Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Την ψυχολογική κατάσταση πρέπει να την μετατρέπουμε σε πνευματικό φαινόμενο...




‐ Την ψυχολογική κατάσταση πρέπει να την μετατρέπουμε σε πνευματικό φαινόμενο, σε κλάμα. Υπάρχει μια μέθοδος την οποία πρέπει να γνωρίζη ο Χριστιανός. Δηλαδή, αισθανόμαστε έναν πειρασμό, από περιφρόνηση εκ μέρους των ανθρώπων, ή μια άδικη επίθεση. Τότε η καρδιά πικραίνεται από την αδικία αυτή και κάνει διαφόρους λογισμούς που επηρεάζουν όλη μας την ζωή. Αμέσως σταματά η προσευχή

Η μέθοδος θεραπείας είναι να αφήσουμε τότε τον αδελφό που μας αδικεί και να αναπτύξουμε διάλογο με τον Θεό. Δηλαδή να λέμε: “Θεέ μου, εγώ φταίω. Δεν είμαι άξιος να με αγαπούν οι άνθρωποι ...”. Τότε έρχεται μετάνοια και κλάμα και αυτό θεραπεύει το αρνητικό ψυχολογικό φαινόμενο και το κάνει πνευματικό. Αυτό το βλέπουμε στην ζωή του Χριστού. Ο Απόστολος Πέτρος  εμπόδιζε τον Χριστό να πορευθή στον Σταυρό, αλλά Εκείνος είχε το πρόσωπό Του στηριγμένο στην Ιερουσαλήμ, στον Γολγοθά. Οι σταυρωτές Του ορύονταν, αλλά Αυτός είχε τον νου Του στραμμένο προς το θέλημα του Θεού και προσευχόταν στον Πατέρα Του. Δεν έκανε διάλογο με τους ανθρώπους, αλλά διάλογο με τον Θεό. Έτσι υγιαίνουμε και θεραπευόμαστε. Αυτό είναι ένα είδος πάλης με τον Θεό

Γέροντας Σωφρόνιος 

Όταν δεν υπάρχουν τα σημεία αυτά, η Αγία Σύνοδος μετατρέπεται σε «σύλλογο» ή «ομάδα»


Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Ο αθωνικός μοναχισμός αποδίδει στην υπακοή εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Ο καλός ασκητής παραμένει όλη τη ζωή του στην υπακοή, έστω και αν άσπρισαν τα μαλλιά του σε αυτήν, έστω και αν είναι πολύ έμπειρος και απέκτησε το χάρισμα της καθαράς εσωτερικής προσευχής, και συνεπώς και το χάρισμα να γνωρίζει μέσω της προσευχής το θέλημα του Θεού.
Η υπακοή έχει πολλές πλευρές και μπορεί να εκδηλωθεί σε ποικίλες καταστάσεις. Κοινός ασκητικός κανόνας είναι να μην εμπιστεύεται κάποιος τον εαυτό του. Ως εκ τούτου, κάθε υπόδειξη του πνευματικού πατέρα σχετικά με την εσωτερική ζωή πρέπει να γίνεται αποδεκτή με σεβασμό και ευλάβεια.Ο κανόνας αυτός πρέπει να τηρείται ιδιαίτερα από τους αρχάριους μοναχούς. Αλλά και οι γνώστες της πνευματικής πάλης και οι προχωρημένοι στη μοναχικό ζωή δεν τον εγκαταλείπουν.
Μια άλλη πλευρά της υπακοής, που αφορά την εξωτερική δράση, τηρείται στον ίδιο βαθμό και από τους αρχαρίους και από τους έμπειρους μοναχούς. Η έναρξη κάθε έργου πρέπει να γίνεται με ευλογία, ώστε με την πράξη της ευλογίας να προσδίδεται σε όλα ο χαρακτήρας του Θείου έργου. Όλες οι ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως και τα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας, απαιτούν τη γνώση του Θείου θελήματος.
Η καθημερινότητά μας είναι βυθισμένη στα ρηχά νερά των ασήμαντων αναγκών. Το κάθε πράγμα όμως, ακόμη και το πιο ασήμαντο, μπορεί να φανεί σε μας ως ανταύγεια ή «λόγος» για το μεγαλείο του Θεού· να εμφανισθεί στο πνεύμα μας ως εκπληκτικό μυστήριο. Έτσι για παράδειγμα, η άσκηση της μοναχικής υπακοής, που προκαλεί αποστροφή στις υπερήφανες ψυχές, με τη συνετή κατανόηση της ουσίας της ασκήσεως αυτής γίνεται οδός για διεύρυνση της συνειδήσεώς μας ως τις απροσδόκητα μεγάλες πνευματικές θεωρίες. Θα φαινόταν πως αρχίζουμε από το μηδέν. Γινόμαστε απλώς προσεκτικοί στις ανάγκες των ανθρώπων που μας περιβάλλουν. Με τον καιρό μαθαίνουμε να δεχόμαστε τις σκέψεις, το θέλημά τους. Με αυτό τον τρόπο διεισδύουμε στους απόκρυφους χώρους του εσωτερικού τους κόσμου. Αναπτύσσεται μέσα μας η ικανότητα με μία πράξη προσοχής να ακούμε και να διακρίνουμε ποιες διαθέσεις, ποιες εσωτερικές κινήσεις των καρδιών υπάρχουν ανάμεσα σε εκείνους που είναι γύρω μας. Σε περαιτέρω ανάβαση, η υπακοή οδηγεί στην κατανόηση της οντολογικής αρχής της ορθόδοξης συνοδικότητος. Έξω από την Συνοδικότητα. Εξω από την παιδεία της υπακοής δεν μπορούμε να εννοήσουμε το μυστήριο της συνοδικότητος.
Τα μέλη των Συνόδων, των μικρών και των μεγάλων, εκπαιδευμένα με τον πρέποντα τρόπο στη θαυμαστή αυτή εργασία, αναπτύσσουν μια εκλεπτυσμένη αντίληψη για το πώς και από τι διαπνέονται όλοι οι παρευρισκόμενοι. Διαμένοντας, βέβαια, σε αδιάλειπτη νοερά προσευχή, οι μέτοχοι αυτοί της συνοδικής αναζητήσεως του θελήματος του Θεού αγκαλιάζουν με το πνεύμα τους όλη τη Σύνοδο και αισθάνονται πότε και σε ποιόν ομιλεί το Πνεύμα το Άγιο. Το Πνεύμα όμως Αυτό «όπου θέλει πνει» (Ιωάν. 3,8), χωρίς οπωσδήποτε να υπολογίζει την ιεραρχική θέση των συνοδικών.
Σε αυθεντικά αγία Σύνοδο δεν υπάρχει κατά κάποιον τρόπο χώρος για ιεράρχηση ούτε πάλη για επικράτηση υπεροχή· όλοι έχουν την επιθυμία να αισθανθούν πιστά «την ευδοκία του Αγίου Πνεύματος». Υποδειγματικό πρότυπο της σπουδαίας αυτής πλευράς της εκκλησιαστικής ζωής υπήρξε η πρώτη σύνοδος Αποστόλων και Πρεσβυτέρων της Ιερουσαλήμ (βλ. Πράξ. 15). Από την περιγραφή της βλέπουμε πώς συμπεριφέρονταν όλοι, χωρίς να εξαιρείται και ο Πέτρος, στην ευλογημένη αυτή σύνοδο, η οποία επέκτεινε τον λόγο και την αποκάλυψη του Θεού από τα στενά πλαίσια του εβραϊκού έθνους σε οικουμενικές διαστάσεις. Ο καθένας από εκείνους, στους οποίους αποκαλύπτεται κατά την ενέργεια Του το Πνεύμα της Αληθείας, εκφράζει την Αλήθεια με ταπείνωση, και όλοι με τη χαρά του πνεύματος τους την αποδέχονται.

Όταν δεν υπάρχουν τα σημεία αυτά, η Αγία Σύνοδος μετατρέπεται σε «σύλλογο» ή «ομάδα» ειδικών διεκπεραιωτών ή επαγγελματιών θεολόγων, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα εξόδου από το επίπεδο των ανθρωπίνων εικασιών.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής

«Πού είναι το όριο για τον κοσμικό άνθρωπο ανάμεσα στην επιτρεπόμενη ανάπαυση και τις απολαύσεις της “σάρκας” και την απαραίτητη εγκράτεια»;



«Πού είναι το όριο για τον κοσμικό άνθρωπο ανάμεσα στην επιτρεπόμενη ανάπαυση και τις απολαύσεις της “σάρκας” και την απαραίτητη εγκράτεια»;

Όλα τα ερωτήματα της πνευματικής ζωής, κατά την εφαρμογή τους στη ζωή, γίνονται άκρως περίπλοκα, γιατί εμείς είμαστε φοβερά περίπλοκοι, Αλλά αν θα εκφράσω σύντομα το δικό σου πρόβλημα, όπως εγώ το κατανοώ, τότε θα έλεγα ότι σε σένα, μετά απ’ όλα που έζησες, είναι απαραίτητο να είσαι προσεκτική με το σώμα σου. Οι απολαύσεις της σάρκας είναι ολέθριες για την ψυχή, όταν επιδιώκονται από τον άνθρωπο ακριβώς ως τέτοιες, δηλαδή ως απολαύσεως με εμπαθή τρόπο. Οι επιθυμίες σου όμως για ανάπαυση δεν ανήκουν καθόλου στην κατηγορία αυτή. Μην ταράζεσαι καθόλου επειδή ξαπλώνεις, επειδή τρως ή πίνεις, επειδή γενικά μεριμνάς για το σώμα σου. Για σένα η ζωή είναι πολύτιμη και σπουδαία. Αν είναι δυνατό να την παρατείνεις οικονομώντας το σώμα σου, τότε πρέπει έτσι και να γίνει. Αλλά το κυριότερο, από αυτό κερδίζεις και στο επίπεδο της προσευχής, πράγμα που σου το δίδαξε και η πείρα. Από την άποψη αυτή δεν θα ήταν ανώφελο να διαβάσεις τις επιστολές του επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντζιανίνωφ. Εκεί γράφει πολύ καθαρά ότι δεν τον ωφέλησε η καταπόνηση του εαυτού του με υπέρμετρη νηστεία, εξαιτίας της οποίας έχασε πολύ πολύτιμο χρόνο κατακείμενος από αδυναμία στην κλίνη κλπ. Με ρώτησες ακόμη, τί σημαίνει να σωθείς… Αν μιλήσουμε γι’ αυτό απλά, τότε πρέπει να πούμε ότι από τη δική μας πλευρά αυτό σημαίνει: Με όλες τις δυνάμεις της ψυχής μας, όλου του είναι μας, να αγωνιζόμαστε, για να μην δεχθούμε μετοχή σε αμαρτία, να αποστραφούμε την αμαρτία. Αυτή η άρνηση είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Η ίδια όμως η σωτηρία, ως καινούργια πια ζωή, είναι δώρο του Θεού. Αυτή μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε στιγμή σε κάθε άνθρωπο που κάνει τον εαυτό του ικανό να την δε­χθεί. Ως εκ τούτου συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στο να τηρούμε τις εντολές του Θεού, να μην διαπράξουμε αμαρτία, να ζήσουμε κατά τη δικαιοσύνη του Θεού. Και δεν περιμένουμε τίποτε άλλο από τον εαυτό μας ούτε από τον Θεό, για να μην πέσουμε σε πλάνη με την προσμονή αυτή. Γιατί, αν έχουμε αυτή την προσμονή, σημαίνει ότι θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο της δωρεάς του Θεού και γι’ αυτό μπορεί να δεχθούμε εκείνο που δεν είναι δώρο Θεού. Θεολογικά όμως σωτηρία σημαίνει θέωση του ανθρώπου. Ο σωσμένος δέχεται το πλήρωμα της θείας ζωής. Και αυτό είναι δώρο από τον Θεό.

Αρχιμ. Σωφρονίου, Γράμματα στη Ρωσία, Έκδοσις Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ αναδημοσίευση από: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Η κοινή σωτηρία Σωφρονιος εσσεχ


  
Δύο μοναχοί συνομιλούσαν για τη σωτηρία.
Ο ένας έλεγε:
 ‐ Η ψυχή μου δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη σκέψη ότι κάποιος θα χαθεί  αιώνια. Νομίζω πως ο Κύριος θα βρει τρόπο να τους σώσει όλους.
Ο άλλος απάντησε:
 ‐  Οι  άγιοι  Πατέρες  λένε  ότι  ο  Θεός  μπορούσε  να  δημιουργήσει  τον άνθρωπο χωρίς τη συνέργεια του, αλλά να τον σώσει χωρίς τη συμφωνία και τη  συνέργεια  του  ιδίου  του  ανθρώπου  είναι  αδύνατον.  Η  σωτηρία  και  η  απώλεια  βρίσκονται στην ελευθερία του ανθρώπου.
 Ο πρώτος:
 ‐  Νομίζω  ότι  ο  Θεός  με  το  πλήθος  της  αγάπης  Του  θα  υπερβεί  την  αντίσταση του κτίσματος, χωρίς να καταλύσει την ελευθερία του.
Ο δεύτερος:
 ‐ Μου φαίνεται πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου  είναι  δυνητικά  τόσο  μεγάλη,  που  και  στο  επίπεδο  του  αιωνίου  Είναι  μπορεί  να  προσδιοριστεί  αρνητικά  απέναντι  στον  Θεό.  Όσοι  δεν  το  γνωρίζουν  αυτό  ή  το  λησμονούν, τρέφονται με «ωριγενικό» γάλα.
‐ Αλλά πραγματικά, αυτό είναι μωρία!
 ‐ Ναι, μωρία.
 ‐ Τι λοιπόν να κάνουμε;

‐  Ο  Θεός  θέλει  να  σωθούν  όλοι,  και  εμείς  πρέπει  να  σκεφτόμαστε  τη  σωτηρία όλων και να προσευχόμαστε για όλους. Αλλά ούτε η αποκάλυψη ούτε η  πείρα  μας  μας  δίνουν  βάση  να  ισχυριστούμε  ότι  όλοι  θα  σωθούν.  Η  ελευθερία είναι μεγάλο δώρο, αλλά φρικτό.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 6 «Νὰ παραµένετε ἐν πνεύµατι ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ Κύριος».



✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,

(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.-Φεβρ. 1994)


Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

[ϛ´]


Πῶς νὰ διάγωµεν εἰς τὴν σύγχρονον ἀποστασίαν;

.         Κατὰ τὴν σηµερινὴν ἐποχὴν ὁ κόσµος ἀποστρέφεται τὸν Χριστόν. Καί τοῦτο εἶναι τὸ θλιβερώτερον τὸ τραγικώτερον, τὸ φοβερώτερον γεγονὸς τῆς ἐποχῆς µας. Νὰ χάσωµεν, δηλαδή, τὸν Χριστὸν διὰ δευτέραν φοράν, ὅπως τὸν ἔχασε καὶ ὁ Ἀδὰµ εἰς τὸν Παράδεισον. Πῶς εἶναι δυνατόν;
.         Πρέπει νὰ ὑποφέρωµεν τὰς µικρὰς θλίψεις τῆς καθηµερινῆς µας ζωῆς καὶ νὰ µὴ πέσωµεν εἰς τὴν ὀργήν, εἰς τὸ µῖσος ἢ ὁ,τιδήποτε παρόµοιον, καὶ ἔτσι θὰ ἠµποροῦµεν νὰ βλέπωµεν τὸν πόνον τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὴν κακὴν αὐτοῦ πλευράν. Μία τέτοια στάσις χαρακτηρίζει τὴν ζωὴν ἑνὸς ἀληθῶς µεγάλου ἀνθρώπου, ἡ ὁποία µᾶς ὑπερβαίνει καὶ περὶ τῆς ὁποίας δὲν δυνάµεθα ἀκόµη νὰ ὁμιλήσωµεν. Ἀλλ᾽ ὅµως τοῦτο ἀρχίζει ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου καταλήγω, σχεδόν, εἰς τὴν κάθε σύναξίν µας. Ἀκόµη καὶ εἰς τὰς µικροτέρας λεπτοµερείας τῆς ζωῆς, νὰ παραµένετε ἐν πνεύµατι ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ Κύριος, πέραν τοῦ «καταπετάσµατος» τῆς ὀγδόης ἡµέρας. Παραµένετε ἐκεῖ ἐν πνεύµατι, ἀλλὰ σωµατικῶς νὰ συνηθίζετε νὰ ζῆτε εἰς τὰς συγκεκριµένας περιστάσεις τῆς ζωῆς σας. Τὸ πνεῦµα τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκεται εἰς τὰς περιστάσεις αὐτὰς διὰ νὰ µάθη νὰ διακρίνη µέσα εἰς αὐτὰ τὸ Ὄν. Συχνὰ ὁ Κύριος συµπεριφέρεται µαζί µας, ὡσὰν νὰ µἡ ἀντιλαµβάνεται τὴν ἀδυναµίαν µας. Δὲν θὰ ἦτο ὑποφερτὸς ὁ κόσµος αὐτός, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἦτο Θεός. Ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον εἶναι Θεός, τὰ πάντα εἶναι κατορθωτά. Καὶ ἂς εἴπωµεν εἰς τὸν Πατέρα αὐτὸν – διότι εἶναι Πατὴρ ἡµῶν – εἰς ὄλας τὰς θλίψεις µας «Δόξα σοι, Ὕψιστε Θεέ, δόξα σοι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 5 «Ἡ ἄσκησις ἔχει σκοπόν νὰ ἀποκαταστήσωµεν ἐν ἡµῖν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ»


 ✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,

(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.-Φεβρ. 1994)


Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

[Ε´]


Νόησις καὶ ἀποκάλυψις

.         Ἀπὸ τὴν στιγµὴν ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται διὰ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας του εἰς αὐτὴν τὴν «σφαίραν» τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς του θὰ παραμένει διαρκῶς βυθισµένος εἰς αὐτήν. Καὶ πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀποσπασθῆ ἀπ᾽ αὐτήν; Ὅµως ὅλα αὐτὰ ὑπερβαίνουν τὴν διάνοιάν µας, τὰς δυνατότητάς µας. Καµµία προσπάθεια τοῦ νοῦ µας δὲν πρέπει νὰ ἐκληφθῆ ὡς µία ἀποκάλυψις τοῦ βάθους τῆς ἰδίας τῆς Θεότητος.
.       Αὐτὰ ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. … Μὲ συγχωρεῖτε. Ἐπειδὴ δὲν µοῦ ἀποµένει πολὺς χρόνος νὰ συνοµιλῶ µαζί σας, διὰ τοῦτο βιάζοµαι. Δὲν διατείνοµαι ὅµως νὰ σᾶς εἴπω τίποτε ἄλλο, παρὰ δι᾽ αὐτὸ τ «κτύπηµα τς καρδίας», δι το ποίου ζε κόσµος. Εἶναι φοβερὸν δι᾽ ἠµᾶς νὰ συνεχίσωµεν νὰ ὁµιλῶµεν, διότι µᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος νὰ τὸν ἀκολουθήσωµεν. Ποῦ πηγαίνει; Εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσηµανῆ, ἐν καιρῷ νυκτός. Καὶ µετὰ ταῦτα ἀνεβαίνει εἰς τὸν Γολγοθᾶ.

Ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ

.         Οὕτω λοιπόν, ὅταν γινώµεθα Χριστιανοί, ὅταν βλέπωµεν τὰς θλίψεις ὅλου τοῦ κόσµου, ἀρχίζοµεν νὰ κατανοῶµεν, ἔν τινι µέτρῳ τὴν «γλῶσσαν» τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος τοῦ ἐζήτησαν νὰ καθίσουν εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύµων αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπήντησε «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω ἢ τὸ βάπτισµα ὃ βαπτίζοµαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάµεθα». Ὡς Πατὴρ ὅλων µας, ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπήντησε µἐ ἀγάπην: «Τὸ µἐν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε καὶ τὸ βάπτισµα ὃ ἐγὼ βαπτίζοµαι βαπτισθήσεσθε» (Μάρκ. ι´ 37-40) – τὸ «βάπτισµα» ποὺ θὰ ἐλάµβανε καὶ ὁ ἴδιος. Ὅπως ἐθέσπισαν µετὰ σοφίας οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν προχωροῦµεν ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον, καὶ ἀπὸ τὰ µικρὰ πράγµατα φθάνοµεν νὰ κατανοήσωµεν ξαφνικὰ τὸ µεγαλεῖον αὐτῶν τῶν λεπτοµερειῶν. Καὶ τοῦτο εἶναι ὁ πραγµατικὸς ἄνθρωπος – εἰκὼν τοῦ Θεοῦ. γώνας µας, σκητικς γώνας τῶν µοναχῶν, χει σκοπν ν ποκαταστήσωµεν ν µν τν εκόνα ατήν, ποία σκοτίσθη π τν µαρτίαν κα τ χαµαίζηλα πάθη. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἀναζωογονεῖται ὁ νοῦς µας καὶ ἀρχίζει νὰ βλέπει τὰ πράγµατα ἀπὸ ἄλλην ὀπτικὴν γωνίαν, ἐντὸς νέου φωτός. Δὲν σηµαίνει ὄµως καθόλου, ὅτι ἔχει ἤδη ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ πάθη … Τότε καὶ ἡµεῖς ὡς πνεύµατα πίνοµεν «τὸ ποτήριον» τοῦ Κυρίου καὶ βαπτιζόµεθα τὸ «βάπτισµα» Αὐτοῦ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 4 «Δὲν γνωρίζω τί νὰ εἴπω διὰ τὸν Ἄνθρωπον αὐτὸν ποὺ ἀναβαίνει ἐκεῖ µόνος, διὰ νὰ ἀναλάβη ὅλον τὸ βάρος τῆς κατάρας τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῶν αἰώνων»


✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ 

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,

(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.-Φεβρ. 1994)


Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

[Δ´]

Ὁ τραγικὸς πόνος τοῦ ἀνθρώπου

.             Μᾶς εἶναι πολὺ δύσκολον νὰ ἐπιλέξωµεν ἕνα ἀφετηριακὸν σηµεῖον, διὰ νὰ ὀµιλήσωµεν περὶ τῆς µεγάλης τραγωδίας ποὺ µᾶς καταπιέζει ὅλους: διὰ τὸν πόνον δηλαδὴ ὅλου τοῦ κόσµου ἀπὸ χιλιετίας.  Ἀδυνατοῦµεν νὰ κατανοήσωµεν πῶς ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν κόσµον αὐτόν, ὅπου αἱ θλίψεις φθάνουν εἰς τοιοῦτον παροξυσµόν. Τί συνέβη; Τί ἔκαµε ὁ Ἀδάµ; Θὰ ἤθελα νὰ ὀµιλήσω περὶ τῆς τεραστίας ἐκείνης τραγωδίας, ἡ ὁποία µὲ συνέτριψε χιλιάδας φοράς. Πῶς δύναται νὰ ὑποµείνη κανεὶς παροµοίας θλίψεις κατὰ τὴν διάρκειαν ὅλων αὐτῶν τῶν χιλιετιῶν, ἀπὸ τότε ποὺ ἠκούσθη τὸ ρῆµα «Γενηθήτω φῶς» (Γεν. α´ 3).
.             Εἰς τὴν χριστιανικὴν ἠθικὴν µᾶς προβάλλει ἐντυπωσιακῶς ἡ εἰκὼν ἑνὸς ἀποµονωµένου ἀνθρώπου, ἑνὸς ἀνθρώπου ἐγκαταλελειµµένου ἀπὸ ὅλους, ποὺ ἀναβαίνει τὸν Γολγοθά, διὰ νὰ ἀναλάβη εἰς τοὺς ὤµους Του τὸ βάρος ὅλων τῶν θλίψεων τοῦ κόσµου τούτου. Ἐγώ, ὡς ἄνθρωπος, δὲν γνωρίζω τί νὰ εἴπω διὰ τὸν Ἄνθρωπον αὐτὸν ποὺ ἀναβαίνει ἐκεῖ µόνος, διὰ νὰ ἀναλάβη ὅλον τὸ βάρος τῆς κατάρας τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῶν αἰώνων.
.             Οὕτω λοιπόν, ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως, δὲν βλέποµεν καµµίαν µεγαλυτέραν ἀποκάλυψιν, τίποτε ὑψηλότερον, τίποτε ἁγιώτερον, ὅσον ὁ Χριστός. Καὶ ἐπιθυµῶ νὰ σᾶς ὀµιλήσω διὰ τὸ θέµα αὐτό, διότι ἐὰν καὶ ὁ νοῦς µας ἠµπορῆ νὰ συλλάβη τὴν πραγµατικότητα τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ, δὲν ἠµπορεῖ ὅµως ἀκόµη νὰ γνωρίζη τὸν χαρακτηρισµὸν τοῦ µεγάλου αὐτοῦ Πνεύµατος.
.             Κατὰ τὴν νεότητά µου συνέβη νὰ διαβάσω τοὺς ἀκολούθους στίχους ἑνὸς µεγάλου ποιητοῦ «Τίς ἐκ τοῦ µηδενὸς δι᾽ ἐχθρικῆς ἐξουσίας ἐκάλεσεν ἐµέ;» (Πούσκιν)
.             Διαπιστώνοντας ὅτι ὑποφέροµεν, ὅτι ὁ κόσµος ὅλος ὑποφέρει, ὁ ποιητὴς διερωτᾶται, ποίου πνεύµατος δύναται νὰ εἶναι ὁ Δηµιουργὸς τοῦ κόσµου αὐτοῦ; Καὶ ἰδοὺ ἔρχεται ὁ Υἱός Του, διὰ νὰ συνοµιλήση µὲ τὸν κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὀµοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον. Ἐν Αὐτῷ θεωροῦµεν τὴν αἰώνιον σκέψιν τοῦ Κτίστου µας Θεοῦ διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ἐπειδὴ ὁ ἐπιφανεὶς ἐπὶ τῆς γῆς Θεάνθρωπος εἶναι ἀγαθός, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ἐφ᾽ ὅσον, βεβαίως, µᾶς τὸ δείχνει καὶ τὸ  Ἅγιον Πνεῦµα, δὲν δυνάµεθα, πλέον, νὰ ἀποσπασθῶµεν ἀπὸ τὴν µεγίστην αὐτὴν πράξιν τοῦ Θείου Εἶναι. Αὐτὸ σηµαίνει, ὅτι ὑπεύθυνος διὰ τὰς θλίψεις δὲν εἶναι ὁ Δηµιουργός µας, ἀλλὰ ὁ κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ δηµιουργηθείς, καὶ δυνάµει Θεός, ἄνθρωπος.
.             Καὶ ἰδοὺ ἐπικαλούµεθα τὸ Ὄνοµα Αὐτοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, ὁ αἴρων τὴν ἁµαρτίαν τοῦ κόσµου, ἐλέησον ἡµᾶς, ὁ αἴρων τὰς ἁµαρτίας τοῦ κόσµου. Πρόσδεξαι τὴν δέησιν ἡµῶν, ὁ καθήµενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐλέησον ἡµᾶς, ὅτι Σὺ ει µόνος Ἅγιος» (Μεγάλη Δοξολογία). Ὁ θαυµασµός µας ἐνώπιον τοῦ Πρωτοτύπου, κατ᾽ εἰκόνα τοῦ ὁποίου ἐδηµιουργήθη ὁ ἄνθρωπος, δὲν γνωρίζει ὅρια.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 3 [«Μὴ ἀπευθύνης εἰς τὸν µέγαν Θεὸν µικρὰ αἰτήµατα.»]



✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ


[Γ´] 


Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,
(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.- Φεβρ. 1994)



Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»



Ὀντολογικὴ µετάνοια καὶ θεωρία

.             Τὰ τελευταῖα χρόνια παρετηρήσαµεν εἰς τὴν γῆν ἕνα παράδοξον φαινόµενον, τὴν µἐ ἀφάνταστον ἀγριότητα καταπίεσιν ἀφ᾽ ἑνὸς ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ τὴν ἐξερεύνησιν, τὴν ἀποσαφήνισιν ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀρχῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως ὡς προσώπου. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπον; Ποῦ στρέφεται ὁ νοῦς τοῦ προσώπου; Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀναπτύσσεται ἐν ἡµῖν ἡ ἀρχὴ τοῦ προσώπου, τότε καὶ ἂν ἀκόµη εὑρισκώµεθα εἰς ὁποιανδήποτε φυλακήν, εἴµεθα ἤδη ἐλεύθεροι ἐν πνεύµατι, ἐντὸς τοῦ ἀπείρου διαστήµατος τοῦ κτιστοῦ κόσµου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐξωτερικά, ἀλλὰ ζεῖ ἐκ τῶν ἔνδον. Ὅµως ἡ ἀνθρωπίνη γλῶσσα εἶναι ἀνίκανος νὰ προσδιορίση τὴν φύσιν τῆς θεωρίας αὐτῆς τῶν ἀπείρων ἀβύσσων.
.             Τί νὰ εἴπωµεν περὶ τῶν ἀβύσσων αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι ἀνοίγονται ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν βυθίζεται εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; Ποῖος εἶναι ὁ χαρακτήρ των; Ποία εἶναι ἡ ἀφετηρία των, ἐσωτερικὴ ἢ ἐξωτερική; Προέρχονται, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ πηγάζουσαν ἐνέργειαν ἢ φανερώνουν µίαν δυνατότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως; Δὲν ἠµποροῦµεν οὔτε νὰ τὸ κατανοήσωµεν, οὔτε νὰ τὸ προσδιορίσωµεν. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθωµεν εἰς τὸν χῶρον τοῦτον µόνον διὰ µιᾶς µετανοίας, ὀντολογικοῦ χαρακτῆρος. Ὅµως ἀκόµη καὶ τότε, θὰ παραµένη διὰ τὸν ἄνθρωπον ἕνα µυστήριον: τὸ ἄπειρον αὐτό, ποὺ ἀνοίγεται ἐνώπιόν του εἶναι κάτι ἐξωτερικὸν ἢ εἶναι ἡ κατάστασις τοῦ ἰδικοῦ του νοῦ, δηµιουργηθέντος κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Νοῦ τοῦ Δηµιουργοῦ, τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ;

Νὰ ζητῶµεν µόνον µεγάλα πράγµατα

.             Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς µοναχικῆς µου ζωῆς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁ πνευµατικός µου Πατὴρ µοῦ ἔδωσε τὴν ἑξῆς συµβουλὴν «Πρόσεξε νὰ µὴ ἀπευθύνης εἰς τὸν µέγαν αὐτὸν Θεὸν µικρὰ αἰτήµατα, ἀλλὰ νὰ ζητῆς µόνον µεγάλα πράγµατα». Ἐνεργώντας µὲ τὸν τρόπον αὐτὸν συµβαίνει τὸ ἑξῆς παράδοξον· ὁ πτωχότατος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ἰδικόν του, ξαφνικὰ  ἀποκτᾶ τοὺς ἀπείρους θησαυροὺς τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλην τὴν κτίσιν Του. Ὁ Κύριος ὠνόµασε τὸν Πατέρα «Νοῦν», «Πνεῦµα», «Πνεῦµα ὁ Θεὸς» (Ἰωάν. δ´ 24). Καὶ ἰδοὺ ἡµεῖς διερωτώµεθα· Πῶς ἠµπορεῖ τὸ Πνεῦµα αὐτὸ νὰ µᾶς ἐγγίση, χωρὶς νὰ µᾶς καταφλέξη; Ἡ εἴσοδος εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν πραγµατοποιεῖται βραδύτατα, µέσα εἰς τὰς συνθήκας τῆς καθηµερινῆς ζωῆς, ἀλλ᾽ ἂν κατορθώση αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἀπελευθερώνεται σωµατικῶς ἀπὸ κάθε δεσµόν, καὶ ζῆ µόνον διὰ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἠµποροῦµεν νὰ ἀντιληφθῶµεν, ὅτι αὐτὸς ὁ κόσµος ἔχει δηµιουργηθῆ διὰ τοῦ νοὸς καὶ τοῦ θελήµατος τοῦ Πνεύµατος ἐκείνου ποὺ ὀνοµάζοµεν «Θεόν», καὶ «Θεὸν Πατέρα», ὁ ὁποῖος εἶπεν «Ποιήσωµεν τὸν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡµετέραν καὶ καθ᾽ ὀµοίωσιν» (Γεν. Α´ 26).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 2


✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ

[Β´] 

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,
(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.- Φεβρ. 1994)


Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»


.           Ὡς παράδειγµα µιᾶς ὡραίας καὶ βαθείας πράξεως µετανοίας ἔχοµεν τὸν πλούσιον νεανίσκον τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ. ιθ´16-22), ὁ ὁποῖος ἐδίψα τὴν θείαν αἰωνιότητα καὶ ἠρώτησε τὸν Χριστὸν τί νὰ κάνω διὰ νὰ περάσω ἀπὸ τὸν χρόνον εἰς τὴν αἰωνιότητα: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» Ὁ Κύριος ἐκοίταξε τὸν νεανίσκον µὲ ἀγάπην καὶ τοῦ εἶπε «τήρησον τὰς ἐντολάς» – «Ποίας;», ἠρώτησε. «Αὐτὴν καὶ αὐτὴν» … Ὁ νεανίσκος τοῦ ἀπήντησε: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάµην ἐκ νεότητός µου τί ἔτι ὑστερῶ;» Τότε, τοῦ εἶπε ὁ Κύριος «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, ὅλας τὰς γνώσεις σου, καὶ τότε ἀφοῦ γίνης πτωχός, δεῦρο ἀκολούθει µοι.» Ἀλλὰ ὁ νεανίσκος δὲν ἐβάστασε τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ἀπῆλθε λυπούµενος.
.             Δυνάµεθα νὰ ἐξετάσωµεν τὸ προβληµα τοῦτο µἐ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ἀπὸ ἠθικὴν ἄποψιν ὁ νεανίσκος εὑρίσκετο εἰς ὑψηλὸν ἐπίπεδον. Ἀλλ᾽ ὑπάρχει καὶ ἕτερον ἐπίπεδον, ἀνώτερον, ποὺ ἀφoρᾶ εἰς τὴν θεϊκήν, ἄκτιστον «σφαίραν» τοῦ αἰωνίου καὶ ἀνάρχου Ὄντος. Οὕτω µία πρώτη προσπάθεια ἐξηγήσεως δείχνει ὅτι µεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχουν διάφορα πνευµατικὰ ἐπίπεδα.
.             Διὰ τὴν ἀνθρωπίνην λογικὴν ἀποκλείεται τὸ «πέρασµα» ἀπὸ τὴν ἀριθµητικὴν σειρὰν εἰς τὸ µαθηµατικὸν ἄπειρον, ἢ ἄλλα παρόµοια ποιοτικὰ ἅλµατα, ὅπως λ. χ. τὸ πέρασµα ἀπὸ τὸ χρονικὸν εἰς τὸ αἰώνιον, διότι οἱ δύο τοµεῖς εἶναι ριζικῶς ἀσύµµετροι καὶ δὲν µποροῦν νὰ συγκριθοῦν.

Μάρθα καὶ Μαρία

.             Ἂς λάβωµεν ἕνα ἄλλο παράδειγµα. Πλησίον τῆς Ἱερουσαλὴµ ἔζων δύο ἀδελφαί, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία. Ὁ Χριστὸς ἠγάπα ἀµφοτέρας καὶ ἀµφότεραι ἠγάπων τὸν Χριστὸν καὶ Τὸν ἐπίστευον ὡς Μεσσίαν. Καὶ ἰδού, ὅταν ἦλθεν εἰς τὸν οἶκον των, ἡ µὲν Μάρθα ἐµερίµνα πολὺ διὰ τὴν προετοιµασίαν τῆς φιλοξενίας καὶ διὰ τὸ φαγητόν. Ἐνῶ ἡ Μαρία, ὅταν ἤγγισεν ὁ Χριστός, ἐκάθησε εἰς τὰ πόδια Του, διψασµένη νὰ ἀκούση κάθε Του λόγον.
.             Καὶ τί συνέβη; ὅταν ἡ Μάρθα, φορτωµένη ἀπὸ τὰς καθηµερινὰς µερίµνας καὶ τὰς κουραστικὰς οἰκιακὰς ἐργασίας, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστόν: «Εἰπὲ οὖν τῇ Μαρίᾳ ἵνα µοι συναντιλάβηται», τῆς ἀπήντησε ὁ Κύριος µὲ πραότητα: «Μάρθα, Μάρθα µεριµνᾷς καὶ τυρβάζῃ µετ᾽ ἀγάπης περὶ πολλὰ τῆς διακονίας, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν µερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς (Λουκ. ι´ 38-42).
.             Εἴδατε τὴν διαφοράν; ἀπὸ τὴν µίαν πλευράν, ὑπάρχει τὸ ἐπίπεδον τῆς ἠθικῆς καὶ αἰσθητῆς ἀγάπης, δηλαδὴ τῶν συνηθισµένων ἀνθρωπίνων σχέσεων, αἱ ὁποῖαι εἶναι, βεβαίως, ἀξιέπαινοι.  Ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν ὑπάρχει ἡ πνευµατικὴ ἀγάπη, ποὺ µᾶς προσεγγίζει εἰς τὴν θείαν αἰωνιότητα. Ὁ Κύριος εἶπεν ἀλλοῦ: «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι µου οὐ µὴ παρέλθωσιν» (Ματθ. κδ´ 35). Καὶ ὅταν ἐπαναλαµβάνωµεν αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀµέσως µᾶς ἔρχεται εἰς τὸν νοῦν τὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος … » (Ἰωάν. α´ 1).
.          Βλέπετε πόσον πλησίον µεταξύ των ἔζων αἱ δύο αὐταὶ ἀδελφαί, ταυτοχρόνως ὅµως πόσον ἄµετρος ἀπόστασις τὰς χωρίζει εἰς τὴν ἀντίστοιχον ἀναζήτησίν των; Ἡ Μαρία ἦτο ἐτοίµη νὰ δέχεται τὸν Χριστὸν κάπως ἀνεπιτηδεύτως, ἢ ὅπως θὰ ἔλεγε κανεὶς εἰς τὰς συνθήκας τῆς καθηµερινῆς ζωῆς, ἄνευ ἰδιαιτέρας προετοιµασίας, ἐνῶ ἡ ἄλλη, ἡ Μάρθα, εἶχε τὴν τάσιν νὰ δείξη τὴν ἀγάπην της µὲ κάθε εἶδος ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων. Προσέξατε τὴν διαφορὰν τῶν ἐπιπέδων; Ἀπὸ τὸ ἕνα µέρος µία κατάστασις, ποὺ δὲν ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς «ἠθικῆς ἡλικίας» -ἐννοῶ µὲ τὴν λέξιν «ἡλικία» τὸν βαθµὸν τῆς πνευµατικῆς µας ἀναπτύξεως.  Ἀπὸ τὸ ἄλλο µέρος, ἔχοµεν τὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος … » ἢ διὰ νὰ τὰ ἐκφράσωµεν κάπως διαφορετικά, τὸ δεύτερον ἐπίπεδον ἤδη δὲν εἶναι πλέον ἠθικόν, ψυχικόν, ἀλλὰ κυρίως ὀντολογικόν, πνευµατικόν.
.             Εὑρίσκοµεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἀρκετὰς σκέψεις καὶ ἰδέας πολὺ βαθείας ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀπόφασιν νὰ ἀκολουθήση κανεὶς τὸν Χριστόν.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)



✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ

[Α´] 

Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,
(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.- Φεβρ. 1994)


Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.          Θὰ ὁμιλήσωμεν λοιπὸν περὶ τῆς μετανοίας, περὶ τῆς «υἱοθεσίας». Ἂν καὶ µερικὰ πράγµατα εἰς τὴν τελείαν αὐτῶν µορφὴν ὑπερβαίνουν κάθε ἀνθρωπίνην περιγραφήν, θὰ ἐπιδείξωµεν µωρίαν καὶ θὰ ὁμιλήσωµεν -κατὰ τὸ µέτρον τῶν δυνάµεών µας -διὰ τὰ πράγµατα αὐτά, ποὺ εἶναι ἀπείρως καὶ ἀνερµηνεύτως µεγάλα καὶ ὑψηλά .
.            Πόσας φορὰς ἔχω ἐπαναλάβει -καὶ τὸ κάµνω σήµερον πάλιν διὰ νὰ διαλύσω κάθε ἀµφιβολίαν- ὅτι ἀρχίζοµεν τὴν πορείαν µας µὲ ἕνα µικρὸν βῆµα, τὴν µετάνοιαν, ἀλλὰ τὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς ὁδοῦ εἶναι, κατὰ τὴν ἀντίληψίν µας, ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ µικρόψυχοι ἐνοχλοῦνται. Δὲν αἰσθάνονται ἄνετα, ὅταν τολµῶµεν νὰ ὁμιλήσωµεν διὰ τὰ πράγµατα αὐτά. Ἂν ἐγνώριζον ὅµως ἔστω, τί φόβος γεµίζει τὴν ψυχήν µας, πόσον φοβούµεθα µήπως κάµνωµεν λάθος, ἀκόµη καὶ µὲ µίαν λέξιν, ὅταν ὁµιλῶµεν διὰ τὴν ἁγιωτάτην ἀγάπην, τὴν ἁγιωτάτην παντός, τοῦ Πατρός.
.        Πῶς νὰ προσεγγίσωµεν ὅµως τὸ θέµα τοῦτο; Ἀφήνοντας µερικὰς λεπτοµερείας, θὰ ὁμιλήσωµεν διὰ τὰ οὐσιωδέστερα.

Οἱ δύο τρόποι τῆς Μετανοίας

.           Τὸ κήρυγµα τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει µἐ τὴν λέξιν «Μετανοεῖτε» (Ματθ. δ´ 17). Ὅταν ἐξετάζωµεν τὴν ἔκφρασιν αὐτήν, διακρίνοµεν, ὅπως καὶ εἰς πολλὰ ἄλλα λόγια τοῦ Χριστοῦ, διάφορα ἐπίπεδα νοηµάτων. Καὶ πρέπει νὰ εὕρωµεν κατάλληλον γλῶσσαν διὰ νὰ τὰ ἑρµηνεύσωµεν. Ἐπὶ τοῦ παρόντος θὰ κάνωµεν τὴν διάκρισιν µεταξὺ δύο τρόπων µετανοίας: ὁ εἷς εὑρίσκεται εἰς τὰ ὅρια τῆς ἠθικῆς, ὁ ἕτερος ὑπερβαίνει τὴν ἠθικὴν καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ εἰς τὸν Θεόν. Θὰ ὀνοµάσωµεν τὸν πρῶτον τρόπον «ἠθικὴν πρᾶξιν» καὶ τὸν δεύτερον, ποὺ σηµατοδοτεῖ τὴν διάβασιν ἀπὸ τὴν ἐν χρόνῳ τροχιάν, εἰς µίαν, ἄλλην, αἰώνιον τροχιάν, θὰ τὸν ὀνοµάσωµεν «ὀντολογικὴν πρᾶξιν». Βεβαίως δὲν θὰ προσπαθήσωµεν ἐδῶ νὰ λύσωµεν τὸ προβληµα, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον εἶναι δυνατὸν νὰ περάσωµεν ἀπὸ τὸ χρονικὸν εἰς τὸ αἰώνιον, ἢ ἀπὸ τὸ ἠθικὸν εἰς τὸ ὀντολογικόν.

«Ω, ΚΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ ΠΟΣΟ ΑΓΑΠΑ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΤΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ»christian-vivliografia


 Ἀπὸ τὸ βιβλίο

Ἀρχιμ. Σωφρονίου
«Ὁ Γέροντας [Ἅγιος] Σιλουανὸς [ὁ Ἀθωνίτης]»

Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ 1985, σελ. 427-429

.           Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζωμαι τὴν δόξα τῆς Θεομήτορος.
.            Εἶναι ἐνδεὴς ὁ νοῦς μου καὶ φτωχὴ κι ἀδύναμη ἡ καρδιά μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου χαίρεται καὶ παρασύρομαι στὸ νὰ γράψω ἔστω καὶ λίγα λόγια γι᾽ Αὐτήν.
.           Ἡ ψυχή μου φοβᾶται νὰ τὸ ἀποτολμήση, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μὲ πιέζει νὰ μὴν κρύψω τὶς εὐεργεσίες τῆς εὐσπλαγχνίας Της.
.           Ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωσε στὴν Γραφὴ οὔτε τὶς σκέψεις Της οὔτε τὴν ἀγάπη Της γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της οὔτε τὶς θλίψεις τῆς ψυχῆς Της, κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατί οὔτε καὶ τότε θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Της γιὰ τὸν Θεὸ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾽ Αὐτήν.
.           Παρ᾽ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὴν ἁγία σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη Της ὅλο τὸν κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καί, ὅπως καὶ ὁ Υἱός Της, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες.
.              Ὤ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.
.              Δὲν ψεύδομαι, λέω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Της γιά μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Της ἡ ψυχή μου θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾽ ἐπισκεφθῆ καὶ νὰ μὲ νουθετήση, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾽ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήση ἐκείνη τὴν γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
.           Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾽ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Της.
.           Ἀξιοθαύμαστο κι ἀκατανόητο πράγμα. Ζῆ στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπει ἀδιάκοπα τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς κι ἀγκαλιάζει μὲ τὴν εὐσπλαγχνία Της ὅλη τὴν γῆ κι ὅλους τοὺς λαούς.
.            Κι αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾽ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴν φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν.

Γέροντας Σωφρόνιος ο υψηπέτης Θεολόγος


Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού
Ο Γέρων Σωφρόνιος γεννήθηκε στη Μόσχα από Ρώσους γονείς το 1896. Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και επιδόθηκε στη ζωγραφική. Εκτός από τα πλούσια φυσικά χαρίσματα πού είχε, ο Θεός τον προίκισε και με εξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα από την αρχή της ζωής του.
Από μικρή ηλικία αφομοίωσε το Πνεύμα του Ζώντος Θεού των Πατέρων του. Στη νεότητα του διακατείχετο από τη δίψα του Απολύτου και ασχολήθηκε σοβαρά με τα πολλά υπαρξιακά προβλήματα της εποχής και του περιβάλλοντος του. Οι έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις του τον οδήγησαν στην οδυνηρή συναίσθηση του τραγικού χαρακτήρα του ανθρώπινου είναι. Στη συνείδηση του υποτίμησε την ιδέα ότι το Απόλυτο μπορεί να περικλυσθεί στον ψυχισμό της ευαγγελικής εντολής της αγάπης και απομακρύνθηκε από τη χριστιανική οδό. Ή θεωρία των ανατολικών θρησκειών, ως λογική λύση στο θλιβερό θέαμα των παθημάτων και του πόνου, είλκυσε τον Γέροντα, και για οκτώ περίπου χρόνια ασκήθηκε στον υπερβατικό διαλογισμό της φιλοσοφικής αυτής πλάνης του υπερπροσωπικού Απολύτου.
Την επιστροφή του στην Εκκλησία προκάλεσε το βιβλικό κείμενο της Σιναϊτικής αποκαλύψεως «Εγώ ειμί ο “Ων». Βοηθούμενος από τη χάρη του Θεού κατενόησε ότι το Απόλυτο και “Αναρχο Είναι δεν είναι άλλο από τον προσωπικό Θεό, πού αποκαλύφθηκε πρώτα στον Μωϋσή καί «έπ’ εσχάτων των ημερών τούτων έλάλησεν… εν (τω Μονογενή) υίω» του Θεού, δια Ιησού Χρίστου. Από τη στιγμή εκείνη της προσωπικής συναντήσεως του με τον όντως “Οντα, δεν έπαυσε με άκρα έφεση να μυείται στο μυστήριο του άποκαλυφθέντος Θεού και να εμβαθύνει στις άπειρες διαστάσεις της Υποστάσεως του Χρίστου, κατ’ εικόνα του Όποιου κτίσθηκε o άνθρωπος.
Την πλάνη του στο απρόσωπο και φανταζόμενο Απόλυτο του ινδικού τύπου θρήνησε με πένθος ακραίας εντάσεως επί δεκάδες χρόνια, θεωρώντας την ως πτώση όμοια με εκείνη του Αδάμ, και ως αυτοκτονία σε μεταφυσικό επίπεδο. Στο έργο του «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», πού είναι ή πνευματική αυτοβιογραφία του, περιγράφει πώς ο ίδιος έζησε τη μετάνοια του.
Στο Άγιον Όρος
Το 1925 – μετά από μικρή περίοδο σπουδών στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι – μετέβη στο ʼγιον Όρος, οπού μόνασε συνολικά 22 χρόνια. Πρώτα έγκαταβίωσε στη Μονή του ʼγιου Παντελεήμονος, οπού δέχθηκε τη μεγαλύτερη δωρεά της ζωής του. Γνωρίσθηκε καί συνδέθηκε πνευματικά με τον ʼγιο Σιλουανό (1866-1938), στο πρόσωπο του οποίου κατόπτευσε τις αυθεντικέςδιαστάσεις της χριστιανικής ζωής. Έμεινε κοντά στον ʼγιο ως το τέλος της ζωής του, κι έπειτα, αφού έλαβε την ευλογία του Ηγουμένου και των Γερόντων της Μονής, αποσύρθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους. Από εκεί διακονούσε ως πνευματικός των Ιερών Μονών Αγίου Παύλου, Όσίου Γρηγορίου, Όσιου Σίμωνος Πέτρας, Όσίου Ξενοφώντος και πολλών άλλων κελιών και σκητών.
Στη Γαλλία
Το 1947 επέστρεψε από τον ʼθωνα στη Γαλλία για να εκδώσει τα χειρόγραφα, πού του εμπιστεύθηκε ο ʼγιος Σιλουανός πριν τον θάνατο του, προσθέτοντας μερικά βιογραφικά στοιχεία του και εκτενή ανάλυση της διδασκαλίας του. Είχε όμως ήδη κλονισθεί σοβαρά ή υγεία του. Κατά τη διάρκεια των πέντε χρόνων της γερμανικής Κατοχής πού προηγήθηκε, τρεφόταν βασικά με παξιμάδια και αγριοκάστανα πού μάζευε από το δάσος. Ένα χρόνο πριν από την αναχώρηση του, η σπηλιά στην οποία κατοικούσε υπέστη ρωγμή και γέμιζε από το νερό της βροχής. Αλλά και όταν έφθασε στη Γαλλία, οι οροί κάτω από τους οποίους ζούσε ήταν δυσμενείς. Εργάσθηκε σκληρά μόνος για τη συγγραφή και πολυγράφηση της πρώτης ρωσικής εκδόσεως του βιβλίου του για τον ʼγιο Σιλουανό, πού κυκλοφόρησε το 1948. Σχεδόν αμέσως μετά το γεγονός αυτό, έπαθε γαστρορραγία και υποβλήθηκε σε πολύ σοβαρή εγχείρηση, κατά την οποία του αφαίρεσαν το μεγαλύτερο μέρος του στομάχου. Για ογδόντα μέρες τρεφόταν με ορό. Μόλις επέζησε. Μετά από μία σχετική ανάρρωση εγκαταστάθηκε στο ρωσικό γηροκομείο της ʼγιας Γενεβιέβης του Δρυμού (Saint Genevieve de Bois), προαστίου των Παρισίων. Στο ίδρυμα αυτό υπήρχε παρεκκλήσι, οπού σιγά-σιγά άρχισε να τελεί ακολουθίες και να λειτουργεί. Μερικοί μάλιστα από τους γέροντες και τις γερόντισσες πού συμμετείχαν στις λειτουργίες και την κοινή προσευχή έγιναν μοναχοί και μοναχές, και δημιουργήθηκε έτσι μικτή μοναστική αδελφότητα στο γηροκομείο. Ό Γέροντας έγινε γρήγορα γνωστός και μερικοί νέοι ήλθαν και κατοίκησαν σε έναν στάβλο κοντά στο γηροκομείο, για να συμμετέχουν και αυτοί στη λατρεία και να απολαμβάνουν την πλούσια διδασκαλία του.
Ίδρυση της μονής στο ΕΣΣΕΞ

Πάλη για «εξουσία» στην οικογένεια. Γιατί; (Γέροντας Σωφρόνιος Αγιορείτης – Έσσεξ)



Αν η γυναίκα εργάζεται εξίσου με τον άνδρα, τότε πάλι καταργείται η δικαιοσύνη, επειδή η γυναίκα στην οικογένεια, παράλληλα με την εργασία, βαστάζει και άλλα βάρη, επιπρόσθετα καθήκοντα, επειδή ακριβώς αυτή είναι η μητέρα των παιδιών.
Θα νόμιζε κάποιος ότι, επειδή η γυναίκα βαρύνεται από μεγαλύτερες ευθύνες και ασκεί πολυπλοκότερο ρόλο, σε αυτήν πρέπει να ανήκει το προνόμιο να «κατευθύνει» την οικογένεια. Ασφαλώς κάποιος πρέπει να κατευθύνει την οικογένεια, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο καθίδρυμα.
Έτσι, σε πολλές οικογένειες ανακύπτει η πάλη για εξουσία, που πολύ συχνά γίνεται καταστροφική για την οικογένεια. Συνεπώς, όπου και αν στρέψουμε τήν προσοχή μας, παντού βλέπουμε υπερβολικά πολύπλοκα προβλήματα, και δεν πλησιάσαμε ακόμη στην επίλυσή τους.

Έκανα τις λίγες αυτές παρατηρήσεις, για να δω τα πράγματα έτσι όπως τα βλέπει η πλειονότητα των ανθρώπων. Νομίζω όμως ότι εμείς ως χριστιανοί βλέπουμε ακόμη και εκείνα που οι άλλοι δεν προσέχουν. Θεωρούμε ότι το σπουδαιότερο θέμα γενικά για κάθε άνθρωπο είναι το ερώτημα: Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιός είναι ο προορισμός του; Γιατί και για ποιό λόγο εμφανίστηκε στον κόσμο; Ποιός σκοπός υπάρχει μπροστά του; Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του;
Αν δεν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ούτε σε ένα επίπεδο. Είναι αδύνατον για παράδειγμα να επιτύχουμε αληθινά δίκαια δομή της κοινωνίας χωρίς τη γνώση αυτή. Δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της κρατικής οργανώσεως, αν δεν έχουμε απάντηση στο κύριο αυτό ερώτημα.
Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας γράφεται με άσκοπη περιδίνηση, παράλογους πολέμους, άδικη καταπίεση του ισχυρού επάνω στον
ασθενή, όπως βλέπουμε στο ζωικό κόσμο. Συνεπώς, τί είναι ο άνθρωπος; Τήν απάντηση στο ερώτημα αυτό την παίρνουμε από την Άγια Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γέν. 1,27). Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γέν. 2,7).
Αν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα ως ενιαία ανθρωπότητα, τότε είναι φυσικό ότι το θέμα της σχέσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός ήταν και θα είναι πάντοτε ένα από τα σπουδαιότερα ζωτικά θέματα. Αν στρέψουμε την προσοχή μας στα φυσικά χαρίσματα της γυναίκας και τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα τους στον άνδρα, θα δούμε από την μακρόχρονη πείρα ότι τα χαρίσματα αυτά είναι ποικίλα· κάποτε συμπίπτουν, ενώ κάποτε γίνονται συμπληρωματικά το ένα του άλλου.
Γνωρίζουμε επίσης από την ιστορία και από την Αγία Γραφή ότι στην Ανατολή, όπου γεννήθηκαν όλες οι μεγάλες θρησκείες, η κυριότητα του άνδρα επάνω στη γυναίκα ήταν υπερβολικά ισχυρή. Η γυναίκα στη συνείδηση της Ανατολής ήταν κατά κάποιο τρόπο κατώτερο ον. Ακόμη και στο Ευαγγέλιο βλέπουμε παρόμοια χωρία, όπως για παράδειγμα: «ΟΙ δε εσθίοντες ήσαν άνδρες ωσεί πεντακισχίλιοι χωρίς γυναικών και παιδίων» (Ματθ. 14,21). Ελάμβαναν οπ’ όψιν μόνο τους άνδρες, ενώ τις γυναίκες ούτε καν τις μετρούσαν. Αλλά αυτό δεν το βλέπουμε μόνο στην Ανατολή.

Έτυχε να διαβάσω, όταν ήμουν νέος, κάποιες στατιστικές που έκαναν μερικοί Γερμανοί μορφωμένοι άνθρωποι για τον ρόλο του άνδρα και τον ρόλο της γυναίκας στην ιστορία του πολιτισμού. Οι πολυμαθείς αυτοί Γερμανοί παρουσίαζαν τα κατορθώματα του άνδρα ως άκρως σημαντικά (παρομοιάζοντας τα ως όρη υψηλά), ενώ από τα κατορθώματα της γυναίκας σημείωναν μόνο μερικά που ούτως ή άλλως γράφτηκαν στην ιστορία του πολιτισμού.
Μου φαίνεται ότι η παρεξήγηση αυτή εμφανίστηκε ως συνέπεια της απώλειας της συνειδήσεως εκείνης, που περιέχεται στη Γραφή: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού… άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. 1,27).
Αυτό το ξεχνούν όχι μόνο οι άνδρες, αλλά και οι ίδιες οι γυναίκες. Για να διορθώσουμε λοιπόν τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδά της, αρχίζοντας από την οικογένεια, οφείλουν οι γυναίκες να ανυψωθούν με το πνεύμα και να φανερώσουν στον κόσμο την αυθεντική αξία τους, τον υψηλό ρόλο τους. Για την χριστιανική Εκκλησία το θέμα του ρόλου της γυναίκας γίνεται κάθε χρόνο διαρκώς οξύτερο.

Βλέπουμε ότι στις χώρες όπου ο άθεος κομμουνισμός διεξάγει ανοικτή πάλη εναντίον της Εκκλησίας με την εφαρμογή κάθε είδους εκβιασμών, διασώζει την Εκκλησία η ανδρεία των γυναικών, η αυτοθυσία τους, η ετοιμότητά τους για κάθε είδους παθήματα. Παντού παρατηρούμε ότι οι γυναίκες στις Εκκλησίες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό. Μπορούμε να πούμε ότι στις Εκκλησίες κατά τις ακολουθίες οι γυναίκες συνιστούν την πλειονότητα, κάποτε τα τρία τέταρτα, κάποτε όμως και περισσότερο. Αν τώρα όλες οι γυναίκες αποχωρούσαν από την Εκκλησία, τότε αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρχει, γιατί οι άνδρες που εκπληρώνουν υψηλή ποιμαντική διακονία, κατέχοντας υψηλές ιεραρχικές θέσεις, θα έμεναν ολιγάριθμοι και, με απλά λόγια, θα ήταν γι’ αυτούς από υλικής πλευράς αδύνατον να διατηρήσουν την Εκκλησία.

Συνεπώς ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι μεγάλος, και όλοι μας πρέπει να σκεφτούμε το φαινόμενο αυτό. Στη χριστιανική μας διδασκαλία για τον άνθρωπο, μιλώντας θεολογικά, η γυναίκα παρουσιάζεται στο ίδιο ακριβώς μέτρο ως άνθρωπος, όπως και ο άνδρας. Οι δυνατότητες της διακονίας της μέσα στην ιστορία είναι απεριόριστες. Το γεγονός ότι ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε από γυναίκα καταδεικνύει ότι η γυναίκα δεν είναι καθόλου μειωμένη ενώπιον του Θεού.

 Αποσπάσματα από: Αρχιμ. Σωφρονίου, Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, 2010

Φοβάμαι όταν λέω «γενηθήτω το θέλημά Σου» (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)



Μία κυρία στο Παρίσι πριν από λίγα χρόνια μου έλεγε ότι δεν τολμούσε να απαγγείλει την προσευχή αυτή μετά τα λόγια «ελθέτω η Βασιλεία Σου». Φοβόταν τόσο πολύ ώστε αν έλεγε στον Θεό έντιμα, «γενηθήτω το θέλημά Σου», τότε όφειλε να δεχθεί «όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή» με την ετοιμότητα να τα υπομένει χωρίς γογγυσμό, χωρίς μικροψυχία και τα παρόμοια. Πρόσφατα ένα άλλο πλάσμα μου έλεγε ακριβώς τα ίδια λόγια με σένα, σχετικά με το «και άφες ημίν… ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Ο ίδιος όμως θεωρώ ότι, αν εμείς λέγαμε μόνο τις δύο πρώτες λέξεις της προσευχής αυτής, δηλαδή Πάτερ ημών, αντιλαμβανόμενοι το βαθύ τους νόημα, τότε όλη μας η ζωή σε όλα τα επίπεδα και τις εκδηλώσεις της θα άλλαζε ριζικά. Αν εγώ είμαι υιός τον άναρχου Πατρός, σημαίνει ότι βρίσκομαι έξω από την εξουσία του θανάτου, σημαίνει ότι δεν είμαι δούλος αλλά κύριος, κατ’ εικόνα της κυριότητος του ίδιου του Θεού, σημαίνει ότι αυθεντικά είμαι ελεύθερος με τη μοναδικά αληθινή έννοια της ελευθερίας. Παραμένοντας σε τέτοια κατάσταση, ο άνθρωπος δέχεται κάθε άλλον συνάνθρωπό του ως υιό αναστάσεως και παύει πλέον αυτός να είναι για μένα «μηδαμινός»» ή «ξένος», αλλά είναι ο αιώνιος αδελφός μου.

Πώς μπορώ να φονεύσω τέτοιον αδελφό; Αλλά μαζί του ούτως ή άλλως συναντιέμαι στην αιωνιότητα, έξω από την οποία είναι αδιανόητη η ύπαρξη ακόμη και του ιδίου του χρόνου. Ή όπως έλεγε ο Γέροντας Σιλουανός, «ο αδελφός μου είναι η ζωή μου».

Σε τέτοια κατάσταση ο άνθρωπος εύκολα και με φυσικό τρόπο συγχωρεί σε όλους τα πάντα και αγαπά πραγματικά τους εχθρούς του. Αλλά την αληθινή αυτή ευαγγελική κατάσταση κατορθώνουν μόνον όσοι πραγματικά πιστεύουν.

Η προσευχή που απορρέει από τέτοια παιδική πίστη αμεσότητας αποκαλύπτει στον άνθρωπο άλλους ορίζοντες, μπροστά στους οποίους όλα τα υπόλοιπα στερούνται νοήματος … Σου είναι γνωστή η πορεία αυτή της σκέψεως. Ας μεταφερθούμε σε άλλο θέμα… Αν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην ανάσταση, αν η μικρή αυτή και ελεεινή ζωή είναι η μοναδική γι’ αυτόν και μετά από αυτήν καταλήγει σε πλήρη εκμηδένιση, πώς μπορεί να συγχωρεί εκείνους που τον βλάπτουν στη φτώχια του; Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του από τα πλήγματα μισεί τους εχθρούς, αποστρέφεται κάθε άνθρωπο που τον εκβιάζει.

Ακόμη χειρότερα, θέλει στη μηδαμινότητά του να δοκιμάσει τον εαυτό του ως δεσπότη και ισχυρό, και έτσι φθάνει στην εγκληματική βία εναντίον του αδελφού του. Από εδώ προκύπτουν ατελείωτες συγκρούσεις, αδελφοκτονίες και αλληλοκτονίες σε πολέμους, που ποτέ δεν σταματούν. Και κατά τη συνείδησή μου η μοναδική οδός προς την αυθεντικά «διαφανή» και αληθινά «ανθρώπινη» ειρήνη είναι να γίνει όλη η ανθρωπότητα κατ’ εικόνα του Ανθρώπου-Χριστού.



(Πηγή: paraklisi.blogspot.gr)

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η Θεολογία της Θείας Ευχαριστίας κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ





Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
Δρ. Θ.



Είναι γεγονός πως οι άγιοι Γέροντες παραμένουν εσαεί οι φωτεινοί στύλοι της πίστεώς μας και οι αταλάντευτοι μάρτυρες του Ευαγγελίου, εφόσον είναι παντοιοτρόπως οι συνεχιστές του Σταυρού και της Αναστάσεως του Θεανθρώπου, οι καθηγητές τών μετά κόπου αναβαινόντων εις τον ουρανόν ζητητών του Θεού...

Οι άγιοι Γέροντες του αιώνος μας προεκτείνουν και στις ημέρες μας, ως δοχεία της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, όλα εκείνα τα σπουδαία και τέλεια των μεγάλων ασκητών και αββάδων της ερήμου, αποδεικνύοντάς μας ότι τα θαύματα και θαυμάσια του Υψίστου δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος, αλλά αγώνισμα εις το διηνεκές, Κλίμαξ Ιακώβ, ενώνουσα τη γή με τον ουρανό.
Αν η αγιότητα είναι ο ύστατος σκοπός της εν Χριστώ παιδείας και οικοδομής, τότε, μέσω των χαρισμάτων και των υψηλών μέτρων που ευδόκησε ο Θεός να εκφράσουν οι όσιες και άγιες αυτές ψυχές, ο άνθρωπος του σκληρού αιώνος που ζούμε μπορεί και αυτός να πάθει και να μάθει τα θεία, να ταπεινωθεί, να αναγεννηθεί και να κτισθεί κατά Θεόν.
Για ένα τέτοιο χαριτωμένο ανάστημα ο λόγος σήμερα, ο οποίος μαζί με όλους τους αγίους αποτελούν τη δόξα της Εκκλησίας, επειδή αυτοί κατ’ εξοχήν περισσότερο από κάθε άλλα μέλος της Εκκλησίας, με την εξαιρετική αγάπη τους στο Θεό, με την αφοσίωση που έδειξαν στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, με την δια βίου προσπάθειά τους να καθαρθούν, ελεήθηκαν τόσο πολύ, χαριτώθηκαν τόσο πολύ, ώστε τα χαρίσματά τους να λειτουργούν για εμάς που ζούμε μετά από εκείνους. Εκείνοι βρίσκονται, ζούν, στην αγκαλιά του Θεού όπως λέμε. Για εμάς δε, που έχουμε χίλια δυό κι απέραντα προβλήματα και ατέλειωτα πάθη και δυσκολίες κι αδιέξοδα, οι άγιοι λειτουργούν πέρα από μεσίτες και ως παρηγορητές.
Βέβαια το να μιλήσει κανείς για τους διδασκάλους αυτούς της Ορθόδοξης αρετής και άθλησης δεν είναι καθόλου εύκολο. Το αντίθετο μάλιστα, χρειάζεται προσευχή και προπαντός ευσέβεια, όταν πρόκειται ν’ αγγίξει κανείς τα άγια, το μαρτύριο και την μαρτυρία τέτοιων αναστημάτων της Εκκλησίας. Είναι, λοιπόν, αδιαμφισβήτητο ότι οι άγιοι Γέροντες, κατά κανόνα, ζούν και εκφράζουν με έργα την ευχαριστιακή τους ένωση με το Θεό. Είναι οι αληθινοί εραστές του Θεού γι’ αυτό και στέκονται ως φωτεινοί οδοδείκτες στην πνευματική μας οδύσσεια και προσφέρουν τον λόγο τους, “αλάτι ηρτυμένο”, για την δική μας σωτηρία και εν Χριστώ ελευθερία.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Εσσεξ.
Ο Γέροντας γεννήθηκε στη Μόσχα από Ρώσους γονείς το 1896. Σπούδασε στην Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και επιδόθηκε στην ζωγραφική. Εκτός από τα πλούσια φυσικά χαρίσματα που είχε, ο Θεός τον προίκισε και με εξαιρετικά πνευματικά χαρίσματα από την αρχή της ζωής του.
Από μικρή ηλικία αφομοίωσε το Πνεύμα του ζώντος Θεού των Πατέρων του, (όπως μας αφηγείται ο π. Ζαχαρίας Ζαχάρου Ιερομόναχος και από νεαρά ηλικία στην συνοδεία του στο Μοναστήρι του Εσσεξ). Στήν νεότητά του ο Γέροντας Σωφρόνιος διακατείχετο από την δίψα του Απολύτου, και ασχολήθηκε σοβαρά με πολλά υπαρξιακά προβλήματα της εποχής και του περιβάλλοντός του. Οι έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις του τον οδήγησαν στην οδυνηρή συναίσθηση του τραγικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στήν συνείδησή του υποτίμησε την ιδέα ότι το Απόλυτο μπορεί να περικλεισθεί στον ψυχισμό της ευαγγελικής εντολής της αγάπης και απομακρύνθηκε από την Χριστιανική οδό.
Η θεωρία των ανατολικών θρησκειών, σαν λογική λύση στο θλιβερό θέαμα των παθημάτων και του πόνου, είλκυσε τον Γέροντα και για οκτώ περίπου χρόνια ασκήθηκε στον υπερβατικό διαλογισμό της φιλοσοφικής αυτής πλάνης του υπερπροσωπικού Απόλυτου.
Την επιστροφή του στην Εκκλησία προκάλεσε το βιβλικό κείμενο της Σιναϊτικής αποκαλύψεως “Εγώ ειμί ο Ών”. Βοηθούμενος από την Χάρη του Θεού κατανόησε ότι το Απόλυτο και το Άναρχο Είναι, δεν είναι άλλο από τον προσωπικό Θεό, που αποκαλύφθηκε πρώτα στον Μωϋσή και “Επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν....εν τω Μονογενεί Υιώ του Θεού, δια Ιησού Χριστού”. Από την στιγμή εκείνη της προσωπικής συναντήσεώς του με τον όντως Όντα, δεν έπαυσε με άκρα έφεση να μυείται στο μυστήριο του αποκαλυφθέντος Θεού και να εμβαθύνει στις άπειρες διαστάσεις της Υποστάσεως του Χριστού, κατ΄εικόνα του Οποίου κτίσθηκε ο άνθρωπος.
Την πλάνη του στο απρόσωπο και φανταζόμενο Απόλυτο του ινδικού τύπου θρήνησε με πένθος ακραίας έντασης επί δεκάδες χρόνια, θεωρώντας την ως πτώση όμοια με εκείνη του Αδάμ, και ως αυτοκτονία σε μεταφυσικό επίπεδο. Στό έργο του “Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί”, που είναι η πνευματική αυτοβιογραφία του, περιγράφει, πώς ο ίδιος έζησε τη μετάνοιά του.
Το 1925 – μετά από μικρή περίοδο σπουδών στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι - μετέβη στο Άγιον Όρος στον Άθωνα, όπου μόνασε συνολικά 22 χρόνια. Πρώτα εγκαταβίωσε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, όπου δέχθηκε την μεγαλύτερη δωρεά της ζωής του. Γνωρίσθηκε και συνδέθηκε πνευματικά με τον άγιο Σιλουανό, (1866 – 1938), στο πρόσωπο του οποίου γνώρισε τις αυθεντικές διαστάσεις της χριστιανικής ζωής.
Έμεινε κοντά στον Άγιο ως το τέλος της ζωής του αγίου, κι έπειτα, αφού πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και των Γερόντων της Μονής, αποσύρθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους. Από εκεί διακονούσε ως πνευματικός των Ιερών Μονών Αγίου Παύλου, Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Σίμωνος Πέτρας, Οσίου Ξενοφώντος και πολλών άλλων κελλιών και Σκητών.
Το 1947 έφυγε στην Γαλλία και το 1948 εξέδωσε τα χειρόγραφα, που του εμπιστεύθηκε ο άγιος Σιλουανός πριν τον θάνατό του, προσθέτοντας μερικά βιογραφικά στοιχεία του και εκτενή ανάλυση της διδασκαλίας του.
Το 1959 ίδρυσε την Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, όπου κοιμήθηκε εν Κυρίω την 11η Ιουλίου 1993.

Η όλη Προσωπικότητα του Οσίου Γέροντος
Ως πνευματικό φαινόμενο, ο Γέροντας αποτελεί σημείο του Θεού για την γενιά του. Έζησε την τραγωδία, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του πολυτάραχου εικοστού αιώνα, και με την ζωή, την προσευχή και τον λόγο του, έδωσε απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα των συγχρόνων του. Την παραπλάνησή του στην απρόσωπη θεωρία των ανατολικών θρησκειών στην νεότητά του, θεώρησε ως αποστασία και έγκλημα εναντίον της αγάπης του Θεού των Πατέρων του. Αυτό, βέβαια, έγινε αφετηρία για ακατάπαυστη, βαθιά και απαράκλητη μετάνοια. Με την χαρισματική απόγνωση στη μετάνοια, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, πέτυχε να ελευθερωθεί τελείως από τα δεσμά του παλαιού ανθρώπου, και απαθής να εντρυφήσει στην θεωρία του ακτίστου Φωτός του Προσώπου του Χριστού. Τότε ο Γέροντας κατανόησε τον πνευματικό “τόπο” του ανθρωπίνου προσώπου με θεανθρώπινο πλήρωμα. Είδε, δηλαδή, τις δύο μεγάλες εντολές της αγάπης να αποβαίνουν νόμος ολοκλήρου του είναι του, και η μεν πρώτη να εκδηλώνεται με τον ακράτητο πόθο για τον Θεό μέχρι αυτομίσους, η δε δεύτερη με την προσευχή υπέρ του κόσμου μέχρι μεγάλων δακρύων. Στην προσευχή αυτή καταπονήθηκε δεκάδες χρόνια.
Έχοντας ο Γέροντας την εμπειρία αυτή του προσώπου, αποκλειστικού χαρίσματος του Χριστιανισμού και γνωρίζοντας από μέσα το περιεχόμενο των ινδικών θρησκευμάτων, αποδείχθηκε ανεκτίμητος απολογητής του ορθοδόξου ησυχαστικού βιώματος μέσα στο συγκρητιστικό πνεύμα και τις προκλήσεις της εποχής του. Κατόρθωσε με επιβλητική και αναντίρρητη αυθεντία να διακρίνει τη διαφορά των θεωριών των δύο ασκητισμών του ινδικού και του χριστιανικού, που τόσο απέχουν μεταξύ τους, όσο το κτιστό από το άκτιστο.
Αντέταξε στην επί μεταφυσικού επιπέδου αυτοκτονία, στην οποία οδηγεί ο υπερβατικός διαλογισμός, την ζωηφόρο και ασύγκριτη πείρα της συναντήσεως και ενώσεως με τον προσωπικό Θεό της Αγίας Γραφής.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος απέκτησε τέτοια πίστη και ευλάβεια προς τον άγιο Σιλουανό, στον οποίο διηγήθηκε την ζωή του. Εμπιστεύθηκε σε αυτόν τον αποκαλυπτικό λόγο του Χριστού “κράτει τον νούν σου εις τον άδην και μη απελπίζου”, που απετέλεσε σταθμό στον πνευματικό του αγώνα, και με την δύναμη του οποίου διασώθηκε από κάθε δαιμονική προσβολή και καθαρίστηκε από τους λογισμούς της υπερηφάνειας.
Προικίστηκε με πολλά και μεγάλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα δημιουργούσε ο λόγος του Θεού, που άρπαζε με την προσευχή του και κυοφορούσε ενεργά στην καρδιά του. Προσευχόταν ώρες πολλές και με ένταση για τους πάσχοντες και χαιρόταν ακόμη περισσότερο και από το θαύμα, όταν ο λόγος και η προσευχή του μεταποιούσαν την καρδιά τους. Αγωνιζόταν να μειώσει τον πόνο τους, αλλά κοπίαζε και δαπανάτο μέχρι τέλους να διακονήσει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο θαύμα της πρόσκαιρης ύπαρξης: Τήν ένωση του ανθρώπινου Είναι, με το Πνεύμα του ζώντος και αιωνίου Θεού.
Είχε το χάρισμα της μετανοίας και γνώριζε επίσης τις αλλοιώσεις και τα ενεργήματα της νοεράς προσευχής. Ήταν μαθητευμένος στον ανακαινιστικό λόγο του Χριστού και αφομοιωμένος στην μαρτυρική Ιερωσύνη Του. Αγαπούσε με πάθος ( όπως εκτενώς θα ιδούμε παρακάτω), τη θεία Λειτουργία και βεβαίωνε ότι η ορθή τέλεσή της αφήνει τους ίδιους καρπούς χάριτος στο επίπεδο της προσευχής, όπως η ησυχαστική προσευχή της ερήμου.
Όταν αισθάνθηκε το τέλος του να εγγίζει, είπε: “Ολα τα έχω πεί στον Θεό. Τελείωσα ο,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω”. Τότε με ταπεινή τόλμη έγραψε θερμό γράμμα στον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο ευχαριστώντας τον από καρδιάς για όλη την εύνοια που έδειξε στην Ιερή Μονή του. Εξέφρασε βαθιά ευγνωμοσύνη και παρακάλεσε τον Πατριάρχη να υπερασπίσει και να προστατέψει το μοναστήρι. Στό τέλος της επιστολής ζητά την ευλογία του Επισκόπου του, για να απέλθει “προς το ποθούμενο Φώς της του Χριστού Αναστάσεως”.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε εν ειρήνη και αναπαύθηκε εν Κυρίω, αλλά συνεχίζει να υπηρετεί με το λόγο του και τις πρεσβείες του το θαύμα που αγάπησε η ψυχή του: Την αναγέννηση των πιστών και την πλούσια είσοδό τους στην αιώνια Βασιλεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Από τα έργα του που ήδη εκδόθηκαν και κυκλοφορούν τα κυριώτερα είναι:
1. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 2. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί 3. Περί Προσευχής 4. Περί Πνεύματος και ζωής, 5. Άσκηση και θεωρία, 6. His Life is Mine.
Όποιος γνώρισε τον Γέροντα Σωφρόνιο μέσα από την θεολογική παρακαταθήκη που άφησε σε όλα τά έργα του, πολύ δε περισσότερο όποιος τον συνάντησε και συνομίλησε μαζί του, τότε θα διαπίστωσε ότι αξιώθηκε να δεί στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο εν Χριστώ και ότι ακόμη διάβασε, είδε ή άκουσε ή και γεύθηκε λόγο ζωής, οσμή αθανασίας.
Και αυτό το λέγω, διότι ξέρουμε πως αυτό που χαρακτηρίζει τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και τους ξεχωρίζει από μερικούς αγίους Ιερομονάχους και μοναχούς είναι ότι είχαν προσωπική πείρα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, είχαν σπουδαία διανοητικά χαρίσματα, “χωρητικότητα νοός” και ακόμη είχαν αποκτήσει την παιδεία της εποχής τους και μπόρεσαν έτσι, αφ’ ενός μέν να καταγράψουν αυτήν την εμπειρία, αφ’ ετέρου δε να αντιμετωπίσουν τους ποικιλώνυμους αιρετικούς της εποχής τους.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος και η Θεία Λειτουργία
Δεν είναι δυνατόν να ομιλήσει κανείς σε μία σύναξη μερικών λεπτών για την όλη προσωπικότητα και την θεολογία του Οσίου αυτού Πατρός. Απλά θα αρκεστούμε σε αυτήν την παρουσίαση με τις θεολογικές συμβουλές αλλά και τις προσωπικές του εμπειρίες για την θεία λειτουργία, κάτι που είναι τόσο πολύτιμο για όλους μας κληρικούς και λαϊκούς.
Οταν προσηύχετο ιδιαίτερα κατά την θεία λειτουργία συνέπασχε για όλους τους ανθρώπους που ήταν χωρισμένοι από τον Θεό. Ζώντας στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, βίωνε όλη την οδύνη της ανθρωπότητας και προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους με κλαυθμό, όπως προσευχόταν και για την δική του πτώση. Σε αυτό συνέβαλε και η εμπειρία του από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την Ρωσική επανάσταση. Όπως γράφει, “δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου”.  Έτσι αισθανόταν την κοινωνία με τον κόσμο, έστω κι αν ζούσε στην πλέον απομονωμένη έρημο. Γι αυτό γράφει:
“Κατ’ εκείνους τους χρόνους έζων την Λειτουργίαν αναμιμνησκόμενος του Χριστού προσευχομένου εν Γεσθημανή και αποθνήσκοντος επί του Γολγοθά. Ευρισκόμην εν απογνώσει, διηνοίχθησαν εις εμέ αι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζω πώς επέζησα”. ( Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ.170).
Αυτή η φράση “Πώς επέζησα”, δείχνει την ένταση της προσευχής του Γέροντος για όλη την ανθρωπότητα, που τον οδηγούσε σε παράφορη προσευχή, σε θρήνο για όλο τον κόσμο, ο οποίος θρήνος – κλαυθμός τάραζε και τα οστά του και όλη του την ύπαρξη.
Μία τέτοια διάπυρη προσευχή είναι ιερουργία για όλο τον κόσμο. Ο προσευχόμενος γίνεται, με την γενική έννοια του όρου, ένας Ιερεύς που διαθέτει την πνευματική Ιερωσύνη, δηλαδή την προσευχή για όλους τους ανθρώπους. Όμως, ο ίδιος έγινε και Ιερεύς, με την ειδική έννοια του όρου, δηλαδή έλαβε το χάρισμα της Ιερωσύνης και τελούσε την θεία Λειτουργία μέσα στο “πνεύμα” της προσευχής για όλο τον κόσμο. Έτσι έλεγε ότι η θεία Λειτουργία ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου για τα παθήματα όλων των ανθρώπων. Η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων.
Κάνει λόγο για το ότι, όταν τελούσε την θεία Λειτουργία στην έρημο μόνος του με την βοήθεια ενός μοναχού που τον βοηθούσε στην ψαλμωδία και βρισκόταν στον τύπο του λαού, (ο Μοναχός), είχε βαθυτάτη συνείδηση της παρουσίας όλων των ανθρώπων και ότι κάθε θεία Λειτουργία είναι ένα παγκόσμιο γεγονός.
Εάν κάθε Χριστιανός που συμμετέχει στην θεία Λειτουργία έχει την δυνατότητα να βιώσει τις οδύνες όλων των ανθρώπων καί να προσευχηθεί γι’ αυτούς, αυτό πολύ περισσότερο συμβαίνει με τον Ιερουργούντα Κληρικό. Μέσα από το πρίσμα αυτό ο Γέροντας Σωφρόνιος ψηλαφούσε την αιώνια Αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Ευγνωμονούσε τον Θεό για την “ευλογία της Ιερωσύνης” που έλαβε και παρά το ότι δεν είχε κάποιο κώλυμα της ιερωσύνης “εν τούτοις, εν πνεύματι ησθανόμην εαυτόν άξιον μόνον της καταδίκης εις το σκότος το εξώτερον. Ο Θεός όμως εποίθησες μετ’ εμού το εναντίον. Όσον μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην” (Οψόμεθα...σελ.353).
Μια τέτοια νοερά και καθαρή προσευχή και μια προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, μερικές φορές, σε στιγμές που ο άνθρωπος δεν το περιμένει, τον οδηγεί στην θέα του ακτίστου Φωτός. Καί τέτοιες εμπειρίες που είναι σπάνιες στην πλειονότητα των ανθρώπων, είχε πολλές ο Γέροντας Σωφρόνιος, ακριβώς γιατί η προσευχή του γινόταν μέσα στην προοπτική του θείου Φωτός.
Στα τροπάρια της Εκκλησίας και την όλη παράδοσή της ο Θεός υμνείται ως Φώς και μάλιστα ως τρισήλιο Φώς. Δεν συμβαίνει αυτό επειδή απλά και μόνο το είπε ο Χριστός. “ Εγώ ειμί το Φώς...της ζωής” (Ιω. Η΄, 12 – 13), αλλά κυρίως γιατί, όσοι αξιώθηκαν να δούν τον Θεό εν τη δόξη Αυτού, Τον είδαν ως Φώς. Αυτό το φώς είναι άκτιστο και λέγεται και δόξα του Θεού, και εκείνος που αξιώνεται αυτής της εμπειρίας λέγεται δοξασμένος.
Οι άγιοι, όταν φθάνουν σε κατάσταση θεώσεως, βλέπουν την ενέργεια του Θεού ως Φώς. Μεταμορφώνονται και βλέπουν την δόξα του Θεού. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά οι θεούμενοι βλέπουν το Φώς, αφού λάβουν οφθαλμούς τους οποίους δεν είχαν προηγουμένως. Το Φώς αυτό γίνεται καταληπτό με τους οφθαλμούς, οι οποίοι όμως έγιναν υπεράνω των φυσικών ματιών και αντιλαμβάνονται το πνευματικό φώς με πνευματική δύναμη. Οι σωματικές, δηλαδή, αισθήσεις μεταμορφώνονται από την Χάρη του Θεού και βλέπουν το άκτιστο Φώς.
Ο Γέροντας έδινε μεγάλη σημασία στη θεία Λειτουργία. Μάλιστα τη λειτουργική προσευχή την ονόμαζε υποστατική προσευχή. Την προσευχή που ανήκει στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, ως πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Μέσα στην θεία Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του Χριστού, να ζήσει το Χριστό. Θεωρούσε, ότι στις ημέρες μας στη θ. Λειτουργία ο άνθρωπος μπορεί να βρεί το πάν. Και ότι, όταν τελείται με προσοχή, έχει μέσα της όλη την χάρη του Θεού. Εφ’ όσον είναι ο Χριστός που τελεί στην ουσία τη θ. Λειτουργία, όπου είναι ο Χριστός εκεί είναι και όλος ο ουρανός.
Έτσι, υποστήριζε ότι επειδή στις ημέρες μας που σχεδόν έχουν εκλείψει οι συνθήκες για την ησυχαστική προσευχή το μόνο που μας έμεινε είναι η θ. Λειτουργία, γι’ αυτό πρέπει να την τελέσουμε όπως πρέπει για να βρούμε το πλήρωμα της χάριτος, της σωτηρίας.
Αφηγήθηκε ο Ιερομόναχος Ζαχαρίας Ζαχάρου μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Εσσεξ, σχετικά με τον Γέροντα Σωφρόνιο, στην θεολογική του διδασκαλία για την θ. Λειτουργία. «...Πάντοτε ο νούς του ήταν αιχμαλωτισμένος από την εικόνα του Ιησού Χριστού ανεβαίνοντας τον Γολγοθά. Πώς αυτός ο άνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, στις μέρες της σαρκός Του ανέβαινε στο Γολγοθά, φέροντάς τον όλον μέσα Του. Προσευχόμενος για όλον τον Αδάμ. Γι αυτό και όταν αναστήθηκε ανέστησε μαζί Του και όλο το περιεχόμενο που τον συνόδευσε στον τάφο. Όπως ψάλλουμε Παγγενή τον Αδάμ.” Έτσι έλεγε, κι εμείς στη θ. Λειτουργία όταν λέμε στό Θεό “τα σά εκ των σών σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα” αργότερα, όταν ο Θεός θα απαντήσει μέσα στη θ. Λειτουργία “τα άγια τοις αγίοις” εκείνα που φέραμε μπροστά στο Θεό, μέσα στην καρδιά μας, όλα τα αιτήματα, όλη την πίστη, όλη την αγάπη, θα τα δεχθεί, θα τα αγιάσει, θα τα ευλογήσει και όσα φέρει ο ιερέας μέσα στην καρδιά του, κι όχι μόνο ο ιερέας αλλά και οι πιστοί. Αν ο ιερέας που τελεί τη θ. Λειτουργία και οι πιστοί μέσα σ’ αυτήν προσφέρουν τα δώρα τους με προσευχή, τότε θα απλώσει την ευλογία του ο Θεός πάνω σε όλο τον κόσμο δι αυτής της πράξης της θ. Λειτουργίας».  Έτσι η ανθρωπότης θα γίνει έθνος άγιον. Θα λειτουργηθεί. Έθνος άγιον βέβαια θάναι όσοι είναι βαπτισμένοι και λειτουργούν στη χάρη του βαπτίσματος, το έθνος το άγιον, ο περιούσιος λαός, όπως λέγει ο Απόστολος Πέτρος. Ωστόσο, όταν δεχτούν οι άνθρωποι το Ευαγγέλιο και τον λόγο του Θεού, τότε θα γίνουν έθνος άγιον.
Περισσότερο ο Γέροντας επέμενε στην προσευχή της μετανοίας. Ο άνθρωπος να προσεύχεται στη θ. Λειτουργία όπως μας διδάσκουν οι προσευχές που διαβάζουμε πριν τη θεία Ευχαριστία, οι οποίες είναι προσευχές μετανοίας, προσευχές που δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι άρρωστος ψυχικά. Δηλαδή, είμαστε όλοι πεσμένοι, είμαστε όλοι κατά συνέπεια ψυχικά άρρωστοι και έχουμε ανάγκη της θεραπείας. Και είναι η χάρις του Θεού που θεραπεύει τα τραύματα της αμαρτίας. Επομένως, άν θέλουμε να βρούμε χάρη και έλεος από την θ. Λειτουργία, θα τα βρούμε κατά το μέτρο που προσφέραμε προσευχή μετανοίας.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, θεωρούσε πώς όλη μας η ζωή οφείλει να είναι κατά τον τύπο της θ. Λειτουργίας. Δηλαδή. Όπως στη Λειτουργία βασίζουμε το Μυστήριο πάνω στον λόγο του Χριστού και καλούμε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με την προσευχή στον Ουράνιο Πατέρα παρακαλώντας ν’ αγιασθούν τα δώρα κι εμείς, έτσι πρέπει νάναι και όλη μας η ζωή. Να βασίζεται πάνω στον λόγο του Θεού και τη δέηση, την ικεσία. Τότε αγιάζεται ο άνθρωπος και μαζί του όλη η κτίση. Οι συμβουλές του και το παράδειγμα της ζωής του ήταν κυρίως η λειτουργική Προσευχή.

Αλλά τί εννοούσε ο όσιος γέροντας λειτουργική προσευχή?
Η Προσευχή αρχίζει οπόταν ευλογήσει ο Ιερέας λειτουργός στην αρχή, την Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, οπότε κατεβαίνουμε βαθμηδόν μέχρι των προσκαίρων βιοτικών αναγκών, για να ανεβούμε και πάλι δια της δοξολογίας (εδώ νοείται η πρώτη εκφώνηση μετά την μεγάλη εκτενή: “Οτι πρέπει Σοι πάσα δόξα…”), μέχρι του θρόνου του Θεού. Αυτή η ακατάπαυστη κίνηση – άλλοτε πρός τον Θεό, άλλοτε προς τον κόσμο – χαρακτηρίζει την ιερουργία μας.
Στη λειτουργική προσευχή σημειώνουμε ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος βλέπει στην πνευματική ουσία της μία “θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητος”, μία αιώνια θυσία αγάπης για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Έτσι η λειτουργική προσευχή αποκτά μια κοσμική διάσταση αφού συνιστά προσφορά υπέρ όλης της ανθρωπότητας. Η θεία Λειτουργία γίνεται ο χώρος συνάντησης των πάντων και κάθε τι ζωογονείται και μεταμορφώνεται από την άκτιστη τριαδική χάρη. Ο πιστός καλείται να ενωθεί με το Χριστό και να ζήσει στο πρόσωπό του τη φανέρωση του θεανθρώπινου Είναι. Συμμετέχοντας ο πιστός σε αυτήν, ζει την ελευθερία της καινής κτίσης, γεμίζοντας από τη χάρη της βασιλείας του Θεού, η οποία τον ελευθερώνει από τα αισθητά και τον μεταφέρει στα νοητά.
Κατά συνέπεια, η Εκκλησία συνεχίζει να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη πραγμάτωση του “κατ’ εικόνα και του καθ’ ομοίωσιν” στο επίπεδο της ανθρωπότητας. Σκοπός της είναι να χαράξει στη συνείδηση των συμμετεχόντων, κατά το δυνατόν πληρέστερον, το “έργο” του Χριστού επί της γης (πρβλ. Ιω.17,4), αφού άλλωστε στις αυθεντικές της διαστάσεις αναβιώνει όλη την Οικονομία του Χριστού. Καθήκον του λειτουργού είναι η αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο επανάληψη της «Θείας πράξεως της απολυτρώσεως του κόσμου, πρὸς εκπληρώσιν της εντολής του Χριστού: “Τούτο ποιείτε εις την Εμήν ανάμνησιν”».
Στη θεολογική σκέψη του Γέροντα Σωφρονίου το στοιχείο της ιστορικής ανάμνησης είναι παρόν, αφού η Λειτουργία αναδεικνύει την ορατή παρουσία της γεσθημανείου προσευχής του Κυρίου και του σταυρικού θανάτου στο Γολγοθά μέσα στην ιστορία της οικουμένης, ενώ παράλληλα χρόνος και αιωνιότητα συνυφαίνονται.
Ο πνευματικός πατέρας και λειτουργός, αλλά και οι πιστοί που μετέχουν στην ευχαριστιακή σύναξη, μαθαίνουν να ζουν σε δύο επίπεδα, το θείο και το ανθρώπινο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιδίου του Χριστού, δηλαδή “να διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως να συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης”. Έτσι δίνεται έμφαση στη θεώρηση της Λειτουργίας ως αδιάκοπης και αμοιβαίας “κίνησης” μεταξύ Θεού και κόσμου, συνιστώντας μία απόπειρα ενοποίησης των δύο αυτών οντολογικών σφαιρών και ως τέτοια συνεπάγεται μία επώδυνη διάρρηξη του “είναι” μας. Το εύρος λοιπόν της λειτουργικής προσευχής εκτείνεται από την ανάβαση στη θεία σφαίρα έως, όμως, και την οικτίρμονα κατάβαση στα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης.
Όπως ο Χριστός παρακάλεσε στον κήπο της Γεσθημανή υπέρ όλου του κόσμου, έτσι και ο λειτουργός θα πρέπει να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Χριστού, συγκεφαλαιώνοντας τον κόσμο δια της χριστομιμήτου προσευχής. Έτσι θα μπορέσει να νιώσει και να αφομοιώσει το γεγονός της άρσης απ’ το Χριστό των “ασθενειών ημών” (Ησ. 53,3 – 4). Ο μυστικός αυτός επωμισμός του πόνου της ανθρωπότητας είναι αναγκαίος προκειμένου να εξαλειφθούν οι αρνητικές δυνάμεις, δηλαδή οι συνέπειες της αμαρτίας εντός της ανθρωπότητας.
Πράγματι, ο ιερέας που βιώνει σε βάθος τη θεία Λειτουργία, εισδύει μέσα στο βαθύτατο πνεύμα της, που είναι το πνεύμα της κένωσης του Χριστού. Το υπόδειγμα της κένωσης του Χριστού (πρβλ. Ιω.13,15) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το Γέροντα Σωφρόνιο. Όπως ο Κύριος στον κήπο της Γεθσημανή είχε μπροστά Του το ποτήριο των θλίψεων και των αμαρτιών όλου του κόσμου και προσευχήθηκε “μετὰ κραυγής ισχυράς καί δακρύων”(Εβρ.5,7) για τη σωτηρία όλης της οικουμένης, έτσι και ο κληρικός αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, προσευχόμενος υπέρ όλου του κόσμου, για την ειρήνη και τη σωτηρία των πάντων. Κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας ανοίγεται η καρδιά του σε όλη την οικουμένη, συλλαμβάνει τους στεναγμούς της και ικετεύει γι’ αυτήν. Η εξάντληση που πάσχει είναι η κενωτική εμπειρία με την οποία θα μπορέσει να επεκταθεί πνευματικά και να γνωρίσει διαχρονικά τον κόσμο, αλλά και τον Υιό του Ανθρώπου στο θεανθρώπινο πλήρωμά Του. Μιμούμενος την κενωτική πορεία του Χριστού ο λειτουργός αλλά και κάθε πιστός, αυξάνει πνευματικά μέσω του πόνου και αποκτά “κοσμική και μετακοσμική αυτοσυνειδησία”.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γέροντας Σωφρόνιος ότι “ο κληρικός ολόκληρος – με την καρδιά, την ψυχή και το σώμα – πρέπει να συμμετέχει σ’ αυτή την οδυνηρή για τον κόσμο προσευχή. Και όσο περισσότερο πονά, τόσο περισσότερο διαχέεται η θεραπευτική δύναμη του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, με την προσευχή του”. Πράγματι, ο ιερέας όταν τελεί τη θεία Λειτουργία πρέπει να έχει βαθιά στη συνείδησή του ότι είναι μεσίτης. Παραλαμβάνει από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες και παρακλήσεις και έπειτα τα αναφέρει στο θρόνο του Θεού. Έπειτα μεταφέρει στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία και ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η λειτουργική δέηση είναι εξαντλητική, αφού εκείνος που τη ζει βιώνει συγχρόνως τη φοβερή διάσπαση όλης της ύπαρξής του και απαιτείται μεγάλος αγώνας από τον ιερέα προκειμένου να παραμείνει στο πνεύμα αυτό της θείας Λειτουργίας. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κάποια ευχάριστη και ανώδυνη ψυχοπνευματική κατάσταση, αφού υπάρχει έντονο το στοιχείο της τραγωδίας τόσο ως προσωπικό βίωμα όσο και ως συμμετοχή στα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Αυτός πιστεύουμε ότι είναι και ο λόγος που ο Γέροντας ονομάζει μάρτυρες της θείας αγάπης όσους έχουν την εμπειρία τέτοιων καταστάσεων, αφού η προσευχή υπέρ του σύμπαντος κόσμου είναι “η πλέον βαρεία”.
Απαιτείται αμείωτος αγώνας ώστε ο λειτουργός να αναφέρει στο Θεό όλες τις καταστάσεις και ανάγκες των ανθρώπων και να εκζητήσει για όλους τη χάρη του Θεού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, είναι αδύνατον για τον ιερέα τη στιγμή που προσφέρει την αναίμακτο θυσία του αμνού του Θεού στο ιερό θυσιαστήριο, να μένει εγκλωβισμένος στα όρια των τοπικών αναγκών, λησμονώντας την υπόλοιπη ανθρωπότητα που βασανίζεται από τα δεσμά της απόγνωσης, του αμοιβαίου μίσους, της αδικίας και κάθε είδους εκβιασμών. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που η λειτουργική προσευχή, η οποία αποτελεί την καλύτερη ορθόδοξη μαρτυρία προς το σύγχρονο κόσμο, δεν πρέπει να εξασθενήσει, αλλά να ενταθεί. Χρειάζεται γενναία ψυχή, ισχυρό φρόνημα, ακλόνητη πίστη και επίμονη άσκηση ώστε να επιτελέσει ο ιερέας τη θεία Λειτουργία στις αυθεντικές της διαστάσεις, αφού η ψυχή του λειτουργού θα νοιώθει πολλές φορές εξάντληση από τη θεωρία των παθημάτων και της διαφθοράς του πεπτωκότος κόσμου. Η Λειτουργία, όπως προείπαμε, είναι θυσία υπέρ των αμαρτιών της ανθρωπότητας και έχοντας ο ιερέας αυτή την επίγνωση, τότε θεωρεί την ιερωσύνη του και όλη τη ζωή του ως διακονία για τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου.
Κατά τη διδασκαλία λοιπόν του Γέροντα, ο ιερέας οφείλει να γίνει, όσο αυτό είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, όμοιος με τον Υιόν του Θεού, τον μόνο αληθινό αρχιερέα, ο οποίος πρόσφερε εκούσια τον Εαυτό Του υπέρ όλου του ανθρώπινου γένους. Μέσα από τη λειτουργική προσευχή για όλο τον κόσμο ο Γέροντας Σωφρόνιος κατανοούσε την αιώνια αρχιερωσύνη του Χριστού και σεβόταν αυτό το μεγάλο χάρισμα. Η ευγνωμοσύνη του προς το Θεό για την ευλογία να είναι ο ίδιος ιερέας ήταν μεγάλη και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κάτι το μεμπτό στην ιερατική του διακονία, ο ίδιος αισθανόταν ανάξιος αυτής της δωρεάς. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του όσο “μεγαλυτέρα ήτο η επίγνωσις της αναξιότητός μου, τοσούτον δαψιλώτερον έδιδεν εις εμέ να ψηλαφήσω την αιώνιον Αυτού Αρχιερωσύνην”.
Έχοντας ως παράδειγμα τον ίδιο, διαπιστώνουμε ότι όταν λειτουργούσε η ψυχή του βυθιζόταν στον ωκεανό των ανθρωπίνων παθημάτων αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο με τη δέησή του, αφού μάλιστα μέσα του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914 – 1918) και τη Ρωσική Επανάσταση (1917) αποτυπώθηκαν στην ψυχή του “εσαεί τα απαράκλητα μαρτύρια πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων”.
Πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι η λατρεία, και ειδικότερα η θεία Λειτουργία, δεν είναι έργο μόνο των κληρικών, αλλά και όλων των πιστών. Αυτό διαπιστώνεται και από τον τρόπο εκφοράς των αιτημάτων, με τη συχνή χρήση του πρώτου προσώπου και του πληθυντικού αριθμού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η λειτουργική προσευχή είναι έργο ολόκληρης της λατρεύουσας κοινότητας. Βέβαια η Λειτουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία δε μπορεί να τελεστεί χωρίς ιερέα, αλλά και ο ιερέας μόνος δε μπορεί να τελέσει τη θεία Λειτουργία. Η λατρεία προσφέρεται από τον κλήρο και το λαό, με τους κληρικούς να προΐστανται της λατρείας και τους λαϊκούς να την πλαισιώνουν. Η κοινή προσευχή της Εκκλησίας είναι λογική λατρεία του τριαδικού Θεού και οι μετέχοντες συνιστούν το Σώμα του Χριστού (πρβλ. Α΄ Κορ.10,17), το οποίο δε μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταβληθεί σε παθητικό δέκτη ακουσμάτων και κινήσεων. Οι πιστοί δεν παρίστανται απλώς ασυναίσθητα στο χώρο του ναού, δεν παρακολουθούν, αλλά κατανοούν και βιώνουν και συμμετέχουν στη Λειτουργία συμμετέχοντας ενεργά στην “προσευχητική άθληση”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας με την ευδοκία του Παρακλήτου, που αποστέλλεται από τον Πατέρα διά του Υιού, οι πιστοί αγιάζονται και αφθαρτίζονται. Προγεύονται τη Βασιλεία του Θεού, ανακαινίζονται και καρποφορούν πνευματικά, όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, αλλά ως ενεργά μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Η αναφορά στον τριαδικό προσωπικό Θεό, όπως και η κοινωνία με τον πλησίον, δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά γεγονός εκκλησιολογικό. Στην Εκκλησία τα πάντα είναι καθολικά, αφού “έκαστος ζει εν πάσι και οι πάντες εν εκάστω”. Ο άνθρωπος ανακαινίζεται και μεταμορφώνεται “εν κοινωνία” ως μέλος του Σώματος του Χριστού. Στη θεία Λειτουργία βιώνουμε το μυστήριο της Εκκλησίας, διότι κάθε ευχαριστιακή κοινότητα είναι η “μία ποίμνη” (Ιω.10,16) η οποία “εν ενί στόματι” (Ρωμ.15,6) και “μία καρδία” (πρβλ. Πράξ.4,32) προσφέρει τα δώρα της στον Ένα Ποιμένα. Τρεφόμαστε με το άγιο Σώμα του Χριστού, τη θεία Κοινωνία, και φανερώνεται η Εκκλησία ως Σώμα του Χριστού. Η κοινωνία του αγίου Σώματος του Χριστού δημιουργεί την κοινωνία και ενότητα της Εκκλησίας.
Βεβαίως στη Λειτουργία δραστηριοποιείται χαρισματικά και το προσωπικό στοιχείο, τα προσωπικά αιτήματα και η ευλογία που δέχεται κάθε ένα πρόσωπο χωριστά·  όμως αυτό που υπερισχύει είναι το κοινό και το καθολικό, το οικουμενικό έναντι του προσωπικού. Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται για όλη την οικουμένη, αλλά και εικονίζει την οικουμένη, προσλαμβάνοντας έτσι καθολικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.
Όσο κι αν έχει μεγάλη σημασία η ατομική δέηση του πιστού, η αξία της κοινής προσευχής στο ναό αναγνωρίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως ανώτερη, αφού θεωρούν την ατομική προσευχή ως μέσο προπαρασκευής για την κοινή εκκλησιαστική προσευχή. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είχε επισημάνει τη δύναμη της κοινής λατρείας (πρβλ. Μτθ. 18,20). Η συλλογική ικεσία έχει την αξία της ακόμη διότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δέηση για τους άλλους και μάλιστα για όλους. Είναι έτσι συμφωνία αγάπης προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Πράγματι στη Λειτουργία, αλλά και σε κάθε ακολουθία που τελείται στο ναό, ο πιστός δέεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλους τους πιστούς, για όλο το σώμα της Εκκλησίας αλλά και τους εκτός αυτής. Δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους υπόλοιπους πιστούς, αλλά βρίσκεται σε πνευματική ενότητα μαζί τους, ως μέλος του μεγάλου Σώματος της Εκκλησίας, αφού κοινωνεί από το ίδιο Ποτήριο Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτσι προσεύχεται για την άφεση των αμαρτιών των άλλων και τη σωτηρία τους, όπως προσεύχεται για την προσωπική του σωτηρία. Φανερώνεται, δηλαδή, η αληθινή φύση της Εκκλησίας ως αληθινής κοινωνίας, που καταξιώνει τον άνθρωπο όχι μόνο μέσα από την κατακόρυφη αλλά και από την οριζόντια κοινωνικότητα.
Η θυσία του Χριστού, που είναι η ύψιστη εκδήλωση της θείας αγάπης προς τους ανθρώπους, επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία και οι πιστοί που κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού με την εξωτερική μορφή του άρτου και του οίνου, αποκτούν την πανενωτική της δύναμη. Στη θεία Λειτουργία πραγματοποιείται η σύναξη όλης της οικουμένης με σκοπό τον αγιασμό. Πράγματι η ωφέλεια της Λειτουργίας είναι ασύλληπτη όχι μόνο για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά για όλη την οικουμένη, για όλους τους ανθρώπους όλων των θρησκειών και δογμάτων, αφού η αναίμακτη θυσία και οι προσευχές αναπέμπονται προς το Θεό για όλη την ανθρωπότητα. Η Ορθοδοξία, η οποία είναι το μυστικό Σώμα του Χριστού, αγκαλιάζει με την προσευχή και τη φροντίδα της ολόκληρη την οικουμένη, όλη την κτίση. Σκοπός της δεν είναι να κηδεμονεύσει και να εξουσιάσει τα πάντα, αλλά να τα διακονήσει και να τα αγιάσει.
Η Εκκλησία προσεύχεται θερμά για όλες τις ανάγκες (σωματικές και πνευματικές) και τα προβλήματα του κόσμου και είναι έτοιμη πάντοτε να χαρίσει με τα μυστήριά της την ψυχική και σωματική υγεία στον άνθρωπο. Τον ικετευτικό χαρακτήρα της λειτουργικής προσευχής για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου εκφράζει η ικετήρια δέηση του Μεγάλου Βασιλείου μετά την επίκληση και τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από τον ιερέα. Γι’ αυτήν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση ο Γέροντας Σωφρόνιος θεωρώντας ότι όλη η Αναφορά είναι ύψιστη θεολογία που εκφράζεται δια της προσευχής. Η ικετήρια αυτή δέηση φανερώνει ότι η λειτουργική προσευχή δεν έχει μόνο ουράνιο και μυσταγωγικό χαρακτήρα, αλλά και ανθρώπινο, επίγειο. Παρατηρούμε ότι αντιμετωπίζει με στοργή και αγάπη τις υλικές και βιολογικές ανάγκες του ατόμου, της οικογένειας, της πολιτείας και ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό πραγματοποιείται επειδή η Εκκλησία ενδιαφέρεται, πονάει και προσεύχεται για όλα τα προβλήματα του κόσμου, για όλα τα μεγάλα και κρίσιμα θέματα της ζωής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την προσευχή της Εκκλησίας για την ειρήνη, την ενότητα, για την απομάκρυνση της βίας, του πολέμου, της αδικίας, για τους δοκιμασμένους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ταξιδεύοντες, τους γέροντες, τα ορφανά, τους αδύνατους, για την καρποφορία της γης, για καιρό ειρηνικό, για αυτούς που βρίσκονται στη ζωή, αλλά και τους κεκοιμημένους.
Συνεπώς, στη θεία Λειτουργία γίνεται μία αναφορά όλου του κόσμου και της ζωής του στο Θεό. Το πεδίο δράσης και ευθύνης της Εκκλησίας είναι όλος ο κόσμος για τον οποίο η Εκκλησία υπάρχει “οφειλετικώς”. Ιδιαίτερα η ευχή της αναφοράς της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία προαναφέραμε, καλλιεργεί τη συνείδηση ότι με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικό κέντρο του κόσμου, που ανακεφαλαιώνει (πρβλ. Εφ. 1,10) ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας από τον πρώτο άνθρωπο ως τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Έτσι η θεία Λειτουργία προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις και παγκόσμιο χαρακτήρα, ενώ ο πιστός προσκαλείται να επεκταθεί σε καθολικό πρόσωπο, χωρώντας μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα και ολόκληρη τη δημιουργία.
Η προσευχή της Εκκλησίας περιλαμβάνει ολόκληρο το σύμπαν ως δημιούργημα της αγάπης του Τριαδικού Θεού, όπως άλλωστε αυτό διαφαίνεται στη δέηση των ειρηνικών στις Βυζαντινές Λειτουργίες: “ Υπέρ της ειρήνης του Σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως”. Με κέντρο της πνευματικής τους ζωής την Ευχαριστία οι Χριστιανοί δεν ενώνονται για να συσπειρωθούν απέναντι στην απειλή κάποιων, αλλά για να δηλώσουν την αγάπη τους στον άλλον και να εκφράσουν την αγωνία τους για όλο τον κόσμο. Η αγάπη των πιστών, όπως αυτή εκφράζεται από τη λειτουργική ικεσία τους, διαχέεται στα πέρατα της οικουμένης και εκτείνεται στον σύμπαντα χρόνο. Μέσω της ευχαριστιακής προοπτικής της συναγωγής των πάντων και της συμπαντικής συμφιλίωσης, καταδεικνύεται η Εκκλησία ως κοινότητα ανοιχτή προς τον κόσμο. Άλλωστε στην Πρώτη Εκκλησία εξίσου σημαντική ήταν η Λειτουργία (=διακονία του λαού), η οποία δεν κατακλειόταν με το “Δι’ ευχών …” αλλά με το “Απολύεσθε εν ειρήνη”.
Στη σύναξη της Εκκλησίας έχουν θέση ενεργώς όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί και δυνάμει όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση, φυλή, ηλικία, γένος, χρώμα και φύλο αποκαλύπτοντας έτσι τον ενοποιητικό ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Εξάλλου στην ουράνια Λειτουργία την οποία μας περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (πρβλ. Αποκ. 7,9 – 17), συμμετέχει όχλος πολύς από κάθε έθνος και φυλή και όλοι στέκονται λευκοφορεμένοι ενώπιον του θρόνου του Θεού και του Αρνίου.
Έτσι, μετέχοντας ο άνθρωπος στη Λειτουργία και επεκτείνοντάς την στην καθημερινή ζωή, μετέχει στη λειτουργική αναφορά του κόσμου στο Θεό και αγιάζει την ύπαρξη και την καθημερινή αναστροφή του, καλλιεργώντας το ευχαριστιακό ήθος στην καθημερινότητα. Ακριβέστερα, διατηρεί ανοικτή τη δυνατότητα για τη μετάβαση της καθημερινής ζωής στην αιωνιότητα και τη μεταμόρφωσή της σε καθημερινό Πάσχα. Εξάλλου η κοινωνία με το Θεό και η κοινωνία με τον πλησίον συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Έτσι ο πιστός οφείλει να δίνει στην καθημερινή ζωή τη μαρτυρία της πίστης του και να γίνεται το “άλας της γης” και το “φως του κόσμου” (πρβλ. Μτθ. 5,13 –14), φροντίζοντας για τους άλλους και προσευχόμενος γι’ αυτούς, όπως και για τον εαυτό του. Ακόμα περισσότερο καλείται, κατά το παράδειγμα του Χριστού, να θυσιάζει για τους άλλους τον εαυτό του, ακόμη και διά της θερμής ικεσίας για συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά και για όλη την ανθρωπότητα. Η θεία Λειτουργία αποτελεί το στήριγμα και το δείκτη σε αυτήν την πορεία του πιστού.
Σημειώνουμε ότι η σπουδαιότητα την οποία απέδιδε ο Γέροντας Σωφρόνιος στη θεία Λειτουργία αποδεικνύεται εκτός των άλλων και από τις λειτουργικές ευχές που ο ίδιος συνέταξε για την κατά το ανθρωπίνως δυνατό επάξια και συνειδητή συμμετοχή κλήρου και λαού κατά την τέλεσή της. Πρόκειται για μία σειρά σαράντα τριών ευχών χωρισμένων σε εννέα ενότητες, από τις οποίες οι επτά πρώτες περιλαμβάνουν πέντε ευχές η κάθε μία ενότητα και οι δύο τελευταίες από τέσσερις, ενώ κατά το περιεχόμενό τους εμπνέονται από τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα. Αν μελετήσουμε το περιεχόμενό τους θα παρατηρήσουμε ότι ο ιερέας εύχεται στην Αγία Τριάδα και στο κάθε Πρόσωπο της Θεότητας ξεχωριστά, να τον ικανώσει να τελέσει την αναίμακτη θυσία υπέρ του λαού του Θεού και υπέρ όλου του κόσμου. Ο Γέροντας όπως έχουμε ήδη πει, είχε ένα ισχυρό πάθος για τη θεία Λειτουργία τελώντας την κάθε φορά ως ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό γεγονός και ταυτίζοντάς την με την κοσμοσωτήρια προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή.
Αυτές οι λειτουργικές ευχές είχαν ως κύριο στόχο τους την ενίσχυση του πνεύματος της προσευχής του ίδιου του Γέροντα αλλά και οποιουδήποτε λειτουργού θα ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, ακόμη και των παριστάμενων πιστών ώστε πριν τη σημαντικότατη στιγμή της αναφοράς να μπορούν να επιτύχουν τη συγκέντρωση του πνεύματός τους και να ενωθούν προσευχητικά με τον ιερέα. Το περιεχόμενό τους, ξεχείλισμα προσωπικών αναβάσεων, θεώρησε ο δημιουργός τους χρήσιμο να το κοινοποιήσει. Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι σε καμιά περίπτωση οι ιδιαίτερες λειτουργικές ευχές του δεν έρχονται σε αντίθεση με τα ιερά λειτουργικά κείμενα, αλλά είναι εναρμονισμένες με αυτά. Όπως η μελωδία των εκκλησιαστικών ύμνων δεν αλλάζει καθόλου το νόημά τους, αλλά μάλλον συμβάλλει στην έξαρση και στη ζωντανή αποδοχή τους, έτσι και οι προσθήκες των προσευχών του Γέροντα Σωφρόνιου τον βοηθούσαν να πλησιάζει τις εσώτατες μυστικές χορδές της ψυχής του και να τις διεγείρει. Φέρνοντας σε φως το περιεχόμενο των προσευχών του δεν είχε πρόθεση να τις επιβάλλει σε κανένα, όπως ακριβώς ο μελωδός παραθέτει τη δημιουργία του στην ελεύθερη χρήση των ενδιαφερομένων, χωρίς να υποχρεώνει και να βιάζει κανέναν.
Η σημερινή εποχή κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως “εποχή της απελπισίας”, αφού τα βάθη της που κυκλώνουν τον κόσμο, ατομικά και συλλογικά, είναι αφόρητα. Οι μεγάλες επαναστάσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και η φιλοσοφική και ηθική απελευθέρωση του μεταχριστιανικού κόσμου, αντί να τον ανακουφίσουν, φαίνεται ότι έχουν αυξήσει τη γενικότερη αίσθηση απελπισίας του ανθρώπου, με την ψευδή αίσθηση ελευθερίας και ασφάλειας που ευαγγελίζονται. Κάθε κύτταρο της κοινωνίας φαίνεται ότι όχι μόνο έχει προσβληθεί, αλλά και ότι συμμετέχει στις τρομακτικές αλλαγές που συντελούνται σε σημείο ώστε “οι άνθρωποι του αιώνος ημών συχνάκις, παρά την θέλησιν αυτών, γίνονται ηθικοί συνεργοί ατελευτήτων τοπικών η και παγκοσμίων εισέτι αδελφοκτονιών” στερούμενοι της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Μπροστά στις τραγικές καταστάσεις, που αντιμετωπίζονται πρώτα σε προσωπικό επίπεδο μέσα στην καρδιά του καθενός και στη συνέχεια επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας, πολλοί οδηγούνται σε απόγνωση.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ τονίζοντας με έμφαση τη δύναμη της προσευχής για όλο τον κόσμο, προσφέρει ελπίδα σε έναν κόσμο βυθισμένο στην άβυσσο της απόγνωσης. Έχοντας αποκτήσει πλήρη επίγνωση του μεγαλείου του ανθρώπου σύμφωνα με το σχέδιο του Δημιουργού του αλλά και της ομοουσιότητας όλων των ανθρώπων, αφιέρωσε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στην προσευχή για τη σωτηρία όλης της ανθρωπότητας. Αφού καθάρισε την καρδιά του και ελευθερώθηκε από τα δεσμά των παθών, έγινε το δοχείο εκείνο της χάρης του Θεού, στο οποίο ενεργούσε η ικεσία υπέρ του σύμπαντος κόσμου.
Ένιωθε τον πανανθρώπινο πόνο και τον ανέβαζε με την δέησή του στο θρόνο του Θεού, ιδιαίτερα όταν τελούσε τη θεία Λειτουργία, για να έλθει η λύτρωση στον κάθε θλιβόμενο άνθρωπο. Τα λόγια της λειτουργικής προσευχής, ως μορφή, περιεχόμενο και στόχος –επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, επιδιώκουν όχι μόνο το φωτισμό και τη σωτηρία του ανθρώπου αλλά και τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, κάτι που βίωνε ο Γέροντας Σωφρόνιος σε όλο το ύψος και το βάθος. Η αγάπη και ο πόθος για την ψυχική ωφέλεια του πλησίον είχε πλατύνει τόσο πολύ την καρδιά του, ώστε να χωράει τον κάθε άνθρωπο. Όλο του το είναι είχε διευρυνθεί από την αδιάλειπτη ικεσία για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος που ξεκίνησε από τη Ρωσία και η λάμψη του πνεύματός του έφθασε μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, κατάλαβε όσο ελάχιστοι την καρδιά των προβλημάτων που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο και μας αποκάλυψε τον ορθό δρόμο για την υπέρβασή τους. Η αρχή που διέπει τη διδασκαλία του για την υποστατική προσευχή, είναι η βιωμένη από τον ίδιο αλήθεια, ότι δε λύνει τα προβλήματα του κόσμου ο σκεπτόμενος άνθρωπος, αλλά ο προσευχόμενος. Η λύση των παγκόσμιων αδιεξόδων της εποχής μας δε δίνεται με ρητορείες και ακατάσχετο βερμπαλισμό, αλλά μόνο όταν η δέηση του ανθρώπου αποκτήσει συμπαντικές διαστάσεις. Η πληθώρα των διεθνών συνεδρίων πάνω σε ποικίλα θέματα που αφορούν τον άνθρωπο δεν έχει φέρει τα πολυαναμενόμενα αποτελέσματα.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος καταθέτει τη δική του εμπειρική αλήθεια, η οποία είναι αλήθεια της Εκκλησίας, για τα ευεργετικά αποτελέσματα της ικεσίας για όλη την ανθρωπότητα. Αυτή η προσευχή είναι ένα δυνατό όπλο για τον έλεγχο του ευρέως διαδεδομένου κακού που διαφθείρει το σύγχρονο κόσμο. Κάθε πιστός πρέπει να αρχίσει από την έρευνα του βάθους της δικής του καρδιάς, να προσευχηθεί για τον εαυτό του και έπειτα να πλατυνθεί σε δέηση για όλη την ανθρωπότητα και την κτίση ολόκληρη.
Στο σύγχρονο κόσμο, όπου επικρατεί η εγωϊστική απομόνωση και η αλαζονική εγκατάλειψη του πλησίον εξαιτίας της άρνησης της θείας ζωής της αγάπης, ο κόπος και ο αγώνας της προσευχής για όλο τον κόσμο από όλους τους πιστούς μπορεί να γίνει προάγγελος αληθινής κοινωνίας ψυχών, μυστική ανατροπή των ποικίλων και αναρίθμητων παραχαραγμένων, εμπαθών, κενόδοξων και ειδωλολατρικών ειδών αγάπης των καιρών μας. Η πρακτική αγάπη, ως φανέρωση της δύναμης της αδιάλειπτης προσευχητικής προσπάθειας για όλο το ανθρώπινο γένος, λαμβάνοντας σταυρικό και θυσιαστικό περιεχόμενο, μπορεί να αντισταθεί στην άθεη και μικρόψυχη υπαρξιακή ανασφάλεια των νέων ατομοκεντρικών φιλοσοφιών.
Με την ικεσία για όλο τον κόσμο ο άνθρωπος χαρισματικά ξεφεύγει από το μικρόκοσμό του και ευρύνεται συμπαντικά στο μεγαλόκοσμο της αγάπης και της προσευχής, προσβλέποντας και ποθώντας την εσχατολογική τελείωση όλων των ανθρώπων στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Αυτός είναι και ο σκοπός του μοναχισμού, αφού ο μοναχός όταν εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο, το κάνει για να τον ευλογήσει αμέσως από τον τόπο της αναχώρησής του και να τον φέρει μέσα στην αδιάλειπτη ικεσία του.
Η προσευχή για όλο τον κόσμο είναι σύμφωνη με το ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας που δεν αρνείται τον άνθρωπο, που δεν αδιαφορεί για τη φύση και που φροντίζει στοργικά όλα τα πλάσματα του Θεού.
Ο Γέροντας είχε σταθερά διαμορφωμένη στη συνείδησή του και πάντοτε τον ήλκυε ο Εσταυρωμένος για τις αμαρτίες του κόσμου Χριστός και μιμούμενος Αυτόν αφιέρωσε τη ζωή του στη δέηση για όλο τον κόσμο. Αυτή η διδασκαλία του αποκτά ιδιάζουσα σπουδαιότητα για εμάς σήμερα, αφού ο Γέροντας έζησε στη δική μας εποχή, έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος, δείχνοντάς μας παράλληλα το δρόμο για την υπέρβασή τους, που δεν είναι άλλος από το δρόμο της ικεσίας για όλη την οικουμένη.
Η διδασκαλία του έχει οικουμενικό χαρακτήρα, αφού μιλώντας για την αγάπη προς όλο το ανθρώπινο γένος και την προσευχή για τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου, φανερώνει τον πραγματικό ορθόδοξο οικουμενισμό και το ορθόδοξο ήθος. Αποκαλύπτεται έτσι η χριστιανική παγκοσμιότητα, που έρχεται να δώσει την απάντηση στο γνήσιο πόθο για παγκοσμιότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Για το Γέροντα Σωφρόνιο το βαθύτερο νόημα της βίωσης της ενότητας και καθολικότητας της Εκκλησίας είναι η ενότητα των μελών της καθ’ ομοίωση της ενότητας της Αγίας Τριάδας, πράγμα που αποτελεί και τον εσχατολογικό πόθο των μελών της και γίνεται αισθητή μέσω της προσευχής για όλο το ανθρώπινο γένος. Βεβαίως δεν πρόκειται απλώς για μία ανθρώπινη, ψυχολογική ενότητα αλλά για το αποτέλεσμα της ενέργειας της χάριτος του Θεού που πραγματώνει την εικόνα Του. Ουσιαστικά πρόκειται για προβολή του θείου πολύ – υποστατικού τρόπου ύπαρξης στο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η δέηση για όλο τον κόσμο δεν αφορά μόνο τους ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά είναι έργο και των λαϊκών, αφού όλοι ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία και όλοι έχουμε το ίδιο χρέος αγάπης προς το συνάνθρωπο, ο καθένας κατά τα μέτρα του. Χρειάζεται να υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτή σκέψη, θυσιαστικό φρόνημα και θέληση για διακονία. Εξάλλου η πνευματική ζωή είναι μία, και συνεπώς και ο μοναχός και ο χριστιανός που ζει στον κόσμο επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ενώ οι αρετές που οφείλουν να καλλιεργήσουν είναι ίδιες, μόνον που οι αναλογίες διαφέρουν κατά τις ποικιλόμορφες καταστάσεις του βίου. Όπως ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ο μαθητής του Γέροντας Σωφρόνιος, έτσι και ο χριστιανός με την άσκησή του, προσπαθώντας να βαδίσει την οδό της «Γεσθημανίου» αυτής προσευχής, αποκτά την κατάσταση του Χριστού. Όπως ο Χριστός φέρει μέσα του όλη την ανθρωπότητα, έτσι και αυτός ευρύνεται πνευματικά, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και καθίσταται παγκόσμιος και αυθεντικός.
Ο χριστιανός αποδεχόμενος καθένα από τα βιώματά του ως αποκάλυψη για τα παθήματα όλου του ανθρώπινου γένους και συμπάσχοντας με όλη την ανθρωπότητα αρχίζει να ικετεύει για όλο τον Αδάμ, για όλη την οικουμένη όπως και για τον ίδιο τον εαυτό του. Στην προσευχή αυτή ο άνθρωπος ανακαλύπτει την υποστατική του αρχή καθώς διανοίγεται ως αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητας του Χριστού, που προσευχόταν για όλους και πρόσφερε τη σωτηρία σε όλους. Έτσι αποκτά ο άνθρωπος την βεβαιότητα ότι μπορεί να γίνει αληθινό και αυθεντικό πρόσωπο, όπως ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, κατά χάριν βέβαια και όχι κατ’ ουσίαν.