Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Η Πορεία της ψυχής μέσα από τους Ψαλμούς ψυχοδρόμιο


Οι Ψαλμοί έχουν υπάρξει από τα πιο αγαπημένα κείμενα ολόκληρης της Αγίας Γραφής και από τα πιο σημαντικά κείμενα της ανθρωπότητας. Η ποιητική τους φύση προσφέρεται σε όλες τις εποχές για ταύτιση του πιστού με τά συναισθήματα τα οποία εκφράζουν, για ατομική προσευχή, για την κοινή λατρεία της Εκκλησίας. Ο Αγιος Νικόδημος γράφει ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη κατάσταση ή πάθος που να μην βρίσκει την «ιατρείαν» του μέσα από αυτό το βιβλίο.[1]
Θα εξετάσουμε απόψε, εντελώς συνοπτικά, μια ψαλμική πρόταση για τον άξονα της λύτρωσης: πώς και με ποιούς τρόπους είναι εφικτό κάποιος οδοιπόρος της ζωής ετούτης που μάς δόθηκε, της πάντοτε άνισης και όχι σπάνια άδικης, να βγει στο «ύπαιθρο του κόσμου»; Πώς και με ποιούς τρόπους γίνεται να οδηγηθή κανείς από τις κραυγές στην αγαλλίαση, αυτός και τίποτε λιγώτερο είναι ο στόχος της ανθρωπολογίας των Ψαλμών. Καθώς οι Ψαλμοί δεν είναι διατεταγμένοι στο ομώνυμο βιβλίο με κάποια συγκεκριμένη θεματική σειρά που να υποδηλώνει την εν λόγω πορεία, έπεται πως η πρόταση που προβάλλω απόψε αποτελεί προσωπική ανάγνωση και ότι άλλες ιδέες διάρθρωσης είναι επίσης νόμιμες.
Σε συνθήκες κρίσης ο άνθρωπος αναζητά έναν λόγο (αιτία) από τον οποίο να κρατηθή, μα και ένα λόγο (ομιλία) που θα τον εμπνεύσει. Οι λογοι στους οποίους θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στο βιβλίο ετούτο αποτελούν τόσο αιτίες να κρατηθή κάποιος στην ενεργό ζωή («δεν θα πεθάνω αλλά θα ζήσω και θα διηγούμαι όσα έκανε ο Κύριος», Ψαλμ. 117: 17), όσο και ομιλίες αμφίδρομες μεταξύ ανθρώπου και Θεού («αγάλλομαι στον λόγο σου σαν κάποιος που βρήκε λάφυρα πολλά», Ψαλμ. 118: 162).
1: Ο Ψαλμός που μας εισοδεύει στο Βιβλίο του Ψαλτηρίου αποδίδει εύγλωττα τη διήκουσα έννοια ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης, την κυρίαρχη ιδεολογία θα λέγαμε του ευσεβούς Εβραίου. Σύμφωνα με αυτήν, η τήρηση των εντολών του Θεού συνδέεται με ευλογία και γονιμότητα, ενώ η απομάκρυνση από αυτές με έκλειψη και ακαρπία. Για να παρασταθή με ενάργεια η διαφορά των δύο δρόμων χρησιμοποιούνται δύο έντονες εικόνες, του στέρεου δέντρου από τη μια και της σκονης που ριπίζεται στον άνεμο από την άλλη.
Σε αντίθεση με την επιθυμία του, δεν είναι ανάγκη να διακρίνει ο ευλαβής άνθρωπος σε τούτη εδώ τη ζωή ορατά σημάδια της αποτυχίας του ασεβούς. Λαμβάνει την πληροφορία ότι αυτος που περιφρόνησε το Νόμο του Θεού δεν θα έχει την ευλογία και τη χαρά να σταθή όρθιος κατά την Εσχατη Κρίση ώστε να γευθή τις δωρεές που ετοίμασε ο Θεός. Δεν θα ανήκει στους νικητές. Η προειδοποίηση λειτουργεί και ως κίνητρο.
Στο ερώτημα «εις τί έγκειται η οδός του Θεού;», η απάντηση είναι: στη μελέτη του Νόμου Του και στη στοίχηση του ανθρώπινου θελήματος με αυτόν. Θα το ξαναβρούμε σε λίγο.
62: 2Θεέ, Θεός μου είσ’ εσύ,
σ’ αναζητώ απ’ τα χαράματα·∙
διψάει για σένα η ψυχή μου·∙
η σάρκα μου σ’ αποζητάει
σε μια έρημη, στεγνή
κι άνυδρη γη.
Η ψυχή διψά τον Θεό επειδή ο κόσμος αυτός της φαίνεται ξερός και δύσβατος. Η εμπειρία του Θεού τού αφήνει γεύση εξαίσια, τόσο ζωηρές είναι οι εικόνες που χρησιμοποιεί. Εχοντας ήδη δοκιμάσει την φροντίδα και προστασία του Θεού αισθάνεται προσκολλημένος επάνω Του.
Το ίδιο και ο83:
2 Πόσο αγαπητοί είναι οι χώροι της λατρείας σου, Κύριε του σύμπαντος!
3 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο
για του Κυρίου τις αυλές·∙
χαράς τραγούδια λέει η καρδιά και το κορμί μου για τον αληθινό Θεό.
Το συναίσθημα εδώ κορυφώνεται ακόμη περισσότερο, ο ψαλμωδός μιλά για πόθο, για σχεδόν ερωτική προσκόλληση. Θυμίζει το βίωμα των βαθιά ερωτευμένων ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το αγαπημένο πρόσωπο παντού, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες, μόνο που εδώ υπάρχει το πλεονέκτημα του απολύτως αξιόπιστου Συντρόφου.
Η προσκόλληση στον Θεό εδώ αποκτά ειδικώτερο χαρακτήρα: αναδεικνύεται η σημασία των σκηνωμάτων Του και του θυσιαστηρίου Του. Αν αυτά σήμαιναν πολλά και βαρυσήμαντα για τον Ιουδαίο, ο σημερινός πιστός ο οποίος θα διαβάσει αυτόν τον Ψαλμό στο πλαίσιο της χριστιανικής λατρείας στην οποία είναι ενταγμένος, αναγνωρίζει εκκλησιολογικής σημασίας διαπιστώσεις. Ο ναός γίνεται κατοικία του πιστού, κάτι που προφανώς χρειάζεται να εκληφθή βιωματικά και εκκλησιολογικά: η Εκκλησία είναι το σπίτι μας, με ό,τι και αν περιλαμβάνει αυτή η ιδιότητα.
50: Αλλά η πορεία έχει και εμπόδια, κυρίως τις αμαρτίες μας. Ο ψαλμωδός, μετανοώντας, δεν ζητά από τον Θεό μόνο την εξάλειψη της ενοχής του, δηλαδή την επαναφορά στην προ της αμαρτίας κατάσταση. Προχωρεί και ικετεύει για δημιουργία νέας καρδιάς μέσα του, καθαρής, που θα συνοδεύεται από πνεύμα ευθύτητας. Η αναδημιουργία αυτή θα πρέπει να λάβει χώρα στα «έγκατα» της καρδιάς. Η ευθύτητα αποτελεί σταθερή αξία στον ιουδαϊκό λόγο και δηλώνει δικαιοσύνη και πιστότητα. Ο στίχος θυμίζει την προφητεία του Ιεζεκιήλ (36: 26) και συνιστά υψηλό δείγμα πνευματικότητας για τα παλαιοδιαθηκικά δεδομένα. Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σπάνια την συναντά κανείς σε εμάς τους σημερινούς μετανοούντες της εποχής της Χάριτος, όπου συνήθως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς θα πάρουμε μια άφεση και τακτοποίηση χωρίς να νοιαζόμαστε για αληθινή αναγέννηση.
3: Ο ψαλμωδός μιλά για το πολυμήχανο των πειρασμών που κλείνουν τον δρόμο του ανθρώπου από όλες τις πλευρές. Κάποιες φορές αυτοί υλοποιούνται σε λογισμούς που ψιθυρίζουν: «Παράτα τα, δεν υπάρχει σωτηρία στον Θεό σου». Είτε λογισμοί είτε πραγματικοί άνθρωποι αμφισβητουν τον Θεό, αυτό του προκαλεί θλίψη. Σύντομα όμως συνέρχεται και με εμπιστοσύνη σε Αυτόν ζητά να τους τιμωρήσει. Ο λόγος περί τιμωρίας στην εκφραστική της Παλαιάς Διαθήκης πρέπει σήμερα να κατανοηθή ως λόγος περί επικράτησης του όντως Ισχυρού, ως λόγος νίκης της αλήθειας. Η αλήθεια πρέπει να δικαιωθή: αυτό αποτελεί την τιμωρία του ψέματος. Για να αποδώσει τις έννοιες αυτές ο Εβραίος (και όχι μόνο αυτός αλλά σχεδόν όλοι οι προνεωτερικοί λαοί) καταφεύγουν σε όρους που προκύπτουν από την ιστορική και κοινωνική εμπειρία τους. Εδώ συγκεκριμένα, αντλούν από την εικόνα του νικητή ηγεμόνα ο οποίος θα τιμωρήσει τους εχθρούς του.
24: Στιγμές ικεσίας.
16 Κοίτα με και σπλαχνίσου με,
έτσι μόνος κι αδύνατος που είμαι.
17 Αυξήθηκαν οι θλίψεις της καρδιάς μου·
λευτέρωσέ με από τα άγχη μου.
18 Κοίτα την αθλιότητά μου και το μόχθο μου·
κι εξάλειψε όλα τα αμαρτήματά μου.
19 Κοίταξε πόσο αυξήθηκαν οι εχθροί μου,
και με μισούν θανάσιμα.
20 Φύλαξε την ψυχή μου και λευτέρωσέ με·
ας μη βγω γελασμένος που σ’ εσένα κατέφυγα.
22: 4 Αν πορευτώ μες σε θανατερό σκοτάδι,
κακό κανένα δε φοβάμαι,
γιατί μαζί μου, Κύριε, είσ’ εσύ·
Εν τω μεταξύ συνεχώς η ικεσία εναλλάσσεται με ευχαριστία. Μόνο «στόν Ισραήλ η δοξολογία αποτελεί επακόλουθο της βεβαιότητας ότι η παράκληση έχει εισακουσθή».[2]
33: 21 Περιφρουρεί όλη την ύπαρξή του:
Ούτ’ ένα κόκκαλό του δεν θα συντριβεί.
Η συντριβή των οστών για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή. Ο δίκαιος δηλαδή ενδέχεται να υποστή ταλαιπωρίες και θλίψεις αλλά δεν θα συντριβή ολοκληρωτικά, θα τον ανορθώσει ο Θεός. Εδώ έχουμε και μια εισαγωγή στην εικόνα που θα συναντήσουμε στο Πάθος του Χριστού: δεν Του συνέτριψαν τα οστά όπως στους δύο ληστές, μια εξαίρεση που συμβολίζει και εικονίζει την επικείμενη Ανάσταση. Τελικά ο Θεός διαφύλαξε τον Υιό Του, ο Οποίος εν τω μεταξύ Τού είχε κάνει απόλυτη υπακοή.
37: Ο πόνος κλιμακώνεται. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σηκώσει το κεφάλι από την οδύνη, ενώ οι πληγές του είναι τόσο πολλές και άσχημες ώστε έχουν σαπίσει! Η καρδιά του στενάζει τόσο που το στόμα του ωρύεται! Η ανάγνωση που επιχειρούν οι Πατερες εδώ δεν περιορίζεται μόνο στις αδόκητες συμφορές, αλλά καλύπτει και το άλγος που προκύπτει από την αμαρτία. Μια τόσο έντονη οδύνη πάντα γίνεται χειρότερη όταν συνοδεύεται από μοναξιά και περιφρόνηση των άλλων, ή και από εχθρικότητα ακόμη
117: Εδώ έχουμε την θεολογία της παραχώρησης αλλά και την έννοια του επιτιμίου:
18 Με παίδεψε ο Κύριος πολύ
αλλά δε μ’ έδωσε στο θάνατο.
142: Σπουδαία και διαχρονική μεταφορά το σκοτάδι: «ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος». Οπως εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «αυτοί που βρίσκονται στο σκοτάδι α) δεν γνωρίζουν τη φύση των πραγμάτων, β) δεν βλέπουν τα κακά που έρχονται, γ) πράττουν το κακό χωρίς τύψεις, δ) βρίσκονται σε διαρκή φόβο».[3] Ποιό από τα τέσσαρα αυτά δεινά θα συμβούν εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται κανείς στο σκοτάδι: αμαρτίες, εχθροί κ.ο.κ.
Αλλά ενίοτε βρίσκουμε τους εαυτούς μας ένα σκαλί πιο κάτω από την προηγούμενη κατάσταση, όπου η πολλή θλίψη αντισταθμιζόταν από την ελπίδα στον Θεό. Εδώ τώρα αμφισβητείται τόσο η δύναμη όσο και η αγαθότητά Του, κάτι γνώριμο σε καρδιές που βρίσκονται σε βαθειά κρίση. Η καλύτερη περίπτωση τότε είναι ο άνθρωπος να βιώνει την θολή και παραμορφωμένη όραση του κόσμου ως αρρώστια και να ικετεύει για θεραπεία. Η χειρότερη; Να εγκαλεί τον Θεό για αδιαφορία!
6: 4 Αλλά ώς πότε,
Κύριε, εσύ θα μένεις απαθής;
Τώρα εισερχόμαστε στά άδυτα της απορίας και αγωνίας, στα ύψιστο ερώτημα της ανθρώπινης καρδιάς ενώπιον του πόνου: Γιατί πάσχει ο δίκαιος; Εν τελει πόσο μπορώ να εμπιστευθώ έναν Θεό που αφήνει να πάσχει ο δίκαιος;
21. Αρχετυπική η εγκατάλειψη του Χριστού.
«Ο Ψαλμός αυτός φερνει σε αντιπαράθεση δύο διαφορετικές συμπεριφορές του Θεού, συμπεριφορές αντιφατικές, που κάνουν τον άνθρωπο να αναρωτιέται γιατί συνυπάρχουν: ο Θεός τώρα είναι αφανής, αλλά ο Θεός φανερώθηκε στους προγόνους του ψαλμωδού με τις σωτήριες ενέργειές του. Αν δεν είχε φανερωθή στο παρελθόν, δεν θα υπήρχε τώρα ούτε Ψαλμός ούτε θρήνος, κανείς δεν θα ρωτούσε ‘γιατί;’ και θα υπήρχε μονάχα η σιωπή του χάους».[4] Με άλλα λόγια, αν βρίσκουμε το κουράγιο να αρθρώσουμε κραυγές ή ένα ‘γιατί;’, είναι επειδή έχει εγγραφή ήδη μέσα μας το αποτύπωμα μιας αγαθότητας, είτε ατομικά είτε στο συλλογικό ασυνείδητο. Η διαμαρτυρία των αθέων είναι-­‐ άθελά τους-­‐ σημάδι μιας υποτυπώδους εμπειρίας της καλωσύνης του Θεού, διακήρυξη της τεκμηριωμένης προσδοκίας τους…
Στον Ψαλμό 87 καθίσταται σαφέστερο το βιωμα πως η λησμοσύνη (εκ) του Θεού θα ισοδυναμούσε με θάνατο, με Αδη. «Αυτός ο Ψαλμός είναι ο ζοφερώτερος όλων των θρήνων του Ψαλτηρίου. Η αγωνιώδης κραυγή του ποιητή ακούγεται από την αρχή ώς το τέλος, αφού ο πόνος του διαρκεί από τη νεότητά του μέχρι τώρα. Η μόνη ανταύγεια ελπίδος που διαφαίνεται είναι το γεγονός και μόνο ότι ο ψαλμωδός προσεύχεται, ότι αναφέρεται στον ‘Θεόν της σωτηρίας του’».[5]
Ο γέροντας Σωφρόνιος, μαθητευθείς στην πείρα του Αγίου Σιλουανού αλλά μιλώντας και εξ ιδίας εμπειρίας, θεωρεί ως την βαρύτερη δοκιμασία του αγωνιζόμενου χριστιανού την αίσθηση της θεοεγκαταλείψεως. (Πρέπει να την αποκαλούμε αίσθηση και όχι πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς). Τότε, γράφει, αισθανόμαστε σα να βαραίνει πάνω μας κάποια κατάρα. Σε παρόμοιες περιστάσεις η ψυχή των τελείων συλλαμβάνει ολόκληρη την τραγωδία της ανθρωπότητας και η πίστη στην αγάπη του Χριστού την παροτρύνει σε ακόμη βαθύτερη μετάνοια. Αυτή η μορφή της ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται με τις δικές μας προσπάθειες αλλά αποτελεί δώρημα του Θεού και συγκεκριμένα του Παρακλήτου ο Οποίος γίνεται αντιληπτός ως όντως παρηγορητής.[6]
Γιατί λοιπόν πρέπει να συμβαίνουν όλα αυτά τα οποία φέρνουν τον άνθρωπο στα όρια της αντοχής του; Ο ίδιος προσκομίζει την απάντηση, βγαλμένη από έναν δρόμο που τον βάδισε και όχι από κάποια θεωρία: Με την θεοεγκατάλειψη δινεται στον άνθρωπο η δυνατότητα να επιδείξει την ελευθερία και την πιστότητά του προς τον Θεό. Στη συνέχεια θα αποκαλυφθή η θεία αγάπη με τρόπο που υπερβαίνει την ανθρώπινη προσδοκία.[7]
Οπωσδήποτε χρειάζεται να τονίσουμε εδώ πως μια αίσθηση εγκατάλειψης από τον Θεό του μεγέθους και της έντασης που περιγράφει ο γέροντας Σωφρόνιος είναι σπάνια, παρατηρείται δε μόνο σε ψυχές του δικού του επιπέδου, οι οποίες έζησαν την παρουσία του Θεού προηγουμένως με μεγάλη αμεσότητα και συνεπώς έχουν την δυνατότητα μέσα στον ζόφο της κρίσης να επικαλεσθούν τις καλές στιγμές και να στηριχθούν με την ανάμνησή τους. Οι καρποί αυτής της δοκιμασίας τους συνίστανται σε μεγάλη πρόοδο πρός την αγιότητα. Οι υπόλοιποι, εμείς όλοι δηλαδή, βιώνουμε κάποιες φορές ένα αίσθημα εγκατάλειψης από τον Θεό πολύ ηπιότερο, το οποίο όμως οφείλεται περισσότερο σε αμέλειά μας ή σε ελαττωματική πίστη. Πρόκειται δηλαδή για μια εμπειρία η οποία είναι περισσότερο ψυχολογικού χαρακτήρα διότι αναπτύσσεται σε ψυχές οι οποίες δεν πρόλαβαν να λάβουν μεγάλη πείρα της θείας παρουσίας και ενέργειας, συνεπώς η στέρηση του Θεού εν πολλοίς αποτελεί (και) διακοπή των φαντασιακών κατασκευών και προβολών τις οποίες φιλοξενούσε η ψυχή και από τις οποίες ελάμβανε «παρηγοριά». Ετσι αναπτύσσεται η νέα προβολή, της δήθεν εγκατάλειψης από τον Θεό. Τόσο οι «φτασμένοι» όμως όσο και οι αρχάριοι, παρά τις διαφορετικές προϋποθέσεις του αισθήματος θεοεγκαταλείψεως που βιώνουν, καλούνται σε παρόμοια υπέρβαση: ένταση της μετάνοιας και καρδιακή συμμετοχή στα παθήματα του κόσμου.
101: 20-­‐21. Η παράξενη και σκανδαλώδης για μάς λογική του Σταυρού έχει και τη δική της λογική της λύτρωσης. «Θα σκύψει ο Κύριος από το άγιο ύψος Του να δει και να ακούσει τον στεναγμό των αιχμαλώτων και μελλοθανάτων». Οπως γράφει ο γέροντας Σωφρόνιος, ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ακολουθήσει τον Χριστό στη Γεθσημανή και στον Γολγοθά μόνο οταν τον εγγίσει η Φωτιά που έρριξε Αυτός στη γη. Η γνώση που προκύπτει από αυτή την εμπειρία οδηγεί σε πρόγευση της Αναστάσεως.[8] Θα ‘σκύψει’ ο Κύριος να τον αναστήσει.
Μετά από την διαδρομή της οδύνης έχουμε να αντιμετωπίσουμε το ερωτημα πώς βγαίνει κανείς από τον Αδη. Ο γέροντας Σωφρόνιος μάς πληροφόρησε ότι «το εκθαμβωτικό Φως της Θεότητος αντανακλάται προβαλλόμενο στη ζωή μας με τη μορφή των εντολών»![9] Αυτή είναι και η πρόταση της συγκεκριμένης αποψινής ερμηνευτικής οπτικής μου. Μέσα στον πόνο, η πιστότητα στον Νόμο.
Ο Θεός προτείνει στους ανθρώπους δρόμους ζωής που οδηγούν σε Αυτόν, δρόμους οι οποίοι στη θεολογική ορολογία λέγονται εντολές. Στους Ψαλμούς οι ακόλουθες λέξεις χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες: εντολή, νόμος, μαρτύριο/α, δικαιώματα, κρίμα, αλήθεια, διάταξις, οδός, λόγος/λόγιο. Εκφράζουν όλες το ίδιο, την πρόταση ζωής που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο.
118. Η απόλαυση του θεϊκού Νόμου δεν μπορεί να συγκριθή με καμιά γήινη. Γιατί; Επειδή μέσα σε αυτές κρύβεται ο Ιδιος ο Θεός!
14 Χαίρομαι να τηρώ τις εντολές σου,
σαν να ‘τανε δικοί μου όλοι οι θησαυροί.
Ξανά το θέμα του φωτισμού, τα μάτια του νοός πρέπει να ξεσκεπασθούν (βλ. Λουκ. 24: 45, Β ́ Κορ. 3: 16):
18 Τα μάτια μου άνοιξε να δω
τα θαυμαστά του νόμου σου.
Οι εντολές του Θεού προορίζονται να γίνουν αντικείμενο πόθου αφού αποτελούν ενέργειες του Θεού:[10]
20 Λιώνει η ψυχή μου από τον πόθο
για τις δικές σου αποφάσεις
κάθε στιγμή.
Οτιδήποτε είναι πιθανό να μας αποσπάσει από τον Θεό είναι ματαιότητα υπό την έννοια του άδειου και κουφιου.
37 Απόστρεψε τα μάτια μου από τη θέα της ματαιότητας·
οδήγησέ με ώστε να μπορώ να ζήσω.
Το θάρρος, καρπός της αφοσιωσης:
46 Για τις βουλές σου θα μιλώ μπροστά σε βασιλιάδες,
και δε θα ντροπιαστώ.
Η αυτογνωσία υπαγορεύει την παραδοχή ότι ενδεχομένως να μην είχε προσεγγίσει με τον τροπο αυτό τον θεϊκό Νόμο αν δεν είχαν προηγηθή συνθήκες που τον ταπείνωσαν:
71 Ηταν καλό για μένα που ταλαιπωρήθηκα
γιατί έμαθα τους νόμους σου.
Ολα εχουν τέλος, αλλά η εντολή του Θεού είναι απέραντη. Εδώ εγκωμιάζεται η απεραντωσύνη της σοφίας του Νόμου, αλλά και η βιωματική ευρυχωρία την οποία προσφέρει. Καθώς η τήρηση της εντολής καταλήγει να πλατύνει την καρδιά, ο άνθρωπος επιτυγχάνει να μετέχει στην ευρυχωρία του Θεού. Να γίνεται κατά τον άγιο Μάξιμο «άναρχος και ατελεύτητος». Πρόκειται για ομολογία που μόνο ένας προχωρημένος στην αρετή είναι σε θέση να εκφέρει, διότι πρέπει να έχει διανύσει και υπερβή το στάδιο εκείνο της «στενοχωρίας» και δυσφορίας που προκαλεί η επάνοδος από την αμαρτία στο θείο θέλημα.
96 Κάθε έργο που το λένε τέλειο
έχει όρια
αλλά η εντολή σου είναι στ’ αλήθεια τέλεια·
όρια δεν έχει.
Η ερωτική αφοσιωση είναι πάντα εφευρετική σε παρομοιώσεις:
103 Πόσο γλυκιά είναι η γεύση από τα λόγια σου,
μέσα στο στόμα μου πιότερο κι απ’ το μέλι!
Ο θείος φόβος, το δέος δηλαδή ενώπιον των θαυμασίων του Θεού, διασφαλίζει την τήρηση των εντολών:
120 Το σώμα μου αναρρίγησε από τον τρόμο που εμπνέεις,
κι από τις αποφάσεις σου φοβήθηκα.
Φανερώνοντας ο Θεός το Νόμο Του στο νου και στην καρδιά φωτίζει και εκείνους που είναι «νήπιοι» και δεν αντιλαμβάνονται.
130 Φωτίζει η αποκάλυψη των λόγων σου,
σύνεση δίνει στους απλούς (‘νηπίους’).
Η μελέτη του λόγου του Θεού επιφέρει πολλές ανακαλύψεις:
162 Αγάλλομαι στο λόγο σου,
σαν κάποιος που ηύρε λάφυρα πολλά.
Ο επίλογος αυτού του μοναδικού ύμνου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από ό,τι συμπυκνώνει την αυτοσυνειδησία των εκάστοτε αφοσιωμένων στον Θεό. Οσος θείος έρωτας και αν έχει εγκατασταθή στην ψυχή, όσο και αν έχει προοδεύσει κάποιος στον δρόμο που οδηγεί στα ύψη της θεότητας, θεμελιώδες βίωμα παραμένει η μετάνοια και η ταπείνωση:
176 Περιπλανήθηκα σαν πρόβατο χαμένο·∙
έλα, το δούλο σου ν’ αναζητήσεις,
γιατί τις εντολές σου δεν τις ξέχασα.
Νομίζω ότι πλέον έχουμε αντιληφθή γιατί ο Νόμος του Θεού γίνεται πηγή χαράς. Οπως μάς ερμήνευσε ο γέροντας Σωφρόνιος, ο θεϊκός Νόμος, δηλαδή οι εντολές Του, αποτελούν φανέρωση του Ιδιου του Θεού. Αν γίνονται αντιληπτές ως εντολές (κάτι όχι επιθυμητό συνήθως από τον σύγχρονο άνθρωπο του αντινομισμού) είναι λογω της πνευματικής ανωριμότητάς μας. Οσο προοδεύει κανείς στην αρετή τόσο φθάνει να αντιλαμβάνεται και να βιώνει την τήρηση των εντολών ως συνάντηση με τον ίδιο τον Χριστό.
Η πιστότητα δημιουργεί πλατυσμό. Η καρδιά εξέρχεται από την κρίση όταν αγαπήσει τις εντολές του Θεού ως φανέρωση του Ιδίου. Αλλά παραμένουμε ρεαλιστές: εννοείται πως είναι ασύγκριτα δυσκολώτερη η τήρηση του Νόμου σε καθεστώς π.χ. ψαλμού 21 ή 37 ή 87, παρά σε καθεστώς ψαλμού 1 ή 33 ή 118…
Πώς δικαιώνεται ο πόνος και με ποιό τρόπο εξέρχεται κάποιος από την οδύνη της κρίσης; Η ανθρωποκεντρική στάση ζωής έχει την απάντηση: με την καθαρή συνείδηση και με την ανθρωπιστική δράση αλληλεγγύης. Σε αυτή την θεώρηση κυριαρχούν η αξιοπρέπεια, η καρτερία, η αλτρουϊστική νοηματοδότηση της ζωής. Υπάρχει και άλλη στάση, αυτή που επικεντρώνεται γύρω από ένα πρόσωπο. Κατά την γνώμη μου και την μικρή μου πείρα, αυτή είναι ισχυρότερη. Ενα πρόσωπο είναι πιο αξιόπιστο κίνητρο από μια ιδέα ή αρχή.
Το πρόσωπο αυτό στην περίπτωσή μας είναι ο Μεσσίας, ο ερχόμενος Χριστός. Οι Ψαλμοί, αν και πολύ προγενέστεροι της έλευσης Του, διηγούνται πολλά για την εν λόγω συνάντηση. Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αναπνέει με την ελπίδα του ερχομού του Μεσσία και του θριάμβου Του, ενός θριάμβου στον οποίο θα μετάσχει και ο άνθρωπος.
Μια τόσο μακρά και επίπονη πορεία προορίζεται να καταλήξει σε κάτι εξ ίσου μεγάλο. Η δίοδος μέσα από το κακό και η έξοδος από την οδύνη, ανακουφίζονται μεν και παρηγορούνται από την μελέτη και εφαρμογή του Θείου Νόμου, δικαιώνονται δε μόνο από την αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Αγαπημένο. Αλλωστε «ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές» (κατά τον όσιο Μάρκο τον ασκητή)[11] και μόνο εξ αιτίας της πνευματικής μας ανωριμότητας η θεότητα γίνεται αντιληπτή ως Νόμος. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι εδώ έχει εφαρμογή το παύλειο «έχουμε μερική μόνο γνώση» (Α ́ Κορ. 13: 9) και ότι στόχος κάθε ασκητικής προσπάθειας είναι η αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον Μεσσία και η μέθεξη της δόξας Του.
Μόνο ο έρωτας προς το Πρόσωπο είναι σε θέση να υπαγορεύσει την αγάπη για τον Νόμο. Διαφορετικά ξαναγυρίζουμε στο ξαναζεσταμένο φαγητό του νομικισμού και του ηθικισμού, κάτι που αποκλείει οριστικά την λύτρωση.
21. Την περιγραφή των φοβερών παθημάτων του Μεσσία διαδέχεται η δοξολογία και η νίκη. Η σιγουριά του ψαλμωδού για τη σωτηρία οφείλεται στο γεγονός «ότι ο Θεός είναι μαζί με τους ανθρώπους που υποφέρουν αφού είναι και ο ίδιος ‘Θεός πάσχων’… Με την αναφορά του Ψαλμού αυτού στη μοναδική στιγμή της Σταύρωσης, ο Ιησούς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Εκκλησίας, όχι μόνο δίδαξε τη βαθειά σημασία του εβραϊκού κειμένου, αλλά προσέδωσε στον Ψαλμό ένα ασυγκριτο, τελικό και υπέρτατο νόημα».[12]
Αλλά η παρακολούθηση των παθημάτων και της τελικής δόξας του Μεσσία θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον για μάς αν δεν είχε υπαρξιακή σημασία. Η δική μας έξοδος από την κρίση ακολουθεί πιστά τα βήματα του Λυτρωτή, ο Οποίος υπήρξε ο τέλειος Ανθρωπος, ο πρώτος στον πόνο και πρώτος στην Ανάσταση. «Επρεπε λοιπόν να γίνει σε όλα όμοιος με τ’ αδέρφια του, ώστε να είναι σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του λαού. Ετσι, επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται» (Εβρ. 2: 17-­‐18). Γι’ αυτό άλλωστε ο άμωμος (118) ψάλλεται τόσο στη νεκρώσιμη ακολουθία όσο και στον επιτάφιο.
25 Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό
ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε·∙
δεν έκρυψε απ’ αυτόν το πρόσωπό του
μα στην κραυγή του για βοήθεια ανταποκρίθηκε.
26 Ο έπαινός μου από σένα αρχίζει, Κύριε, σε σύναξη μεγάλη·∙ τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω
μπροστά σ’ αυτούς που σε φοβούνται.
Γιατί άραγε οι Εβδομήκοντα έχουν στο πρωτότυπο «εκκλησία» (στον στίχο 26 ‘σύναξη’) πριν καν αυτή συσταθή;[13] Και γιατί στη συνέχεια (στίχος 27) αναφέρεται σε γεύμα; Πρέπει να θυμηθουμε ότι μετά τη θυσία των ζώων το σφάγιο διανεμόταν στους ιερείς, στους προσφέροντες, στους φτωχούς. Εχουμε εδώ λοιπόν την θυσία του προσφερομένου, ο Οποίος στην Καινή Διαθήκη συμπίπτει με τον απαγγέλλοντα. Η έξοδος από το οδυνηρότατο δράμα επιφέρει εγκαινιασμό Τραπέζης για τους «πένητες», δηλαδή για ολόκληρη την πεινώσα ανθρωπότητα. Η θέση της τροφής είναι καθοριστική στην παγκόσμια ιστορία επειδή είναι κεντρική στην ανθρώπινη φυση. Και δεν θα μπορούσε να λείπει η ευχή των τότε συμποσίων: «να ζη η καρδιά σας». Το ευχαριστιακό δείπνο βρίσκεται τώρα μπροστά μας προφητικά:
27 Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν·
όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον δοξάσουν·∙
οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.
Για να δικαιωθή ο πάσχων πιστός πρέπει να νικηθούν οι εχθροί του. Εδώ χρειαζόμαστε εικόνες δύναμης τις οποίες ο Ψαλμός εξυμνεί. Αλλά ενώ η νίκη Του διεξάγεται κατά του διαβόλου, ένα άλλο νόημα της νίκης Του διαφαίνεται. Τα βέλη Του στην πραγματικότητα δεν είναι πολεμικά αλλά ερωτικά. Τα βέλη των λόγων Του «πληγώνουν» τους ανθρώπους και τους κερδίζουν («πληγωμένη από αγάπη είμαι εγώ», Ασμα Ασμάτων 5: 8). Απλούστατα διότι για τον Μεσσία κανείς δεν είναι εχθρός Του, έστω και αν ο ίδιος επιλέγει αυτή τη στάση.
44
6 Τα βέλη σου τα αιχμηρά
την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε, λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.
11 Ακουσε, κόρη μου, και δες,
δώσε την προσοχή σου·∙
ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.
Η Εκκλησία, δηλαδή κάθε ψυχή ανθρώπου, καλείται τώρα σε μια νέα πραγματικότητα: «Προσκαλεί την Εκκλησία να ακούσει και να τηρήσει τις εντολές και την καθιστά οικεία με το να την ονομάζει θυγατέρα, την κάνει τέκνο δια της αγάπης… Επειτα, κάμπτοντας τον αλαζονικό της φρόνημα της λέει να σκύψει το αυτί της για να ακούσει την ταπεινή φωνή του ευαγγελικού λόγου, έτσι ώστε να εγκαταλείψει τις διδασκαλίες που είχε πάρει στο πατρικό της σπίτι, στις προηγούμενες συνήθειες».[14]Αφήνει τα προηγούμενα για να αποκτήσει νέο σπίτι και νέες συνήθειες. Η λατρεύουσα Εκκλησία τοποθέτησε τους στίχους αυτούς σε θεομητορικές ακολουθίες, δηλώνοντας έτσι την κοινή κλήση κάθε πιστού με την Θεοτόκο.
131. Ο ψαλμός λαμβάνει προφητικό χαρακτήρα όταν αναγγέλλει τις δωρεές που θα δεχθή η Εκκλησία:
13 Αλήθεια, ο Κύριος διάλεξε τη Σιών,
θέλησε να την κάνει κατοικία του.
14 Και είπε: «Αυτή είναι η παντοτινή μου ανάπαυση
εδώ θα κατοικήσω, γιατί αυτή είναι η επιθυμία μου.
15 Θα ευλογήσω πλούσια τ’ αγαθά της,
τους φτωχούς της θα τους χορτάσω ψωμί.
16 Τους ιερείς της θα τους ντύσω τη θεία βοήθεια
και οι πιστοί της θα σκορπούν κραυγές χαράς.
Η Εκκλησία θα αποτελεί την μόνιμη κατοικία του Θεού, μέσα της δε οι «φτωχοί» θα χορτάσουν και οι αφοσιωμένοι στον Θεό θα αγαλλιάσουν. Ο πλουτος της θείας αγιότητας θα φανερωθή στο πρόσωπο του Μεσσία και θα μοιραστή σε όσους Τον αγαπούν. Εχουν κοινή περιουσία πλέον «ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι» (Εβρ. 2: 11)…

Η καρδιά σε κρίση’ από τις εκδόσεις Αρμός
Σημειώσεις
1 Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τους ΡΝ΄ Ψαλμούς του προφητάνακτος Δαβίδ, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 12.
2 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 252.
3 Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους Ψαλμούς, ρμβ΄, ΕΠΕ 7, 361-363.
4 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 254.
5 Dan Allender, Tremper Longman, The cry of the soul: how our emotions reveal our deepest questions about God. Navpress, 1994, σ. 139.
6 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 195.
7 ό.π., σ. 204.
8 ό.π., σ. 208.
9 Περί προσευχής, σ. 179.
10 Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, Οι εντολές του Θεού ως θείες ενέργειες, ‘Πρόσωπο και θεσμοί’, εκδ. Πουρναρά, 1997.
11 Περί πνευματικού νόμου, 190, Φιλοκαλία, τόμος α΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, σ. 142.
12 André LaCocque, Ας σκεφτούμε τη Βίβλο, εκδ. Άρτος Ζωής, 2005, σ. 256, 273-274.
13 Αλλού μεταφράζουν το καχάλ και ως «συναγωγή».
14 Μ. Βασιλείου, Εις τους Ψαλμούς, μδ΄, ΕΠΕ 5, 287.

ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), σελ. 339-363



Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ μὲ δάκρυα Τὸν ζητῶ. Πῶς νὰ μὴ Σὲ ζητῶ; Σὺ μὲ ζήτησες πρῶτος καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γευθῶ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ψυχή μου Σὲ ἀγάπησε ἕως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τὴ λύπη καὶ τὰ δάκρυά μου... Ἂν δὲν μὲ προσείλκυες μὲ τὴν ἀγάπη Σου, δὲν θὰ Σὲ ζητοῦσα ὅπως Σὲ ζητῶ. Ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ Σὲ γνωρίσω καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου, γιατὶ Σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Κύριός μου καὶ Σὲ διψῶ μέχρι δακρύων.
* * *

Ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ζητῶ, μὲ δάκρυα. Εὔσπλαχνε Κύριε, Ἐσὺ βλέπεις τὴν πτώση μου καὶ τὴ θλίψη μου. Ταπεινά, ὅμως, παρακαλῶ τὸ ἔλεός Σου: Δῶσε σ᾿ ἐμένα, τὸν ἁμαρτωλὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος. Ἡ μνήμη της ὁδηγεῖ τὸ νοῦ μου νὰ ξαναβρεῖ τὴν εὐσπλαγχνία Σου.

Κύριε, δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως, γιὰ νὰ μὴ χάσω πάλι τὴ χάρη Σου καὶ ἀρχίσω νὰ θρηνῶ γι᾿ αὐτήν, ὅπως θρηνοῦσε ὁ Ἀδὰμ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεό.
* * *

Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ζωῆς μου στὸ Μοναστήρι, γνώρισε ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Πολὺ μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Κύριος· αὐτὸ τὸ ἔμαθα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος κατὰ τὸ μέγα Του ἔλεος.

Ἐγήρασα καὶ ἑτοιμάζομαι γιὰ τὸ θάνατο, καὶ γράφω τὴν ἀλήθεια γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ.

Τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος, θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι, νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὸν Θεό.

Ὁ Κύριος ἔδωσε στὸν λῃστὴ τὸν παράδεισο· ἔτσι θὰ δώσει τὸν παράδεισο καὶ σὲ κάθε ἁμαρτωλό. Ἐγὼ ἤμουν χειρότερος καὶ ἀπὸ ἕνα βρωμερὸ σκύλο, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου· σὰν ἄρχισα ὅμως νὰ ζητῶ συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο τὴ συγχώρεση, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἔτσι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γνώρισα τὸν Θεὸ .

Βλέπεις ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς; Ποιός, στ᾿ ἀλήθεια, θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει αὐτὴ τὴν εὐσπλαγχνία;

Ἀδελφοί μου, πέφτω στὰ γόνατα καὶ σᾶς παρακαλῶ. Πιστεύετε στὸ Θεό, πιστεύετε ὅτι ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ναούς μας καὶ στὴν ψυχή μου.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ πλημμυρίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τῶν οὐρανοπολιτῶν ἁγίων. Καὶ τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στὴ γῆ, στὶς ψυχὲς ὅσων ἀγαποῦν τὸν Θεό.

Ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὅλοι οἱ οὐρανοὶ βλέπουν τὴ γῆ, ἀκοῦν τὶς προσευχές μας καὶ τὶς προσφέρουν στὸν Θεό.

Ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων, αὐτὸ τὸ γνωρίζει ἡ ψυχή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸ περιγράψω. Εἶναι ὑπερβολικὰ πράος καὶ ταπεινός, καὶ ὅταν Τὸν δεῖ ἡ ψυχή, τότε ἀλλάζει καὶ γεμίζει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ γίνεται καὶ ἡ ἴδια πραεία καὶ ταπεινή. Ἀλλ᾿ ἂν χάση ὁ ἄνθρωπος τὴ χάρη αὐτή, τότε θὰ κλαίει σὰν τὸν Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὀδυρόταν ὁ Ἀδὰμ καὶ ὅλη ἡ ἔρημος ἄκουγε τοὺς στεναγμούς του. Ἔχυνε δάκρυα πικρὰ ἀπὸ τὴ θλίψη γιὰ πολλὰ χρόνια.

Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὴν ἔχασε, πονᾶ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ λέει:

«Διψᾶ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀναζητῶ μὲ δάκρυα».
* * *

Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καὶ ὅμως εἶδα τὴν ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα.

Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιὰ ὅσους μὲ πρόσβαλλαν καὶ ἔλεγα: «Κύριε, μὴ τοὺς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιὰ ὅσα μοῦ κάνουν». Ἀλλά, ἂν καὶ μοῦ ἄρεσε νὰ προσεύχομαι, δὲν ἀπέφυγα τὴν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος, ὅμως, δὲν θυμήθηκε τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔδωσε ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νὰ εἰσέλθουν ὅλοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κρίνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου: Ἂν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καὶ ἐμένα.

Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Δὲν ἔχω δυνάμεις νὰ τὴν περιγράψω, γιατὶ εἶναι ἄπειρα μεγάλη καὶ θαυμαστή.
* * *

Φιλάνθρωπε Κύριε, πῶς δὲ λησμόνησες τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο σου, ἀλλὰ γεμάτος ἔλεος μὲ εἶδες ἀπὸ τὴ δόξα σου καὶ μοῦ ἐμφανίστηκες μὲ ἀκατάληπτο τρόπο! Ἐγὼ πάντοτε σὲ προσέβαλλα καὶ σὲ λυποῦσα. Σὺ ὅμως, Κύριε, γιὰ τὴ μικρή μου μετάνοια μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴ μεγάλη σου ἀγάπη καὶ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητά σου. Τὸ ἱλαρὸ καὶ πράο βλέμμα σου ἔθελξε τὴν ψυχή μου. Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, Κύριε, ἢ ποιὸν αἶνο νὰ σοῦ προσφέρω; Σὺ δίνεις τὴ χάρη σου, γιὰ νὰ καίγεται ἀδιάλειπτα ἡ καρδιά μου ἀπὸ ἀγάπη, καὶ δὲν βρίσκει πιὰ ἀνάπαυση οὔτε νύχτα οὔτε μέρα ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη. Ἡ θύμησή σου θερμαίνει τὴν ψυχή μου, ποὺ τίποτε στὴ γῆ δὲν τὴν ἀναπαύει ἐκτὸς ἀπὸ Σένα. Γι᾿ αὐτὸ μὲ δάκρυα Σὲ ζητῶ, καὶ πάλι ποθεῖ ὁ νοῦς μου τὴ γλυκύτητά σου... Κύριε, δῶσε μου νὰ ἀγαπῶ μόνον Ἐσένα.

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνει δύναμη γιὰ νὰ ἀγαπᾶς τὸν Ἀγαπημένο. Τότε ἡ ψυχὴ ἕλκεται ἀδιάκοπα πρὸς τὴν προσευχὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσει τὸν Κύριο οὔτε γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ

Φιλάνθρωπε Κύριε, πῶς δὲν λησμόνησες τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο Σου, ἀλλὰ γεμάτος ἔλεος μὲ εἶδες ἀπὸ τὴ δόξα Σου καὶ μοῦ ἐμφανίστηκες μὲ ἀκατάληπτο τρόπο; Ἐγὼ πάντα Σὲ πρόσβαλλα καὶ Σὲ ἔθλιβα. Ἐσὺ ὅμως, Κύριε, γιὰ τὴ μικρή μου μετάνοια μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴ μεγάλη Σου ἀγάπη καὶ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητά Σου. Τὸ ἱλαρὸ καὶ πράο βλέμμα Σου ἔθελξε τὴν ψυχή μου. Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσω, Κύριε, ἢ ποιὸν ὕμνο νὰ Σοῦ προσφέρω; Ἐσὺ δίνεις τὴ χάρη Σου, γιὰ νὰ φλέγεται ἀδιάλειπτα ἡ ψυχὴ ἀπὸ ἀγάπη - καὶ δὲν βρίσκει πιὰ ἀνάπαυση οὔτε νύχτα οὔτε μέρα ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἀγάπη. Ἡ μνήμη Σου θερμαίνει τὴν ψυχή μου καὶ τίποτε στὴ γῆ δὲν τὴν ἀναπαύει ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα. Γι᾿ αὐτὸ Σὲ ζητῶ μὲ δάκρυα καὶ πάλι Σὲ «χάνω» καὶ πάλι ποθεῖ ὁ νοῦς μου τὴ γλυκύτητά Σου, ἀλλὰ Ἐσὺ δὲν ἐμφανίζεις τὸ Πρόσωπό Σου, ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου νύχτα καὶ ἡμέρα. Σὺ μὲ ἔπλασες, σὺ μὲ φώτισες μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, σὺ συγχωρεῖς τὰ ἁμαρτήματά μου καὶ μοῦ δίνεις τὴ χάρη νὰ κοινωνῶ τὸ τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα σου. Δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ μένω πάντα κοντά σου. Κύριε, δῶσε μου τὴ μετάνοια τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἁγία ταπείνωσή σου. Ἀμήν.
* * *

Κύριε, δῶσε μου νὰ ἀγαπῶ μόνο Ἐσένα.

Ἐσὺ μὲ ἔπλασες, Ἐσὺ μὲ φώτισες μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα, Ἐσὺ συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ δίνεις τὴ χάρη νὰ κοινωνῶ τὸ τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα Σου. Δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ μένω πάντα κοντά Σου.

Κύριε, δῶσε μου ἀδαμιαία μετάνοια καὶ τὴν ἁγία Σου ταπείνωση.
* * *

Ἡ ψυχή μου πλήττει στὴ γῆ καὶ ποθεῖ τὰ οὐράνια.

Ὁ Κύριος ἦρθε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ ποὺ μένει Αὐτός, ἡ Πανάχραντη Μητέρα Του, ἡ Ὁποία Τὸν ὑπηρέτησε στὴ γῆ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, καὶ οἱ μαθητὲς καὶ ἀκόλουθοί Του.

Ἐκεῖ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος παρόλες τὶς ἁμαρτίες μας.

Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ποὺ δοξάζονται ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἱεράρχες, τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐκεῖ θὰ δοῦμε τοὺς ὁσίους, ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ταπεινώσουν μὲ τὴ νηστεία τὴ ψυχή τους. Ἐκεῖ δοξάζονται οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί, ποὺ νίκησαν τὸν κόσμο.

Ἐκεῖ θὰ δοξάζονται ὅλοι, ὅσοι νίκησαν τὸν ἑαυτό τους, ὅσοι προσεύχονταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σήκωσαν πάνω τους τὴ θλίψη ὅλου τοῦ κόσμου, γιατὶ εἶχαν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ - κι ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει τὴν ἀπώλεια ἔστω καὶ μιᾶς ψυχῆς.

Ἐκεῖ θέλει νὰ σκηνώσει ἡ ψυχή μου. Τίποτε τὸ ἀκάθαρτο, ὅμως, δὲν θὰ εἰσέλθει ἐκεῖ, ὅπου εἰσέρχονται μὲ μεγάλες θλίψεις, μὲ πολλὰ δάκρυα, μὲ συντριβὴ πνεύματος. Μονάχα τὰ παιδιά, ποὺ φύλαξαν τὴ χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, περνοῦν ἐκεῖ χωρὶς θλίψεις καὶ γνωρίζουν τὸν Κύριο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
* * *

Νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Θεὸ καὶ προσεύχεται ἡμέρα καὶ νύχτα, γιατὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εἶναι γλυκὸ καὶ πολυπόθητο γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ προσεύχεται καὶ τὴν προσελκύει στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἔζησα πολὺ καιρὸ στὴ γῆ καὶ ἄκουσα καὶ εἶδα πολλά. Ἄκουσα πολλὴ μουσικὴ ποὺ γλύκαινε τὴν ψυχή μου. Καὶ σκεφτόμουν ὅτι, ἂν αὐτὴ ἡ μουσικὴ εἶναι τόσο γλυκιά, τότε πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ εὐχαριστεῖ τὴν ψυχὴ ἡ οὐράνια μελῳδία, ἐκεῖ ὅπου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ δοξάζεται ὁ Κύριος γιὰ τὰ πάθη Του.

Ἡ ψυχὴ ζεῖ πολὺ στὴ γῆ καὶ ἀγαπᾶ τὰ γήινα κάλλη. Ἀγαπᾶ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἥλιο, ἀγαπᾶ τοὺς ὄμορφους κήπους, τὴ θάλασσα καὶ τὰ ποτάμια, τὰ δάση καὶ τὰ λιβάδια. Ἀγαπᾶ ἀκόμη ἡ ψυχὴ καὶ τὴ μουσικὴ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπίγεια τὴν εὐφραίνουν. Ὅταν, ὅμως, γνωρίσει τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τότε δὲν θέλει πιὰ νὰ βλέπει τὰ ἐπίγεια.
* * *

... Κύριε πόσο πολὺ ἀγαπᾶς τὸν ἄνθρωπο! ...
* * *

... Ὦ Κύριε, κάνε μας ἄξιους γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ κατανοήσομε τὴ δόξα Σου καὶ νὰ ζήσουμε στὴ γῆ μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ἂς μὴν ὑπάρχουν πόλεμοι, κακία κι ἐχθροὶ κι ἂς βασιλεύσει μονάχα ἡ ἀγάπη καὶ ἔτσι δὲν θὰ χρειάζονται πιὰ στρατὸς καὶ φυλακὲς καὶ ἡ ζωὴ θὰ εἶναι εὔκολη σὲ ὅλη τὴ γῆ.
* * *

... Γνωρίζω, Κύριε, πὼς ἀγαπᾶς τὸ λαό Σου, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν τὴν ἀγάπη Σου καὶ θορυβοῦνται ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς καὶ οἱ σκέψεις τους εἶναι σὰν τὰ σύννεφα ποὺ τὰ παρασύρει ὁ ἄνεμος σὲ ὅλα τὰ μέρη.
* * *

... Πόσο ἀπέραντο εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς ! ...

Πολλοὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροὶ θὰ πλήρωναν πολλὰ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Κύριο ἢ τὴν Πανάχραντη Μητέρα Του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν ταπεινὴ ψυχὴ καὶ ὄχι στὸν πλοῦτο. ...

... Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ εὔχονται γιὰ τοὺς ἐχθρούς τους ἢ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της Ἐκκλησίας τὴν ἀπώλεια καὶ τὰ βάσανα στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Σκέφτονται ἔτσι, γιατὶ δὲν διδάχθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος, ὅμως, τὴ διδάχθηκε πραγματικά, αὐτὸς χύνει δάκρυα γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.

Λὲς γιὰ κάποιον ὅτι εἶναι κακοῦργος καὶ ἂς καεῖ στὴ φωτιὰ τοῦ ᾅδη.

Σὲ ἐρωτῶ ὅμως: Ἂν ὁ Θεὸς δώσει σὲ μένα μιὰ καλὴ θέση στὸν παράδεισο καὶ δεῖς ριγμένο στὶς φλόγες ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο εὐχόσουν αὐτά, ἄραγε δὲν θὰ λυπηθεῖς τότε γι᾿ αὐτόν, ὅποιος καὶ ἂν ἦταν, ἔστω καὶ ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας; ...
* * *

... Κύριε, ὅλοι οἱ λαοὶ εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν Σου. Ἀπομάκρυνέ τους ἀπὸ τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος καὶ δῶσε τους μετάνοια, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὴν ἀγάπη Σου. ...

... Κύριε, σκόρπισε τὴ χάρη Σου στὴ γῆ. Δῶσε σ᾿ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς νὰ γευθοῦν τὴν ἀγάπη Σου, νὰ μάθουν ὅτι Ἐσὺ μᾶς ἀγαπᾶς σὰν μητέρα καὶ ἀκόμη περισσότερο. Γιατὶ εἶναι δυνατὸν καὶ ἡ μητέρα νὰ ξεχάσει τὸ παιδί της, ἀλλὰ Ἐσὺ ποτέ, γιατὶ ἀγαπᾶς ἄπειρα τὸ πλάσμα Σου καὶ ἡ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσει. ...
* * *

... Ἂν γνώριζε ὁ κόσμος τὴ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ: «μάθετε ἀπ᾿ Ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», τότε ὅλος ὁ κόσμος, ὅλη ἡ οἰκουμένη, θὰ ἐγκατέλειπαν ὅλες τὶς ἄλλες ἐπιστῆμες καὶ θὰ μάθαιναν μόνον αὐτὴ τὴν οὐράνια ἐπιστήμη. ...
* * *

... Καὶ ἂν δὲν μάθει κανεὶς τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀκακία, τότε ὁ Κύριος δὲν θὰ τοῦ δώσει τὴ γνώση τοῦ Ἑαυτοῦ Του. Ψυχή, ὅμως, ποὺ γνώρισε ἀληθινὰ τὸν Κύριο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ «ἐτρώθη» ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ Τὸν ξεχάσει, ἀλλὰ ὅπως ὁ ἄρρωστος θυμᾶται διαρκῶς τὴν ἀσθένειά του, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριο θυμᾶται πάντοτε τὸν Κύριο καὶ τὴν ἀγάπη Του πρὸς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. ...
* * *

«Τώρα δὲν ἀντιλαμβάνεστε τὴν ἀγάπη Μου γιὰ σᾶς, ἀλλὰ θὰ ἔρθει ἡ ὥρα, ὁπότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σᾶς δώσει νὰ τὴν καταλάβετε».

«Μὴν ἀργεῖτε, ἐλάτε κοντά Μου, σᾶς περιμένω μὲ πόθο, σὰν παιδιὰ ἀγαπημένα, καὶ θὰ σᾶς δώσω τὴν εἰρήνη Μου καὶ θὰ ἔχετε χαρὰ καὶ ἡ χαρά σας θὰ εἶναι αἰώνια». ...
* * *

... Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, φυλάγετε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις σας τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς δόθηκε δωρεάν, καὶ ἂν κάποιος μᾶς κακοποιεῖ, ἂς τὸν ἀγαποῦμε, ἔστω καὶ μὲ κόπο, καὶ ὁ Κύριος βλέποντας τὸν κόπο μας θὰ μᾶς βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του. ...
* * *

... Πόση χαρὰ γιὰ μᾶς! Ὁ Κύριος ὄχι μόνο συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀλλὰ καὶ δίνει στὴν ψυχὴ νὰ Τὸν γνωρίσει, ἀρκεῖ μόνο νὰ ταπεινωθεῖ. Καὶ ὁ τελευταῖος φτωχὸς μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητα οὔτε χρήματα, οὔτε τίτλοι γιὰ νὰ γνωρίσει κάποιος τὸν Θεό, ἀλλὰ μόνο ἡ ταπείνωση. Ὁ Κύριος παρέχεται δωρεάν, μόνο χάρη στὸ ἔλεός Του. Πρὶν δὲν τὸ γνώριζα, ἀλλὰ τώρα βλέπω ὁλοφάνερα κάθε ἡμέρα καὶ κάθε ὥρα, κάθε λεπτὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς χαρίζει εἰρήνη ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχή. ...
* * *

... Ἐσὺ στόλισες τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ἀστέρια, τὸν αἰθέρα μὲ τὰ σύννεφα, τὴ γῆ μὲ τὶς θάλασσες, τὰ ποτάμια, τοὺς πράσινους κήπους, ὅπου κελαηδοῦν τὰ πουλιά, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου ἀγάπησε μόνο Ἐσένα καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ τὸν κόσμο αὐτό, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὡραῖος. ...
* * *

... Ποῦ κατοικεῖς, Φῶς μου; Βλέπεις ὅτι μὲ δάκρυα Σὲ ζητῶ. Ἂν δὲν ἐμφάνιζες Ἐσὺ τὸν Ἑαυτό Σου σὲ μένα, τότε δὲν θὰ μποροῦσα νὰ Σὲ ζητῶ ἔτσι ὅπως τώρα. Ἀλλὰ Ἐσὺ ὁ ἴδιος ζήτησες ἐμένα, τὸν ἁμαρτωλό, καὶ μοῦ ἔδωσες νὰ γνωρίσω τὴν ἀγάπη Σου. Ἐσὺ μοῦ ἔδωσες νὰ δῶ ὅτι ἡ ἀγάπη Σου γιὰ μᾶς Σὲ ὁδήγησε ὡς τὸ Σταυρό, καὶ πέθανες γιὰ μᾶς «ἐν ὠδίναις». Ἐσὺ ἔδωσες νὰ γνωρίσω ὅτι ἡ ἀγάπη Σου Σὲ κατέβασε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς στὴ γῆ ἀκόμη καὶ στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ δόξα Σου. ...
* * *

... Ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς· ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ παράδεισος ἐκεῖνος τῆς τρυφῆς, στὸν ὁποῖο ζοῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας μας. ...

Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ: Περί Πνεύματος και ζωής.



1. Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, ανοίξτε την καρδιά σας, για να χαράξει εκεί το Άγιο Πνεύμα την εικόνα του Χριστού. Τότε θα γίνετε σιγά-σιγά ικανοί να έχετε μέσα σας τη χαρά και το πένθος, το θάνατο και την ανάσταση.

2. Ο κόσμος δεν γνωρίζει τίποτε μεγαλύτερο από την κλήση του χριστιανού. Αλλά όσο υψηλότερος είναι ο σκοπός, τόσο δυσκολότερη είναι η πραγμάτωσή του.
 

3. Κοιτάξτε το μεγαλειώδες θέαμα που ο Θεός μας φανέρωσε στη δημιουργία του κόσμου, στην κατασκευή του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Του. Εκείνο που αναζητούμε δεν περιορίζεται στη μικρή μας καθημερινή ζωή. Αναζητούμε να είμαστε με τον Θεό και να αποκτήσουμε μέσα μας τη ζωή σε όλο το πλάτος, το κοσμικό και το θείο.
4. Στην πνευματική μας θεωρία οφείλουμε να ενώσουμε το κοσμικό είναι και το θεϊκό Είναι, το κτιστό και το άκτιστο.
 

5. «Εν αρχή ήν ο Λόγος». Χωρίς Αυτόν τίποτε δεν υπάρχει. Κάθε μέρα γευόμαστε την οδυνηρή και άθλια ζωή μέσα στο σώμα μας. Και όμως δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα του Χριστού, του Απολύτου. Το πρόβλημα, το μυστήριο της ζωής μας, είναι το πέρασμα από το σχετικό στο Απόλυτο. Αν το είναι δημιουργήθηκε από τον Θεό, δεν πρέπει να πεθάνει. Ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, δεν δημιούργησε το θάνατο. Σκοπός μας είναι η ζωή με τον Χριστό-Θεό, η αθανασία, η αιωνιότητα. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη, η αιωνιότητα του Θεού μπορεί να μας μεταδοθεί.
 

8. Οφείλουμε να μάθουμε να ζούμε την αιώνια ζωή του Ιδίου του Θεού. Τί σημαίνει «θέωση» του ανθρώπου; Να ζήσουμε όπως
έζησε ο Κύριος, να αφομοιώσουμε το φρόνημα και τα αισθήματα του Χριστού, προπαντός των τελευταίων στιγμών της επίγειας ζωής Του.
 

10. Το σπέρμα που έρριξε ο Σατανάς στην καρδιά και το νου του Αδάμ –το λογισμό να γίνει θεός χωρίς τον Θεό– σφηνώθηκε τόσο βαθιά στο είναι μας, ώστε να βρισκόμαστε αδιάκοπα υπό το κράτος της αμαρτίας.
 

12. Ήδη από τη γέννησή μας γινόμαστε κληρονόμοι του Αδάμ. Μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση της πτώσεως, που είναι μια φοβερή απόκλιση από την αγάπη του Πατρός, ως την μόνη πραγματικότητα του ανθρωπίνου είναι. Στον κόσμο ζούμε στην ατμόσφαιρα και τη λατρεία της πτώσεως. Ζούμε στην άνεση και συχνά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε την πίστη μας, να πούμε ότι είμαστε χριστιανοί.
 

13. Μην έχετε υπερβολική εμπιστοσύνη στην ανώτερη μόρφωση που αποκτήσατε στον κόσμο. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε είναι κουλτούρα της πτώσεως.
 

14. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους –οι πόλεμοι είναι η κατεξοχήν αμαρτία–, ο σύγχρονος κόσμος έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί όμως να εννοήσει τη θεότητα του Χριστού χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος, που είναι αληθινός άνθρωπος, είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αυτό μας ξεπερνά. Να πιστέψουμε ότι ο Ίδιος ο Θεός σαρκώθηκε, ότι μας κάλεσε να είμαστε αιώνια μαζί Του, να, αυτό είναι που λείπει από πολλούς ανθρώπους του καιρού μας, κυρίως από επιστήμονες.
 

15. Τί σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητα μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα; Ένα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετανοίας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
 

18. «Ακηδία», ετυμολογικά σημαίνει απουσία φροντίδας για τη σωτηρία. Εκτός από σπάνιες σχεδόν περιπτώσεις, όλη η ανθρωπότητα ζει σε κατάσταση ακηδίας. Οι άνθρωποι έγιναν αδιάφοροι για τη σωτηρία τους. Δεν αναζητούν τη θεία ζωή. Περιορίζονται στα σχήματα της σαρκικής ζωής στις καθημερινές ανάγκες, στα πάθη του κόσμου και τις συμβατικές πράξεις. Ωστόσο ο Θεός μας έπλασε από το μηδέν «κατ’ εικόνα» του Απολύτου και «καθ’ ομοίωσίν» Του. Αν η αποκάλυψη αυτή αληθεύει, η απουσία της μέριμνας για τη σωτηρία δεν είναι άλλο παρά ο θάνατος του προσώπου.
 

19. Η απελπισία είναι η απώλεια της συνειδήσεως ότι ο Θεός θέλει να μας δώσει την αιώνια ζωή. Ο κόσμος ζει στην απελπισία. Οι άνθρωποι έχουν καταδικάσει οι ίδιοι τον εαυτό τους στο θάνατο. Πρέπει να παλέψουμε σώμα προς σώμα με την ακηδία.
 

20. Η ζωή του κόσμου οργανώνεται γύρω από μερικά ανθρώπινα πάθη και η πνευματική ζωή βρίσκεται στο περιθώριο. Οφείλουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση αυτή των πραγμάτων, να τοποθετήσουμε την πνευματική ζωή στην καρδιά της ζωής μας.
 

21. Η σοφία του κόσμου αυτού δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Τα κοινοβούλια, οι κυβερνήσεις, οι πολυσύνθετοι οργανισμοί των πιο αναπτυγμένων συγχρόνων κρατών της γης είναι ανίσχυροι. Η ανθρωπότητα πάσχει χωρίς τέλος. Η μόνη διέξοδος είναι να βρούμε μέσα μας τη σοφία, την λύση να μη ζούμε σύμφωνα με τις ιδέες αυτού του κόσμου, αλλά να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
 

26. Όπως ο Χριστός στη Γεθσημανή και στο Γολγοθά ζούσε ακατάπαυστα με τη σκέψη του Πατρός, κι εμείς οφείλουμε να ζούμε κάθε στιγμή με τη σκέψη του Θεού, αλλά περισσότερο του Χριστού παρά του Πατρός, επειδή δια του Υιού ερχόμαστε στον Πατέρα. Στην πράξη η ζωή γίνεται Χριστοκεντρική.
 

27. Το μόνο που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπο Του. Και οφείλουμε να ζήσουμε τον Χριστό ως το μέτρο κάθε πράγματος, θείου και ανθρωπίνου. Εν τω Χριστώ έχουμε τον Δημιουργό Θεό μας. Εν τω Χριστώ έχουμε το υπόδειγμα, την αποκάλυψη του Σχεδίου του Θεού για τον άνθρωπο. Η αγάπη του Χριστού πρέπει να γεμίζει την καρδιά μας πάντοτε. Εν Θεώ δεν ζούμε με τον διανοητικό στοχασμό. Ο Θεός αποκαλύπτεται σε μας με τις ενέργειες Του. Ζούμε τον Χριστό ως προσωπική μας ζωή, όχι ως κάποιον που θα γνωρίζαμε εξωτερικά.
 

29. Κάποτε, όταν η αγάπη του Χριστού μας εγγίζει, αισθανόμαστε την αιωνιότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό με τη λογική. Ο Θεός ενεργεί με το δικό Του τρόπο που ξεφεύγει τη λογική. Δεν πρέπει να είμαστε υπερβολικά λογικοί στη χριστιανική ζωή.
 

30. Υπάρχουν εξωτερικοί «δείκτες» που επιτρέπουν να υπολογίσουμε σε ποια απόσταση βρισκόμαστε από τον Θεό: Ακολουθούμε τον λόγο του Ευαγγελίου; Φθάσαμε την τελειότητα, δηλαδή την αγάπη για ολόκληρο τον κόσμο, χωρίς διάκριση ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους;
 

31. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις εντολές του Χριστού και στη ζωή του Ίδιου του Θεού.
 

34. «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». Πολλές φορές επανέλαβα αυτή την προσευχή της Εκκλησίας. Η επί γης αναμάρτητη ζωή μας ανοίγει τις πύλες του Ουρανού. Δεν είναι ο πλούτος των γνώσεων που σώζει τον άνθρωπο. Είναι η αναμάρτητη ζωή που μας προετοιμάζει για τη ζωή με τον Θεό στο μέλλοντα αιώνα. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος μας διδάσκει τις αιώνιες αλήθειες κατά το μέτρο που ζούμε σύμφωνα με τις εντολές: «Αγαπήσεις τον Θεό σου, τον Δημιουργό σου, με όλο το είναι σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ναι, κρατείτε πάντοτε αυτές τις εντολές.
 

35. Μείνετε στην προσευχή, μείνετε στον αγώνα, να περάσετε τη μέρα σας χωρίς αμαρτία. Όλα τα υπόλοιπα θα δοθούν από τον Ίδιο τον Θεό.
 

36. Για να φυλάξουμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, οφείλουμε ν’ απέχουμε από κάθε λογισμό που δεν αρέσει στον Θεό, μας λέει ο Γέροντας Σιλουανός. Ιδού το έργο μας. Ιδού η πνευματική μας καλλιέργεια. Εφόσον πρόκειται για την αιώνια σωτηρία, αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αρχίζουμε και ξαναρχίζουμε χωρίς τέλος.
 

37. Δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μέσα μας την εικόνα του Χριστού, εκτός αν είμαστε πραγματικά ενωμένοι, όπως ο Χριστός το ζητούσε από τους μαθητές Του: «Αγαπάτε αλλήλους», για να γνωρίζει ο κόσμος ότι είστε του Χριστού.

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία π. Matthew Penney


 
Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Εισαγωγή
"Πας άνθρωπος οιοσδήποτε και εάν είναι, οπουδήποτε και εάν ζη, οιανδήποτε θέσιν και εάν κατέχη, πεπαιδευμένος ή απαίδευτος, πλούσιος ή πένης, επιφανής ή παντελώς άσημος, εν νεότητι, εν ωρίμω ηλικία ή εν γήρατι, εν ημέραις χαράς ή συμφοράς προβληματίζεται "εκ βαθέων" και μετ' εντάσεως, ή ακροθιγώς, επί του νοήματος της ζωής και θέτει προ εαυτού το ερώτημα: Τι εστιν αλήθεια;" [1,2]
Με αυτά τα λόγια ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, θέτει την υπαρξιακή αγωνία που διακατέχει τον άνθρωπο για το νόημα της αλήθειας. «Τι εστιν αλήθεια;» ένα διαχρονικό ερώτημα της ανθρωπότητας αλλά και ένα ζητούμενο στην εποχή μας, χωρίς όμως την προσδοκία μιας απάντησης. Όπως στην εποχή του Αγίου Σιλουανού και του π. Σωφρονίου, έτσι και τώρα είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή του η αγωνία στην αναζήτηση της αλήθειας είναι ακόμα πιο εμφανής. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη προσφορά του π. Σωφρονίου. Οι διδαχές του είναι η θεοφόρος προσπάθεια να προσφέρει ελπίδα στους ανθρώπους της εποχής του αγγίζοντας, ακόμη εναργέστερα θα λέγαμε, και το σήμερα. Οι πνευματικές νουθεσίες του είναι καρπός εμπειρίας· της πολύπειρης γνώσης και εκπαίδευσής του, της ιδιαίτερης σχέσης με τον πνευματικό του πατέρα τον Άγιο Σιλουανό, και το πιο σημαντικό, των επανειλημμένων επισκέψεων της μυστικής εμπειρίας της θείας χάρης.
Η γλώσσα του π. Σωφρονίου είναι κατανοητή και εύληπτη. Καταγράφει τις εμπειρίες της Ιεράς παράδοσης και τις προσωπικές του με τρόπο χαριτωμένο. Στηρίζεται σε διάφορες πηγές, θεολογικές και φιλοσοφικές, για να μεταφέρει στη σύγχρονη γενιά την αλήθεια της Ορθόδοξης θεολογίας. Προσφέρει πάμπολλες γνώσεις σε πλειάδα θεμάτων, αν και ο ίδιος δεν καταβάλλει προσπάθεια για μία συστηματική παρουσίασή τους[3]. Αυτό άλλωστε είναι το αντικείμενο της ακαδημαϊκής θεολογίας.
Στα γραπτά του π. Σωφρονίου είναι σαφές ότι η ακαδημαϊκή θεολογία δεν μπορεί να εκληφθεί αυτονομημένη από την θεολογία ως καρπό του Αγίου Πνεύματος. Πιο συγκεκριμένα, οι απόψεις του για την ακαδημαϊκή θεολογία προϋποθέτουν σε μεγάλο βαθμό τη βίωση της ασκητικής ζωής, της Ιεράς Παραδόσεως και των δογμάτων της Εκκλησίας.
Το ερώτημα που αυθόρμητα θα μπορούσε κάποιος να θέσει σχετίζεται με το αν δύναται ο π. Σωφρόνιος να καταγίνεται με την ανάλυση θεμάτων παρόμοιων με αυτό; αντί άλλης απαντήσεως θα προσφέρουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο I Love Therefore I Am, του π. Νικολάου (Σαχάρωφ). Γράφει:
Ο οικουμενικός χαρακτήρας των λόγων του (ενν. π. Σωφρόνιος) καθορίζεται από τον καθολικό χαρακτήρα της ζωντανής εμπειρίας του. Επειδή ο π. Σωφρόνιος βίωσε τα σημαντικότερα θρησκευτικά κινήματα και τα κινήματα των διανοούμενων της εποχής μας, ο πνευματικός του χαρακτήρας είναι εμπλουτισμένος με τα διάφορα ρεύματα της διανόησης. Ωστόσο παρά την ποικιλομορφία, η θεολογία του ποτέ δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται από την Ορθόδοξη παράδοση… Ο ίδιος αφομοίωσε τους Πατέρες στο όλο τους το βάθος… Αφομοιώνει τον πλούτο της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της ποίησης, της τέχνης. Μέσα στη μυστική του εμπειρία ενσωματώνει τα διαφορετικά αυτά στρώματα σκέψης σε ένα ενιαίο όραμα. Αυτό το τελευταίο αποτελεί αυτό που θα ονομάζαμε η «διδασκαλία του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου». [4]
Σ' αυτή την περιγραφή συνειδητοποιείται η μεγάλη εμπειρία που εξέφραζε το βίωμα του π. Σωφρονίου κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η παιδική και εφηβική του ηλικία στη Ρωσία, οι σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι, η διείσδυση στον Ανατολικό μυστικισμό, οι σπουδές Ορθόδοξης θεολογίας στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, η μοναχική του εμπειρία στο Άγιον Όρος, όπου έζησε για είκοσι πέντε χρόνια ως μοναχός, ερημίτης και πνευματικός πατέρας πριν επιστρέψει στη Γαλλία, η ίδρυση του κοινοβίου στην Αγγλία αποδεικνύουν αναντίρρητα το πολύμορφο πλέγμα πολιτιστικών και πνευματικών γεγονότων που διεξήλθε, γεγονότα που βρέθηκαν στο επίκεντρο του γίγνεσθαι της ανθρωπότητας και διαμόρφωσαν τον εικοστό αιώνα[5]. Σε όλα αυτά χάρισε το καθολικό βλέμμα της κατανόησης και της πνευματικότητας στη ζωή των ανθρώπων .
Σε όλα αυτά οφείλουμε να συνυπολογίσουμε τα ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα και εμπειρίες που προσδίνουν ειδικό βάρος στη διδασκαλία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιγραφές που δίδει περί του Ακτίστου φωτός, περιγραφές βιωματικές που κατείχε από την παιδική του ηλικία:
Εγνώρισα τον Ζώντα Θεόν εξ αυτής της τρυφεράς μου ηλικίας. Υπήρξαν περιπτώσεις, ότε, εξερχόμενος και, ακριβέστερον, φερόμενος εις την αγκάλην έξω του ναού, έβλεπον την πόλιν, ήτις εκείνον τον καιρόν ήτο δι' εμέ ο κόσμος άπας, φωτιζομένην υπό δύο ειδών φώτων. Το ηλιακόν φως δεν παρημπόδιζε να αισθανθώ την παρουσίαν του άλλου Φωτός… Όλα σχεδόν τα γεγονότα της περιόδου εκείνης εξηλείφθησαν εκ της μνήμης μου, ουχί όμως η μνήμη του Φωτός Εκείνου. [6]
Σε άλλο σημείο σημειώνει: «Ουχί άπαξ ηξιώθην της θεωρίας του Θείου Φωτός»[7].
Ο σημαντικότερος ίσως λόγος της ενασχόλησης του π. Σωφρονίου με το ζήτημα της ακαδημαϊκής θεολογίας είναι η επίδραση που έχει στους ανθρώπους:
Πιστεύουμε ότι δεν κινδυνεύουμε να σφάλουμε στην εκτίμησή μας ότι το προσωπικό παράδειγμα του Γέροντος Σωφρονίου είναι η καλύτερη επαλήθευση των όσων γράφει για την ακαδημαϊκή θεολογία. Η επιστήμη της θεολογίας ανταποκρίνεται στο σκοπό της, όταν όχι μόνον δεν αδιαφορεί, αλλά οδηγεί στην προσωπική προσέγγιση και επαφή με το περιεχόμενο της πίστης. [8]
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το επίκεντρο των αντιλήψεων του π. Σωφρονίου για την ακαδημαϊκή θεολογία.
Παρότι κοιμήθηκε πρόσφατα, το 1993, παρατηρείται ένας διογκούμενος αριθμός επιστημονικών μελετών γύρω από το πρόσωπο του π. Σωφρονίου. Σε αυτό συνέβαλε ότι τα έργα του έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες και έχουν προκαλέσει διεθνές ενδιαφέρον. Συνέπεια η προσπάθεια αποτίμησης από διάφορους ερευνητές της κειμενικής παραγωγής του Πατέρα. Πονήματα δευτερεύουσας βιβλιογραφίας έχουν γραφεί σε διάφορες γλώσσες, κυρίως όμως στην Ελληνική και αγγλική.
Μία από τις πρώτες ακαδημαϊκές μελέτες συνεγράφη από τον Αρχιμανδρίτη Ζαχαρία (Ζαχάρου) ως διδακτορική διατριβή που κατατέθηκε στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ το 1998. Δημοσιεύθηκε ως βιβλίο με τον τίτλο: Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, το 2000. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια γενική εισαγωγή και παρουσίαση της συνολικής θεολογίας του π. Σωφρονίου.
Άλλη, εξίσου σημαντική μελέτη, προήλθε από τη γραφίδα του Ιερομονάχου Νικόλαου (Σαχάρωφ), η οποία ξεκίνησε επίσης ως συγγραφή διδακτορικής διατριβής (Οξφόρδη, 1999). Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε με τίτλο: Αγαπώ άρα υπάρχω: Η θεολογική παρακαταθήκη του Γέροντα Σωφρονίου (2007), το οποίο αποτέλεσε «μια πρώτη προσπάθεια να παρουσιάσω», όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος, «στο δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο, μια κριτική μελέτη του π. Σωφρονίου ως θεολόγου» [9]. Η ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου είναι η λεπτομερή περιγραφή της ζωής και της θεολογίας του π. Σωφρονίου. Είναι αξιομνημόνευτο για την παρουσίαση των πνευματικών, φιλοσοφικών και ακαδημαϊκών επιρροών που συνέβαλαν στην θεολογική διαμόρφωση του γέροντος.
Ένα ακόμη βιβλίο είναι του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Βλάχου). Επιγράφεται: Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ: Βίος και πολιτεία του Γέροντος Σωφρονίου του ησυχαστού και θεολόγου (2007). Παρουσιάζει τη ζωή, τη θεολογική διαμόρφωση και τις επιρροές του π. Σωφρονίου. Γνώρισμα του βιβλίου είναι η παρουσίαση επιλεγμένων θεολογικών θεμάτων που παρατηρούνται στα γραπτά και την καθημερινή ζωή του π. Σωφρονίου. Επίσης καταγράφει τις προσωπικές συζητήσεις που ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου είχε μαζί του.
Σε δύο ακόμη έργα είναι σημαντικό να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία, καθώς σχετίζονται με το θέμα μας και τις τοποθετήσεις του π. Σωφρονίου για την ακαδημαϊκή θεολογία.
Το πρώτο γράφηκε από τον Δρ. Θεολογίας Νικόλαο Γ. Κόϊο, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο (2007). Καταπιάνεται με τη θεολογία ως «εμπειρία». Το βιβλίο αναλύει κυρίως τα θέματα της «χαρισματικής γνώσης» και της «χαρισματικής θεολογίας», ως απαραίτητων προϋποθέσεων για την κατανόηση του π. Σωφρονίου και των θεμελιωδών απόψεών του σχετικά με την ακαδημαϊκή θεολογία.
Το άλλο έργο είναι η διδακτορική διατριβή κατατεθείσα στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ του Αρχ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, (2009). Κεντρικά θέματα συνιστούν η θεολογική γνώση, ακαδημαϊκή και πνευματική, η οδός της Θεογνωσίας και των προϋποθέσεών της και η θεοπτία. Αν και δε σχολιάζει ο εν λόγω συγγραφέας εκτενώς τις απόψεις του π. Σωφρονίου σχετικά με την ακαδημαϊκή θεολογία, προσφέρει μερικές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις. Επίσης εξετάζει τη χαρισματική γνώση και τις προϋποθέσεις της, θέματα τα οποία θα μας αποσχολήσουν στο δικό μας πόνημα.
Μια εξίσου σημαντική συνεισφορά στον επιστημονικό χώρο αποτελεί το ακαδημαϊκό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 2007 για το πρόσωπο του π. Σωφρονίου. Το συνέδριο είχε τον τίτλο, Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός Τα πρακτικά δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο: Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός (2008). Το συνέδριο είχε πάνω από τριάντα εισηγητές. Μεταξύ αυτών ήταν Μητροπολίτες, Πρεσβύτεροι, καθηγητές, ακαδημαϊκοί από διάφορες χώρες. Αναφέρθηκαν σε μια ποικιλία θεμάτων σχετικά με τη ζωή και τα έργα του π. Σωφρονίου. Καμία ωστόσο από τις εισηγήσεις δεν ανέλυσε το θέμα μας ρητά, παρότι σε ορισμένα άρθρα υπάρχουν αξιοσημείωτες αναφορές.
Από τα παραπάνω, πιστεύουμε, ότι έχει δειχθεί επαρκώς η έλλειψη συγκεκριμένης μελέτης που να αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην προσέγγιση της Ακαδημαϊκής Θεολογίας από τον αρχ. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, παρόλη την πληθώρα βιβλίων και άρθρων για επιμέρους πτυχές της διδασκαλίας του γέροντα. Αναλύοντας τη θεματογραφία μας θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τις τοποθετήσεις ενός προσώπου που συνδυάζει τη θεωρητική και την εμπειρική γνώση περί του Θεού. Και όχι μόνο. Ο γέροντας ήταν σε θέση να εκφράζει αυτόν τον συνδυασμό και να τον μεταδίδει κατανοητά και παραστατικά. Πράγματι ο π. Σωφρόνιος ακολούθησε την πορεία των Αγίων Πατέρων και η θεολογία του αποτελεί έκφραση του μεγαλείου του Αγίου Πνεύματος. Ως εκ τούτου το θέμα, που επιλέξαμε να μελετήσουμε, προσδοκούμε να συντελέσει σε μία βαθύτερη προσέγγιση της σχέσης μεταξύ ακαδημαϊκής και αγιοπνευματικής θεολογίας.
Στο πρώτο κεφάλαιο, θα περιγράψουμε αυτό που αποκαλούμε αυθεντική γνώση του Θεού διακρίνοντάς την από το τι δεν είναι.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα εξετάσουμε τις προϋποθέσεις πρόσκτησης αυτής της γνώσης στη βάση κυρίως της αληθινής πίστης και της ασκητικής ζωής.
Στο τρίτο, θα εξετάσουμε την ιδιαίτερη σημασία των δογμάτων για την άνοδο του ανθρώπου στην κατάσταση της Θεογνωσίας, στη διαμόρφωση της Δογματικής συνείδησης και πώς αυτή η συνείδηση οδηγεί στην αυθεντική και αποκαλυπτική θεολογία της Εκκλησίας, την «χαρισματική θεολογία».
Προϋποθέτοντας όλα τα προηγούμενα, το τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζει τις τοποθετήσεις του π. Σωφρονίου σχετικά με τα όρια της ακαδημαϊκής θεολογίας, του κορυφαίου των ακαδημαϊκών θεολόγων,
ενώ το πέμπτο αναλύει το ρόλο και το όραμά του για την ίδια τη φύση της ακαδημαϊκής θεολογίας.

Σημειώσεις

1,2. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 19963, σελ. 391(221). Η πρώτη σελίδα αναφέρεται σε εκδόσεις ελληνικών έργων, με την αγγλική (όπου υπάρχει) σε παρένθεση.
3. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω: Η θεολογική παρακαταθήκη του Γέροντα Σωφρονίου, μεταφραστής Χρήστος Μακρόπουλος, Αθήνα, 20082, σελ. 55(39), «Τα κυριότερα έργα του Γέροντα [Σωφρονίου] δεν είναι αφιερωμένα σε κάποια συστηματική παρουσίαση πατερικών εννοιών (όπως συμβαίνει με τον Λόσκυ) ούτε αποσκοπούν στη δημιουργία ενός καινοτόμου και ολοκληρωμένου θεολογικού συστήματος (κάτι που επιχείρησε ο Μπουλγκάκωφ)· αυτό το οποίο συναντούμε στα έργα του γέροντα Σωφρονίου είναι μία αναλυτική περιγραφή της ασκητικής εμπειρίας».
4. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), I Love Therefore I Am, (Αγγλική έκδοση του Αγαπώ άρα υπάρχω), New York, 2002, σελ. 11. Το συγκεκριμένο απόσπασμα υπάρχει μόνο στην Αγγλική έκδοση.
5. Βλέπε Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Βλάχου), «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ» Βίος και πολιτεία τού Γέροντος Σωφρονίου τού ησυχαστού και θεολόγου, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδαία, 2007, σελ. 33.
6. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 56(37).
7. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί προσευχής, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 19942, σελ. 70(48).
8. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 20072, σελ. 101-2.
9. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), I Love Therefore I Am, σελ. 12. Το απόσπασμα εκ της Αγγλικής έκδοσης.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Το όνομα "Ιησούς": Όνομα προσώπου για επίκληση κοινωνίας με τον Άκτιστο Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


 
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
 
Το Όνομα Ιησούς εδόθη κατ’ αποκάλυψιν Άνωθεν. Τούτο προέρχεται εκ της αιωνίου Θείας σφαίρας και ουδόλως αποτελεί επινόησιν γηΐνου νοός, καίτοι είναι εκπεφρασμένον δια ανθρωπίνης (κτιστής) λέξεως. Η αποκάλυψις είναι πράξις-ενέργεια της Θεότητος, ως τοιαύτη δε ανήκει εις άλλο επίπεδον και υπερβαίνει τας κοσμικάς ενεργείας.
Εν τη υπερκοσμίω αυτού δόξη το Όνομα Ιησούς είναι μετακοσμικόν. Όταν προφέρωμεν το Όνομα τούτο του Χριστού, επικαλούμενοι Αυτόν εις κοινωνίαν μεθ’ ημών, τότε Ούτος, ο τα πάντα πληρών, προσέχει ημάς και ημείς εισερχόμεθα εις ζώσαν επαφήν μετ’ Αυτού. Ως προαιώνιος Λόγος του Πατρός μένει εν αδιαστάτω ενότητι μετ’ Αυτού, και ο Θεός-Πατήρ δια του Λόγου Αυτού εισέρχεται εις κοινωνίαν μεθ’ ημών.
Ο Χριστός είναι ο Μονογενής και συναΐδιος Υιός του Πατρός, και ως εκ τούτου δύναται να λέγη: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ Εμού» (Ιωάν. 4,6). Το Όνομα Ιησούς σημαίνει Θεός-Σωτήρ· ως τοιούτον δύναται να αποδοθή εις την Αγίαν Τριάδα· είναι δυνατή η αναφορά αυτού και προς εκάστην Υπόστασιν ιδιαιτέρως. Εν τη προσευχή όμως ημών το Όνομα Ιησούς χρησιμοποιείται αποκλειστικώς ως κύριον Όνομα του Θεανθρώπου, και η προσοχή του νοός ημών στρέφεται προς Αυτόν. «Εν Αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Κορ. 2,9). Εν Αυτώ ευρίσκεται ουχί μόνον ο Θεός, αλλά και άπαν το γένος των ανθρώπων. Προσευχόμενοι για του Ονόματος του Ιησού Χριστού ιστάμεθα προ του απολύτου πληρώματος του Ακτίστου Πρωταρχικού Είναι αλλά και του κτιστού είναι. Ίνα εισέλθωμεν εις την περιοχήν τούτου του πληρώματος του Είναι, οφείλομεν να δεχθώμεν Αυτόν εν ημίν τοσούτον, ώστε η ζωή Αυτού να αποβή και ημετέρα, δια της επικλήσεως του Ονόματος Αυτού συμφώνως προς την εντολήν: Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν, ο δε «κολλώμενος τω Κυρίω έν πνεύμα εστι» (Α’ Κορ. 6,17).
Ανεφέρθην επί μακρόν εις την δογματικήν σημασίαν της προσευχής του Ιησού, διότι κατά τας τελευταίας δεκαετίας πολλάκις συνέβη να συναντήσω εσφαλμένας αντιλήψεις ως προς την άσκησιν ταύτης. Πλέον ανεπίτρεπτος είναι η ανάμιξις αυτής μετά της γιόγκα του βουδδισμού, έτι δε του «υπερβατικού διαλογισμού» και των ομοίων τούτοις. Η ριζική διαφορά όλων αυτών των αποκλίσεων από του Χριστιανισμού έγκειται εις το ότι θεμέλιον της ζωής ημών είναι η Αποκάλυψις περί του Προσωπικού Θεού: Εγώ ειμι. Όλαι αι άλλαι οδοί εκτρέπουν τον νουν του ανθρώπου από των προσωπικών σχέσεων μεταξύ Θεού και προσευχομένου προς την περιοχήν του αφηρημένου υπερπροσωπικού Απολύτου, προς άσκησιν μη έχουσαν αναφοράν εις πρόσωπον.
Ο διαλογισμός ως απέκδυσις του νοός ημών από πάντων των σχημάτων, δύναται να δώση εις ημάς την αίσθησιν αναπαύσεως, ειρήνης, εξόδου εκ των συνθηκών του χρόνου και του χώρου, αλλ’ εν αυτώ δεν υπάρχει η ενσυνείδητος παράστασις ενώπιον του προσωπικού Θεού· δεν υπάρχει εν αυτώ πραγματική προσευχή, τουτέστι προσευχή προσώπου προς Πρόσωπον. Τούτο δύναται να έχω ως αποτέλεσμα την ικανοποίησιν του ελκυομένου υπό του διαλογισμού εις ψυχικάς καταστάσεις παρομοίων φαινομένων και, όπερ και χείριστον, αυτή η έννοια του Ζώντος Θεού – του Προσωπικού Απολύτου – να καταστή δι’ αυτόν αλλότριος. Δεν είναι σπάνιαι αι ασύνετοι απόπειραι να αποκτηθή η «κοσμική συνείδησις», εισέτι δε και η πείρα της αμέσου κοινωνίας του Υπερπροσωπικού Απολύτου εις βραχύ χρονικόν διάστημα. Κατ’ ουσίαν όμως η άσκησις του είδους τούτου οδηγεί εις απομάκρυνσιν από του Αληθινού Θεού, του όντως Όντος.
Η Ευαγγελική διδαχή δεν ομιλεί μόνον περί του Προσωπικού Θεού, αλλά και περί της προσωπικής αθανασίας των σωζομένων. Τούτο κατορθούται δια της νίκης επί του κόσμου των παθών. Υψηλόν και μεγαλειώδες έργον! «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον»· γνωρίζομεν δε ότι δεν είναι εύκολος η νίκη αύτη. Και πάλιν ο Χριστός διδάσκει: «Εισέλθετε δια της στενής πύλης· ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν. Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών …» (Ματθ. 7,13-15).
Εις τι συνίσταται η απώλεια; Εις το ότι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τον αποκαλυφθέντα εις ημάς Ζώντα Θεόν, φερόμενοι προς το «μηδέν» εκείνο, εκ του οποίου εκλήθησαν εις το είναι, ίνα μετάσχουν της αιωνίου μακαριότητος υπό την μορφήν της υιοθεσίας δια της εν αυτοίς κατοικήσεως του Θεού της Αγίας Τριάδος.
Ίνα πιστεύση τις εις τον Χριστόν είναι ανάγκη ή να έχη παιδικήν απλότητα – «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18,3) – ή να εξομοιωθή προς τον Παύλον, όστις κατά την μωρίαν της τόλμης αυτού λέγει: «Ημείς μωροί δια Χριστόν … ημείς ασθενείς … ημείς άτιμοι … ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α’ Κορ. 4,10-13)· και όμως «θεμέλιον … άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, Ός εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3,11)· «παρακαλώ ουν υμάς: μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. 4,16).
Εκ της χριστιανικής πείρας γνωρίζομεν ότι η κοσμική συνείδησις χαρίζεται εν προσευχή ομοία προς την Προσευχήν του Κυρίου εν Γεθσημανή, και ουχί εν τω φιλοσοφικώ υπερβατισμώ· «και είπεν (ο Κύριος) αυτοίς … ούτως έδει … κηρυχθήναι επί τω Ονόματι Αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη … υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων. Και ιδού Εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός Μου εφ’ υμάς … υμείς δε (μείνατε εν προσευχή) … έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» Λουκ. 24,46-49).

Η κλήση τού Θεού προς υιοθεσία Ανύψωση μέσα στη νοερά προσευχή Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


 
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

Ο Απόστολος Παύλος έδωκεν εις ημάς την εντολήν «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως» (Εφεσ. 4,1). Αλλ’ εις τί συνίσταται η κλήσις αύτη;
Και πάλιν ας δώσωμεν τον λόγον εις τον Απόστολον: «Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων των αγίων εδόθη η χάρις… ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ, τω τα πάντα κτίσαντι δια Ιησού Χριστού … εν Ώ έχομεν την παρρησίαν και την προσαγωγήν εν πεποιθήσει δια της πίστεως Αυτού … ίνα … εν αγάπη ερριζώμενοι και τεθεμιλιωμένοι… εξισχύσητε καταλαβέσθαι … τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναι τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού. Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ών αιτούμεθα ή νοούμεν … δόξα … εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων» (Εφες. 3,8-21).
Ούτως κλήσις και πρόσκλησις ημών είναι να γίνωμεν τέκνα του Θεού και Πατρός δια του Μονογενούς και Ομοουσίου, Προαιωνίου και Ανάρχου Υιού Αυτού, και φορείς παντός του πληρώματος του Θεού (βλ. Ιωάν. 16,27· 17,21-26).
Θα συνεχίσω την περιγραφήν άλλων τινών συμβάντων, άτινα ουδόλως θα ηδυνάμην να αναμένω, τοιούτος ως είμαι. Ουχί άπαξ ηξιώθην της θεωρίας του Θείου Φωτός. Περιπτυχθείς τρυφερώς υπ’ Αυτού επληρούμην υπερκοσμίου αγάπης. Είς τινας περιπτώσεις ο έξω κόσμος «έχανε» την υλικότητα αυτού και απέβαινεν αόρατος. Ό,τι συνέβαινεν εις εμέ, ανήκεν εις άλλο επίπεδο του είναι. Ότε δε δι’ ακαταλήπτου τρόπου αποκαθίστατο η συνήθης αίσθησις του κόσμου, λεπτή θλίψις εισέδυεν εις την ψυχήν μου.
Ενίοτε ήρχετο εις εμέ η σκέψις ότι εν τοιαύτη προσευχή θα ηδυνάμην να μη «επιστρέψω» εις την ζωήν. Η προσευχή εκ προσκαίρου καταστάσεως δύναται να αποβή αιώνιος κατάστασις της ψυχής. Η όρασις του Φωτός είναι οπωσδήποτε ηνωμένη μετά της ανιστώσης ημάς χάριτος, και η εγκατάλειψις της γης εις τοιαύτην κατάστασιν είναι ευλογία. Γνωρίζομεν εκ του βίου του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ ότι ούτος απεβίωσεν εν καιρώ προσευχής: Η ψυχή αυτού εγκατέλειψε το σώμα, εισέτι μη νεκρόν – εκράτει εν χειρί ανημμένον κηρίον. «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων Αυτού» (Ψαλμ. 115,6). Δεν έπρεπεν άρα γε να απέλθωμεν πάντες ημείς δια τοιούτου θανάτου εκ της παρούσης ζωής;
«Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον Μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντι Με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάν. 5,24). «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον Εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. 8,51).