε­ρί­πτε­ρό τῆς γει­το­νιᾶς τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα μας καὶ κα­θό­μα­στε ἀ­να­παυ­τι­κὰ στὴν πο­λυ­θρό­να μας γιὰ νὰ τὴ δι­α­βά­σου­με. Στὸ πρω­το­σέ­λι­δό της βλέ­που­με ἕ­να ἄρ­θρο μὲ τὸν τί­τλο: «ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ». Ὁ συν­τά­κτης τοῦ ἄρ­θρου ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πὼς νέ­ες ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς ἔ­ρευ­νες ἀ­πέ­δει­ξαν ὅ­τι τὸ καρ­πού­ζι εἶ­ναι κόκ­κι­νο, ζου­με­ρό, πι­κρὸ καὶ γε­μά­το μὲ θα­να­τη­φό­ρο δη­λη­τή­ριο. Ἐ­μεῖς, δι­α­βά­ζον­τας τὸ ἄρ­θρο, ξαφ­νι­α­ζό­μα­στε, για­τὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του ἔρ­χε­ται ἐν μέ­ρει σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ἐ­κεί­νη μά­λι­στα τὴ στιγ­μὴ αἰ­σθα­νό­μα­στε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ὁ­ρί­σου­με γλωσ­σι­κὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ποὺ μᾶς πρό­σφε­ρε ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου φρού­του. Ἔ­τσι σκε­πτό­μα­στε:
- Μὰ κα­λά, τί βλα­κεῖ­ες γρά­φει αὐ­τὸς ἐ­δῶ!!! Τὸ καρ­πού­ζι, ναὶ μὲν εἶ­ναι κόκ­κι­νο καὶ ζου­με­ρό, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι πι­κρὸ καὶ δη­λη­τη­ρι­ῶ­δες!!!
Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς δύ­ο γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις κρύ­βε­ται μιὰ τε­ρά­στια ὑ­παρ­ξια­κὴ ἐ­πι­λο­γή. Ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς ἐμ­πει­ρί­ας μας, θὰ συ­νε­χί­σου­με ἄ­φο­βα νὰ τρῶ­με τὸ φροῦ­το αὐ­τό, ἐ­νῶ ἂν δε­χθοῦ­με ὡς ἀ­λή­θεια τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ προ­τεί­νει τὸ ἄρ­θρο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, πρέ­πει νὰ μὴν τὸ ξα­να­φᾶ­με πο­τέ (γιὰ νὰ μὴν ποῦ­με πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­μα­στε ἤ­δη νε­κροί). Συ­νε­πῶς αὐ­τὸ ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δι­α­κυ­βεύ­ε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἡ ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τοῦ τρό­που τῆς ζω­ῆς μας καί ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἡ σχέ­ση μας μὲ τὸ ἐν λό­γῳ φροῦ­το. Καὶ ἐ­νῶ ἀ­πο­ροῦ­με γιὰ ὅ­σα δι­α­βά­σα­με, βλέ­που­με στὸ πρω­το­σέ­λι­δο τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α: «1η Ἀ­πρι­λί­ου 2013». Κα­τα­λα­βαί­νου­με πὼς πρό­κει­ται γιὰ τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κο ψέ­μα τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας καὶ ἡ ἀ­πο­ρί­α μας λαμ­βά­νει αἴ­σιο τέ­λος.
μεῖς μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὸ λά­θος τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τοῦ πρω­τα­πρι­λι­ά­τι­κου ἄρ­θρου τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας. Ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τοῦ καρ­που­ζιοῦ δὲν μᾶς ἀ­φή­νει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο ἀμ­φι­βο­λί­ας. Τί θὰ γι­νό­ταν ὅ­μως ἂν στὴ θέ­ση μας εἶ­χε βρε­θεῖ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ποὺ πο­τὲ δὲν εἶ­χε δεῖ ἢ δὲν εἶ­χε φά­ει καρ­πού­ζι; Ἄν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα δι­ά­βα­ζε τὸ ἄρ­θρο αὐ­τὸ ἕ­νας Ἐ­σκι­μῶ­ος, θὰ μπο­ροῦ­σε μὲ τὴν ἴ­δια εὐ­κο­λί­α νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα ποὺ κρύ­βε­ται μέ­σα στὴ γλωσ­σι­κή του δι­α­τύ­πω­ση; Καὶ ἂν τὸν βά­ζα­με νὰ ἐ­πι­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στὴ δι­κή μας γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση καὶ αὐ­τὴ τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας, θὰ ἦ­ταν εὔ­κο­λο γιὰ αὐ­τὸν νὰ δι­α­κρί­νει καὶ νὰ ἐ­πι­λέ­ξει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση ποὺ θὰ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σε μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ ὀρ­θὸ ἦ­θος; Σὲ αὐ­τὴ τὴν τρα­γι­κὴ θέ­ση βρί­σκον­ται δυ­στυ­χῶς οἱ ἁ­πλοὶ πι­στοί ὅ­ταν ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴν πρό­κλη­ση τῆς αἵ­ρε­σης καὶ αὐ­τοὺς ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ δι­α­τη­ρή­σουν στὴν ὁ­δὸ τῆς σω­τη­ρί­ας οἱ Πα­τέ­ρες μὲ τὸ ἐ­πί­πο­νο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον Ε΄: Περὶ τῆς Παραδόσεως.
Δ
ὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρί­σουμε τὴν ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, ἐ­νῶ κα­τὰ και­ροὺς ἔ­χουν διατυπωθεῖ δι­ά­φο­ροι ὁ­ρι­σμοί, κα­νεὶς ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δὲν ἔ­χει γί­νει κα­θο­λι­κὰ ἀ­πο­δε­κτός. Τολ­μᾶ­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς νὰ προσ­θέ­σου­με στοὺς ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τες ἀ­κό­μη ἕ­ναν, ἀ­φή­νον­τας τὸ ἔρ­γο τῆς ἀ­ξι­ο­λό­γη­σής του στὴν κρί­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας.Πα­ρά­δο­ση εἶ­ναι ὁ­τι­δή­πο­τε δη­μι­ουρ­γή­θη­κε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.Τὴν ἔν­νοι­α αὐ­τοῦ του ὁ­ρι­σμοῦ θὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας.
Ε
ἴ­δα­με πὼς γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἐ­φό­σον ὅ­μως ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ Φύ­ση Τοῦ ἄ­πει­ρος, ἄ­ρα καὶ ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, ποὺ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴν ὕ­παρ­ξή Του, εἶ­ναι καὶ αὐ­τὲς στὸ πλή­ρω­μά τους ἄ­πει­ρες. Ὁ ἄν­θρω­πος ὡς πε­πε­ρα­σμέ­νο ὂν δὲν μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ στὴν ὁ­λό­τη­τά τους, για­τὶ ἡ κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση δὲν ἀν­τέ­χει τὸ πλή­ρω­μα αὐ­τῆς τῆς γνώ­σης. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ με­τέ­χει στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­σή του μὲ αὐ­τὲς νὰ ἀ­πο­κτᾶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Πῶς ὅ­μως μπο­ροῦν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν οἱ δύ­ο αὐ­τὲς ἀν­τί­θε­τες θέ­σεις; Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴν Ἀ­λή­θεια στὸ πλή­ρω­μά της, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ τὴ γνω­ρί­σει;
ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος βρί­σκε­ται στὰ λό­για ποὺ ἀ­πηύ­θυ­νε ὁ Χρι­στὸς πρὸς τοὺς μα­θη­τὲς κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο: «…Ἔ­τι πολ­λὰ ἔ­χω λέ­γειν ὑ­μῖν, ἀλ­λ’ οὐ δύ­να­σθε βα­στά­ζειν ἄρ­τι. Ὅ­ταν δὲ ἔλ­θῃ Ἐ­κεῖ­νος, τὸ Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ὁ­δη­γή­σει ὑ­μᾶς εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…»(Ἰ­ω­άν. 16,13). Ὁ Κύ­ριος στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ἀ­ναγ­γέ­λλει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα με­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴ θὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἔρ­γο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του. Τοὺς ἐ­ξη­γεῖ μά­λι­στα πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς προ­σφέ­ρει καὶ ἄλ­λες δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ ὁ Ἴ­διος δὲν τὶς πα­ρέ­δω­σε, ἂν καὶ τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τους νὰ τὶς κα­τα­νο­ή­σουν. Μὲ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες αὐ­τὲς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει,«…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…». Τί ση­μαί­νουν ἄ­ρα­γε αὐ­τὰ τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου; Ὁ Θε­ὸς σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν ἄν­θρω­πο μέ­σα ἀ­πὸ τὸ Σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α μας. Γιὰ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή της ὁ Θε­ὸς φα­νε­ρώ­νει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, τὸν ἴ­διο δη­λα­δή τὸν Ἑ­αυ­τό Του. Ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ νο­εῖ­ται πάν­τα ὡς ὀν­το­λο­γι­κὴ με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή.Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τῆς τῆς φα­νέ­ρω­σης ὁ­ρί­ζε­ται ὡς «ἀ­πο­κά­λυ­ψη».Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νὰ γνω­ρί­σει βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια προ­κει­μέ­νου νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ μὲ ὑ­παρ­ξια­κὴ ἀ­γω­νί­α καὶ πό­νο ψυ­χῆς, τό­τε ὁ Θε­ός, ἀ­παν­τών­τας στὸ αἴ­τη­μα καὶ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ σω­τη­ρί­α, αἴ­ρει τὸ πέ­πλο ποὺ τὸν ἐμ­πο­δί­ζει νὰ με­τέ­χει στὴν Ἀ­λή­θεια. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται ἱ­κα­νὸς νὰ «θε­ω­ρεῖ» τὴν Ἀ­λή­θεια βα­θύ­τε­ρα καὶ συ­νε­πῶς νὰ τὴν γνω­ρί­ζει πλη­ρέ­στε­ρα, ἔ­στω καὶ ἂν τὸ πλή­ρω­μά της πα­ρα­μέ­νει ἄ­πει­ρο στὴν ὁ­λό­τη­τά του.Τε­λι­κά τὸ κρι­τή­ριο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­θο­ρί­ζε­ται τὸ μέ­τρο τῆς γνώ­σης τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι ἀ­φε­νὸς μέν ἡ ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φε­τέ­ρου δέ τὰ ὅ­ρια ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης.Πιὸ ἁ­πλά, ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­πο­κα­λύ­πτει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ οὔ­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο ἀν­τέ­χει ἡ κτι­στὴ φύ­ση του, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Μὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὰ λό­για του Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος λέ­ει στοὺς μα­θη­τὲς πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σει«…εἰς πᾶ­σαν τὴν Ἀ­λή­θειαν…»δὲν ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ τοὺς χα­ρί­σει τὸ πλή­ρω­μα τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε θὰ ὑ­πε­ρέ­βαι­νε κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Ἐ­πί­σης τὰ λό­για αὐ­τὰ δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τουν κά­ποι­α ἀ­τέ­λεια ἢ ἔλ­λει­ψη στὸ δι­δα­κτι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ θὰ δι­ορ­θω­θεῖ ἢ θὰ συμ­πλη­ρω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἀν­τί­θε­τα, ὅ­λα ὅ­σα μᾶς δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ἀπολύτως γνή­σια καὶ τέ­λεια. Τέ­λος, δὲν ση­μαί­νουν πὼς τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα θὰ δι­δά­ξει στοὺς μα­θη­τὲς «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες, δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ μᾶς δί­δα­ξε ὁ Χρι­στός.Ἐν­νο­εῖ πὼς ὁ Πα­ρά­κλη­τος μὲ τὸ Φω­τι­στι­κό Του ἔρ­γο θὰ βο­η­θή­σει τοὺς μα­θη­τὲς νὰ γνω­ρί­σουν βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψε ὁ Χρι­στὸς (τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια καὶ ὄ­χι κά­ποι­α ἄλ­λη) καὶ θὰ χα­ρί­ζει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ τὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας αὐ­τῆς στὸ μέ­τρο ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.
Σ
τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια ὡς ὀν­το­λο­γι­κὸ γε­γο­νὸς εἶ­ναι ἑ­νια­ία. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κὰ ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνώ­ρι­σαν τὸν ἴ­διο Θε­ό, ἀ­πέ­κτη­σαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἴ­διας Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς ἴ­διας Ζω­ῆς. Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο στὸ χῶ­ρο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν ἔ­χου­με πο­τὲ «νέ­ες» ἀ­λή­θει­ες. Αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ συμ­βαί­νει εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἴ­δια Ἀ­λή­θεια μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ Σχε­δί­ου τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας προ­ο­δευ­τι­κὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται βα­θύ­τε­ρα στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς σω­τη­ρί­ας του, χω­ρὶς ὅ­μως πο­τὲ νὰ ἐ­ξαν­τλεῖ­ται στὸ πλή­ρω­μά της. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ τὴ γνώ­ση της.Ἀ­πό­δει­ξη τοῦ ἑ­νια­ίου χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἀ­λή­θειας εἶ­ναι πὼς οἱ διάφορες κα­τὰ και­ροὺς ὀρ­θὲς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις της εἶ­ναι πάν­τα «ὁ­μό­λο­γες» με­τα­ξύ τους. Μὲ τὸν ὅ­ρο «ὁ­μό­λο­γες» δη­λώ­νε­ται ἡ ἀ­πό­λυ­τη συμ­φω­νί­α ὅ­λων τῶν ὀρ­θῶν γλωσ­σι­κῶν δι­α­τυ­πώ­σε­ων τῆς Ἀ­λή­θειας.Αὐ­τὸ ση­μαί­νει πὼς ὅ­ταν αὐ­ξά­νε­ται ἡ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­πῶς δι­ευ­ρύ­νε­ται καὶ ἡ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, τὸ «πλέ­ον», δη­λα­δὴ τὸ και­νούρ­γιο ποὺ προ­στί­θε­ται στὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα, εἶ­ναι πάν­το­τε σύμ­φω­νο μὲ αὐ­τὰ και κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α δὲν ἔρ­χε­ται πο­τὲ σὲ ἀν­τί­θε­ση μα­ζί τους. Τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­λά­χι­στα καὶ αἰ­νιγ­μα­τι­κὰ στὰ χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Σὲ αὐ­τήν, ἂν καὶ ἡ Τρι­α­δι­κό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἢ ἀ­κό­μη καὶ μαρ­τυ­ρεῖ­ται σὲ καί­ρια χω­ρί­α της, κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἰ­δέ­α τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, για­τί αὐ­τὴ ἀν­τι­δι­α­στέ­λλει τὸν Ἰσ­ρα­ὴλ ἀ­πὸ τοὺς πο­λυ­θε­ϊ­στι­κοὺς καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κοὺς λα­οὺς τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τός του. Αὐ­τὸς ὁ ἰ­δι­αί­τε­ρος το­νι­σμὸς τῆς μο­να­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ δη­μι­ουρ­γεῖ τὴ λαν­θα­σμέ­νη αἴ­σθη­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της Ὑ­πο­στα­τι­κῆς μο­νο­θε­ΐ­ας. Στὰ χρό­νια τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὁ Χρι­στὸς μι­λᾶ μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια γιὰ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ τὶς σχέ­σεις τῶν Προ­σώ­πων Της, ἐ­νῶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι θὰ ἀ­να­πτύ­ξουν ἀ­κό­μη πιὸ δι­ε­ξο­δι­κὰ τὸ θέ­μα αὐ­τό. Στὴν πε­ρί­ο­δο τέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας οἱ Πα­τέ­ρες, ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, θὰ προ­βοῦν σὲ ἀ­κό­μη λε­πτό­τε­ρες δι­α­κρί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας καὶ θὰ μᾶς ἀ­να­πτύ­ξουν πλη­ρέ­στε­ρα τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξή Της.Ὅ­σα ὅ­μως μᾶς εἶ­παν γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα οἱ Πα­τέ­ρες εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα μᾶς εἶ­παν γιὰ Αὐ­τὴν ὁ Μω­υ­σῆς, οἱ Προ­φῆ­τες, ὁ Χρι­στὸς καὶ οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, για­τὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ γνώ­ρι­σαν καὶ δι­α­τύ­πω­σαν γλωσ­σι­κὰ ὁ κα­θέ­νας στὴν ἐ­πο­χὴ του τὴν ἴ­δια Ἀ­λή­θεια. Καὶ κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ συμ­φω­νί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα μὲ τὴν ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πτὴ ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὀρ­θό­τη­τάς της καὶ ἀ­σφα­λῆ ἐγ­γύ­η­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς της.
ξί­ζει τέ­λος νὰ δι­ευ­κρι­νί­σου­με πὼς ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κὴ προ­σφο­ρὰ τῶν Πα­τέ­ρων ἡ γνώ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας δὲν ἐ­ξαν­τλεῖ­ται. Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἄλ­λες πτυ­χές της ποὺ τὶς ἀ­γνο­οῦ­με, για­τί ἡ γνώ­ση τους δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἂν στὸ μέλ­λον χρεια­στεῖ νὰ γνω­ρί­σου­με κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τές, ὥ­στε νὰ ἐ­ξα­σφα­λι­στεῖ ἡ σω­τη­ρί­α μας, τό­τε ὁ Πα­ρά­κλη­τος θὰ μᾶς τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει. Ἂς ἀ­πο­τολ­μή­σου­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Για­τί ἄ­ρα­γε τὰ Πρό­σω­πα τῆς Θε­ό­τη­τας εἶ­ναι Τρί­α καὶ ὄ­χι δύ­ο ἢ τέσ­σε­ρα ἢ πέν­τε; Σί­γου­ρα αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος λό­γος. Αὐ­τὸς ὁ λό­γος δὲν μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε μέ­χρι σή­με­ρα, για­τὶ ἡ γνώ­ση του δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας, ἀ­φοῦ κα­μί­α αἵ­ρε­ση δὲν ἔ­θε­σε πο­τὲ τὸ ζή­τη­μα αὐ­τό, προ­σπα­θών­τας ἀ­πο­τυ­χη­μέ­να νὰ τὸ ἑρ­μη­νεύ­σει. Ἄν ὅ­μως στὸ μέλ­λον ἐμ­φα­νι­στεῖ μί­α τέ­τοι­α αἵ­ρε­ση καὶ ἡ γνώ­ση αὐ­τῆς τῆς πτυ­χῆς τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἀ­πο­κτή­σει σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις, τό­τε ὁ Κύ­ριος θὰ Φω­τί­σει ἕ­ναν Θε­ο­λό­γο καὶ θὰ τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴ γνώ­ση της. Αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του θὰ δι­α­τυ­πώ­σει γλωσ­σι­κὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὴ βα­θύ­τε­ρη Ἀ­λή­θεια ποὺ τοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς καὶ θὰ τὴ δι­δά­ξει στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ­χρι τό­τε ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀρ­κού­μα­στε σὲ ὅ­σα ἤ­δη γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ὁ­μό­λο­γη συ­νέ­χεια τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ γε­νι­κὰ στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση. Τε­λι­κά στὸ γε­γο­νὸς τῆς Θε­ο­λο­γί­ας συ­νερ­γά­ζον­ται δύ­ο πα­ρά­γον­τες: Ὁ Θε­ός ποὺ ἐ­πι­θυ­μεῖ τὴ σω­τη­ρί­α μας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν Ἑ­αυ­τὸ Του ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο καὶ δυ­να­τό, καὶ ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γω­νί­ζε­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του καὶ ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ τὴ σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια.
Θ
ὰ ἦ­ταν ἴ­σως πα­ρά­λει­ψη ἂν στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ δὲν προ­βαί­να­με σὲ μιὰ ση­μαν­τι­κὴ δι­ευ­κρί­νι­ση. Ὑ­πάρ­χουν με­τα­ξὺ τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας.Ἡ πρώ­τη ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας δὲν προ­ϋ­πο­θέ­τει βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας.Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τήν οἱ ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι, Πα­τέ­ρες) καὶ γε­νι­κά ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι γνω­ρί­ζουν τὴν Ἀ­λή­θεια ὄ­χι ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη πραγμάτωσης τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀλ­λὰ ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ μέ­τρο τῆς προ­σω­πι­κῆς τους δε­κτι­κό­τη­τας καὶ ἐν­τός φυ­σι­κά τῶν ὁ­ρί­ων ἀν­το­χῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Στὴ συ­νέ­χεια οἱ Πα­τέ­ρες, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νοι στὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς τους καὶ τὶς προ­κλή­σεις τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, ἀ­να­πτύσ­σουν μό­νο τὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­ξά­νει δὲν εἶ­ναι ἡ με­το­χὴ στὴν Ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας.Ἡ δεύ­τε­ρη προσέγγιση ἀν­τί­θε­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει πὼς ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­τει πάν­τα τὴ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας.Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τή οἱ Πα­τέ­ρες μπό­ρε­σαν νὰ ἀ­πο­κτή­σουν βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας σὲ σχέ­ση μὲ τοὺς προ­γε­νέ­στε­ρους ἐκ­φρα­στὲς τῆς Πα­ρά­δο­σης (ἀ­κό­μη καὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους) καὶ τό­τε μό­νο κα­τέ­στη­σαν ἱ­κα­νοὶ νὰ προ­βοῦν στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴν προ­σέγ­γι­ση αὐ­τή μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς Πα­ρά­δο­σης δὲν αὐ­ξά­νει μό­νο ἡ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, ἀλ­λὰ καὶ ἡ ὀν­το­λο­γι­κή της γνώ­ση. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κα­νεὶς μὲ ἀ­σφά­λεια γιὰ τὸ ποι­ά ἀ­πὸ τὶς δύ­ο προ­σεγ­γί­σεις εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­τε­ρη. Ἔ­τσι πε­ρι­ο­ρι­ζό­μα­στε στὴν πα­ρου­σί­α­σή τους, ἀ­φή­νον­τας τὴν κρί­ση τους στοὺς ἀ­να­γνῶ­στες. Ὅ­σον ὅ­μως ἀ­φο­ρᾶ τὴν προ­σω­πι­κή μας γνώ­μη, συν­τασ­σό­μα­στε μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀ­πὸ αὐ­τές, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­δεχόταν καὶ ὑ­πο­στήριζε σθε­να­ρὰ ὁ μα­κα­ρι­στὸς κα­θη­γη­τὴς τῆς πα­τρο­λο­γί­ας κ. Στυ­λια­νὸς Πα­πα­δό­που­λος, ἐ­νῶ ἐμ­μέ­σως φαί­νε­ται νὰ ἀ­πο­δέ­χε­ται στὰ ἔρ­γα του καὶ ὁ μα­κα­ρι­στὸς γέ­ρων Σω­φρό­νιος Σα­χά­ρωφ.
Μ
ὲ βά­ση τὰ ἀ­νω­τέ­ρω μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θό­τε­ρα τὴν ἔν­νοι­α καὶ τὴ λει­τουρ­γί­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μὲ πνευ­μα­τι­κὴ δι­ά­κρι­ση καὶ με­γά­λη ὑ­πο­μο­νὴ πα­ρα­κο­λου­θεῖ καὶ ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ ὅ­λα τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ ἔρ­γα. Ἀ­πώ­τε­ρος σκο­πός της εἶ­ναι νὰ δι­α­κρί­νει αὐ­τὰ ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν μὲ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὰ ἔρ­γα δη­λα­δή ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἀ­φοῦ λοι­πόν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­το­πί­σει τὰ ἔρ­γα αὐ­τά, τὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς γνή­σια ἔκ­φρα­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­σή της καὶ τέ­λος τὰ προ­σφέ­ρει στοὺς πι­στοὺς ὡς ἀ­σφα­λῆ ὁ­δη­γὸ στὴν πνευ­μα­τι­κή τους πο­ρεί­α πρὸς τὴ σω­τη­ρί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­λέ­γει καὶ ἐν­τάσ­σει στὴν Πα­ρά­δο­σή της μό­νο τὰ ἔρ­γα πού κα­τὰ τὴν κρί­ση της γρά­φτη­καν ἀ­πὸ Θε­ο­λό­γους, ἀ­πὸ τοὺς πι­στούς δη­λα­δὴ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴ Θέ­ω­ση καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν γνή­σια ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι καὶ τὸ μόνο ἀ­σφα­λὲς κρι­τή­ριο ποὺ ἐγ­γυᾶ­ται τὴ γνη­σι­ό­τη­τα τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν καὶ τὴν ὀρ­θό­τη­τά   τους. Ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος φο­ρέ­ας καὶ ἐκ­φρα­στὴς τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή (Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη), ἐ­νῶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴν ξε­χω­ρί­ζουν ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α τὰ ἔρ­γα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων καὶ Δι­δα­σκά­λων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις. Σὲ αὐ­τὰ τὰ ἔρ­γα ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται, ἀ­φοῦ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στη καὶ συ­νε­πῶς ἰ­σό­κυ­ρη καὶ ὁ­μό­λο­γη μὲ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λά πα­ράλ­λη­λα καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται δη­μι­ουρ­γι­κὰ ὅ­που αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν.
ΜΕΡΟΣ 3ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤ΄- Η΄
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
«…Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν εἶ­ναι βα­θυ­τέ­ρα ἢ σπου­δαι­ο­τέ­ρα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως, ἀλ­λά, ὡς ἐ­λέ­χθη ἀ­νω­τέ­ρω, μί­α τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς. Αὕ­τη δὲ εἶ­ναι ἡ πο­λυ­τι­μο­τέ­ρα τῶν μορ­φῶν αὐ­τῆς καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας δι­α­φυ­λά­ξε­ως καὶ λό­γῳ τῆς εὐ­κο­λί­ας χρή­σε­ως αὐ­τῆς. Ἀ­πο­με­μο­νω­μέ­νη, ὅ­μως, ἐκ τοῦ ρεύ­μα­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως ἡ Γρα­φὴ δὲν δύ­να­ται νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ δε­όν­τως δι᾽οὐ­δε­μιᾶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς ἐ­ρεύ­νης…» (Γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ, «Ὁ Ἅ­γιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀ­θω­νί­της», ἔκ­δ. 1995, σελ. 109).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: Περὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐν τῇ Παραδόσει. 
Κ
α­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς Με­ταρ­ρύθ­μι­σης ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ καὶ προ­τε­στάν­τες ἀν­τι­μά­χον­ταν θε­ο­λο­γι­κὰ με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τῶν πη­γῶν τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης. Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ οἱ προ­τε­στάν­τες ὑ­πο­στή­ρι­ζαν πὼς ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ οἱ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ ἀν­τέ­τει­ναν πὼς οἱ πη­γὲς τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης εἶ­ναι δύ­ο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ Πα­ρά­δο­ση. Βέ­βαι­α καὶ οἱ δύ­ο αὐ­τὲς θέ­σεις εἶ­ναι λαν­θα­σμέ­νες.Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χει μό­νο μί­α πη­γὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης, ἡ Πα­ρά­δο­ση, βα­σι­κὸ μέ­ρος τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή.Ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὸ λά­θος τῆς προ­τε­σταν­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ στὴν ἄρ­νη­ση τοῦ δυ­να­μι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἐ­νῶ τὸ ἀν­τί­στοι­χο λά­θος τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας βρί­σκε­ται στὸ χω­ρι­σμὸ τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ τὴν ἀν­τι­δι­α­στο­λή της πρὸς αὐ­τήν.Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι μέ­ρος τῆς Πα­ρά­δο­σης καὶ ὄ­χι κά­τι τὸ ξε­χω­ρι­στὸ ἢ τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πὸ αὐ­τήν, τὰ ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρα­με στὰ προ­η­γού­με­να κε­φά­λαι­α γιὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σχέ­ση τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας μὲ τὴν ὀρ­θο­πρα­ξί­α καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας μὲ τὴ γλώσ­σα, ἰ­σχύ­ουν ἀ­πό­λυ­τα καὶ γιὰ τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἰ­δί­ως δὲ γιὰ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ποὺ δι­α­σώ­ζει τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων.Ἔ­τσι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ἀ­πο­τε­λεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ σκο­πὸ ἔ­χει ἀ­φε­νὸς μὲν νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς πι­στοὺς τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ νὰ τοὺς δι­δά­ξει τὴν ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πό­κτη­σή τους, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸ λά­θος καὶ τὸ ψέ­μα τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Στὴ δι­δα­σκα­λί­α τέ­λος τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ σὲ αὐ­τὴ τῶν Πα­τέ­ρων, ὑ­πάρ­χει σα­φὴς πρό­τα­ξη τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ἔ­ναν­τι τῆς γλωσ­σι­κῆς της δι­α­τύ­πω­σης.
Ο
ἱ Ἀ­πό­στο­λοι στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ἐμ­φα­νί­ζον­ται νὰ ἔ­χουν σα­φῆ συ­νεί­δη­ση αὐ­τῆς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Γνω­ρί­ζουν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­σκα­λοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης ἀ­να­φέ­ρει πὼς ἡ συγ­γρα­φὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου του ἀ­πο­σκο­πεῖ στὸ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Χρι­στός:«…Ταῦ­τα δὲ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στεύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στός, ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, καὶ ἵνα πι­στεύ­σαν­τες Ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Αὐ­τοῦ…»(Ἰ­ω­άν. 20,31). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο οἱ Ἀ­πό­στο­λοι γνω­ρί­ζουν πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­στα­τεύ­ουν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὴν πλά­νη τῶν αἱ­ρέ­σε­ων. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης, ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­τας τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ δο­κη­τι­σμοῦ ποὺ δὲν ἀ­πο­δε­χό­ταν τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­ναν­θρώ­πη­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φε­νὸς μὲν προ­ει­δο­ποι­εῖ τοὺς χρι­στια­νοὺς τῆς ἐ­πο­χῆς του γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὸν κίν­δυ­νο τῆς αἵ­ρε­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τοὺς προ­σφέ­ρει τὴν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας, τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λουν νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν γιὰ νὰ μὴν πε­ρι­πέ­σουν στὴν πλά­νη της:«…Ἀ­γα­πη­τοί, μὴ παν­τὶ πνεύ­μα­τι πι­στεύ­ε­τε, ἀλ­λὰ δο­κι­μά­ζε­τε τὰ πνεύ­μα­τα εἰ ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στιν, ὅ­τι πολ­λοὶ ψευ­δο­προ­φῆ­ται ἐ­ξε­λη­λύ­θα­σιν εἰς τὸν κό­σμον. Ἐν τού­τῳ γι­νώ­σκε­τε τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ· πᾶν πνεῦ­μα ὅ ὁ­μο­λο­γεῖ Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­στι, καὶ πᾶν πνεῦ­μα ὁ μὴ ὁ­μο­λο­γεῖ τὸν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν ἐν σαρ­κὶ ἐ­λη­λυ­θό­τα ἐκ τοῦ Θε­οῦ οὐκ ἔστι, καὶ τοῦ­τό ἐ­στι τὸ τοῦ ἀν­τι­χρί­στου…»(Α΄ Ἰ­ω­άν. 4,1-2). Γνω­ρί­ζουν τέ­λος οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πὼς τὰ ἔρ­γα τους ὡς ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς. Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ  ἀπό­στο­λος Πέ­τρος γρά­φει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κὰ τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τὰ τὴν κή­ρυ­ξαν στὸν κό­σμο:«…οὐ γὰρ σε­σο­φι­σμέ­νοις μύ­θοις ἑ­ξα­κο­λου­θή­σαν­τες ἐ­γνω­ρί­σα­μεν ὑ­μῖν τὴν τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ δύ­να­μιν καὶ πα­ρου­σί­αν, ἀλ­λ’ ἐ­πό­πται γε­νη­θέν­τες τῆς Ἐ­κεί­νου με­γα­λει­ό­τη­τος…»(Β΄ Πέ­τρου 1,16), ἐ­νῶ καὶ ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης το­νί­ζει πὼς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν κή­ρυ­ξαν φαν­τα­στι­κὰ πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὴν Ἀ­λή­θεια ποὺ γνώ­ρι­σαν ἐμ­πει­ρι­κά:«…ὅ ἢν ἀ­π’ ἀρ­χῆς, ὅ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὅ ἐ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡμῶν, ὅ ἐ­θε­α­σά­με­θα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν…»(Α΄ Ἰ­ω­άν. 1,1).
ν τού­τοις ἀ­νά­με­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων ὑ­φί­στα­ται μί­α οὐ­σι­ώ­δης δι­α­φο­ρά.Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πε­ρι­βάλ­λει μὲ ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο κύ­ρος τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς γι᾽αὐ­τὸ καὶ τὴ θε­ω­ρεῖ Θε­ό­πνευ­στη στὸ σύ­νο­λό της, ἐ­νῶ ἡ ἀν­τί­στοι­χη δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων θε­ω­ρεῖ­ται Θε­ό­πνευ­στη μό­νο στὰ ση­μεῖ­α ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση καὶ κυ­ρί­ως σὲ αὐ­τὰ ποὺ τὴν ἀ­να­πτύσ­σει.Μό­νο ἡ βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ ἡ ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κή της δι­α­τύ­πω­ση, μό­νο ἡ προ­σφο­ρὰ τοῦ «πλέ­ον» στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­να­δει­κνύ­ει τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δα­σκά­λους δι­α­δό­χους τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὲς τοῦ ἔρ­γου τους. Μέ­σα στὸ πλαί­σιο αὐ­τὸ ἐ­ξη­γεῖ­ται κα­τὰ τὴ γνώ­μη μας τὸ φαι­νό­με­νο τοῦ λά­θους στὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ σκάν­δα­λο γιὰ ὅ­σους ἀ­γνο­οῦν τὴ δυ­να­μι­κή της. Ἔ­τσι, γιὰ νὰ μεί­νου­με στὰ κλασ­σι­κό­τε­ρα πα­ρα­δείγ­μα­τα, ὁ Ἅ­γιος Εἰ­ρη­ναῖ­ος Λου­γδού­νου ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ συν­τρί­βει θε­ο­λο­γι­κὰ τὴ φο­βε­ρὴ αἵ­ρε­ση τοῦ γνω­στι­κι­σμοῦ, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἀ­πο­δέ­χε­ται τὶς ἀ­φε­λεῖς χι­λι­α­στι­κὲς ἀν­τι­λή­ψεις τῆς ἐ­πο­χῆς του. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κα­τα­πο­λε­μᾶ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ καὶ τῶν πνευ­μα­το­μά­χων, ἀλ­λὰ θε­ω­ρεῖ ὀρ­θὲς τὶς ὠ­ρι­γε­νι­κὲς δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ κα­θαρ­τη­ρί­ου πυ­ρὸς καὶ τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῶν πάν­των. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει πὼς οἱ Πα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς ὡς ἄν­θρω­ποι μπο­ρεῖ νὰ σφάλ­λουν σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τους. Σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις δὲν βι­ά­ζε­ται νὰ κα­τα­δι­κά­σει ὅ­σους ἔ­σφαλ­λαν ὡς κα­κό­δο­ξους ἢ αἱ­ρε­τι­κούς, παρὰ μό­νον ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­πα­ραί­τη­το γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν, καὶ ἁ­πλῶς προ­σπα­θεῖ νὰ μὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὰ λά­θη τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, σὰν μά­να ποὺ ἀ­γα­πᾶ καὶ προ­στα­τεύ­ει τὰ παι­διά της, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ δι­ά­κρι­ση ἐ­πι­λέ­γει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων τὶς δι­δα­σκα­λί­ες ποὺ προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἤ κα­τὰ μί­α γε­νι­κό­τε­ρη ἔν­νοι­α ἐκ­φρά­ζουν μὲ γνη­σι­ό­τη­τα τὴν πί­στη της. Αὐ­τὲς τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τὶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἐ­πί­ση­μα ὡς ὀρ­θὲς καὶ τὶς ἐν­σω­μα­τώ­νει στὴν Πα­ρά­δο­σή της. Τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τὶς πα­ρα­δί­δει στὴ λή­θη, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς μὲ τὴ σι­ω­πη­ρὴ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α τους θὰ ξε­χα­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς πι­στοὺς καί ἔ­τσι δὲν θὰ τοὺς προ­κα­λέ­σουν κά­ποι­α πνευ­μα­τι­κὴ βλά­βη. Μὲ αὐτή τὴ στά­ση της προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη τῶν λαν­θα­σμέ­νων δι­δα­σκα­λι­ῶν, προ­στα­τεύ­ον­τας τὰ πρό­σω­πα τῶν εἰ­ση­γη­τῶν καὶ τῶν ὑ­πο­στη­ρι­κτῶν τους.
Μέ­γας Βα­σί­λει­ος γιὰ πα­ρά­δειγ­μα κα­τα­νο­οῦ­σε τὰ λά­θη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Πα­ρό­λα αὐ­τά ἀ­να­γνώ­ρι­ζε τὴν ἀ­ξί­α τοῦ ἔρ­γου του καὶ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε, για­τὶ ὑ­πῆρ­ξε κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο πνευ­μα­τι­κός του πα­τέ­ρας, ἀ­φοῦ ἡ για­γιὰ του Μα­κρί­να ὑ­πῆρ­ξε μα­θή­τρια τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Νε­ο­και­σα­ρεί­ας τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ σει­ρά του ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τὴς καὶ πνευ­μα­τι­κὸ τέ­κνο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πι­λέ­γει τὰ ὀρ­θὰ ση­μεῖ­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη καὶ τὰ ἐν­σω­μα­τώ­νει στὸ ἔρ­γο του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­πο­σι­ω­πᾶ τὰ λά­θη του καὶ δὲν ἀ­σκεῖ κρι­τι­κὴ σὲ αὐ­τά. Τὴν ἴ­δια τα­κτι­κὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, γι᾽αὐ­τὸ οἱ λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη δὲν κα­τα­δι­κά­ζον­ται ἐ­πί­ση­μα ὅ­σο αὐ­τὸς ζεῖ, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ με­τὰ τὴν κοί­μη­σή του. Πολ­λὰ ὅ­μως χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα κά­ποι­οι χρι­στια­νοὶ θὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν ἀ­δι­ά­κρι­τα ὡς ὀρ­θὲς τὶς λαν­θα­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη. Ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζει νὰ ὑ­πάρ­χει ζή­τη­μα, ἀ­φοῦ ἡ τό­τε ἀ­πο­δο­χὴ τοὺς εἶ­χε σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὲς δι­α­στά­σεις. Κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θὰ ἀ­ναγ­κα­στεῖ νὰ κα­τα­δι­κά­σει ἐ­πί­ση­μα τὶς δι­δα­σκα­λί­ες καὶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη (Ε΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος 553 μ.Χ.), για­τὶ αὐ­τὸ κα­τέ­στη τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἀ­πό­λυ­τα ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν πι­στῶν. Πάν­τως τὸ ἔρ­γο τοῦ Ὠ­ρι­γέ­νη ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴν ἐ­πί­ση­μη κα­τα­δί­κη του δὲν ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α στὸ σύ­νο­λό του, ἀλ­λὰ μό­νο στὰ λαν­θα­σμέ­να ση­μεῖ­α του, ἐ­νῶ καὶ τὸ πρό­σω­πό του σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ πρό­σω­πα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ γνω­ρί­ζει τὸ σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση ποὺ δι­και­οῦ­ται.
Κεφάλαιον Ζ΄: Περὶ Θεοπνευστίας καί ἀσυνεννοησίας.
 Ἁ­γί­α Γρα­φὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται συ­χνὰ ὡς «Θε­ό­πνευ­στο» βι­βλί­ο. Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ὀρ­θός, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­κρι­βὴς ση­μα­σί­α του δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ ὁ­ρι­στεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια. Κα­τὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ἄ­πο­ψη ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας στὴ βι­βλι­κὴ καὶ τὴν πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πὸ τὸ Φω­τι­σμὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.Ἔτσι ὡς Θεόπνευσταμπο­ροῦν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­στοῦν μό­νο τὰ χρι­στι­α­νι­κὰ συγγράμματα ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, τνποία χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἕ­νω­σή του μὲ τὸ Θε­ό.Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ἡ ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν συγγραμμάτων ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἄ­με­σα ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, μό­νο οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς Θεώσεως καὶ ἔ­χουν ζῶ­σα ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κοὶ Θε­ο­λό­γοι (μὲ τὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ καὶ ὄ­χι μὲ τὴν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου). Μό­νο αὐ­τοί οἱ χρι­στια­νοὶ γνω­ρί­ζουν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καί ὡς ἐκ τού­του μπο­ροῦν μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ γνη­σι­ό­τη­τα νὰ μᾶς μι­λή­σουν γιὰ Αὐ­τήν. Μό­νο στὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ὑ­πάρ­χει ἡ ἐγ­γύ­η­ση τῆς ὀρ­θῆς γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ γι᾽αὐ­τὸ μό­νο ἡ δι­κή τους μαρ­τυ­ρί­α εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὴ γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας.Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν τὰ συγγράμματα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας καὶ θε­με­λι­ώ­νον­ται στέ­ρε­α πά­νω σὲ αὐ­τήν δί­και­α χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς Θε­ό­πνευ­στα.
Σ
τὴν ὁ­μά­δα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν ἀ­νή­κουν πρω­τί­στωςοἱ Ἀ­πό­στο­λοι. Γι᾽αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τὰ ἔρ­γα τους (Και­νὴ Δι­α­θή­κη) ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ βα­σι­κὸ φο­ρέ­α τῆς Πα­ρά­δο­σης. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τοὺς δι­α­κρί­νον­ται ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­αοἱ Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται μό­νο οἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες. Αὐ­τοί δη­λα­δή ποὺ κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὶς αἱ­ρέ­σεις καὶ μὲ τὸ ἔρ­γο τους αὔ­ξη­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, γνω­ρί­ζον­τας βα­θύ­τε­ρα τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ ἐκ­φρά­ζον­τάς Την μὲ πλη­ρέ­στε­ρο γλωσ­σι­κὰ τρό­πο. Στὴ συ­νέ­χεια ἀ­κο­λου­θοῦνοἱ Πα­τέ­ρες. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι ποὺ μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὰ ἔρ­γα τους ἐ­πι­βε­βαί­ω­σαν τὴν προ­γε­νέ­στε­ρη Πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ δὲν τὴν αὔ­ξη­σαν δη­μι­ουρ­γι­κά. Εἶ­ναι οἱ χρι­στια­νοὶ ποὺ ἔ­φτα­σαν στὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θέ­ω­ση καὶ Θε­ο­γνω­σί­α, μᾶς μί­λη­σαν γνή­σια γιὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ή, ἀλ­λὰ τὰ ἔρ­γα τους κι­νοῦν­ται μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης ἀ­πὸ αὐ­τοὺς Πα­ρά­δο­σης, χω­ρὶς νὰ τὴν ὑ­περ­βαί­νουν σὲ βά­θος γνώ­σης καὶ γλωσ­σι­κῆς δι­α­τύ­πω­σης. Τέ­λος κα­τα­χρη­στι­κὰ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἐν­τά­ξου­με στὴν ὁ­μά­δα αὐ­τὴ καὶ ὁ­ρι­σμέ­νους ἀ­πὸ τοὺςἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς συγ­γρα­φεῖς. Σὲ αὐ­τοὺς ἐν­τάσ­σον­ται ὅ­λοι οἱ ἁ­πλοὶ χρι­στια­νοὶ (μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοὶ θε­ο­λό­γοι, λα­ϊ­κοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες κ.ἄ.) ποὺ δὲν ἔ­φτα­σαν στὸ πλή­ρω­μα τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, ἀλ­λά ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση μπό­ρε­σαν μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης νὰ ἀ­φο­μοι­ώ­σουν δι­α­νο­η­τι­κὰ ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ νὰ τὴν ἀ­πο­δώ­σουν με γνησιότητα στα συγγραμματά τους, κι­νού­με­νοι αὐ­στη­ρὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο τῆς Πα­ρά­δο­σης. Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς τὰ συγγράμματα αὐ­τὰ δὲν εἶ­ναι Θε­ό­πνευ­στα μὲ τὴν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅρου, ἀλ­λὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν κα­τα­χρη­στι­κά ὡς θε­ό­πνευ­στα (μὲ τὸ «θ» μι­κρὸ) στὸ μέ­τρο ποὺ ἀ­πο­δί­δουν ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν πραγ­μα­τι­κὰ Θε­ό­πνευ­στων συγγραμμάτων καὶ μᾶς βο­η­θοῦν στὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τους.
Μ
ὲ τὸ ζή­τη­μα τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας συν­δέ­ε­ται καὶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­ας τῶν χρι­στια­νῶν, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ὀρ­θὴ κα­τα­νό­η­ση καὶ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἐ­νῶ ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῆς ἴ­διας Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ λί­γο ἢ πο­λὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴ με­λέ­τη καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ δι­α­χρο­νι­κὰ γιὰ τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου«…ση­μεῖ­ον ἀν­τι­λε­γό­με­νον…»(Λουκ. 2,34), ἀ­φοῦ πα­ρό­τι ὅ­λοι ἀ­πο­δέ­χον­ται τὴν αὐ­θεν­τί­α τῶν ἴ­δι­ων θε­ο­λο­γι­κῶν κει­μέ­νων, δὲν μπο­ροῦν νὰ συμ­φω­νή­σουν με­τα­ξύ τους γιὰ τὸ νό­η­μα καὶ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τους.Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἕ­νας ὀρ­θό­δο­ξος, ἕ­νας ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κός, ἕ­νας μάρ­τυ­ρας τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ, ἕ­νας ἀντ­βεν­τι­στὴς καὶ ἕ­νας μορ­μό­νος χρι­στια­νὸς με­λε­τοῦν τὴν ἴ­δια Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λὰ ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τὴν κα­τα­νο­εῖ καὶ τὴν ἑρ­μη­νεύ­ει μὲ ἕ­ναν τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τρό­πο, σὲ τέ­τοι­ο μά­λι­στα βαθ­μὸ ποὺ συ­χνὰ κα­θι­στᾶ τε­λεί­ως ἀ­δύ­να­τη κά­θε συμ­φω­νί­α με­τα­ξύ τους. Πῶς ἄ­ρα­γε ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο;
ἐ­ξή­γη­σή του συ­νά­γε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας, ὅ­πως τὴν ὁ­ρί­σα­με στὴν ἀρ­χὴ τοῦ λό­γου μας.Ἐ­πει­δὴ τὰ βι­βλί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ἀ­πο­τε­λοῦν στὸ σύ­νο­λό τους ὀρ­θὴ γλωσ­σι­κὴ δι­α­τύ­πω­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς ποὺ χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως, μό­νον ὅ­ποι­ος γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ὴ μπο­ρεῖ πραγ­μα­τι­κὰ νὰ κα­τα­λά­βει τὸ νό­η­μα τῶν λό­γων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.Γιὰ νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με σὲ ἕ­να γνω­στό μας πα­ρά­δειγ­μα (βλπ. Κεφ. Γ΄), ὅ­πως μέ­σα σὲ ἕ­ναν ἀ­σπρό­μαυ­ρο κό­σμο μό­νον ὅ­ποι­ος μπό­ρε­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ κόκ­κι­νο ἢ τὸ μπλὲ χρῶ­μα μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις αὐ­τοῦ ποὺ πρῶ­τος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ πε­ρι­γρά­ψει μὲ ἀν­θρώ­πι­νες λέ­ξεις τὴν ἐμ­πει­ρί­α τους, ἔ­τσι καὶ στὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ μό­νον ὅ­ποι­ος γνώ­ρι­σε ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς γλωσ­σι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὀρ­θὰ τὸ κεί­με­νό της. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βρί­σκε­ται ἡ με­γά­λη δι­α­φο­ρὰ τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀρ­θο­δό­ξων καὶ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ὀρ­θή, για­τί στη­ρί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται γλωσ­σι­κὰ μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φοῦ μό­νο τὰ ἔρ­γα αὐ­τῶν τῶν χρι­στια­νῶν, ἀ­να­γνω­ρι­ζό­με­να ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς Θε­ό­πνευ­στα, ἐν­τάσ­σον­ται ὀρ­γα­νι­κὰ στὴν Πα­ρά­δο­σή Της.Κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, ἡ ἑρ­μη­νεί­α τῶν κα­κο­δό­ξων δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ὀρ­θή, ἀ­φοῦ δὲν θε­με­λι­ώ­νε­ται στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση καὶ τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν καρ­πὸ τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου δι­α­νο­η­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῶν δη­μι­ουρ­γῶν της.Ἐ­πει­δὴ λοι­πόν οἱ κα­κό­δο­ξοι ἀ­γνο­οῦν τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ τὴ Ζω­ὴ ποὺ ση­μαί­νε­ται μέ­σα στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­φε­νὸς μὲν πλα­νῶν­ται ὡς πρὸς τὴν ἑρ­μη­νεί­α της, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χθοῦν τὴν ὀρ­θὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀρ­θο­δό­ξων.
Κεφάλαιον Η΄: Περὶ τοῦ γλωσσομονισμοῦ.
Θ
ὰ ἦ­ταν πα­ρά­λει­ψη ἐκ μέ­ρους μας ἂν δὲν θί­γα­με σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἔ­στω καὶ πο­λὺ συ­νο­πτι­κὰ τὸ ζή­τη­μα τῆς ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­σης τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴ σύγ­χρο­νη δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α καὶ κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κή τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου. Κα­τὰ τὴν προ­τε­σταν­τι­κή λοι­πόν ἀν­τί­λη­ψη ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι ὁ «λό­γος» τοῦ Θε­οῦ. Ὅ,­τι γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὸ Θε­ὸ εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ λό­γος. Ἔρ­γο τῆς θε­ο­λο­γί­ας εἶ­ναι νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ λό­γο αὐ­τὸ μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους ποὺ ξε­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὴν ἁ­πλὴ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ νο­ή­μα­τος καὶ ἐ­πε­κτεί­νον­ται μέ­χρι τὴ χρή­ση τῶν πιὸ σύγ­χρο­νων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν με­θό­δων. Ξε­κι­νών­τας ὅ­μως ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α αὐ­τή, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ στὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τὴν ὁ­ποί­α ταυ­τί­ζει μὲ τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ μοι­ραῖα τὴν ἀ­πο­λυ­το­ποι­εῖ.Τε­λι­κὰ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ δυ­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α δὲν ἔ­χει τὴ δύ­να­μη νὰ δι­α­κρί­νει τὸ «ση­μαν­τι­κὸ» χα­ρα­κτή­ρα τῆς γλώσ­σας στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς Θε­ο­λο­γί­ας.Δὲν μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἡ Ζω­ή, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες μι­λᾶ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, εἶ­ναι ἄ­κτι­στες ὀν­το­λο­γι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες καί ὡς ἐκ τού­του δὲν ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὰ κτι­στὰ γλωσ­σι­κὰ σχή­μα­τα ποὺ τὶς πε­ρι­γρά­φουν, δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ αὐ­τὰ καὶ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται σὲ αὐ­τά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ Ἀ­λή­θεια καὶ ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.Οἱ ὑ­παρ­ξια­κὲς συ­νέ­πει­ες αὐ­τοῦ τοῦ λά­θους, ποὺ ἔ­χει εὔ­στο­χα χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς «σύν­δρο­μο τοῦ γλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ», εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες, ἀ­φοῦ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κή, ἀκριβῶςπειδταυ­τί­ζει τὴν Ἀ­λή­θεια μὲ τὴ γλώσ­σα τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, πε­ρι­ο­ρί­ζει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὸ γε­γο­νὸς τῆς σω­τη­ρί­ας στὴ σφαί­ρα τῆς συμ­βα­τι­κῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς.Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ προ­τε­στάν­της χρι­στια­νὸς δὲν ἀ­να­ζη­τᾶ τὴν ὑ­παρ­ξια­κή του με­τα­μόρ­φω­ση. Δὲν ἀ­γω­νί­ζε­ται δη­λα­δή νὰ γνω­ρί­σει ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Χρι­στό ὡς Θε­άν­θρω­πο, ὅ­πως Τὸν γνώ­ρι­σαν οἱ τρεῖς μα­θη­τὲς τὴ στιγ­μὴ τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης πά­νω στὸ ὄρος Θα­βὼρ ἢ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πο­ρευ­ό­με­νος στὴν πό­λη τῆς Δα­μα­σκοῦ. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει πὼς ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ὀν­το­λο­γι­κή μας με­τα­μόρ­φω­ση καὶ ὄ­χι στὴν ἠ­θι­κή μας βελ­τί­ω­ση. Χά­νον­τας ὅ­μως«…τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεί­α…»(πρβλ. Λουκ. 10,42), ἀ­ναγ­κά­ζε­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὡς ἕ­ναν ὕ­ψι­στο «θε­ϊ­κὸ νό­μο», τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ ὁ­ποί­ου ὀ­φεί­λει ὡς χρι­στια­νὸς νὰ ἐ­φαρ­μό­ζει μὲ συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή του, ἐ­νῶ μέ­σα στὸ στε­νὸ πλαί­σιο αὐ­τῆς τῆς κτι­στῆς καὶ θνη­σι­γε­νοῦς προ­σπά­θειας ἐ­ξαν­τλεῖ τὴν ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ της ἀ­γώ­να, χω­ρίς δυ­στυ­χῶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν πλά­νη της.
ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς γλώσ­σας ἀ­πὸ τὴν προ­τε­σταν­τι­κὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δὲν ἐξαν­τλεῖ­ται στὸν ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς στὴ σφαί­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἠ­θι­κῆς, ἀλ­λὰ ἔ­χει καὶ εὐ­ρύ­τε­ρες ὑ­παρ­ξια­κὲς δι­α­στά­σεις.Σαὐ­τὴνὀ­φεί­λε­ταικα­τὰ τγνώ­μη μας τό­σοπε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση τς λα­τρεί­ας καὶ κυ­ρί­ως τν μυ­στη­ρί­ων τςἘκ­κλη­σί­αςποκυ­ρια­ρχεῖ στσύ­νο­λο τοπρο­τε­σταν­τι­κοῦ κό­σμου,ὅ­σοκαπε­ρι­φρό­νη­ση ποαὐ­τὸςἐ­πι­δει­κνύ­ειπρς τοςἀρ­χαί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺςθε­σμούς.Ἔ­τσι γιὰ πα­ρά­δειγ­μα οἱ προ­τε­στάν­τες χρι­στια­νοί, ἀρ­νού­με­νοι τὴν μυ­στη­ρια­κὴ ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης καὶ τὸ ρε­α­λι­σμὸ τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας, ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὸν εὐ­χα­ρι­στια­κὸ Ἄρ­το καὶ Οἶ­νο ὡς «σύμ­βο­λα» τοῦ Σώ­μα­τος καὶ τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ στά­ση τους ὅ­μως αὐ­τὴ προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν ἀν­τί­λη­ψη πὼς μπο­ροῦν νὰ φτά­σουν στὴ σω­τη­ρί­α χω­ρὶς νὰ ἑ­νω­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ Χρι­στό. Ὑ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ αἰ­σθά­νον­ται «σε­σω­σμέ­νοι» μέ­σα στὴν ἠ­θι­κι­στι­κὴ μο­να­ξιά τους καὶ νὰ μὴ νοι­ώ­θουν τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­κρα­θοῦν πραγ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ Θε­ω­μέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἂν καὶ ὁ Ἴ­διος μᾶς δί­δα­ξε μὲ ἀ­πό­λυ­τη σα­φή­νεια τὴ ση­μα­σί­α αὐτῆς τῆς ἕνωσης γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς σω­τη­ρί­ας μας (πρβλ. Ἰ­ω­άν. 6,26-58). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ἀρ­νοῦν­ται τὴ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν Πα­τέ­ρων, τὸ ἔρ­γο τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καὶ γε­νι­κά ὅ­,τι ὑ­περ­βαί­νει χρο­νι­κὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, για­τί ὁ λό­γος τῶν Πα­τέ­ρων εἶ­ναι γιὰ αὐ­τοὺς λό­γος ἀν­θρώ­πι­νος καὶ συ­νε­πῶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ταυ­τι­στεῖ μὲ τὸ λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῶν Ἀ­πο­στό­λων ἢ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο νὰ τὸν ὑ­περ­βεῖ σὲ ἀ­ξί­α. Ἀρ­νού­με­νοι ὅ­μως τὴ Θε­ο­πνευ­στί­α τῶν Πα­τέ­ρων καὶ τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἀρ­νοῦν­ται κατ᾽ οὐ­σί­αν τὸ Φω­τι­στι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ γε­νι­κό­τε­ρα τὸ ἴ­διο τὸ μυ­στή­ριο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὴν κρί­ση τους ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ὁ­ρι­στι­κὰ στὰ χρό­νια τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί συ­νε­πῶς δὲν ὑ­πό­κει­ται πλέ­ον σὲ κα­μί­α δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­ξέ­λι­ξη.
Θ
μπο­ρού­σα­με τέ­λος νπρο­σθέ­σου­μες μί­α τρί­τηὑ­παρ­ξια­κὴδι­ά­στα­ση τογλωσ­σο­μο­νι­σμοῦ τς προ­τε­σταν­τι­κῆςἑρ­μη­νευ­τι­κῆςτήν αὐ­το­νό­μη­ση τοκη­ρύγ­μα­τος ἀπό τήλα­τρεί­ατῆςἘκκλησίας κατήν πρό­τα­ξή τουἔ­ναν­τιτοῦ «ἡ­συ­χα­σμοῦ».Μὲ τὸν ὅ­ρο «ἡ­συ­χα­σμός» δη­λώ­νου­με τὸ σύ­νο­λο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ ἀ­γώ­να ποὺ σκο­πεῖ στὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, στὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν πα­θῶν, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, στὴν προ­σέλ­κυ­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης, στὸν πνευ­μα­τι­κὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση και, ἐν τέ­λει, στὴν ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χή. Σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀν­τί­λη­ψη, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἀ­πὸ ἀρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸ κή­ρυγ­μα ὡς μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς λα­τρεί­ας (καί μά­λι­στα ὄ­χι τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο) καὶ πο­τέ ὡς κά­τι τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἢ τὸ ἀ­πο­κομ­μέ­νο ἀ­πὸ αὐ­τήν. Ἐ­ξάλ­λου ἡ σύν­δε­ση αὐ­τὴ πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ θε­ο­λο­γι­κή της δι­ά­στα­ση ἔ­χει καὶ τε­ρά­στια ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ πα­ρέ­χει στὸν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πί­σκο­πο ὡς δι­ά­δο­χο τῶν Ἀ­πο­στό­λων καὶ συ­νε­χι­στὴ τοῦ ποι­μαν­τι­κοῦ τους ἔρ­γου τὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἐ­λέγ­χου τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴν τῆς διαδόσεως ἐ­τε­ρο­δι­δα­σκα­λι­ῶν καὶ κα­κό­δο­ξων ἀν­τι­λή­ψε­ων με­τα­ξὺ τῶν χρι­στια­νῶν. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α ἐ­πι­μέ­νει στὴν πρό­τα­ξη τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ ἔ­ναν­τι τοῦ κη­ρύγ­μα­τος. Ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ἀ­γώ­νας ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν, ἡ κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, ἡ συμ­με­το­χὴ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὑ­πὲρ τοῦ κό­σμου προ­σευ­χὴ καί γε­νι­κά ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τῆς ὁ­δοῦ ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν χρι­στια­νὸ στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρα ἀπὸ αὐ­τὸ τῆς δι­δα­σκα­λί­ας.Καγινεἴ­μα­στεἀ­πό­λυ­τα ἀ­κρι­βεῖςκα­τὰ τνὀρ­θό­δο­ξηδι­δα­σκα­λί­αἡ­συ­χα­στι­κὴζω­ὴὄ­χιμό­νοὑ­πέρ­κει­ταις πρς τνἀ­ξί­ατοκη­ρύγ­μα­τος,ἀλ­λὰθε­ω­ρεῖ­ται καἀ­πα­ραί­τη­τηπρο­ϋ­πό­θε­ση γιτνἄ­σκη­σήτου.Πρῶ­τα δη­λα­δή πρέ­πει ὁ χρι­στια­νὸς νὰ πε­ρά­σει νι­κη­φό­ρα ἀ­πὸ τὸ στά­διο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων καὶ ὕ­στε­ρα νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν εὐ­θύ­νη τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῶν ἀ­δελ­φῶν του. Πρῶ­τα πρέ­πει ὁ ἴ­διος νὰ κα­τα­κτή­σει τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα ἤ του­λά­χι­στον νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται σθε­να­ρὰ πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση καὶ με­τὰ νὰ ὁ­δη­γή­σει τοὺς ἄλ­λους στὴν κα­τά­κτη­σή της, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…τυ­φλός, τυ­φλὸνἐ­ὰν ὁ­δη­γῇ ἀμ­φό­τε­ροιες βό­θυ­νον πε­σοῦν­ται…»(Ματθ. 15,14).
ΜΕΡΟΣ 4ο: ΚΕΦΑΛΑΙΑ Θ΄- ΙΒ΄
Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
 «…Ὁ ἀ­λη­θὴς μο­να­χὸς εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καὶ ὅ­ταν ἐν τῇ ἡ­συ­χί­ᾳ κα­θα­ρί­σῃ τὰς αἰ­σθή­σεις καὶ γα­λη­νιά­σῃ ὁ νοῦς καὶ κα­θα­ρι­σθῇ ἡ καρ­δί­α, τό­τε λαμ­βά­νει Χά­ριν καὶ Φω­τι­σμὸν γνώ­σε­ως. Καὶ γί­νε­ται ὅ­λος Φῶς, ὅ­λος Νοῦς, ὅ­λος Διαύ-γεια. Καὶ βρύ­ει Θε­ο­λο­γί­αν, ὅ­που ἂν γρά­φουν τρεῖς δὲν προ­λαμ­βά­νουν τὸ ρεῦ­μα, ὅ­που βρύ­ει κυ­μα­τω­δῶς καὶ σκορ­πί­ζει εἰ­ρή­νην καὶ ἄ­κραν ἀ­κι­νη­σί­αν πα­θῶν εἰς ὅ­λον τὸ σῶ­μα…» (Γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στής,«Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐ­πι­στο­λὴ ΜΗ΄, ἔκ­δ. 1979, σελ. 267)
Κεφάλαιον Θ΄: Περτς Θεογνωσίας.
Σ
τὴν ἐ­πὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α Του ὁ Κύ­ριος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, λέ­ει:«…Μα­κά­ριοι οκα­θα­ροὶ τῇ καρ­δί­α,ὅ­τιαὐ­τοὶ τν Θε­ὸνὄ­ψον­ται…»(Ματθ. 5,8), ἐ­νῶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, γρά­φει πὼς Αὐ­τὸς εἶ­ναι:«…φςἀ­πρό­σι­τον,εἶ­δεν οὐ­δεὶςἀν­θρώ­πων, οὐ­δὲἰ­δεῖνδύ­να­ται…»(Α΄ Τιμ. 6,16). Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει πὼς εἶ­δε τὸ Θε­ό:«…τά­λαςἐ­γώ,ὅ­τικα­τα­νέ­νυγ­μαι,ὅ­τι ἄν­θρω­πος ὤν, καἀ­κά­θαρ­ταχεί­ληἔ­χων,ν μέ­σω λα­οῦἀ­κά­θαρ­ταχεί­ληἔ­χον­τος ἐ­γὼοἰ­κῶ, κατν Βα­σι­λέ­α Κύ­ριον Σα­βα­ὼθ εἶ­δον τοςὀ­φθαλ­μοῖςμου…»(Ἠσ. 6,5), ἐ­νῶ ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς ζη­τᾶ νὰ δεῖ τὴ Δό­ξα Του, τοῦ ἀ­παν­τᾶ:«…Οδυ­νή­σηἰ­δεῖντπρό­σω­πόν Μου· ογρ μἴ­δη ἄν­θρω­ποςτπρό­σω­πόν Μου καζή­σε­ται…»(Ἔξοδ. 33,20). Πῶς λοι­πόν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συ­νυ­πάρ­χουν αὐ­τὲς οἱ δύ­ο θε­ο­λο­γι­κὲς θέ­σεις, ἐ­νῶ εἶ­ναι πα­σι­φα­νῶς ἀν­τί­θε­τες με­τα­ξύ τους; Πῶς δη­λα­δή εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριά νὰ μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ νὰ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ προσ­λά­βει αὐ­τὴ τὴ γνώ­ση; Ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε ἀν­τί­φα­ση στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Σ 
ύμ­φω­να μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἕ­να «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἄ­γνω­στο, ἀ­μέ­θε­κτο καὶ ἀ­πρό­σι­το στὸν ἄν­θρω­πο.Αὐ­τὸ τἄ­γνω­στο,ἀ­μέ­θε­κτοκαἀ­πρό­σι­το«τμῆ­μα» τςὕ­παρ­ξηςτοΘε­οῦ οΠα­τέ­ρες τὀ­νο­μά­ζουν«Θεί­α Οὐ­σί­α»«Θεί­α Φύ­ση».Ἡ Θεί­α Φύ­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ, τὸ ὄν­τως «Εἶ­ναι» Του. Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ γνω­ρί­σει τὴ Θεί­α Φύ­ση ὄ­χι για­τὶ ὁ Θε­ὸς δὲν θέ­λει νὰ τοῦ τὴν ἀ­πο­κα­λύ­ψει, ἀλ­λὰ για­τὶ ἡ πε­πε­ρα­σμέ­νη κτι­στὴ φύ­ση του δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­ση μὲ Αὐ­τήν. Ὅ­μως, ἐ­νῶ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἄ­γνω­στη, ἕ­να ἄλ­λο «τμῆ­μα» τῆς ὕ­παρ­ξης Τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι γνω­στό, με­θε­κτὸ καὶ προ­σι­τὸ στὸν ἄν­θρω­πο.Αὐ­τὸ τγνω­στό,με­θε­κτὸ καπρο­σι­τὸ«τμῆ­μα»τςὕ­παρ­ξηςτοΘε­οῦ οΠα­τέ­ρες τὀ­νο­μά­ζουν«Φυ­σι­κὲςἘ­νέρ­γει­ες»«Ἐ­νέρ­γει­εςτοΘε­οῦ»«Θεί­α Χά­ρη»«Ἄ­κτι­στοΦς» ἤἁ­πλῶς«Φς».Οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄ­κτι­στες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καὶ ἡ Θεί­α Φύ­ση. Εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἀ­δη­μι­ούρ­γη­τες, αἰ­ώ­νι­ες, ἄ­ναρ­χες. Ὑ­πάρ­χουν στὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου. Ἐ­πί­σης οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι φο­ρεῖς τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Δη­λα­δή ὅ­πως ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, ἔ­τσι καὶ οἱ Φυ­σι­κές της Ἐ­νέρ­γει­ες εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή. Τέ­λος, οἱ Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως θὰ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια τοῦ λό­γου μας, με­τα­φέ­ρουν στὸν ἄν­θρω­πο ἀ­φε­νὸς μὲν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης, ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κή τους «γνώ­ση». Ὁ ἄν­θρω­πος, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, δὲν γνω­ρί­ζει τὴ Θεί­α Φύ­ση, ἀλ­λὰ τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ τὰ Πρό­σω­πα ποὺ τὴν Ὑ­πο­στα­σιά­ζουν. Ἔ­τσι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται:«…Θεί­ας κοι­νω­νὸς Φύ­σε­ως…»(πρβλ. Β΄ Πέ­τρ. 1,4). Μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ πλαί­σιο μπο­ροῦ­με πλέ­ον νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὸ λό­γο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.Ὅ­τανλοι­πόνἉ­γί­αΓρα­φὴ μς μι­λᾶ γιτδυ­να­τό­τη­ταἀν­θρώ­πουνγνω­ρί­σει τΘε­ό,ἀ­να­φέ­ρε­ταιστμε­το­χή του στς Φυ­σι­κὲςἘ­νέρ­γει­εςτς Θε­ό­τη­τας,ἐ­νῶ ὅ­τανμς μι­λᾶ γιτνἀ­δυ­να­μί­ατοἀν­θρώ­πουνγνω­ρί­σει τΘε­όἀ­να­φέ­ρε­ταιστνἀ­νι­κα­νό­τη­τατςἀν­θρώ­πι­νηςφύ­σης νἑ­νω­θεῖμτνἄ­κτι­στηΘεί­α Φύ­ση.Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση κα­θί­στα­ται φα­νε­ρὸ πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει ἀν­τί­φα­ση στὰ λε­γό­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς σχε­τι­κὰ μὲ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἢ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ γνω­ρί­σει τὸ Θε­ό.
πὸ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μό­νον οἱ ἄν­θρω­ποι καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι ἔ­χουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ με­τέ­χουν στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἡ με­το­χὴ αὐ­τὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Θέ­ω­ση» ἢ «Θε­ο­πτί­α» ἢ «Θε­ο­γνω­σί­α» ἢ «Θε­ω­ρί­α» ἢ «Θε­ο­κοι­νω­νί­α». Φτά­νον­τας στὴ Θέ­ω­ση ὁ ἄν­θρω­πος πε­τυ­χαί­νει δύ­ο πράγ­μα­τα:
1ον. Με­τα­μορ­φώ­νε­ταιὀν­το­λο­γι­κὰκαγί­νε­ταιὅ­μοι­οςμτΘε­ό.Γί­νε­ται δη­λα­δὴ ὁ ἄν­θρω­πος ἕ­νας μι­κρὸς θε­ός, ἕ­νας«θε­ὸς κα­τὰ χά­ριν»«θε­ὸς κα­τὰ μέ­θε­ξιν»«θε­ὸς χρη­μα­τί­ζει τπρς Θε­ὸνἐγ­γύ­τη­τι»«φς χρη­μα­τί­ζει δεύ­τε­ρον»κτλ. Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει για­τὶ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κὲς Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται (ἀ­πο­κτᾶ δη­λα­δή δευ­τε­ρο­γε­νῶς διὰ τῆς με­το­χῆς) τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης. Οἱ Πα­τέ­ρες πα­ρο­μοιά­ζουν τὴν προ­σοι­κεί­ω­ση τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς Θεί­ας Φύ­σης ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ με­τα­μόρ­φω­σή του μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ πυ­ρω­μέ­νου σί­δε­ρου. Ἡ φύ­ση τοῦ σί­δε­ρου εἶ­ναι ψυ­χρὴ καὶ σκο­τει­νή. Ὅ­ταν ὅ­μως ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὴ φω­τιὰ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κές της ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­α μὲ αὐ­τήν. Ἔ­τσι τὸ σί­δε­ρο τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴ φω­τιὰ γί­νε­ται θερ­μὸ καὶ φω­τει­νό. Κα­τὰ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο, ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τὶς φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς Θεί­ας Φύ­σης καὶ γί­νε­ται ὅ­μοι­ος μὲ Αὐ­τόν. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὸ Θε­ὸ γί­νε­ται καὶ αὐ­τὸς Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή.
2ον.Ἀ­πο­κτᾶτνὀν­το­λο­γι­κὴ«γνώ­ση» τοΘε­οῦ, τνἀ­λη­θι­νὴδη­λα­δὴ Θε­ο­γνω­σί­α.Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς φι­λό­σο­φους καὶ τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ Πα­τέ­ρες πρῶ­τα γνώ­ρι­σαν ὀν­το­λο­γι­κὰ τὸ Θε­ό, με­τέ­χον­τας στὶς Φυ­σι­κές Του Ἐ­νέρ­γει­ες, καὶ με­τὰ προ­σπά­θη­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν μὲ τὴν κτι­στὴ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἀ­λή­θειας ποὺ τοὺς χά­ρι­σε ὁ Θε­ός.Ἐ­πει­δήλοι­πόν οἈ­πό­στο­λοι, οΠα­τέ­ρες καὶ γε­νι­κό­τε­ρα οἍ­γιοισἀ­πό­λυ­τη ἀν­τί­θε­σημτος φι­λό­σο­φους κατος αἱ­ρε­τι­κούς μᾶς μι­λοῦν γιπράγ­μα­τα ποπραγ­μα­τι­κὰ γνω­ρί­ζουν (καὄ­χιγιπράγ­μα­τα ποφαν­τά­ζον­ταιὑ­πο­θέ­τουν),δι­δα­σκα­λί­α τςἘκ­κλη­σί­αςγιτΘε­ὸ, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο δν εἶ­ναιἀν­θρώ­πι­νοκα­τα­σκεύ­α­σμα,ἀλ­λὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψηποδό­θη­κεἀ­πὸτΘε­ὸς δω­ρε­ὰ στος «ἀ­ξί­ους», στος χρι­στια­νοὺς δη­λα­δή ποἔ­φτα­σανστΘέ­ω­ση κατνἀ­λη­θι­νὴΘε­ο­γνω­σί­α.
Θ
ὰ μπο­ρού­σα­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­ά­κρι­ση Οὐ­σί­ας καὶ Ἐ­νερ­γει­ῶν στὴν αἰ­ώ­νια ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Θεώσεως τοῦ ἀν­θρώ­που μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα προ­σι­τὸ στὴν ἐμ­πει­ρί­α μας. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τὸν Ἥ­λιο. Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μά­λι­στα ποὺ τὸν με­λε­τοῦν θὰ ἤ­θε­λαν πο­λὺ νὰ ἔ­χουν μὲ κά­ποι­ο τρό­πο πρό­σβα­ση στὴν ἐ­πι­φά­νειά του ἤ ἀ­κό­μη καὶ στὸν πυ­ρή­να του προ­κει­μέ­νου νὰ με­λε­τή­σουν ἀ­πὸ κον­τὰ τὴ λει­τουρ­γί­α του καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὰ μυ­στή­ρια τῆς ζω­ῆς τῶν ἄ­στρων. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α εἶ­ναι κα­τὰ κοι­νὴ ὁ­μο­λο­γί­α πρα­κτι­κὰ ἀ­δύ­να­το, για­τί οἱ συν­θῆ­κες θερ­μό­τη­τας, ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας, πί­ε­σης καὶ βα­ρύ­τη­τας τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης ὑ­περ­βαί­νουν κα­τὰ πο­λὺ τὰ ὅ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἀν­το­χῶν. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸν Ἥ­λιο πη­γά­ζει ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια. Ἡ ἐ­νέρ­γεια αὐ­τὴ ἔρ­χε­ται στὴ γῆ καὶ πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ ἀ­φθο­νί­α τὸν κό­σμο μας. Ἐ­νῶ ὅ­μως ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­περ­βαί­νει τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς μας, ἡ πα­ρου­σί­α τῆς ἡ­λια­κῆς ἐ­νέρ­γειας δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πει­λὴ γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἀν­τί­θε­τα μά­λι­στα χα­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ γε­νι­κὰ ἐ­πι­δρᾶ εὐ­ερ­γε­τι­κὰ στὴ δι­α­τή­ρη­ση καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση τῆς ζω­ῆς.Ὅ­πωςλοι­πὸνφύ­ση τοἭ­λιουεἶ­ναιἄ­γνω­στη,ἀ­πρό­σι­τηκαἀ­μέ­θε­κτηγιτνἀν­θρώ­πι­νηφύ­ση,ἐ­νῶταυ­τό­χρο­ναἐ­νέρ­γειάτης εἶ­ναι γνω­στή, προ­σι­τὴ καμε­θε­κτὴ στνἄν­θρω­πο,ἔ­τσικαΘεί­α Φύ­ση εἶ­ναι γιἐ­μᾶς ἄ­γνω­στη,ἀ­πρό­σι­τηκαἀ­μέ­θε­κτη,ἐ­νῶτνἴ­διαστιγ­μὴ οἘ­νέρ­γει­έςτης εἶ­ναι γνω­στές, προ­σι­τὲς καμε­θε­κτές.Καὶ ἂν ἡ φύ­ση μας, ὄντας ἀδύναμη, δὲν ἀν­τέ­χει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν κτι­στὴ φύ­ση τοῦ Ἥ­λιου, πῶς εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴν ἕ­νω­σή της μὲ τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Φύ­ση; Ἂν δὲν ἀν­τέ­χει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ δη­μι­ουρ­γή­μα­τος, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀν­τέ­ξει τὴ μέ­θε­ξη τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ τῶν ἁ­πάν­των;
πί­σης ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια εἶ­ναι φο­ρέ­ας τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Ἐ­πει­δή δη­λα­δή ἡ ἡ­λια­κὴ φύ­ση εἶ­ναι φω­τει­νὴ καὶ θερ­μή, ἡ ἐ­νέρ­γεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ μέ­σα της  (ἡ φυ­σι­κή της ἐ­νέρ­γεια) εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα.Ὅ­πωςλοι­πόνἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια ἔ­χειτςἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τεςμτνἡ­λια­κὴφύ­ση,ἔ­τσικαοἘ­νέρ­γει­εςτοΘε­οῦἔ­χουντςἴ­δι­ες ἰ­δι­ό­τη­τεςμτΘεί­α Φύ­ση Του.Συ­νε­πῶς, ἐ­πει­δὴ ἡ Θεί­α Φύ­ση εἶ­ναι Φῶς, Τα­πεί­νω­ση, Ἀ­γά­πη, Ἀ­λή­θεια καὶ Ζω­ή, καὶ οἱ Ἐ­νέρ­γει­ές της ἔ­χουν ἀ­κρι­βῶς τὶς ἴ­δι­ες φυ­σι­κὲς ἰ­δι­ό­τη­τες. Ἀ­κό­μη, ἡ ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια με­τα­φέ­ρει στὸν κό­σμο μας τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης καὶ ὁ ἄν­θρω­πος με­τέ­χον­τας σὲ αὐ­τὲς τὶς προ­σοι­κει­ώ­νε­ται καὶ τὶς γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κά. Ἔ­τσι ὁ ἄν­θρω­πος τὴ στιγ­μὴ τῆς ἕ­νω­σής του μὲ τὴν ἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γεια γί­νε­ται φω­τει­νὸς καὶ θερ­μός, ἀ­κτι­νο­βο­λών­τας τὴ φυ­σι­κὴ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τὸς καὶ προσ­λαμ­βά­νον­τας τὴ θερ­μό­τη­τά του, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να λαμ­βά­νει καὶ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ «γνώ­ση» τῶν ἰ­δι­ο­τή­των τῆς ἡ­λια­κῆς φύ­σης. Γνω­ρί­ζει δη­λα­δή μὲ ὑ­παρ­ξια­κό (καὶ ὄ­χι μὲ δι­α­νο­η­τι­κό) τρό­πο αὐ­τὲς τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες. Γνω­ρί­ζει ὀν­το­λο­γι­κὰ πὼς ἡ ἄ­γνω­στη, ἀ­πρό­σι­τη καὶ ἀ­μέ­θε­κτη ἡ­λια­κὴ φύ­ση ὑ­πάρ­χει ὡς φῶς καὶ θερ­μό­τη­τα.Ὅ­πωςλοι­πὸνἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ταιμτνἡ­λια­κὴ ἐ­νέρ­γειαπρο­σοι­κει­ώ­νε­ται τςἰ­δι­ό­τη­τεςτςἡ­λια­κῆςφύ­σης κατς γνω­ρί­ζειὀν­το­λο­γι­κά,ἔ­τσιἀ­κρι­βῶςκαὅ­ταν ἑ­νώ­νε­ταιμτςἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­εςτοΘε­οῦ προ­σοι­κει­ώ­νε­ται τςἰ­δι­ό­τη­τεςτς Θεί­ας Φύ­σης καἀποκτᾶ τνὀν­το­λο­γι­κήτους γνώ­ση.
Ε
ἶ­ναι ση­μαν­τι­κό τέ­λος νδι­ευ­κρι­νί­σου­με πώςὀν­το­λο­γι­κὴγνώ­σηὄ­χιμό­νο προ­η­γεῖ­ται χρο­νι­κὰ τῆςἀν­τί­στοι­χηςδι­α­νο­η­τι­κῆς,ἀλ­λὰκατνὑ­περ­βαί­νει ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά,για­τὶ στν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναιἀ­σύγ­κρι­τα ἀ­νώ­τε­ρηκαπο­λυ­τι­μό­τε­ρηἀ­πὸαὐ­τή.Γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με μά­λι­στα τὴν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς ἔ­ναν­τι τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς γνώ­σης, πα­ρα­μέ­νον­τας στὸ ἴ­διο πα­ρά­δειγ­μα, ἂς θέ­σου­με στὸν ἑ­αυ­τό μας ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ δίλ­λη­μα. Ἂς ὑ­πο­θέ­σου­με λοι­πόν πὼς ἔ­χου­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­σου­με τρό­πον τι­νὰ τὴν ὕ­παρ­ξή μας, ἐ­πι­λέ­γον­τας πρὶν ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή μας ἕ­ναν ἀν­θρώ­πι­νο τύ­πο ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νες ἐ­πι­λο­γές. Ἀ­πὸ τὴ μιὰ με­ριὰ λοι­πὸν ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ κά­ποι­α χώ­ρα τοῦ τρί­του κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ μὴ λά­βει κα­μί­α σχο­λι­κὴ παι­δεί­α, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται ὑ­γι­ὴς καί ὡς ἐκ τού­του ἔ­χει τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἔ­χου­με ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ γεν­νι­έ­ται σὲ μί­α προ­ηγ­μέ­νη χώ­ρα τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴν ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐκ­παί­δευ­ση καὶ μπο­ρεῖ, ἂν θέ­λει, νὰ γί­νει ἄ­ρι­στος ἀ­στρο­φυ­σι­κός, ἀλ­λὰ γεν­νι­έ­ται τυ­φλὸς καί ὡς ἐκ τού­του στε­ρεῖ­ται τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς ὀν­το­λο­γι­κῆς γνώ­σης τοῦ ἡ­λια­κοῦ φω­τός. Μπο­ρεῖ ὅ­μως νὰ γνω­ρί­σει δι­α­νο­η­τι­κὰ τὴ φύ­ση τοῦ φω­τὸς μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ με­λέ­τη. Ποι­ός ἄ­ρα­γε ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους τύ­πους γνω­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νὰ τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς; Καὶ ποι­όν ἀ­πὸ αὐ­τοὺς θὰ ἐ­πι­λέ­γα­με, ἂν τὸ ὑ­πο­θε­τι­κό μας δίλ­λη­μα προκαθόριζε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν προ­σω­πι­κή μας ζωὴ;
ΚεφάλαιονΙ΄: Περτς Βασιλείας τν Ορανν.
Κύ­ριος πο­λὺ συ­χνὰ στὰ Εὐ­αγ­γέ­λια μᾶς μι­λᾶ γιὰ τὴ «Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» ἢ τὴ «Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν». Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς μά­λι­στα κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Ποι­ά εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α του;Κα­τὰ πρῶ­το λό­γο, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς δι­δά­σκει πὼς ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ­ρι­στι­κὰ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου. Εἶ­ναι συ­νε­πῶς κά­τι τὸ ἀ­να­με­νό­με­νο. Ὁ χα­ρα­κτή­ρας της εἶ­ναι «ἐ­σχα­το­λο­γι­κὸς» καὶ ἔ­χει ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα χρο­νι­κὴ δι­ά­στα­ση.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ὴ τῶν δί­και­ων ἀν­θρώ­πων κον­τὰ στὸ Θε­ὸ με­τὰ τὸ τέ­λος τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου.Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας με­τὰ τὸ τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας θὰ γί­νει ἡ Ἀ­νά­στα­ση ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων (νε­κρῶν καὶ ζωντανῶν) καὶ ἡ κρί­ση τους ἀ­πὸ τὸ Χρι­στό. Τό­τε οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι, με­τέ­χον­τας στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, θὰ γί­νουν ὅ­μοι­οι μὲ τὸ Θε­ὸ (βλπ. Α΄ Ἰ­ω­άν. 3,2) καὶ θὰ Ζή­σουν κον­τά του αἰ­ώ­νια, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ ὅ­ρια τοῦ κτι­στοῦ χώ­ρου καὶ χρό­νου. Οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι σὲ ἐ­κεί­νη τὴ Ζω­ὴ θὰ εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε μορ­φὴ δυ­στυ­χί­ας καὶ πό­νου, για­τί«…ἐ­ξα­λεί­ψει ὁ Θε­ὸς πᾶν δά­κρυ­ον ἐκ τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῶν…»(Ἀ­ποκ. 7,17). Βα­σι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς Ζω­ῆς τῶν δί­και­ων στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ θὰ εἶ­ναι ἡ ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ἀ­θα­να­σί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη εὐ­τυ­χί­α καὶ ἡ τέ­λεια ἐ­πι­κρά­τη­ση τῆς ἀ­γά­πης. Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ οἱ Πα­τέ­ρες ἀ­να­φε­ρό­με­νοι σὲ αὐ­τὴ τὴ Ζω­ή το­νί­ζουν δύ­ο πράγ­μα­τα. Πρῶ­τον ὅ­τι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὴ μα­κα­ρι­ό­τη­τά της, ἀ­φοῦ τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι θὰ γνω­ρί­σουν«…ἃ ὀ­φθαλ­μός οὐκ εἶ­δε, καὶ οὖς οὐκ ἤ­κου­σε, καὶ ἐ­πὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη, ἃ ἠ­τοί­μα­σεν ὁ Θε­ὸς τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν Αὐ­τόν…»(Α΄ Κορ. 2,9) καί δεύ­τε­ρον ὅ­τι οἱ ὑ­λι­κὲς χα­ρὲς καὶ ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς ση­με­ρι­νῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ συγ­κρι­θοῦν σὲ μέ­γε­θος καὶ ἀ­ξί­α μὲ αὐ­τὲς ποὺ θὰ γνω­ρί­σουν τό­τε οἱ δί­και­οι, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἡ­συ­χα­στή«…τὰ ἐ­δῶ φαι­νό­με­να ὡ­ραῖ­α ἐμ­πρὸς εἰς τὰ ἐ­κεῖ­σε εἶ­ναι σκό­τος καὶ κό­λα­σις…»(«Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΜΓ΄, ἔκδ. 1979, σελ. 253).
Τ
αυ­τό­χρο­να ὅ­μως ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πα­ρού­σα καὶ μέ­σα στὸν ἱ­στο­ρι­κὸ χρό­νο καὶ συ­νε­πῶς τὰ «ἔ­σχα­τα» κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν εἶ­ναι μό­νο χρο­νι­κή, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως ποι­ο­τι­κὴ καὶ ὀν­το­λο­γι­κὴ κα­τη­γο­ρί­α.Ἔ­τσι οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἤ­δη ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ ζω­ὴ «προ­γεύ­ον­ται» τὰ μελ­λον­τι­κὰ ἀ­γα­θὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεώσεως καὶ τῆς Θε­ο­πτί­ας, μέ­σα δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἕ­νω­σής τους μὲ τὸ Θε­ό. Ἡ με­το­χή τους στὶς ἄ­κτι­στες Ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ τοὺς χα­ρί­ζει μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου κά­τι ἀ­πὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς ἀ­θα­να­σί­ας καὶ τῆς εὐ­τυ­χί­ας ποὺ θὰ ἀ­πο­κτή­σουν οἱ δί­και­οι ἄν­θρω­ποι στὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν πα­ρου­σί­α τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ μέ­σα στὸ πλαί­σιο τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ χρό­νου, εἶ­πε γιὰ τοὺs τρεῖς μα­θη­τὲς ποὺ ἦ­ταν πα­ρόν­τες στὴ Με­τα­μόρ­φω­σή Του:«…Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τῶν ὧ­δε ἑστη­κό­των, οἵ­τι­νες οὐ μὴ γεύ­σον­ται θα­νά­του ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τὴν Βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυ­ῖαν ἐν δυ­νά­μει…»(Μάρκ. 9,1). Βέ­βαι­α ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι πλή­ρης καὶ τέ­λεια, γι᾽ αὐ­τὸ στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς«…ἀρ­ρα­βών...»τῆς μελ­λον­τι­κῆς ζω­ῆς (Ἐ­φεσ. 1,14), ἐ­νῶ ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­σή της χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς«…γά­μος…»(Ἀ­ποκ. 19,7-9). Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γιὰ τὸ θέ­μα αὐ­τὸ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι:«… βλέ­πο­μεν ἄρ­τι δι’ ἐ­σό­πτρου ἐν αἰ­νίγ­μα­τι, τό­τε δὲ πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον…»(Α΄ Κορ. 13,12). Ἐ­πί­σης ἡ γνώ­ση αὐ­τὴ στὴν πα­ρού­σα ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι μό­νι­μη καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη κα­τά­στα­ση. Οἱ Ἅ­γιοι κα­τὰ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ προ­γεύ­ον­ται σὲ κά­ποι­ες στιγ­μὲς τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς τους τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς, ἀλ­λά στὴ συ­νέ­χεια ἐ­πα­νέρ­χον­ται στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Ὅ­μως στὴν ἀ­νέ­σπε­ρη ἡ­μέ­ρα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ὸ δὲν θὰ εἶ­ναι μό­νο τε­λει­ό­τε­ρη ὡς πρὸς τὸ βά­θος καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς γνώ­σης, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­να­φαί­ρε­τη ὡς πρὸς τὸ μέ­τρο τῆς «χρο­νι­κῆς» της διά­ρκειας.
Κεφάλαιον ΙΑ΄: Περτςδοπρς τν Θέωσιν.
ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου«…στε­νὴ καὶ τε­θλιμ­μέ­νη…καὶ ὀ­λί­γοι εἰ­σίν οἱ εὑ­ρί­σκον­τες αὐ­τήν…»(Ματθ. 7,14). Συ­χνὰ μά­λι­στα πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται στὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μὲ τὴν κο­πι­α­στι­κὴ ἀ­νά­βα­ση ἑ­νὸς ψη­λοῦ βου­νοῦ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­γνω­σί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς κο­ρυ­φῆς του, ἀ­φοῦ με­τὰ ἀπό τὸν κό­πο τῆς ἀ­νά­βα­σης ὁ ὀ­ρει­βά­της ἀ­πο­ζη­μι­ώ­νε­ται τρό­πον τι­νά γεν­ναι­ό­δω­ρα γιὰ τὴν προ­σπά­θειά του μὲ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς πα­νο­ρα­μι­κῆς θέ­ας ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει ἡ κο­ρυ­φὴ τοῦ βου­νοῦ.Ποι­ά ὅ­μως στοι­χεῖ­α συν­θέ­τουν τὴν πο­ρεί­α αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὁ­δοῦ;Αὐ­τὰ κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πε­ρι­γρά­φον­ται μὲ σα­φή­νεια στὰ ἔρ­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Θεσ­σα­λο­νί­κης, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ΙΔ΄ αἰ­ώ­να, ἀ­παν­τών­τας στὴν πρό­κλη­ση τῆς αἱ­ρε­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ κα­λα­βροῦ Βαρ­λα­ὰμ καὶ τῶν λοι­πῶν ὁ­μο­φρό­νων του ἀν­τι­η­συ­χα­στῶν, ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­σει ἐ­πι­τυ­χῶς τὸ σύ­νο­λο τῆς προ­γε­νέ­στε­ρης Πα­ρά­δο­σης καὶ νὰ ὁ­ρί­σει τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­ο­λό­γου πρὸς τὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας, πρὸς τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ δη­λα­δὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς.
πο­ρεί­α λοι­πὸν αὐ­τή κα­τὰ τὸν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­πο­νο ἀ­γώ­να τῆς τή­ρη­σης τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­δη­γεῖ στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α καὶ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν πα­θῶν.Στὸν ἀ­γώ­να αὐ­τὸ ὁ χρι­στια­νὸς πα­λεύ­ει ἀρ­χι­κὰ μὲ τὰ «χον­δρά» καὶ ὀ­φθαλ­μο­φα­νῆ πά­θη, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα μὲ αὐ­τὰ τῆς φι­λο­κτη­μο­σύ­νης ἢ τῆς ἱ­κα­νο­ποί­η­σης τῶν σαρ­κι­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν, ἐ­νῶ στὸ τε­λι­κό του στά­διο πα­λεύ­ει μὲ τὰ πιὸ «λε­πτά» καὶ δυσ­δι­ά­κρι­τα πά­θη καὶ κυ­ρί­ως μὲ αὐ­τὸ τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας, ποὺ κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς πτώ­σης μας καὶ τὴν πη­γὴ ὅ­λων τῶν μορ­φῶν τοῦ κα­κοῦ.Το­νί­ζου­με ἐ­πί­σης ὅ­τι κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι ποι­νι­κοὶ καὶ ἠ­θι­κοὶ νό­μοι ποὺ σκο­ποῦν στὴν ἐ­πι­βο­λὴ μιᾶς μορ­φῆς δι­καί­ου, οὔ­τε κώ­δι­κες κα­λῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ποὺ σκο­ποῦν στὴ ὀρ­θὴ δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα μας, ἀλ­λὰ κα­νό­νες ἀ­πό­λυ­της τε­λει­ό­τη­τας καὶ ἡ μό­νη ὁ­δὸς γιὰ τὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στὸν κό­σμο.Ἐ­ξαι­τί­ας μά­λι­στα τοῦ ὑ­περ­κό­σμιου καὶ ἀ­πό­λυ­του χα­ρα­κτή­ρα τους οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ­δη­γοῦν πάν­τα στὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ κα­κοῦ καί ὡς ἐκ τού­του ἡ τή­ρη­σή τους δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μη καὶ γιὰ αὐ­τὸν ποὺ τὶς ἐ­φαρ­μό­ζει, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ αὐ­τὸν πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­φαρ­μό­ζον­ται. Πιὸ ἁ­πλά, εἶ­ναι ἐκ φύ­σε­ως ἀ­δύ­να­τον νὰ τη­ρη­θοῦν οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­φαρ­μο­γή τους νὰ μὴν προ­κύ­ψει ὠ­φέ­λεια. Μὲ τὴ λέ­ξη ὅ­μως ὠ­φέ­λεια δὲν ἐν­νο­οῦ­με τὸ ὄ­φε­λος στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ ἐ­πίπεδο, ἀλ­λὰ στὸ ἐ­πίπεδο τῆς αἰ­ώ­νιας ὕ­παρ­ξης.
ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς ἀ­πὸ τὰ πά­θη ὑ­περ­βαί­νει τὰ μέ­τρα τῶν ἀν­θρώ­πι­νων δυ­νά­με­ων. Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἄλ­λω­στε πε­ρί­πτω­ση θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ σω­θοῦ­με μὲ τὶς δι­κές μας δυ­νά­μεις καὶ συ­νε­πῶς τὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας θὰ ἦ­ταν πε­ριτ­τό.Γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει λοι­πόν ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἐ­ξέλ­θει ἀ­πὸ τὸν ἀγώνα αὐ­τὸ νι­κη­τής πρέ­πει νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ὡς δεύ­τε­ρος Ἀ­δὰμ δι­όρ­θω­σε μὲ τὸ ἔρ­γο Του καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ θά­να­το καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή Του τὴ ζη­μί­α ποὺ προ­κά­λε­σε στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα καὶ χά­ρι­σε σὲ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς σω­τη­ρί­ας.Ὁ ἴ­διος μά­λι­στα ὁ Κύ­ριος δί­δα­ξε στοὺς μα­θη­τὲς τὴ ση­μα­σί­α αὐ­τῆς τῆς σω­τή­ριας ἑ­νό­τη­τας κα­τὰ τὸ Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἀμ­πέ­λου (βλπ. Ἰ­ω­άν. 15,1-16), το­νί­ζον­τας πὼς αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς σω­τη­ρί­ας, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸν ἀ­ψευ­δῆ λό­γο Του:«…χω­ρὶς Ἐ­μοῦ, οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν…»(Ἰ­ω­άν. 15,5).Ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Χρι­στὸ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ τὰ μυ­στή­ρια τῆςἘκ­κλη­σί­ας καὶ κυ­ρί­ως μὲ τὸ Βά­πτι­σμα καὶ τὴ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α.Μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἡ ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη εἰ­σέρ­χε­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὸ ἡ­λια­κὸ φῶς εἰ­σέρ­χε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα σὲ ἕ­να σπί­τι, καὶ μὲ τὴν Ἐνέρ­γειά της ὁ χρι­στια­νός ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν προ­σω­πι­κή του δε­κτι­κό­τη­τα καὶ τὸ μέ­τρο τῆς δω­ρε­ᾶς τοῦ Θε­οῦ ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸ Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό. Οἱ Πα­τέ­ρες μᾶς δι­δά­σκουν πὼς ἡ ἕ­νω­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­λη­θι­νή (ὄ­χι φαν­τα­στι­κὴ ἢ συμ­βο­λι­κή) καὶ πὼς χω­ρὶς αὐ­τὴν κά­θε προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φτά­σει στὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ γνώ­ση τῆς Ἀ­λή­θειας καὶ τῆς Ζω­ῆς εἶ­ναι μά­ται­η καὶ ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κα­τα­δι­κα­σμέ­νη νὰ ἀ­πο­τύ­χει.Ἂς ση­μει­ώ­σου­με τέ­λος πὼς ἡ ἐγ­κυ­ρό­τη­τα τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν μυ­στη­ρί­ων ὑ­φί­στα­ται μό­νο μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, τὰ μυ­στή­ρια τῶν ὁ­ποί­ων στε­ροῦν­ται τὴ Θεί­α Χά­ρη καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­ναι ἄ­κυ­ρα στὸ σύ­νο­λό τους.Γι᾽ αὐ­τὸν ἄλ­λω­στε τὸ λό­γο οἱ Ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἀ­πα­γο­ρεύ­ουν αὐ­στη­ρό­τα­τα τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν ὀρ­θο­δό­ξων στὶς λα­τρευ­τι­κὲς συ­νά­ξεις τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ τὴ συμ­με­το­χὴ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν στὴν ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρεί­α. Γιὰ τὸν ἴ­διο ἐ­πί­σης λό­γο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­ξει οὔ­τε γνή­σια Θε­ο­λο­γί­α, οὔ­τε ἀ­λη­θι­νοὶ Θε­ο­λό­γοι, ἀ­φοῦ αὐ­τὰ προ­ϋ­πο­θέ­τουν τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Θείας Χά­ρης, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως οἱ αἱ­ρε­τι­κοί δυ­στυ­χῶς στε­ροῦν­ται μὲ δι­κή τους εὐ­θύ­νη καὶ ὑ­παι­τι­ό­τη­τα.
γω­νι­ζό­με­νος λοι­πὸν ὁ χρι­στια­νὸς νὰ τη­ρή­σει τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ με­τέ­χον­τας συ­νει­δη­τὰ στὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­θα­ρί­ζει σὺν τῷ χρό­νω τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ σῶ­μα του ἀ­πὸ τὰ πά­θη καί ἔ­τσι ἑλ­κύ­ει τὴν ἄ­κτι­στη Θεί­α Χά­ρη. Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­να­πτύ­ξου­με τὸν τρό­πο μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο καὶ κα­τερ­γά­ζε­ται τὴ σω­τη­ρί­α του. Ἄλ­λω­στε τὸ ζή­τη­μα αὐ­τὸ δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κεν­τρι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τοῦ λό­γου μας.Ἀ­ξί­ζει ὅ­μως νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με πὼς οἱ Πα­τέ­ρες κά­νουν λό­γο γιὰ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια στὴν Ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης ποὺ ἀν­τι­στοι­χοῦν σὲ τρί­α δι­α­δο­χι­κὰ στά­δια πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὰ στά­δια αὐ­τὰ ἡ Θεί­α Χά­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς κα­θαρ­τι­κή, φω­τι­στι­κὴ καὶ τε­λει­ω­τι­κή.Στὴν πρώ­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη κα­θαρ­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη σὰν φι­λό­στορ­γη μη­τέ­ρα ἀγ­κα­λιά­ζει τρυ­φε­ρὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἕλ­κει ἀ­βί­α­στα πρὸς τὴν πραγ­μά­τω­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Γεν­νᾶ μέ­σα του τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος, τὴ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τας, τὴ φλο­γε­ρὴ δι­ά­θε­ση τῆς με­τά­νοι­ας, τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς προ­σευ­χῆς καὶ τῆς συμμε­το­χῆς στὰ σω­στι­κὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ πο­λὺ συ­χνὰ τὸν πε­ρι­βάλ­λει αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴν ἀ­γά­πη της καὶ τοῦ χα­ρί­ζει γλυ­κύ­τα­τα δά­κρυ­α, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α συν­τε­λεῖ­ται ἡ κά­θαρ­σή του ἀ­πὸ τὸ ρύ­πο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.
Σ
τὴ δεύ­τε­ρη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη φω­τι­στι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ὁ­δη­γεῖ στα­δια­κὰ πρὸς τὸ Φω­τι­σμὸ καὶ τὴ Θέ­ω­ση μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς «Θε­ο­εγ­κα­ταλείψεως».Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­χον­τας ἤ­δη λά­βει μί­α μι­κρὴ ἀλ­λὰ γνή­σια ἐμ­πει­ρί­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης, κα­θί­στα­ται ἱ­κα­νὸς νὰ βι­ώ­νει αἰ­σθη­τὰ τὴν ἔ­λευ­ση καὶ τὴν ἄρ­ση της. Ἔ­τσι γνω­ρί­ζει ἐμ­πει­ρι­κὰ πλέ­ον τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν προ­σεγ­γί­ζει, ἀλ­λὰ καὶ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πὸ αὐ­τόν. Γνω­ρί­ζει ἀ­κό­μη τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἡ Θεί­α Χά­ρη τὸν ἀλ­λοι­ώ­νει πνευ­μα­τι­κά, δη­λώ­νον­τας ἔ­τσι τὴν πα­ρου­σί­α της, καθὼς καὶ τὸ μέ­τρο ἔν­τα­σης αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἑλ­κύ­σει τὴ Θεί­α Χά­ρη, νὰ τὴ δι­α­τη­ρή­σει κον­τά του γιὰ πάν­τα, καὶ εἰ δυ­να­τὸν νὰ αὐ­ξή­σει τὴν ἔν­τα­σή της, ἐ­νῶ γιὰ νὰ πε­τύ­χει αὐ­τὸ τὸ σκο­πὸ προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει λο­γι­κὰ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ Θεί­α Χά­ρη, ἔ­χον­τας κερ­δί­σει τὴν προ­σο­χὴ καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ ἀν­θρώ­που, τὸν ὁ­δη­γεῖ σταδιακὰ πρὸς τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Θε­ο­γνω­σί­α, «ἐ­πι­βρα­βεύ­ον­τας» τρό­πον τι­νά μὲ τὴν ἔ­λευ­σή καὶ τὴν αὔ­ξη­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἀ­γα­θὴ κί­νη­ση τῆς ψυ­χῆς ἢ τοῦ σώ­μα­τός του καὶ, κα­τὰ ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, «τι­μω­ρών­τας» μὲ τὴν ἄρ­ση καὶ τὴ μεί­ω­ση τῆς ἔν­τα­σής της κά­θε ἐμ­πα­θῆ καὶ ἐ­φά­μαρ­τη πρά­ξη, ἐ­πι­θυ­μί­α, ἢ ἀ­κό­μη καὶ σκέ­ψη του. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ πέ­ρα ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος προ­κό­πτει σὲ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βαθ­μό ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν ἀ­γώ­να καὶ τὴν προ­αί­ρε­σή του καί κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου: «…ποι­εῖ καρ­πόν, ὁ μὲν ἑ­κα­τόν, ὁ δὲ ἑ­ξή­κον­τα, ὁ δὲ τρι­ά­κον­τα…»(Ματθ. 13,8). Ἐ­λά­χι­στοι τέ­λος ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ ἄν­θρω­ποι φτά­νουν στὴν κο­ρυ­φὴ αὐ­τῆς τῆς πο­ρεί­ας.Τό­τε κα­τὰ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων ἡ ἔν­τα­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρης αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μό, ὥ­στε αὐ­τὴ κα­θί­στα­ται πλέ­ον πνευ­μα­τι­κὰ «ὁ­ρα­τή» καὶ ἡ μό­νη κτι­στὴ λέ­ξη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρά­ψει κά­τι ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α της εἶ­ναι ἡ λέ­ξη «Φῶς».Ἡ πνευ­μα­τι­κὰ ὁ­ρα­τὴ θέ­α τῆς Θεί­ας Χά­ρης ὀ­νο­μά­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες «Ἄ­κτι­στο Φῶς» καὶ ἡ «θεωρία» της ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἔ­σχα­του σκο­ποῦ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης, ἀ­φοῦ κα­τὰ τὸ Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο:«…ὁ ἄν­θρω­πος εἰς τὸ ὁ­ρᾶν τὸν Θε­ὸν γέ­γο­νεν καὶ ὑ­π’ αὐ­τοῦ φω­τί­ζε­σθαι…»(βλπ. Κα­τὰ Ἑλ­λή­νων κεφ. 7). Στὴ φά­ση πάν­τως τῆς φω­τι­στι­κῆς Θεί­ας Χά­ρης ἡ θέ­α τοῦ ὁ­ρωμένου Φω­τὸς εἶ­ναι γνή­σια καὶ ἀ­λη­θι­νή, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι βρα­χεί­α (σύν­το­μη) ὡς πρὸς τὴ χρο­νι­κή της διά­ρκεια καὶ συ­νυ­πάρ­χει μὲ τὴ συ­νή­θη φυ­σι­κὴ ὅ­ρα­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ βλέ­πει ταυ­τό­χρο­να μὲ τὰ πνευ­μα­τι­κά του μά­τια τὸ Ἄ­κτι­στο Φῶς καὶ μὲ τὰ σω­μα­τι­κά του μά­τια τὸ κτι­στὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου, ἐνῶ πα­ράλ­λη­λα δι­α­τη­ρεῖ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου.
Σ
τὴν τρί­τη φά­ση, τὴ λε­γό­με­νη τε­λει­ω­τι­κή, ἡ Θεί­α Χά­ρη πλη­θαί­νει ὑ­περ­βο­λι­κὰ σὲ ἔν­τα­ση καὶ φτά­νει μέ­χρι τὰ ὅ­ρια τῆς ἀν­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό­τε ἡ χρο­νι­κὴ διά­ρκεια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Ἀ­κτί­στου Φω­τὸς γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη, ἐ­νῶ καὶ ἡ ἔν­τα­σή του αὐ­ξά­νει σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος «χά­νει» τὴν αἴ­σθη­ση ὄ­χι μό­νο τῆς φυ­σι­κῆς ὅ­ρα­σης καὶ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοῦ τοῦ ὑ­λι­κοῦ του σώ­μα­τος.Στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ ὑ­πάρ­χει μό­νον ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ «βλέπει» τὸν Θε­ὸ μέ­σα σὲ ἄ­πλε­το Φῶς. Με­τά ὅμως ἀπό τὸ πέ­ρας τῆς θεωρίας ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στα­δια­κὰ στὴ συ­νή­θη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κό­σμου. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ γέ­ρων Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἡ­συ­χα­στὴς«…Ὕ­στε­ρον δὲ πά­λιν ὀ­λί­γον-ὀ­λί­γον συ­στέλ­λε­ται ἡ νε­φέ­λη τῆς Χά­ρι­τος καὶ σκλη­ρύ­νει ὁ πή­λι­νος ὡς ὁ κη­ρὸς καὶ ἔρ­χε­ται εἰς τὸν ἑ­αυ­τόν του, ὡ­σὰν νὰ ἐ­βγῆ­κε ἀ­πὸ ἕ­να λου­τρόν· κα­θα­ρός, ἐ­λα­φρός, δια­υγής, χα­ρι­έ­στα­τος, γλυ­κύς, μα­λα­κὸς ὡ­σὰν τὸ βαμ­βά­κι καὶ πλή­ρης σο­φί­ας καὶ γνώ­σε­ως. Πλὴν ἐ­κεῖ­νος ὅ­στις θέ­λει τοια­ῦτα ὀ­φεί­λει νὰ βα­δί­ζει πρὸς θά­να­τον εἰς κά­θε στιγ­μήν….»(«Ἔκ­φρα­σις μο­να­χι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας», ἐπ. ΚΣΤ΄, σελ. 141).
Σ
πα­νι­ό­τα­τη τέ­λος ἀλ­λὰ ση­μει­ω­τέ­α εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῶν με­γά­λων Ἁ­γί­ων, στοὺς ὁ­ποί­ους ὁ Θε­ὸς χα­ρί­ζει στὴν ἀρ­χὴ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας ὄ­χι τὴν κα­θαρ­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀρ­χαρί­ων, ἀλ­λὰ τὴν τε­λει­ω­τι­κὴ Θεί­α Χά­ρη τῶν ἀ­ξί­ων.Στὶς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές φυσικά ὁ Θε­ὸς προ­γνω­ρί­ζει πὼς ἐκεῖνοι θὰ ἀ­πο­βοῦν ἄ­ξιοι αὐ­τῆς τῆς δω­ρε­ᾶς καὶ θὰ ὑ­πο­μεί­νουν τὸν τι­τά­νιο ἀ­γώ­να ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ πε­ρι­πέ­τεια γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας.
Ο
ἱ με­γά­λοι Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κουν στὴν ἀ­ριθ­μη­τι­κὰ μι­κρή, ἀλλὰ ποι­ο­τι­κὰ ἐ­κλε­κτή, ὁ­μά­δα τῶν χρι­στια­νῶν ποὺ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν πο­ρεί­α τῆς ἀ­νά­βα­σης στὸ ὄ­ρος τῆς Θε­ο­γνω­σί­ας καὶ κα­τέ­κτη­σε στὸ μέ­τρο τοῦ ἀν­θρω­πί­νως δυ­να­τοῦ τὴν κο­ρυ­φή της.Ἐ­κτός ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι κα­τέ­χουν σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ καὶ τὴ γνώ­ση τῆς «θύ­ρα­θεν σο­φί­ας», τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ δη­λα­δή γνώ­ση. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι μό­νο Ἅ­γιοι μὲ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι καὶ ἄν­θρω­ποι μὲ σπά­νια εὐ­φυ­ΐ­α, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὲς δι­α­νο­η­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες, εὐ­ρύ­τα­τη παι­δεί­α καί γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς τους τέ­λεια ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ κα­τάρ­τι­ση.Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μά­λι­στα ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἂν ὄ­χι ὅ­λοι, θὰ εἶ­χαν ἀ­να­δει­χθεῖ ἀ­νώ­τε­ροι με­τα­ξὺ τῶν ὁ­μο­τέ­χνων τους στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­πι­στή­μης, ἄν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­χε κερ­δί­σει τὴν ψυ­χή τους. Οἱ Πα­τέ­ρες καὶ Δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σπάνιες καὶ με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες στὸ χῶ­ρο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὸ χῶ­ρο τῆς παγ­κό­σμιας ἱ­στο­ρί­ας. Εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ πνευ­μα­τι­κοὶ γί­γαν­τες ποὺ ἡ ἀ­ξί­α τους μό­νο μὲ αὐ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἢ τῶν με­γά­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­κρι­θεῖ ἢ νὰ πα­ραλ­λη­λι­στεῖ. Ἡ Θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τους ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λύ­τι­μη πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τὴν ὁ­ποί­α ὡς χρι­στια­νοὶ ὀ­φεί­λου­με νὰ γνω­ρί­σου­με, νὰ δι­α­φυ­λά­ξου­με καὶ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦ­με ἀ­πέ­ναν­τι στὶς προ­κλή­σεις τῶν κα­κοδό­ξων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δι­κὰ μά­λι­στα στὶς ἡ­μέ­ρες μας ποὺ δυ­στυ­χῶς πολ­λοὶ ἐ­πι­χει­ροῦν μὲ κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το μέ­σο νὰ κη­λι­δώ­σουν τὶς ἅ­γι­ες μορ­φές τους καὶ νὰ ὑ­πο­βαθ­μί­σουν τὸ κο­σμο­σω­τή­ριο ἔρ­γο τους.
Κεφάλαιον ΙΒ΄: Περὶ τῆς ψευδωνύμου θεολογίας.
λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ λό­γο μας, νο­μί­ζου­με πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με ἔ­στω καὶ συ­νο­πτι­κὰ στὸ σύγ­χρο­νο θε­ο­λο­γι­κὸ λό­γο ποὺ ἐ­μεῖς χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με ὡς «ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α».Μὲ τὸν ὅ­ρο αὐ­τὸ δη­λώ­νου­με γε­νι­κὰ τὴ σύγ­χρο­νη ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ θε­ο­λο­γί­α τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ προ­τε­σταν­τι­κοῦ.Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὸ γέν­νη­μα τῆς νε­ώ­τε­ρης εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς σκέ­ψης καὶ συν­δέ­ε­ται στε­νό­τα­τα μὲ τὰ ἄ­θε­α φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα τοῦ θε­τι­κι­σμοῦ, τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ καὶ τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἐ­νῶ ὡς πρὸς τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της δι­α­κρί­νε­ται μὲ σα­φή­νεια ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν αἱ­ρε­τι­κὴ θε­ο­λο­γί­α τῶν κα­κοδό­ξων. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α γεν­νή­θη­κε, ἀ­να­πτύ­χθη­κε καὶ καλ­λι­ερ­γή­θη­κε συ­στη­μα­τι­κὰ στὶς θε­ο­λο­γι­κὲς σχο­λὲς τῶν δι­αφόρων εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων καί ἰ­δί­ως τῶν γερ­μα­νι­κῶν ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ­ώ­να μ.Χ. καὶ με­τά.Βα­σι­κά της γνω­ρί­σμα­τα εἶ­ναι ἡ ἄρ­νη­ση τῆς Θε­ο­πνευ­στί­ας τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἡ κρι­τι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τῶν βι­βλί­ων της, ἡ ἄρ­νη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, κα­θὼς καὶ μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ κη­ρύγ­μα­τος προ­σαρ­μο­σμέ­νη στὶς ἀρ­χὲς τῆς ὑ­παρ­ξια­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.Ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα τρα­γι­κή, ἀ­φοῦ σχε­δὸν ὅ­λοι οἱ «θε­ο­λό­γοι» ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν μὲ συ­νέ­πεια τὶς ἀρ­χές της ἔ­φτα­σαν στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴ Θε­ό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς Ἀ­νά­στα­σής Του (ὢ πλά­νη ἐ­σχά­τη καὶ σκό­τος ψη­λα­φη­τόν!!!).
Τ
ὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο ἴσως πα­ρά­δειγ­μά της εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τῆς πε­ρί­φη­μης μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κῆς σχο­λῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἐν ὀ­λί­γοις ὑ­πο­στή­ρι­ξε πὼς ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς πί­στε­ως» καὶ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ «Ἰ­η­σοῦς τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Ἀπὸ αὐτούς, ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἡ εἰ­κό­να Του ὅ­μως μέ­σα στὰ κεί­με­να αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στα ἑ­νω­μέ­νη μὲ πολ­λὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀποδόθηκαν σὲ Αὐ­τὸν ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές Του. Στὰ μυ­θι­κὰ αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α συγ­κα­τα­λέ­γε­ται ἡ πί­στη στὴ Θε­ό­τη­τά Του, τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κή Του γέν­νη­ση, τὰ θαύ­μα­τά Του, καὶ φυ­σι­κὰ ἡ Ἀ­νά­στα­σή Του. Ἄν λοι­πόν κα­τὰ τὴ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λή θέ­λου­με πραγ­μα­τι­κὰ νὰ γνω­ρί­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Ἰ­η­σοῦ, πρέ­πει πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ ἐν­το­πί­σου­με τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν βι­βλί­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καὶ νὰ τὰ ἀ­φαι­ρέ­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τήν. Στὴ συ­νέ­χεια, στη­ρι­ζό­με­νοι μό­νο στὰ βι­βλι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­πο­μέ­νουν, θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ συν­θέ­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ εἰ­κό­να τοῦ Ἰ­η­σοῦ, δη­λα­δὴ τὸν «Ἰ­η­σοῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας». Τί θὰ γί­νουν ὅ­μως τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α ποῦ ἀ­φαι­ρέ­σα­με; Θὰ τὰ πε­τά­ξου­με στὰ σκου­πί­δια; Ὄ­χι, μὴ βι­ά­ζε­στε!!! Ἡ μορ­φο­ϊ­στο­ρι­κὴ σχο­λὴ ἔ­χει τὴ λύ­ση, τὰ χρει­ά­ζε­ται. Τί­πο­τα δὲν πά­ει χα­μέ­νο. Τὰ ἄ­χρη­στα ὑ­λι­κὰ ἀ­να­κυ­κλώ­νον­ται. Θὰ πά­ρου­με λοι­πὸν τὰ μυ­θι­κὰ στοι­χεῖ­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων καὶ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με ἐκ νέ­ου. Αὐ­τὴ ὅ­μως τὴ φο­ρὰ θὰ τὰ ἑρ­μη­νεύ­σου­με σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ, ἀ­φοῦ αὐ­τὸς ἐκ­φρά­ζει τὸ σύγ­χρο­νο τρό­πο σκέ­ψης καὶ εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐποχῆς μας. Μέ­σα μά­λι­στα ἀ­πὸ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α προ­κύ­πτει με­γά­λη ὠ­φέ­λεια γιὰ τὸ χρι­στι­α­νι­κὸ κό­σμο, ἀ­φοῦ μὲ τὴν ἀ­πο­μυ­θο­ποί­η­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ τὴ νέ­α ὑ­παρ­ξια­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τοῦ μύ­θου της «σώ­ζου­με» τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πὸ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι πο­λὺ ἔ­ξυ­πνος καὶ ὡς ἐκ τού­του δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὴν ξε­πε­ρα­σμέ­νη πλέ­ον καὶ ἀ­φε­λῆ ἑρ­μη­νεί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Εἶ­ναι δη­λα­δή κά­τι σὰν νὰ με­τα­πλά­θου­με τὸ«…Σῶ­σον, ὁ Θε­ός, τὸν λα­όν Σου…»σὲ«…Σῶ­σον, ὁ λα­ός, τὸν Θε­όν σου…». (Βο­ή­θεια, Θε­έ μου, καὶ μὴ χει­ρό­τε­ρα!!!)
Τ
ὰ πράγ­μα­τα θὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ γέ­λια καὶ λι­γό­τε­ρο γιὰ κλά­μα­τα, ἂν ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α ἔ­με­νε στὸ φυ­σι­κό της χῶ­ρο, στὶς θε­ο­λο­γι­κές δη­λα­δὴ σχο­λὲς τῶν πα­νε­πι­στη­μί­ων τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ γε­νι­κὰ στὸ χῶ­ρο τοῦ δυ­τι­κοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Τὸ κα­κὸ ὅ­μως εἶ­ναι πὼς τὰ πράγ­μα­τα ἐ­ξε­λί­χθη­καν πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἡ ψευ­δώ­νυ­μη θε­ο­λο­γί­α βρῆ­κε ἀ­νέλ­πι­στα πολ­λοὺς θαυ­μα­στὲς καὶ ἐκ­φρα­στὲς στὴν πα­τρί­δα μας, ἐ­νῶ δυ­στυ­χῶς καὶ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή της στὰ σύγ­χρο­να θε­ο­λο­γι­κὰ δρώ­με­να αὐ­ξά­νε­ται συ­νε­χῶς. Οἱ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς τῶν νε­ό­τε­ρων θε­ο­λό­γων στὰ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια τῆς Εὐ­ρώ­πης, ἡ ἀ­πο­κο­πή τους ἀ­πὸ τὴ λα­τρευ­τι­κὴ καὶ τὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἀ­πο­ξέ­νω­σή τους ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο ρεῦ­μα τῆς Πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι οἱ βα­σι­κὲς γε­νε­σι­ουρ­γὲς αἰ­τί­ες τῆς συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νης σύγ­χυ­σης καὶ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ στα­δια­κὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση τῶν πα­λαι­ό­τε­ρων πα­νε­πι­στη­μια­κῶν κα­θη­γη­τῶν, ποὺ εἶ­χαν σα­φῶς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρες ἀν­τι­στά­σεις καὶ στε­νό­τε­ρους δε­σμοὺς μὲ τὴν Πα­ρά­δο­ση, ἀ­πὸ τὸ προ­σκή­νιο της διδασκαλίας ἐ­πι­τεί­νει τὸ πρό­βλη­μα καὶ τὸ κα­θι­στᾶ ὀ­ξύ­τε­ρο. Μᾶς θλί­βει βα­θύ­τα­τα καὶ μᾶς φο­βί­ζει ἡ εἰ­κό­να τῆς σύγ­χρο­νης θε­ο­λο­γι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ τό­που μας, ἀ­φοῦ βλέ­που­με νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν σήμερα στὴν πα­τρί­δα μας πλῆ­θος ἀ­πὸ ἑλ­λη­νι­κὲς θε­ο­λο­γι­κὲς δη­μο­σι­εύ­σεις ποὺ ποι­κι­λό­τρο­πα ἀ­να­πα­ρά­γουν καὶ προ­ω­θοῦν τὶς ἀρ­χὲς τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας, ἐκ­θειά­ζουν ὡς τά­χα σπου­δαῖ­ο καὶ ἄ­κρως ση­μαν­τι­κὸ τὸ ἔρ­γο τῶν εὐ­ρω­παί­ων εἰ­ση­γη­τῶν της, προ­βάλ­λουν καὶ ἱ­ε­ρο­ποι­­οῦν τὶς πνευ­μα­τι­κὰ νε­κρὲς μορ­φές τους, ἐ­νῶ τὴν ἴ­δια στιγ­μή το­πο­θε­τοῦν τοὺς Ἅ­γιους Πα­τέ­ρες, ποὺ ἔ­δω­σαν τὸ αἷ­μα τους στὸν ἀ­γώ­να γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας, στὸ πε­ρι­θώ­ριο τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος, ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς μὲ ξε­δι­άν­τρο­πο τρό­πο.Ἂν τέλος στὰ ἀ­νω­τέ­ρω προ­σθέ­σει κα­νεὶς τὴν ὀ­δύ­νη ποὺ συ­νε­πά­γε­ται τόσο ἡ προ­σω­πι­κή μας ἐ­πα­φὴ μὲ τοὺς φο­ρεῖς τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων τῆς ψευ­δώ­νυ­μης θε­ο­λο­γί­ας,ὅ­σοκαὶ ὁ κίν­δυ­νος τῆς δι­ά­χυ­σης τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ών τους στὸ λα­ό μας καὶ κυ­ρί­ως στὴ νε­ο­λαί­α μας, ἔ­χει μί­α σα­φῆ καὶ πλή­ρη εἰ­κό­να τῶν στοι­χεί­ων ποὺ συν­θέ­τουν τὴ θλί­ψη μας καὶ κα­τα­νο­εῖ σὲ πο­λὺ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ αἰ­τί­α τῆς συγ­γρα­φῆς αὐ­τοῦ τοῦ κει­μέ­νου.
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ:
Ἐξομολόγησις ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βίου.
Σ
ε­βό­μα­στε εἰ­λι­κρι­νὰ καὶ ἀ­γα­πᾶ­με πραγ­μα­τι­κὰ ὅ­λους ὅ­σους κο­πί­α­σαν γιὰ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­λή­θειας καὶ συ­νε­τέ­λε­σαν μὲ τὸν ἕ­ναν ἢ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο στὴν κα­τὰ Θε­ὸν αὔ­ξη­ση καὶ προ­κο­πή μας ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή μας ἡ­λι­κί­α μέ­χρι σή­με­ρα. Καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, δό­ξα τῷ Θε­ῶ, εἶ­ναι πολλοὶ. Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τοὺς ἀ­να­φέ­ρου­με ὀ­νο­μα­στι­κὰ καὶ ἀ­κό­μη φο­βό­μα­στε τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ξε­χά­σου­με κά­ποι­ον ἀ­πὸ αὐ­τούς, προ­κα­λών­τας ἄ­θε­λά μας τὸ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νο πα­ρά­πο­νό του. Τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν ὅ­λους θερ­μὰ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς καρ­διᾶς μας καὶ πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σει καὶ νὰ ἀν­τα­πο­δώ­σει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα τὸν κό­πο τους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς δί­και­ης κρί­σης Του.
Θ
ὰ ἤ­μα­σταν ὅ­μως ἀ­συγ­χώ­ρη­τοι, ἐ­ὰν στὴ γε­νι­κό­τη­τα τῆς εὐ­χα­ρι­στί­ας μας δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζα­με δύ­ο ὀ­νο­μα­στι­κὲς ἐ­ξαι­ρέ­σεις. Ἡ πρώ­τη ἀ­πὸ αὐ­τὲς εἶ­ναι ἤ­δη γνω­στὴ στὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γω­γι­κή μας ἀ­φι­έ­ρω­ση. Ἀ­φο­ρᾶ τὸ πρό­σω­πο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας πα­τέ­ρα, τοῦ πα­νο­σι­ο­λο­γι­ώ­τα­του ἀρ­χι­μαν­δρί­τη πατρὸς Λαυ­ρεν­τί­ου Γρα­τσί­α, κλη­ρι­κοῦ τῆς ἱ­ε­ρᾶς μη­τρό­πολης Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καὶ Ἐ­ορ­δαί­ας, πνευ­μα­τι­κοῦ τέ­κνου τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ πλέ­ον μη­τρο­πο­λί­του Φλω­ρί­νης κυ­ροῦ Αὐ­γου­στί­νου Καν­τι­ώ­τη. Στὰ πό­δια αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ὁ­δη­γή­θη­καν τὰ βή­μα­τά μας ἀ­πὸ τὴν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Στὸ πρό­σω­πό του γνω­ρί­σα­με ἀ­πὸ τὴν τρυ­φε­ρὴ ἡ­λι­κί­α τῶν παι­δι­κῶν μας χρό­νων τὴ γνή­σια καὶ ἀ­νι­δι­ο­τε­λῆ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη. Ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἀ­να­τρα­φή­κα­με πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὸ ἄ­δο­λο γά­λα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καὶ πο­τι­στή­κα­με μὲ τὰ νά­μα­τα τῆς ἁ­γι­ώτα­της πί­στης μας. Δὲν ἀ­ξί­ζα­με ἕ­ναν τέ­τοι­ο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα. Ἡ πεί­ρα ἄλ­λω­στε τῶν πραγ­μά­των ἀ­πέ­δει­ξε πε­ρί­τρα­να τὴν ἀ­να­ξι­ό­τη­τά μας γιὰ τὴν ὁ­ποί­α σή­με­ρα ντρε­πό­μα­στε ἀ­νώ­φε­λα. Πα­ρὰ ταῦ­τα μᾶς δί­νε­ται σή­με­ρα ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τοῦ ἐκ­φρά­σου­με δη­μό­σια τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α μας καὶ νὰ τοῦ ζη­τή­σου­με τα­πει­νὰ συ­γνώ­μη γιὰ τὶς θλί­ψεις, τὶς πι­κρί­ες, τὸν πό­νο καὶ τὶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις ποὺ κα­τὰ και­ροὺς τοῦ προ­σφέ­ρα­με. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ὅ­σο εὔ­κο­λη εἶ­ναι γιὰ τὸν ἴ­διο ἡ πα­ρο­χὴ αὐ­τῆς τῆς συ­γνώ­μης, τό­σο δύ­σκο­λο εἶ­ναι γιὰ ἐ­μᾶς νὰ ξε­χά­σου­με τὰ λά­θη μας καὶ νὰ συγ­χω­ρή­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας.
 δεύ­τε­ρη ἐ­ξαί­ρε­ση ἀ­φο­ρᾶ τὸ μα­κα­ρι­στὸ κα­θη­γη­τὴ τῆς πα­τρο­λο­γί­ας τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κυ­ρὸ Στυ­λια­νὸ Πα­πα­δό­που­λο. Ἡ γνω­ρι­μί­α μας μα­ζί του ὑ­πῆρ­ξε σύν­το­μη καὶ πο­τὲ δὲν ἔ­λα­βε τὸ χα­ρα­κτή­ρα μιᾶς στε­νὰ προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης. Ἴ­σως για­τὶ πο­τὲ δὲν τὸ ἐ­πέ­τρε­ψαν οἱ συν­θῆ­κες τῆς ζω­ῆς. Ἴ­σως πά­λι για­τί ὅ­ταν τὸν πλη­σι­ά­ζα­με ἡ ψυ­χὴ μας κα­τα­λαμ­βά­νον­ταν ἀ­πὸ ἕ­να ἱ­ε­ρὸ δέ­ος ποὺ ἐμ­πό­δι­ζε τὴν ὅ­ποι­α προ­σω­πι­κὴ ἐ­πα­φή, ἂν καὶ ὁ ἴ­διος ἦ­ταν πάν­τα προ­σι­τὸς καὶ συγ­κα­τα­βα­τι­κὸς πρὸς τοὺς φοι­τη­τές του. Νοι­ώ­θα­με πὼς αἰ­σθα­νό­ταν καὶ ἀν­τα­πέ­δι­δε τὴν ἀ­γά­πη μας, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τολ­μή­σα­με νὰ τὸν προ­σεγ­γί­σου­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χῶ­ρο τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Αὐ­τό ἴ­σως νὰ ἦ­ταν καὶ τὸ λά­θος μας, ἀλ­λὰ τώ­ρα πιὰ δὲν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α. Πα­ρὰ ταῦ­τα ἡ ἀ­γά­πη ποὺ τρέ­φα­με, καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ τρέ­φου­με μέ­χρι σή­με­ρα, γιὰ τὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη, ἐ­νῶ ἡ μορ­φὴ καὶ τὸ συγ­γρα­φι­κό του ἔρ­γο σφρά­γι­σαν ἀ­νε­ξί­τη­λα τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά μας καὶ δι­α­μόρ­φω­σαν κα­θο­ρι­στι­κὰ τὴ θε­ο­λο­γι­κή μας σκέ­ψη. Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με λοι­πὸν θερ­μὰ γιὰ ὅ­λα ὅ­σα μᾶς πρό­σφε­ρε καὶ εὐ­χό­μα­στε νὰ τὸν συ­ναν­τή­σου­με ξανὰ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­λη­σμό­νη­τη τέ­λος θὰ μᾶς μέ­νει ἡ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ τὸν συ­ναν­τή­σα­με. Βρή­κα­με τὸ θάρ­ρος νὰ τὸν ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με στὸ γρα­φεῖ­ο του γιὰ νὰ τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σουμε με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­ση­μη ἀ­να­κοί­νω­ση τῆς λή­ψης τοῦ πτυ­χί­ου μας. Μᾶς δέ­χθη­κε μὲ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­λο­σύ­νη του καὶ μᾶς ζή­τη­σε νὰ κα­θί­σου­με γιὰ λί­γο μα­ζί του. Συζητήσαμε κατ᾽ ἰδίαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καὶ κατὰ τὴν ὀδυνηρὴ στιγμὴ τῆς ἀποχώρησής μας τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὔχεται μὲ τὴ γνωστὴ, ἤρεμη καὶ σιγανὴ φωνὴ του φανερὰ συγκινημένος:«… Νὰ ζή­σεις παι­δί μου, νὰ σὲ χαί­ρε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σί­α…». Γιὰ νὰ προ­σθέ­σει ἀ­μέ­σως με­τά τὸν τε­λευ­ταῖ­ο του λό­γο, τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­τη­ροῦ­με πάντα στὴ μνή­μη μας ὡς πο­λύ­τι­μη καὶ ἱ­ε­ρὴ πα­ρα­κα­τα­θή­κη:«…Νὰ ἀ­γα­πᾶς τοὺς Πα­τέ­ρες, νὰ ποῦ­με. Νὰ τοὺς ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι καὶ σὲ αὐ­τοὺς νὰ κα­τα­φεύ­γεις ὅ­ταν εἶ­σαι στε­να­χω­ρη­μέ­νος. Σὲ αὐ­τοὺς νὰ λὲς τὸν πό­νο σου καὶ τὸ πα­ρά­πο­νό σου. Αὐ­τοὶ ἔ­χουν τὴ δύ­να­μη νὰ παίρ­νουν ἀ­πὸ πά­νω σου ὅ­λο τὸ βά­ρος τῆς θλί­ψης, ὅ­σο με­γά­λο καὶ ἂν εἶ­ναι, καὶ νὰ σὲ βο­η­θᾶ­νε σὲ κά­θε πε­ρί­στα­ση…». Ἂς εἶ­ναι αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη του. 
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩιΘΕΩιΔΟΞΑ
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
θεολόγος – ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 24/08/2013
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ  ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ:
ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΠΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ.





Read more:http://www.egolpion.com/8eologia_mperkoutakis.el.aspx#ixzz3ghkQYmUi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου