Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ & Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΣΣΟΥΣ



Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ



 Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος
καί ἡ ἀποδοχή του ἀπό τούς Ρώσους
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»
[9ο' ΜΕΡΟΣ]

    Ἀπέναντι στίς συκοφαντίες τῆς προσωπικότητάς του, στίς παρερμηνεῖες τῶν λόγων του καί στίς κακοποιήσεις τῶν ποιμαντικῶν συμβουλῶν του, βλέπουμε τόν Γέροντα Σωφρόνιο μέσα ἀπό τά κείμενά του νά στέκεται ταπεινός καί μεγαλοπρεπής, καθαρός στούς λόγους καί εὐγενής στούς τρόπους, μέ τόν νοῦ στόν Ἅδη, χωρίς ἀπόγνωση, καί τό πολίτευμα στόν Οὐρανό, ὁλόκληρο μέσα στήν περιπέτεια τῶν τέκνων τοῦ χοϊκοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ἐνδεδυμένο τόν Νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό, μέσα στήν κόλαση τῶν «κάτω συρρομένων», ἀλλά ὡς «ὑπερόπτη τῶν κάτω καί μύστη τῶν ἄνω».
Βέβαια, αὐτός τώρα δέν εἶναι ὅπως ἐμεῖς μποροῦμε νά τόν δοῦμε μέσα στά κείμενά του. Στά κείμενά του εἶναι ὁ σπόρος, τώρα ἔγινε ἀκατανόητος ἀπό ἐμᾶς βλαστός, ἕτοιμος γιά τήν μέλλουσα ἀνθοφορία καί καρποφορία. Μετά τήν ἀπόθεση τοῦ σώματός του, ἔχει περάσει ὡς ὑπόσταση φλεγόμενη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σέ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως, ἀπρόσβλητο ἀπό τήν μικρότητα τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων καί ἀπείραστο ἀπό τήν κακία τοῦ διαβόλου.
Θέλοντας, λοιπόν, νά γράψουμε κάποια πράγματα γιά τό πρόσωπο καί τόν λόγο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὡς ἀντιστάθμισμα  στήν συκοφαντική δυσφήμισή τους, συναισθανθήκαμε ἔντονα τήν ἀδυναμία μας –αὐτό τό ἐγχείρημα, γιά νά μήν εἶναι τυπικά λόγια χωρίς ζωή, ἀπαιτεῖ ἄνθρωπο πού νά ἔχη κάτι κοινό μέ τόν περιγραφόμενο– γι’ αὐτό σκεφθήκαμε νά παραθέσουμε τί ἔγραψαν καί τί εἶπαν γι’ αὐτόν τρία πρόσωπα, τά ὁποῖα ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἐμπλέκονται στίς πλοκές τῶν λόγων τοῦ π.Ἰ.Δ., ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τόν συνετό καί καίριο λόγο τους μποροῦν νά φωτίσουν σημαντικές πλευρές τοῦ προσώπου καί τῆς δράσης τοῦ Γέροντος.
Θά παραθέσουμε, λοιπόν, ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τοῦ Σέρβου Ἐπισκόπου πρώην Ἑρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέφτιτς καί τοῦ Ρώσου Ἀρχιμανδρίτου Ἀλυπίου Kastalskij τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου. Εἶναι τρεῖς χαρακτηριστικές μορφές ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο καί σλαβορθόδοξο κόσμο, πού δείχνουν τήν πανορθόδοξη ἀκτινοβολία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, καθώς καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία.
Τό ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι ἀπό τόν πρόλογο τοῦ βιβλίου: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ». Ὁ Παναγιώτατος, γνώριμος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τόν περιγράφει σέ οὐσιώδη σημεῖα τῆς ζωῆς καί τῆς ἀσκήσεώς του μέ συντομία, ἀλλά καί πληρότητα. Γράφει ὁ Πατριάρχης:
«Ὁ μακαριστός π. Σωφρόνιος ἦτο εἷς ἄνθρωπος ὅστις ἀνέλαβεν ἐν ἑαυτῷ τήν “ἐσχάτην εὐθύνην”, τήν ὁποίαν ἀναμένει ἀπό τούς χριστιανούς ὁ Θεός, παραδώσας ἑαυτόν εἰς τόν “Ἅδην τῆς μετανοίας”, ὡς χαρακτηριστικῶς γράφει εἰς τά συγγράμματα αὐτοῦ, διά νά γίνῃ τοιουτοτρόπως ὅμοιος πρός τόν Χριστόν, τόν κατελθόντα εἰς τόν Ἑαυτοῦ “Ἅδην τῆς ἀγάπης”. Συνεπῶς, ἡ ὑψηλή θεολογία τοῦ π. Σωφρονίου, ἥτις καί μεγάλως ἐδόξασεν αὐτόν, δέν ἦτο καρπός ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν καί ψιλή διανοητική ἐνασχόλησις. Ἦτο ἀληθῶς τό ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός καρδίας του, κεκαθαρμένης διά τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καί τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους ἀφικνουμένης μετανοίας του.
Γενόμενος “νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν”, ἐπάσχιζεν ὁ ἀοίδιμος νά ποιήσῃ πάντας κοινωνούς τῆς ἰδίας κενωτικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τήν θείαν μέθεξιν...
Ἡ ὅρασις τοῦ θείου φωτός, τό ὁποῖον ἐπεσκέφθη αὐτόν ἤδη ἐκ τῆς νεότητός του, ὅτε ἔζη ἐν τῇ Δύσει, ὡδήγησεν αὐτόν εἰς τόν Ἱερόν Ἄθωνα, τήν κληρουχίαν ταύτην τῆς καθ’ ἡμᾶς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό καταφύγιον τῆς σωτηρίας καί τόπον ἁγιασμοῦ πλείστων θεοφιλῶν ψυχῶν. Ἐκεῖ παρεδόθη εἰς τήν ἄσκησιν καί τήν ἀδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, ὑπό τήν ἀσφαλῆ καθοδήγησιν τοῦ ἐν ὁσίοις πατρός ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου. Ἠκολούθησε τόν Κύριον συναποθνήσκων μετ’ Αὐτοῦ διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ἐγνώρισε Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Χριστόν, ὡς ὁ πνευματικός του πατήρ, καί, ὁμοιωθείς πλήρως πρός Αὐτόν κατά τά παθήματα, συνανέστη μετά τοῦ Κυρίου καί ἐδέχθη “τοιοῦτον φῶς, τοιαύτην δύναμιν ζωῆς καί σοφίαν”, αἱ ὁποῖαι μόνον παρά τῆς Πηγῆς τοῦ φωτός καί τῆς ζωῆς δύναται νά προέλθουν.
Ὅμως, ἡ ἀνεξιχνίαστος Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν ἀφῆκε τόν Γέροντα νά τελειώσῃ τήν ζωήν του εἰς τόν ἱερόν Ἄθωνα, ὡς ἐπεθύμει. Ἔπρεπε νά τεθῇ ὁ λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν, ἵνα λάμπῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτως, ἐπορεύθη εἰς τήν Δύσιν, ἔνθα θά ἔλαμπεν οὐχί ὡς λύχνος ἀλλ’ ὡς ἀστήρ ὑπέρλαμπρος καί νά ὁδηγήσῃ εἰς τό φῶς τῆς θεογνωσίας πλῆθος ἀπεγνωσμένων ψυχῶν, ποθουσῶν τόν Κύριον. Ἐκεῖ, ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἥν ὑπερηγάπα καί βαθέως ἐσέβετο, ἵδρυσεν ἀληθῶς μίαν “καινήν πολιτείαν”, ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεν-τηκοστῆς, ἔνθα μοναχοί καί ἁπλοῖ πιστοί ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων, συνήρχοντο καί συνέρχονται ἄχρι τοῦδε ἐπί τό αὐτό, ζῶντες καί ἀναπνέοντες διά τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τό κοινόν ποτήριον.
Ἡ ἀνύστακτος ποιμαντική μέριμνά του καί τό μέγα χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὅπερ ἐκόσμει αὐτόν, συνήνωναν ἀρραγῶς τοσοῦτον διαφορετικῶν καταβολῶν ἀνθρώπους καί αὐτή ἡ αἴσθησις τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος ἐβιοῦτο ἔτι ἐντονώτερον κατά τήν ὑπό τοῦ Γέροντος ἱερουργίαν τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας, ἡ ὁποία ἦτο ἕν ἀνεπανάληπτον καί συγκλονιστικόν γεγονός διά πάντας τούς συμμετέχοντας»[1].
   Τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν πρόλογο τοῦ Πατριάρχη εἶναι μιά προστατευτική ἀσπίδα γιά πολλές ἀπό τίς ἐπιθέσεις πού δέχθηκε ὁ Γέροντας. Ἰσχυρό πόλεμο δέχθηκε γιά τόν τύπο τῆς Μονῆς του, ὁ ὁποῖος ὅπως λέει ὁ ἴδιος δέν προβλέπεται ἀπό τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιβλήθηκε ὅμως ἀπό τίς συνθῆκες τῆς Ἀγγλικῆς κοινωνίας καί νοοτροπίας. Τό σημαντικό στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι τήν ἰδιομορφία τῆς Μονῆς του δέν τήν ἐπέβαλε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μόνος, χωρίς τήν ἔγκριση τῆς κανονικά προϊσταμένης του ἀρχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού γράφει γιά τό θέμα αὐτό ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης: «Ἐκεῖ [εἰς τήν Δύσιν], ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἥν ὑπερηγάπα καί βαθέως ἐσέβετο, ἵδρυσεν ἀληθῶς μίαν “καινήν πολιτείαν”, ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεντηκοστῆς, ἔνθα μοναχοί καί ἁπλοῖ πιστοί ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων, συνήρχοντο καί συνέρχονται ἄχρι τοῦδε ἐπί τό αὐτό, ζῶντες καί ἀναπνέοντες διά τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τό κοινόν ποτήριον». Ἡ Ἱερά Μονή, λοιπόν, τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας εἶναι «ὑπό τήν εὐλογίαν καί σκέπην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας».
Παρά ταῦτα ὑπήρξαν καταγγελίες πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες ὅμως τέθηκαν στό ἀρχεῖο, λόγῳ τῆς θαυμαστῆς ἀκτινοβολίας τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δέν σκανδαλίζει κανέναν μέ τήν ἰδιομορφία της, ἀλλά πολλούς ἑλκύει στήν ἡσυχία, πού εἶναι λήθη τῶν κάτω, ἀπόθεση τῶν θνητῶν καί ἐμπαθῶν νοημάτων καί μύηση στά ἄνω.
Καρδιά τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, ὅπως τήν βίωσαν στόν Ἄθωνα ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές μέ βάση τίς ὁδηγίες τοῦ Γέροντος, ἐπιδιώκουν νά ζοῦν στά κελλιά τους μέ βαθύ πένθος καί νοερά προσευχή, ἐνῶ ἔξω ἀπό τά κελλιά τους μέ τούς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς νά «συμπεριφέρονται σάν Ἄγγλοι», μέ εὐγένεια, προσωπικό ἐνδιαφέρον καί λεπτότητα.
Μέ τέτοιο τυπικό ἡ Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ ἔχει γίνει ὄντως «ἕν νέον ὑπερῷον τῆς Πεντηκοστῆς», τόπος πού ἀναπαύει ἀνήσυχα πνεύματα «διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καί παραδόσεων», πού ἐνεργοποιεῖ ἀδρανεῖς συνειδήσεις, πού δημιουργεῖ ἐκπλήξεις σέ ράθυμες ψυχές, τίς ὁποῖες αἰχμαλωτίζει στήν μνήμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καί στήν τεθλιμμένη ὁδό τῶν ἐντολῶν του, τήν ὁποία αἰσθάνονται μέσα στήν ἔκπληξη ὡς λεωφόρο φωτός.
λη αὐτή ἡ θερμή καί εἰρηνική ἀτμόσφαιρα, ἡ μυστικά ἐκρηκτική, ἀλλά καί ἔντονα ἑλκτική, εἶναι κληρονομιά τοῦ Γέροντος Σωφρονίου· κληρονομιά τῆς πνευματικῆς του ἀρχοντιᾶς καί τῆς ἀπελευθέρωσής του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀπό τά «καυσούμενα» στοιχεῖα καί τήν ἐξουσία τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ζοῦσε τήν ἐλευθερία ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος ὑπάκουσε στόν Πατέρα καί ἀγάπησε τόν κόσμο ἕως θανάτου.
Βεβαίως καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ὁ τύπος τῆς Μονῆς πού ἵδρυσε δέν εἶναι κάτι τό συνηθισμένο καί ὅτι δέν τόν συστήνει, οὔτε τόν ἐπιβάλλει ὡς πρότυπο σέ κανένα. Ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνάγκης σέ ἕνα ὁρισμένο τόπο καί χρόνο.
    Πολύ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ μαρτυρία γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Σέρβου Ἐπισκόπου πρώην Ἑρζεγοβίνης Ἀθανασίου Γιέφτιτς.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος, μαθητής καί πνευματικό τέκνο τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐκφράζει, μέ αὐτά πού καταθέτει, τήν σχέση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς πού ἔλαβε ἀπό τόν πνευματικό του πατέρα, μέ τήν πνευματική κληρονομιά τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι καί οἱ δύο αὐτές «κληρονομιές», οἱ ὁποῖες μποροῦν μέ κοσμικά κριτήρια νά χαρακτηρισθοῦν σλαβορθόδοξες, ἔχουν πολύ στενή σχέση μέ τήν ἑλληνόφωνη καί τήν οἰκουμενική Ὀρθοδοξία, γιατί εἶναι ἐνταγμένες μέσα στήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ἔχουν ἀκρογωνιαῖο λίθο τόν Χριστό καί ἐποικοδομοῦν πάνω στό θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν. Ἔτσι ἀνοίγουν στούς «κληρονόμους» τους τόν δρόμο γιά τήν βίωση τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔξω ἀπό ἀφελεῖς οἰκουμενιστικούς συναισθηματισμούς καί μακριά ἀπό κοντόφθαλμες ἐθνικιστικές ἐπιδιώξεις, χωρίς αὐτό νά σημαίνη ὅτι ὁ καθένας δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά καυτά προβλήματα τοῦ τόπου του.
Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος γνώρισε τόν Γέροντα Σωφρόνιο πρῶτα ἀπό τά πολυγραφημένα γραπτά του καί πολύ ἀργότερα προσωπικά, μέσα σέ δύσκολες συνθῆκες τῆς Σερβίας, μέ πολλούς πειρασμούς: ἐκκλησιαστικούς, ἐθνικούς καί προσωπικούς.
ς τόν παρακολουθήσουμε λοιπόν στό πῶς ἐκφράζεται γιά τόν π. Σωφρόνιο. Τό κείμενο ἀπό τό ὁποῖο πήραμε τά ἀποσπάσματα ἦταν εἰσήγηση σέ Διεθνές Συνέδριο πού ὀργάνωσε ἡ Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ θέμα: Γέροντας Σωφρόνιος ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός. Γράφει ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος:
«Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος βαθύτατος, πολυδιάστατος, πολύπλοκος. Τόν γνώρισα πρῶτα ἀπό τό βιβλίο του γιά τόν ἅγιο Σιλουανό, πού τό εἶχε στείλει στόν Γέροντα Ἰουστῖνο (Πόποβιτς). Τό διάβασα στίς ἀρχές τοῦ 1960 σέ πολυγραφημένη ρωσική ἔκδοση τῶν Παρισίων, πού ἀργότερα κυκλοφόρησε τυπογραφημένη. Θαύμασα τόν πλοῦτο καί τῶν δύο· καί τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἐντυπωσίασε περισσότερο κατά τήν προσωπική μου συνάντηση μέ τό Γέροντα Σωφρόνιο, ἀργότερα τό 1992, ἕνα περίπου χρόνο πρίν ἀναχωρήσει γιά τόν οὐρανό, εἶναι ὅτι ἦταν ἄνθρωπος βαθιά διψασμένος γιά τήν ἀληθινή ζωή, βαθιά διψασμένος γιά τό Ζῶντα Θεό καί ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, μιᾶς ἐπώδυνης καί χαροποιοῦ ἀγάπης»[2].
Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος ἐπανέρχεται σέ ἄλλο σημεῖο τῆς εἰσήγησής του στήν ἐμπειρία τῆς ἐξομολόγησής του στόν Γέροντα Σωφρόνιο καί ἀναφέρεται στήν αἴσθηση τῆς χάριτος πού ὁ Γέροντας ἀκτινοβολοῦσε. Γράφει:
«Ὅταν τόν Φεβρουάριο τοῦ 1992 ἐπισκέφθηκα τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἐπίσκοπος καί ἐξομολογήθηκα (εἶχε ἀρχίσει ἤδη ὁ πόλεμος στήν Βοσνία), ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε τήν πιό βαθιά ἐντύπωση ἦταν κυρίως αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος πού ἀκτινοβολοῦσε ἀπό αὐτόν. Ἡ μοναχική ζωή, ὅλος ὁ ἀγώνας, ἡ ἄσκηση “ПОДВИГ” –ὡραία σλαβική λέξη πού σημαίνει κίνηση πρός τά ἐμπρός καί κίνηση πρός τά ἄνω– γίνεται γιά τόν σκοπό αὐτό· νά γευθοῦμε τήν χάρη καί τήν ἀγάπη τοῦ Ζῶντος καί Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ...
Ἡ χάρη, λέγει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, μᾶς διατηρεῖ σέ ζωντανή κοινωνία μέ τόν Θεό, ἐνῶ ἡ προσευχή καί ὅλες οἱ ἀσκήσεις ἀνοίγουν τό εἶναι μας στόν Θεό, ἔτσι πού νά μήν κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας, στή φτώχεια, στή μηδαμινότητά μας. Ἀλλοιῶς εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως... Καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε αὐτήν τήν χαρά τῆς συναντήσεως μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος, μᾶς τήν ἔδειξε καί τήν ἔδωσε. Εἶναι πολύ φοβερό νά κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ζοῦσε τόν κίνδυνο τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ μας ἀλλά ζοῦσε καί τή χαρά τοῦ ἐν μετανοίᾳ ἀνοίγματός μας πρός τό Ζῶντα Θεό»[3].
Στό παραπάνω ἀπόσπασμα ὑπογραμμίζουμε τήν πολύ χαρακτηριστική καί ἀποκαλυπτική ἔκφραση: «ἐκεῖνο πού μοῦ ἔκανε τήν πιό βαθιά ἐντύπωση ἦταν κυρίως αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος πού ἀκτινοβολοῦσε ἀπό αὐτόν» καί τήν παρεμφερῆ σέ νόημα, ἀλλά μᾶλλον ἀποκαλυπτικότερη: «ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε αὐτήν τήν χαρά τῆς συναντήσεως μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος, μᾶς τήν ἔδειξε καί τήν ἔδωσε». Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρία ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, εἶναι φυσικό νά τόν θεωρῆ δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν κόσμο. Γράφει σχετικά:
«Ἀποτελεῖ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία καί γιά ὅλον τόν κόσμο ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Βασική μαρτυρία του εἶναι ὅτι, ἐάν ἡ ζωή μας, ἀκόμη καί ἡ μοναχική, δέν εἶναι ζωή ἐν χάριτι, ζωή τῆς ἰδίας θείας χάριτος, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ζωή πού μᾶς δίνει ἡ εἰλικρινής καί ὀρθή πίστη, τό ἅγιο Βάπτισμα, ἡ Θεία Εὐχαριστία, τότε εἴμαστε πτωχοί καί γυμνοί»[4].
   Πολύ σημαντική μαρτυρία γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ρώσου Ἀρχιμανδρίτου Ἀλυπίου Kastalskij τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου.
Ἡ μοναχική ζωή καί ἡ συγγραφική δραστηριότητα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πραγματοποιήθηκαν μακριά ἀπό τήν Ρωσία καί συμπίπτουν μέ τήν ταλαιπωρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀπό τίς ἀθεϊστικές ἐπιλογές τῆς κομμουνιστικῆς κυβέρνησης τῆς χώρας. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Γέροντα μέ τούς Ρώσους πιστούς δέν ἦταν εὔκολη. Αὐτό δημιούργησε μιά ἀπόσταση, μέσα στήν ὁποία φύτρωσαν κάποιες παρεξηγήσεις σχετικά μέ τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐμπειρίας τοῦ π. Σωφρονίου, καθώς καί τήν ὠφελιμότητα τῶν συγγραμμάτων του. Ἄς παρακαλουθήσουμε ὅμως τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀλύπιο:   
«Τό ὄνομα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου ἔγινε γνωστό στή Ρωσία μετά τήν ἔκδοση στό Παρίσι τοῦ βιβλίου “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”. Αὐτό τό βιβλίο ἔφτασε μέ παράνομο τρόπο στήν Σοβιετική Ἕνωση καί προκάλεσε συγκλονιστική ἐντύπωση στόν πιστό λαό καί, ἰδιαίτερα, στήν νεολαία, ἡ ὁποία στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ἄρχισε νά μετέχει στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τίς ἀπαγορεύσεις τῶν διωκτικῶν ἀρχῶν στήν διάδοση τῆς πνευματικῆς λογοτεχνίας, τό βιβλίο τοῦ πατρός Σωφρονίου ἀντιγράφτηκε σέ χιλιάδες ἀντίτυπα καί διαδόθηκε ἀνάμεσα στούς ὀρθοδόξους. Πολλές φορές εἶχε ἀκουστεῖ ὅτι ἄνθρωποι πού βρίσκονταν μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν διάβασαν τό βιβλίο “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”, ἄλλαξαν τήν ζωή τους καί ἔγιναν ἔνθερμοι χριστιανοί. Μέσα στήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σεργίου ὑπάρχουν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ὑπό τήν ἐπίδραση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἄφησαν τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ἔγιναν μοναχοί»[5].
Αὐτή ἡ ἐπίδραση τῆς προσωπικότητας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, δημιούργησε ἐνδιαφέρον γιά τόν ἄγνωστο ἕως τότε συγγραφέα, ἀλλά καί σεβασμό πρός τό πρόσωπό του. Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού σημειώνει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος:
«...Στόν ἀναγνώστη δέν μποροῦσε νά μή γεννηθεῖ τό ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ πατέρας Σωφρόνιος; Πῶς κατόρθωσε τόσο βαθιά νά κατανοήσει τήν ἐξαίρετη προσωπικότητα τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ; Ἀπό ποῦ ἀπέκτησε ὁ πατέρας Σωφρόνιος τέτοια ἄνεση στήν περιγραφή τῶν δύσκολων ζητημάτων τῆς Θεολογίας καί τῆς ἀσκητικῆς;
Ἄν τό “ὅμοιο γνωρίζεται ἀπό τό ὅμοιό του” καί μονάχα τό πνευματικό μπορεῖ μέ ἀσφάλεια νά ἀναφερθεῖ στό πνευματικό, τότε γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἦταν ἄξιος μαθητής τοῦ διδασκάλου του καί ὁ ἴδιος βρισκόταν σέ ὑψηλό ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς»[6].
μως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος δέν μποροῦσε νά ἔχη ζωντανή ἐπαφή μέ τούς Ρώσους ἀναγνῶστες του, οἱ ὁποῖοι τόν γνώριζαν ὡς πνευματικό συγγραφέα, δέν τόν γνώριζαν ὅμως ὡς ἔμπειρο πνευματικό πατέρα. Γι’ αὐτό ὅταν ἀργότερα κυκλοφόρησε τό ἐξομολογητικό –μέσα σέ πνεῦμα ταπείνωσης καί διάκρισης– βιβλίο του Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, καθώς καί τό βιβλίο του Περί προσευχῆς, δέν μπόρεσαν ὅλοι στήν Ρωσία νά σηκώσουν τό ἀποκαλυπτικό βάρος τους. Ἔτσι δέν ἔλλειψαν οἱ ἀντιδράσεις –ἐλάχιστες καί χωρίς ἀποδεικτικά στοιχεῖα– οἱ ὁποῖες καθυστέρησαν τήν εὐρεῖα διάδοση αὐτῶν τῶν δύο βιβλίων στούς Ρώσους ἀναγνῶστες. Γιά τίς ἀντιδράσεις αὐτές ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος γράφει:
«Δυστυχῶς, μερικοί ἀναγνῶστες στήν Ρωσία, ἀνάμεσά τους καί ὁ διάσημος καθηγητής Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ καί μερικοί ἰδεολογικά προσκείμενοι πρός αὐτόν ἱερεῖς, εἶδαν μέ δυσπιστία τό πνευματικό ἔργο τοῦ Γέροντα καί τοῦ ἄσκησαν δριμεία κριτική. Κατηγόρησαν τόν ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο γιά ὑπερηφάνεια, κενοδοξία καί ἀκόμα γιά πνευματική μαγεία. Ἔτσι, ὁ καθηγητής πού ἀναφέραμε προηγουμένως ἔγραφε: “Γιά μένα δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ βαθιά καί συνάμα πολύ λεπτή πνευματική μαγεία. Σέ μένα αὐτό ἔγινε ὁλοφάνερα ἀντιληπτό μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου “Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι” καί τοῦ βιβλίου “Περί προσευχῆς”. Θά πρέπει νά εἴμαστε σέ μεγάλο βαθμό προσεκτικοί στά συγγράμματα αὐτῶν πού ἀκόμα δέν ἔχουν τό ἀδιαφιλονίκητο κύρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως καί ἐκεῖ δέν μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε χωρίς ἕνα “ἀλλά”. Σήμερα παρατηρεῖται μία τάση νά ἁγιοποιοῦνται ἄνθρωποι πού ἀμφισβητοῦνταν. Ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος τιμᾶ τόν Σαχάρωφ ὡς ἅγιο. Τό πνεῦμα μαγείας ἐπιχειρεῖται νά ἐπικυρωθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, φτάνοντας σέ σημεῖο νά τιμοῦν τούς Φραγκισκανούς, τούς Καθαρούς, τήν μητέρα–Τερέζα καί ἄλλους”. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ κατηγόρησε ὄχι μόνο τόν Γέροντα ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιο Ὄρος γιά διάδοση πνεύματος μαγείας. Κανένα σοβαρό θεολογικό ἐπιχείρημα δέν παρουσιάζει ὅμως πού νά στηρίζει τήν γνώμη του»[7].
Θεωροῦμε ὅτι εἶναι χρήσιμος ἕνας σύντομος σχολιασμός τῆς ἀντίδρασης τοῦ καθηγητῆ Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ.
Εἶναι καταπλητική ἡ ὁμοιότητα τῶν ἀπόψεων τοῦ Ὀσίπωφ καί τοῦ π.Ἰ.Δ.. Ὁ π.Ἰ.Δ. χαρακτηρίζει, χωρίς συστολή καί φόβο Θεοῦ: «κακόδοξα, δαιμονοληπτικά καί παρανοϊκά» ὅσα ἔγραψε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος[8] καί ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γέροντας βρισκόταν «σέ βαθιά καί συνάμα πολύ λεπτή πνευματική μαγεία». Καί οἱ δύο βάλλουν κατά τῶν «ἁγιοποιήσεων» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ὁ π.Ἰ.Δ. βάλλει κατά τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος, κατά τήν ἄποψή του, «διακηρύσσει αὐθαιρέτως» ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος «εἶναι “ἅγιος” καί ὡς ἅγιον τιμᾷ αὐτόν. Ἐδῶ πρόκειται περί πραξικοπηματικῆς ἀνακηρύξεως “ἁγίου” καί ὄχι περί κανονικῆς ἀναγνωρίσεως»[9], ἐνῶ ὁ Ὀσίπωφ βάλλει κατά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ, ὅπως ἰσχυρίζεται, «ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος τιμᾶ τόν Σαχάρωφ [π. Σωφρόνιο] ὡς ἅγιο» καί μέ αὐτόν τόν τρόπο «τό πνεῦμα μαγείας ἐπιχειρεῖται νά ἐπικυρωθεῖ».
μως, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου δέν «διακηρύσσει αὐθαιρέτως» καί δέν ἀνακηρύσσει πραξικοπηματικά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἅγιο, ἀφοῦ δέν τόν τιμᾶ μέ ἐκκλησιαστικές τελετές ὡς ἅγιο. Δίνει τήν προσωπική του μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Οὔτε τήν εἰκόνα του κατασκεύασε οὔτε ἀκολουθία του συνέθεσε, οὔτε καλεῖ τόν λαό σέ λατρευτική σύναξη κατά τήν ἐτήσια μνήμη του. Ὀφείλει ὅμως νά καταθέση τήν προσωπική του μαρτυρία, ἡ ὁποία θά κριθῆ μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανά της. Ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναγνωρίζεται μέ βάση τίς προσωπικές μαρτυρίες πού ὑπάρχουν. Οἱ μαρτυρίες προηγοῦνται τῆς ἐπίσημης ἀναγνωρίσεως. Γιά νά τό καταλάβη αὐτό κανείς δέν χρειάζεται ἰδιαίτερο πνευματικό χάρισμα, οὔτε μεγάλης ἰσχύος διανοητική ἐνέργεια.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ, ὅπως γράφει ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος, «κατηγόρησε ὄχι μόνο τόν Γέροντα ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιο Ὄρος γιά διάδοση πνεύματος μαγείας», χωρίς νά προσκομίζει «κανένα σοβαρό θεολογικό ἐπιχείρημα πού νά στηρίζει τήν γνώμη του». Νά προσθέσουμε ὅτι πρίν ἀπό ὅλα κατηγόρησε τό Ἅγιον Ὄρος γιά ἔλλειψη κριτηρίων τῆς ἁγιότητος.  Εἶναι ὅμως μεγάλη προπέτεια νά θεωρῆ κανείς ὅτι τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος ὑπάρχουν στό πανεπιστημιακό σπουδαστήριο καί δέν ὑπάρχουν στά σπήλαια καί στά κελλιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στίς ἀσκητικές παλαίστρες τῶν παραδοσιακά ἀσκουμένων μοναχῶν, τήν στιγμή μάλιστα πού εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστή ἡ ἄκρως ὑπερβολική δυσπιστία τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων στήν ἁγιότητα τῶν ζώντων, ἀλλά καί στίς ἀποδείξεις τῆς ἁγιότητος τῶν κεκοιμημένων.
 Γι’ αὐτούς πού γνωρίζουν ἔστω καί ἐλάχιστα τό ἦθος τῶν ἁγιορειτῶν, ὅταν αὐτό τό «δύσπιστο» Ἅγιον Ὄρος, καί μάλιστα μέ τίς κορυφαῖες του στά τελευταῖα χρόνια μορφές, δέχεται ὡς γνήσια τήν θεοπτική ἐμπειρία τοῦ  Γέροντος Σωφρονίου καί τόν τιμᾶ, ὅπως λέει ὁ Ὀσίπωφ, ὡς ἅγιο, σημαίνει ὅτι ἡ ἀσκητική θεωρία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι πέρα γιά πέρα φιλοκαλική, τελείως ξένη πρός τά «πνεύματα» τῆς «μαγείας», πού ἔχει στό νοῦ του ὁ καθηγητής Ὀσίπωφ. Εἶναι ἐμπειρία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐνδεχόμενη ὕπαρξη μερικῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν μέ προβληματισμούς γιά τόν Γέροντα δέν ἀνατρέπει τόν κανόνα καί τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
ἀντίδραση τοῦ καθηγητῆ Ἀ. Ἰ. Ὀσίπωφ, χωρίς θεμέλια στήν ἀσκητική ἐμπειρία, σύντομα ἔσβησε, ἀφοῦ ὅμως πρός καιρόν δημιούργησε ἀναταραχή σέ ἀρκετές συνειδήσεις. Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τά πράγματα ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀλύπιος:
«Οἱ κριτικές πού ἐμφανίστηκαν στόν ἐκκλησιαστικό τύπο, ἔφεραν ἀναταραχή στούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους καί καθυστέρησαν τήν διάδοση τοῦ βιβλίου στήν Ρωσία. Ἔτσι, ὁ ἡγούμενος ἑνός γνωστοῦ μοναστηριοῦ θεώρησε ὅτι φαινόταν πώς τό βιβλίο περιεῖχε κάποια περίεργη αἵρεση καί διέταξε τούς ἀδελφούς μοναχούς του νά τό κάψουν στήν αὐλή του. Τώρα ὅλη αὐτή ἡ πολεμική πέρασε στό παρελθόν. Τό 2006 ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος–Ἁγίου Σεργίου ἐξέδωσε τό βιβλίο “Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι” σέ 10.000 ἀντίτυπα καί καμία νέα παρεξήγηση μέ ἀφορμή αὐτό δέν προέκυψε ξανά.
Στήν σύγχρονη Ρωσία ἔχουν ἐκδοθεῖ ὅλες οἱ γνωστές στήν Δύση ἐργασίες τοῦ Γέροντα, οἱ ὁποῖες παρουσιάζουν ζήτηση, μονίμως ἐπανεκδίδονται καί ἀποκτοῦν ὅλο καί μεγαλύτερη δημοσιότητα. Οἱ βασικοί ἐκδότες τῶν βιβλίων τοῦ Γέροντα Σωφρονίου στήν Ρωσία εἶναι ἡ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος–Ἁγίου Σεργίου, πού τυπώνουν τά βιβλία του μέ τήν εὐλογία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας καί πάσης Ρωσίας Ἀλεξίου II, καί οἱ ἐκδόσεις “Προσκυνητής”. Τά συνολικά ἀντίτυπα τῶν βιβλίων τοῦ ἀρχιμανδρίτη Σωφρονίου, πού κυκλοφόρησαν στήν Ρωσία, δέν μποροῦν νά προσδιοριστοῦν ἐπακριβῶς. Ἕνα ἀπό τά βιβλία, “Ὁ Γέροντας Σιλουανός”, ἐκδόθηκε στήν Ρωσία σέ περίπου 1.000.000 ἀντίτυπα»[10].
Γέροντας Σωφρόνιος πέρασε μέ τά βιβλία του στό ὀρθόδοξο πλήρωμα τῆς Ρωσίας διά «πυρός»· αἰσθητοῦ πυρός, ἀλλά καί πυρός σκληρῶν καί ἀθεμελίωτων κριτικῶν, ὄχι μόνο τῶν συγγραφῶν του, ἀλλά καί τῆς πνευματικῆς του ἐμπειρίας. Ὅμως ἐπειδή «τό ἀληθινό ἐπιβάλλεται μέ τήν παρουσία του», σύντομα οἱ ἀντιδράσεις ἀτόνισαν καί σίγησαν καί οἱ συμπατριῶτες τοῦ Γέροντος γεύονται τώρα τούς πνευματικούς καρπούς τῶν συγγραφικῶν του κόπων.
σχέση ὅμως τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ τήν Ρωσία δέν ἐξαντλεῖται στήν κυκλοφορία καί μελέτη τῶν βιβλίων του. Ὁ Γέροντας εἶχε προσωπικό ἐνδιαφέρον γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή τῆς πατρίδας του καί σέ κάποια συγκεκριμένη κρίσιμη στιγμή μάλιστα, ὅταν τοῦ ζητήθηκε, ἔδωσε τήν δική του ἐκκλησιολογική μαρτυρία.
Γέροντας εἶχε μεγάλη εὐαισθησία στό θέμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Γνώριζε τί σημαίνουν τά σχίσματα καί οἱ παρασυναγωγές. Γνώριζε ποίου πνεύματος εἶναι, ποιός λανθανόντως τίς καθοδηγεῖ. Γνώριζε ὅτι οἱ ἀποσχιζόμενοι ἀπό τήν Ἐκκλησία χωρίζονται ἀπό τόν Χριστό. Γι’ αὐτό, ὅταν μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ρωσία ἐκδηλώθηκαν διάφορες ἀμφισβητήσεις τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσίας, πού μποροῦσαν νά ὁδηγήσουν σέ σχίσματα, ἡ ἐπέμβασή του σέ ἀνθρώπους πού ζήτησαν τήν γνώμη του ἦταν καθοριστική. Ἡ περιγραφή τῶν γεγονότων ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἀλύπιο καί ἡ ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πού παραθέτει, δείχνουν τόν σεβασμό τοῦ χαρισματούχου Γέροντα στά χαρίσματα πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά τήν συγκρότηση τοῦ Θεανθρώπινου ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Δείχνουν ὅτι ἡ ἀσκητική του συντελεῖται ἐν τῷ Χριστῷ καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἔξω ἀπό αὐτήν –μακριά ἀπό τό ὠμόφορο τοῦ Πατριάρχη– ἔξω ἀπό τόν χαρισματικά καί ἱεραρχικά διαρθρωμένο ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἄς παρακολουθήσουμε τί γράφει ὁ π. Ἀλύπιος:
«Ὁ ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, μεγάλος ἀσκητής, θεολόγος καί πνευματικός συγγραφέας, κατόρθωσε νά ἐνηλικιωθεῖ ἐν Χριστῷ, ὥστε νά πάψουν νά ἐπικρατοῦν ὁποιεσδήποτε ἐθνικές διαφορές καί νά μή διακρίνονται “οὔτε Σκύθης οὔτε Ἰουδαῖος ἤ Ἕλλην”. Ἀλλά τό γεγονός ὅτι εὑρισκόμενος ἤδη σέ προχωρημένη ἡλικία καί μέ βεβαρυμένη σωματική ὑγεία, ὀκτώ φορές ἐπισκέφτηκε τήν Ρωσία, μαρτυρεῖ τό πόσο ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του καί τόν λαό του. Δέν διέκοψε τήν πνευματική σχέση μέ τήν Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία...
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ρωσία ξεχύθηκε ἕνα ὁλόκληρο ρεῦμα ἀπό ἀπρόσκλητους ἱεραποστόλους ἀπό τίς ΗΠΑ, τήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωκαν νά διασπάσουν τήν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νά ἐλέγχουν πνευματικά τόν ρωσικό λαό, νά διακόψουν τήν ἐπαφή του μέ τήν Ὀρθοδοξία τῶν προγόνων του καί νά προσηλυτίσουν αὐτόν σέ μία σειρά ἀπό νεομοδίτικες ψευδοχριστιανικές διδασκαλίες. Σέ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς στό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας προέτρεπε ὅλα τά τέκνα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νά μείνουν συσπειρωμένα κάτω ἀπό τό ὠμόφορο τοῦ Πατριάρχη. Ἕνας ἀπό τούς Ρώσους πνευματικούς μοιράστηκε μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο τίς ἀμφιβολίες του πού προκλήθηκαν ἀπό ὁρισμένα ἀρνητικά γεγονότα στήν ζωή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας στήν ἀπάντησή του ἔγραψε: “... Ἱκετεύω τήν ἁγιότητά σας νά εἰσακούσει τήν φωνή μου πού εἶναι αὐτή ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου: Μείνετε πιστοί μέ ὅλες τίς δυνάμεις σας μόνο στό Πατριαρχεῖο. Συνεχίστε ἀκόμα καί μέχρι “ὁμολογίας” (γιά νά μήν πῶ μαρτυρεῖστε ἀκόμα καί μέχρι θανάτου). Ἡ σωτηρία βρίσκεται μονάχα ἐκεῖ. Ὅλες οἱ ἄλλες κινήσεις, παρότι ἐξωτερικά στήν ὄψη μοιάζουν μέ εὐσεβεῖς, ἀνήκουν σέ δυτικούς ἐχθρούς. Μέ αὐτές θά ἔρθει μόνο τό σχίσμα, τό μίσος καί ἡ ἀπώλεια ὅλων.
Σᾶς γράφω μέ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ὑπευθυνότητάς μου ἀπέναντι στόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία πού ἔχει ἁγιασθεῖ ἀπό τό πολύτιμο Αἷμα τοῦ Ἐνσαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὅποια καί ἄν εἶναι τά ἄλυτα προβλήματα, μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει τόν δρόμο τῆς ἀληθείας. Αὐτό ἔλεγε ὅταν ζοῦσε καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἔτσι μιλοῦσε ὑπό τήν καθοδήγησή Του καί ὁ Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι σκέφτονται ὅλοι οἱ ἀσκητές πού πραγματικά παλεύουν νά ἐπωμισθοῦν τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν γενεῶν”»[11].
Μιά τέτοια προσωπικότητα, ὥριμη ἐν Χριστῷ, παρά τίς πρός καιρόν μικρόψυχες κριτικές, πού τάραξαν κάποιες συνειδήσεις, ἦταν ἀδύνατον νά μήν ἑλκύση τήν ἀγάπη, τόν σεβασμό καί τήν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ, πού διψοῦσε τήν γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἀπό τόν βαθύ σεβασμό ὁ λαός ἔφθασε στό νά εὐλαβῆται τόν Γέροντα Σωφρόνιο, γιατί βλέπει σ’ αὐτόν ἁπτά τά ἀποτελέσματα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. 
Κλείνουμε τήν ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μέ αὐτά πού μᾶς καταθέτει ὁ π. Ἀλύπιος γιά τήν εὐλάβεια πολλῶν Ρώσων πρός τόν Γέροντα:
«Πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ Γέροντα Σωφρονίου στίς προσευχές τους καί ἐλπίζουν στήν σύντομη ἀναγνώρισή του. Στήν Ρωσία ἤδη διεξάγονται προσπάθειες γιά νά ἑτοιμασθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ πατρός Σωφρονίου μέ τήν ἐλπίδα ὅτι στό μέλλον θά τιμᾶται ὡς ἅγιος ἀπό ὅλες τίς ἐκκλησίες»[12].


[1]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 13-14.
[2]. Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου Φωτός, σ. 106.
[3]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 110-111.
[4]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 113.
[5]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 561.
[6]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 561-562.
[7]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 563.
[8]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 44.
[9]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 49.
[10]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 565-566.
[11]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 567-568.
[12]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 568.
 
Σημ: Τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη: «Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία. Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη», σέ ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα του, διατίθεται δωρεάν ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.
  Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
13   ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 



Read more: http://www.egolpion.net/diwtis_9.el.aspx#ixzz2SLtk9t66

Γέροντας Σωφρόνιος Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι

Γέροντας Σωφρόνιος Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι



ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ,
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), 1992, Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας.
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού, Ιερομονάχου Ζαχαρίου.
Κεφάλαιον Πέμπτον
ΣΑΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙ ΤΟΥ ΑΣΑΛΕΥΤΟΥ
Ο Χριστός είναι η Ζώσα Αλήθεια: “Εγώ ειμι… η αλήθεια και η ζωή” (Ιωάν. ιδ΄ 6), Ζωή άναρχος υπό ουδενός περιοριζομένη, αδέσμευτος, συναΐδιος τω Πατρί, αχώριστος απ’ Αυτού και αδιαίρετος. Η Αγάπη και το Φως Αυτού ήγγισαν εμέ εν τη αυγή της ζωής μου. Εν τούτοις, ούτε το δώρον τούτο της χάριτος διεφύλαξεν εμέ από του ολισθήματος εις την άβυσσον του σκότους της ανυπαρξίας. Προς το τέλος της ωρίμου νεότητος διέπραξα μέγα αμάρτημα: Εγκατέλιπον Αυτόν, δια τινος κινήσεως επιπολαίου υπερηφανίας, χάριν ενός άλλου, υποθετικού Υπερ-προσωπικού Απολύτου. Καταστείλας την αγαθήν έξιν να προσεύχωμαι εις τον Θεόν της παιδικής μου ηλικίας, εφερόμην, εις ώρας υπερβατικού διαλογισμού, προς το απόλυτον Είναι. Απεξευδυόμην, ως εφαίνετο εις εμέ, πάν σχετικόν συνδεόμενον ετά ποικίλων μορφών: ορατών, αοράτων, αισθητών ή νοητών. Επιμόνως προσέφευγον εις τον γνόφον της αγνωσίας, όπως δια της απεκδύσεως παντός παρερχομένου φθάσω Εκείνο, ή Εκείνον, όστις υπερβαίνει τα όρια πάσης μεταβλητής και ασταθούς πραγματικότητος. Ενίοτε ησθανόμην “ανάπαυσιν” τινα, και απέλαυον, κατά τρόπον ουχί ψυχο-σωματικόν, της καταστάσεωςαυτής. Κατά τινα πλέον ολοκληρωτικήν ορμήν προς το ανονόμαστον πανυπερβατικόν Ον-Μη Ον, είδον τον νουν μου ως φως. Ουδέν επεδίωκον επί της γης, ει μη μόνον το Αιώνιον. Παραλλήλως επεζήτουν διακαώς να εκφράσω δια της ζωγραφικής το φυσικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει σχεδόν παν φυσικόν φαινόμενον. Την περίοδον εκείνην της ζωής μου θα ηδύνατο τις να θεωρήση πλήρη εμπνεύσεως, αλλ’ εγώ ουδόλως ενθυμούμαι αυτήν μετ’ αγάπης: Κατενόησα ότι παρεδιδόμην εις τινα ιδιότυπον “ηρεμίαν”, ήτις κατ’ ουσίαν δεν ήτο ει μη αυτοκτονία επι μεταφυσικού επιπέδου.
Εκ της νόθου ταύτης καταστάσεως ουδέποτε θα εξηρχόμην δι’ ιδίων δυνάμεων, αλλ’ ο Κύριος ηλέησε και προέφθσεν εμέ εν τη εσχάτη ίσως στιγμή. Εποίησεν Ούτος το θαύμα τούτο της ευσπλαγχνίας επισκεφθείς την καρδίαν μου, την οποίαν επί μακρόν χρόνον προσεπάθουν να αγνοήσω. Δεν γνωρίζω τίνι τρόπω να διηγηθώ την ακολουθίαν των πνευματικών γεγονότων εκείνου του καιρού. Αίφνης κατέστη εις εμέ σαφές μέχρις οφθαλμοφανείας, ότι η τεχνητή κατάδυσίς μου εις την αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την αυθεντικήν γνώσιν της Πρωταρχικής Αρχής πασών των αρχών. Δια της ασκητικής απεκδύσεώς μου από παντός σχετικού δεν επετύγχανον της πραγματικής ενώσεως μετά του υπ’ εμού Ποθουμένου. Αι μυστικαί εμπειρίαι μου έφερον αρνητικόν χαρακτήρα. Ενώπιον μου ενεφανίζετο ουχί το «Καθαρόν Είναι», αλλά ο θάνατος ολοκλήρου του είναι μου, συμπεριλαμβανομένης και της υποστατικής μου αρχής.
Η εντολή «αγαπήσεις τον Θεόν δι’ όλης της υπάρξεώς σου και τον πλησίον ως σεαυτόν» (πρβλ. Λουκ. ι΄ 27), δι’ απροσδοκήτου εις εμέ τρόπου, ωρθώθη προ του νοός μου εν τω ευαγγελικώ αυτής περιεχομένω: Η υπαρξιακή ένωσις μετά του Θεού συντελείται δια της αγάπης. Και ούτως, ό,τι παλαιότερον απέτρεψεν εμέ από του Ευαγγελίου, το «αγαπήσεις», όπερ εφάνη εις εμέ τότε, κατ’ εκείνην την παράδοξον ώραν επί της οδού της Μόσχας, ως ανάξιος ψυχισμός, νυν εισέδυσεν εις την καρδίαν και τον νουν μου ως φως αληθούς γνώσεως. Η οντολογική ένωσις πραγματοποιείται εν τη ενεργεία της αγάπης. Η Ευαγγελική έννοια της αγάπης εξέρχεται ασυγκρίτως πέραν των ορίων της ψυχικής ή της σαρκικής ημών αντιλήψεως. Ο Θεός της παιδικής μου ηλικίας επέστρεψεν εις εμέ δια του φωτός της επιγνώσεως.
Η χριστιανική ζωή θεμελιούται επί της ταυτίσεως δύο θελήσεων: της Θείας, αιωνίως ασαλεύτου, και της ανθρωπίνης, υποκειμένης εις ταλαντεύσεις. Ο Θεός αποκαλύπτει πολυτρόπως Εαυτόν εις τον άνθρωπον. Δεν παραβιάζει την ανθρωπίνην θέλησιν. Εάν μετ’ αγάπης αποδεχώμεθα την προς ημάς προσέγγισιν Αυτού, τότε συχνάκις επισκέπτεται Ούτος την ψυχήν μετά της πραότητος και της ταπεινώσεως Αυτού. Καθώς μαρτυρεί η ιστορία της χριστιανικής πίστεως, δύναται να εμφανίση Εαυτόν εις τον άνθρωπον εν μεγάλω Φωτί. Η ψυχή, θεασαμένη τον Χριστόν εν τω Φωτί της αγάπης Αυτού, ελκύεται προς Αυτόν. Δεν δύναται, ούτε και θέλει, να αντισταθή εις την έλξιν αυτήν. Εκείνος είναι Πυρ φλέγον ημάς. Πάσα προσέγγισις προς Αυτόν συνδέεται μετ’ οδυνηράς εντάσεως. Είναι φυσικόν εις την πεπτωκυίαν φύσιν ημών να αποστρέφηται τον πόνον· και ημείς σαλευόμεθα εν τη αποφάσει ημών, όπως ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού. Να παραμείνη δε τις έξω του Φωτός Αυτού, είναι ωσαύτως αποτρόπαιον. Και ούτω το πνεύμα εταλαντεύετο μεταξύ δύο θέσεων: Να αναμιχθώ δια νόθου ταπεινώσεως μετά της περιβαλλούσης εμέ πραγματικότητος και να καταδικάσω εμαυτόν εις φθοράν, ή να αποδεχθώ την φοβεράν κλήσιν του Χριστού. Ότε επέλεξα το δεύτερον, τότε ανεγεννήθην δια ζωήν εν τω Ζώντι Θεώ.
Ο Κύριος γνωρίζει μετά ποίου φόβου και τρόμου εγράφησαν πολλαί εκ των σελίδων τούτων της εξομολογήσεώς μου. Εν τω τέλει της ζωής μου τολμώ να είπω ότι οι λόγοι του τριακοστού τρίτου ψαλμού εδικαιώθησαν και εν εμοί, ουχί άπαξ: «Ούτως ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού… φοβήθητε τον Κύριον… ότι ουκ εστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις Αυτόν». Ουδόλως είναι ευχάριστον να ίδη τις εαυτόν «πτωχόν», να έλθη εις επίγνωσιν της τυφλότητος αυτού. Είναι αφόρητως μέγας ο πόνος να ακούσω την εις θάνατον καταδίκην μου, δια το ό,τι ευρίσκομαι εν τοιαύτη καταστάσει. Εν τούτοις προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου είμαι μακάριος, χάριν ακριβώς αυτής της γνώσεως της μηδαμινότητός μου (βλ. Ματθ. ε΄ 3). Η πνευματική αύτη όρασις συνδέεται μετά της αποκαλυφθείσης εις ημάς «βασιλείας των ουρανών». Οφείλω να ίδω τον Χριστόν «καθώς εστίν», ίνα παραβάλω εμαυτόν προς Εκείνον και εξ αυτής της συγκρίσεως αισθανθώ την α-μορφίαν μου. Δεν δύναμαι να γνωρίσω εμαυτόν, εάν δεν έχω ενώπιόν μου την Αγίαν Αυτού Μορφήν. Ισχυρά υπήρξε, και παραμένει εισέτι, η αποστροφή μου προς εαυτόν. Αλλά εκ της φρίκης ταύτης εγεννήθη εν αμοί προσευχή ιδιαιτέρας απογνώσεως, ήτις εβύθισεν εμέ εις θάλασσαν δακρύων. Ουδαμού διέκρινα τότε οδούς προς ίασίν μου· εφαίνετο εις εμέ ότι η δυσμορφία μου ήτο αδύνατον να μεταποιηθή εις ομοίωσιν προς το κάλλος Αυτού.
Και η παράφορος αύτη προσευχή, ήτις συνεκλόνισε την ύπαρξίν μου, είλκυσε προς εμέ την συμπάθειαν του Υψίστου Θεού, και το Φως Αυτού κατηύγασε το σκότος του είναι μου. Εν βαθεία σιγή εδόθη εις εμέ να θεωρήσω την αγαθότητα, την σοφίαν την αγιότητα Αυτού.
Δια μέσου του άδου της απελπισίας μου ήλθεν η ουράνιος λύτρωσις. Ανεδύθησαν εντός μου νέαι δυνάμεις, ετέρα όρασις, άλλη ακοή. Ηδυνήθην να γνωρίσω απερίγραπτον ωραιότητα. Εν τούτοις τούτο δεν ήτο «εμόν». Αι αμφιταλαντεύσεις εν τω είναι μου δεν είχον εισέτι παύσει: Εξέπιπτον της υπερκοσμίου ελλάμψεως και επέστρεφον εις την πτωχείαν μου. Παρά ταύτα εγνώριζον μετά βεβαιότητος ότι η Αγία Βασιλεία του Χριστού είναι η αιώνιος πραγματικότης. Την πραγματικότητα ταύτην οφείλομεν να αποκτήσωμεν δια μακροχρονίου αγώνος προσευχής: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιαστεί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια΄12).
Πρέπει να ευλογώμεν τον Θεόν, όταν αποκαλύπτηται εις ημάς αφ’ ενός μεν η ουσία της απωλείας – ουχί μόνον της επιγείου, αλλά και της αιωνίου – αφ’ ετέρου δε το ανεκδιήγητον Φως της Θεότητος. Η γραφή ομιλεί περί «αιωνίου κολάσεως» (Ματθ. κε΄46). Εις τι συνίσταται αύτη; Κατ’ ουσίαν δεν γνωρίζομεν εισέτι πάσας τας μορφάς βασάνου, τας οποίας ενδέχεται να συναντήσωμεν μετά την έξοδον ημών εκ του κόσμου τούτου. Αλλά και πάλιν η ιδία Γραφή λέγει: «…εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. η΄12). Ούτω και εγώ πιστεύω ότι η «αιώνιος κόλασις» δεν έγκειται εις το ότι εν τω άδη σκοτειναί υπάρξεις θα υποβάλλουν ημάς εις βασανιστήρια επί πυράς, αλλ’ εις το ότι θα αποδειχθώμεν ανάξιοι να εισέλθωμεν εις την Αγίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Θεού.
«Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ΄17). Τοιαύτη είναι η αρχή του κηρύγματος του Ιησού Χριστού. Δια της μετανοίας αναγεννάται εντός ημών η δύναμις της ζωής. Ανακαινίζεται η απολεσθείσα εν τη πτώσει του Αδάμ αξία του ανθρώπου. Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της αμαρτίας αποκτανθείσα ικανότης ημών να προσλάβωμεν το εκ του Θεού – της Αγίας Τριάδος – εκπορευόμενον άκτιστον Φως. Αλλά τι υπέδειξεν εις εμέ η πείρα μου; Ιδού τι: Δεκαετίαι οδυρμών επί του εσωτερικού μου νεκρού δεν κατέστησαν εμέ ασάλευτον εν τη κατά θεόν ζωή· δια της μια ή της άλλης μορφής η αμαρτία νικά εμέ.Έκαστον ολίσθημα εις την αμαρτίαν θλίβει βαθέως την ψυχήν. Εκτός τούτου, συχνάκις δεν έχομεν – δεν έχω εννοώ – την βεβαιότητα κατά πόσον είμαι δίκαιος εις τας ενεργείας μου, ή πόσον απέχω από της αληθώς αγίας ζωής. Ιδιαιτέρως αισθάνομαι τούτο εις τας ασυμφωνίας μου μετά των ανθρώπων. Ακαταπαύστως καταδιώκει ημάς η συνείδησις της ανεπαρκείας ημών και ικετεύομεν τον Κύριον: «Συγχώρησόν μοι, τω αχρείω δούλω Σου» (βλ. Λουκ. ιζ΄10). Βεβαίως, ως μοναχός εδιδάχθην να καταδικάζω εμαυτόν εις πάντα, «να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην». Το έργον όμως τούτο απαιτεί μεγάλην υπομονήν. Και μόνον δια της οδού ταύτης κατορθούται ο περιορισμός των εξαντλητικών δια την καρδίαν και τον νουν ταλαντεύσεων. Η τελεία δε σταθερότης θα εμφανισθή εις την αιωνιότητα, ως έσχατον δώρον του Θεού, του Σωτήρος ημών.
Μόνον ο Χριστός δίδει εις ημάς κατά τρόπον μοναδικόν την επίγνωσιν των επιγείων και ουρανίων πραγμάτων. Ιδού, Ούτος είπεν: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. ιστ΄ 33). Ενίκησε δε ουχί ως Θεός, Δημιουργός πάντων των όντων, αλλ’ ως άνθρωπος. Εις τούτο δε καλεί και ημάς. Ως νικητής του κόσμου ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς» (Α΄Τιμ. Β΄5) εγένετο υπερκόσμιος. Προς τοιαύτην νίκην οδηγεί η συμφώνως προς τας ευαγγελικάς εντολάς ζωή. Και ημείς οι άνθρωποι δυνάμεθα να νικήσωμεν και να γίνωμεν υπερκόσμιοι, τουτέστι θεοί, αλλ’ ουχί άλλως, ει μη μόνον εν Αυτώ και δια της Αυτού δυνάμεως. Ουδείς υπάρχει εν πάση τη κτίσει, όστις θα διήνοιγεν εις ημάς τα μυστήρια του Είναι εν τη απειρότητι Αυτού, ει μη μόνον ο Κύριος Ιησούς. Ουδείς υπάρχει, όστις θα ηδύνατο να συμπεριλάβη εις μίαν αιώνιον Πράξιν και τον Ουρανόν και την Γην και τα Καταχθόνια, ει μη ο συνάναρχός τω Πατρί Μονογενής Υιός. Εάν ακολουθώμεν οπίσω Αυτού, εν αποφάσει να παραμείνωμεν εν τω πνεύματι της διδαχής Αυτού, τότε δίδονται και εις ημάς στιγμαί κατά τας οποίας, κατηυγασμένοι υπό του Φωτός, εναγκαλιζόμεθα και ημείς εν προσευχή και την Γην και τα Καταχθόνια, έτι δε και τον Ουρανόν, και ασπαζόμεθα την Αιωνιότητα. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄8).
Έχοντες εντρυφήσει εις το πολυπόθητον Φως του Ουρανού, ευρίσκομεν και πάλιν εαυτούς εις φοβεράς καταστάσεις: Το Πνεύμα το Άιον, απομακρυνθέν αφ’ ημών, εγκάταλείπει τον οίκον ημών έρημον. Εφαίνετο ήδη εις ημάς ότι επετύχομεν του Ποθουμένου, ότι κατωπτεύσαμεν τα απ’ αιώνος απόκρυφα Μυστήρια εν τοις κόλποις της Θεότητος… και αίφνης, είμεθα εκ νέου όμοιοι προς γυμνούς επαίτας. Είμεθα μακάριοι, όταν εκ του σκότους της αγνοίας και του θανάτου μεταφερώμεθα εις το θαυμαστόν Φως· όταν όμως εκπίπτωμεν εκ του Φωτός εις το πρότερον σκότος ημών, τότε βιούμεν αυτό το σκότος μετ’ εντονωτέρας οδύνης. Θα παρέλθη ουχί βραχύς χρόνος, πριν ή αρξώμεθα να κατανοώμεν τας οδούς τουΘεού ημών. Ούτος εν τη απείρω Αυτού προς ημάς αγάπη διψά να καταστήση ημάς μετόχους του Θείου πληρώματος, αλλ’ ημείς δεν πρέπει να υπολαμβάνωμεν ως δυνατήν την επίτευξιν του πληρώματος τούτου εν τοις ορίοις της γης. Ενταύθα είμεθα πάντοτε, κατά τινα τρόπον, διεσπασμένοι: Τείνομεν δι’ όλης ημών της δυνάμεως προς την Αιωνιότητα, αλλά πειθόμεθα δια την ανικανότητα του παρόντος σώματος ημών να προσλάβη και να φέρη μετά σταθερότητος το πλήρωμα. Εις τινα στιγμήν το Φως δεικνύει εις το πνεύμα ημών την απειρότητα, ύστερον όμως αναποφεύκτως απομακρύνεται. Όντως, εις τι βάθος του υποστατικού ημών είναι αποτυπούται αμυδρώς, «ως εν εσόπτρω», το εν αστραπή εμφανισθέν Φως, αιώνιον όμως κατά την φύσιν αυτού. Ο Κύριος ανέστη, και το αναστηθέν Αυτού σώμα προσέλαβε τας ιδιότητας του πνεύματος. Επομένως, έως ότου είμεθα ενδεδυμένοι το μη εισέτι μεταμεμορφώμενον δια της αναστάσεως σώμα, δεν θα αποφύγωμεν τας οδυνηράς αμφιταλαντεύσεις κατά την πορείαν ημών επί τα ίχνη του Χριστού.
Δι’ άνθρωπον της ηλικίας μου είναι φυσικώτερον να ετοιμάζηται μάλλον δια τον θάνατον ή να συγγράφη. Και ποίος είμαι εγώ, ώστε να ομιλώ περί του πως διήλθεν η ζωή μου επί του επιπέδου του πνεύματος; Κατά το παρελθόν ουδέποτε διενοήθην παρόμοιόν τι. Επί πλέον δεν είχον την πρόθεσιν να φανερώσω την εσωτερικήν μου πορείαν. Εθεώρουν αυτήν ως αποτέλεσμα της πτώσεώς μου, της οποίας την καταχθόνιον φύσιν ανεγνώρισα βραδύτερον. Αι εσωτερικαί συγκρούσεις εις τας οποίας ευρισκόμην θα ηδύναντο ίσως να φανούν εις πολλούς ως φαινόμενον μικρόν απέχον της παραφροσύνης. Εμέ όμως, κατά τινα τρόπον, επληροφόρει η διαίσθησις ότι η περίπτωσίς μου εξήρχετο της αρμοδιότητος της κοινής ψυχιατρικής επιστήμης. Θα ήτο δε ασυγχώρητος βεβήλωσις εάν απετεινόμην προς επαγγελματίας ιατρούς.
Αι ημέραι της ζωής μου, κατά το πλείστον, παρήρχοντο εις στενόν μάλλον κύκλον επαφών. Ως εκ τούτου δεν εξάγω ταχέως γενικά συμπεράσματα. Νυν εν τούτοις δεν φοβούμαι ότι θα διαπράξω σοβαρόν σφάλμα, εάν υποθέσω ότι σήμερον εκατομμύρια ανθρώπων εκ των πλέον διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και εθνικοτήτων ζουν εν τινι τραγικώ κύκλω αντιφάσεων αναλόγων κατά το μάλλον ή ήττον προς τας ιδικάς μου. Η γνώσις μιας συγκεκριμένης περιπτώσεως, ως η ιδική μου, θα ηδύνατο δια τινας εξ αυτών των ανθρώπων να αποδειχθή έτι και ωφέλιμος.
Εν τη ζωή εκάστου χριστιανού η πνευματική αύξησις ακολουθεί ιδιαίτερον ρυθμόν ή διαδικασίαν, ήτιςπροσιδιάζει μόνον εις το δεδομένον πρόσωπον. Αλλ’ ως βάσις των πάντων κείται το αυτό Πνεύμα (βλ Α’ Κορ. ιβ΄4-11, Εφεσ. β΄ 21-22, Κολ. β΄ 19), επομένως ο αυτός τελικός σκοπός, ως εκφράζεται δια των εντολών του Χριστού, των οποίων η κατακλείς είναι: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματθ. ε΄48). Εξ αυτού συμπεραίνομεν ότι τα πνευματικά γεγονότα εις την πορείαν ενός προσώπου είναι δυνατόν να συμπίπτουν προς τας εμπειρίας πολλών άλλων προσώπων της ιδίας πίστεως, τα οποία ασκούνται εις διαφόρους εποχάς και υπό διαφόρους ουχί μόνον εσωτερικάς, αλλά και εξωτερικάς συνθήκας. Η αυτή περί τελειότητος εντολή εδόθη δι’ όλους τους αιώνας, εις όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως χώρου, πολιτισμού, εθνικότητος ή οιασδήποτε άλλης συμβατικής και σχετικής ιδιαιτερότητος. Εν άλλαις λέξεσιν, αι εντολαί του Θεού έχουν απόλυτον χαρακτήρα.
Η πνευματική ζωή του χριστιανού φέρει ιδιαιτέρως δυναμικόν χαρακτήρα. Ουδέποτε είναι στατική. Είναι απείρως πλουσία εις τας εκδηλώσεις αυτής. Τούτο αφ’ ενός μεν αποτελεί τον πλούτον αυτής, αφ’ ετέρου δε συνιστά ένδειξιν της μη εισέτι αποκτηθείσης τελειότητος. Εν τη ζωή αυτής ταύτης της Τριαδικής Θεότητος η δυναμική και η στατική έποψις συνάγονται εις τινα ακατάληπτον δι’ ημάς ενότητα. Και εν αυτή τη «ενότητι» περικλείεται η αληθής σταθερότης, ήτις επηγγέλθη δι’ όλους εκείνους οίτινες προσέφερον γνησίαν μετάνοιαν.
Η ζωή του κόσμου προσεγγίζει την στιγμήν, ότε «πάντες αλλαγησόμεθα εν ριπή οφθαλμού»· ότε «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται», όταν θα συντελεσθή «των σαλευομένων η μετάθεσις ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη σαλευόμενα» (Α΄Κορ. ιε΄ 51-52, Β΄ Πετρ. γ΄ 12, Εβρ. ιβ΄26-28, βλ. Αποκ. κα΄ 1). Εις τον άνθρωπον θα δοθή η διαμονή εν τη Θεία και ασαλεύτω σταθερότητι, τη αιωνίως και εις το έπακρον δυναμική. Και τούτο είναι αληθώς η αιωνία κατάπαυσις.