Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Ἡ ζωή στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω. Ἀναμνήσεις τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ


Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΘΩ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ.

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΘΩ
Η έξοδος στην έρημο. Η προσευχή κατά την οποία λησμονείται ο κόσμος. Η σύναξη των Γερόντων το 1938. Ό λόγος τού Αρχιεπισκόπου Βασιλείου Κριβοσέιν. Ή πνευματική του διακονία. Διάλογος με μοναχό. Το άκτιστο φως.
’Άς είναι η δόξα τού Κυρίου ευλογημένη τώρα και στους αιώνες. Πάλι τις τελευταίες ημέρες ετοιμαζόμουν νοερά για την έξοδό μου από αυτή τη ζωή. Με τη μείωση των δυνάμεών μου, με τη σταδιακή αύξηση της απομονώσεως μου, στήν οποία καταδικάσθηκα εξαιτίας τού γήρατος, μή έχοντας δυνατότητα ούτε νά διαβάσω ούτε να ακούσω, σκέφτομαι ότι τό «έργο» μου τελείωσε. Γι’ αυτό και αποφάσισα νά σάς διηγηθώ γιά τις τελευταίες ημέρες τού Γέροντα και γιά τις πρώτες ημέρες της ζωής μου μετά τήν τελευτή του.
Όταν ο πατήρ Σιλουανός ήταν ακόμη νέος, αρρώστησε σοβαρά, και περιμένοντας τό τέλος του παρακάλεσε τον ηγούμενο Μισαήλ νά τού δώσει ευλογία γιά τό μεγάλο Σχήμα. Ό ηγούμενος Μισαήλ, ο θαυμάσιος αυτός άνδρας, τού λέει: «Γιά τό Σχήμα νά σε ευλογήσει ο Θεός, αλλά δεν θά πεθάνεις σύντομα». Και τού είπε τί θά τού συμβεί, αλλά τώρα δεν τό θυμάμαι ακριβώς. Όταν όμως άρχισε τό έτος 1938, ο Σιλουανός είπε:
«Σύμφωνα με τούς λόγους τού ηγουμένου, ο θάνατός μου πρέπει νά έρθει αυτό τον χρόνο». Λίγο καιρό αργότερα ζήτησα ευλογία από τον ηγούμενο, τον ίδιο άγιο και θαυμάσιο άνδρα Μισαήλ, νά μου επιτρέψει νά χρησιμοποιώ μιά καλύβη. Ουσιαστικά αυτή ήταν ένα καλό σπίτι γιά διαβίωση ηλικιωμένων ανθρώπων πού ήθελαν νά τελειώσουν τή ζωή τους στον Άθω. Απείχε από τό μοναστήρι περίπου δεκαπέντε λεπτά πορείας, με κατεύθυνση προς τον Νότο, προς τή Δάφνη, τό λιμάνι τού Άγιου Όρους. Εκεί λοιπόν σύχναζα όταν ήμουν έλεύθερος από τις ακολουθίες. Στο μοναστήρι ήμασταν δύο διάκονοι. Όταν έπρεπε νά είμαστε παρόντες σέ όλες τις ακολουθίες, τότε πολύ λίγος καιρός απέμενε, ενώ όταν ήμουν έλεύθερος από τή σειρά της διακονίας μου, τότε περνούσα τον περισσότερο καιρό εκεί.
‘Η ζωή μου στήν Καλύβη αυτή ήταν πολύπλοκη. Ήμουν νεότερος από τούς περισσότερους πατέρες. Ή διαμονή σέ τέτοια Καλύβη θεωρούνταν από πολλούς ως μεγάλο προνόμιο. Άλλά, όπως γνωρίζετε από τό βιβλίο μου, ο Θεός μού δώρισε συντριβή γιά τις αμαρτίες μου, απόγνωση γιά τον ίδιο τον εαυτό μου και παρατεταμένο και βαθύ πένθος .
Έκει γίνονταν πολλές συνομιλίες, γιά τις οποιες θά ήθελα νά μιλήσω μαζί σας.
Κάποια φορά με ρώτησε ο Σιλουανός:
– Νιώθετε άνετα νά προσεύχεσθε στήν Καλύβη αυτή;
Απάντησα:
–        Ναι. Κατά καιρούς μου φαίνεται ότι λησμονώ τον κόσμο. Θυμάμαι όμως τό σώμα μου.
Με εξέπληξε η άντίδραση τού πατρός μου Σιλουανού:
–        Αλλά και τό σώμα τί είναι; Δεν είναι άραγε και αυτό κόσμος;
Στεκόμουν μπροστά στο θαυμαστό αύτό φαινόμενο και ήρθε στον νου μου η έξης σύγκριση: βρίσκομαι στούς πρόποδες ενός όρους υψηλού, τού οποιου η κορυφή κρύβεται στά σύννεφα. Τά λόγια αυτά, «Αλλά τί είναι τό σώμα, αν όχι κόσμος;», μου προκάλεσαν τήν προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο δέν τον καταπονούσα με ερωτήσεις, αλλά δεχόμουν τά λόγια του, με τήν ελπίδα ότι θά έρθει στιγμή πού ο Θεός θά επιτρέψει νά κατανοήσω τό πραγματικό τους νόημα.
Στή συνείδησή του, με τήν προσευχή γιά όλο τον Άδάμ, ο πατήρ Σιλουανός κατέληξε στο ότι με τό σώμα μας συνδέεται όλη η άνθρωπότητα σέ έναν Άδάμ.
Οί συνομιλίες πού μάς χάρισε ο Κύριος μου προκαλούσαν διαρκώς θαυμασμό γιά τον Γέροντα. Πώς αυτός έγινε πραγματικά ζωντανό πρόσωπο, αληθινά γνήσιος χριστιανός!
Στήν αρχή τού έτους 1938 μου είπε: «’Όταν πεθάνω, θά είναι καλύτερα γιά σάς νά ζητήσετε ευλογία και νά πάτε στήν έρημο, γιατί σάς βλέπω άδύναμο και η ζωή στο μοναστήρι ξεπερνά τις δυνάμεις σας».
Θά προσπαθήσω νά μήν επεκταθώ στήν άνάλυση πολλών λεπτομερειών. Θά πώ μόνο ότι, όταν ο Γέροντας κοιμήθηκε, πήγα πράγματι στον πνευματικό και είπα: «Μήπως είναι καλύτερα γιά μένα νά ζήσω στήν έρημο, όπως οι   ερημίτες του Αγίου Όρους στα Καρούλια»; Και ο πνευματικός πατέρας Σέργιος μου απάντησε: «Ναι, πάτερ Σωφρόνιε, πηγαίνετε στήν έρημο, ο Θεός νά σάς ευλογήσει». Τον πατέρα Σέργιο τον χειροτόνησε ιερέα ο επίσκοπος Άχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, μεγάλος άνδρας, πού χειροτόνησε και εμένα διάκονο. Και ο πατήρ Σέργιος, πού μου φερόταν με πολλή αγαθότητα και καλοσύνη, μου έδωσε τήν ευλογία νά πάω στήν έρημο, αλλά είπε: «Εσείς βεβαίως καταλαβαίνετε ότι η ευλογία μου δέν επαρκεί. Όφείλετε νά απευθυνθείτε στον ηγούμενο και να ζητήσετε από εκείνον τήν ευλογία.
Πήγα στον ηγούμενο Μισαήλ -ο Θεός να με έλεήσει δι’εύχών του- και μου λέει: «Ό Θεός να σάς εύλογήσει, πάτερ Σωφρόνιε. Πηγαίνετε και προσεύχεσθε στήν έρημο. Γνωρίζετε όμως ότι η ευλογία μου δέν επαρκεί. Χρειάζεται να λάβετε άκόμη τή συναίνεση του συμβουλίου των Γερόντων της Μονής».
Ό ηγούμενος ήταν άρρωστος και δέν έλαβε μέρος στή σύναξη των Γερόντων της Μονής, στήν οποια όμως προήδρευσε ο άντικαταστάτης του ηγουμένου. Του είπα ότι θά ήθελα να μεταβώ στήν έρημο και έπιθυμώ να παραδώσω τον εαυτό μου στήν κρίση των πατέρων. Συμφώνησε, και σύντομα ακολούθησε η σύναξη των Γερόντων, στήν όποια με προσκάλεσαν.
Στή σύναξη αυτή των Γερόντων, πού ακόμη και τώρα είναι σάν να τήν έχω μπροστά στά μάτια μου, γιατί αποτυπώθηκε τότε στή συνείδησή μου, πρώτος σηκώθηκε ο ιερομόναχος Βησσαρίων, ο γραμματέας του ηγουμένου, απαλός, λεπτός και προσεκτικός άνθρωπος, και είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, τό εγχείρημα αυτό, για τό οποιο ρωτάτε τό συμβούλιο των γερόντων, είναι πολύ μεγάλο και σημαντικό. Ακούστε λοιπόν τή γνώμη μου: Παραμείνετε ακόμη γιά ένα χρόνο στο μοναστήρι και τότε, αν ο λογισμός σας δεν άλλάξει, πηγαίνετε στην έρημο». Μου συνέβαινε να επισκέπτομαι συχνά τον πατέρα Βησσαρίωνα, γιατί είχε ιδιαίτερο κελί ώς βοηθητικό γραφείο του ηγουμένου. Λόγω τού σεβασμού μου πρός τον πατέρα Βησσαρίωνα δεν απάντησα τίποτε στά λόγια του.
Δεύτερος σηκώθηκε ο πατήρ Ματθαίος. Ήταν στήν ηλικία λίγο γεροντότερος από τον πατέρα Σιλουανό και από τό ίδιο χωριό με εκείνον, αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, συμπεριφερόταν απέναντί του ώς ανώτερος και με εξουσία. Τότε όμως, μετά τον θάνατο τού Γέροντα, ξαφνικά με πλησίασε διασχίζοντας όλο τό δωμάτιο και μου είπε τα εξης: «Πάτερ Σωφρόνιε, πού πηγαίνετε; Μήπως νομίζετε ότι θά βρείτε κάτι άνώτερο από τον Σιλουανό; Αν λοιπόν ο Σιλουανός σώθηκε στο μοναστήρι, και εσείς να σωθείτε στο μοναστήρι!». Πάλι δεν απάντησα τίποτε.
Μετά σηκώθηκε ο πολύ αυστηρός Γέροντας Ιωσήφ, υπεύθυνος της μοναστηριακής βιβλιοθήκης, πού είχε διαβάσει πολλά και θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο γνώστη της πνευματικής ζωής. Έγώ ήμουν βοηθός του στή βιβλιοθήκη. Και αυτός μού μίλησε αυστηρά: «Πάτερ Σωφρόνιε, αν φύγετε, δεν υπάρχει ευλογία γιά σάς από τον ηγούμενο γιά να λειτουργείτε». Λέω στον πατέρα Ιωσήφ: «Αν ο Γέροντας λέει να μή λειτουργώ, θά σάς πώ ότι δεν πηγαίνω στήν έρημο γιά να λειτουργώ. Άλλη είναι η σκέψη μου γιά τήν έρημο. Αλλά, πείτε μου: Απαγορεύει μήπως ο ήγούμενος και να κοινωνώ;». Ή ήρεμη απάντησή μου τον έβγαλε από τό άδιέξοδο. Λέει: «Όχι, πάτερ Σωφρόνιε. Δεν ρώτησα τον ηγούμενο. Ήταν δική μου πρωτοβουλία να σάς δοκιμάσω, λέγοντας αυτά τά λόγια. Ό ηγούμενος όμως τίποτε δεν μου είπε και δεν συζητήσαμε γιά τό θέμα αυτό».
Τότε ο ιερομόναχος Ιουστίνος, πού ήταν άντικαταστάτης του ηγουμένου, πράος και ήσυχος άνθρωπος, αποφάσισε να μιλήσει. Καθόταν σε ξεχωριστή πολυθρόνα, στο μέσο ενός μεγάλου δωματίου όπου συνεδρίαζε η σύναξη του συμβουλίου των Γερόντων. Απευθυνόμενος λοιπόν αύτός προς τον πατέρα Βησσαρίωνα λέει: «Πάτερ Βησσαρίων, νομίζω ότι γιά τή δοκιμή του λογισμού του πατρός Σωφρονίου ένας χρόνος είναι υπερβολικά πολύς». Και συνέχισε: «Λοιπόν, πάτερ Σωφρόνιε, μείνετε ως το Πάσχα εδώ στή Μονή και αν ο λογισμός σας δεν αλλάξει, τότε συν Θεω πηγαίνετε στήν έρημο».
Μόλις ο άναπληρωτής του ηγουμένου είπε αυτά τά λόγια, σηκώθηκα από το κάθισμά μου, τού έβαλα εδαφιαία μετάνοια και είπα: «Να είναι εύλογημένο, Γέροντα!». Με τον τρόπο αυτό τελείωσε το θέμα μου στή σύναξη των Γερόντων. Ή σύναξη με διέταξε να παραμείνω στο μοναστήρι από τήν αρχή του Οκτωβρίου του έτους 1938 ως το Πάσχα τού 1939.
Θά σάς πώ ότι ήταν παράδοξη η σχέση μου με το μοναστήρι. Έζησα εκεί δεκατέσσερα χρόνια και ποτέ δεν είχα καιρό να μιλήσω με οποιονδήποτε. Μετά από όλα τά διακονήματά μου έσπευδα να πάω στο κελί μου, γιά να κλάψω γιά τον εαυτό μου. Ή αναχώρησή μου λοιπόν προκάλεσε παράξενη εντύπωση. Οι πατέρες ενοχλήθηκαν εξαιτίας μου με τή σκέψη: «Όρίστε, φεύγει από το μοναστήρι σαν να μην ήταν κατάλληλο για να σωθεί εδώ».
Έπειτα έρχονταν πολλοί σέ μένα κατά τή διάρκεια τού μισού εκείνου έτους πού πέρασα, από τον Όκτώβριο ως τον Απρίλιο. Μεταξύ αυτών πού έρχονταν γιά να με πείσουν ήταν και ο π. Βασίλειος, πού στή συνέχεια έγινε αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών. Ήρθε στο κελί μου και μου είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, βρήκα στήν Κλίμακα τού αγιου Ίωάννου χωρίο από το όποιο γίνεται σαφές ότι δεν πρέπει να πάτε στήν έρημο». Σέ όλους όμως, πού έρχονταν να με πείσουν, έλεγα: «Έγώ ο ίδιος αναζητώ το θέλημα τού Θεού. Φοβάμαι να βγω στήν έρημο. Σκέφτομαι ότι είμαι μικρόψυχος και αδύνατος. Αν συναντήσω από τις εχθρικές δυνάμεις τέτοιους πειρασμούς πού πρόσβαλαν τον Γέροντα Σιλουανό, τότε δεν θά άντέξω, δεν θά μπορέσω». Και ο φόβος αύτός με ανάγκαζε να αναζητώ όσο το δυνατόν περισσότερο τις ευλογίες, αλλά τις νόμιμες ευλογίες, τού πνευματικού, τού ηγουμένου και της συνάξεως των Γερόντων.
Λέω στον πατέρα Βασίλειο: «Πάτερ Βασίλειε, αν έρθετε και μού φέρετε πέντε χιλιάδες χωρία από τούς άγιους Πατέρες, μεγάλους και μικρούς, εγώ θά σάς ύποδείξω μόνο ένα το δικό μου χωρίο. Και αυτό θά είναι ισχυρότερο από τά πέντε χιλιάδες δικά σας». Το νόημα της απαντήσεώς μου ήταν το εξής: Αναζητούσα ευλογία με τον νόμιμο τρόπο από τούς «παράγοντες», τούς οποίους εξουσιοδοτεί η παράδοση γι’ αύτή τήν ευλογία: τον πνευματικό, τον ηγούμενο και τή σύναξη των Γερόντων.
Σκεφτόμουν ότι η ευλογία αύτή μπορεί να αντιπαραταχτεί σέ όλους και στον καθένα. Θά σάς πώ λοιπόν τήν αλήθεια: ο Θεός μού έδωσε εύλογημένη έρημο! Αύτός όμως έπειτα με έβγαλε από τήν έρημο με αρκετά αύστηρό τρόπο. Οταν πλέον έδωσα τήν παλιά μου Καλύβη στήν έρημο και δεν είχα πιά τά μέσα να αποκτήσω άλλη, άναχώρησα από τά Καρούλια γιά άλλη έρημο, πού βρίσκεται στά όρια της Μονής τού Άγιου Παύλου.
Στήν αδελφότητα τού Άγιου Παύλου ο ηγούμενος ήθελε να έχει πνευματικό. Στον Άθω ο πνευματικός δεν πρέπει να βρίσκεται στά όρια της Μονής. Πρέπει ο πνευματικός να είναι έντελώς ξένος προς τή διαχείριση της έξουσίας της Μονής, ώστε η έξομολόγηση να γίνεται με ειλικρίνεια και καθαρότητα, και όχι με τήν προσπάθεια γιά τήν απόκτηση εύνοιας, χάρη στήν ευλογία τού πνευματικού. Ήδη το έτος 1938 ό Γέρων Σιλουανός κάποια στιγμή μού είπε: «Όταν θά είστε πνευματικός, να δέχεστε τούς άνθρώπους, να μήν τούς στερείτε τον λόγο τού Θεού και να τούς υπομένετε». Τότε μόλις πού ζούσα, και σκέφτηκα ότι ο Γέροντας δεν γνωρίζει πώς θά μπορούσα να αντέξω άκόμη γιά χρόνια. Ήμουν άκόμη νέος γιά να είμαι πνευματικός στο Άγιον Όρος, και η σκέψη αύτή έσβησε έντελώς από τή συνείδησή μου. Και μόνο όταν βρέθηκα πιά στήν έρημο, θυμήθηκα τά λόγια τού Γέροντα Σιλουανού.
Εκείνο τον καιρό ή Ελλάδα βρισκόταν υπό τήν κατοχή των Γερμανών.
Ήρθα στήν έρημο λίγο πριν από τον πόλεμο, το Πάσχα, ενώ τον Οκτώβριο τού 1940 ήδη κηρύχθηκε ό πόλεμος. Όταν με έπισκέφτηκε ό γραμματέας της Μονής τού Άγιου Παύλου π. Θεοδόσιος, άνθρωπος ευφυής, προσεκτικός και σοβαρός, και είπε ότι ο ηγούμενος τους ήθελε να με κάνει πνευματικό στο μοναστήρι τους, τότε ήρθαν στον νου μου τά λόγια τού Γέροντα Σιλουανού: «Όταν θά είστε πνευματικός…». Κατά τή στιγμή όμως της συνομιλίας μου με τον Γέροντα ο λόγος αύτός μου είχε φανεί περιττός, γιατί ό ίδιος δεν γνώριζα αν θά έφθανα ώς το κελί μου. (Έπρεπε να άνεβώ περισσότερα από 150 σκαλοπάτια, γιά να μεταβώ από το κελί τού Σιλουανού ώς το δικό μου.) Έτσι, έγινα πνευματικός και πήγα στή σπηλιά κοντά στή Μονή τού Άγιου Παύλου. Ευλογημένα αύτά τά μέρη!
Ξαφνικά έπεσε καταρρακτώδης βροχή και το νερό δια-πέρασε το τεράστιο πάχος τού βράχου, μέσα στον όποιο ήταν η σπηλιά μου. Ένώ προηγουμένως ήταν πάντα στεγνή, τώρα η σπηλιά τον χειμώνα γέμιζε νερά. Ό χειμώνας στήν Ελλάδα συνήθως είναι σύντομος. Ωστόσο όμως συνέβη να παραμείνω έξι μήνες στή σπηλιά, όπου υπήρχε πολύ νερό. Εκατό κουβάδες νερού τήν ήμέρα μετέφερα από το κελί μου, και κοιμόμουν κάτω από δύο φύλλα λαμαρίνας, γιά να προστατεύσω το κρεβάτι μου από το νερό πού έσταζε από πάνω…
Γρήγορα περνά η ώρα αυτών των αναμνήσεων γιά το Άγιον Όρος. Άν τυπικά ανήκα στή ρωσική Εκκλησία, τότε θά έφερα το μεγάλο Σχήμα με τις λέξεις «Άγιος, άγιος, άγιος…», και από μακριά ακόμη βλέποντάς με θά έλεγαν: «Ου, μεγαλόσχημος περνά!». ’Εγώ όμως άνατράφηκα στον Άθω.
Και εκεί μου ήταν εύχάριστο να βλέπω ότι πολλές φορές ήταν δυνατόν να μήν άναγνωρίσει κάποιος τον ηγούμενο και να μήν τον διακρίνει από τον ύποτακτικό. Και γράφω στο δοκίμιό μου «Περί των βάσεων τού ορθοδόξου μοναχισμού», ότι στον Άθω υπάρχει εντελώς άλλη τάξη. Συμβαίνει να είμαι μεγαλόσχημος επί πενήντα και πλέον χρόνια, και ήδη προ πολλού, από το 1935, θά έπρεπε να βαδίζω όπως οι μεγαλόσχημοι στή Ρωσία, αλλά περπατώ ελεύθερα…
Βλέπετε, σάς διηγήθηκα πριν από την τελευτή μου λίγα από τή ζωή μου στον Άθω. Αλλά ο ίδιος δεν γνωρίζω πότε θά πεθάνω.
Ή σκέψη μου λοιπόν στρέφεται γύρω από το αν εκπλήρωσα το καθήκον μου απέναντί σας. Τώρα μειώνονται οι ικανότητες μου να παρακολουθώ τή ζωή σας, εξασθενεί η μνήμη μου, περιορίζεται ηόρασή μου και δεν μου έπιτρέπει να διαβάζω, ενώ η βαρηκοΐα μου με αναγκάζει να φορώ ακουστικά, έτσι πού γεμίζουν τά αύτιά μου με θόρυβο με ό,τι και αν κάνω. Θά μιλώ όμως μαζί σας ώς τις τελευταίες ή μέρες μου, ως τήν τελευταία μου αναπνοή…
Ήθελα σήμερα να μιλήσουμε και γιά ένα άλλο άκόμη θέμα. Πρόσφατα είχαμε τήν επίσκεψη ενός Ρώσου ιερέα. Και αύτός σε ιδιαίτερη συνομιλία μας μου είπε:
–        Πάτερ Σωφρόνιε, θά ήταν δυνατόν στήν έποχή μας να δει κάποιος το άκτιστο Φώς;
–        Γράφω γι’ αυτό. Το διαβάσατε;
-Όχι.
–        Καλά λοιπόν. Πάρτε από τούς πατέρες μας τά βιβλία μου, όπου γράφω γι’ αυτό.
Με το ίδιο το ερώτημά του μου έδωσε τήν εντύπωση ότι είχε τήν εξής διάθεση: Κάποτε παλιά, κατά τούς τρεις πρώτους αιώνες των διωγμών, ο Θεός ένεργούσε με θαύματα και σαφείς παρεμβάσεις, ένώ αργότερα διακόπηκαν οι ενέργειες αύτές, και επί αιώνες τώρα δεν ύπάρχουν. Ό ιερέας όμως αύτός άνήκει σε ομάδα άνθρώπων πού λογικά συμπεραίνουν ότι στηνεποχή μας ο Θεός δεν έμφανίζεται ώς φώς. Και συνεπώς, όποιος βλέπει φώς βλέπει κάτι άλλο, και όχι αυθεντικά το άκτιστο Θαβώριο Φώς. Βεβαίως, όταν με ρωτούν με αυτό τον τρόπο, τί μπορώ να απαντήσω; Καταδικάζομαι στη σιωπή.
Βλέπετε, και ό π. Ν. όταν βρισκόταν στη Ρωσία, συνάντησε κάποια γυναίκα πού έπίσης έλεγε ότι ό Θεός έπαυσε να ενεργεί όπως πριν και ότι τώρα δεν υπάρχουν πια Γέροντες• είναι γενικό φαινόμενο. «Έτσι ενεργεί ο Θεός τώρα», έλεγε η γυναίκα εκείνη.
Σάς μιλώ γι’αύτό, επειδή η προσέγγιση αύτή δεν οδηγεί προς τη γνώση.
Τά ίδια άκριβώς λόγια και ή ίδια δομή σκέψεως ύπήρχαν και στήν εποχή του αγιου Συμεών τού Νέου Θεολόγου. Στον 45° «Υμνο ο άγιος Συμεών λέει ότι όποιος αρνείται το Φώς, στο όποιο εμφανίζεται ό Θεός και το όποιο είναι ό ’Ίδιος ό Θεός, αυτός δεν σκέφτεται ορθά και ούσιαστικά πέφτει σε αίρεση. Αλλά αυτό πού λέει ό Συμεών το συναντούμε και στον Σιλουανό, στο κεφάλαιο γιά τήν ταπείνωση: «Μερικοί ισχυρίζονται ότι αυτά γίνονταν “τώ καιρώ έκείνω”, αλλά τώρα είναι ξεπερασμένα». Και με τήν ίδιάζουσα ταπείνωσή του ο Γέροντας λέει ότι αυτό δεν αποτελεί σωστή προσέγγιση. «Γιά τον Κύριο όμως τίποτε δεν μειώνεται ούτε μεταβάλλεται ποτέ. Μόνο εμείς αλλάζουμε, γινόμαστε κακοί και έτσι χάνουμε τη χάρη» .
Αν η ευλογία εκείνη σε μένα ήταν από τον Θεό ή όχι, μου είναι δύσκολο, ακόμη και αδύνατον, να το πω. Υποθέτω όμως ότι αν εκείνο το φώς, γιά το όποιο γράφω, μάς οδηγεί στην αίσθηση της προαιώνιας Θεότητος του ’Ίδιου του Χριστού, όπως αυτό συνέβη με τον άπόστολο Παύλο στην όδό προς τη Δαμασκό , τότε αυτό είναι εκείνο το Θείο Φώς πού έμφανίστηκε και στο Θαβώρ . Είμαι υπερβολικά μικρός, γιά να μιλήσω παραπάνω γι’αυτό. Ωστόσο όμως, θέλω να πω το εξής: Άν το Φώς αυτό μαρτυρεί γιά τη Θεότητα τού σαρκωθέντος Λόγου του Πατρός, πώς να δεχθώ ως ορθή πεποίθηση ότι όποιος βλέπει τώρα το Φώς πέφτει σε μεγάλο λάθος, σε πλάνη; Έχουμε να μιλήσουμε γιά πολλά ακόμη. Το μικρό αυτό απόσπασμα από εκείνα πού μου συνέβησαν ας μπει στή διήγησή μου και στήν εξομολόγηση μου ενώπιόν σας, αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές… Προσεύχεσθε γιά μένα, και εύχομαι ο Κύριος να σάς διαφυλάσσει…
Εκφωνήθηκε στα ρωσικά, στις 17 Φεβρουάριου 1992. [Α23]
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/07/blog-post_118.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου