Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

π. Matthew Penney π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Πέμπτο Κεφάλαιο: Ο ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίας Δ) Ο τρίτος τύπος των ανθρώπων: η διανοητική ζωή στενά συνδεδεμένη με την αγιοπνευματική



Σε όλα τα γραπτά του π. Σωφρόνιου συναντάμε την κύρια πρόκληση για τους δασκάλους της Εκκλησίας, είτε κληρικούς είτε ακαδημαϊκούς θεολόγους· ένας άνθρωπος δεν μπορεί να μεταδώσει στους άλλους αυτό που ο ίδιος δε διαθέτει. Αυτή η πραγματικότητα μαρτυρείται σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της Εκκλησίας μέχρι σήμερα. Σχετικά μ' αυτό ο π. Σωφρόνιος γράφει:

«Με έναν λόγο, κανένας δεν μπορεί να προσφέρει στον κόσμο εκείνο που ο ίδιος δεν έχει· να μεταδώσει στους άλλους γνώση, την οποία ο ίδιος στερείται· να εμπλουτίσει άλλους με χαρίσματα, όταν ο ίδιος είναι "πένης"· να φωτίσει άλλους, όταν ο ίδιος βρίσκεται στο σκοτάδι»339.

Ο π. Σωφρόνιος επιβεβαιώνει αυτό το σημείο, προσφέροντας τα λόγια του μεγάλου Αγίου του όρους Σινά, του οσίου Ιωάννη του Σιναΐτη.

"…Διδάσκαλός εστιν όντως, ο νοεράν δέλτον γνώσεως δακτύλω Θεού, ήγουν ενεργεία ελλάμψεως, εξ αυτού κομισάμενος και των λοιπών βίβλων ανενδεής γενόμενος. Απρεπές διδασκάλοις εξ αντιγράφων παιδεύειν και ζωγράφοις εκ πινάκων παλαιών σημειούσθαι. Ο τους κάτω παιδεύων, άνωθεν εκ του ύψους δίδασκε… Ου γαρ δυνατόν τοις κάτω τα χαμαί θεραπεύειν ποτέ". 340

Ωστόσο, η προσφορά αυτής της πρόκλησης δε συνοδεύεται χωρίς το όραμα για την επίτευξη του. Χρησιμοποιεί τα λόγια του δικού του Πνευματικού, του Αγίου Σιλουανού, για να περιγράψει το πώς ένας άνθρωπος που κατέχει πνευματικό πλούτο μπορεί να τον μεταδώσει: «Οι τέλειοι ουδέν λέγουν εξ εαυτών… Ούτοι λέγουν μόνον ό,τι το Πνεύμα δίδει εις αυτούς»341. Αυτό είναι το απόλυτο μοντέλο του τρίτου τύπου των ανθρώπων, όπως προβάλλεται από τον π. Σωφρόνιο· εκείνου που συνδέει την διανοητική ζωή με την αγιοπνευματική.

Ένας ακαδημαϊκός θεολόγος δεν πρέπει να πέσει στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι αυτός ο στόχος αφορά μόνο τους μοναχούς και εν γένει τους κληρικούς. Αντίθετα, «Οι πνευματικοί "γέροντες" δεν είναι απαραιτήτως Ιερείς ή μοναχοί. Τούτο απέδειξεν η ιστορία της ρωσικής Εκκλησίας του 18ου και 19ου αιώνος… »342. Η διασύνδεση διανοητικής και πνευματικής ζωής οφείλει να είναι έργο όλων των Χριστιανών, και ειδικά των ακαδημαϊκών θεολόγων, οι οποίοι επιθυμώντας τη χαρισματική εμπειρία του Θεού, πρέπει να την επιδιώκουν σύμφωνα με τις κατάλληλες προϋποθέσεις της πίστης και της ενσάρκωσης αυτής μέσω της ασκητικής ζωής. Κατόπιν ο ακαδημαϊκός θεολόγος θα προσπαθήσει να προετοιμάσει τον εαυτό του, ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσει τον κατάλληλο λήπτη της χάριτος και της γνώσης του Θεού. Παρότι κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τον Θεό στην προσφορά αυτής της χάριτος, όπως αναφέραμε στο πρώτο κεφάλαιο, εντούτοις ο θεολόγος πρέπει να μοχθήσει για να είναι έτοιμος να λάβει τη δωρεά της χαρισματικής γνώσης, όταν και εάν κρίνει ο Θεός. Με τον τρόπο αυτό, οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι θα είναι σε θέση να συνδυάσουν τόσο την διανοητική κατανόηση όσο και την υπαρξιακή εμπειρία, με αποτέλεσμα να παράγουν πρωτογενή χαρισματική θεολογία.

Ο απώτερος κίνδυνος είναι ο ακαδημαϊκός θεολόγος ποτέ να μην ακολουθήσει αυτό το δρόμο. Ο δρόμος αυτός μπορεί να μην είναι ελκυστικός όμως απαιτεί πνευματική ωριμότητα343. Το αποτέλεσμα είναι να γίνει για πολλούς από τους ακαδημαϊκούς θεολόγους, που ο π. Σωφρόνιος συνάντησε κατά τη μακρά και πολυποίκιλη εμπειρία του, η θεολογία να μετατραπεί σε μία εξωτερική προσέγγιση εκκλησιαστικών κειμένων. «Συνέβη να συνομιλήσω μετά τινών εκ των πλέον διαπρεπών εκπροσώπων της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ήτο οφθαλμοφανές ότι και εκείνοι, οίτινες εγνώριζον τα έργα των Αγίων ασκητών της αρχαίας Αιγύπτου και Παλαιστίνης, δεν είχον ζώσαν πείραν εκείνου περί του οποίου εμαρτύρουν οι Πατέρες»344. Αντίθετα οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι πρέπει να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα της βίωσης της πνευματικής ζωής ως κριτηρίου προσέγγισης της διανοητικής, και να διδάσκουν το πλήρωμα της Εκκλησίας να ενεργούν αναλόγως:

Η ανάγκη της εσωτερικής σχέσεως του υποκειμένου της γνώσεως με το γνωστικό περιεχόμενο προβάλλεται και από την ακαδημαϊκή Ορθόδοξη θεολογία ως απαραίτητη προϋπόθεση, αν θέλει ο επιστήμων θεολόγος να είναι συνεπής προς το πνεύμα του περιεχομένου και τις γνωστικές προϋποθέσεις της επιστήμης του. 345

Στη βάση αυτής της αρχής περί της ακαδημαϊκής θεολογίας, ανεξάρτητα από τους θεολογικούς τομείς, που ο ακαδημαϊκός θεολόγος θα καταπιαστεί, κεντρικό περιεχόμενο της θεολογικής επιστήμης θα είναι η θεραπεία της σωτηρίας των ανθρώπων. Δε θα μπορεί να νοηθεί η θεολογία για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους ως διανοητική απλώς αναζήτηση ή κοσμική καταξίωση.

Επιπλέον, ο π. Σωφρόνιος θέτει μπροστά μας ένα άλλο παράδειγμα. Γράφει:

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι είναι δυνατόν να συνηθίσωμεν εις πάσαν επιστήμην, πάσαν τέχνην, παν επάγγελμα και να πράττωμεν το έργον άνευ ιδιαιτέρας πλέον προσπαθείας. Αλλ' εις ουδένα εδόθη ποτέ να προσεύχηται άνευ κόπου· προ παντός εάν έχωμεν υπ' όψιν την μετά προσοχής προσευχήν, την τελουμένην νοερώς εν τη καρδία. 346

Εάν η διανοητική δραστηριότητα συγκριτικά εύκολα κατακτάται, σε τι άραγε ύψος και σε τι αξία δύναται να υψωθεί ο ακαδημαϊκός θεολόγος, ο οποίος έχει έλεγχο τόσο της τέχνης του διανοητικώς θεολογείν όσο και της αγιοπνευματικής ζωής; Αυτός θα χαρακτηριζόταν μεγάλος δάσκαλος της Εκκλησίας. Αλλού, ο π. Σωφρόνιος οριοθετεί ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα. Ζητά να συλλογισθούμε ένα σενάριο στο οποίο η Εκκλησία έχει χάσει όλα τα βιβλία της, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα έργα των Αγίων Πατέρων και όλα τα λειτουργικά βιβλία. Τι θα συνέβαινε τότε;

Η Παράδοσις, έστω ουχί αυτολεξεί, έστω και εις άλλην "γλώσσαν", πάντως θα αποκαθίστα την Αγίαν Γραφήν. Εν τη ουσία δε αυτής και η "νέα" αυτή Γραφή θα ήτο η έκφρασις της αυτής "άπαξ παραδοθείσης τοις Αγίοις πίστεως" εκδήλωσις του αυτού Ενός Πνεύματος, του ακαταπαύστως ενεργούντος εν τη Εκκλησία του όντως θεμελίου αυτής και της ουσίας αυτής. 347

Είναι ακριβώς οι άνθρωποι οι οποίοι συνδυάζουν τη διανοητική με την αγιοπνευματική ζωή, που αποτελούν τους ζωντανούς συνδέσμους σε αυτή την εμπειρία και που ενσαρκώνουν τη ζωή της Εκκλησίας. Αυτοί οι άνθρωποι θα συμβάλλουν σε μια τέτοια αποκατάσταση. Το ύψος ενός τέτοιου οράματος προκαλεί δέος και καλεί σε αντίστοιχο αγώνα τους ακαδημαϊκούς θεολόγους να ενσωματώσουν αυτή τη ζωή της Εκκλησίας στη δική τους ζωή, στα έργα τους, ως την κατάλληλη και άξια ανταπόκριση.

Χωρίς την πίστη, χωρίς την ασκητική ζωή, χωρίς τα δόγματα, χωρίς την Ιερά παράδοση, χωρίς τους Αγίους Πατέρες, όταν κάποιος ενσκήπτει μόνο στα κριτήρια της ανθρώπινης λογικής, όπως πολλοί μελετητές απαιτούν στη βάση της απόλυτης εξορθολογισμένης αντικειμενικότητας χωρίς προϋποθέσεις, κάθε δυνατότητα να βρεθεί η βεβαιότητα και να βιωθεί η αποκάλυψη της Αλήθειας χάνεται. Ο λόγος είναι η άρνηση της ”προσωπικής" διάστασης στην απόκτηση της Θεογνωσίας και η έλλειψη των προϋποθέσεων που οδηγεί προς αυτή.

Σημειώνει ο π. Σωφρόνιος: «Αλλ' όταν ο νους μας αποσπάται από την καρδιά και την πίστη και διατείνεται ότι προσεγγίζει την αποκάλυψη με τους νόμους που ανήκουν στο λογικό, τότε η αποκάλυψη αυτή παρουσιάζεται σε αυτόν σαν κάποια σειρά άλυτων προβλημάτων»348. Ένας άνθρωπος ωστόσο προορίζεται να βιώσει τον Θεό προσωπικά και να λάβει κάποια γνώση, η οποία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: «Η γνώσις του Θεού, η οντολογική γνώσις, συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ελεύσεως του Θεού εντός του ανθρώπου. Το γεγονός τούτο κατά την ουσίαν αυτού είναι απεριγράπτως μέγα. Εν αυτή ταύτη τη καρδία δεν υπάρχουν ενδοιασμοί»349.

Όταν συμβεί αυτό, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχουμε παρουσιάσει στην εργασία μας, όταν ένας άνθρωπος έχει χαριτωθεί με τη χαρισματική εμπειρία και γνώση, η θεολογία του, «μετά την όραση αυτή… Γίνεται "διήγηση" του μεγάλου "της ευσεβείας μυστηρίου" (Α' Τιμ. 3,16). Η "οφθαλμοφάνεια" του αιωνίου αυτού γεγονότος ελευθερώνει τον άνθρωπο από την απατηλή θεωρία του λογικού στοχασμού, όσο και αν ο στοχασμός αυτός φαίνεται μεγαλοφυής»350. Αυτός είναι ο αληθινός στόχος των ακαδημαϊκών θεολόγων, αυτός είναι ο τρίτος τύπος ανθρώπων.

Ολοκληρώνοντας την εξέτασή μας σχετικά με τις απόψεις του Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιου περί της ακαδημαϊκής θεολογίας, θα παραθέταμε μια εξαιρετική σύνοψη του ίδιου του γέροντα επί του θέματος. Διαβάζουμε: «Ούτε η διανοητικη θεολογία χωρίς την προσευχή της μετανοίας, ούτε η προσευχή, έστω και η φλογερή προσευχή, χωρίς όμως νοερή θεολογική θεωρία, συνιστούν την τελειότητα. Μόνο η γνώση που περικλείει μέσα της ως ενιαία ζωή και τις δύο απόψεις που υποδείξαμε προσεγγίζει το πλήρωμα»351.



Σημειώσεις:

339. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 211.

340. Περί προσευχής, σελ. 211(89).

341. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 70(57).

342. Περί προσευχής, σελ. 224(98).

343. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 216(92): «Εκείνο, όπερ εδίδετο εις τους μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να λάβουν εις σύντομον χρονικόν διάστημα, και μάλιστα κατά την διάρκειαν ολίγων ωρών ευχαρίστου "θεολογικής" συζητήσεως. Οι λόγοι του Χριστού έκαστος λόγος αυτού ήλθον εις τον κόσμον τούτον Άνωθεν. Ανήκουν εις την σφαίραν άλλων διαστάσεων και δεν αφομοιούν άλλως, ει μη δια της οδού της επί μακρόν προσευχής μετά πολλών δακρύων. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης θα παραμένουν εσαεί ακατανόητοι εις τον άνθρωπον, τον οσονδήποτε "πεπαιδευμένον" έστω και θεολογικώς».

344. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 211(133). Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 100, και Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 223-24: «Από το παράδειγμα του Χριστού πειθόμαστε χωρίς αμφιταλαντεύσεις ότι η επιστημονική μέθοδος γνώσεως δεν εξαντλεί όλο το Είναι. Πρέπει να θεωρήσουμε ως ορθή θέση ότι η κάθε γνώση μας είναι αξιόπιστη τότε μόνο, όταν στη βάση της κείται η πραγματική εμπειρία μας, το πείραμα».

345. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 98. Βλέπε επίσης Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 223-24.

346. Περί προσευχής, σελ. 107-8(70).

347. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 108(87-88).

348. Άσκηση και θεωρία, σελ. 113.

349. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 269(175).

350. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 242(179).

351. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 333. Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64, και Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννου (Ζηζιούλα), «Η περί προσώπου αντίληψη του Γέροντος Σωφρονίου σε σχέση με τα σύγχρονα θεολογικά ρεύματα», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, άγιον Όρος 2008, σελ. 254: «Η ακαδημαϊκή θεολογία που περιφρονεί την εμπειρία των Πατέρων της ερήμου και δεν την ενσωματώνει στο θεολογικό της λόγο, διαπράττει το ίδιο σφάλμα με όσους περιφρονούν τη θεολογία αρκούμενοι στην εμπειρία. Η Εκκλησία χρειάζεται και τα δύο και αυτός ο συνδυασμός είναι που χαρακτηρίζει τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο».

π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Πέμπτο Κεφάλαιο: Ο ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίαςΓ) Η συμπόρευση με τους αγ. πατέρες και ο βηματισμός στα ίχνη τής ιεράς παράδοσης



Ο στόχος της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι να αναζητά τη γνώση του Θεού, έτσι ώστε να μπορεί να τη διατυπώνει και να τη διδάσκει σε όσους την αποζητούν. Όπως γράφει ο π. Σωφρόνιος:

"Για να φθάσουμε στη γνώση του Όντος αυτού, οφείλουμε να ακολουθήσουμε την οδό που οδηγεί στη γνώση αυτή. Τα παιδιά, για να μάθουν τις επιστήμες οι οποίες διδάσκονται στα σχολεία, πειθαρχούν στους δασκάλους τους και ακολουθούν τις μεθόδους και τη διδασκαλία τους. Η Εκκλησία κατέχει τη δική της "επιστήμη", αυτήν της Θεογνωσίας. Και αυτή έχει την οδό και τη μέθοδό της, οι οποίες οδηγούν στη γνώση αυτή". 324

Ποιος είναι αυτός ο δρόμος; Είναι το να ακολουθεί κανείς τη διδασκαλία, την εμπειρία των Αγίων Πατέρων και την ιερή παράδοση της Εκκλησίας: «… Ημείς εν όσω παραμένομεν εν τω σώματι τούτω, κρατούμεν σταθερώς την μέθοδον εκείνην, την οποίαν εδίδαξαν εις ημάς και οι Πατέρες ημών και η εν ημίν ενέργεια του Πνεύματος του Θεού… »325. Παρόμοια:

"Η ζώσα παράδοσις της Εκκλησίας, ρέουσα δια μέσου των αιώνων από γενεάς εις γενεάν, είναι μία των πλέον ουσιωδών και ταυτοχρόνως λεπτών πλευρών της ζωής αυτής. Εκεί όπου εκ μέρους του μαθητού ουδεμία υπάρχει αντίστασις προς τον διδάσκαλον, η ψυχή του τελευταίου, εις απάντησιν προς την πίστιν και την ταπείνωσιν, ανοίγεται ευκόλως και ίσως τελείως". 326

Το να ακολουθεί κανείς τους Πατέρες αποτελεί μία προσωπική δέσμευση των πιστών· πρέπει κανείς ελεύθερα να αποφασίσει να αφιερώσει τον εαυτό του στη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, να καλλιεργεί ζωντανή την κοινωνία μαζί τους εντός της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί κάποιος να αφομοιώσει το «νου των Πατέρων”. Υπάρχουν στάδια στα οποία πρέπει κανείς να υποβληθεί ως μέλος της Εκκλησίας για να οδηγηθεί σε αυτή την πατερική βιωματική αναδοχή. Το πρώτο βήμα είναι η αμφισβήτηση των ικανοτήτων μας, διανοητικών και πνευματικών, ιδιαίτερα όσων λογιζόμαστε ακαδημαϊκοί θεολόγοι. Χωρίς αυτό το βήμα δε θα αναγνωρίσουμε ποτέ τη φτώχεια327 μας και την ανάγκη να αναζητήσουμε πνευματικό οδηγό, ο οποίος πληρέστερα θα μας μυήσει στα μυστήρια του Χριστού:

"Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως, δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. Το θέαμα, όπερ εκτυλίσσεται ενώπιον αυτού, είναι καθ' υπερβολην μεγαλειώδες. Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα μάθη "μήπως εις κενόν τρέχει" (παράβαλλε Γαλ. β΄ 2). Μάρτυρας όμως είναι φυσικόν ότι οφείλει να εκλέγη εκ των παλαιοτέρων μεν τους ακολουθήσαντας τον Χριστόν, εκ των συγχρόνων δε αυτού τους έχοντας την αυτήν πίστιν". 328

Ο π. Σωφρόνιος θα τονίσει ότι αν ένας άνθρωπος έχει «σώας φρένας» φυσικά, θα «αναζητήσει αξιόπιστους μάρτυρας». Πόσο περισσότερο θα έπρεπε εκείνοι που κατέχουν το ρόλο του εκπαιδευτικού. Οφείλουν να αναζητήσουν αυτούς τους «αξιοπίστους μάρτυρας» και να διδάξουν και στους άλλους ότι θα πρέπει να ενεργήσουν αναλόγως329. Η τοποθέτηση αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με την προϋπόθεση της ταπείνωσης για την οποία μιλήσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Επιπλέον δεν υπάρχει όριο στην υποβολή όλων των περιπτώσεων στην κρίση έμπειρων και διακριτικών γεροντάδων. Αυτή την παράδοση παρέλαβε ο γέρων Σωφρόνιος αυτή την παράδοση κρατά και συστήνει330.

Η εξεύρεση «αξιοπίστων μαρτύρων» αποτελεί το δεύτερο βήμα. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Επιδιώκουμε φυσικά τέτοιους μάρτυρες, οι οποίοι μπορούν να βρεθούν μόνο στην Εκκλησία, της οποίας η αρχαία γνώση ξεπερνά κάθε ατομική εμπειρία … Εμείς πιστεύουμε ότι κάθε ιστορική στιγμή στην Εκκλησία έχει τους ζωντανούς μάρτυρές της· ότι μέχρι το τέλος του χρόνου η ανθρωπότητα δεν θα στερείται ποτέ την αυθεντική γνώση του Θεού» 331. Είναι ακριβώς μια τέτοια αναζήτηση που θα οδηγήσει κάποιον στο να βρει έναν πνευματικό πατέρα, ο οποίος με τη σειρά του θα τον οδηγήσει στη χαρισματική βίωση της ζωής και της διδασκαλίας των πραγματικών καθοδηγητών της Εκκλησίας, τους θεοφόρους Αγίους Πατέρες. 332 Μόνο κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις ο άνθρωπος μπορεί να θεολογεί, να "ακολουθεί τους Πατέρες" χωρίς επιφυλάξεις και με πνευματική διάκριση.

Κατανοώντας αυτήν την πρώτη κίνηση της ψυχής, οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι είναι σε θέση να εναγκαλιστούν την πατερική θεολογία ως την δική τους θεολογική αρχή, όσο και να την εμπνεύσουν σε εκείνους που διδάσκουν.

Όταν η ακαδημαϊκή θεολογία λειτουργεί ορθώς, θα αναγνωρίσει ότι «οι Πατέρες ημών δια της υπερτάτης εφικτής εις τον άνθρωπον εμπειρίας εγένοντο μέτοχοι αυτής της γνώσεως, την οποίαν παρέδωκαν εις ημάς ως πολύτιμον και αναφαίρετον κληρονομίαν»333. Άλλωστε στο μακρινό παρελθόν, οι Απόστολοι ήταν καθοδηγητές που μας κληροδότησαν σε γραπτή μορφή το μήνυμα που έλαβαν απ' ευθείας από τον Θεό. Μετά από αυτούς, αναρίθμητοι Πατέρες (δάσκαλοι και ασκητές) παρέδωσαν από γενιά σε γενιά, πρώτα απ' όλα το «πνεύμα της ίδιας της ζωής», και το οποίο επιβεβαίωναν συχνά στα γραπτά τους. 334

Ως εκ τούτου, η ακαδημαϊκή θεολογία θα πρέπει να έχει ως βάση αυτούς τους Πατέρες και την αποκάλυψη, τη γνώση και τα θεμέλια που έχουν παραχωρηθεί σε εμάς. Στα θεμέλια αυτής της χαρισματικής θεολογίας, εφόσον η ακαδημαϊκή θεολογία παραμένει πιστή σε αυτά, οι θεολόγοι μπορούν να είναι σίγουροι για την ακρίβεια στην παρουσίαση της εκκλησιαστικής αλήθειας, να είναι σίγουροι για την έλλειψη λαθών στα έργα τους. 335

Με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και αν ένας ακαδημαϊκός θεολόγος δεν έχει ακόμη γίνει ο ίδιος ένας χαρισματικός θεολόγος, δεν έχει βιώσει τη θεοπτία και τις αγιοπνευματικές εμπειρίες, βρίσκεται σε θέση να προσεγγίζει και να εκφράζει το «νου των Πατέρων» διανοητικά και να εφαρμόζει τις παραδόσεις της Εκκλησίας στην ζωή του. Ο τελικός στόχος είναι να φτάσουμε στο σημείο, έστω σε κάποιο βαθμό, του Αγίου Σιλουανού: «… Ήταν θεωρητικά καλός γνώστης των ασκητικών γραπτών των Πατέρων της Εκκλησίας, και παρέμεινε όχι μόνο πιστός στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά με τη χάρη του Θεού η εμπειρία των μεγάλων Πατέρων επαναλήφθηκε σ' αυτόν»336. Αυτός πρέπει να είναι ο υψηλότερος στόχος· η απόκτηση του πεφωτισμένου «νου των Πατέρων».

Οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι και όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, χρειάζονται τους Αγίους Πατέρες, γιατί, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Πατέρες μας διδάχθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο πώς να διακρίνουν εκείνα που εκπορεύονται από τον Θεό από εκείνα που προέρχονται από τον λογισμό και τη φαντασία, όσο και αν φαίνονται τα τελευταία υψηλά, ακόμη και άγια. Αυτοί μετέδιδαν τη γνώση "του αποκρύφου Μυστηρίου του Θεού" (παράβαλλε Εφεσίους 3,3-5) σε όσους ήταν ικανοί να την δεχθούν (βλέπε Β΄ Τιμόθεον 2,2). 337

Πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ ότι το να ακολουθούμε τους Πατέρες δεν είναι κάτι το οποίο έχει αρχή και τέλος. Οφείλει κανείς να συγκρίνει συνεχώς τη θεολογική σκέψη του με το πρότυπο των Αγίων Πατέρων για να εξασφαλίσει ότι δε θα εισέλθει στο μονοπάτι της διανοητικής πλάνης. Με αυτόν τον τρόπο τα γραπτά και τα παραδείγματα των Αγίων Πατέρων καθώς και όλων των Αγίων παραμένουν επίκαιρα και σε ισχύ για κάθε γενιά Ορθοδόξων Χριστιανών. Αποτελούν έναν καθρέφτη στον οποίο πάντοτε βλέπουμε και αναγνωρίζουμε το πραγματικό είναι του εαυτού μας.

Όταν ο πιστός αφομοιώσει επαρκώς τις διδασκαλίες, τα παραδείγματα ζωής και τις εμπειρίες των Αγίων Πατέρων, βιώνει την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε μια ζωντανή κοινωνία, τότε προσεγγίζει τον τελικό αγαθό ενός ακαδημαϊκού θεολόγου και γενικώς του κάθε Χριστιανού: να γίνει αυτό που ο π. Σωφρόνιος αποκαλεί: ο τρίτος τύπος των ανθρώπων. Αυτός που συνδυάζει την διανοητική και αγιοπνευματική ζωή και παράγει «θαυμάσιους καρπούς»338.



Σημειώσεις:

324. Άσκηση και θεωρία, σελ. 117. Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 7: «Αντίθετα, οι Ανατολικοί θεολογούν απλανώς, επειδή ομιλούν ταπεινώς, "επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι", εκφραζόμενοι με βάση τη χαρισματική εμπειρία της Θεώσεως "των διαβεβηκότων εν θεωρία", και κάνοντας χρήση της λογικής που έχει καθαρθεί από τα πάθη, που έχει εκλαμπρυνθεί και εμπλουτιστεί την άκτιστη θεοποιό Χάρη του Θεού».

325. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 123(80).

326.  Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 105(85).

327. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 174(157).

328. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 198(125).

329. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 234. «Στα πλαίσια της Ιστορίας της Εκκλησίας εμφανίστηκαν δύο είδη θεολογίας: Η χαρισματική, που προηγείται, και η επιστημονική-πανεπιστημιακή θεολογία, που ακολουθεί ».

330. «There is no end to similar instances which insists on the infexible rule that one must submit to the appraisal of other and far more experienced Elders recognized as faithful. And we hold to this tradition », We Shall See Him as He Is, (Αγγλικά έκδοση του Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί) μεταφραστής Rosemary Edmonds, Platina, 20062, σελ. 160. Βλέπε και Περί προσευχής, σελ. 112(74).

331. We Shall See Him as He Is, σελ. 161. Το απόσπασμα αυτό υπάρχει μόνο στην αγγλική έκδοση.

332. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 394(223).

333. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 136(87). Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 174(157): «Εάν θέλωμεν η προσευχή ημών να οδηγήσει εις εκείνα τα αποτελέσματα, περί των οποίων μετά τοιούτου θαυμασμού ομιλούν οι Πατέρες και διδάσκαλοι ημών, είναι απαραίτητον όμως ακολουθήσωμεν την διδαχήν αυτών», και Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 105.

334. We Shall See Him as He Is, σελ. 161.

335. Βλέπε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 100: «Αντιθέτως η γνωριμία με τα έργα των Πατέρων, μπορεί να δώσει λύσει σε πολλά αδιέξοδα, ως κοινοποίηση προσωπικών εμπειριών».

336. Saint Silouan the Athonite, σελ. 127. Το απόσπασμα αυτό υπάρχει μόνο στην αγγλική έκδοση. Βλέπε και Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 55(45).

337. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 348.

338. Περί Πνεύματος και Ζωής, σελ. 57 (αγγ 42). Παράβαλλε Και το πρώτο κεφαλαίο της εργασίας αυτής.

π. Matthew Penney π. Σωφρόνιος ΣαχάρωφΟ ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίας B) Η οριοθέτηση της φιλοσοφίας και η σωστή χρήση της διάνοιας


B) Η οριοθέτηση της φιλοσοφίας και η σωστή χρήση της διάνοιας

Ο π. Σωφρόνιος, όπως είδαμε311, παρότι δεν απορρίπτει τη φιλοσοφία312, είναι πολύ σαφής περί της διαφοράς μεταξύ της φιλοσοφικής και της χαρισματικής αλήθειας, και επιπλέον ότι πρέπει να υπάρχουν σαφή όρια για τη φιλοσοφική έρευνα. Ο καθορισμός αυτών των ορίων είναι ακόμη μία βασική διάσταση στο έργο της ακαδημαϊκής θεολογίας. Σχετικά μ' αυτό ο π. Σωφρόνιος γράφει:

Δεν απορρίπτουμε τη φιλοσοφία, αλλά γνωρίζουμε ότι στα όριά της δεν χωρεί όλο το σύνολο του Είναι… Εμείς όμως γνωρίζοντας τη σχετική αλήθεια της φιλοσοφίας… Ο Χριστός λοιπόν μας αποκάλυψε τον χώρο της πνευματικής γνώσεως, που κείται πέρα από τα όρια εφαρμογής της επιστημονικής μεθόδου.313

Στην παραπάνω περιγραφή παρατηρούμε δύο λειτουργίες της ακαδημαϊκής θεολογίας σχετικά με τον καθορισμό των ορίων στη φιλοσοφική έρευνα, δηλαδή το ραφινάρισμα και την αποδεκτή χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας. Η πρώτη λειτουργία αφορά στην κατανόηση των περιορισμών της ανθρώπινης γλώσσας και της χρήσης της όταν μιλάμε για Θεογνωσία, ενώ η δεύτερη στην κατανόηση της μεγάλης διαφοράς από τη χρήση της επιστήμης και της φιλοσοφίας για την απόκτηση της γνώσης από την ίδια την απόκτηση της γνώσης, που εκπορεύεται από τη χαρισματική αποκάλυψη. Όπως αναφέρθηκε ήδη πολλές φορές, αυτή είναι η κύρια διαφορά μεταξύ της "Άνωθεν" θεολογίας και της επίγειας φιλοσοφίας που αποτελεί προϊόν της κτιστής διάνοια του ανθρώπου.

Απαραίτητες προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται ώστε η ακαδημαϊκή θεολογία και οι υπηρέτες της να παραμένουν οξυδερκείς και απομακρυσμένοι από τη διάπραξη λαθών. Με απλά λόγια ένας ακαδημαϊκός θεολόγος θα πρέπει συνεχώς να αξιολογεί εκ νέου τον εαυτό του και τη δουλειά του για να διασφαλίσει ότι δεν έχει πέσει στον πειρασμό, του να υπερβεί τα πεπερασμένα όρια της φιλοσοφίας και της ανθρώπινης διάνοιας.314 Ο π. Σωφρόνιος αναφέρεται στην προοπτική αυτή ως ένα μεγάλο πρόβλημα για πολλούς εκπροσώπους της σύγχρονης ακαδημαϊκής θεολογίας:

"Μπορούμε να πούμε ότι όλες οι απόπειρες που έγιναν μέχρι σήμερα περιείχαν θεολογικο-φιλοσοφικά στοιχεία συνενωμένα με τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής. Με άλλα λόγια, όλες αυτές φέρουν μέσα τους τη σφραγίδα εκείνη της αντιλήψεως του κόσμου, που χαρακτηρίζει τον πεπτωκότα άνθρωπο, ενώ η Χριστιανική κοσμολογία πρέπει να οικοδομηθεί επάνω στη της καταστάσεως της χάριτος, που παρέχει την όραση της πρωταρχικής ιδέας του Θεού-Πατρός για τον άνθρωπο..."315

Αντίθετα, ο σκοπός της ακαδημαϊκής θεολογίας πρέπει να είναι η ενθάρρυνση και η συμβολή στη διαφύλαξη των συγκεκριμένων ορίων. Ο π. Σωφρόνιος γράφει:

"Η Εκκλησία, ως φύλακας της πληρότητος της Αποκαλύψεως, με τα δόγματα, της απαγορεύει να υπερβαίνουμε ορισμένα όρια. Περιορίζει τον νου του ανθρώπου σαν σε μια μέγγενη, από την οποία δεν είναι εύκολο να αποδεσμευθεί κανείς.

Για να το κάνει αυτό, πρέπει να σταματήσει να κινείται στο επίπεδο της σκέψεως και να ανέλθει κατακόρυφα σε άλλη σφαίρα". 316

Είναι πολύ φυσικό για την ακαδημαϊκή θεολογία και την Ορθόδοξη θεολογία γενικότερα, να δώσει έμφαση στην αποφατική μορφή της θεολογικής διατυπώσεως. Επιπλέον η αναγνώριση των περιορισμών της ανθρώπινης γλώσσας ξεπερνά εν μέρει την αδυναμία της και δικαιολογεί τη χρήση των αποφατικών όρων όταν μιλάμε για τον Θεό, κατά τον π. Σωφρόνιο. 317

Ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) προχωρεί ακόμη παραπέρα, όταν γράφει ότι ο π. Σωφρόνιος βλέπει την αποφατική θεολογία ως το «χώρο» μέσα στο οποίο η ανθρώπινη διάνοια μπορεί να συμμετέχει με ασφάλεια και να αναλύει τον Θεό. 318 Είναι η διατύπωση για το τι συνιστά αυτός ο «χώρος», η οποία αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ενώ αυτός ο «χώρος» νοείται γενικά ως τα δόγματα της Εκκλησίας και η ιερά παράδοση της, εντούτοις και αυτός ο ορισμός είναι πολύ ευρύς και ασαφής. Ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) διευκρινίζει περαιτέρω το καθήκον αυτό της ακαδημαϊκής θεολογίας όταν γράφει:

Επιπλέον, ο γέροντας Σωφρόνιος δεν θέτει κάθε διανοητικό θεολογικό στοχασμό εκτός της εμβέλειας που καθορίζεται από το δόγμα: "Ανθρώπινες εικασίες είναι επιτρεπτές υπό την προϋπόθεση ότι ο νους μας έχει αποδεχτεί τα όρια που έχουν τεθεί στη θεολογική σκέψη". Ένα παράδειγμα τέτοιας μορφής θεολογικού διανοητικού στοχασμού είναι οι κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδας αναλογίες που εντοπίζουν οι Πατέρες στην κτιστή τάξη των όντων, επισημαίνοντας, σε διάφορα επίπεδά της, αντανακλάσεις της τριαδικής ενότητας. 319

Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι έχει δοθεί στην ακαδημαϊκή θεολογία ένα αποδεκτό έδαφος επί του οποίου μπορεί να αναπτύξει, να περιγράψει, να υπερασπιστεί τη χαρισματική θεολογία καθώς και να εκπληρώσει το ρόλο της στη δημιουργία και τη διαφύλαξη των συγκεκριμένων ορίων της φιλοσοφικής έρευνας και της χρήσης της ανθρώπινης διάνοιας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σαφή κατανόηση και διατύπωση των κριτηρίων για την Αλήθεια. Μέσα από αυτά οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν σαφώς αν ένα έργο ή ένα σύστημα σκέψης παραμένει σύμφωνο με την Ορθόδοξη πίστη ή εάν απομακρύνεται από τη σωστή βάση της φιλοσοφικής έρευνας και ως εκ τούτου οδηγεί αναπόφευκτα σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Η ακαδημαϊκή θεολογία, θα πρέπει πάντα να διερωτάται, όπως ο π. Σωφρόνιος ο ίδιος: «Πού ευρίσκεται όμως το κριτήριον δια την βεβαίωσιν των δοθεισών εις ημάς εμπειριών του Θεού-Αληθείας;»320. Με τον τρόπο αυτό ο ακαδημαϊκός θεολόγος θα διασφαλίσει αυτόματα αυτό που παραμένει σταθερό στις σωστές βάσεις, καθώς επίσης θα είναι έτοιμος να παρουσιάσει αυτές τις βάσεις σε όλους όσους ασχολούνται με τη θεολογία και προσπαθούν να αφομοιώσουν την αλήθεια της Εκκλησίας. Θα απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα μέσα από τα γραπτά του π. Σωφρόνιου: «Η συνένωσις βιώματος και γνώσεως εισάγει εις την ζωήν ημών την αξιοπιστίαν και την σταθερότητα»321. Αυτή την τοποθέτηση την αναλύσαμε σε μεγάλο βαθμό στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο.

Ένα άλλο θεμελιώδες κριτήριο, που συνδέεται στενά με τα προηγούμενα, είναι η πορεία που ακολουθεί «την οδό που χάραξε η Εκκλησία, την οδό της πίστεως και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού»322. Αυτό το εξετάσαμε στο δεύτερο κεφαλαίο, όπως και την αναγκαιότητά του ως προϋπόθεση της Θεογνωσίας. Θα αναφέρουμε ωστόσο ένα τελευταίο παράδειγμα προς περαιτέρω διασάφηση των λεγομένων μας στην παρούσα συνάφεια.

"Το θαυμαστόν τούτο σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία, ήτις δια μέσου πολυτάραχων αιωνίων διέσωσε τον πολύτιμον θησαυρόν της υπό του Θεού αποκαλυφθείσης Αληθείας… Η Αποστολή της Εκκλησίας συνίσταται εις την χειραγώγησιν των τέκνων αυτής προς την σφαίραν του Θείου Είναι. Η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικόν κέντρον του κόσμου, το συγκεφαλαιούν άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος από της κτίσεως του πρώτου ανθρώπου έως του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθεί εκ γυναικός". 323

Η παραμονή εντός των ορίων που καθορίζονται από τα δόγματα και τα άλλα κριτήρια Αληθείας καθώς επίσης και την ορθή χρήση της διάνοιας, είναι από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της ακαδημαϊκής θεολογίας.



Σημειώσεις:

311. Βλέπε Κεφ. 1, Β.

312. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 204-205. Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 87.

313. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 224.

314. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 210-11.

315. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 226-27.

316. Άσκηση και θεωρία, σελ. 125.

317. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 58(41).

318. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 81(60).

319. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 87(64).

320. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 399-400(226).

321. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 66(43).

322. Άσκηση και θεωρία, σελ. 117.

323. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 150(95-96).

π. Matthew Penney: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Πέμπτο Κεφάλαιο: Ο ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίας



Σε αυτό το κεφάλαιο προχωράμε στην ανάλυση του κυρίου ρόλου και της αξίας της ακαδημαϊκής θεολογίας και του υψηλότερου στόχου της. Στην πραγματικότητα αυτή η διάσταση της θεολογίας αφορά στον τρίτο τύπο ανθρώπου, που είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο298. Σε αυτό το κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας στην ανάπτυξη και την επεξεργασία της πίστης της Εκκλησίας, δηλαδή της χαρισματικής θεολογίας, στον προσδιορισμό των ορίων της φιλοσοφικής έρευνας και της λογικής, καθώς και στη σημασία της consensus patrum και γενικά της παράδοσης της Εκκλησίας. Τέλος θα παρουσιάσουμε το ουσιαστικότερο ιδανικό, που πρέπει να αποζητά ο ακαδημαϊκός θεολόγος: το συνδυασμό της διανοητικής με την αγιοπνευματική ζωή.



Α) Η έκθεση της πίστης, της χαρισματικής θεολογίας

Ένας από τους πιο σημαντικούς ρόλους της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι η έκθεση της πίστης της Εκκλησίας. Η ακαδημαϊκή θεολογία έχει πολλά να συνεισφέρει, τόσο στα πλαίσια της ανθρώπινης κατανόησης της χαρισματικής θεολογίας και των δογμάτων, όσο και στην έμπρακτη υποβοήθηση για τη σωτηρία του ανθρώπου.299 Ωστόσο υφίσταται ένα εμπόδιο. Ο π. Σωφρόνιος λέγει:

"Είναι αδύνατον να εκφρασθεί αρτίως δια λόγων η πνευματική εμπειρία. Ο άνθρωπος λόγος δεν δύναται να περιβάλει ισοδυνάμως την ζωήν του πνεύματος.

Το εν τη τάξει της λογικής σκέψεως απερίγραπτον και ακατάληπτον κατανοείται υπαρξιακώς. Ο Θεός γνωρίζεται δια της πίστεως και της ζώσης μετ' αυτού κοινωνίας, όταν δε εισέρχηται ο ανθρώπινος λόγος δια της ιδιαζούσης εις αυτόν σχετικότητος και ρευστότητος, τότε διανοίγεται πεδίον προς ατελευτήτους απορίας και αντιφάσεις".300

Παρά το εμπόδιο αυτό, η ακαδημαϊκή θεολογία καλείται να παρουσιάσει πιστά την αποκαλυφθείσα θεολογία της Εκκλησίας σε κάποιο βαθμό. Στην πραγματικότητα η ακαδημαϊκή θεολογία, στην προσπάθειά της να κατανοήσει την πίστη, μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμα της χαρισματικής θεολογίας και να ολοκληρώσει τη δική της προσπάθεια αποτύπωσης της αλήθειας, έστω και σε επίπεδο ανθρώπινης λογικής:

"Σε όλες τις εποχές η θεολογική ανάπτυξη δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα από το να καθιστά τις δυσνόητες δογματικές αλήθειες προσιτές στα πνεύματα, "μεταφράζοντάς" τις σε γλώσσα προσαρμοσμένη στις ανάγκες των ανθρώπων… Αλλά… Κάθε "προβληματική" καταρρέει, μόλις ο άνθρωπος φθάσει σε άμεση θεωρία του Θεού". 301

Ο Αρχιμανδρίτης Αρσένιος (Dahdal) στο έργο του για τον π. Σωφρόνιο αναλύει το σημείο αυτό:

"Η επιστήμη της θεολογίας η οποία ασχολείται με την θεωρητική γνώση του Θεού, συστήθηκε για να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανοήσουν τα θεολογικά νοήματα των δογμάτων της Εκκλησίας μας, και για να τα μεταφέρει στους ανθρώπους σε γλώσσα πιο απλή, πιο προσιτή σ' αυτούς, σημειώνει ο πατήρ Σωφρόνιος". 302

Με σκοπό τη μεταλαμπάδευση της χαρισματικής θεολογίας, ο π. Σωφρόνιος ο ίδιος θα φτάσει μέχρι του σημείου να χρησιμοποιήσει τη φιλοσοφική-θεολογική γλώσσα των μη Ορθοδόξων, όπως του Θωμά Ακινάτη ή του Τζον Λοκ, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο. 303 Αυτό δεικνύει πόσο ευέλικτη μπορεί να είναι η ακαδημαϊκή θεολογία, καθώς προσπαθεί να μεταδώσει πιστά και με ακρίβεια την αποκάλυψη της Εκκλησίας.

Γενικά το έργο της θεολογίας και κατά συνέπεια της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι «να εκθέσει τις "άνωθεν" αλήθειες, εντάσσοντας τη θεία αποκάλυψη στις κατηγορίες της ανθρώπινης εκφραστικής και εμπειρίας»304. Αυτό περιλαμβάνει και την περιγραφή του περιεχομένου της. «Αυτό σημαίνει ότι η θεολογία του π. Σωφρονίου είναι καθαρά εμπειρική και χρησιμοποιεί τις έννοιες της ακαδημαϊκής θεολογίας για να εκφράσει το περιεχόμενό της. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε στην εποχή του μία εντελώς διαφορετική διάσταση στην θεολογική σκέψη από αυτήν που κυριαρχούσε»305. Επιπλέον ο ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι να ακολουθήσει τους Αγίους Πατέρες στην υπεράσπιση της χαρισματικής θεολογίας και της πίστης της Εκκλησίας από τις από τις αιρετικές παραποιήσεις και από τους ψευδοδιδασκάλους. Ο Ν. Κόϊος γράφει:

"Η προσεκτική μελέτη της σκέψης του πατρός Σωφρονίου αποκαλύπτει ότι η επιφυλακτικότητά του απέναντι στην ακαδημαϊκή θεολογία δεν απευθύνεται και στην επιστημονικού χαρακτήρα συστηματοποίηση της δογματικής διδασκαλίας, την οποία έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο επιστημονικός τρόπος εργασίας στα θεολογικά πράγματα δεν είναι ξένος και αταίριαστος στους Πατέρες της Εκκλησίας".306

Η συστηματοποίηση της πίστης και η χρήση φιλοσοφικής ορολογίας και των εξ αυτής κατηγοριών όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται από τους Αγίους Πατέρες, άλλα και χρησιμοποιούνται στην προάσπιση της εκκλησιαστικής αλήθειας. Όπως, γράφει ο π. Σωφρόνιος:

"Δυνατόν να λεχθεί μετά βεβαιότητος ότι ουδείς των Αγίων θα επεδίωκε την δια λόγων έκφρασιν βιωθείσης άνωθεν δωρεάς· μάλλον θα ετήρουν σιγήν περί του μυστηρίου του μέλλοντος αιώνος, εάν δεν προεβάλλετο ενώπιον αυτών το καθήκον να συμμερισθούν ταύτην μετά του πλησίον, εάν η αγάπη δεν εγέννα την ελπίδα ότι τινές, "έστω και μία ψυχή", ως γράφει ο Γέρων Σιλουανός, θα ακούσουν τον λόγον και θα αναλάβουν μετάνοιαν προς σωτηρίαν. 307

Με παρόμοιο τρόπο η ακαδημαϊκή θεολογία και οι θεράποντές της θα πρέπει να αγωνίζονται για τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου. «Η ιστορία εγνώρισεν εις το παρελθόν πολλάς αποπείρας να τεθεί ο Χριστός επί του αυτού επιπέδου μετά των άλλων διδασκάλων, Προφητών και ιδρυτών θρησκειών»308. Γι' αυτό ο σκοπός της ακαδημαϊκής θεολογίας πρέπει να είναι η υπεράσπιση της αποκεκαλυμμένης αλήθειας περί της Αγίας Τριάδας και της θεότητας του Χριστού, ως αιώνιο αγαθό που πρέπει να κληρονομηθεί σε όλες τις γενεές.

Δεδομένου ότι, όπως προσθέτει ο π. Σωφρόνιος, «Παρόμοιαι απόπειραι επληθύνθησαν επί των ημερών ημών, και πρέπει να αναμένωμεν ότι θα αυξάνονται και εις το μέλλον»309. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή θεολογία πληροί ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην ζωή της Εκκλησίας, όταν αναλαμβάνει και τις τρεις δραστηριότητες, του να εκθέσει, να περιγράψει και να υπερασπίσει:

Επειδή ο άνθρωπος εμφανίζεται εις τον κόσμον ως "tabula rasa", κληθείς "να αυξηθεί, να κραταιωθεί πνεύματι, να πληρωθεί σοφίας" (παράβαλλε Λουκάς Β΄ 40), δημιουργείται η αναγκαιότης όπως καταφύγει εις μορφάς τινας οργανώσεως, και εισαγάγει το έν ή το άλλο πρόγραμμα προς συντονισμόν της από κοινού ζωής και αναπτύξεως των ατελών εισέτι ανθρώπων.310

Ως εκ τούτου ο βασικός ρόλος της ακαδημαϊκής θεολογίας από τα παραπάνω καθίσταται σαφής.



Σημειώσεις:

298. Βλέπε Κεφ. 1, Α, σελ. 14-15.

299. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 235: «Η επιστημονική θεολογία ερευνά, όχι μόνο τα παραπάνω ιστορικά μνημεία, αλλά και τη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας, νοουμένης ως εμπειρικής πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, μελετά και ερμηνεύει τον τρόπο της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και παρουσιάζει τους φορείς της ζωντανής αλήθειας της Εκκλησίας».

300. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 248-49(187).

301. Άσκηση και θεωρία, σελ. 125.

302. Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 16.

303. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 237, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 149(95), και Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 102.

304. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 58(41).

305. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 101.

306. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 97.

307. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 249(187). Βλέπε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 100: «Η χρησιμοποίηση της ακαδημαϊκής θεολογίας κατά την γνώση του Γέροντος είναι αναπόφευκτη για την Εκκλησία του Χριστού, όμως μόνον εντός των ιστορικών συνθηκών αυτού του κόσμου, όταν αναφέρεται δηλαδή στο επίπεδο της κτιστής πραγματικότητας». Βλέπε και ό.π, σελ. 100-01.

308. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 135(87).

309. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 135(87).

310. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 142(95).

π. Matthew Penneyπ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Τέταρτο Κεφάλαιο: Τα όρια της ακαδημαϊκής θεολογίας 2. Περί της υπερηφάνειας


Ένας δεύτερος πειρασμός για την ακαδημαϊκή θεολογία και τους υπηρέτες θεολόγους της είναι η υπερηφάνεια, η οποία υπονομεύει ολόκληρη τη Χριστιανική ζωή, πόσο μάλλον το «θεολογείν». Βρίσκεται σε άμεση αντίφαση με μια από τις βασικές προϋποθέσεις για τη χαρισματική γνώση που εξετάσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, την ταπείνωση. Θα παρουσιάσουμε δύο πτυχές της υπερηφάνειας· την γενική και της διαταραγμένης προσκόλλησης στις ιδέες ενός ανθρώπου. Και οι δύο υπονομεύουν κάθε δυνατότητα για την εγγυημένη έκφραση του γνήσιου της ακαδημαϊκής ή χαρισματικής θεολογίας.

Η πρώτη πτυχή αυτή που ο π. Σωφρόνιος επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σε όλη την έκταση των έργων του είναι ότι η υπερηφάνεια είναι η ρίζα όλων των κακών και της πτώσης: «Και πάλιν επαναλαμβάνω ότι ρίζα πασών των κακιών είναι η υπερηφάνια: Εν αυτή θάνατος και σκότος»289. Ως εκ τούτου η αντίσταση της ακαδημαϊκής θεολογίας στο συγκεκριμένο πειρασμό είναι επιβεβλημένη, εφόσον οι εκφραστές της επιθυμούν τα έργα τους να είναι έργα φωτός και όχι «σκότους». Ο Ν. Κόϊος τοποθετείται παρόμοια περί των έργων του π. Σωφρόνιου, όταν γράφει: «… Για τον Γέροντα Σωφρόνιο η ρίζα όλων των κακών, η ουσία της αμαρτίας, είναι η υπερηφάνεια, η οποία όντος "σκότος εξώτερον", χωρίζει τον άνθρωπο από την θεία αγάπη»290. Εδώ επίσης να σημειώσουμε ότι ακόμη μία από τις προϋποθέσεις για την χαρισματική γνώση καταστρέφεται εκεί όπου κυριαρχεί η υπερηφάνεια. Είναι η προϋπόθεση της αγάπης.

Ο π. Σωφρόνιος δίνει μια σύντομη αλλά περιεκτική περιγραφή του πώς λειτουργεί η υπερηφάνεια στον άνθρωπο. Οι λόγοι του είναι ιδιαίτερα αναγκαίοι για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους. «Η υπερηφάνια, ως εμφανής ή λανθάνουσα τάσις προς αυτοθέωσιν, παρεμόρφωσε την καρδίαν των ανθρώπων. Ευθύς ως διακρίνωμεν εν εαυτοίς σημείά τινα πνευματικής αναβάσεως, ο όφις ούτος αμαυροί τον νουν, καταστέλλει την όρασιν, απομακρύνει από του Θεού»291.

Είναι σαφές από την περιγραφή αυτή ότι όπου συναντάται η υπερηφάνεια, διαστρεβλώνεται η λειτουργία του λογικού κατά τέτοιο τρόπο που να οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η δυνατότητα για τη χαρισματική γνώση. Σε ένα απόσπασμα του π. Ζαχαρία, βρίσκουμε μια σαφή περιγραφή περί αυτού καθώς και για τη φαντασία και το λογικό.

Το πάθος τής υπερηφάνειας αυξάνει την ενέργεια της φαντασίας, ενώ η ταπείνωση και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεό την αναχαιτίζει. Ο νους-λογικό, όταν οιστρηλατείται από τη διανοητική υπερηφάνεια, γίνεται άξιος να θεοποιήσει τον εαυτό του και να καταντήσει στο έσχατο βάθος πτώσεως και σκότους. 292

Το πρόβλημα όμως είναι ότι «Ο υπερήφανος και ο πλέον διανοητικώς πεπροικισμένος θα παραμένει πάντοτε εκτός της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης του Χριστού»293, και ως εκ τούτου δε θα εισέλθει ποτέ εντός των ορίων της χαρισματικής γνώσης, της μοναδικής πραγματικότητας που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική χαρισματική θεολογία. Δεν καθίσταται απλώς ο ακαδημαϊκός θεολόγος ανίκανος για την προσωπική βίωση της αποκαλυπτικής εμπειρίας της θεολογίας. Η υπερηφάνεια διαστρεβλώνει ακόμη και την ικανότητά του να κατανοήσει τα περί του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί μια καλή αναλογία για να απεικονίσει την ακαρπία του αυτονομημένου από τη χάρη του Θεού θεολόγου, ο οποίος προσπαθεί να εισχωρήσει με υπερηφάνεια δια του λογικού σε σφαίρες που βρίσκονται πέρα από τις πνευματικές ικανότητές του: «Δια γεωτρυπάνου διαπερεί ο άνθρωπος την γην, ίνα εξορύξη νάφθαν εκ των εγκάτων αυτής, και επιτυγχάνει του σκοπού αυτού. Δια του λογικού διαπερεί ο άνθρωπος τον ουρανόν, σκοπεύων να αρπάση το πυρ της Θεότητος, αλλ' ένεκα του τύφου αυτού απωθείται υπό του Θεού»294. Η αποδοχή του καταστροφικού χαρακτήρα της υπερηφάνειας από τον π. Σωφρόνιο για την ακαδημαϊκή θεολογία είναι σαφής.

Όπως σημειώσαμε, μία από τις κύριες εκδηλώσεις υπερηφάνειας των ακαδημαϊκών θεολόγων είναι η αυτοσαγήνευση από τις προσωπικές τους ιδέες. Τούτο αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, επειδή υπονομεύει την ταπείνωση και την αγάπη, αρετές που αποτελούν προαπαιτούμενο για την αληθινή θεολογία. Αλλά και σε διανοητικό επίπεδο υπονομεύει τη δυνατότητα για έναν ειλικρινή διάλογο και για την αναζήτηση της αλήθειας. Ο π. Σωφρόνιος λέγει ότι «η πρώτη κοσμική προϊστορική καταστροφή» είναι της πτώση του Σατανά ως «αποτέλεσμα αυτοερωτικής θεωρίας της ωραιότητος αυτού»295.

Παρόμοιος είναι ο πειρασμός για το οποίο κάνουμε λόγο. Η διαφορά είναι ότι η ωραιότητα που σαγηνεύει τον άνθρωπο είναι το δικό του λογικό δημιούργημα, δηλαδή οι ιδέες του, τα βιβλία του, τα συστήματα της θεολογίας του, κλπ. «Τα γεννήματα της ευφυΐας του διανοητικού θεολόγου είναι δι' αυτόν πολύτιμα, ως εις την μητέρα είναι ηγαπημένα τα τέκνα, ο καρπός της κοιλίας αυτής. Αγαπή την δημιουργίαν αυτού ως εαυτόν, διότι ταυτίζεται μετ' αυτής, εγκλωβισμένος εις την σφαίραν αυτής»296. Το αποτέλεσμα είναι, όπως λέει στην συνέχεια ο π. Σωφρόνιος, «Εις τοιαύτας περιπτώσεις ουδεμία εξωτερική επέμβασις δύναται να βοηθήσει αυτόν, και εάν ο ίδιος δεν αποκολληθεί από του νομιζομένου πλούτου αυτού, τότε ουδέποτε θα φθάσει εις την καθαράν προσευχήν και την αληθή θεωρίαν»297. Οι κίνδυνοι αυτού του πειρασμού για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους είναι προφανείς.

Μέχρι τώρα έχουμε μελετήσει τις γενικές τοποθετήσεις του π. Σωφρόνιου για την «ζωντανή» και τη «φιλοσοφική» γνώση, τους κινδύνους του να κατασταθεί κάποιος «επαγγελματίας» θεολόγος και τους πειρασμούς που ελλοχεύουν για την ακαδημαϊκή θεολογία από τη χρήση του λογικού και της υπερηφάνειας. Είναι προφανές από την εξέταση αυτών ότι ο π. Σωφρόνιος καθορίζει συγκεκριμένα όρια για την ακαδημαϊκή θεολογία· να παραμείνει πέρα από τα λάθη και κυρίως να συμβάλλει στη σωτηρία των ανθρώπων. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας και τους καρπούς αυτής, όταν λειτουργείται με τις σωστές προϋποθέσεις.



Σημειώσεις:

289. Περί προσευχής, σελ. 75(51). Βλέπε και ο. Π, σελ. 210(88), Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 113, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 270(203), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 32(20) & 269(174). Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 55.

290. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, 61.

291. Περί προσευχής, σελ. 113(74).

292. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τού Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 241(179).

293. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 47(30). Βλέπε επίσης Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 185(143). Παράβαλλε Ανέστη Κεσελόπουλου, «Ανατρέχοντας στη δια των αιώνων ασκητική παράδοση και εμπειρία ο Γέροντας Σωφρόνιος επισημαίνει με ακαταμάχητη αξιοπιστία ότι η υπερηφάνεια είναι το κύριο πρόσκομμα για το φωτισμό του ανθρώπου από το Άγιο Πνεύμα», "Ο πνευματικός αγώνας κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο", Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, άγιον Όρος 2008, σελ. 232.

294. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 219-20(169).

295. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 210(162).

296. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 208(161).

297. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 208(161).

 

π. Matthew Penney π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Τέταρτο Κεφάλαιο: Τα όρια της ακαδημαϊκής θεολογίας Β) Οι «πειρασμοί» της ακαδημαϊκής θεολογίας


Τους πειρασμούς της ακαδημαϊκής θεολογίας πέραν των «επαγγελματιών» θεολόγων θα μπορούσαμε να τους διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες: α' στους πειρασμούς της διάνοιας, δηλαδή του λογικού και της φαντασίας και β' στους πειρασμούς της υπερηφάνειας. Θα εξετάσουμε και τις δύο.

1. Περί λογικού και της φαντασίας

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «πειρασμό» του λογικού ή της φαντασίας, εννοούμε τα εξής:

Πρώτον: όσον αφορά τη λογική την τάση του ανθρώπου να χρησιμοποιεί το λογικό του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, εν τέλει, να αντλεί εσφαλμένα συμπεράσματα ή να επιχειρεί να διεισδύσει σε αντικείμενα ή καταστάσεις για τις οποίες είναι ανεπαρκές.

Δεύτερον: αναφορικά με τη φαντασία την τάση να φαντάζεται κανείς συμπεράσματα ή δεδομένα, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Επιπλέον, όπως θα δούμε, οι παρεκκλίσεις αυτές είναι στενά συνδεμένες μεταξύ τους και συχνά είναι αδύνατο να διακριθούν. Σχετικά με αυτούς τους πειρασμούς ο π. Σωφρόνιος γράφει:

"Τω όντι, ο νους -λογικόν, όταν επ' αυτού και εν αυτώ συγκεντρούται η πνευματική ύπαρξις του ανθρώπου, βασιλεύει και εξουσιάζει επί της προσιδιαζούσης αυτώ αφηρημένης σφαίρας τοσούτον, ώστε δεν ευρίσκει τι υψηλότερον αυτού, και ως εκ τούτου αποδέχεται εν τέλει θείαν εν αυτώ αρχήν. Τούτο αποτελεί το έσχατον όριον της διανοητικής φαντασίας και συγχρόνως το έσχατον βάθος πτώσεως και σκότους. 275

Σε απλό επίπεδο τα σφάλματα τα οποία θα προκύψουν όταν ένας άνθρωπος βασίζεται υπερβολικά στην χρήση της λογικής του, είναι απλά λάθη ή λανθασμένες θεωρίες που θα εμποδίσουν την πορεία του προς τον Θεό: «Εν καταστάσει τοιούτων αποκλίσεων ο ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν κατά την κτιστην αυτού φύσιν, απομακρύνουν όμως αυτόν εκ της αυθεντικώς υπαρχούσης αιωνιότητος»276.

Αλλά όταν αυτό συμβαίνει σε μία βαθύτερη και σημαντικότερη προοπτική, θα επέλθει πλήρης στρέβλωση της γνώσης του αληθινού Θεού. Η φαντασία αντιμετωπίζεται ακόμα σε πολύ πιο αυστηρά πλαίσια από τον π. Σωφρόνιο, όταν γράφει κατηγορηματικά ότι, «Η αυθεντική πνευματική ζωή είναι αλλότριος της φαντασίας, αλλ' εν παντί και έως τέλους συγκεκριμένη και θετική»277. Ο π. Σωφρόνιος καταθέτει μια μακροσκελή περιγραφή των ποικίλων μορφών της απάτης, που επιφέρει η χρήση της φαντασίας, όταν αναφέρεται στη διδασκαλία του Αγίου Σιλουανού σχετικά με το θέμα αυτό278. Τα λόγια του αποτελούν προειδοποίηση για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους:

"Ο κόσμος της ανθρώπινης φαντασίας είναι κόσμος των "φασμάτων" της αληθείας. Είναι δε κοινός εις τους ανθρώπους και τους πεσόντας αγγέλους, και δια τούτο η φαντασία πολλάκις γίνεται αγωγός δαιμονικής ενεργείας. Και αι δαιμονικαί εικόνες, και αι υπό του ιδίου του ανθρώπου επινοούμεναι... διαστρέφει την πνευματικήν μορφην του ανθρώπου..." 279

Ο αληθινός κίνδυνος για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους στο να υποκύψουν στη χρήση της φαντασίας έγκειται στο γεγονός ότι:

"Και αι ανθρώπιναι και αι δαιμονικαί εικόνες έχουν την εαυτών δύναμιν, συχνάκις μεγίστην, ουχί όμως διότι είναι καθ' εαυτάς δημιουργικαί κατά την πλήρη έννοιαν της λέξεως, ως η εκ του μηδενός κτίζουσα θεία δύναμις, αλλ' επειδή η ανθρωπίνη θέλησις κλίνει προς αυτάς, και μόνον λόγω της υποταγής εις αυτάς μορφοποιείται υπ' αυτών ο άνθρωπος". 280

Παρόλη την απόρριψη της φαντασίας στην θεολογία, το λογικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί με κάποιο όφελος και επιτυχία. Ο βασικός προβληματισμός όμως για τον π. Σωφρόνιο είναι κατά πόσο και εάν εύκολα μπορεί το λογικό να οδηγηθεί σε εικασίες:

"Νους ουδέποτε γευθείς της καθαρότητος, νους ουδέποτε θεασάμενος το αιώνιον Θείον Φως, όσον και αν ελεπτύνθη εν τη διανοητική αυτού εμπειρία, αφεύκτως υπόκειται εις την φαντασίαν και, αποπειρώμενος να γνωρίσει το Θείον, ζη δι' εικασιών και κατασκευάζει επινοήματα, άτινα, δυστυχώς, ουχί σπανίως εκλαμβάνει ως αληθείς αποκαλύψεις και θεοπτίας, μη αντιλαμβανόμενος το σφάλμα αυτού". 281

Υπάρχει όμως ένα ακόμη πιο σοβαρό λάθος που γίνεται όταν θεολογούμε με το λογικό μας.

Η κύρια θεολογική παραπλάνηση από τη χρήση της λογικής, κατά τον π. Σωφρόνιο, είναι ο πανθεϊσμός. Γράφει:

"Εν τη θρησκευτική ζωή ο άνθρωπος κατερχόμενος εις τας οδούς των λογικών αναζητήσεων αναποφεύκτως πίπτει εις πανθεϊστικην κοσμοθεωρίαν. Εκάστοτε, όταν ο θεολογών νους αποπειράται να γνωρίσει την περί Θεού αλήθειαν δια της δυνάμεως αυτού, είτε συνειδητώς είτε ασυνειδήτως, εμπίπτει μοιραίως εις το αυτό σφάλμα, εις το οποίον είναι βεβυθισμέναι και η επιστήμη δια της αιτιοκρατικής αυτής αρχής και η φιλοσοφία δια του ορθολογισμού αυτής, και ο πανθεϊσμός εν τη αναζητήσει και τη θεωρία της αληθείας "ΤΙ". Η αλήθεια "ΤΙΣ" δεν γνωρίζεται δια της λογικής πορείας". 282

Αυτό το θέμα το αναλύει στα γραπτά του π. Σωφρόνιου, καθώς αποτελεί ένα προσωπικό του σφάλμα που καλύπτει μια περίοδο οκτώ ετών, της εφηβικής και νεανικής του ηλικίας. Ο π. Σωφρόνιος ξεκάθαρα σημειώνει ότι η χρήση του λογικού που αναλίσκεται υπερβολικά σε θεολογικά ζητήματα και κυρίως περί της φύσης του Θεού, οδηγεί στη λατρεία μιας φανταστικής εικόνας για τον Θεό, και όχι του ίδιου του Δημιουργού. 283 Επιπλέον μία τέτοια χρήση του λογικού συγκρίνεται, από τον π. Σωφρόνιο, με την πτώση του Σατανά και την επιθυμία για αυτοθέωση. 284

Παρατηρείται ένα ακόμη κοινό πρόβλημα για το λογικό και τη φαντασία που προσδιορίζει ο π. Σωφρόνιος: τη φύση τους να εξαγάγουν συμπεράσματα ή τοποθετούνται σε τομείς που είναι πέρα από τα όριά τους. Το συνοψίζει αυτό όταν γράφει, «Νυν εδιδάχθημεν ότι δεν πρέπει να αποδίδωμεν εις τον Θεόν τα αποκυήματα της γηΐνης διανοίας ημών και της νοσηράς φαντασίας. Πάσαι αι ιδέαι ημών, πάσα αναγνώρισις ή απόρριψις ημών, ουδόλως δύνανται να αλλοιώσουν τον Θεόν εν τω ανάρχω αυτού Είναι»285.

Ο πειρασμός για το λογικό και τη φαντασία έγκειται στο να αποδίδει ψευδή στοιχεία για τον Θεό και των περί του Θεού. Αυτό το λάθος είναι ιδιαίτερα συχνό. Διαβάζουμε: «Η πίστη είναι δύσκολη για κάθε άνθρωπο που συνήθισε να ζει με τη λογική του... Ο ανθρώπινος νους, όντας άκρως περιορισμένος, δεν είναι ικανός μόνος του να διεισδύσει στα μυστήρια του Θεού»286. Ένα σφάλμα το οποίο συνδέεται στενά με αυτό είναι η συμπλήρωση των διανοητικών κενών και η προσπάθεια συστηματοποίησής τους από τους ακαδημαϊκούς θεολόγους.

Η χρησιμοποίηση του λογικού και της φαντασίας στην αναπλήρωση των κενών στα διανοητικά συστήματα ή ιδέες μπορεί να οδηγήσει σε κάποιον αποπροσανατολιστικό πειρασμό, ο οποίος απαιτεί μεγάλη προσοχή για να αποφευχθεί. Σχετικά με αυτό ο π. Σωφρόνιος γράφει:

"Ο ορθολογιστής θεολόγος οικοδομεί το σύστημα αυτού, καθώς ο αρχιτέκτων οικοδομεί ανάκτορόν τι ή ναόν, χρησιμοποιών εμπειρικάς και μεταφυσικάς εννοίας ως υλικά οικοδομής και φροντίζων ουχί τοσούτον περί της συμφωνίας της ιδεώδους οικοδομής αυτού προς την αντικειμενικήν αλήθειαν του είναι, όσον περί του μεγαλείου και της αρμονικής ακεραιότητος του συστήματος αυτού από λογικής απόψεως". 287

Ένα τέτοιο μοντέλο κατασκευής ενός συστήματος σκέψης οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα και στην επιθυμία να οριοθετήσει το Θείο Μυστήριο εντός των πλαισίων της ανθρώπινης σκέψης. Είναι σημαντικό ότι οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι πρέπει να διατηρούν τη νηφαλιότητα και την ταπεινοφροσύνη τους για να εξαλείψουν αυτόν τον πειρασμό, όσο μπορούν, από τα έργα τους, ιδίως σε ένα περιβάλλον όπου η επαγγελματική εξέλιξη εξαρτάται συχνά από τη δημοσίευση νέων ακαδημαϊκών πονημάτων. Με τέτοια πίεση στην συγγραφή άρθρων και βιβλίων, ειδικά πρωτότυπων, εάν στηριχθεί αποκλειστικά στο λογικό και τη φαντασία, μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, κυρίως όταν οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι δεν έχουν φτάσει ακόμη στο επίπεδο να εκφράζονται από την εμπειρία της δικής τους χαρισματικής γνώσης. Ο π. Σωφρόνιος το επιβεβαιώνει αυτό όταν γράφει:

"Κάθε άνθρωπος που στρέφεται προς τον Θεό λαμβάνει από Αυτόν οπωσδήποτε μία απάντηση. Εντούτοις, αν η εμπειρία της Θείας κοινωνίας δεν είναι αρκετή, ο άνθρωπος αισθάνεται τον πειρασμό να αναπληρώσει το κενό αυτό με τις δικές του δυνάμεις. Τότε ολισθαίνει αναπόφευκτα σε παρεκκλίσεις και καταλήγει σε μείωση ή παραμόρφωση της Αλήθειας, αναμειγνύοντας το ψεύδος με την αλήθεια". 288

Τελικά, οι κίνδυνοι από την εξαπάτηση του λογικού και της φαντασίας του ανθρώπου, καθιστούν σαφές το γιατί η ακαδημαϊκή θεολογία πρέπει να δώσει τη δέουσα προσοχή για την αποφυγή τέτοιων σοβαρών λαθών.



Σημειώσεις:

275. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 215(166).

276. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 269(174).

277. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 142(113).

278. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 205ff (159ff).

279. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 204(158). Επίσης βλέπε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 117: «Έπειτα η φαντασία σας δημιουργεί εικόνες και σκέψεις και αισθήματα, που μοιάζουν υψηλά, αλλά που δυστυχώς δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια».

280. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 204(158).

281. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 183(142). Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 88: «Χρειάζεται, κατά τον Γέροντα, μεγάλη πείρα και πνευματική καλλιέργεια, καθώς και θεία βοήθεια για να ξεφύγει ο άνθρωπος από τον καταναγκασμό, στον οποίον τον υποβάλλουν τα επιχειρήματα του λογικού στην πορεία γνώσης του Θείου. Στα ζητήματα πνευματικής φύσεως η εφαρμογή των κατηγοριών της λογικής σκέψης οδηγεί πάντα σε αδιέξοδα».

282. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 141(112). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 228-29(169-70).

283. Βλέπε Άσκηση και θεωρία σελ. 118-119: «Μολονότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε "κατ' εικόνα Θεού", ανατρέπει την ιεραρχία της υπάρξεως, αφότου αρχίζει να μεταφέρει στον Θεό τα δεδομένα γνώσεως τα οποία έχει για τον εαυτού του, "δημιουργώντας" έτσι έναν Θεό σύμφωνα με τη δική του εικόνα και ομοίωση». Βλέπε επίσης όπου πριν, σελ. 110, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 336(213) & 341(216), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 141-42(112) & 208-9(161-62), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 362. Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 17 & 25, Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 98.

284. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 204-5(158) & 210(162).

285. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 245(156). Ακόμη μια μεστή περιγραφή είναι η εξής: «Όταν όμως δεν τίθενται όρια στον νου μας για σκέψη περί του Θεού, τότε προβάλλουν οι ανθρώπινες φαντασίες, που μπορούν να προσλάβουν τους πιο διάφορους προσανατολισμούς σε σχέση με τον κόσμο της σκέψεως στον οποίο κινείται ο ένας ή ο άλλος. Ο "διαλογισμός" του είδους αυτού μπορεί να αντιστοιχεί στην ανάπτυξη εκείνου που ακόμη δεν γνώρισε την καθαρότητα του νου», Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 336. Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 237-38(175-76).

286. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 109. Παράβαλλε Γεωργίου Μαντζαρίδη, "Η μετοχή στην ενέργεια του Θεού ως όρος πραγματώσεως της υποστατικής αρχής στον άνθρωπο", σελ. 250: «Ο μεγάλος κίνδυνος που υφίσταται για όσους επιχειρούν να συλλάβουν διανοητικά το μυστήριο του Θεού και της θείας ζωής ή και να συμπληρώσουν με την φαντασία τους όσα ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική είναι η πλήρης αλλοτρίωση από το μυστήριο αυτό».

287. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 208(160-1). Στην σελ. 200(155), του ίδιου έργου σημειώνει: «Ο αθλητής της νοεράς ησυχίας και της καθαράς προσευχής παλαίει εντός αυτού αποφασιστικώς κατά του τοιούτου είδους "δημιουργίας", ήτις δύναται να είναι διαδικασία αντίστροφος της τάξεως του αυθεντικού είναι, τουτέστι να δημιουργεί ο άνθρωπος τον Θεόν κατά την ιδίαν αυτού εικόνα και ομοίωσιν». Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 87.

288. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 125. Άλλη μια εξαιρετική περιγραφή συναντάται στο Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 253-54(191): «Ο ορθολογιστής, ίνα ικανοποιήση τα διανοητικά αυτού ενδιαφέροντα, οικοδομεί τα πλέον πολύπλοκα θεολογικο-φιλοσοφικά συστήματα. Εκτελεί κολοσσιαίαν τινά εργασίαν, αποσκοπών, εάν ουχί να αποδείξει, τουλάχιστον να αναπτύξει διαλεκτικώς την κατάστασιν των πραγμάτων, ως παρουσιάζεται εις αυτόν. Συχνάκις αφιεροί προς τούτο πάσας τας δυνάμεις αυτού, πάντα τα χαρίσματα αυτού, πάσαν την ζωήν αυτού. Κατά παράδοξον όμως τρόπον διαφεύγει του οπτικού αυτού πεδίου το ανυπόστατον τοιαύτης αναζητήσεως».

π. Σωφρόνιος Σαχάρωφα όρια της ακαδημαϊκής θεολογίας Α) Προσεγγίζοντας διανοητικά την εμπειρία του Αγίου Πνεύματοςπ. Matthew Penney



Τέταρτο Κεφάλαιο: Τα όρια της ακαδημαϊκής θεολογίας

Α) Προσεγγίζοντας διανοητικά την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος

Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που ελλοχεύει στους κόλπους της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι ο θεολόγος να μετατραπεί σε έναν επαγγελματία θεολόγο, που θεολογεί από την «επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς»265.

Ο π. Σωφρόνιος το εκφράζει αυτό με σαφήνεια όταν γράφει:

"Η μακραιών πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητικη ενασχόλησις, ως και η νομικη επιστήμη. Ως αυτή διαφέρει εις εκάστην χώραν, ούτω και η θεολογία διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών". 266

Αυτό είναι ένα σημείο που ο ακαδημαϊκός θεολόγος πρέπει να έχει υπόψη του στην πορεία της μελέτης και της διδασκαλίας της Ορθόδοξης θεολογίας. Ο π. Σωφρόνιος επίσης επισημαίνει ότι κάποιος μπορεί μεν να κατέχει τα ακαδημαϊκά προσόντα, να είναι άριστος μελετητής, παρόλα αυτά να είναι παντελώς ανίδεος σχετικά με το δρόμο της σωτηρίας267 και ως εκ τούτου να αποξενωθεί από κάθε μορφή χαρισματικής Θεογνωσίας ή ακόμα και αγιοπνευματικής ζωής. Γι' αυτό ο π. Σωφρόνιος γράφει, «Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ' ουσίαν εις βαθείαν άγνοιαν. Και τούτο, διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού· ένεκα δε τούτου στερούνται του φωτός της Θεογνωσίας»268.

Εδώ βλέπουμε πως η άγνοια των προϋποθέσεων για την χαρισματική γνώση καταργεί εντελώς κάθε δυνατότητα για τη Θεογνωσία, και ως εκ τούτου υπονομεύει την πραγματική εργασία του ακαδημαϊκού θεολόγου. Αντίθετα, όπως ο π. Σωφρόνιος γράφει στον Μπαλφούρ, παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, «να θεωρίς ότι γνώση της αληθείας είναι κυρίως η αίσθηση της χάρης. Όλες οι άλλες γνώσεις πρέπει να αποκαλούνται αποτελέσματα νοήσεως και αποδείξεις πραγμάτων»269.

Αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν βλέπουμε στον επαγγελματία θεολόγο, ο οποίος πέφτει στον πειρασμό της επιδίωξης της γνώσης ως αυτοδημιουργικής-νοητικής ευχαρίστησης. Δεν αποβλέπει στην ολοκλήρωση μέσω του άκτιστου Θεού: «Η οδός των "αρεοπαγιτικών", τ. έ. η οδός της φιλοσοφικής και επιστημονικής θεολογίας, είναι διάφορος. Οι πορευόμενοι... ικανοποιούνται δια της διανοητικής ηδονής... »270. Επιπλέον, οι «ορθολογιστές-θεολόγοι» συχνά αναζητούν τη λύση σε κάθε ερώτημα με βάση τις φιλοσοφικές εικασίες, πέρα από τη ζωντανή κοινωνία με τον Θεό. Ακόμη «την επιστημονικην πολυμάθειαν και την λογικην αυτού πείραν εκλαμβάνεται ως πνευματικόν πλούτον και εκτιμά αυτόν τοσούτον, ώστε πασα άλλη γνώσις και πείρα εν τοις οφθαλμοίς αυτού υποχωρούν εις δευτερεύουσαν θέσιν»271. Το αποτέλεσμα όμως, όπως περιγράφεται από τον π. Ζαχαρία, είναι: «Ο ορθολογιστης θεολόγος όσο ψηλά και αν ανεβεί και όσο "μυστικό" βάθος και αν πετύχει, επειδή προτάσσει τον κτιστό νου του, η εμπειρία του "είναι κατ' ουσίαν εμπειρία 'πανθεϊστικής' τάξεως"»272. Αν κάποιος θέλει να γίνει ένας πραγματικός θεολόγος και όχι ένας ορθολογιστής, πρέπει να διατηρεί αυτή την προειδοποίηση στο νου του.

Τα λόγια του π. Σωφρόνιου στον Μπάλφουρ ισχύουν και για όσους εμπιστεύονται αποκλειστικά τη διανοητική δραστηριότητα του εαυτού τους. Γράφει: «ο εχθρός σάς υποβάλλει συνεχώς το λογισμό ότι χρειάζεται λογική αφομοίωση της αληθείας. Αποδίδει σε αυτήν υπεροχή έναντι μιας τυφλής δήθεν πίστεως και μειώνει έτσι τη σημασία της ως το μηδέν»273. Είναι σαφές λοιπόν ότι ο «επαγγελματίας» θεολόγος, που υποτάσσει την πνευματική ζωή και την πνευματική εμπειρία στα κτιστά όρια της διάνοιας και της εικασίας, πρέπει να συνειδητοποιήσει το λάθος του επανατοποθετούμενος δια της αληθινής μετανοίας απέναντι στο μυστήριο της θεογνωσίας ως την πρωταρχική θεολογία. 274 Πέρα από τον εξορθολογισμό της θεολογικής γνώσης παρατηρούνται και άλλοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την ακαδημαϊκή θεολογία.



Σημειώσεις:

265. Βλέπε Κεφ. 1, σελ. 14-15.

266. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 310(204). Παράβαλλε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 98.

267. Βλέπε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 56-57(42).

268. Βλέπε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 24. «Υπάρχει μια ακόμη μορφή όσων στερούνται πνευματικής εμπειρίας, παραμένουν "άπειροι" αυτής, εντούτοις όμως δε μπορούμε να τους εντάξουμε στην κατηγορία των απίστων: «Συνέβη να συνομιλήσω μετά τινών εκ των πλέον διαπρεπών εκπροσώπων της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ήτο οφθαλμοφανές ότι και εκείνοι, οίτινες εγνώριζον τα έργα των Αγίων ασκητών της αρχαίας Αιγύπτου και Παλαιστίνης, δεν είχον ζώσαν πείραν εκείνου περί του οποίου εμαρτύρουν οι Πατέρες», Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 211(133). Το πρόβλημα αυτό για κάποιον που πραγματικά προσπαθεί να θεολογεί, παραμένει ουσιαστικό.

269. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 108.

270. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 180(139).

271. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 252(190).

272. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 204(178). Βλέπε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 30¬31: «Όσο και αν έχει φτάσει ο άνθρωπος σε υψηλά επιστημονικά επίπεδα, "δεν είναι δυνατόν να φθάση τις εις την γνώσιν τον Θεόν μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως"».

273. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 109-110.

274. Ο π. Σωφρόνιος κάνει μια δυναμική δήλωση σε σχέση με αυτό: «Η θεολογική επιστήμη που διδάσκεται στα σχολεία και που έγινε επιστημονική ειδικότητα ανοικτή σε όλους, δεν παρέχει τη γνώση του Θεού», Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 56(41).

π. Matthew Penney π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ



Τρίτο Κεφάλαιο: Η βίωση των δογμάτων και η «Δογματική Συνείδηση»

Δ) Χαρισματική θεολογία

Στο τελευταίο μέρος του κεφαλαίου θα παρουσιάσουμε εν συντομία τον υψηλότερο στόχο του συνόλου της θεολογίας: το να φτάσει στο σημείο να παράγει πρωτογενή θεολογία, δηλαδή, τη χαρισματική θεολογία. Συζητήσαμε για τη χαρισματική γνώση στο πρώτο κεφάλαιο και ξεκινήσαμε από την προηγούμενη ενότητα να περιγράφουμε τη χαρισματική θεολογία ως τον καρπό της βιωματικής γνώσης που διατυπώθηκε στο πλαίσιο της Δογματικής Συνείδησης. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την εικόνα της χαρισματικής θεολογίας της ίδιας. Η υφιστάμενη δυσκολία έγκειται σε δύο πράγματα: Πρώτον, η έλλειψη εμπειρίας της χαρισματικής γνώσης και της Δογματικής Συνείδησης δεν ευνοούν την πλήρη, ή έστω επαρκή κατανόηση του θέματος224. και δεύτερον η ανάλυση είναι στενά συνδεδεμένη με τη χαρισματική γνώση, είναι δύσκολο επομένως να μιλήσουμε για χαρισματική θεολογία πέρα από τη χαρισματική γνώση. Στη βάση των όσων είδαμε στα τελευταία τρία κεφάλαια θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την κατανόηση του π. Σωφρόνιου όσον αφορά τη χαρισματική θεολογία.

Όπως εξηγεί ο π. Ζαχαρίας, όλη η θεολογία του π. Σωφρόνιου είναι μια προσπάθεια να μεταφέρει σε λέξεις τις εμπειρίες του περί της χαρισματικής γνώσης και της χαρισματικής θεολογίας: «Η θεολογία αυτή παρουσιάζεται ως διήγηση του γεγονότος της προσωπικής συναντήσεως του ανθρώπου με τον Ζώντα Θεό και ως εξιστόρηση της εμπειρίας του Φωτός Του»225. Ωστόσο, ακόμη και για έναν έμπειρο μοναχό, ασκητή και θεολόγο όπως ο π. Σωφρόνιος, η βίωση επανειλημμένως του Ακτίστου Φωτός, όπως ήταν ο ίδιος, μαθητής ενός Αγίου, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο να την περιγράψει. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Το θέμα, το οποίον μετά δυσκολίας αποπειρώμαι να εκθέσω, είναι η Ζώσα Αλήθεια»226. Θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια ένδειξη ως προς το τι εννοεί ο π. Σωφρόνιος με την έννοια «χαρισματική θεολογία», έτσι ώστε να έχουμε το υψηλότερο μοντέλο της αυθεντικής θεολογίας, να μπορέσουμε να κατανοήσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια την άποψή του περί της ακαδημαϊκής θεολογίας.

Θα παραθέσουμε με ένα απόσπασμα από μια συνομιλία του π. Σωφρονίου με τον Αρχιμανδρίτη Εφραίμ, καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, τον Σεπτέμβριο του 1992. Μιλώντας για τη χαρισματική θεολογία, ο π. Σωφρόνιος δήλωσε:

"Και ένα παράδειγμα αυτής της θεολογίας είναι η Θεία Λειτουργία του Βασιλείου του Μεγάλου. Η συνολική αναφορά είναι η θεολογία και εκφράζεται μέσω της προσευχής. Στη συνέχεια, όμως η θεολογία έρχεται ως μια κατάσταση της ύπαρξης. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος, από ακαδημαϊκή άποψη, δεν είναι ένας θεολόγος, λέει τα πράγματα απλά. Η θεολογία του, ωστόσο, είναι μια κατάσταση της ύπαρξης. Ό, τι λέει γίνεται δόγμα για όλους". 227.

Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε ότι με πολλούς τρόπους η χαρισματική θεολογία μπορεί πιο εύκολα να υποδεικνύεται από το να περιγράφεται. Ένα θεολόγος, ωστόσο, που έχει βιώσει τη χαρισματική γνώση και απέκτησε τη Δογματική Συνείδηση, είναι σε θέση να αναγνωρίζει με ευκολία τη χαρισματική θεολογία όταν τη βλέπει, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω. 228. Ακούμε το γέροντα να λέγει:

"Εκ της παρατηρήσεως επί μέρους φαινομένων καταλήγει εις την διατύπωσιν γενικού νομού. Δεν συμβαίνει όμως ούτως εις τας Άνωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Η ψυχή δια της διαισθήσεως αυτής αναγνωρίζει "πόθεν" ήλθε το ορώμενον. Μη δυναμένη εισέτι να συλλάβει το πλήρωμα της εκχυθείσης επ' αυτήν ευλογίας άρχεται εν τούτοις να οικοδομή το μέλλον επί τον βράχον της δια θαυμαστού τρόπου δοθείσης γνώσεως". 229.

Παρατηρούμε ότι η χαρισματική θεολογία είναι χτισμένη πάνω στο θεμέλιο της χαρισματικής γνώσης ενώ η αφομοίωση αυτής της χαρισματικής γνώσης, δηλαδή αυτή που θα γίνει η «Δογματική Συνείδηση», πραγματώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Επιπλέον η χαρισματική θεολογία πρόκειται για διατυπωμένη γνώση με κάτι που γίνεται άμεσα κατανοητό «δια της διαισθήσεως». Αυτό που γίνεται κατανοητό και που διατυπώνεται από τη χαρισματική θεολογία περιγράφεται με διαφορετικούς τρόπους στα γραπτά του π. Σωφρόνιου. Ωστόσο το πιο σαφές είναι ότι πρόκειται για εμπειρία της χάριτος που κατεβαίνει άνωθεν. Είναι η αφομοίωση της γνώσης που παρέχεται μέσα από μία αποκαλυπτική εμπειρία230:

"Η θεολογία είναι η κατάσταση του πνεύματος που ενεργείται από τη χάρη του Θεού. Εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στη θεολογία και στη φιλοσοφία, ανάμεσα στην αληθινή θεολογία και τη θεολογία των διανοουμένων. Αν μία τέτοια έμπνευση αγγίσει την καρδιά σας, δε θα έχει πια τέλος πάνω στη γη. Είναι ανεξάντλητη, γιατί μέσα της βρίσκεται η αρχή της αιώνιας ζωής". 231.

Η χαρισματική θεολογία είναι η κατάσταση του πνεύματος που ενεργείται από τον Ίδιο τον Θεό. Απορρίπτεται η διανοητική δραστηριότητα στη διαδικασία αυτή, καθώς πάντοτε ακολουθεί ως απλή έκφραση αυτού του βιωματικού πνεύματος.

Η χαρισματική θεολογία είναι «εισοδική» της βασιλείας του Θεού. Προέρχεται από την αιώνια σοφία του Θεού, την υποστατική αλήθεια του Αγίου Πνεύματος. Εισάγει τον πεπερασμένο άνθρωπο στην ατραπό της αιωνιότητας του Θεού. Δεν είναι απλή εκχεόμενη και τελικώς διαλυόμενη από τη φθορά λογική έκφραση περί Θεού, αλλά αποκάλυψη της αυτής υποστατικής Αλήθειας, η οποία βιώνεται προσωπικώς ως η υποστατική αρχή του παντός.

Σχετικά με αυτό ο π. Σωφρόνιος γράφει, «Ούτος είναι το Φως και η Αλήθεια. Και όταν το αληθινόν τούτο Φως (βλέπε Ιωάν. Α' 9) περιβάλλει ημάς, τότε ζώμεν την Αγάπην και την Σοφίαν αυτού. Είμεθα περιχαρείς και βαθεία γνώσις κατέρχεται εφ' ημάς, ουχί ως σκέψις, αλλά ως κατάστασις του πνεύματος ημών»232.

Επιπλέον, η χαρισματική θεολογία συνδέεται και προέρχεται από τη μετάδοση μιας νέας μορφής ύπαρξης, συνιστά την οντολογική αλλαγή στον άνθρωπο, ο οποίος μετέρχεται από τον κτιστό στο άκτιστο κόσμο:

"Το πνεύμα του ανθρώπου στρεφόμενον προς τον Θεόν δύναται πάντοτε να δέχηται εξ αυτού νέας εκχύσεις άλλου είναι, άλλης γνώσεως. Φθάνει εις τα όρια του χρόνου, μεταβαίνει εις άλλας διαστάσεις, περιβάλλει, δια της συνεργίας τού Πνεύματος του Θεού, τον γήϊνον κόσμον, το κτιστόν είναι, τους αιώνας του χρόνου". 233

Αλλού γράφει: «Εις τοιαύτας στιγμάς της Άνωθεν ευδοκίας δίδεται εις αυτόν η γνώσις άλλης, ακαταλύτου ήδη, μορφής του Είναι»234 και «(Το Φως τούτο) δίδει εις το πνεύμα ημών την γνώσιν ενός άλλου, απεριγράπτου Είναι· ο νους σιγά καθιστάμενος υπεράνω της διανοήσεως εξ αιτίας αυτού τούτου του γεγονότος της εισόδου αυτού εις νέαν μορφήν ζωής»235. Και τα δύο αυτά αποσπάσματα φανερώνουν την πραγματικά μεταμορφωτική φύση του Ακτίστου φωτός στην ανθρώπινη ύπαρξη από τη χαρισματική γνώση και την χαρισματική θεολογία. Είναι επίσης σαφές ότι η χαρισματική θεολογία είναι πραγματικά «άνωθεν»236. Ο π. Σωφρόνιος, «δεν αποδέχεται μία θεολογία περιορισμένη "εντός του κόσμου τούτου", με θεμέλια που είναι καρπός μιας αυτονομημένης λογικής διεργασίας»237.

Μετά τις περιγραφικές προσεγγίσεις για τη χαρισματική θεολογία θα αναφερθούμε στο «πώς λειτουργεί». Ο π. Σωφρόνιος εγείρει ορισμένα ερωτήματα προκειμένου να απαντήσει το «πώς» όταν γράφει:

"Πώς όμως να εξηγήσει τις ότι εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της θεωρίας ουδεμία διαδικασία σκέψεως γίνεται αντιληπτή, τουτέστιν ουδεμία εμφάνισις εννοιών ή παραστάσεων εν τω νοΐ; Εν τούτοις όμως, μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως· η καρδία, δια της εν αυτή ενεργείας της χάριτος της Θείας αγάπης, συλλαμβάνει βαθύτερον τα μυστήρια, τα υπερβαίνοντα πάσαν διανοητικήν αντίληψιν". 238

Ακόμη μία φορά η σημασία της θείας χάριτος και της γνώσης, που μεταδίδεται δια μέσου της κοινωνία στο Είναι είναι καθοριστική. Η πρόσληψη αυτής της γνώσης δεν ακολουθεί τον τρόπο της συνηθισμένης παρεμβατικής διανοητικής σκέψης. Σε ένα άλλο σημείο ο π. Σωφρόνιος διερωτάται:

"Τι συμβαίνει κατ' ουσίαν; Πώς εξηγούνται παρόμοια γεγονότα; Το πνεύμα ημών εισάγεται δια του Πνεύματος του Θεού εις την σφαίραν της Βασιλείας ταύτης. Και τότε παύει πάσα διαλεκτική· ζώμεν νέαν δι' ημάς μορφήν υπάρξεως. Δίδεται εις ημάς η εμπειρία του "είναι": Εγώ ειμι. Και ο Απόστολος Παύλος και οι λοιποί Απόστολοι Πέτρος, Ιωάννης, και πάντες οι μετέπειτα θεολόγοι της Εκκλησίας, διηγούνται περί των γνωσθέντων υπ' αυτών γεγονότων τον είναι". 239.

Εδώ συναντούμε μια ξεκάθαρη περιγραφή της χαρισματικής θεολογίας ως της κανονικής θεολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 240. Επιπλέον η εμπειρία και η αφομοίωση μέσω της Δογματικής Συνείδησης των γεγονότων τον είναι αναδεικνύει τους αυθεντικούς θεολόγους που εκφράζονται με απόλυτη βεβαιότητα και χωρίς εικασίες241. Αυτό αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της χαρισματικής θεολογίας.

Ο π. Σωφρόνιος περιγράφει τόσο το 'πώς' η χαρισματική γνώση και η θεολογία μεταδίδονται αλλά και το 'πώς' η γνώση που αποκτήθηκε προκαθορίζεται από τον ίδιο τον Θεό: «Και εάν συγκαταβεί η θεία ευδοκία επί του ευχομένου και δοθεί εις αυτόν να γευθεί της εγγύτητος του Θεού, η περί του πάντων επέκεινα Θεού γνώσις θα προσλάβει την μίαν ή την άλλην μορφήν, μη "επινοηθείσαν" όμως υπό του ασκητού ή του προφήτου, αλλ' "άνωθεν" δεδομένην»242. Αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη φύση αυτής της θεολογίας ως δώρο που έλαβε χώρα σε μια προσωπική κοινωνία μεταξύ των προσώπων - υποστάσεων243.

Ο Ν. Κόϊος προσφέρει της εξής ανάλυση πάνω στο ζήτημα:

"Το Θείο Φως, αν και κατά την φύση του είναι αναλλοίωτο, οι ενέργειές του, τα "αισθήματα" δηλαδή που γεννά στον άνθρωπο, ποικίλλουν. Άλλοτε εμφανίζεται ως αίσθηση "ιλαράς αγάπης του Χριστού", άλλοτε ως συμπαράσταση της θείας Δύναμης, ως "ανεκλάλητη" κίνηση της αιώνιας ζωής μέσα στον άνθρωπο, ως φως σύνεσης ή υπερνοητή νοερή όραση του Θεού. Κατά την έκχυση αυτής της δωρεάς, η αγάπη και η αγαθότητα του Κυρίου είναι τόσο μεγάλη που απεργάζεται τον άνθρωπο όμοιο προς το άκτιστο φως". 244

Είναι στη φύση της χαρισματικής γνώσης, και αντίστοιχα της χαρισματικής θεολογίας να εξαρτάται απ' αυτό που ο Θεός επιλέγει να δώσει στον θεολόγο και στις ιδιαίτερες ανάγκες της εποχής στην οποία ζει ο θεολόγος. Τα παραπάνω φανερώνουν μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της χαρισματικής θεολογίας και αποδεικνύουν ότι είναι η μόνη πραγματικά αυθεντική μορφή της θεολογίας και της Θεογνωσίας.

Υπάρχουν μερικά ακόμη χαρακτηριστικά που μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση της χαρισματικής θεολογίας. Για παράδειγμα, η χαρισματική γνώση που λαμβάνεται αποτυπώνεται στην ψυχή ενός θεολόγου. Διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα ώσπου η εμπειρία της χάριτος να σβήσει245 και εν τέλει να μεταφραστεί σε χαρισματική θεολογία. Αλλού ο γέροντας Σωφρόνιος επισημαίνει ότι αυτή η θεολογία δε μπορεί να έχει νόημα χωρίς την εμπειρία του Φωτός της Αγίας Τριάδας246, καθώς εκφράζεται δια μέσου αυτής της προσωπικής αποκάλυψης. 247. Τέλος όταν ένας άνθρωπος έχει άμεση εμπειρία αυτού του Ακτίστου Φωτός, «τότε... εγκαταλείπει ενστικτωδώς την εκ των κάτω πορευομένην φιλοσοφίαν περί του υπερπροσωπικού Απολύτου»248.

Μετά τις αναλύσεις περί της χαρισματικής γνώσης, των προϋποθέσεων για την βίωση αυτής της γνώσης όπως και τους όρους της αυθεντικής θεολογίας θα προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε τις τοποθετήσεις του π. Σωφρόνιου περί της ακαδημαϊκής θεολογίας. Στα δύο τελευταία κεφάλαια θα εξετάσουμε τα όρια και το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας.



Σημειώσεις:

224. Βλέπε κεφ. 3, σελ. 67, υποσημείωση 219.

225. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 18(16). Παράβαλλε όπου πριν, σελ. 280(206): «Η πρωτοτυπία και η έμφαση, που παρουσιάζει σε αυτόν η περιγραφή του Φωτός με καταφατικούς όρους, οφείλονται στην προσπάθειά του να προβάλει τη θεολογία ως πνευματική κατάσταση και όχι ως φιλοσοφική και αφηρημένη διανόηση».

226. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 405-06(230).

227. http://www.pentapostagma.gr/2011/11/conversationwitheldersophrony.html#ixzz1lswy7c3L.

228. Βλέπε Κεφ. 3, σελ. 68, υποσημείωση 222.

229. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 342(217).

230. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 230, «Η χαρισματική θεολογία, ως κατεξοχήν αυθεντική θεολογία, αποτελεί έκφραση και ερμηνεία της θεοφάνειας από τους επόπτες της θείας δόξας. Αποτελεί έκφραση της προσωπικής, υπαρξιακής εμπειρίας του Ακτίστου. Έτσι, η χαρισματική θεολογία προϋποθέτει την θεοπτία». Και βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 6.

231. Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 55(41). Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 220(170).

232. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 395(223). Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 66-67(48).

233. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 152(97).

234. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 39(25).

235. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 258(167).

236. Εδώ βλέπουμε ότι ο π. Σωφρόνιος ακολουθεί το δικό του πνευματικό, τον Άγιο Σιλουανό: «Για τον Σιλουανό, η γνώση του Θεού βασίζεται πάντοτε σε κάποιας μορφής αποκαλυπτική εμπειρία και επομένως έρχεται "άνωθεν"», Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 63(46).

237. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 58(41). Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 189(170).

238. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 265(172) .

239. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 277(180). Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 67(43-44).

240. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 230, « Είναι προφανές, ότι εδώ κάνουμε λόγο για την πηγαία, την πρωτογενή, την εμπειρική, την χαρισματική θεολογία, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας».

241. Βλέπε M. Egger, «Πρόλογος», σελ. 10(6), Περί πνεύματος και ζωής: «Αγωγός της θείας χάριτος, ο "πνευματικός" λόγος, είναι σπάνιος. Έχοντας θεμέλιο μια ρωμαλέα δογματική συνείδηση, δεν είναι θεωρητικός. Θεολογικός με τη βαθιά σημασία της λέξεως ο λόγος αυτός δεν γεννιέται από τα βιβλία ή τη θεωρητικη γνώση. . . ». Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 111-12(90-91). Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 231, «Και επειδή η εμπειρία του Ακτίστου είναι δυνατή μόνον εν Αγίω Πνεύματι, η έκφραση αυτής της εμπειρίας από την χαρισματική θεολογία δεν μπορεί να έχει το στοιχείο της πλάνης, είναι απλανής θεολογία, και έχει σαφώς αγιοπνευματικό χαρακτήρα.».

242. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 200(155).

243. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 190(170): «Η Αποκάλυψις του Προσωπικού Θεού προσδίδει εις πάντα θαυμαστόν χαρακτήρα. Το είναι δεν αποτελεί προκαθορισμένην τινά κοσμικήν διαδικασίαν, αλλά το Φως της απεριγράπτου αγάπης των Θείων και των κτιστών προσώπων. Είναι η ελευθέρα κίνησις των προσωπικών πνευμάτων, ήτις πληρούται συνετής επιγνώσεως παντός υπαρκτού και αυτοσυνειδησίας».

244. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 82.

245. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 316(206).

246. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 279(181). Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 18-19 και Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 86: «Η μετοχή του Ακτίστου φωτός δίνει την γνώση των μυστηρίων του Θεού στον άνθρωπο, γνώση των ενδοτριαδικών σχέσεων».

247. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 322(207), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 291(188-9), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 244(155-56), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 53(44). Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 66-67(48).

248. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 272(176).

Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ Τρίτο Κεφάλαιο: Η βίωση των δογμάτων και η «Δογματική Συνείδηση» Γ) Η «Δογματική Συνείδηση»



Με τη Δογματική Συνείδηση φτάνουμε στο ύψος της κατανόησης της θεολογίας του π. Σωφρονίου. Είναι η Δογματική Συνείδηση που φέρνει ένα πιστό στο σημείο να παράγει πρωτογενή Χαρισματική Θεολογία. Η Δογματική Συνείδηση είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή, η σύλληψη των Δογμάτων τόσο σε διανοητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ζωντανής αφομοίωσης. Ο π. Σωφρόνιος δίνει μια ξεκάθαρη περιγραφή της διαδικασίας αυτής:

"Μόνον μετά παρέλευσιν πολλών ετών εναλλαγής πνευματικών καταστάσεων, συνοδευομένων συνήθως υπό της αναγνώσεως των Αγίων Γραφών και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, συνομιλιών μετά πνευματικών οδηγών και άλλων της ευσεβείας εργατών, κατόπιν μακρού πολέμου κατά των παθών, ο άνθρωπος ανακαλύπτει εντός αυτού το φως της γνώσεως των οδών του Πνεύματος, το ελθόν μυστικώς "άνευ παρατηρήσεως" (Λουκάς ιζ' 20). Αυτή είναι η υφ' ημών κληθείσα δογματική συνείδησις, η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις". 207

Εν συντομία, η Δογματική Συνείδηση είναι η γνώση που κερδίζει ένας άνθρωπος από το συνδυασμό της ανθρώπινης εμπειρίας και της θείας χάριτος μέσω της κυκλικής κίνησης της εμπειρίας και της εγκατάλειψης της χάριτος. 208

Αυτή η γνώση είναι η ίδια η εσωτερική θεία ζωή και υπερβαίνει κάθε «επίσημη» ή «διανοητική» γνώση του Δόγματος. Είναι να «βλέπει» κανείς με τα νοερά μάτια της ψυχής την πραγματικότητα της Αγίας Τριάδας ως τρία σε ένα, ή της ενσάρκωσης του Χριστού ως δύο φύσεις σε μια υπόσταση:

"Αλλά ενταύθα είναι απαραίτητον να σημειώσωμεν ότι η δογματική αυτή συνείδησις, ήτις έρχεται εκ της πείρας της χάριτος, διακρίνεται ποιοτικώς της ομοίας εξωτερικώς δογματικής συνειδήσεως, ήτις είναι αποτέλεσμα της "πίστεως εξ ακοής", ή της ακαδημαϊκής μορφώσεως ή της φιλοσοφικής πεποιθήσεως των αφηρημένων παραστάσεων". 209

Επιπλέον, επιτρέπει σε κάποιον που έχει αποκτήσει τη Δογματική Συνείδηση να διακρίνει με ακρίβεια την αυθεντική εμπειρία ή όραμα από μια δαιμονική εμφάνιση, και να διακρίνει τη διαφορά μιας αιρετικής ή λανθασμένης περιγραφής του Θεού από την ορθή. Για το λόγο αυτό, ανήκει στα υψηλότερα επίπεδα της πνευματικής πράξης και γνώσης, και γενικά παρατηρείται μόνον σε ανθρώπους πολύ προχωρημένους στην αγιοπνευματική ζωή. 210

Αντίστοιχα, οποιαδήποτε παρέκκλιση στην πνευματική ζωή έχει άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα στην Δογματική Συνείδηση ενός ανθρώπου:

"Εάν μεταβάλητέ τι εις την δογματικήν υμών συνείδησιν, τότε αναποφεύκτως θα μεταβληθή κατά το αντίστοιχον μέτρον και η πνευματική υμών πράξις και γενικώς η μορφή της πνευματικής υμών υπάρξεως. Και αντιστρόφως, παρέκκλισις εκ της αληθείας εν τη εσωτερική πνευματική ζωή θα επιφέρη μεταβολήν εις την δογματικήν συνείδησιν". 211.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, ακόμη και στο επίπεδο της Δογματικής Συνείδησης στο κατώφλι της Χαρισματικής Θεολογίας πρέπει ο πιστός να φροντίζει τον εαυτό του να παραμένει σταθερά επάνω στο θεμέλιο της πίστης και της ασκητικής ζωής.

Πάνω απ' όλα πρέπει να επισημανθεί, σε αντίθεση με τις διάφορες θεωρίες για το πώς τα Χριστιανικά δόγματα προήλθαν, ότι «η ασκητική δογματική συνείδησις δεν είναι λογική ανάλυσις πνευματικών βιωμάτων, πράγμα εν γένει ψυχολογικώς φυσικόν»212. Αντίθετα, «η άλυσις των προβλημάτων τούτων, όλη η σειρά των δογματικών θέσεων, αλλά τα πάντα εξελίσσονται υπό Ιδιαιτέρας συνθήκας, όλως διαφόρους των της ακαδημαϊκής επιστημονικής εργασίας»213. Με αυτό κατά νου θα εξετάσουμε τις δύο πλευρές της Δογματικής Συνείδησης: τη διάκριση των πνευμάτων, και την υποδοχή και διατύπωση της άμεσης αποκαλυπτικής θεολογίας.



1. Βιωματική εμπειρία και δογματική συνείδηση: Διάκριση πνευμάτων

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όταν κάποιος προχωρήσει στην βίωση αφομοίωση των δογμάτων, και έχει αποκτήσει επαρκή εμπειρία της έλευσης και εγκατάλειψης της χάριτος, τότε μπορεί να λάβει από τον Θεό την πρώτη αύρα της Δογματικής Συνείδησης: την διάκριση των πνευμάτων, ως την ικανότητα να διακρίνει τη ενέργεια της θείας χάριτος από τη δαιμονική πλάνη. Αποτελείται από την προσωπική εμπειρία της χάριτος σε συνδυασμό με το εκ του Θεού δώρο της πνευματικής διάκρισης. Ο π. Σωφρόνιος προσπαθεί να περιγράψει αυτή η πτυχή της Δογματικής Συνείδησης όταν γράφει:

"Η προσευχή αυτή συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό "εκ της γεύσεως", ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό. Αντιθέτως: Δια τίνος διαισθήσεως θα αποκρούη ευθύς τα πολλά φάσματα της αληθείας, τα δυνάμενα να προσελκύσουν τον άπειρον νουν και την αφώτιστον καρδίαν". 214.

Όπως μπορούμε να δούμε από την περιγραφή αυτή, η φύση του "πώς" ένας άνθρωπος μπορεί να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα δεν είναι κάτι προσδιορίσιμο για κάποιον που δεν κατέχει τέτοιο χάρισμα. Μπορεί να περιγραφτεί μόνο μεταφορικά, ως «εκ της γεύσεως», σε άνθρωπο άπειρο του χαρίσματος. Στον ασκητή, ο οποίος έχει μεταμορφωθεί από την εμπειρία της χάριτος και το δικό του ασκητικό αγώνα, χορηγείται η χαρισματική διάκριση και γίνεται, ομοία προς την πλέον ευαίσθητον ακουστικήν συσκευήν, ήτις αντιδρά εναργώς εις ήχους μόλις υποπίπτοντας εις την ακοήν, μάλιστα δε και εις τας μη αισθητάς κινήσεις του αέρος. Όταν δε το πνεύμα ημών βιώση πλέον ή εκατοντάκις τον αυτόν κύκλον αναβάσεων και πτώσεων, τότε αμφότεραι αι καταστάσεις τοσούτον αφομοιούνται υπό της ψυχής, ώστε αυτή τρόπον τινά να φέρη αδιαλείπτως εν εαυτή και την βασιλείαν και τον άδην. 215.

Ήδη διακρίνουμε τις πιθανές δυσκολίες ή τα εμπόδια για έναν «άπειρο» ακαδημαϊκό θεολόγο του να διακρίνει την αλήθεια, ακόμη και το να την εκφράζει.

Αλλά κάποιος μπορεί να ρωτήσει αυτό που ο π. Σωφρόνιος ο ίδιος κάποτε ρώτησε τον Άγιο Σιλουανό: «Τίνι τρόπω δύναται ο άνθρωπος εκ της πείρας αυτού να αντιληφθή τούτο;»216. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει ήδη αναλυθεί σε μεγάλο βαθμό: να κρατάει κανείς την πίστη και να την ενσαρκώνει στη δική του ζωή μέσα από τους ασκητικούς αγώνες. Τι απάντησε όμως ο άγιος Σιλουανός; Όταν ο Θεός εμφανίζεται μέσα στο άκτιστο Φως της παρουσίας Του ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση δεν αμφιβάλλει ότι πρόκειται για εμφάνιση του ίδιου του Κυρίου, του Παντοκράτορος Δημιουργού του. Από το σημείο αυτό ο άνθρωπος είναι σε θέση κατανοήσει τα περί του Θεού αποκαλυφθέντα, όχι μόνο στα λόγια των Αγίων Πατέρων, αλλά και μέσω της δικής του προσωπικής εμπειρίας. Ο π. Σωφρόνιος λέει:

"Όστις ηξιώθη αμυδράς εισέτι θεωρίας του φωτός, ούτος δεν δύναται να αντιληφθή σαφώς το ετεροφυές του θεωρουμένου φωτός ως προς την ψυχην αυτού, και δι' αυτόν η οδός προς την βεβαιοτέραν επίγνωσιν δύναται να είναι ή η πλήρης εμπιστοσύνη εις την πείραν των Αγίων Πατέρων, αξιωθέντων της αυθεντικής θεωρίας, ή η περαιτέρω επανάληψις των επισκέψεων και των άρσεων της χάριτος, αίτινες θα διδάξουν αυτόν να διακρίνη την Άκτιστον θείαν ενέργειαν από της φυσικής ενεργείας του ανθρώπου". 217

Στην ερώτηση του π. Σωφρόνιου και στην απάντηση του Αγίου Σιλουανού μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής. Πρώτον, όταν ένας άνθρωπος πραγματικά «βλέπει» τον Θεό, μένει με μια τέτοια αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα ότι είναι ο Θεός τον οποίο συνάντησε ώστε είναι αδύνατον να αμφισβητήσει την αλήθεια Αυτού218. Αυτό είναι το ουσιαστικό γνώρισμα για τη βίωση της Ορθόδοξης θεολογίας ως αξιόπιστης και αλάθητης και μαρτυρείται σε όλα τα γραπτά του Αγίου Σιλουανού. Δεύτερον, ένας άνθρωπος είναι σε θέση μετά από μια τέτοια θεωρία να χρησιμοποιεί την εμπειρία του Θεού ως μέρος των κριτηρίων της αληθείας, και όχι αποκλειστικά την εξωτερική μαρτυρία των Αγίων Πατέρων. Τρίτον, αυτή η διάκριση των πνευμάτων, ως βασική πτυχή της Δογματικής Συνείδησης, αφομοιώνεται μέσω της διαδικασίας εμφάνισης και εγκατάλειψης της χάριτος, με τον ασκητή-θεολόγο «ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας».

Ας εξετάσουμε τώρα μία άλλη πτυχή της Δογματικής Συνείδησης· την ικανότητα να λαμβάνει και να εκφράζει κανείς την αποκάλυψη της αλήθειας.



2. Η βίωση και η έκφραση της άμεσης αποκαλυπτικής θεολογίας

Το δεύτερο στοιχείο της Δογματικής Συνείδησης περιλαμβάνει τόσο την ικανότητα να «λάβει» κανείς άμεση αποκάλυψη, αλλά κυρίως τη δυνατότητα να εκφράζει ή να «μεταφράζει» το αποκαλυφθέν σε ανθρώπινη γλώσσα. 219 Σχετικά με αυτό, ο π. Σωφρόνιος γράφει:

"Σε όλες τις εποχές η θεολογική ανάπτυξη δεν είχε κατά βάθος άλλο λειτούργημα από το να καθιστά τις δυσνόητες δογματικές αλήθειες προσιτές στα πνεύματα, "μεταφράζοντάς" τις σε γλώσσα προσαρμοσμένη στις ανάγκες των ανθρώπων... Αλλά... κάθε "προβληματική" καταρρέει, μόλις ο άνθρωπος φθάσει σε άμεση θεωρία του Θεού". 220

Η Εκκλησία διατρανώνει τη θεολογία της στη διαδικασία κυρίως που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας ομάδας εμπνευσμένων και Αγίων ανθρώπων που αγωνίζονται να δώσουν κοινή έκφραση στην αλήθεια της άμεσης αποκάλυψης, δηλαδή, στις Οικουμενικούς Συνόδους:

Όταν, παρομοίως προς τους Αποστόλους, ο άνθρωπος δια της χάριτος αρπαγή εις την όρασιν του Θείου Φωτός, κατόπιν θεολογεί "διηγούμενος" ό,τι είδε και εγνώρισεν. Η πραγματική θεολογία δεν είναι επινόησις του ανθρωπίνου λογικού ή αποτέλεσμα κριτικών μελετών, αλλά εκμυστήρευσις περί της κρείττονος εκείνης υπάρξεως, εις την οποίαν εισήχθη ο άνθρωπος τη επενεργεία του Αγίου Πνεύματος. 221

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν δυσκολίες σε αυτή τη διαδικασία του "μεταφράζειν" την χαρισματική γνώση, ώστε να μπορεί να μεταδοθεί και να γίνει κατανοητή από τους άλλους: «Ίδιον της οράσεως ταύτης είναι να υπερβαίνη τον χώρον και τον χρόνον: Το παν συνάγεται εις τα "ένδον", εις τι απείρως μικρόν σημείον· να εκφράσωμεν όμως δια λόγων το γνωσθέν κατά τας στιγμάς ταύτας είναι ως να ιστάμεθα προ απεράντου πελάγους»222.

Θα βρούμε μια ακόμη εξήγηση στην αλληλογραφία μεταξύ του π. Σωφρόνιου και του Δαβίδ Μπάλφουρ. Γράφει ότι ένας άνθρωπος πρέπει να στηρίζεται στην πίστη και αργότερα καθώς αρχίζει να αποκτά πνευματική εμπειρία, ο νους του θα αρχίσει να καταλαβαίνει αυτή την πίστη ως αλήθεια. Υπογραμμίζει, όμως, ότι είναι αδύνατο να το εξηγήσει αυτό σε έναν άνθρωπο χωρίς πνευματική εμπειρία. 223

Τελικά, τα προβλήματα γλώσσας δεν αποτελούν ένα εμπόδιο στη μετάδοση αυτής της άμεσης αποκάλυψης για όσους είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Η χαρισματική θεολογία αναγνωρίζεται από εκείνους που έχουν βιώσει τη χαρισματική γνώση, είτε είναι η φρασεολογία γνώριμη, είτε όχι. Ο π. Σωφρόνιος γράφει:

"Άλλοτε παρέχεται και λόγος προς έκφρασιν του ορωμένου, άλλοτε συναντώνται δυσκολίαι προς εξεύρεσιν λόγων και εννοίας. Όμως, παρά πάσας τας δυσκολίας ταύτας και το αναπόφευκτον των διαφόρων μορφών εκφράσεως, εκείνος όστις εγνώρισεν, ούτος και εν άλλη λεκτική μορφή δύναται να διακρίνη την αυθεντικήν θεωρίαν από της απατηλής θεωρίας του λογικού στοχασμού, όσον και αν ο στοχασμός ούτος τυγχάνη μεγαλοφυής". 224

Αυτό όμως μπορεί να αποτελέσει ένα επικίνδυνο πρόβλημα για εκείνους που είναι «άπειροι» σε αυτή τη γνώση, και οι οποίοι προσπαθούν ως ακαδημαϊκοί θεολόγοι πολλές φορές να κάνουν κατανοητή αυτήν την αποκάλυψη ως θεολογία. Θα εξετάσουμε αυτή την περίπτωση βαθύτερα στα επόμενα κεφάλαια, όπου θα δούμε τόσο τους περιορισμούς όσο και το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας σχετικά με την χαρισματική γνώση και την χαρισματική θεολογία. 225.

Η Δογματική Συνείδηση αντιπροσωπεύει την εξαιρετική κορυφή της πνευματικής εμπειρίας, της πνευματικής διάκρισης και της θεολογικής έκφρασης. Ειδικότερα η σημασία της Δογματικής Συνείδησης στην ζωή της Εκκλησίας και των πιστών μελών της δεν μπορεί να υπερεκτιμάται. Παρέχει το κλειδί με το οποίο τα «έμπειρα» μέλη της Εκκλησίας μεταδίδουν τα της θείας αποκαλύψεως σε κάθε επόμενη γενιά τόσο με τη γλώσσα της παράδοσης όσο και με τη δημιουργία γλωσσικών γεφυρών ανάμεσα στην εμπειρία και την έκφραση των Αγίων Πατέρων και των θεοφόρων προσώπων του σήμερα.

Η Δογματική Συνείδηση ως, α') η ενσάρκωση των δογμάτων στη πράξη, β') η άμεση εμπειρία της αλήθειας των δογμάτων μέσω της χαρισματικής γνώσης και γ') η σοφία του διακρίνειν και εκφράζειν τη θεϊκή αλήθεια σε όσους δεν διαθέτουν παρόμοια προσωπική εμπειρία, είναι η αυθεντική οδός προς την αληθινή Ορθόδοξη θεολογία. Ως εκ τούτου, αν η πίστη και η ασκητική ζωή της Εκκλησίας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη χαρισματική γνώση, η Δογματική Συνείδηση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη χαρισματική θεολογία. Οφείλει να αποτελεί στόχο, λοιπόν, για τους ακαδημαϊκούς θεολόγους να προσπαθούν να βιώσουν τη Δογματική Συνείδηση για να παράγουν πρωτογενή και αλάνθαστη θεολογία.



Σημειώσεις:

207. Βλέπε Κεφ. 1, σελ. 14-15.

208. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 250(188). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 55.

209. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 7, υποσ. 1, «Δογματική συνείδηση είναι η πνευματική γνώση, που προκύπτει από τη βαθειά αφομοιωμένη πείρα της θείας Χάριτος. Αυτή υφίσταται μόνον, όταν ενοικεί ενεργώς μέσα μας ο Θεός».

210. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 251(189).

211. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 186(144). Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 135(107), και Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η Σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 4, «Αλλά και αντίστροφα, όταν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι σωστή, αυτός δεν εκεί κανένα όφελος για τη σωτηρία του από την άριστη ζωή του».

212. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 248(186).

213. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 286-7(217). Βλέπε άσκηση και θεωρία, σελ. 123.

214. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 263(170). Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 142-43(91- 92).

215. Περί προσευχής, σελ. 225(99).

216. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 230(173).

217. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 230(173). Βλέπε όπου πριν, σελ. 247(185), και Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 281-82(182).

218. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν καταργεί την πρακτική της Εκκλησίας για την κατάθεση τέτοιων εμπειριών στην κρίση έμπειρου πνευματικού οδηγού, ο οποίος παρεμβαίνει και καθοδηγεί. Ο καθοδηγούμενο οφείλει να αποδέχεται ταπεινά τα συμπεράσματα του πνευματικού πατέρα. Η ένδειξη της ταπείνωσης προστατεύει τον άνθρωπο και ειδικά το άπειρο πνευματικά, από το λάθος να συγχέει τη "βεβαιότητα" από την "επιθυμία για την βεβαιότητα", και ως εκ τούτου να προφυλάσσει από δαιμονική πλάνη.

219. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 231, «Η πρωτογενής θεολογία αυτή αποτελεί κτιστή έκφραση και ερμηνεία της ζωντανής και άκτιστης αποκαλύψεως του Θεού μέσα στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα της ζωής των θεουμένων εκφραστών της».

220. Άσκηση και θεωρία, σελ. 125. Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 58(41).

221. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 220(170). Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 321- 22(206-7).

222. Περί προσευχής, σελ. 84(58). Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 275(208): «Ο ασκητής εν πνευματική θεωρία γίνεται επόπτης πραγμάτων, άτινα δια την πλειονότητα των ανθρώπων αποτελούν μυστήριον. Αλλ' ίσταται προ του αδυνάτου της διηγήσεως περί του μυστηρίου τούτου, όπερ μεταφραζόμενον εις την ανθρωπίνην γλώσσαν παρουσιάζεται εις τον ακούοντα εντελώς διάφορον. Η γλώσσα των ανθρωπίνων λέξεων και εννοιών δίδει πολύ περιωρισμένην δυνατότητα μεταδόσεως της εσωτερικής καταστάσεως του ενός εις τον άλλον. Απαραίτητος προϋπόθεσις της αμοιβαίας κατανοήσεως είναι η κοινότης ή η ταυτότης της πείρας».

223. Βλέπε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 109, «Προηγείται η πίστη, που είναι ασύγκριτα λεπτότερη και τελειότερη και πιο απέραντη από τον νου. Μόνο αργότερα, με την πνευματική πείρα, ο άνθρωπος φθάνει εκείνο, που και με το νου του αρχίζει να κατανοεί ως αλήθεια. Είναι αδύνατο στον άνθρωπο να το εξηγήσει αυτό, ενόσω δεν γνωρίζει εμπειρικά την πνευματική ζωή». Δεν είναι σαφές σε ποιο επίπεδο εμπειρίας της πνευματικής ζωής αναφέρεται ο Γέροντας εδώ, αλλά από την παράγραφο που ακολουθεί, διαφαίνεται ότι μιλάει για την προσωπική χαρισματική εμπειρία του Θεού, δηλαδή, μια εμπειρία της χαρισματικής γνώσης.

224. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 220(170). 225 Βλέπε Κεφ. 3, σελ. 67, υποσημείωση 219.