Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Η άσκηση της προσευχής του Ιησού (Γ. Σωφρονίου)




Στο κεφάλαιο αυτό θα αποπειραθώ να εκθέσω όσο γίνεται συντομότερα τις πιο ουσιώδεις απόψεις για την προσευχή του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, καθώς και την πλέον υγιαίνουσα διδασκαλία για την άσκηση αυτή την οποία συνάντησα στο Άγιο Όρος.

Για πολλά χρόνια οι μοναχοί προφέρουν την προσευχή αυτή με το στόμα, χωρίς να αναζητούν τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου με τη καρδιά. Η προσοχή τους συγκεντρώνεται στη συμμόρφωση της καθημερινής ζωής τους στις εντολές του Χριστού. Η αιωνόβια πείρα της ασκήσεως αυτής έδειξε ότι ο νους ενώνεται με την καρδιά δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός περάσει την σταθερή πείρα της υπακοής και της εγκράτειας, όταν ο νους του, η καρδιά και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς από την εξουσία της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρό οι Πατέρες μερικές φορές επιτρέπουν να προσφεύγουμε στην τεχνητή μέθοδο εισαγωγής του νου στην καρδιά. Για το λόγο αυτό ο μοναχός, δίνοντας κατάλληλη θέση στο σώμα και κλίνοντας την κεφαλή προς το στήθος, νοερά προφέρει την προσευχή εισπνέοντας ήσυχα τον αέρα με τις λέξεις: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέοντας τελειώνει την προσευχή: «ελέησον με (τον αμαρτωλό)». Κατά τον χρόνο της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνηση του εισπνεόμενου αέρα και συγκεντρώνεται στο άνω μέρος της καρδιάς. Κατά την εργασία αυτήν για κάποιο χρονικό διάστημα η προσοχή μπορεί να διαφυλαχτεί αδιάχυτη και ο νους να παραμείνει κοντά στην καρδιά, ακόμη δε και να εισέλθει μέσα της. Η πείρα θα δείξει ότι ο τρόπος αυτός θα δώσει στο νου τη δυνατότητα να δει όχι αυτή τη φυσική καρδιά, αλλά εκείνο που γίνεται μέσα της: Τί είδους αισθήματα μπαίνουν σε αυτή· τί είδους νοερές εικόνες την πλησιάζουν απ’ έξω. Αυτή η άσκηση θα οδηγήσει τον μοναχό να αισθάνεται την καρδιά του και να διαμένει σε αυτή με την προσοχή του νου χωρίς να χρησιμοποιεί πλέον οποιαδήποτε «ψυχοσωματική τεχνική».

Η τεχνητή μέθοδος μπορεί να βοηθήσει τον αρχάριο να βρει τον τόπο, που οφείλει να σταθεί η προσοχή του νου κατά την προσευχή και γενικά σε κάθε στιγμή. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό. Αυτή δεν έρχεται διαφορετικά, παρά μόνο με την πίστη και τη μετάνοια, οι οποίες είναι η μόνη βάση γι’ αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, όπως έδειξε η μακρά πείρα, έγκειται στο ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία σ’ αυτήν καθ’ εαυτή την μέθοδο. Προς αποφυγή της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων στους αρχάριους ασκητές άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλά ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμότερος δηλαδή: να συγκεντρώνεται η προσοχή στο Όνομα του Ιησού Χριστού και στα λόγια της ευχής. Όταν η συντριβή για τις αμαρτίες φθάσει σε ορισμένο βαθμό, τότε ο νους με τρόπο φυσικό ενώνεται με την καρδιά.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Στους αρχάριους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Στο πρώτο μέρος της προσευχής ομολογούμε τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Στο δεύτερο μέρος με μετάνοια αναγνωρίζουμε την πτώση μας, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσή μας. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με την μετάνοια απεργάζεται την προσευχή πληρέστερη κατά το θετικό της περιεχόμενο. Είναι δυνατόν να καθορίσουμε μερικά στάδια στην ανάπτυξη της προσευχής αυτής:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέμε την προσευχή με τα χείλη, ενώ προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο Όνομα και τις λέξεις.

Η "θεία απόγνωση" ως πηγή φλογερής προσευχής Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


 
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

Ενθυμούμαι εκείνον τον καιρόν, ότε εγκατέλειψα την ενασχόλησιν μου εις την τέχνην και, ως εφαίνετο, παρεδόθην πλήρως εις τον Χριστόν.
Πολλοί επιφανείς αντιπρόσωποι της ρωσικής κουλτούρας – της πνευματικής και της ανθρωπιστικής – ωμίλουν μετά πάθους ότι ο κόσμος εισήλθεν εις τραγικήν εποχήν· ότι πάντες όσοι έζων υπευθύνως ώφειλον να εννοήσουν την ηθικήν αναγκαιότητα να περιληφθούν εις την τραγωδίαν ταύτην, ήτις εκύκλωσεν όλην την οικουμένην, να συμμετάσχουν εις αυτήν, να συνεργήσουν κατά το μέτρον των δυνάμεων αυτών εις την εύρεσιν ευνοϊκής διεξόδου και τα όμοια.
Μετά βαθέος σεβασμού ήκουον τους σπουδαίους αυτούς ανθρώπους, αλλά δεν ηδυνάμην να ακολουθήσω τα ίχνη αυτών: Εσωτερική τις φωνή επληροφόρει εμέ ότι η οδός αυτών δεν ήτο δι’ εμέ. Ούτω, δεν έπαυον να δέωμαι του Θεού, όπως οδηγήση εμέ εις τοιαύτας συνθήκας, εις τοιούτον μέρος, όπου εγώ, ο πένης και αμαθής, θα ηδυνάμην να εύρω σωτηρίαν. Εν ταις προσευχαίς μου εξέθεσα εις τον Θεόν το σχέδιον και τα προγράμματα μου· και Ούτος εξεπλήρωσε τα πάντα μετά μαθηματικής ακριβείας. Ερρίφθην υπό της φιλανθρώπου χειρός Αυτού εν τω μέσω των ασκητών του Άθωνος.
Εκεί, εν τω Αγίω Όρει, εύρον τας αναγκαίας δι’ εμέ συνθήκας: μακράς ακολουθίας, κατά το πλείστον νυκτερινάς· απλάς εργασίας, αίτινες δεν απήτουν διανοητικήν έντασιν· την δυνατότητα να ζήσω εν υπακοή, μη σκεπτόμενος πώς ο ηγούμενος και οι συνεργάται αυτού, γέροντες του Μοναστηρίου, διοικούν πάντα τα πράγματα της Μονής. Ελεύθερος από πάντων των βιοτικών προβλημάτων, ηδυνάμην να προσεύχωμαι αδιαλείπτως ημέρας και νυκτός. Ολίγος χρόνος παρέμενε δια την ανάγνωσιν βιβλίων, ενίοτε ημίσεια ή και ολιγώτερον ώρα, καθ’ ημέραν. Αλλ’ ο Κύριος ήτο μετ’ εμού· δεν απεσπώμην απ’ Αυτού ούτε επί βραχύ τι λεπτόν.
Η καρδία μου εφλέγετο απάυστως. Ο νους μου, ως επί βράχου, ίστατο επί του λόγου του Θεού. Και εν τη ψυχή μου δεν εκρύπτετο ουδεμία κίνησις αλλοτρία προς το Πνεύμα του Χριστού, προκαλουμένη εκ των ισχυρών επιθέσεων των εναντίων δυνάμεων. Προσηυχόμην ως άφρων εκ της κατεχούσης εμέ φρίκης δι’ ό,τι ήμην και είμαι εισέτι. Η καρδία και ο νους μου εγένοντο πεδίον συγκρούσεων μεταξύ του Χριστού και του Εχθρού, κολοσσού κοσμικών διαστάσεων.
Κατ’ εκείνην την περίοδον εβάδιζον επί αοράτου σχοινίου επάνω αβύσσων. Παράδοξος απόγνωσις κατείχεν εμέ εξ όλων των κατευθύνσεων, όν τρόπον τα ύδατα περιβάλλουν  τον καταποντούμενον άνθρωπον. Λέγω «παράδοξος» διότι ότε το αίσθημα της απογνώσεως απεχώρει απ’ εμού, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Εξ αυτής της απογνώσεως, ως εξ ηφαιστείου, επήγαζε φλογερά προσευχή· ως ο Απόστολος Πέτρος έκραζον προς τον Παντοκράτορα Χριστόν: «Κύριε σώσον με»!
Ούτω, μετ’ εντάσεως ποικίλης δυνάμεως παρήρχοντο μήνες και έτη. Είναι αδύνατον να περιγράψω το παν. Βραδύτερον ηδυνάμην να εννοήσω ότι τούτο επετράπη εις εμέ δια την υπερήφανον, ασύνετον πτώσιν μου. Κατενόησα ότι ακολουθούντες τον Χριστόν-Θεόν ριπτόμεθα κατά τινα φυσικόν τρόπον εις τους απεράντους ωκεανούς του πνεύματος. Το εν Χριστώ ζην σημαίνει να αισθανθή τις Αυτόν ως τον αληθώς Νικητήν του θανάτου: «Εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, … ουκ … ίνα κρίνω …, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον …» (Ιωάν. 12,46-47). «Τα πρόβατα τα Εμά … ακολουθούσι Μοι, καγώ ζωήν αιώνιον δίδωμι αυτοίς, και ου μη απόλωνται εις τον αιώνα, και ουχ αρπάσει τις αυτά εκ της χειρός Μου» (Ιωάν. 10,27-28 κ.α.).

Προσευχή για το κάθε τι Το καθ' ομοίωσιν ως επίκεντρο τής ζωής μας Γέρων Σοφρώνιος



Πηγή: Αρχιμανδρίτου Σοφρωνίου: "Περί Πνεύματος και ζωής πνευματικά κεφάλαια")

195. Στην κοινή ζωή η υπακοή μας επιτρέπει σιγά-σιγά να κατανοήσουμε την ψυχολογία των άλλων προσώπων. Μαθαίνοντας να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια προσώπων που του μοιάζουν. Έτσι, προοδευτικά, εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για όλη την ανθρωπότητα. Το πνεύμα μας πρέπει ν’ αναπτυχθεί σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου είναι, και όχι μόνο στο επίπεδο των καθημερινών φροντίδων και δυσκολιών. Οι μικρές αυτές εργασίες, οι προστριβές που τις συνοδεύουν, είναι ασφαλώς αναπόφευκτες, αλλά δεν είναι ο τελικός σκοπός της ζωής μας. Ο προορισμός μας είναι να γίνουμε «καθ’ ομοίωσιν» του Χριστού. Εάν όμως «εγώ» δεν μπορώ να φέρω μέσα μου μια μικρή αδελφότητα, πώς θα μπορούσα να αγκαλιάσω, όπως ο Χριστός, το σύνολο της ανθρωπότητας μέσα στο χρόνο και το χώρο;
196. Να ζούμε χριστιανικά σημαίνει να γίνουμε όμοιοι με τον Χριστό, να έχουμε τις ίδιες κινήσεις της καρδιάς, το ίδιο φρόνημα με τον Υιό του Πατρός, όπως μας λέγει ο Απόστολος Παύλος. Αν έχουμε επίγνωση του σκοπού αυτού, αν βρισκόμαστε με όλο μας το είναι στην εσωτερική αυτή κίνηση, ο νους δε θα χαθεί στα μικροπράγματα. Οι επιθυμίες, οι ζήλιες, οι προστριβές και τα μικρά προβλήματα της καθημερινής ζωής θα περάσουν εντελώς απαρατήρητα.
197. Τελούμε από κοινού τη Λειτουργία. Αλλά πληρώνουμε το τίμημά της: Ο καθένας μας οφείλει να φροντίζει για τη σωτηρία όλων. Η ζωή μας είναι ατελεύτητο μαρτύριο.
198. Δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή κατά την εργασία. Μεταβάλλετε ό,τι οφείλετε να κάνετε σε προσευχή. Ανοίγετε μια πόρτα, ζητείστε από τον Κύριο ν’ ανοίξει για σας την πόρτα της μετανοίας. Κτίζετε, αναλογισθείτε ότι κοπιάζετε ματαίως και ότι τίποτε δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, αν ο Ίδιος  ο Θεός δεν συμμετέχει στην οικοδομή. Δε συνηθίζω ν’ αναζητώ πνευματικές συμβουλές από αρχηγούς κρατών και στρατηγούς, αλλά η περίπτωση του Κρόμγουελ είναι ενδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος για κάποια μάχη προσευχόταν: «Κύριε, θα είμαι πολύ απασχολημένος σήμερα· ενδέχεται να Σε ξεχάσω, αλλά Συ μη με ξεχάσεις».
199. Μηχανευθείτε τρόπους να είστε με τον Θεό!
200. Στο Άγιον Όρος, όταν ήμουν ακόμη δόκιμος, ένας γέρος μοναχός μου είπε κάποια μέρα το εξής αξιόλογο σχετικά με τις πιο ταπεινές  εργασίες: «Καμιά εργασία δεν υποβιβάζει την αξία του ανθρωπίνου προσώπου. Μόνο η αμαρτία υποβαθμίζει τη Θεία ζωή μέσα μας». Οι εργασίες που δεν μπορούν να καταστούν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στην πνευματική ζωή. Αν είμαι μάγειρας, ετοιμάζω το φαγητό προσευχόμενος γι’ αυτούς που αγαπά ο Κύριος μας. Δεν υπάρχει εδώ πάθος. Ταυτοχρόνως η εργασία αυτή έχει μεγάλη αξία, γιατί μου επιτρέπει να υπηρετώ τους ανθρώπους που αγαπά ο Χριστός. Μπορούμε να ζούμε με ειρήνη, αν κρατάμε τέτοια στάση.
201. Ποιος θα είναι ο πρώτος; Ο Κύριος λέει: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού … και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33). Αυτή είναι η αρχή μας, έστω και αν ακόμη η υλική ζωή μας επιβάλλεται από το πρωΐ ως το βράδυ. Οι στόχοι της ζωής του κόσμου είναι άλλοι, και κανείς δεν έχει πια χρόνο να προσεύχεται.
202. Όταν ο νους και η καρδιά μας στρέφονται προς τον Θεό, όλα γίνονται εύκολα. Χωρίς τη δυναμική αυτή κίνηση προς τον Θεό, η ζωή χάνει το νόημά της.
203. Στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος μου έτυχε κάποτε να έχω ταυτοχρόνως ως δεκατέσσερα διακονήματα. Το ανέφερα στον πνευματικό μου: «Δεν κατορθώνω να εκπληρώσω τα καθήκοντά μου: Έχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μου απάντησε: «Κάνεις λάθος, δεν έχεις παρά ένα μόνο». –«Αλλά, πατέρα μου, απήντησα, έχω δεκατέσσερα!». –«Όχι, μου είπε πάλι, δεν κάνεις παρά ένα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά και προχώρησε στο επόμενο …».

Η αγάπη για τους εχθρούς και τα παθήματα Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ Πηγή: Βιβλίο "Περί Πνεύματος και ζωής πνευματικά κεφάλαια"



54. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Όντως, είναι δύσκολο. Είναι οδυνηρό. Το ηθικό όμως κάλλος του Χριστού μάς ελκύει σε τέτοιο σημείο, ώστε να είμαστε έτοιμοι να υπομείνουμε όλες τις δοκιμασίες, προκειμένου να υψωθούμε δια του Πνεύματος Του. Άλλη επιλογή δεν υπάρχει.
55. Ο Χριστός προσέφερε τη θεία Του ζωή σ’ αυτούς που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα Του, αλλά έλαβε ως απάντηση το μίσος. Σήμερα, μετά από δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού, τί βλέπουμε; Ο σύγχρονος κόσμος χάνει όλο και περισσότερο τον Χριστό, τη ζωή την αιώνια. Το βαθύ σκοτάδι των αμαρτωλών παθών, το μίσος, η καταδυνάστευση, οι πόλεμοι όλων των ειδών, διαμορφώνουν τη γήινη ύπαρξη μας. Στην προκειμένη κατάσταση ο Χριστός δίνει σ’ αυτούς που αποφασίζουν να Τον ακολουθήσουν την εντολή: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Γιατί ο κόσμος φοβάται έναν τέτοιο Θεό; Μπορεί κανείς να βρει καλύτερη αρχή από αυτή: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, αγαπάτε τους εχθρούς υμών»;
56. Δεν μπορεί κάποιος να αγαπά χωρίς να πάσχει. Η μεγαλύτερη οδύνη είναι ν’ αγαπά μέχρι τέλους. Ο Χριστός αγάπησε τόσο πολύ, ώστε παραδόθηκε σε φρικτό θάνατο. Οι Άγιοι το ίδιο. Ο παράδεισος και η κόλαση έχουν πάντοτε αυτό το τίμημα. Η προσευχή για τον κόσμο είναι καρπός εξαιρετικά βαθιάς και οξείας οδύνης.
57. Ν’ ακολουθήσουμε τον Χριστό αναβαίνοντα στο Γολγοθά. Αυτή η ανάβαση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ο αγώνας του Χριστού από αγάπη για όλο τον κόσμο. Όταν ο αγώνας διεξάγεται στο επίπεδο του κόσμου και των παθών, οι άνθρωποι εξαντλούνται και γερνούν πολύ γρήγορα. Όταν όμως τα παθήματα προέρχονται από την πάλη εναντίον των παθών με Πνεύμα Χριστού, οι άνθρωποι αναγεννώνται.
58. Τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό από το να έχει κάποιος την αγάπη του Χριστού σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό είναι πάλη κοσμικών διαστάσεων.
59. Πώς να βαδίσουμε προς τον Θεό; Όταν τείνουμε στο μοναδικό αυτό σκοπό, όλα τα άλλα γίνονται πηγή παθημάτων και πόνου. Όμως φέρουμε το σταυρό αυτό σιωπηλά.
60. Ιδού το παράδοξο της χριστινανική ζωής: Διαλέγοντας τα παθήματα του Χριστού για τον κόσμο, έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε πιο κοντά σ’ Αυτόν και στην αιώνια ζωή.
61. Όταν αποφασίζουμε ν’ ακολουθήσουμε τον Χριστό κάθε μέρα της ζωής μας γίνεται μέρα παθημάτων, δακρύων και πόνου. Κατά καιρούς εγείρεται το ερώτημα: «Κύριε, γιατί μας έπλασες έτσι, ώστε να πρέπει να περάσουμε από τόσα παθήματα»; Αδυνατούμε να εννοήσουμε ότι αυτή η αρνητική εμπειρία είναι η οδός της σωτηρίας.
62. Η ύπαρξη πάνω στη γη είναι για τον άνθρωπο πόνος χωρίς τέλος. Γιατί υποφέρουμε όλα αυτά; Διότι ο Δημιουργός ήλθε και κατοίκησε μαζί μας. Και τώρα Τον γνωρίζουμε προσωπικά.
63. Κτισθήκαμε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Όταν συγκρίνουμε την πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής με τη θεία αυτή αποκάλυψη, πέφτουμε στην απελπισία. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να ενεργούμε εδώ και τώρα ως χριστιανοί; Επειδή πρόκειται για τη θεία και αιώνια ζωή. Για μας που προήλθαμε από το μηδέν, ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη μικρότητα μας, την πτώχεια μας και σ’ αυτόν τον τόσο υψηλό και άπειρο σκοπό;

Ο αγώνας τής Προσευχής και τών έξωθεν περισπασμών Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)


 
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

Είναι μέγα δώρον η θεωρία της αιωνιότητος εν τω απροσίτω Φωτί της Θεότητος. Όσοι εγεύθησαν της μακαριότητος ταύτης δεν επιθυμούν την απόκτησιν των προσκαίρων αγαθών.
Η χάρις της δυνάμεως ταύτης δεν παραμένει αχωρίστως μετά του ανθρώπου, και το Φως μειούται εν τη ψυχή. Εκ της στερήσεως ενός τοιούτου Θεού πάσχει η όλη ύπαρξις ημών. Παρόμοιαι εγκαταλείψεις είναι απαραίτητοι εις πάντας και εις έκαστον, όπως ουδείς επαναπαύηται επί των «δαφνών» των επιτευγμάτων αυτού, αλλά συνεχώς να ακολουθή οπίσω του Κυρίου του αναβαίνοντος εις τον Γολγοθάν, το υψηλότερον πάντων των ορέων επί του επιπέδου του Πνεύματος. Όσον ανεπαρκές και εάν είναι έν τοιούτον εγχείρημα, εν τούτοις αναγεννά τον άνθρωπον, μεταδίδον εις αυτόν νέαν δύναμιν, όπως πραγματοποιήση την ομοίωσιν αυτού προς τον Χριστόν.
«Ιησού, ο Σωτήρ ημών, σώσον με τον αμαρτωλόν».
Όταν προσευχώμεθα εν ησύχω και ερήμω τόπω, τότε συχνάκις όλοι οι μάταιοι λογισμοί συγκεντρούνται επιμόνως πέριξ του νοός, αποσπώντες την προσοχήν ημών από της καρδίας. Η προσευχή φαίνεται άκαρπος, διότι ο νους δεν μετέχει εις την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού, και μόνον τα χείλη προφέρουν μηχανικώς τους λόγους. Όταν δε λαμβάνη πέρας η προσευχή, τότε συνήθως οι λογισμοί απομακρύνονται και ημείς επανευρίσκομεν την γαλήνην ημών. Εν τω ανιαρώ τούτω φαινομένω υπάρχει εν τούτοις νόημα: Δια της επικλήσεως του Θείου Ονόματος θέτομεν εις κίνησιν παν το κεκρυμμένον εντός ημών. Η προσευχή ομοιάζει προς δέσμην ακτίνων φωτός, ήτις πίπτει εις τον σκοτεινόν τόπον της εσωτερικής ημών ζωής και αποκαλύπτει, οποία πάθη και προσκολλήσεις εμφωλεύουν εντός ημών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις οφείλομεν εντόνως να προφέρωμεν το Άγιον Όνομα, όπως το αίσθημα της μετανοίας αυξηθή εν τη ψυχή.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Το πνεύμα ημών, άφθαρτον κατά την Βουλήν του Θεού περί ημών, καταπονείται εν τη στενή φυλακή των αμαρτωλών παθών. Όσον βαθύτερος είναι ο πόνος ημών εκ της συνειδήσεως της αποστάσεως ημών από του Θεού ένεκα της αμαρτίας, τοσούτον εντονωτέρα είναι η ορμή της ψυχής ημών προς τον Θεόν, και μετά μεγάλου πόθου, πολλών δακρύων, προσεύχηται αύτη αναζητούσα την ένωσιν μετ’ Αυτού. Και Ούτος δεν εξουδενοί συντετριμμένην καρδίαν, αλλ’ έρχεται προς ημάς· η δε βαθεία καρδία του ανθρώπου συνειδητοποιεί την συγγένειαν αυτής μετ’ Αυτού, Όστις «ευαισθήτως» είναι παρών και ενεργεί εν ημίν. Εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι και το σώμα ημών, δια του ιδιάζοντος εις αυτό τρόπου, δέχεται την πνοήν του Ζώντος Θεού.
«Ιησού, Υιέ του Θεού του Ζώντος, ελέησον ημάς».
Η κληρονομία την οποίαν έδωκαν εις ημάς οι Πατέρες περικλείει ωσαύτως και υποδείξεις δια τας οδούς προς την Θεογνωσίαν, τουτέστι δια την πάλην εκείνην, την οποίαν ετέλεσαν εν τω εσωτερικώ αυτών κόσμω προς τον εν εκάστω εξ ημών ζώντα «νόμον της αμαρτίας» (Ρωμ. 7,23) - το τραγικόν τούτο επακόλουθον της πρώτης μεγάλης πτώσεως του ανθρώπου. Εκείνος, όστις εισέρχεται εις το στάδιον της πολυπλέρου πάλης προς απόκτησιν της αγίας αιωνιότητος, αντιμετωπίζει την αναγκαιότητα να αντισταθή εις την διαφθείρουσαν επίδρασιν του περιβάλλοντος ημάς κόσμου, όστις αποστρέφεται την προσευχήν. Και πάλιν, η καλυτέρα άμυνα προς τούτο θα είναι:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Το Όνομα του Ιησού Χριστού είναι δια τον πιστόν όμοιον προς υψηλόν τείχος φρουρίου. Δεν είναι εύκολον εις τον εχθρόν να διεισδύση δολίως εντός αυτού δια των βαρειών και σιδηρών πυλών, εάν η προσοχή ημών δεν διαχέηται εις εξωτερικούς περισπασμούς. Η προσευχή δια του Ονόματος Αυτού δίδει εις την ψυχήν δύναμιν, ουχί μόνον όπως αντισταθή εις τας επιβλαβείς έξωθεν επιδράσεις, αλλά και – πλείον τούτων – δυνηθή να επιδράση εις το περιβάλλον εν τω οποίω ζη: να εξέλθη τρόπον τινα εκ του εσωτερικού βάθους της καρδίας και εν αγάπη και ειρήνη να κοινωνήση μετά των αδελφών. Η ειρήνη και η αγάπη, τας οποίας ενετείλατο ο Θεός, αυξανόμεναι γίνονται πηγή φλογεράς προσευχής υπέρ όλου του κόσμου. Το πνεύμα του Χριστού εξάγει ημάς εις τας εκτάσεις της αγάπης, ήτις εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Εν τοιαύτη καταστάσει η ψυχή προσεύχηται μετά μεγάλης εντάσεως:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Σωτήρ ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει την θέλησιν του ανθρώπου, αλλά και Αυτόν ουδείς δύναται να εξαναγκάση εις ό,τιδήποτε. Εν τη προσευχή ημών αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν εν τη ενότητι και ολότητι του είναι ημών, πρωτίστως εν τη ενώσει του νοός μετά της καρδίας. Δια την επίτευξιν της μακαρίας ταύτης ενώσεως των δύο κυριωτέρων δυνάμεων της προσωπικότητος ημών εις ουδέν τεχνητόν μέσον (ψυχοτεχνική) καταφεύγομεν. Κατ’ αρχάς ασκούμεν τον νουν να ίσταται μετά προσοχής εν προσευχή, ως οι Πατέρες διδάσκουν ημάς, τουτέστι προφέρομεν απερισπάστως το Όνομα του Ιησού Χριστού και τους λοιπούς λόγους της προσευχής. Η μετά προσηλώσεως επίκλησις του Ονόματος του Θεού, συνοδευομένη μετά του καθ’ ημέραν αγώνος, όπως ζήσωμεν κατά τας εντολάς του Ευαγγελίου, έχει ως αποτέλεσμα την ένωσιν του νου μετά της καρδίας εις μίαν φυσικήν και ενιαίαν πράξιν.
Ουδέποτε πρέπει να σπεύδωμεν εν τω ασκητικώ ημών αγώνι. Είναι απαραίτητον όπως απορρίψωμεν τον λογισμόν, όστις προτρέπει ημάς να επιτύχωμεν το μέγιστον αποτέλεσμα εν ελαχίστω χρονικώ διαστήματι. Η πείρα των αιώνων κατέδειξεν ότι η δια της οδού της ψυχοτεχνικής μεθόδου επιτυγχανομένη ένωσις (του νου και της καρδίας) δεν διαρκεί επί μακρόν· και το πλέον σημαντικόν, δεν οδηγεί εις την ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού. Το ερώτημα της αιωνίου σωτηρίας τίθεται ενώπιον ημών υπό την πλέον βαθείαν έννοιαν. Προς τούτο οφείλει να αναγεννηθή όλη η φύσις ημών: Η σαρκική να μεταποιηθή εις πνευματικήν. Όταν δε ο Κύριος ευρίσκη ημάς ικανούς να δεχθώμεν την χάριν Αυτού, τότε δεν βραδύνει να έλθη εις απάντησιν της ταπεινής ημών επικλήσεως. Η έλευσις Αυτού ενίοτε τοσούτον απορροφά ημάς, ώστε και η καρδία και ο νους είναι καθ’ ολοκληρίαν απησχολημένοι μόνον μετ’ Αυτού. Ο ορατός ούτος κόσμος παραχωρεί την θέσιν αυτού εις την πραγματικότητα άλλης,  υψηλοτέρας τάξεως. Ο νους παύει να διασκορπίζηται: Γίνεται όλος προσοχή. Η καρδία δε έρχεται εις κατάστασιν, την οποίαν δυσκόλως δυνάμεθα να περιγράψωμεν. Είναι αύτη πλήρης φόβου, αλλά ευλαβούς φόβου, ζωοποιού. Τότε ο άνθρωπος αναπνέει μετά συστολής: Ο Θεός οράται και εντός και εκτός· πληροί τα πάντα και ο όλος άνθρωπος (πνεύμα-νους, καρδία-αίσθησις και το σώμα εισέτι) ζη μόνον δια του Θεού.
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

ΤΡΙΣΑΓΙΟΣ ΥΜΝΟΣ – ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


PANTOKRATVR
Βασιλείου Σκιαδᾶ θεολόγου – συγγραφέως

Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος ἀποτελεῖ μία κοινὴ πανήγυρη τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, μία συμπροσευχὴ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Πράγματι τὸ ἅγιος, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορές, προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο τοῦ ὁράματος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἀλλὰ καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ Δαυὶδ στὸν τρισυπόστατο Θεό, τὸν ἰσχυρὸ καὶ Ἀθάνατο.  Ἡ Ἐκκλησία συνένωσε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο μὲ τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ (41.3) καὶ πρόσθεσε τὴν ἱκεσία «ἐλέησον ἡμᾶς».
Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος καθιερώθηκε ἐπίσημα τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, σὲ μία παλλαϊκὴ ἱκεσία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Κωσνταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς σεισμούς. Ἀπὸ τότε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ τρισάγιου ὕμνου στὴ Λατρεία, καὶ μάλιστα στὴ Θ. Λειτουργία, ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία ἑνώνει τὴ φωνή της μὲ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς δικαίους σὲ μία παγκόσμια δοξολόγηση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία προτύπωση ἑνώσεως καὶ ἰσότητος τῶν δικαίων μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Ὁ Τρισάγιος ὕμνος ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δοξολογικὸ καὶ ἰκετευτικὸ του χαρακτῆρα ἔχει καὶ τριαδολογικὸ νόημα, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατακλείεται μὲ τὴν ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους τῆς μίας τρισυπόστατης θεότητας». Πόσο μεγάλα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ δέχεται νὰ τὸν δοξολο-γοῦν μαζὶ οἱ στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων μὲ τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων».
ΑΓΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ
Μὲ τὴν ἀρχὴ αὐτὴ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς πατέρας εἶναι ὁ ἀπόλυτα Ἅγιος, εἶναι ὁ ἐκ φύσεως Ἅγιος, ὁ ἱερὸς καὶ ξεχωριστὸς κατὰ τὴν οὐσία καὶ ὕπαρξή του. Μὲ τὴν ὁμολογία αὐτὴ τῆς ἀπόλυτης ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δηλώνουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ξένος πρὸς κάθε ἠθικὴ ἀτέλεια, πῶς ἀγαπᾶ μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ ἀποστρέφεται τὸ κακό. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται δέος καὶ ἀπεριόριστο σεβασμό. Αὐτὸν τὸν σεβασμὸ τὸν ἐκδηλώνει μὲ τοὺς λόγους, τὰ ἔργα καὶ τὴ λατρεία του. Γι’ αὐτὸ καλεῖται νὰ προφέρει μὲ συστολὴ καὶ εὐλάβεια τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.  Ὁ Ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ γράφει πὼς «ὁ Θεὸς θὰ ζητήσει λόγο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπικαλέστηκε χωρὶς εἰδικὴ ἀνάγκη τὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησε κάτι, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο καὶ χωρὶς τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει».
Τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ παρακαλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ φέρονται πρὸς αὐτήν. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εὐχὴ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου, τὴν ὁποία ἀπαγγέλει ὁ ἱερέας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ψάλλεται ὁ Τρισάγιος Ὕμνος.  Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ εὐχή: Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος κατὰ κάποιον τρόπο ἀποτελεῖ μία ὁμολογία τῆς δικῆς μας ἀναξιότητας, νὰ προσφέρουμε στὸ Θεὸ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέ-λους καὶ τοὺς δικαίους. Μᾶς θυμίζει ἐπί-σης τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας μικρότητα. Παρακαλεῖ τέλος τὸν Θεὸ νὰ μᾶς χορηγεῖ σοφία καὶ σύνε-ση, γιὰ νὰ τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας.
Διάχυση τῆς θείας ἁγιότητας
Ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς διαχέεται στοὺς ἁγίους, τοὺς φορεῖς αὐτοὺς τῆς Θείας Ἀποκάλυψης. Οἱ Ἅγιοί μας «Ἔμπλεοι ὄντες», τῆς Θείας Χάριτος προσφέρουν μία ἄλλη διάσταση ζωῆς, μίας ζωῆς ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φτάσουν οἱ Ἅγιοι σ΄ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, μιμούμενοι τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ἔφτασαν πρῶτα σ΄ αὐτὸ ποὺ λέγεται στὴν ἐκκλησια-στικὴ γλῶσσα «θέωση». Ἡ θέωση αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μέθεξη τῆς ἄκτιστης θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἁγιότητας. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἁγιότητας, καθένας ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ ἐπιδιώκει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖται πρὸς αὐτήν. Οἱ Ἅγιοι κατορθώνουν νὰ περνᾶνε ἀπὸ τὴ βιολογική τους ζωὴ πρὸς τὴ θέωση. Κατορθώνουν νὰ μεταφέρουν τῆς θείας ἔλλαμψης «οὐκ εἰς τὴν Θειὰν μεθιστάμενοι», σύμ-φωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. «Ἡ ἔλλαμψη καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέρχονται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν προσευχή, δὲν εἶναι παρὰ οἱ μεθεκτὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὸν ἕτερο Ἅγ. Γρηγόριο, τὸν Παλαμᾶ. Καὶ πάλι ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τὶς ἄλλες ἄκτιστες ἐνέργειές των στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι περιορισμένη, συγκριτικὰ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν αἰωνιότητα, στὴν ἄλλη ζωὴ τῆς μακαριότητας καὶ τῆς χαρᾶς.
ΑΓΙΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ
Σύμφωνα μὲ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας το «Ἅγιος ἰσχυρός, ἀναφέρεται, στὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ δυνατὸς καὶ βραχίονας τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα. Ἅγιος λοιπὸν κατὰ κυριολεξία ὕστερα ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεὸ εἶναι ὁ Υἱός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει: «Ἐξ αὐτοῦ δὲ ἡμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐ ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη καὶ Ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις.» (Α΄ Κορ. 30). Δηλαδὴ ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Πατέρα εἴσαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔγινε καὶ ἀποδείχθηκε γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς σοφία Θεοῦ, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεύμα, Μονή Καισαριανῆς δικαιοσύνη, ἁγιασμὸς καὶ σωτηρία. Γι’ αὐτὸ θέλει κι ἐμεῖς νὰ ὁδηγούμαστε πρὸς τὴ δική του ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα αὐτὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Πατρὸς, δηλαδὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀντανακλᾶ σὲ μᾶς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπὸν φυσικὸ ὁ Χριστὸς νὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ ζωῆς. Ὁλόκληρος ὁ ἐτήσιος Ἐκκλησιαστικὸς κύ-κλος παρακολουθεῖ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐπιγείας ζωῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὴ Γέννηση, τὴ Περιτομή, τὴ Βάπτιση, τὴ Μεταμόρφωση, τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἑβδομαδιαῖος κύκλος μᾶς θυμίζει τὸ μαρτύριο, τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση Αὐτοῦ. «Ὁ Λόγος Σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» γράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (1, 14). Δηλαδὴ, ὅταν ἦρθε ὁ κατάλληλος καιρὸς ὁ Λόγος σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ παρέμεινε ἀνάμεσά μας. Ἔδωσε μάλιστα σὲ ὅσους τὸν δέχθηκαν ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή τους, τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χάρη νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. Τὸ προνόμιο αὐτὸ τὸ δίνει πάντα σ΄ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν πιστεύουν «Ὡς Θεὸ ὁμοούσιο καὶ ὁμόθρονο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι σὰν Θεό, ἔκφραση ἀπα-ράδεκτη, ποὺ δηλώνει ὁμοιότητα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀρειανικὴ αἵρεση».
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Τὸ ἅγιος Ἀθάνατος, ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ ἑνοποιεῖ τὴν κτίση καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία καὶ τὴ λύτρωση. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας ὅλα τὰ μυστήρια καὶ οἱ ἁγιαστικὲς πράξεις ἐνεργοποιοῦνται μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ τελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἐνεργοῦνται μὲ τὴν κάθοδο τῶν ἐνεργειῶν του. 
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει πάντα στὴν Ἐκκλησία. Ἔρχεται σὲ κάθε πιστὸ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα, γιὰ νὰ τονώνει τὴν πιστή του. «Δυνάμει «βρίσκεται πάντα μαζὶ του καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐξαρτᾶται ἄν θὰ γίνει καὶ «ἐνέργεια». Ὅλες οἱ δραστηριότητες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποβλέπουν νὰ ἐπιβραβεύουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴ θέληση τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς κάνουν ἱκανοὺς νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Το Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει πλήρως στὸν καθένα καὶ πλήρως παντοῦ, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πιστοί, μποροῦν νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ τους. Ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνερ-γάζονται ἁρμονικὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν υἱοὺς τοῦ Πατέρα κατὰ «χάρι» μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας.
«Ἐλέησον ἡμᾶς …»
Ἡ ἐπίκληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐλεήσει ἀποτελεῖ τὴν κατακλεῖδα τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου. Μὲ τὸ «Ἐλέησον ἡμᾶς», ζητᾶμε νὰ μᾶς ἐλεήσει ἡ μία, ἑνιαία καὶ ἀδιάσπαστη Θεότητα. Ἔτσι ἐπαναλαμβάνουμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας πὼς ἡ τρισυπόστατη Θεότητα εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη στὴ φύση ἢ τὴν οὐσία. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος τὸ Β’ αἰώνα μ.Χ. μιλοῦσε γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν «τὰ δύο χέρια» τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μὲ τὴν ἀλληγορικὴ αὐτὴ ἔκφραση ἤθελε νὰ δείξει τὴν ἁρμονικὴ συνεργασία καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὑψώνεται εἰς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος.

1. Μ.Μπότση: Διδαχὲς τοῦ ὁσίου Σεφαφείμ, σ. 136.
2. π. Γ. Φλωρόφσκυ: Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Πα-τερικὴ παράδοση, σ. 252.
3. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας, σ. 291.
4. Μ. Βασιλείου: Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 32.108.
5. Β. Λόσκι: Ἡ Θέα τοῦ Θεοῦ σ. 53.

Ο «Γέρων Σιλουανός» και η ανεστραμμένη πυραμίδα του προσώπου του Θεού


Ζήνων Τσικρικάς
Το βιβλίο «Ο Γέρων Σιλουανός» είναι ένα ευρέως γνωστό έργο του Σωφρονίου Σαχάρωφ. Αποτελεί δε μια ενότητα με το άλλο έργο του «Οψόμεθα τον Θεόν». Η παρούσα πραγμάτευση δεν έχει ως στόχο την παρουσίαση ενός από πολύ καιρό ευρύτατα γνωστού έργου. Θέλει απλώς να αναδείξει μια θεολογική αντίληψη και κατάθεση ζωής του π. Σ. Σαχάρωφ, η οποία κατά την εκτίμηση του γράφοντος διαφοροποιείται από παγιωμένες θεολογικές συντεταγμένες και προσφέρει μια μοναδική θεολογική και φιλοσοφική προοπτική.
Αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, ότι ο Θεός είναι υπερκόσμιος. Άκτιστος και προαιώνιος. Τέλειος σε άπειρο βαθμό. Γίνεται άνθρωπος κατά τον τρόπο της εγελιανής διαλεκτικής και Χριστολογίας. Λαμβάνει δηλαδή ανθρώπινη φύση υπό το προσωπό του ως ένα ξένο στοιχείο, ως μια αντιφατική στιγμή. Έχει την άπειρη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο, μένει αλώβητος ακόμη και αν υπό την υπόστασή του συνυπάρχει ως στιγμή, ως στοιχείο η ανθρώπινη φύση, που πάσχει, πεθαίνει, ανίσταται. Όλα τα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης γίνονται υπό την σκέπη, υπό την άπειρη δύναμη της υπόστασής του, η οποία τα βαστάζει, τα δικαιολογεί ως στοιχεία της που δεν θίγουν τελικά την υπερβάλλουσα δύναμή της.
Γιατί ο Θεός δεν εθέωνε όμως τον άνθρωπο ήδη κατά την δημιουργία του αφού τα πάντα διευθετούνται και κρίνονται από την παντοδυναμία του; Προς τί αυτή η επώδυνη ιστορία της πτώσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού; Μήπως είναι η ενανθρώπηση του Θεού και η συνεπόμενη θέωση του ανθρώπου το δεδομένο γεγονός, που ενεργεί ο παντοδύναμος Θεός και που πλέον κλείνει αυτή την τραγική ιστορία; Προς τί παρ’ όλα αυτά η οδυνηρή και τραγική ιστορία της πτώσης, της ενανθρώπησης του Θεού και στη συνέχεια της εκκλησίας; Δεν μπορούσε ο Θεός ακόμη και μετά την πτώση με μια εντολή του να διορθώσει την πεπτωκυία ανθρώπινη και λοιπή κτίση, τον θάνατο, την οδυνηρή τραγωδία; Μάλιστα δημιούργησε έναν κόσμο με την δυνατότητα αυτής της οδυνηρής τραγωδίας, την οποία η τριαδική θεότητα αποφεύγει εξ ορισμού. Δεν είναι άδικο; Δεν είναι ένα ανεύθυνο παίγνιο; Cum deus calculat fit mundus;
Απάντηση στο ερώτημα προσπαθεί να δώσει η σημασία της ελευθερίας. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και της κτίσης, την δυνατότητα της πτώσης και της θέωσης και δεν επεμβαίνει εκβιαστικά επί της ελευθερίας. Ο Θεός δεν έχει όμως αυτού του είδους την ελευθερία. Είναι θεϊκά ελεύθερος. Πιθανότητα και δυνατότητα πτώσης δεν υπάρχει γιαυτόν. ‘Εναντι του ελεύθερου από κάθε δυνατότητα πτώσης Θεού η δική μας ελευθερία είναι δώρον άδωρον, κάτι φτωχό, δεύτερης διαλογής. Ο Θεός από τη μια προβάλει στο θρόνο του παντοδύναμος-ελεύθερος και εμείς από την άλλη παραδέρνουμε στην δοκιμασία της ελευθερίας. Πώς συνδυάζεται η μεταξύ ζωής και θανάτου αβυσσαλέα ανθρώπινη ελευθερία με την ελεύθερη από κάθε σχετικότητα ταυτότητα του Θεού και δη καθώς αυτή η επισφαλής και επίπονη ελευθερία του ανθρώπου έχει ως μοναδικό πεδίο επιλογής για τη σωτηρία την υποταγή και αποδοχή αυτού του παντοδύναμου δεδομένου Θεού και του δεδομένου γεγονότος της ενανθρώπησής του; Μοιάζει με εμπαιγμό. Λέγει ο ντε φάκτο ελεύθερος και παντοδύναμος Θεός: «Σε κάνω ελεύθερο για να με υπακούς με αυτή την τραγικά αβέβαιη και χαοτική ελευθερία σου, αλλιώς θα πεθάνεις»; Αν όλα κρίνονται και διευθετούνται από την παντοδυναμία του Θεού  ποιά σημασία έχει η κοπιώδης και αβυσσαλέα ελευθερία του ανθρώπου;
Αν το γεγονός της ενανθρώπησης του Θεού ήταν ένα δεδομένο γεγονός, ένα στοιχείο, μια στιγμή, ένα συμβεβηκός και αξεσουάρ στον Θεό, το οποίο δικαιολογεί η παντοδυναμία του Θεού, δεν θα είχε άλλο νόημα πέραν του νοήματος ενός συμβεβηκότος και αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και παιγνιωδώς και βολονταριστικώς ενεργούντος Θεού. Μήπως όμως είναι γεγονός που αντιθέτως το ίδιο από τη μεριά του χαρακτηρίζει το όλο και ενιαίο πρόσωπο του Θεού Λόγου και δη περαιτέρω και την ενδοτριαδική ζωή; Εφόσον ο Υιός γεννάται από την Θεοτόκο, είναι Υιός του ανθρώπου, της Θεοτόκου, όπως ακριβώς είναι και Υιός του Πατρός του, δεν μπορούμε να βλέπουμε την ενανθρώπηση, την Χριστολογία, με εγελιανή ματιά, κατά την οποία ο Θεός παίρνει το ανθρώπινο σαν μια στιγμή του, σαν ένα στοιχείο του παντοδύναμου προσώπου του, σαν ένα αξεσουάρ και το θεώνει. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ προσφέρει μια μοναδική περιγραφική ερμηνεία σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο, οντολογικό και θεολογικό ερώτημα της θεοδικίας, της σημασίας της ενανθρώπησης του Θεού και της ελευθερίας του θνητού ανθρώπου: «Εις την δομήν του κόσμου παρατηρείται ιεραρχική τάξις, διαίρεσις εις ανώτερον και κατώτερον: Πυραμίς του είναι. Εις δε το ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκομεν την ιδέαν της ισότητας, ως έμμονον απαίτησιν των εγκάτων της συνειδήσεως ημών. Οι μεν (...) καταλήγουν εις το συμπέρασμα του οντολογικού αναποφεύκτου της ανισότητας εις την κοσμικήν ύπαρξιν και εις το ανθρώπινον είναι (...) οι δε (...) επιδιώκουν εμμόνως την αποκατάστασιν της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος πρωτογόνου ισότητος εις την ύπαρξιν της ανθρωπότητος (...).