Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Ο «Γέρων Σιλουανός» και η ανεστραμμένη πυραμίδα του προσώπου του Θεού από Αντίφωνο


Ζήνων Τσικρικάς
Το βιβλίο «Ο Γέρων Σιλουανός» είναι ένα ευρέως γνωστό έργο του Σωφρονίου Σαχάρωφ. Αποτελεί δε μια ενότητα με το άλλο έργο του «Οψόμεθα τον Θεόν». Η παρούσα πραγμάτευση δεν έχει ως στόχο την παρουσίαση ενός από πολύ καιρό ευρύτατα γνωστού έργου. Θέλει απλώς να αναδείξει μια θεολογική αντίληψη και κατάθεση ζωής του π. Σ. Σαχάρωφ, η οποία κατά την εκτίμηση του γράφοντος διαφοροποιείται από παγιωμένες θεολογικές συντεταγμένες και προσφέρει μια μοναδική θεολογική και φιλοσοφική προοπτική.
Αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, ότι ο Θεός είναι υπερκόσμιος. Άκτιστος και προαιώνιος. Τέλειος σε άπειρο βαθμό. Γίνεται άνθρωπος κατά τον τρόπο της εγελιανής διαλεκτικής και Χριστολογίας. Λαμβάνει δηλαδή ανθρώπινη φύση υπό το προσωπό του ως ένα ξένο στοιχείο, ως μια αντιφατική στιγμή. Έχει την άπειρη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο, μένει αλώβητος ακόμη και αν υπό την υπόστασή του συνυπάρχει ως στιγμή, ως στοιχείο η ανθρώπινη φύση, που πάσχει, πεθαίνει, ανίσταται. Όλα τα συμβάντα της ανθρώπινης φύσης γίνονται υπό την σκέπη, υπό την άπειρη δύναμη της υπόστασής του, η οποία τα βαστάζει, τα δικαιολογεί ως στοιχεία της που δεν θίγουν τελικά την υπερβάλλουσα δύναμή της.

Γιατί ο Θεός δεν εθέωνε όμως τον άνθρωπο ήδη κατά την δημιουργία του αφού τα πάντα διευθετούνται και κρίνονται από την παντοδυναμία του; Προς τί αυτή η επώδυνη ιστορία της πτώσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού; Μήπως είναι η ενανθρώπηση του Θεού και η συνεπόμενη θέωση του ανθρώπου το δεδομένο γεγονός, που ενεργεί ο παντοδύναμος Θεός και που πλέον κλείνει αυτή την τραγική ιστορία; Προς τί παρ’ όλα αυτά η οδυνηρή και τραγική ιστορία της πτώσης, της ενανθρώπησης του Θεού και στη συνέχεια της εκκλησίας; Δεν μπορούσε ο Θεός ακόμη και μετά την πτώση με μια εντολή του να διορθώσει την πεπτωκυία ανθρώπινη και λοιπή κτίση, τον θάνατο, την οδυνηρή τραγωδία; Μάλιστα δημιούργησε έναν κόσμο με την δυνατότητα αυτής της οδυνηρής τραγωδίας, την οποία η τριαδική θεότητα αποφεύγει εξ ορισμού. Δεν είναι άδικο; Δεν είναι ένα ανεύθυνο παίγνιο; Cum deus calculat fit mundus;
Απάντηση στο ερώτημα προσπαθεί να δώσει η σημασία της ελευθερίας. Ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και της κτίσης, την δυνατότητα της πτώσης και της θέωσης και δεν επεμβαίνει εκβιαστικά επί της ελευθερίας. Ο Θεός δεν έχει όμως αυτού του είδους την ελευθερία. Είναι θεϊκά ελεύθερος. Πιθανότητα και δυνατότητα πτώσης δεν υπάρχει γιαυτόν. ‘Εναντι του ελεύθερου από κάθε δυνατότητα πτώσης Θεού η δική μας ελευθερία είναι δώρον άδωρον, κάτι φτωχό, δεύτερης διαλογής. Ο Θεός από τη μια προβάλει στο θρόνο του παντοδύναμος-ελεύθερος και εμείς από την άλλη παραδέρνουμε στην δοκιμασία της ελευθερίας. Πώς συνδυάζεται η μεταξύ ζωής και θανάτου αβυσσαλέα ανθρώπινη ελευθερία με την ελεύθερη από κάθε σχετικότητα ταυτότητα του Θεού και δη καθώς αυτή η επισφαλής και επίπονη ελευθερία του ανθρώπου έχει ως μοναδικό πεδίο επιλογής για τη σωτηρία την υποταγή και αποδοχή αυτού του παντοδύναμου δεδομένου Θεού και του δεδομένου γεγονότος της ενανθρώπησής του; Μοιάζει με εμπαιγμό. Λέγει ο ντε φάκτο ελεύθερος και παντοδύναμος Θεός: «Σε κάνω ελεύθερο για να με υπακούς με αυτή την τραγικά αβέβαιη και χαοτική ελευθερία σου, αλλιώς θα πεθάνεις»; Αν όλα κρίνονται και διευθετούνται από την παντοδυναμία του Θεού  ποιά σημασία έχει η κοπιώδης και αβυσσαλέα ελευθερία του ανθρώπου;
Αν το γεγονός της ενανθρώπησης του Θεού ήταν ένα δεδομένο γεγονός, ένα στοιχείο, μια στιγμή, ένα συμβεβηκός και αξεσουάρ στον Θεό, το οποίο δικαιολογεί η παντοδυναμία του Θεού, δεν θα είχε άλλο νόημα πέραν του νοήματος ενός συμβεβηκότος και αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και παιγνιωδώς και βολονταριστικώς ενεργούντος Θεού. Μήπως όμως είναι γεγονός που αντιθέτως το ίδιο από τη μεριά του χαρακτηρίζει το όλο και ενιαίο πρόσωπο του Θεού Λόγου και δη περαιτέρω και την ενδοτριαδική ζωή; Εφόσον ο Υιός γεννάται από την Θεοτόκο, είναι Υιός του ανθρώπου, της Θεοτόκου, όπως ακριβώς είναι και Υιός του Πατρός του, δεν μπορούμε να βλέπουμε την ενανθρώπηση, την Χριστολογία, με εγελιανή ματιά, κατά την οποία ο Θεός παίρνει το ανθρώπινο σαν μια στιγμή του, σαν ένα στοιχείο του παντοδύναμου προσώπου του, σαν ένα αξεσουάρ και το θεώνει. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ προσφέρει μια μοναδική περιγραφική ερμηνεία σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ανθρώπινο, οντολογικό και θεολογικό ερώτημα της θεοδικίας, της σημασίας της ενανθρώπησης του Θεού και της ελευθερίας του θνητού ανθρώπου: «Εις την δομήν του κόσμου παρατηρείται ιεραρχική τάξις, διαίρεσις εις ανώτερον και κατώτερον: Πυραμίς του είναι. Εις δε το ανθρώπινον πνεύμα ευρίσκομεν την ιδέαν της ισότητας, ως έμμονον απαίτησιν των εγκάτων της συνειδήσεως ημών. Οι μεν (…) καταλήγουν εις το συμπέρασμα του οντολογικού αναποφεύκτου της ανισότητας εις την κοσμικήν ύπαρξιν και εις το ανθρώπινον είναι (…) οι δε (…) επιδιώκουν εμμόνως την αποκατάστασιν της κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος πρωτογόνου ισότητος εις την ύπαρξιν της ανθρωπότητος (…). Ο Κύριος δεν αρνείται το γεγονός της ανισότητας, την ιεραρχίαν, την διαίρεσιν εις ανώτερον και κατώτερον, κρείττον και έλαττον, αλλ’ αυτήν την πυραμίδα του είναι ανατρέπει διά της κορυφής προς τα κάτω, και τοιοτοτρόπως εγκαθιστά την εσχάτην τελειότητα. Αναμφίβολος κορυφή της πυραμίδος του είναι τυγχάνη ο Ίδιος ο Υιός του ανθρώπου, ο Μόνος αληθινός Κύριος. (…). Εις τον βυθόν της ανεστραμμένης πυραμίδος, η βαθυτάτη κορυφή-πυθμήν της οποίας τυγχάνει ο εκ της προς τον κόσμον αγάπης εσταυρωμένος Χριστός, ενεργείται όλως ιδιαιτέρα ζωή, φανερούται όλως ιδιαίτερον φως, και πνέει ιδιαιτέρα ευωδία· εκεί ελκύεται δι’ αγάπης ο ασκητής. Η αγάπη του Χριστού πληγώνει τον εκλεκτό της, επιφορτίζει και καθιστά την ζωήν του επίπονον, μέχρις ότου επιτύχη την τελευταία της επιθυμίαν· οδούς δε προς επίτευξιν αυτού του εσχάτου σκοπού εκλέγει ασυνήθεις».
Η άποψη του π. Σωφρονίου είναι βιβλική: «Τό δέ ανέβη τι έστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τά κατώτερα μέρη της γης; Ο καταβάς αυτός έστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανων, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφεσ. 4, 9-10). Το ερώτημα της αλήθειας στον ευρύτερο χώρο, όπου αλήθεια αλλά και αναλήθεια είναι δυνατή και πραγματική αποτελεί ένα άλυτο φιλοσοφικό ζήτημα. Το ερώτημα της δοκιμασίας της αλήθειας εκτός της επαληθεύσιμης ταυτότητας και δη στον χώρο της δυνατότητας ή πραγματικότητας της αναλήθειας, του μηδενός, του θανάτου, της αγωνίας, του σκότους, της αβύσσου θέτει βεβαίως κατά συναφή τρόπο και ποικιλοτρόπως και ο Χάιντεγκερ. Όχι μόνο στο Είναι και Χρόνος, αλλά κυρίως και πιο εκτεταμένα στις παραδόσεις του για τον Χαίλντερλιν. Ιδού ένα δειγματοληπτικό εδάφιο: «Weil weder die Menschen noch die Götter je von sich her den unmittelbaren Bezug zum Heiligen vollbringen können, bedürfen die Menschen der Götter und die Himmlischen bedürfen der Sterblichen: Nicht vermögen / Die Himmlischen alles. Nemlich es reichen / Die Sterblichen eh’ in den Abgrund (Mnemosyne)». Heidegger M., Hölderlins Hymnen ›Germanien‹ und ›Der Rhein‹, G.A. Bd. 39, Frankfurt a. M. 1989 (2. εκδ.), 68 κ.ε..
Εκκινώντας από αυτό το κείμενο του π. Σ. Σαχάρωφ μπορούμε να ερωτήσουμε και να εξετάσουμε μήπως το πρόσωπο δεν είναι εκστατική κατοχή του Είναι και της αλήθειας, αλλά αντίθετα εκπλήρωση του αβυσσαλέου βάθους της θνητής φύσης. Επίσης ενδέχεται η Γέννηση του Υιού του Πατρός από την θνητή Θεοτόκο να είναι η «καρδιά», η κάτωθεν ανακεφαλαιωτική και μη βολονταριστική και κενή αυθυπερβατική Αρχή της αλήθευσης, παράστασης και ζωής της Τριάδας των θείων προσώπων, του Θεού.
Η δυνατότητα της πτώσης, η ελευθερία, η πτώση, η ενανθρώπηση του Θεού και θέωση του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι δευτερογενές χαρακτηριστικό, απλό συμβεβηκός ενός τοιουτοτρόπως παντοδύναμου, βολονταριστικού και πανθεϊστικού Θεού, παρά αντίθετα έχει θέση στην «καρδιά» της ύπαρξής του, χαρακτηρίζει το όλο πρόσωπο του Υιού και περαιτέρω και την Τριάδα. Αν είναι αξεσουάρ ενός πανθεϊστικού και βολονταριστικού Θεού αφορά μόνο αυτόν στην κλειστή ταυτότητά του και όχι την κοπιώδη και αβυσσαλέα ελευθερία, την ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου. Αφορά μόνο μια κλειστή και κενή βολονταριστική ταυτότητα του Θεού χωρίς διαυγή αλήθευση εκτός της ίδιας. Μήπως μπορούμε να δούμε μάλιστα την σειρά της ακολουθίας ενανθρώπηση-θέωση αντίστροφα; Δηλαδή θέωση-ενανθρώπηση; Η ενανθρώπηση δηλαδή δεν μπορεί να αποτελεί ανάληψη της ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ και συμβεβηκότος της τα πάντα βολονταριστικά (αυθ)υπερβαίνουσας υπόστασης του Υιού. Η θέωση δε του ανθρώπου δεν μπορεί αντίστοιχα να αποτελεί αυτόματο και αφηρημένο λογικό και οντολογικό συμπέρασμα και συνεπόμενο μιας εκ της θείας παντοδυναμίας ως δεδομένο και εξαντικειμενικευμένο factum, αξεσουάρ και συμβεβηκός του Θεού πραγματοποιημένης ενανθρώπησης του Θεού. Ούτε σημαίνει εξάλλου κοινωνία, μέθεξη θείου και ανθρώπινου στοιχείου επι τη βάσει της γενικότερης λογικής και οντολογικής κατηγορίας της ταυτότητας ως αυτόματο συνεπόμενο οντο-λογικό γεγονός μιας ως factum brutum δεδομένης ενανθρώπησης. Δηλώνει αφ’ ενός γεγονός που ξεπερνά την οντο-λογική έννοια της ταυτότητας-κοινωνίας-μέθεξης, αφ’ ετέρου δε γεγονός που πρωταρχικά χαρακτηρίζει το όλο πρόσωπο του Υιού, τον Θεό και δεν είναι μεταφυσικά επιβεβλημένο δεδομένο και απλό αξεσουάρ και συμβεβηκός στο Θεό. Η σημασία της λέξης «Θεοτόκος» ερμηνεύει και παριστάνει εν προκειμένω την έννοια της θέωσης του ανθρώπου και της ενανθρώπησης του Θεού. Η θέωση είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Υιός γεννάται από τον θνητό άνθρωπο και όχι γεγονός μιας κατά μεταφυσικό-θεωρησιακό (spekulativ) τρόπο ανάληψης της ανθρώπινης φύσης ως νεκρού αξεσουάρ από έναν πανθεϊστικό Θεό που δικαιολογεί βολονταριστικά αυτή την πράξη του. Όπως ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γεννάται και από τον άνθρωπο, από την Θεοτόκο. Πρόκειται για ένα ισότιμο και παρόμοιο γεγονός. Για το γεγονός της Γέννησης του Υιού, κατά το οποίο γεννάται από τον Πατέρα αλλά και από τον θνητό άνθρωπο, από τη Θεοτόκο. Ο Θεός γεννάται από τη Θεοτόκο και έτσι ενανθρωπήζει, δεν παραλαμβάνει απλώς ως αξεσουάρ και συμβεβηκός ανθρώπινη φύση και δεν δικαιολογεί αυτή την πράξη του βολονταριστικά, μεταφυσικά-θεωρησιακά. Η θέωση του ανθρώπου είναι θέωση, αλήθευση, παράσταση, γέννηση, ανάσταση του Θεού από τον θνητό άνθρωπο. Λέγει ο Μάξιμος Ομολογητης: «(…) καὶ τὴν ἐκ σωμάτων (…) ἡμετέραν ἐτίμησε γέννησιν, καὶ γενόμενος ἄνθρωπος ἀληθῶς καὶ ἀνθρωπίνως γεννώμενος, (…)». (Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου, P.G. 91, 1320CD) Η υπόστασή του γίνεται ορίζοντας για την ζωή της θνητής ανθρώπινης φύσης, αληθεύει, παριστάνεται από αυτή, «θεούται» και έτσι εν ταυτώ ενανθρωπήζει.
Η θέωση του ανθρώπου που είναι γέννηση, αλήθευση, «θέωση» του Θεού από την θνητή ανθρώπινη φύση δηλώνει κάτι διαφορετικό από την πρόσληψη ανθρώπινης φύσης ως αξεσουάρ και συμβεβηκός από την υπόσταση του Υιού. Δηλώνει επίσης και εκφράζει κάτι διαφορετικό από την σημασία της κοινωνίας που βασίζεται στην γενικότερη οντολογική και λογική κατηγορία της ταυτότητας. Δηλώνει την «θέωση» του Θεού δηλαδή την γέννηση του Θεού, την διαυγή και πρωτογενή παράσταση και αλήθευση του Θεού εκεί και από εκεί όπου ο Θεός ελλείπει, είναι όντως ελλείπων και όχι απλώς μη παρών εκεί αλλά αλλού ήδη ως δεδομένος υπάρχων και ως δεδομένος δυνάμενος να προστεθεί πανθεϊστικά και βολονταριστικά επί αυτού του εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού χώρου της έλλειψής του. Η έλλειψή του στον χώρο της αβυσσαλέας ελευθερίας του ανθρώπου δεν δύναται πλέον να αναιρεθεί από ένα πανθεϊστικό ή βολονταριστικό θείο υποκείμενο. Αντίθετα ο Θεός αφίεται να εκπηγάσει κατά υπέρθεο τρόπο ως διαυγής αλήθεια από τον εξωοντολογικό χώρο της όντως ελλείπουσας αλήθειας του, ως Υιός της θνητής Μαρίας. Η θέωση του ανθρώπου δεν σημαίνει έτσι μέθεξη, κοινωνία, προϊούσα (οντο)λογική ταυτότητα Θεού και ανθρώπου κατά τα πρότυπα της οντολογίας της ουσίας, της ταυτότητας και του υποκειμένου και της συγγενούς έννοιας της αλήθειας ως επαλήθευσης και ταυτότητας ή αναλογίας όντων ή νοός και όντος. Αυτή η αντίληψη δεν διαφέρει από την δυτική μεταφυσική. Το «σκάνδαλο» του σταυρού, του θανάτου και της ανάστασης και αλήθευσης του Θεού δεν περιορίζεται σε μια τέτοια ελλειμματική οντολογία και γνωσιοθεωρία έναντι του εξωοντολογικού και αβυσσαλέου χώρου της ελευθερίας, της δυνατότητας αλήθειας και αναλήθειας που ξεπερνά την επαλήθευση κάθε υπαρκτού και κάθε κριτηρίου (δογματικού ή και πλήρως αυτοκριτικού). Η θέωση του ανθρώπου παριστάνεται ως διαυγής και εκπληκτική αλήθευση του Θεού, ως γέννηση και ανάσταση του Θεού από τον την μη πανθεϊστικώς και βολονταριστικώς επαληθεύσιμη αλλά όντως ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς εκζητούντα θάνατο του ανθρώπου. Ο Θεός αφίεται να γεννάται, να ανίσταται, να εκπηγάζει και να υπάρχει διαυγώς το πρώτον εκείθεν και δεν είναι δογματικός ή εκστατικός κάτοχος του Είναι και της αλήθειας του. Η ενδεχόμενη κλειστή ταυτότητα ενός παντοδύναμου Θεού, που επαληθέυεται διορθωτικά εκ της παντοδυναμίας του, θα ήταν ελλειμματική απέναντι στο εξωοντολογικό και εξω-πανθεϊστικό ερώτημα της αλήθειας του Θεού εκτός αυτής της ταυτότητας. Η ενδεχόμενη δύναμη και παντοδυναμία, η δια της δύναμης και βίας επιβολή της ταυτότητας οδηγείται διαλεκτικά και αυτοκριτικά στην κατάρρευσή της ακριβώς σε μια κενή και αρνητική δύναμη εξάσκησης ισχύος. Αυτή αναδεικνύεται ως πυρήνας της ταυτότητας, αφού επιθυμεί να επιβάλλει την εγωιστική και απογυμνωμένη από διαυγή αλήθεια αξίωση της ταυτότητας να ισχύσει εκτός εαυτής. Η δογματική αξίωση μιας τέτοιας επιβολής οδηγείται μέσω της απόδειξής της σε μια αυτοκριτική διόρθωση, αφαίρεση, αναγωγή της ταυτότητας σε μια θαθύτερη δύναμη, που τελικά απισχάνεται εντελώς αυτοκριτικά σε μια κενή δύναμη αυθυπέρβασης και βολονταριστικής ισχύος. Η δογματική αξίωση του λόγου κρύβει εντός της και εξελίσσεται σε μια τραγική (και κωμική) αυτοκριτική, εκπίπτει στην ίδια την απογυμνωμένη διαυγούς αλήθειας βολονταριστική αξίωσή της σε αντίθεση προς τον Υιό του Θεού, «ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών»  (Φιλιπ. 2, 6) και γεννήθηκε, ανέστη και αλήθευσε εκείθεν διαυγώς. Η σημασία, η αλήθεια του Θεού δεν είναι το να είναι δογματικός ή εκστατικός κάτοχος του θείου Είναι και της αλήθειας, δηλαδή ελλειμματικά βολονταριστικό, κενό αυθυπερβατικό υποκείμενο έναντι της εξωοντολογικής και εξωπανθεϊστικής ερώτησης, της εν τω Άδη πάσχουσας έλλειψης και νοσταλγίας αυτής της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικής αλήθειας, αλλά να αφίεται να εκπηγάζει εκείθεν ως διαυγής αλήθεια και φως, διαυγές πλήρωμα της αλήθειας.
Η προσπάθεια μάλιστα στα πλαίσια μια τριαδολογικής προσωποκρατικής οντολογίας να κάνουμε την ταυτότητα εκστατική προς άλλη ταυτότητα που κείται πέρα από το αρνητικό όριό της (το οποίο ταυτίζεται με το θετικό – omnis determinatio est negatio), να οδηγηθούμε σε μια ευρύτερη ταυτότητα και ενότητα όλων των προσώπων, διορθώνει απλώς την αρχική ταυτότητα των προσώπων και τους δημιουργεί μια καινούργια ως ενότητα, συμφωνία, αρμονία, κοινωνία, των αρχικών ταυτοτήτων όλων των προσώπων. Και η νέα αυτή διόρθωση, είναι διόρθωση ταυτοτήτων προς τον σκοπό μιας ταυτότητας όλων, εργάζεται με βάση την κατηγορία της ταυτότητας, την διορθώνει διαλεκτικά και αυτοκριτικά, εξαλείφει τις τριβές, αφαιρεί το μη ταυτόν και φτάνει σε μια σμίκρυνση, σε μια αφαίρεση, σε μια κοινωνία, που αφαιρεί τις πρότερες ταυτότητες σε μια τελική ταυτότητα.  Η ως μοναδική θεολογική και οντολογική άποψη θεωρούμενη έκσταση των προσώπων και η κοινωνία τους ως αποτέλεσμα ελευθερίας και έκστασης πέρα από απριοριστικούς οντολογικούς προσδιορισμούς απλώς διορθώνει και επιτείνει στο έπακρο την ταυτότητά τους ως εκστατική ελεύθερη κατοχή που έχει αφαιρέσει το μη κοινόν και το μη αληθές και έχει φτάσει σε μια τελική ταυτότητα όλων. Εργάζεται διορθωτικά μέσα στα πλαίσια της οντολογίας της ουσίας και του υποκειμένου με βάση τις κατηγορίες της κατοχής του Είναι, της ταυτότητας και περαιτέρω της ενότητας και της επαλήθευσης. Η εκστατικότητα σημαίνει αφαίρεση, άρνηση του μη ταυτού, αναζήτηση μιας τελικής πιο κλειστής και πιο αφηρημένης ταυτότητας μέσω της άρνησης και αφαίρεσης, την οποία η έκσταση εξασκεί και η οποία εν τέλει αποτελεί μάλιστα την βαθύτερη και τελική ουσία της. Τελική ουσία της έκστασης είναι η ίδια η έννοια της αποστεωμένης υπέρβασης, της αρνητικής ελευθερίας, η κενή αρνητικότητα του αισθήματος αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης που κατέχει εκστατικά και αρνητικά την ύπαρξη και την αλήθεια. Συνήθως λέμε ότι η τοιουτοτρόπως εκστατική, αφαιρετική και (αυθ)υπερβατική του Είναι υπόσταση του Πατέρα είναι η Αρχή που προδιαγράφει τις σχέσεις στην Τριάδα και περαιτέρω την σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Μια (αυθ)υπερβατική υπόσταση του Πατέρα που κατέχει εκστατικά το Είναι, το περιορίζει υπό το εκστατικό υποκείμενό του και καλεί και τα άλλα πρόσωπα να κοινωνήσουν με αυτό και να ορίσουν την ύπαρξή τους από αυτή την σχέση αποτελεί μια νιτσεϊκή και στιρνεριανή εαυτήν θέλουσα, κάθε ίχνος άλλου Είναι και αλήθειας αναλίσκουσα θέληση, έναν actus purus, ένα κενό και αποστεωμένο αίσθημα αυθυπέρβασης και αυτοκατίσχυσης. Η ενανθρώπηση όμως του Υιού Λόγου, η θέωση του ανθρώπου, η γέννηση και ανάσταση του Θεού, του Υιού του ανθρώπου από την θνητή Μαρία Θεοτόκο, από τον θάνατο του ανθρώπου είναι κάτι εκπληκτικά υπέρθεο και υπερούσιο και αυτό που εκφράζει την «καρδιά» του Θεού. Ο Θεός δεν είναι βολονταριστικό υποκείμενο αφαίρεσης και καταπίεσης υπό μια αφαιρετική και αποστεωμένη κοινωνία παρά το διαυγές πλήρωμα της αλήθειας και ζωής. Ο Πατέρας δεν είναι βολονταριστική και εκστατική αποστεωμένη Αρχή των προσώπων της Τριάδας και όλου του υπαρκτού, αλλά ο Πατέρας του Υιού του ανθρώπου. Είναι Πατήρ όχι μόνο του Υιού του και της θείας φύσης του, αλλά και της ανθρώπινης φύσης του, η οποία λαμβάνει μέρος στην ενδοτριαδική ζωή. Ο Υιός γεννάται και ανίσταται, αληθεύει και από την θνητή ανθρώπινη φύση. Η ανάσταση του σώματός του είναι ανάσταση και όλου του προσώπου του. Ο Υιός αφίεται να εκπηγάσει υπερθέως –δεν είναι δηλαδή δογματικό ή εκστατικό υποκείμενο-κάτοχος του Είναι του- από την αβυσσαλέα έλλειψη της μη πανθεϊστικής, όντως ελλείπουσας αλήθειας του στον Αδη ως αλήθεια του σώματός του, ως ανάσταση του σώματος που είναι και ανάσταση του όλου προσώπου του. Χριστός ανέστη, αφού ανέστη το σώμα του. Η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα ανακεφαλαιώνεται, παριστάνεται, αληθεύει καθώς ο Υιός γεννάται και ανίσταται εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης, καθώς γεννάται και ανίσταται η ανθρώπινη φύση του. Ο Πατέρας είναι υπερθέως δωριζόμενος ορίζοντας στην εκ της θνητής ανθρώπινης φύσης εκπηγάζουσα αλήθεια και ζωή του Υιού του, εκπληκτικό και υπέρθεο Ναι προς την Γέννηση του Υιού από την Θεοτόκο, προς την ζωή και αλήθεια του Υιού εκ της ανθρώπινης φύσης του. Αφίεται να εκπηγάζει ως Πατήρ του Υιού του ανθρώπου, δεν είναι εκστατικό υποκείμενο που διορθώνεται βολονταριστικά και αυθυπερβατικά αποδεχόμενο τοιουτοτρόπως ως αξεσουάρ και συμβεβηκός την Γέννηση του Υιού του από την Θεοτόκο. Είναι ο Πατήρ του Υιού του ανθρώπου.
Ο χώρος της ελευθερίας, ο χώρος της δυνατότητας της ζωής και του θανάτου, του Θεού και της «κολάσεως», ο εξωοντολογικός χώρος πέρα από κάθε υπαρκτό και κάθε ασφαλή επαλήθευση – η οποία μπορεί να πάρει την μορφή της άκρως εξελιγμένης εκστατικής ή αυθυπερβατικής αυτοκριτικής – ο χώρος έξω από έναν πανθεϊστικό Θεό, δεν μπορεί να αναιρεθεί, ούτε θα συνέβαλε η πιθανή αναίρεσή του σε μια αληθέστερη ή πιο «θεϊκή» έννοια για τον Θεό. Η δογματική ή αυτοκριτική επαλήθευση του Θεού από μια δύναμη κατίσχυσης και αυθυπέρβασης εντός αυτού του έσχατου ορίζοντα σμικραίνει αυτοκριτικά την ύπαρξη και αλήθεια του Θεού αε ένα κενό κριτήριο, ουσία του οποίου είναι η απογυμνωμένη αρνητική επιβολή έναντι της ερώτησης της αλήθειας του Θεού στον εξωοντολογικό αυτό ορίζοντα, στον οποίο δεν μπορεί να είναι, και δεν μπορεί να ισχύσει ως τέτοια απογυμνωμένη κενή επιβολή. Οι σχέσεις των προσώπων της Τριάδας ως σχέσεις υποκειμένων-κατόχων της θείας ουσίας που κατέχουν εκστατικά την ουσία τους και έτσι φτάνουν σε μια τελική ενότητα-ταυτότητα όλων διορθώνει απλώς την οντολογία και γνωσιοθεωρία της επαλήθευσης της ουσίας και του υποκειμένου εντός του έσχατου εξωοντολογικού και εξωπανθεϊστικού ορίζοντα. Τα θεία τριαδικά πρόσωπα σχετίζονται μεταξύ τους και φτάνουν στην τελική εκστατική ταυτότητά τους έχοντας απόλυτη ελευθερία και δύναμη εξερχόμενα εκστατικά και βολονταριστικά του θείου Είναι. Η ενανθρώπηση του Θεού είναι υπό αυτή την έννοια μια πράξη εκστατικής και βολονταριστικής παντοδυναμίας και (αυθ)υπέρβασης του Θεού, στο υποκείμενο του οποίου προσμετράται ως ένα στοιχείο, ένα γεγονός, μια στιγμή, ένα αξεσουάρ η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης. Η σημασία του όρου «Θεοτόκος», «Υιός του ανθρώπου», των δύο φύσεων και φυσικών θελήσεων και ενεργειών του Χριστού δηλώνουν όμως κάτι άλλο. Ο Θεός δεν είναι απλά εκστατικώς διορθωμένη ταυτότητα κατοχής του θείου Είναι και της αλήθειας, όπως σχηματίζεται μετά την σχέση διορθωτικής επαλήθευσης μεταξύ θείων υποκειμένων-προσώπων-ταυτοτήτων-εκστατικών κατόχων του θείου Είναι και της θείας αλήθειας, αλλά είναι υπέρθεος Θεός καθώς αφίεται να γεννάται, εκπηγάζει, ανίσταται, αληθεύει από την θνητή ανθρώπινη φύση, από την αγωνιούσα έλλειψη της αλήθειας του στον θάνατο αυτής. Καρδιά του Θεού είναι αυτό το εκπληκτικά υπέρθεο γεγονός και όχι η διορθωτική σχέση εκστατικών υποκειμένων-κατόχων του θείου Είναι. Καρδιά του Θεού είναι να είναι ως εκπηγάζων εκπλήρωση της όντως ελλείπουσας και μη πανθεϊστικώς επαληθεύσιμης αλήθειας του στον θάνατο και από τον θάνατο του ανθρώπου. Δεν είναι υποκείμενο που κατέχει εκστατικά την ουσία του και διορθώνεται, θεμελιώνεται, αποδεικνύεται, βελτιώνεται, εξίσταται κατέχοντας το Είναι του και περαιτέρω και τον άνθρωπο ως αξεσουάρ και συμβεβηκός από μια βαθύτερη δύναμη εντός του έσχατου εξωπανθεϊστικού και εξωοντολογικού ορίζοντα. Αντίθετα υπάρχει, είναι το πρώτον εκπηγάζων στον και από τον την ελλείπουσα ζωή και αλήθεια του Θεού πρωτογενώς εκζητούντα θάνατο του ανθρώπου.
«Καρδιά» της Τριάδας είναι η γέννηση του Υιού του Πατέρα από την Θεοτόκο. Η Τριάδα ανακεφαλαιώνεται, παριστάνεται εκ νέου από αυτό το υπέρθεο γεγονός, της γέννησης και ανάστασης του Θεού από τον Άδη του θανάτου του ανθρώπου, από την πρωτογενή και αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της όντως ελλείπουσας και μη επαληθεύσιμης αλήθειας του Θεού. Η προ-αιωνιότητα της Τριάδας δεν είναι ακίνητο υπέρχρονο παρελθόν παρά εκπληκτικώς υπέρθεη εκπήγαση της θείας αλήθειας και ζωής εξ ενός ενθαδικού «σήμερον» στον παροντικό λειτουργικό χρόνο. «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις, ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται (…)» Δεν είναι άχρονη ακινησία, αρνητικός προσδιορισμός έναντι του χρόνου, παρά η εκπληκτικώς εκπηγάζουσα υπέρθεη αλήθεια εκ της εκζητούσας έλλειψης και νοσταλγίας αυτής της αλήθειας. Αυτή είναι η προαιώνια και έσχατη Τριάδα πλέον. Ο τριαδικός Θεός είναι υπέρθεος και υπερούσιος όχι επειδή εξίσταται και αναιρεί ως εκστατικό αυθυπερβατικό υπερ-υποκείμενο την φύση, θεία και ανθρώπινη και τον εκάστοτε εκστατικό εαυτό του, παρά αντιθέτως επειδή εκ-πληρώνει την αβυσσαλέα αίσθηση έλλειψης της εξωοντο-λογικώς και εξω-πανθεϊστικώς όντως ελλείπουσας και μη επαληθεύσιμης αλήθειας του.
Ο Σωφρόνιος Σαχάρωφ διηγούμενος την ζωή του αγίου Σιλουανού και ερμηνεύοντας και την δική του με θεολογική γλώσσα θέτει τον θρόνο του Θεού στην άβυσσο μιας όλο και βαθύτερης ανθρώπινης θλίψης που φτάνει μέχρι τον Άδη. «Ο χριστιανός πορεύεται προς τα κάτω, εκεί εις το βάθος της ανεστραμμένης πυραμίδος, όπου συγκεντρούται η φοβερά πίεσις, όπου είναι ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου Χριστός.» (Ο Γέρων Σιλουανός, ο.α., 246). Μπορούμε να βρούμε ανάλογο παράδειγμα πέρα από αυτό του Μαξίμου Ομολογητή; Ενδεχομένως μπορούμε να προτείνουμε προς διερεύνηση το παράδειγμα ορισμένων αναφορών στα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη καθώς και το παράδειγμα του Ανδρέα Κρήτης.
πηγή: Αντίφωνο

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία π. Matthew Penney


 
Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Δεύτερο Κεφάλαιο: Οι προϋποθέσεις τής χαρισματικής γνώσεως
B. Η άσκηση της Εκκλησίας
Ο ασκητισμός είναι η μεθοδολογία της Εκκλησίας δια της οποίας εκφράζονται τα πρακτικά βήματα, στα οποία βαδίζοντας ο πιστός ακολουθεί τη διαδικασία την οποία ακολούθησαν οι πριν από αυτόν και πέτυχαν την ένωση με τον Θεό. Αυτό εννοούμε όταν λέμε "επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσιν"· οφείλουμε να ακολουθήσου με όχι μόνο τις διδασκαλίες τους, αλλά και να μιμηθούμε τον τρόπο ζωής τους[101]. Από την πρακτική ενάσκηση των αρετών, υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου οδηγού, να καθαρθούμε, να οδηγηθούμε στο φωτισμό και τη θέωση όπως εκείνοι. [102]
Ωστόσο, όπως ο π. Ζαχαρίας (Ζάχαρος) επισημαίνει, «δεν υπάρχουν συνταγές» στην πνευματική ζωή[103]. Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν τη γενική ασκητική πορεία με την οποία κάποιος επιτυγχάνει τη σωτηρία και την ένωση με τον Θεό. Ο Θεός ωστόσο, ως Υπόστασις-Πρόσωπον και ως εκ τούτου εκφραζόμενος εν απολύτω ελευθερία, δίνει αυτά τα δώρα στο δικό Του χρόνο και σύμφωνα με την κρίση Του. Ο Χριστιανικός ασκητισμός δεν είναι κάποιο είδος επιχειρηματικής συναλλαγής κατά την οποία ο άνθρωπος κάνει θυσίες προς τον Θεό, με σκοπό την αντιμισθία. Αντίθετα, όπως ο άγιος Μάξιμος διδάσκει, ο στόχος του ασκητισμού είναι ο εξαγνισμός της αγάπης μας. [104] Αν αντιληφθούμε τον ασκητισμό σε αυτή την προοπτική, καθίσταται απαραίτητος ως προετοιμασία για την πρόσωπο με Πρόσωπο συνάντηση του κτιστού με το άκτιστο στη βάση της θεωρίας του Θεού. [105]
Στον π. Σωφρόνιο ωστόσο η θυσιαστική πλευρά του ασκητισμού δεν είναι απούσα. Γράφει:
"Συχνάκις κατά την διάρκειαν της ζωής αυτών, ποιηταί και ζωγράφοι, συγγραφείς και μουσικοί, υπομένουν προθύμως πάσαν στέρησιν εξ αγάπης προς την τέχνην. Ούτως, και έτι πλέον, εκείνοι εις τους οποίους εδόθη το προνόμιον να ψαύσουν της ουρανίου φλογός υφίστανται μετά χαράς τα πάντα". [106]
Καθώς ένα πρόσωπο αγωνίζεται για την προσωπική γνώση του Θεού, η θυσία για την αγάπη απαιτείται[107]. Πρόκειται για μια κατανόηση του ασκητισμού για την οποία ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) σημειώνει «Γι' αυτόν [π. Σωφρόνιο], η θεολογία πηγάζει από τη θεωρία και, ως εκ τούτου, η πρώτη προϋποθέτει ασκητική προετοιμασία»[108].
 
1. Η τήρηση των εντολών
Κατά τις τελευταίες στιγμές με τους μαθητές Του ο Χριστός, λίγο πριν την σταύρωση, τονίζει ποια θα είναι η απόδειξη της αγάπης τους προς Αυτόν: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάννης 14,15). Σε όλα τα γραπτά του π. Σωφρόνιου επισημαίνεται ότι η «θυσία της αγάπης» που απαιτείται από τον ασκητισμό είναι κυρίως η τήρηση των εντολών του Χριστού. [109] Ενδιαφέρον είναι το εξής χωρίο: «Δεν υπάρχει άλλη οδός προς τη γνώση αυτή [της βιωθείσας εμπειρίας] παρά η οδός της τηρήσεως όλων εκείνων τα οποία έθεσε ως εντολή ο Χριστός (βλέπε Ματθαίος κη' 20)». Η τήρηση των εντολών δεν είναι μόνο η σφραγίδα της πίστης στο Χριστό, ή η βασική προετοιμασία για την κοινωνία στο Είναι με τον Θεό. Πρωτίστως είναι η αυτοαποκάλυψη του Θεού.[110]  Ως εκ τούτου, οδηγούν τον άνθρωπο «στη μεθόριον» μεταξύ κτιστού και Ακτίστου:
"Αι εντολαί του Χριστού είναι κατά την ουσίαν αυτών αυτοαποκάλυψις Θεού· εκπεφρασμέναι δια γηΐνων λέξεων φαίνονται εις ημάς σχετικαί, αλλά θέτουν εκείνον, όστις τηρεί αυτάς, ως ώφειλεν, εις το μεθόριον μεταξύ του σχετικού και του απολύτου, του πεπερασμένου και του απείρου, του αιτιοκρατουμένου και του αυτεξουσίου".111
Σε αυτό το κατώφλι ο άνθρωπος δύναται να λάβει τη χαρισματική γνώση.112 Αυτό πραγματώνεται όχι εκ της λογικής του ανθρώπου αλλά εξαιτίας της ζωντανής μεταμόρφωσης ως το αποτέλεσμα της τήρησης των εντολών για τον πιστό. «Η πίστη … μάς καλεί στη γνώση των Θείων Μυστηρίων, όχι με τη χρήση της λογικής, αλλά με την παραμονή στις εντολές του Χριστού»113. Η προσωπικότητα του Αγίου Σιλουανού δίδει ένα πρωτότυπο παράδειγμα. Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο:
"Δι' όλου του είναι αυτού ο Γέρων εμαρτύρει ότι η γνώσις των υψίστων πνευματικών αληθειών έγκειται εις την οδόν της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών και ουχί εις την "θύραθεν παιδείαν". Έζη εν τω Θεώ και άνωθεν[114] ελάμβανε τον φωτισμόν, η δε γνώσις αυτού δεν ήτο η αφηρημένη κατανόησις, αλλ' η υπαρκτική, τουτέστιν αυτή αύτη η ζωή". [115]
Καθίσταται σαφές ότι ο βασικός στόχος της ασκητικής ζωής, προϋπόθεση της χαρισματικής γνώσης, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Ο π. Σωφρόνιος το αντιλαμβάνεται αυτό ως γενική αρχή κάθε ασκητικής και γενικότερα εκκλησιαστικής πρακτικής. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τις ιδιαίτερες πτυχές ασκητικής πράξης που ο π. Σωφρόνιος προσδιορίζει.
 
2. Μνήμη θανάτου και φόβος του Θεού
Την αφόρμηση στην ανάλυσή μας από τη μνήμη θανάτου και τον φόβο του Θεού θα τη λάβουμε από τη σειρά, που ακολουθεί ο π. Σωφρόνιος, στο βιβλίο του Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί. Ορίζει τη μνήμη θανάτου:
"Είναι ιδιαιτέρα τις κατάστασις κατά την οποίαν η αιωνιότης κρούει την θύραν της καρδίας του διαμένοντος εν τω σκότει της αμαρτίας ανθρώπου. Τότε το Πνεύμα του Θεού μη γνωστόν εισέτι, ανεξιχνίαστον και κρυπτόμενον, μεταδίδει εις το πνεύμα του ανθρώπου την δυσερμήνευτον θεώρησιν του περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απ' αρχής δια της φθοράς, παρουσιάζεται άνευ νοήματος, βεβυθισμένον εις τον γνόφον του θανάτου". [116]
Σκοπός αυτής της κατάστασης είναι να αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εφήμερο κτιστό κόσμο καθώς και να αφαιρέσει τις ψευδείς και παράλογες φαντασιώσεις του για τη σταθερότητα - μονιμότητα της φυσικής δημιουργίας. Αυτό αναγκάζει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την ανυπαρξία, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ' αυτήν[117]. Είτε ζει κανείς μια ώρα είτε χίλια έτη ο άνθρωπος που διακατέχεται από τη χάρη της μνήμης του θανάτου αντικρίζει μόνο την ανυπαρξία, που βρίσκεται αναπόφευκτα μπροστά του. Δίπλα στην αιωνιότητα, το εφήμερο ακόμη και χιλιάδων ετών ανθρώπινης ζωής μοιάζει μοναχά σα μια ανάσα. Προκειμένου για τον άνθρωπο που προσκολλάται τόσο μανιωδώς στη αυτοδιαφύλαξή του μετά την πτώση του Αδάμ για να απελευθερωθεί από τα δεσμά του και να ανοίξει τα μάτια του στην αιωνιότητα, ο Θεός δίνει τη χάρη της μνήμης του θανάτου118.
Εάν η μνήμη του θανάτου διδάσκει στον άνθρωπο να βλέπει μέσα στο χρόνο και την αιωνιότητα, να αντιλαμβάνεται τον κτιστό κόσμο και τη θέση του μέσα σε αυτόν ρεαλιστικά, ο φόβος Θεού καθαρίζει από τις αυταπάτες του μεταβλητού και επαναπροσδιορίζει οντολογικώς τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο π. Σωφρόνιος λέει ότι το πιο σημαντικό είδος φόβου του Θεού είναι «της "φρίκης" να αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού»119. Αυτό μπορεί να φαίνεται απλό ή ακόμα και παιδαριώδες, αλλά προξενεί τέτοια αλλαγή στην ψυχή του ανθρώπου που ο ίδιος πλέον δεν ανησυχεί για τις επίγειες έγνοιες ούτε μεριμνά για την απόκτηση δόξας από τον συνάνθρωπό του120. Συνέπεια αυτής της συνειδητοποίησης είναι η είσοδος του ανθρώπου στην οδό προς την σοφία (Ψαλμ 111, 10), όπου βιώνει την κατάσταση της κάθαρσης που του επιτρέπει να αντικρίσει τόσο το θάνατο που επέφερε η αμαρτία του όσο και την πλήρη αγιότητα και τελειότητα του Θεού. Αληθινός φόβος Θεού, όπως και πραγματική μνήμη του θανάτου, είναι η χαρισματική εμπειρία της χάριτος, απαραίτητη για τον άνθρωπο να προσεγγίσει τον Τριαδικό Θεό:
Ο φόβος ούτος κατέρχεται εφ' ημάς Άνωθεν. Είναι πνευματική αίσθησις προ παντός του Θεού, ύστερον δε και ημών των ιδίων. Ζώμεν εν καταστάσει φόβου ένεκα της ζώσης παρουσίας του Ζώντος Θεού, έχοντες εν ταυτώ συνείδησιν της ρυπαρότητος ημών… άνευ της καθαρτικής αυτού ενεργείας [του φόβου Θεού] δεν θα αποκαλυφθή εις ημάς η οδός προς την τελείαν αγάπην του Θεού. 121
Το πρώτο στάδιο της πορείας του ανθρώπου προς τον Θεό είναι η αποκόλληση από τον κόσμο και την φανταστική ενατένιση της υπάρξεώς του, δια μέσου της μνήμης του θανάτου και του φόβου του Θεού.
 
3. Μετάνοια
Η μετάνοια είναι μία από τις πλέον σημαντικές πτυχές του ασκητισμού, αν όχι η σημαντικότερη, και θεμέλιό του. 122 Ο π. Σωφρόνιος γράφει στον Δαβίδ Μπάλφουρ ότι μετάνοια είναι «αληθινά η μόνη ορθή αρχή και βάση της πνευματικής ζωής… »123. Αποτελεί, μαζί με την πίστη, μία από τις κυριότερες προϋποθέσεις για τη Θεογνωσία, καθώς, «δια της χάριτος της μετανοίας…., η Αλήθεια εν τη πρωταρχική αυτής αγιότητι μεταδίδεται εις ημάς ως ζωή του Ιδίου του Θεού»124.
O π. Σωφρόνιος δίνει μια εξαιρετική περιγραφή της μετάνοιας:
"Η μετάνοια είναι το Θείον θαύμα δια την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ' ημάς, δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης αυτού. Δια της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασυλλήπτου μεγαλείου". 125
Ωστόσο ο άνθρωπος προτού να είναι σε θέση να ανέβει προς τον Θεό, βιώνει μια κατάσταση που παρομοιάζεται με τη κόλαση126, μετά την πτώση του διαστρεβλωμένου εαυτού του, και κατά τη διάρκεια του αγώνα να αποκατασταθεί. Και πάλι όμως βιώνει την κόλαση της αγάπης του Θεού και του πλησίον του, δηλαδή, νοιώθει ανάξιος της κενωτικής αγάπης του Θεού: «Καταυγασθέντες κατ' αρχάς υπό του Φωτός, καθοδηγηθέντες υπό της χειρός του Θεού εις νέαν, άγνωστον μέχρι τότε, και "υψηλήν" οδόν, συναντώμεν δύο μεγαλειώδεις βαθμίδας: Το όνομα της μιας είναι "Άδης μετανοίας", της άλλης δε "Άδης αγάπης"»127.
Η πορευτική διαδικασία δια της μετάνοιας εξηγείται πιο συγκεκριμένα από τον π. Σωφρόνιο.
"Εν τη αρχή της μετανοίας επικρατεί θλίψις, συντόμως όμως διαπιστούμεν ότι διεισδύει εντός ημών ενέργεια νέας ζωής, επιφέρουσα θαυμαστήν αλλοίωσιν του νου. Αυτή καθ' εαυτήν η κίνησις προς μετάνοιαν εμφανίζεται ως ανεύρεσις του Θεού της αγάπης. Ενώπιον του πνεύματος ημών διαγράφεται ευκρινέστερον η απεριγράπτως μεγαλοπρεπής εικών του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου. Ατενίζοντες εις το κάλλος τούτο ανακαλύπτομεν οποίαν φοβεράν διαστροφήν υπέστη εν ημίν η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού περί ημών… Η χάρις της μετανοίας αποκαλύπτει εν ημίν την εικόνα του Υιού του Πατρός. Ω, πόσον οδυνηρά είναι η πορεία αυτή!128
Το σημαντικό αγαθό στην πορεία της μετάνοιας είναι ότι επαναφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να λάβει το άκτιστο Φως129. Αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποκαλύπτει την ανάγκη ο άνθρωπος να πορευτεί εντός της προσωπικής κοινωνίας στο Είναι και της Θεογνωσίας. Η οπτασία του φωτός πάντα προηγείται, «η άσκησις της μετανοίας, η καθαίρουσα ημας από των παθών»130. Κατόπιν δίδεται ως δώρο στον άνθρωπο η είσοδος στα μυστήρια του Θεού: «Ουχί άλλως, ει μη δια μετανοίας αφομοιούμεν υπαρκτικώς την Αποκάλυψιν, τίνι τρόπω συνελήφθη ο άνθρωπος εν τη προαιωνίω Βουλή του Τριαδικού Θεού προ καταβολής κόσμου»131. Επίσης, όπως σημειώσαμε, με τη μνήμη του θανάτου και το φόβο Θεού, η μετάνοια οδηγεί στο «μεθόριον» μεταξύ [132] Ακτίστου και κτιστού, όπου κάποιος δύναται να βιώσει υπαρξιακά μια «πρόγευσιν της Θείας παγκοσμιότητος»[133]. Η ανάγκη μετάνοιας ως της θεμελιώδους πτυχής του ασκητισμού, για τη είσοδο στη Θεογνωσία, είναι προφανής: «Η οδός προς την αγίαν θεωρίαν διέρχεται δια της μετανοίας»[134]. Καρπός της μετάνοιας είναι τα δάκρυα.
 
4. Δάκρυα
Τα δάκρυα ο π. Σωφρόνιος τα διακρίνει σε δύο κατηγορίες τα ψυχολογικά και τα πνευματικά. Τα πρώτα είναι μία φυσική κατάσταση του ανθρώπου οφειλόμενα στο συναίσθημα ή την περίσταση. Όταν προέρχονται από παροδικά γεγονότα, όπως είναι η κοινωνική ανέλιξη και καταξίωση, ο πλούτος, η υγεία, κ.λπ., χαρακτηρίζονται ως ντροπιαστικά. Αντίθετα, τα πνευματικά δάκρυα είναι ο καρπός εμπειρίας του Ακτίστου Θεού και ένα δώρο της θείας χάρης. [135] Επιπλέον, συντηρούν την ένταση στη μετάνοια. Τα πνευματικά δάκρυα δεν είναι μία παθητική κατάσταση, αλλά καλλιεργούνται ενεργά. Αποτελούν μία δυναμική έκφραση του ασκητισμού. Αυτή η θεώρηση τους δίδει πρωτεύοντα σημασία στη ζωή του Χριστιανού. «Είναι αφελής όστις νομίζει ότι είναι δυνατόν να ακολουθήση τα ίχνη του Χριστού άνευ δακρύων»[136], και «οι ασκητικοί πατέρες… επιμένουν εις το απαραίτητον των πνευματικών δακρύων, άνευ των οποίων δεν απαλύνεται η εκ των παθών πεπωρωμένη καρδία, η ανίκανος να αγαπήση δια της ευαγγελικής αγάπης»[137]. Αυτή η τολμηρή, θα λέγαμε, δήλωση είναι άκρως περιεκτική από πολλές απόψεις για τη γενιά μας για δύο τουλάχιστον λόγους: α') ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ντροπιαστική την εκδήλωση δια δακρύων για οποιοδήποτε λόγο και β') η απουσία τους αποκαλύπτει τη σκληροκαρδία του σύγχρονου Χριστιανού, η οποία πραγματικά εκπληρώνεται στα λόγια του Χριστού ότι «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθαίος 24,12).
Ο άνθρωπος, ο οποίος βιώνει τη χάρη των δακρύων μαζί με τη μνήμη του θανάτου και τη μετάνοια, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το βάρος της αμαρτίας ξεκινώντας τον αγιαστικό αγώνα της κάθαρσης από τα πάθη. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας αυτό διατυπώνεται συχνά ως το «δεύτερο βάπτισμα». Στα γραπτά του π. Σωφρόνιου σχετίζεται κυρίως με την κάθαρση που προηγείται της υπαρξιακής κοινωνίας και του φωτισμού από τον Θεό: «Η ψυχή εν τω εντατικώ κλαυθμώ δι' εαυτήν, κατά την δωρεάν του Πνεύματος του Αγίου, εισάγεται οντολογικώς εις την ουσίαν της αμαρτίας η μών… Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών…»[138]. Βιώνεται ως αυτό που ο π. Σωφρόνιος αποκαλεί "κατάσταση" στο Είναι, η οποία έρχεται σε αντιπαράθεση με το φιλοσοφική στοχασμό. «Τι συμβαίνει όμως εις τον άνθρωπον, όστις προσφέρει την μετάνοιαν αυτού μετά κλαυθμού; Ζη την Αλήθειαν ουχί ως καρπόν των διαλογισμών αυτού, αλλ' ως κατάστασιν του πνεύματος αυτού, δοθείσαν εις αυτόν υπό του Πνεύματος του Θεού»[139]. Το αποτέλεσμα είναι ο άνθρωπος να οδηγείται μέσω των δακρύων της μετάνοιας στα δάκρυα της αγάπης, να φτάσει στο κατώφλι της υπαρξιακής γνώσης των μυστηρίων του Θεού: «Ο κλαυθμός εξ αγάπης… Διαρρηγνύει τον στενόν κλοιόν της γηΐνης υπάρξεως, εισάγον εις ουρανίους σφαίρας…»[140]. Το αποτέλεσμα των πνευματικών δακρύων και του πένθους είναι ίδια με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω: προδιαθέτουν και προετοιμάζουν τον άνθρωπο για τη χαρισματική γνώση.
 
5. Ταπείνωση 
Το απόσπασμα που θα παραθέσουμε θα καταδείξει τη θέση που κατέχει η ταπείνωση στην ασκητική διδασκαλία κατά τον π. Σωφρόνιο: «… Οι Χριστιανοί ασκητές συγκεντρώνουν όλες τις δυνάμεις τους, στην προσπάθεια να αποκτήσουν την ταπείνωση εκείνη που ελκύει τη χάρη του Θεού»[141]. Αλλού, για τον Άγιο Σιλουανό, ο π. Σωφρόνιος γράφει, «από του νυν εγνώρισεν εν αληθείς ότι όλος ο αγών οφείλει να κατευθύνηται προς απόκτησιν της ταπεινώσεως»[142]. Είναι σαφές ότι ο π. Σωφρόνιος θεωρεί την ταπείνωση ως ένα ακόμη βασικό θεμέλιο της ασκητικής ζωής και της ζωής της Ορθοδόξου πίστεως γενικότερα.
Εξηγώντας τη μεταμορφωτική δύναμη της ταπείνωσης στη ζωή του ανθρώπου και του κόσμου, ο γέροντας χρησιμοποιεί το παράδειγμα της πυραμίδας. Στην βάση της τοποθετεί το πλήθος των ανθρώπων και της κοινωνίας που καταπιέζονται υπό την κοινωνική ανισότητα, που συντηρείται από την εξουσία και τον πλούτο των κοσμικών ηγεμόνων οι οποίοι καταλαμβάνουν την κορυφή της πυραμίδας. Με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου και την πλήρη ταπείνωσή και αυταπάρνησή Του, ερχόμενος ως υπηρέτης όλων έτοιμος να πεθάνει για όλους, η πυραμίδα αντιστρέφεται, «ανεστραμμένης»[143] όπως ο π. Σωφρόνιος την περιγράφει. Αυτή η «ανεστραμμένη πυραμίδα» γίνεται το νέο μοντέλο ύπαρξης. Αυτός που είναι πρώτος, καλείται να γίνει ο έσχατος. Αυτός που θέλει να είναι σπουδαίος πρέπει να γίνει υπηρέτης όλων (Ματθ 20, 16, Μάρκος 8, 35). Η πρακτική της ταπείνωσης αποκτά μέγιστη σημασία καθώς αποτελεί ευαγγελική πρόσταγή. «Η θέωσις ημών τελείται εν άκρα θεοειδή ταπεινώσει»[144].
Ωστόσο, όπως και με τις άλλες πτυχές της ασκητισμού, η ταπείνωση αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση για την βίωση της χαρισματικής γνώσης. Ο π. Ζαχαρίας στα γραπτά του για την θεολογία του π. Σωφρόνιου σημειώνει τα εξής: «όταν η ταπεινή αγάπη του Χριστού εισδύσει στην καρδιά, φωτίζει το νου και εμπνέει διπλή θεωρία», και «θα λέγαμε ότι η πληρωματική αυτή γνώση της αρπαγής διέρχεται διαμέσου του Άδη της Θεοεγκαταλείψεως, οπότε ο άνθρωπος ταπεινώνεται μέχρι τέλους»145. Πρόκειται για τη θεοειδή γνώση που αυξάνει διαρκώς για τον άνθρωπο, ο οποίος μένει εντός των πλαισίων της ταπείνωσης. 146
 
6. Προσευχή
Άλλη σημαντική πτυχή της ασκητικής ζωής του Χριστιανού είναι η προσευχή. Χωρίς την προσευχή ο άνθρωπος δε μπορεί να επιτύχει την τελειότητα. Είναι η βασικότερη προϋπόθεση για την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Απόστολος Παύλος τονίζει «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Θεσσ. Α΄ 5, 17). Ομοίως αποτελεί τη βάση της χαρισματικής γνώσης. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα στα γραπτά του π. Σωφρόνιου που μαρτυρούν το μεγαλείο της προσευχής και την αναγκαιότητα της για τη Θεογνωσία. Γράφει, λόγου χάρη:
"Απ' όλα τα πλησιάσματα προς τον Θεό το καλύτερο είναι η προσευχή, που σε τελευταία ανάλυση είναι το μόνο μέσον. Στην πράξη της προσευχής η ανθρώπινη διάνοια βρίσκει την ευγενέστερη έκφρασή της. Η πνευματική κατάσταση του επιστήμονα που ερευνά, του καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα τέχνης, του διανοητή που φιλοσοφεί, ακόμα και του επαγγελματία θεολόγου που προβάλλει τις θεωρίες του, ολ' αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν με τα πνευματικά βιώματα ενός ανθρώπου της προσευχής που έρχεται πρόσωπο με Πρόσωπο με τον ζωντανό Θεό". 147
Οι άνθρωποι, που δεν προσεύχονται, δεν μπορούν να καταλάβουν την πνευματική σφαίρα που αποκαλύπτεται στο πνεύμα του ανθρώπου μέσω της [148] προσευχής[149]. «Η προσευχή (ενν. Του Χριστιανού) αυτού γίνεται ως αστραπή διασχίζουσα ακαριαίως την οικουμένην απ' άκρου εις άκρον… Η εμπειρία του είδους αυτού [που γεννιέται από αυτήν την προσευχή] αποκαλύπτει εν βραχυτάτη χρονική στιγμή τοιαύτας σφαίρας του Είναι… »[150]. Επιπλέον, είναι «φυσικόν εις την προσευχήν να διαπερνά τους αχανείς χώρους του κοσμικού είναι»[151], διότι, όπως διευκρινίζει ο π. Σωφρόνιος, όταν το Άγιο Πνεύμα αυξάνει την κατανόησή μας, η προσευχή παίρνει κοσμικές διαστάσεις[152]. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι «[ε]ν παρομοίω προσευχή ο νους ημών περικλείεται εν τω Νοί του Θεού και δέχεται την κατανόησιν πραγμάτων δια τρόπου όστις είναι αδύνατον να εκφρασθή καταλλήλως δια της καθ' ημέραν ημών γλώσσης»[153]. Με την προσευχή εισαγόμαστε στην όντως ύπαρξη και όχι με τη φιλοσοφία ή την φαντασία. [154] Με τον τρόπο αυτό ο πιστός είναι σε θέση «να αφομοιώση την αποκαλυφθεlσαν εις ημάς άναρχον Αλήθειαν»[155].
Η προσευχή αυτού του είδους συνοδεύεται πολλές φορές από οπτασία του Ακτίστου Φωτός[156], η οποία χαρίζει την κατανόηση[157]. Θα μπορούσε να συγκριθεί με τη γνώση ενός τυφλού αν ξαφνικά ήταν σε θέση να αντικρίσει τον κόσμο για την πρώτη φορά. Δεν θα μπορούσε να επεξεργασθεί όλες τις λεπτομέρειες αυτής της καινούριας γνώσης, του χρώματος, του σχήματος, του μεγέθους, της αρμονίας, που ενοποιεί για να παρέχει το νέο όραμα ενώπιόν του. Απλώς θα βίωνε το νέο θέαμα ως άμεση γνώση, κάτι που του ήταν εντελώς αδύνατο προηγουμένως. Κατά τον ίδιο τρόπο η κατάσταση της ζωής του Χριστού μεταδίδεται στον άνθρωπο δια της προσευχής ώστε να κάνει τα πρώτα του βήματα για να γίνει μια πραγματική υπόσταση, ένας πραγματικός άνθρωπος:
"Κατά την υπερτάτην εφικτήν εις την φύσιν ημών έντασιν προσευχής, όταν ο ίδιος ο Θεός προσεύχηται εν ημίν, δίδεται εις τον άνθρωπον θεοπτία υπερκειμένη πάσης εικόνος. Τότε η ανθρωπίνη υπόστασις προσεύχεται προς τον Άναρχον όντως πρόσωπον προς Πρόσωπον. Εν τη συναντήσει ταύτη μετά του Υποστατικού Θεού ενεργοποιείται εν ημίν εκείνο, όπερ εν αρχή υπήρχε μόνον δυνάμει, η υπόστασις". [158]
Με την προσευχή επιτυγχάνεται η αιώνια πραγματικότητα. Είναι εμφανές ότι η προσευχή συνδέεται με τις προαναφερθείσες πτυχές της ασκητισμού.
Πάνω απ' όλα τα είδη προσευχής ο π. Σωφρόνιος έχει κατά νου κυρίως μια μορφή· την ησυχαστική ή καθαρή προσευχή. Σημειώνει: «Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά ζωντανής πείρας· στην καθαρή προσευχή ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα φαίνονται στην συνυποστατική τους ενότητα»159. Εάν η καθαρή προσευχή προσφέρει εμπειρικά την οπτασία περί της Αγίας Τριάδος, πώς μπορεί να εκτιμηθεί η σημασία της ησυχαστικής προσευχής ως θεμελιώδους προϋπόθεσης της χαρισματικής γνώσης; Η ίδια η φύση της προσευχής μέσα από την βίωση της μετάνοιας διεισδύει στη σφαίρα πέρα από την ανθρώπινη σοφία160.
Ο π. Σωφρόνιος περιγράφει τη διαδικασία αυτή με τα εξής λόγια:
"Ο νους παύει να διασκορπίζεται: Γίνεται όλος προσοχή. Η καρδία δε έρχεται εις κατάστασιν, την οποίαν δυσκόλως δυνάμεθα να περιγράψωμεν. Είναι αυτή πλήρης φόβου, αλλά ευλαβούς φόβου, ζωοποιού. Τότε ο άνθρωπος αναπνέει μετά συστολής: Ο Θεός οράται και εντός και εκτός· πληροί τα πάντα". 161 162
Ο καρπός της εμπειρίας αυτής, της καθαρή προσευχής, δίνει στον ασκητή την αυθεντική θεωρία[163]. Ελευθερώνει τον άνθρωπο από το «της γοητείας των "φασμάτων της αληθείας"» η οποία με πολύ ευκολία μολύνει τον διασκορπισμένο ανθρώπινο νου[164]. Από την χωρίς εικόνες προσευχή φτάνει κανείς στην αυθεντική θεολογία. Αυτό επιβεβαιώνεται στην περιγραφή της φράσης του Αγίου Σιλουανού (και άλλων Αγίων Πατέρων) από τον π. Σωφρόνιο: «Εάν είσαι θεολόγος, προσεύχεσαι καθαρώς. Εάν προσεύχεσαι καθαρώς, τότε είσαι θεολόγος»[165]. Η αναγκαιότητα της προσευχής, και ιδιαίτερα της καθαρής προσευχής, ως ασκητική προϋπόθεση της χαρισματικής γνώσης δεν θα μπορούσε να καταστεί σαφέστερη[166].
 
7. Αγάπη
Το τελευταίο γνώρισμα της ασκητικής ζωής είναι η αγάπη. Για τον π. Σωφρόνιο, «το ύστατον τέλος της Χριστιανικής ασκήσεως είναι η απόκτησις της αγάπης ταύτης»[167]. Ο Ν. Κόϊος σχολιάζοντας αυτήν την πτυχή της θεολογίας του γέροντα γράφει: «Η μετοχή στην θεία αγάπη ταυτίζεται με την Γνώση του Θεού. Το σύνολο των ασκητικών αγώνων έχει ως στόχο την μετοχή σε αυτήν την αγάπη»[168]. Η κοινωνία με τον Θεό εν τη αγάπη συνιστά την όντως Θεογνωσία και βιώνεται ως Θεογνωσία. Περαιτέρω ο γέροντας διευκρινίζει το "πώς;” της αποκτήσης αυτής της προσωπικής, υπαρξιακής κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό στο Είναι. Είναι στην φύση της αγάπης να ενώνει, να ενώνει το αντικείμενο της αγάπης με αυτόν που το αγαπά. Η αγάπη, ευρισκόμενη στο επίκεντρο των εντολών του ευαγγελίου[169] (Α΄ Ιωάν. δ΄ 8), παρέχει τις οντολογικές προϋποθέσεις της θείας επιγνώσεως:
Όταν όμως γίνεται λόγος για την αυθεντική γνώση του Θείου κόσμου, τότε είναι απαραίτητο να συγκαταβεί ο Θεός ως την υπαρκτική ένωση μαζί μας. Η εντολή "αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ισχύος σου" (Μάρκος 12,30) είναι η οδός προς τη γνώση αυτή, γιατί είναι χαρακτηριστικό στην αγάπη να ενώνεται στην ίδια την πράξη της ζωής. [170]
Αυτός ο "δρόμος προς τη γνώση" εξελίσσεται από θεία αγάπη σε γνώση του Θεού και στη συνέχεια στην αυτογνωσία. [171] Το περιεχόμενο αυτής της αγάπης γίνεται επίγνωση της θεωρίας του Θεού, θείο φως, θεία αγάπη. «Η κατάστασις της θέας είναι το φως της αγάπης του Θεού, και τη επενεργεία της αγάπης αυτής γεννώνται εν τη ψυχή νέα αισθήματα και νέαι σκέψεις περί Θεού και κόσμου»[172]. Από αυτήν οδηγείται κανείς «εις αβύσσους και ύψη απρόσιτα εις οιονδήποτε άλλον άνθρωπον… Ρίπτει αυτόν πολλάκις εις απερίγραπτον απειρότητα».
«Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιωάν. δ'4: 19). Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο το μοντέλο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου απεικονίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός της αγάπης και της γνώσης του Θεού: «Όταν το Πνεύμα το Άγιον μεταδίδη εις η μας την αγάπην του Χριστού "αγαπάτε τους εχθρούς υμών", τότε ο νους - πνεύμα ηδύνεται υπό της Αληθείας της αγάπης ταύτης… [Γ]νωρίζομεν δι' όλης της υπάρξεως ημών ότι αυτή είναι η αιώνιος Αλήθεια»[173]. Από εκεί και πέρα στην καρδιά του πιστού γεννάται η αγάπη, και εκεί «θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης»174.
Είναι επίσης αξιομνημόνευτο ότι για τον π. Σωφρόνιο τα τελικά κριτήρια του βαθμού και της ακρίβειας στη Θεογνωσία είναι η αγάπη και κυρίως αυτή που εκφράζεται προς τον εχθρό. Παραθέτει ο γέροντας τα λόγια του Αγίου Σιλουανού: «Ο μακάριος Γέρων Σιλουανός έλεγεν: "Όστις δεν αγαπά τους εχθρούς, ούτος δεν εγνώρισεν εισέτι τον Θεόν ως οφείλει να γνωρίζη Αυτόν"»175.
Ο π. Ζαχαρίας συνοψίζει: «Κατ' αυτόν τον τρόπο η αγάπη προς τους εχθρούς αποβαίνει το απλανές κριτήριο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος και της αληθινής θεοκοινωνίας σε δύο επίπεδα: α) στο προσωπικό επίπεδο και β) στο εκκλησιολογικό η δογματικό επίπεδο»176.
Κλείνοντας θα καταθέσουμε την αιτιολόγηση γιατί τόσο συχνά ο π. Σωφρόνιος αναφέρεται στην αγάπη:
"Επαναλαμβάνομεν συνεχώς την λέξιν "Αγάπη", αλλ' εν αυτή περικλείεται οντολογικώς και η υπερκόσμιος σοφία, και το άπειρον εν τη ιδιαζούση αυτώ άκρα ταπεινώσει μεγαλείον, το τα πάντα υπερέχον κάλλος, και η βαθεία ειρήνη. Επισκεπτόμενος ο Θεός τον άνθρωπον, δι' αυτού τούτου του γεγονότος, καθιστά αυτόν κοινωνόν του απεριγράπτου δι' ανθρωπίνων λόγων Είναι αυτού. 177
Καθίσταται σαφής η αναγκαιότητα της πίστης στο Χριστό και της ζωντανής έκφρασής της, δηλαδή της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, ως προϋπόθεση για χαρισματική γνώση. Στο επόμενο κεφάλαιο θα εξετάσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της πίστης ως της υπέρτατης έκφρασης της αρθρωτής χαρισματικής γνώσης· τα δόγματα της Εκκλησίας. Αυτό είναι απαραίτητο για να κατανοήσουμε την διάκριση της γνώσης σε χαρισματική και φιλοσοφική, καθώς και τις επιπτώσεις της, σύμφωνα με την άποψη του π. Σωφρονίου, περί της ακαδημαϊκής θεολογίας. 178

Σημειώσεις:

101. Βλέπε Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 71.
102. Ο π. Σωφρόνιος απέφυγε τη χρήση όρων όπως κάθαρσις, φωτισμός και θέωσις. Ανταυτού προτιμά να κάνει λόγο για τις περιόδους της επίσκεψης και της εγκατάλειψης της χάριτος. Αναλυτικότερα βλέπε, Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), The Enlargement of the Heart: "Be ye also enlarged" (2 Corinthians 6:13) in the Theology of Saint Silouan the Athonite and Elder Sophrony of Essex, South Caanan, Pa, 2006, σελ. 53-54. Παράβαλλε Το βιβλίο του ιδίου, Remember Thy First Love (Revelation 2:4-5): The Three Stages of the Spiritual Life in the Theology of Elder Sophrony, South Caanan, Pa, 2010.
103. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), The Enlargement of the Heart, σελ. 135, 189, του ιδίου, The Hidden Man of the Heart (1 Peter 3:4): The Cultivation of the Heart in Orthodox Christian Anthropology, South Caanan, Pa, 2008, σελ. 36, 60, 63, και του ιδίου, Remember Thy First Love, σελ. 402, 414.
104. π. Andrew Louth, Maximos the Confessor, London, 1996, σελ. 38-41. Παράβαλλε Χρυσοστόμου Σταμούλη, «Επίψαυσις αιωνιότητος. Η γοητεία της ζωγραφικής και η ατελεύτητος δημιουργία της προσευχής», σελ. 390, «άσκηση της αγάπης».
105. Ο π. Σωφρόνιος αποδεικνύει ότι η αγάπη ως ένα θετικό χαρακτηριστικό του Ορθόδοξου ασκητισμού διαφοροποιείται από αυτήν του δυτικού Χριστιανισμού ή της μη Χριστιανικής Ανατολής: «Όπου δεν υπάρχει αγάπη, εκεί δεν υπάρχουν δάκρυα, έστω και εάν ο ασκητικός αγών λαμβάνει ακραίαν μορφήν: εντατικόν διαλογισμόν, παρατεταμένην νηστείαν, αυστηράς συνθήκας ζωής εν απομονώσει εκ του λοιπού κόσμου. Πολλά τοιαύτα παραδείγματα συναντώμεν και εις … Χριστιανικήν Δύσιν και εις την μη Χριστιανικήν Ανατολήν», Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 82(53). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου ασκητισμού και του μη Χριστιανικού ασκητισμού της Ανατολής, βλ: Περί προσευχής, σελ. 189(169).
106. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 141(90), και σελ. 273(177).
107. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 36-37(26).
108. Ιερομον. Νικολάου Σαχάρωφ, Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 78(57), και σελ. 84(62): «Έτσι, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ασκητική πρακτική ως τη ζώσα προετοιμασία για την αναδοχή της θεογνωσίας, η επίτευξη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση της αληθούς θεολογίας. »
109. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 206(84), «Ο Κύριος Ιησούς είναι η απόλυτος οντολογική Αλήθεια. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίση τις την Αλήθειαν ταύτην άλλως, ει μη ακολουθών την μέθοδον την οποίαν Αυτός ο ίδιος συνέστησεν: "Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν…" (Ιωάννης 8,31)». Παράβαλλε άσκηση και θεωρία, σελ. 117.
110. Άσκηση και θεωρία, σελ. 124-25. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 339(215), Άσκηση και θεωρία, σελ. 17, Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 96(71), Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η μετοχή στην ενέργεια του Θεού ως όρος πραγματώσεως της υποστατικής αρχής στον άνθρωπο», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2008, σελ. 250.
111. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η Σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 13, «Για να γίνει όμως ο άνθρωπος μέτοχος της άκτιστης δόξας "εν αισθήσει", οφείλει να τηρεί όλες τις εντολές του Θεού, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό πρακτικώς την αγάπη του προς τον Θεό. Τήρηση των εντολών σημαίνει απόλυτη συμφωνία μεταξύ μας, αφού τότε έχουμε ένα και το αυτό φρόνημα, που είναι το φρόνημα του Θεού, όπως εκφράζεται στο θέλημά του. Με τον πρακτικό αυτό τρόπο γινόμαστε ένα Πνεύμα με τον Θεό, "το έν φρονούντες"».
112. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 112(72), 233(149), 403-4 (228-29). Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 233, «Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε ως προϋπόθεση της θεοφάνειας και θεοπτίας, αλλά και της ενοίκησης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, την αγαπητική πράξη της τηρήσεως των εντολών του Θεού».
113. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 233, «Η πράξη, που συνδέεται άρρηκτα με την σωματική άσκηση και την κάθαρση των παθών, είναι το θεμέλιο της θεωρίας θεοπτίας, και με τον τρόπο αυτό γίνεται ο θεοδίδακτος τρόπος του απλανώς θεολογείν».
114. Άσκηση και θεωρία, σελ. 118. Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 32. Στη σελ. 34 σημειώνει: «Όταν ο πιστός πορεύεται την οδό των εντολών του Χριστού, τότε ό,τιδήποτε ακατανόητο για την λογική μας, γίνεται με την Χάρη του Θεού κατανοητό, διότι δεν υπάρχει πια μέρος για το σκοτάδι, αφού το Φως το αληθινό φωτίζει την διάνοια και την άγνοιά μας… ».
115. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 139(110).
116. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 156(99). Παράβαλλε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 66-67 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 112(87).
117. Για ένα ενδιαφέρον άρθρο για την σχέση της μνήμης θανάτου και της σημασίας του κτίστου κόσμου, βλέπε Χρυσοστόμου Σταμούλη, «Επίψαυσις αιωνιότητος. Η γοητεία της ζωγραφικής και η ατελεύτητος δημιουργία της προσευχής», σελ. 369-390.
118. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 24(16).
119. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 114(75).
120. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 29(19).
121. Βλέπε Περί Πνεύματος και Ζωής, σελ. 81(59).
122. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 33, 34(21,22). Παράβαλλε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 121, 98 και Περί προσευχής, σελ. 80(54-55).
123. Βλέπε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 33-34(25).
124. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 70.
125. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404(229). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός. Σελ. 297: «Η δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η μετάνοια. ». Παράβαλλε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, σελ. 232. «Η χαρισματική θεολογία μπορεί να παρέχεται αυθεντικά μόνον από όσους πέρασαν στη θεοπτία ή το λιγότερο από όσους ανήκουν στη βαθμίδα της καθάρσεως από τα πάθη».
126. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 46(30). Παράβαλλε Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η μετοχή στην ενέργεια του Θεού ως όρος πραγματώσεως της υποστατικής αρχής στον άνθρωπο», σελ. 249.
127. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 54(35). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 241-42(179).
128. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 54-55(35-36).
129. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 71(46), 60(39). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 64(49).
130. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 94(60), «Δια του θρήνου της μετανοίας αποκαθίσταται η εκ της αμαρτίας αποκτανθείσα ικανότης ημών να προσλάβωμεν το εκ του Θεού… Εκπορευόμενον Άκτιστον Φως». Παράβαλλε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 36(26), Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 265-66(195) και Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 37.
131. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 259(168).
132. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 66-67(43). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 84(62).
133. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 138(88).
134. Περί προσευχής, σελ. 161(148). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 79(59) και Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 84(61-62).
135. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 75(49), 77(50), 85(55).
136. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 76(49).
137. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 85(55). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 116, 117(84), «Τα δάκρυα που γεννά το βαθύ αυτό κλάμα της μετάνοιας… Είναι και η πιο κατάλληλη προετοιμασία και προδιάθεση του πνεύματος του ανθρώπου, για να καταξιωθεί του Ακτίστου Φωτός». Παράβαλλε όπου πριν, σελ. 118-19(87).
138. Περί προσευχής, σελ. 247(114, 115).
139. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404(229) και σελ. 404(229), «Η "κατάστασις" αυτή είναι γεγονός του Είναι, εκ του οποίου και αυτή αύτη η σκέψις ημών συλλαμβάνει δια του ιδιάζοντος εις αυτήν τρόπου την έννοιαν της Αληθείας».
140. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 83(54). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 113(84).
141. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 225.
142. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 52(43).
143. Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 72-74 (54­55) και Γεωργίου Γαλίτη, «Ο παλαιός και ο καινός Αδάμ στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008.
144. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 103(67).
145. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 77(58).
146. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 168(123)
147. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 121(79).
148. Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 75.
149. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 121(78-79).
150. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 157(100).
151. Περί προσευχής, σελ. 109(71).
152. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 182(113).
153. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 401-2(227). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 325(242).
154. Περί προσευχής, σελ. 72(49).
155. Περί προσευχής, σελ. 250(117).
156. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 140(134) & 151 -52(143), Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 270(175): «Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι, ως τινες νομίζουν».
157. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 267(173).
158. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 301(195). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 66(50).
159. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 93(59).
160. Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 36.
161. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 156(146), Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 85(62), Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 29, και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 34-35(25-26).
162. Περί προσευχής, σελ 169(154). Βλέπε Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 65(48), 81(59).
163. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 184(143).
164. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 49(32), Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου),Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 227(168).
165. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 178(138). Βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 326(242).
166. Ο π. Σωφρόνιος προειδοποιεί όσους επιδιώκουν τη γνώση του Θεού μέσα στον κόσμο της ακαδημαϊκής θεολογίας: «Η καθαρή προσευχή δε δίνεται σε όσους μελετούν πολύ. Υπό την έννοια αυτή, η οδός της θεολογικής επιστήμης δεν είναι καθόλου αποτελεσματική, και σπάνια οδηγεί στην καθαρά προσευχή,», Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 55(40). Αντίθετα είναι καλύτερα κάποιος να επικεντρώνει την ακαδημαϊκή του καριέρα στην αύξηση της πίστης και της γνώσης που προέρχεται απ' αυτήν και να επιμελείται δια αυτής της πίστης την εντονότερη βίωση της ασκητικής ζωής.
167. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 79(52).
168. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σελ. 61. Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 59: «Προικισμένος με αγάπη, ο άνθρωπος αισθάνεται συνδεδεμένος με τον αγαπημένο του Θεό. Με αυτό το σύνδεσμο γνωρίζει τον Θεό, και έτσι αγάπη και γνώση γίνονται μια ενέργεια». Παράβαλλε άσκηση και θεωρία, σελ. 131, Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 34 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 170(124).
169. Βλέπε άσκηση και θεωρία, σελ. 117, «Ο Θεός είναι Αγάπη, και δεν είναι δυνατόν να γνωρισθεί και να θεωρηθεί παρά μόνο με την αγάπη και μέσα στην αγάπη». Παράβαλλε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 71 και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 347(258).
170. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 202. Βλέπε όπου πριν, σελ. 205, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 91(58), 321(206), Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 59, και Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 63(45).
171. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 66(43).
172. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 192(149).
173. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 81(53). Παράβαλλε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), «Ο μοναχικός βίος κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, σελ. 95.
174. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 411-412(234). Παράβαλλε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 75(56): «Η αγάπη δεν είναι φυσικό ιδίωμα του "ψυχικού" ανθρώπου, αλλά το οντολογικό περιεχόμενο της μακαρίας Ζωής των θείων υποστάσεων».
175. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 273(177). Βλέπε όπου πριν, σελ. 306(198).
176. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 411(233).
177. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 348(259).
178. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 80(52).