Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη


Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».
Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις πού μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.
Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ’ όλες τις δεήσεις.
Για το θερμό χριστιανό όλα στη ζωή του γίνονται δύσκολα. Η συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί του χειροτερεύει, παύουν να τον εκτιμούν αυτό πού ανέχονται σ’ άλλους, σ’ αυτόν δεν το συγχωρούν, η εργασία του πληρώνεται, σχεδόν πάντοτε, κάτω από το νόμιμο, το σώμα του εύκολα προσβάλλεται από ασθένειες. Η φύση, οι άνθρωποι, όλα στρέφονται εναντίον του.
Παρότι τα φυσικά του χαρίσματα δεν είναι κατώτερα από τα χαρίσματα των άλλων, δεν βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες να τα χρησιμοποιήση. Επί πλέον υπομένει πολλές επιθέσεις από τις δαιμονικές δυνάμεις και το αποκορύφωμα είναι η ανυπόφορη θλίψη από τη θεία εγκατάλειψη.
Τότε κορυφώνεται το πάθος του, γιατί πλήττεται ο όλος άνθρωπος σ’ όλα τα επίπεδα της υπάρξεώς του.
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;… Είναι δυνατό αυτό;…
Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πώς Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. H ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.
Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. H ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πώς βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.
Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πώς η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του!
Χιλιόχρονη πείρα, πού παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πώς, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ’ άλλους.
Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, πού μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.
Τότε γίνεται ολοφάνερο πώς έφτασε στα όρια, πού δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.
Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη

Ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ και το ''Τραγούδι του Σιλουανού''

Και να χάνουμε Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ († 1993)

20170426-2Είναι προτιμότερη λίγη πνευματική εργασία, αλλά να έχουμε ειρήνη στην καρδιά μας, παρά να επιδιώκουμε πολλά και να χάνουμε την καρδιακή ειρήνη.
Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ

Χαρισματική Ταπείνωση


MON1Ώ, η κατά Χριστόν ταπείνωση! Δίνει στην ψυχή μια ανέκφραστη εν Θεώ χαρά· και η ψυχή από την αγάπη του Θεού λησμονεί και τη γη και τον ουρανό και στρέφεται ολόκληρη με την επιθυμία της προς τον Θεό
ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ συνιστά η δυνατότητα του ανθρώπου να φθάσει στη γνώση του Θεού. Ο άνθρωπος μπορεί κατ’ αρχάς να γνωρίσει τον Θεό, επειδή Εκείνος τον έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Του, ικανό να αντανακλά την τελειότητα του Δημιουργού του. Ο Θεός, για να προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να επιτύχει την τελείωση του, του ζητά να Τον αγαπήσει με όλη την καρδιά, την ψυχή και τη δύναμη του· και επίσης να αγαπήσει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του (Λουκ. 10,27). Μέσα από τη δωρεά της εντολής αυτής της αγάπης ο άνθρωπος αναδεικνύεται αληθινός άρχοντας. Κατά δεύτερον, ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να γνωρίσει τον Θεό μέσω της συνέργειας μαζί Του. Μέσα στην άπειρη μεγαλοσύνη Του ο Θεός καταδέχεται να έλθει σε σχέση με τον απείρως μικρό άνθρωπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στην τελειότητα για την οποία τον προόρισε. Ο μικρός άνθρωπος οφείλει να παραδοθεί με ελευθερία στον ασύγκριτα μέγα [//503] Θεό, γιατί χωρίς την προϋπόθεση αυτή ο Θεός δεν ενεργεί. Περιμένει από τον άνθρωπο να του προσφερθεί αυτοπροαίρετα, πράγμα που επιβεβαιώνει το μεγαλείο του ανθρώπου ενώπιον του Θεού.
Πρωτίστως όμως, όπως βεβαιώνει ο άγιος Σιλουανός, ο άνθρωπος γνωρίζει
τον Θεό με την ταπείνωση: «Ο Κύριος αποκαλύπτει τα μυστήρια Του στην ταπεινή ψυχή»2. Η ταπείνωση της ψυχής συνιστά μυστήριο, που είναι αδύνατον να περιγραφεί μέσα στα όρια της ανθρώπινης σκέψεως. Ο Κύριος λέει:
«Υπόδειγμα δέδωκα υμίν» (Ιωάν. 13,15). Ο Χριστός φανέρωσε τον Εαυτό Του στον άνθρωπο με τη δική Του ταπείνωση· αυτή η ταπείνωση ενέπνευσε στον άγιο Σιλουανό τη φλογερή δίψα για τον Θεό. Η ταπείνωση κατέβασε τον Θεό στη γη. Με αυτήν εισδύουμε και εμείς στη γνώση του Θεού και τα μυστήρια Του.
Η γνώση του Θεού δεν είναι αφηρημένη αλλά οντολογική. Ανάλογα με τον τρόπο ζωής του ο άνθρωπος μετέχει στο Πνεύμα του Θεού, στην ενέργεια, τη χάρη και την αγαθότητα Του. Είναι αδύνατον να ισχυρισθούμε ότι κατέχουμε έστω και την ελάχιστη γνώση για τον Θεό, αν δεν έχουμε τη μαρτυρία του Παρακλήτου μέσα μας. Η γνώση του Θεού και η αλήθεια Του χορηγούνται από το Άγιο Πνεύμα.
Οι άγιοι Πατέρες περιγράφουν πολλές μορφές ταπεινώσεως3. Η επίγνωση
της αμαρτωλότητας μας, της ψυχολογικής [//504] και πνευματικής ασθένειας και η αίσθηση της ανάγκης Ιατρού για τη θεραπεία μας, χαρακτηρίζει τον πρώτο βαθμό ταπεινώσεως. Ακολουθεί η ασκητική ταπείνωση, κατά την οποία θεωρούμε τον εαυτό μας χειρότερο από όλους, εξαιτίας της καθημερινής αστοχίας μας προς τον Θεό και τις εντολές Του. Η ταπείνωση του είδους αυτού καθορίζεται από την αυτογνωσία, που μόνο ο θείος φωτισμός μπορεί να μας χαρίσει. Αν ο άνθρωπος προσηλωθεί στη γνώση αυτή και την αφομοίωση, φθάνει σε ακόμη τελειότερο βαθμό ταπεινώσεως.
Η ταπείνωση ελκύει την ενέργεια της χάριτος του Θεού και, καθώς αυτή
αυξάνει, η εικόνα του Χριστού χαράσσεται στην καρδιά. Τότε ο άνθρωπος πεινά
και διψά να αποτυπωθεί στην καρδιά του όσο το δυνατόν ευκρινέστερα και εντονότερα η μορφή του Χριστού. Ενατενίζει την τέλεια εικόνα, την καθαρότατη μορφή του Χριστού, την συγκρίνει με την αμυδρή απεικόνιση της στο πρόσωπο του και συναισθάνεται ότι βρίσκεται απείρως μακρυά από αυτήν. Με τη συνείδηση αυτή εμπνέεται μέρα με τη μέρα στην προσπάθεια του να εκπληρώσει τις εντολές του Θεού. Αναλογίζεται τον λόγο Του: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Διαπνέεται από αδιάλειπτη επίγνωση αναξιότητας και διαπιστώνει με βαθειά μετάνοια: «Πόσο πολλά μου χαρίσθηκαν από τον Θεό· η χάρη της εικόνας και ομοιώσεως Του, η χάρη της γνώσεως Του· και όμως παραμένω τόσο μακριά Του. Είμαι ο χειρότερος όλων των ανθρώπων».
[//505] Μεγάλα και θαυμαστά επιφυλάσσονται στον άνθρωπο που εμμένει προσηλωμένος στο είδος αυτό της ταπεινώσεως. Επειδή αντικρίζει την πραγματικότητα της μηδαμινότητας του, μαθαίνει να αποδίδει ευχαριστία στον Θεό και να τοποθετεί τον αδελφό του πάνω από τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό συσσωρεύεται σταδιακά στην καρδιά του θεϊκή ενέργεια, που κάποια ημέρα θα πλημμυρίσει όλη την ύπαρξη του και θα πλατύνει την καρδιά του. Ο πλατυσμός αυτός της καρδιάς αποτελεί μεγάλο πνευματικό μυστήριο, το οποίο συνοδεύεται από πολλά υπερφυσικά φαινόμενα. Ο άνθρωπος αρχίζει να βλέπει, με ολοένα αυξανόμενη ενάργεια. Ποιος είναι ο Κύριος Ιησούς, τι είδους Ύπαρξη είναι, πόσο θαυμαστός Θεός είναι. Η καρδιά του πλατύνεται σε τέτοια έκταση και βάθος, ώστε να αγκαλιάζει τα πάντα με την επίγνωση του Χριστού, του Νέου Αδάμ, ο Οποίος έχει ενώσει στον Εαυτό Του τα «πριν διεστώτα», τον ουρανό και τη γη.
Υπάρχει ωστόσο και η απόλυτη, η τέλεια ταπείνωση, την οποία ο άγιος Σιλουανός αποκαλεί ταπείνωση του Χριστού. Αυτή είναι εντελώς διαφορετική στο είδος της. Είναι απερίγραπτη, γιατί είναι θεία. Γνωρίζεται από όσους κρίθηκαν άξιοι της θέας του Κυρίου εν Πνεύματι Αγίω, όπως λέει ο άγιος Σιλουανός. Σε αυτούς ο Χριστός μεταδίδει την ταπεινή κατάσταση Του, και εκείνοι γνωρίζουν εμπειρικά ότι ο Κύριος είναι απερίγραπτη ταπείνωση. Ο ταπεινός Κύριος, μέσα στην άπειρη αγάπη Του, παραδίδει τον Εαυτό Του σε
θάνατο για τη σωτηρία μας. Ο άνθρωπος λιώνει από απεριόριστη ευγνωμοσύνη, αντικρίζοντας την ταπείνωση του Χριστού και θεωρώντας τον εαυτό [//506] του εντελώς ανάξιο να ανήκει σε έναν τέτοιο Θεό, όπως είναι ο Χριστός, που πέθανε ευχαρίστως, προκειμένου να δωρίσει τη ζωή στον άνθρωπο.
Επομένως, για να γνωρίσουμε τον Θεό, οφείλουμε να είμαστε ταπεινοί όπως Εκείνος. Ο Ίδιος ο Κύριος μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε: «Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29). Αν επιθυμούμε να μυηθούμε στα μυστήρια του Υιού του Θεού, πρέπει να έχουμε την πραεία και ταπεινή καρδιά του Ιησού Χριστού. Χωρίς αυτήν θα παραμείνουμε άγνωστοι σε Αυτόν και αποξενωμένοι από τα Θεία Μυστήρια Του.
Η ατελεύτητη φροντίδα των πιστών είναι η παραμονή τους ενώπιον του Χριστού με καρδιακή ταπείνωση. Έχουν διδαχθεί ότι μόνο όσοι έχουν ταπεινή καρδιά είναι σε θέση να λάβουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Έχουν κατανοήσει την αμφίδρομη κίνηση του Κυρίου μας· πρώτα προς τα κάτω, στην κένωση Του, και στη συνέχεια προς τα πάνω. Αγωνίζονται να ταπεινώνονται, όσο τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους. Να «υποτάσσονται πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον» (Α’ Πέτρ. 2,13), γνωρίζοντας ότι Εκείνος θα τους «υψώση εν καιρώ» (Α’ Πέτρ. 5,6). Ο άγιος Σιλουανός περιγράφοντας τον προσωπικό αγώνα του λέει:
«Και εγώ ταπεινώνομαι ημέρα και νύχτα, και όμως ακόμη δεν ταπεινώθηκα όπως πρέπει, αλλά η ψυχή μου γνώρισε εν Πνεύματι Αγίω την ταπείνωση του Χριστού, που μας [//507] παρήγγειλε να την μάθουμε από Αυτόν, και η ψυχή μου έλκεται συνεχώς προς τον Κύριο»4.
Ο άγιος Σιλουανός έθεσε την ταπείνωση ως στόχο της ζωής του. Τόσο
μεγάλος ήταν ο πόθος του να επανακτήσει την ταπείνωση, όπως του είχε αποκαλυφθεί στην πραεία και ευγενή όψη του Χριστού μέσα σε δόξα! Είχε εισέλθει στην ανεξιχνίαστη ταπείνωση του Υιού του Θεού και είχε γνωρίσει εν πνεύματι τον νου και τη σκέψη του Ίδιου του Κυρίου, δηλαδή τον πόθο Του να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να έλθουν στην επίγνωση του Θεού. Η καρδιά του αγίου Σιλουανού πλατύνθηκε. Αγκάλιασε εν Χριστώ όλους τους λαούς της γης και προσευχόταν γι’ αυτούς ως το τέλος της ζωής του, για να χαρισθεί σε όλους η γνώση του Θεού εν Πνεύματι Αγίω.
Ο άγιος Σιλουανός μετά την όραση του Χριστού έκρινε τον εαυτό του καθ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του με βάση την απερίγραπτη ταπείνωση του Σωτήρα Χριστού. Μετρούσε κάθε βήμα, κάθε κίνηση της καρδιάς του, με γνώμονα την όραση αυτή. Από τον λόγο που είπε λίγο πριν από τον θάνατο του: «Δεν ταπεινώθηκα ακόμη», διαπιστώνουμε ότι αξιολογούσε τον εαυτό του με το μέτρο του πληρώματος της ηλικίας του Χριστού, με βάση την τελειότητα της θείας ταπεινώσεως. Ο Άγιος πληγώθηκε από την ανέκφραστη ταπείνωση του Κυρίου
του, την οποία γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα. Είχε εννοήσει την πλήρη σημασία των λόγων του Χριστού: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. [//508] Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμι και ταπενός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,28‐29).
«Ω, η κατά Χριστόν ταπείνωση!», ανακράζει ο άγιος Σιλουανός. «Δίνει στην ψυχή μια ανέκφραστη εν Θεώ χαρά, και η ψυχή από την αγάπη του Θεού λησμονεί και γη και ουρανό και στρέφεται ολόκληρη με την επιθυμία της προς τον Θεό»5. Η ψυχή του μυήθηκε στο μυστήριο της ταπεινώσεως, ενώ μέσα από αυτό κατέκτησε το πλήρωμα της αλήθειας, τον θησαυρό της γνώσεως του Θεού στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όπως το θέτει ο απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. 4,6). Η ψυχή την οποία εξέλεξε ο Θεός κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν επιποθεί τίποτε άλλο εκτός από τη θεωρία του Χριστού Θεού. Για μας Παράδεισος είναι ο Ίδιος ο Χριστός· είναι η γνώση του Προσώπου του Ηγαπημένου Δημιουργού και Κυρίου και η ένωση μας μαζί Του. Όπως γράφει ο άγιος Σιλουανός, ο άνθρωπος ξεχνά τον ουρανό και τη γη, αφού δεν υπάρχει τίποτε υψηλότερο από την ενατένιση του Προσώπου του Χριστού και την παραμονή στη ζωοποιό παρουσία Του. Κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο Όρος Θαβώρ, οι τρεις Απόστολοι θεώρησαν το Φως της δόξας του Προσώπου Του και αναφώνησαν: «Καλόν εστιν ημάς ώδε είναι».
Ο ταπεινός άνθρωπος, που φέρει στην καρδιά του την εικόνα του Χριστού, βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας, [//509] στην οποία εμπεριέχεται η ενέργεια του Σταυρού. Απαρνήθηκε τελείως τον κόσμο και κατόρθωσε να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, και έτσι έπεισε τον Θεό ότι είναι δικός Του και παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στο άγιο θέλημα Του. Ο Θεός τον αναγνωρίζει τώρα ως υιό Του, και η χάρη Του τον αναλαμβάνει. Παύει πλέον να μοχθεί, γιατί στο εξής εργάζεται η χάρη γι’ αυτόν, καθοδηγώντας τον στη θεωρία του Θεού. Ο άνθρωπος ζώντας ως εκστατικός ενώπιον της αγάπης του Θεού και της ενέργειας που εκπηγάζει από τον Σταυρό, υποτάσσεται ολοτελώς στον σταυρό της αγάπης. Η χάρη παρεμποδίζει ακόμη και την ελάχιστη αμαρτωλή παρέκκλιση της καρδιάς του, και η κατάσταση αυτή της πνευματικής εντάσεως τον συνοδεύει στο υπόλοιπο της ζωής του. Η άρρητη ευγνωμοσύνη του αναζωπυρώνει διαρκώς τη φλόγα της καρδιάς του. Αποδίδει ευχαριστία για κάθε πρόσωπο που συναντά, για όλα τα θαυμάσια έργα που ο Θεός πραγματώνει στη δική τους αλλά και στη δική του ζωή, για κάθε αναπνοή αέρα, για κάθε σταγόνα νερού. Όσο περισσότερο ευχαριστεί, τόσο περισσότερο φωτίζονται οι οφθαλμοί της ψυχής του και συνεχώς ανακαλύπτει πράγματα, για τα οποία οφείλει να προσφέρει ευχαριστία.
Η χάρη έχει επιστρέψει οριστικά. Ο άνθρωπος έχει ελευθερωθεί από τα πάθη και έχει νεκρωθεί για την αμαρτία. Η τέλεια ενέργεια του μυστηρίου του Σταυρού του Χριστού κατευθύνει τώρα τα διαβήματα του. Το Πνεύμα του Θεού κυβερνά τη ζωή του και την οδηγεί όπου Εκείνος βούλεται. Για παράδειγμα,
διαβάζουμε στη Γραφή ότι το Άγιο Πνεύμα έφερε τον απόστολο Παύλο στη Μακεδονία. Και πάλι, το Άγιο Πνεύμα ανέβασε τον απόστολο [//510] Φίλιππο στο άρμα του Αιθίοπα. Όλοι οι Απόστολοι αναδείχθηκαν άλογα του Θεού, νεκροί για την αμαρτία, ζωντανοί μόνο για το Πνεύμα του Θεού και ολοτελώς παραδομένοι σε Αυτό. Συνεπώς, είτε θα είμαστε ζωντανοί για τον Θεό και νεκροί για την αμαρτία είτε ζωντανοί για την αμαρτία και νεκροί για τον Θεό. Μόνο όταν είμαστε εχθροί της αμαρτίας, μπορούμε να αποκαλούμαστε φίλοι του Σταυρού.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο6 αναφερθήκαμε στον υπερφυσικό τρόπο με τον οποίο τα αγγελικά τάγματα επιτελούν την θεσπέσια παράσταση τους ενώπιον του Κυρίου των Δυνάμεων. Η δωρεά της χαρισματικής ταπεινώσεως είναι ιδιαίτερα εμφανής στην παράσταση αυτή. Τα Σεραφείμ έχουν έξι πτέρυγες· με τις δύο κατακαλύπτουν τα πρόσωπα τους, με άλλες δύο τα πόδια, και με τις υπόλοιπες δύο πετούν γύρω από τον θρόνο του Κυρίου κράζοντας: «Άγιος, Άγιος, Άγιος …» (Ησ. 6,2‐3). Οι τέσσερεις πτέρυγες σκεπάζουν τη γυμνότητα τους, την κτιστή φύση τους. Γνωρίζουν ότι η κτιστή η ύπαρξη τους, έχει αρχή και ότι άναρχος είναι μόνο ο Θεός. Αυτό αποτελεί σημείο της ταπεινώσεως τους ενώπιον του Θεού. Ανυψώνονται μόνο με δύο πτέρυγες, αναπέμποντας αίνους προς τον Θεό, ενώ οι τέσσερις πτέρυγες της ταπεινώσεως ενισχύουν τις δύο που έχουν επιδοθεί στην αιώνια δοξολογία του Δημιουργού τους. Με τον τρόπο αυτό ενεργείται το μυστήριο [//511] της ταπεινώσεως μεταξύ των Αγγέλων. Χωρίς ταπείνωση ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος μπορεί να σταθεί στην παρουσία του παντοδύναμου Θεού της Δόξης, του Οποίου η αιώνια ταπείνωση είναι απροσμέτρητη.
Η ταπείνωση του Χριστού ανοίγει τη θύρα στη μεγάλη αρετή της αγάπης, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να διατηρήσει ούτε τη λάμψη ούτε την ικμάδα ούτε το άρωμα της χωρίς το αλάτι της ταπεινώσεως. Όταν ανοιχθεί η είσοδος προς την αγάπη, ο άνθρωπος κεντρίζεται να εισέλθει σε αυτήν από το Πνεύμα το Άγιο, όπως ένα άλογο που κατευθύνεται από τον Ίδιο τον Θεό. Τέτοια μυστήρια όμως αποκαλύπτονται από τον Θεό μόνο στους αληθινά ταπεινούς.
Η ταπείνωση του Χριστού, υπερβολικά γλυκειά και ευχάριστη, ελευθερώνει την καρδιά από το φορτίο των προσκολλήσεων της. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα για τον άνθρωπο από το να είναι απόλυτα ελεύθερος στην αναζήτηση του Δημιουργού και Σωτήρα του και να αισθάνεται την καρδιά του ζωντανή και κυριευμένη από δίψα για τον Θεό. Όταν συναναστρεφόμαστε με αληθινά ταπεινό άνθρωπο, αισθανόμαστε την ελευθερία μέσα στην οποία ζει και κινείται. Έχει ανακαλύψει τη βαθειά καρδιά του και, καθώς όλη η ύπαρξη του έχει αγκυροβολήσει μέσα της, είναι ικανός να αγαπά, να αφουγκράζεται τον πόνο του πλησίον και να συμπάσχει μαζί του. Έχει αγγίξει τη θεία παγκοσμιότητα εδώ στη γη και έχει εισέλθει στην καινή κτίση, την κοινωνία όλων των Αγίων.
Αν επιθυμούμε να παραστεκόμαστε ενώπιον του Θεού μαζί με όλους του
Αγίους, χρειαζόμαστε τρία εφόδια: [//512] καρδιά απαλλαγμένη από όλες τις προσκολλήσεις, «σπλάγχνα οικτιρμού» προς όλους τους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων και των εχθρών μας και, τέλος, βαθειά ταπείνωση. Τέτοια ταπείνωση αγαπά ο Θεός να έχουμε, όταν μας ευλογεί, αλλά και όταν μας παιδεύει. Τέτοια ήταν η ταπείνωση των τριών Παίδων μέσα στην κάμινο, οι οποίοι ανέκραξαν ενώπιον του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορος: «Έστι γαρ Θεός ημών εν ουρανοίς, ώ ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός της καιομένης, και εκ των χειρών σου, βασιλεύ, ρύσεται ημάς. Και εάν μη, γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν και τη εικόνι, ή έστησας, ου προσκυνούμεν. Τω Θεώ ημών μόνω λατρεύσωμεν»7.
Άλλο ένα εντυπωσιακό παράδειγμα ταπεινώσεως είναι εκείνο της Χαναναίας. Η ταπείνωση της ήταν τόση, ώστε να παρομοιάσει τον εαυτό της με σκυλί ενώπιον του Δεσπότου Χριστού. Είτε πετάξει κανείς μια πέτρα είτε ένα κομμάτι ψωμί σε ένα σκυλάκι, αυτό θα αντιδράσει με την ίδια στοργική αφοσίωση, μένοντας πάντοτε πιστό στο αφεντικό του. Παρόμοια κι εμείς οφείλουμε να βαστάζουμε με χαρά την επίπληξη του Κυρίου, ωσότου αξιωθούμε να ακούσουμε και εμείς τους λόγους που απηύθυνε στη Χαναναία: «Μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις» (Ματθ. 15,28). Αν η καρδιά μας έχει αποκτήσει τη συνήθεια να ασπάζεται τη διδασκαλία Του και να δέχεται την παιδεία Του, γνωρίζοντας ότι ο Κύριος μόνος είναι ο Δεσπότης [//513] μας (Ματθ. 23,10), τότε θα λάβουμε την απείρως μεγάλη δωρεά της υιοθεσίας. Θα γίνουμε τέκνα, τα οποία μετέχουν στη ζωή του Πατέρα τους.
Ο άνθρωπος που έχει καρδιά ταπεινή και ελεύθερη από πάθη αντιλαμβάνεται τους πάντες και τα πάντα μέσα από το βλέμμα του Ίδιου του Θεού. Συνέχεται από όμοια προς όλους αισθήματα, σχεδόν όπως ο Θεός. Εκπλήσσεται μπροστά στη θαυμαστή πρόνοια του Θεού για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και αναφωνεί: «Δόξα Σοι, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας! Ο Θεός, τις όμοιος Σοι;» (Ψαλμ. 103,24· 70,19) Ο Ευαγγελιστής μαρτυρεί ότι, όταν ατενίσουμε το Φως Του, όταν Τον θεωρήσουμε όπως είναι, θα γίνουμε και εμείς φως, γιατί θα γίνουμε όμοιοι Του (Ψαλμ. 35,10· Α’ Ιωάν. 3,2). Όποιος είναι καθαρός στην καρδιά βλέπει και αισθάνεται όπως ο Ίδιος ο Θεός. Ο νόμος του Θεού έχει εδραιωθεί στην καρδιά του. Ομιλεί και ενεργεί κατά την έμπνευση που του χαρίζει το Πνεύμα του Θεού. Οι εντολές του Θεού εκπληρώνονται στη ζωή του με τελειότητα, αφού ο Ίδιος ο Θεός έχει ενοικήσει στην καρδιά του.
Η νήψη επίσης αποτελεί φυσική κατάσταση της ταπεινής καρδιάς. Η καρδιά πυρακτώνεται με την προσευχή, η οποία διατηρεί στη διάνοια μας τη φλογερή μνήμη του Θεού σε όλες τις περιστάσεις. Κάθε λογισμός που προέρχεται από τον εχθρό κατακαίεται· δεν επιτρέπεται πλέον οπισθοχώρηση στη συνηθισμένη ανθρώπινη σκέψη. [//514] Η καρδιά διαφυλάττει όσα της δίνει ο Θεός στην προσευχή. Η επίκληση Του μέσα της διακρίνεται από τέτοια σταθερότητα και μονιμότητα, ώστε ακόμη και η επαφή με τους αδελφούς δεν
παρεμποδίζει την πνευματική της δραστηριότητα.
Ο θησαυρός της καρδιάς προσδίδει δύναμη, ελπίδα και θάρρος για κάθε αγαθό έργο. Μας γεμίζει με άφθαρτη παρηγοριά και μας ενθαρρύνει να τον καλλιεργήσουμε με όλη την ισχύ μας. Ο πολύτιμος αυτός θησαυρός, η καύση της καρδιάς, εμποδίζει κάθε πιθανή παρέκκλιση προς λανθασμένη κατεύθυνση. Αναχαιτίζει και την παραμικρότερη ροπή προς τον θυμό και διορθώνει κάθε εμπαθή τάση. Αντηχεί στα ενδότερα μας σαν φωνή που προειδοποιεί: «Μη διαπράξεις ξανά κάτι παρόμοιο, αλλιώς σε εγκαταλείπω». Και εμείς αποκρινόμαστε: «Αλίμονο, αν χάσω τον θησαυρό μου! Καλύτερα να μη δεχθώ αυτό που μου προσφέρεται»· όπως εξομολογείτο ο μέγας θεράπων του Χριστού:
«Καλόν γαρ μοι μάλλον αποθανείν ή το καύχημα μου ίνα τις κενώση» (Α’ Κορ.
9,15). Έτσι μόνο μπορεί να ζει ο άνθρωπος αναμάρτητα, σε αντίθεση με εκείνον που έχει καρδιά ψυχρή και αδυνατεί να σκεφθεί με τον ίδιο τρόπο. Αυτός που δεν έχει θησαυρό, δεν φοβάται μην τον χάσει.
Ο Απόστολος λέει ότι «παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστί» (Ρωμ. 14,23).
Μια πράξη που διαπράττεται χωρίς την αίσθηση του Θεού στην καρδιά, συντελείται μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας, το οποίο εμποδίζει να δούμε καθαρά τι κάνουμε. Απεναντίας η αίσθηση της παρουσίας του Θεού ενεργεί μέσα μας σαν πυξίδα, καθοδηγώντας και περιφρουρώντας [//515] μας σε κάθε κίνηση:
«Πήγαινε εκεί αλλά όχι από εκείνο τον δρόμο». «Κάνε αυτό και απόφυγε το
άλλο». «Μην πεις αυτό τον λόγο· δεν θα βοηθήσει τον αδελφό σου. Μάλλον προτίμησε αυτή την έκφραση». «Διώξε τη σκέψη αυτή αμέσως!» Αυτή είναι η οδός των τελείων, οδός υπερασπίσεως και αφοσιώσεως στον μεγάλο πλούτο, στον πολύτιμο μαργαρίτη που είναι ο ταπεινός Χριστός, που βρίσκεται αποθησαυρισμένος στην καρδιά τους. Οι καρδιές των τελείων ξεχειλίζουν από τη δική Του ζωή. Όπως ακριβώς μια γυναίκα γνωρίζει ότι εγκυμονεί, έτσι και η καρδιά, η οποία συναισθάνεται τα σκιρτήματα του Πνεύματος, έχει επίγνωση του πληρώματος της θείας ζωής που κυοφορείται στα σπλάχνα της.
Η ζωτική αυτή αίσθηση του Θεού στην καρδιά προξενεί μεγάλη παράκληση. Η ζωή μας είναι δυσχερής, ώσπου να αποκτήσουμε ορισμένο μέτρο χάριτος, τέτοιο πνευματικό κεφάλαιο, που θα επιτρέπει να ζούμε με τους τόκους που θα παρέχονται από αυτό. Στον κόσμο οι άνθρωποι καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, για να αποταμιεύσουν αρκετές οικονομίες, που θα τους εξασφαλίσουν ειρηνική ζωή στα γηρατειά. Κατ’ αναλογίαν είναι αναγκαίο να κοπιάσουμε πολλά χρόνια, προκειμένου να αποκτήσουμε πνευματική καθαρότητα, που θα μας αποδώσει ικανό μέτρο αγαθής παρρησίας, ώστε να παραστεκόμαστε με πεποίθηση ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής και να ατενίζουμε αμέσως το Πρόσωπο Του. Είναι πολύ ευκολότερο να εισέλθει στην παρουσία του Θεού κάποιος που έχει ζήσει επί σαράντα έτη με προσευχή, απ’ ό,τι ένας αρχάριος, ο οποίος μπορεί να επιτύχει το ίδιο μόνο μετά από μεγάλη προσπάθεια.
[//516] Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να χαρίσει ο Θεός Πατήρ στο ανθρώπινο γένος. Συγχρόνως όμως
αποτελεί και το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος να
προσφέρει στον Θεό Πατέρα. Ο Κύριος είναι επίσης το μέγιστο χάρισμα που μπορεί να δωρίσει μια ανθρώπινη ύπαρξη στον αδελφό της. Καθώς ο άνθρωπος γίνεται «ευωδία Χριστού» (Β’ Κορ. 2,15), φέρει μέσα του και αντανακλά την ταπείνωση και την αγάπη του Χριστού με τη χάρη του Πνεύματος του Κυρίου. Έχοντας αναδείξει την ίδια τη ζωή του σε σιωπηλό κήρυγμα, διακονεί ταπεινά τους αδελφούς του. Όλη η παρουσία του αποπνέει αγιότητα. Αναλαμβάνει στους ώμους του το φορτίο των αδελφών του, κατά το υπόδειγμα του Ίδιου του Χριστού, ο Οποίος φέρει το φορτίο των αμαρτιών όλου του κόσμου.
Ο Θεός φέρνει τον άνθρωπο στον κόσμο αυτό, για να τον δοξάσει. Χρέος
του ανθρώπου είναι να ανταποδώσει δόξα στον Θεό. Αφού μας πρόσφερε όλο το είναι Του, ο Θεός περιμένει από εμάς να Τον δοξάσουμε και στη ζωή και στον θάνατο, ώστε αυτός να νικηθεί από εμάς. Όταν συνειδητοποιούμε τη μεγαλειώδη τιμή που μας απένειμε ο Θεός, ανταποκρινόμαστε στον Δημιουργό μας, αποδίδοντας Του δοξαστικό ύμνο. Πράγματι, μας έπλασε για να Τον εξυμνούμε με άσματα αινέσεως, ευχαριστίας και δοξολογίας του Ονόματος Του: «Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν» (Ψαλμ. 32,3· 95,1· 143,9). Πόσα παραδείγματα Αγίων απαντώνται στην Αγία Γραφή, οι οποίοι αρπάχθηκαν στον θείο κόσμο, για [//517] να ανταποδώσουν στη συνέχεια την ευγνωμοσύνη τους με επινίκια ωδή εμπνευσμένη από το Άγιο Πνεύμα!
Όταν αντίκρισε το Πρόσωπο του Θεού ο προφήτης Μωυσής, στάθηκε
ενώπιον Του και είπε: «Πρόσεχε, ουρανέ, και άσομαι ωδήν τω Κυρίω» (Δευτ. 32,1). Η παρρησία του λόγου που πρόφερε ήταν καρπός της επιγνώσεως ότι ο Ίδιος ο Θεός είχε εισδύσει στην καρδιά του. Με τον ίδιο τρόπο, κάθε πιστός που πέρασε από το σκοτάδι στο Φως του Θεού, από τον θάνατο στη ζωή, αναπέμπει άσμα ευχαριστίας, ωδή επινίκια. Και όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, ψάλλουμε τον δικό μας δοξολογικό ύμνο: «Είδομεν το Φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα Επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή». Αυτός είναι ο δικός μας Πασχάλιος ύμνος ευχαριστίας για τη δωρεά της αιώνιας Ζωής.
Άλλο παράδειγμα βλέπουμε στο πρόσωπο της Θεομήτορος. Αφού έλαβε το θαυμαστό άγγελμα του Αρχαγγέλου, παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στο θέλημα του Θεού, υποτασσόμενη σε αυτό με τέλεια ταπείνωση. Το Πανάγιο Πνεύμα την επισκίασε, και μερικούς μήνες αργότερα το Ίδιο το Άγιο Πνεύμα επιβεβαίωσε το γεγονός με το στόμα της εξαδέλφης Της Ελισάβετ, η οποία προφητικά Την αποκάλεσε ευλογημένη «εν γυναιξί». Την ίδια ώρα η Μαριάμ, με την έμπνευση του Πνεύματος, πρόσφερε τη δική Της επινίκια ωδή στον εν Υψίστοις:
«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα του επί τω Θεώ τω Σωτήρι μου …» Η Θεομήτωρ ανέπεμψε τον ύμνο Της μία μόνο φορά. Δεν ήταν απαραίτητο να ξαναψάλει, εφόσον [//518] είχε εξυμνήσει τέλεια τον Κύριο και Σωτήρα Της, με απόλυτο και μοναδικό τρόπο, στην αιωνιότητα του Παναγίου Πνεύματος που την κατείχε ολόκληρη. Η ωδή Της απέβη αιώνια κληρονομιά
«πασών των γενεών» των χριστιανών, γι’ αυτό και εμείς χαίρουμε απερίγραπτα αποκαλώντας Την «ευλογημένη», όπως έκανε η Ελισάβετ.
Υπάρχουν στιγμές, κατά τις οποίες ο Θεός ανυψώνει το πνεύμα μας από
τη γη, και τότε αισθανόμαστε ότι και τα δοξαστικά μας άσματα προφέρονται εν Πνεύματι Αγίω. Αν οι επινίκιες ωδές μας ήταν καρπός εμπνεύσεως όμοιας σε ένταση με τον ύμνο της Θεοτόκου, θα αρκούσε να τις ψάλουμε κι εμείς μία μόνο φορά, γιατί η ισχύς τους θα παρέμενε αιώνια. Αλλά η θεϊκή ανάβαση μας είναι ακόμη σχετική, εν τω γίγνεσθαι. Είναι αναγκαίο να μάθουμε καινά άσματα, για να εξοικειωθούμε με την πληρότητα του Ύμνου της επουράνιας και αιώνιας Δόξας, τη θυσία αινέσεως που προσφέρεται στον Θεό από την Παναγία Μητέρα Του και όλες τις χορείες των Αγγέλων και των Αγίων. Όποιος έχει γευθεί τη γλυκύτητα ενός καινού άσματος στην καρδιά του και έχει μείνει εκστατικός από αυτήν, αυτός έχει εντοπίσει τη βαθειά καρδιά. Έχει αποκτήσει επίγνωση της ταπεινώσεως του Χριστού και δεν θα κουρασθεί ποτέ να αναζητεί το Πρόσωπο του Θεού Ιακώβ· ο άνθρωπος αυτός ανήκει στη γενεά Του (Ψαλμ. 23,6).
Τα Ευαγγέλια καταγράφουν τη γενεαλογία του Χριστού, τη σειρά των γενεών που προηγήθηκαν της κατά σάρκα γεννήσεως Του. Μετά τον θάνατο και την Ανάσταση [//519] Του όμως άρχισε μια δεύτερη γενεαλογία, των απογόνων Του κατά το πνεύμα. Αυτή είναι η γενιά όλων, όσοι αγάπησαν την ταπεινή επιφάνεια του Χριστού (Β’ Τιμ. 4,8) και έκαναν χώρο γι’ Αυτόν, ελκύοντας Τον να γεννηθεί στις καρδιές τους. Χάραξαν την εικόνα του Κυρίου στα βάθη της καρδιάς τους και έτσι αναγεννήθηκαν μέσα στη δόξα της ατελεύτητης Βασιλείας Του.
Η γέννηση ενός παιδιού συνιστά χαροποιό γεγονός. Όταν η γυναίκα γεννήσει, «ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, δια την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Με τον ίδιο τρόπο και οι ωδίνες τις οποίες υπομένουμε, προκειμένου να γεννηθούμε στην ένδοξη Βασιλεία του Θεού, θα λησμονηθούν, γιατί ο Ίδιος ο Χριστός με την απροσμέτρητη ταπείνωση Του θα γίνει ο δικός μας διάκονος, και θα εξαλείψει «παν δάκρυον εκ των οφθαλμών ημών» (Αποκ. 7,17· 21,4).
Αυτώ, τω Θεώ των Πατέρων ημών, πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. ΑΜΗΝ.
Πηγές:.paterikiorthodoxia.com- agapienxristou.blogspot.ca

Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή (Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος»,

Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.
Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.
Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.
Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.
Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.
Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.
Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.
Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».
Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».
Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.
Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης» (βιβλιοπαρουσίαση)Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


 Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης, Ιερά Σταυποπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2012. σσ. 528.
 Στην πάντοτε προσεγμένη σειρά των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, προστέθηκε ένα ακόμα εξαίρετο βιβλίο, εμπνευσμένο από τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο και γραμμένο από το αγαπητό πνευματικό τέκνο και συνεχιστή του έργου του αρχιμανδρίτη Ζαχαρία. Το βιβλίο αυτό σκιαγραφεί τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής με βάση την θεολογία του Γέροντα Σωφρονίου.
Εισαγωγικά παρουσιάζεται με αριστουργηματικό τρόπο ο χαρακτήρας και η εξελεκτική πορεία της πίστεως. Η εισαγωγική πίστη δεν γεννιέται από φόβο, αλλά προηγείται του φόβου και γεννά ακολούθως τον ευεργετικό φόβο του Θεού που αιχμαλωτίζει την καρδιά του ανθρώπου. Επισημαίνονται λανθασμένα είδη πίστεως και «ένα δαιμονικό είδος της, που δεν οδηγεί στη σωτηρία, διότι δεν περιέχει αγάπη• είναι σκέτη πεποίθηση -ψυχρή, διανοητική και νεκρή» (σ. 17). Ο δεύτερος βαθμός πίστεως, που συνδέεται με την χαρισματική απόγνωση, είναι αυτός που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ελπίδα παρ’ ελπίδα». Τέτοια ήταν η πίστη του Αβραάμ. Πρόκειται για την πίστη που μεταφέρει τον άνθρωπο «από την όχθη της κτιστής πραγματικότητας στην όχθη της άκτιστης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου» (σ. 30). Ο τρίτος τέλος βαθμός πίστεως είναι εκείνος που δεν αφήνει περιθώριο και για το πιο ελάχιστο ίχνος αμφιβολίας. Τέτοια είναι η πιστότητα του δικαίου.
Παραμερίζοντας ακολούθως τις γνωστές διακρίσεις των σταδίων της πνευματικής ζωής, που συχνά παρουσιάζονται σε βιβλία ορθόδοξης «πνευματικότητας» (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), παρατηρεί ότι ο Γέροντας Σωφρόνιος ήταν απρόθυμος στην διατύπωση γενικεύσεων και παρομοίαζε την πνευματική ζωή με σφαίρα• οποιοδήποτε σημείο της αγγίξουμε, μας φέρνει σε επαφή με το όλο. Κάθε φορά που ο Θεός αγγίζει την καρδιά μας, κατεργάζεται μέσα μας κάθαρση, φωτισμό και θέωση από την αρχή της ζωής μας κοντά του. Η οδός κάθε ανθρώπου προς τον Θεό και η σχέση του μαζί του είναι κάτι μοναδικό. Έτσι και η αρχική ακόμα χάρη που λαμβάνει κάποιος, μπορεί να φθάνει το μέτρο των τελείων. Έχοντας όμως παρατηρήσει ότι μερικά φαινόμενα επαναλαμβάνονται διαχρονικά στην ζωή των ανθρώπων, κατέληξε στην θεώρηση της πνευματικής ζωής στα ακόλουθα τρία στάδια: α) Στην επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ο άνθρωπος συνάπτει διαθήκη με τον Θεό, β) στον μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα που διέρχεται ο άνθρωπος, όταν ο Θεός αποσύρει την χάρη του και γ) στην μόνιμη ανάκτηση της χάριτος. Η έμφαση βέβαια βρίσκεται στο δεύτερο στάδιο, ενώ ο ίδιος είχε ζήσει όλα τα στάδια αυτά, και γι’αυτό ήταν σε θέση να αναγνωρίζει καθένα και να προσφέρει βοήθεια σε όσους κατέφευγαν σε αυτόν.
Το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου τελειώνει με την παράγραφο «Μετά τον συσσεισμό, το Πνεύμα της αληθείας» (σ. 57-77). Η συντριβή, παρατηρεί ο συγγραφέας, είναι ο πρόδρομος της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Η συντριβή αυτή ταπεινώνει την καρδιά του ανθρώπου, και η ταπείνωση την διευρύνει, ώστε να μπορεί να δεχθεί το Πνεύμα το Άγιο. Το «πολυτελές και εύθραυστο χάρισμα του ταπεινού Αγίου Πνεύματος» χρειάζεται την ορθή ανταπόκριση του ευεργετημένου ανθρώπου. Αν αυτός προβεί σε επίδειξή του κινούμενος από υπερηφάνεια, θα το χάσει, αλλά και θα προκαλέσει τους άλλους. Γι’αυτό οι μοναχοί αγωνίζονται να κρύψουν οποιοδήποτε δώρημα της χάριτος και να μη φανερώσουν την εσωτερική τους κατάσταση.
Το κύριο μέρος του βιβλίου διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο πρώτο στάδιο της πνεύματικής ζωής με επιγραφή το βιβλικό κείμενο «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ιω. 4,19). Τό δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο με τις επίσης βιβλικές επιγραφές «Ο Κύριος της δόξης εβρόντησε» ( Ψαλμ. 21,3) και « Άπαντα κατεργασάμενοι στήναι» (Εφεσ. 6,13) αντίστοιχα, αναφέρονται στο δεύτερο στάδιο. Τέλος στο τρίτο στάδιο αναφέρεται το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου με την επιγραφή «Εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» ( Ψαλμ. 2,4).
Όσο βαθιά και αν έχει διαφθαρεί η καρδιά μας από την αμαρτία, παρατηρεί ο συγγραφέας, έρχεται ώρα που σαν τον Ζακχαίο φλεγόμαστε από τον πόθο να γνωρίσουμε τον Κύριο, να μάθουμε ποιός ακριβώς είναι. Η θεωρία του προσώπου του Κυρίου είναι το «εν ου εστι χρεία». Στο τέλος της πρώτης ενότητας του πρώτου κεφλαίου, όπως και αρκετών άλλων ενοτήτων του βιβλίου, παρατίθενται ερωταποκρίσεις που διευκρινίζουν και αναλύουν πτυχές του προηγηθέντος θέματος.
Εύστοχα τονίζεται ότι η θεολογία είναι σαν τις εμπειρικές επιστήμες. Πειραματιζόμαστε και μαθαίνουμε για τον Θεό και τις οδούς του. Θέτουμε την αλήθεια του Θεού υπό δοκιμασίαν, διατυπώνοντας ως υπόθεση τις εντολές του Χριστού. Έτσι π.χ. στην περίπτωση του μακαρισμού των πενθούντων («Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται») ως υπόθεση τίθεται το ότι, αν πενθούμε, θα λάβουμε παράκληση από τον Θεό. Αυτό μπορεί να βιωθεί εμπειρικά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να θελήσει ο άνθρωπος να εκτελέσει το πείραμα (σ. 106-107).
Κάθε συνάντηση με τον Θεό αποτελεί έκπληξη. Από τα παραδείγματα του Ζακχαίου, του Ναθαναήλ και της Σαμαρείτιδας διαπιστώνεται η δυνατότητα της συναντήσεως με τον Θεό οπουδήποτε και σε οποιαδήποτε στιγμή της ανθρώπινης ζωής. Η επίσκεψη της χάριτος αποτελεί το προοίμιο μιας προσωπικής συμφωνίας με τον Θεό, που επικυρώνεται στο Βάπτισμα η στην μοναχική κουρά. Το πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής είναι μία δυναμική περίοδος μεγάλου πνευματικού πλουτισμού, που εμπνέει ορισμένους να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να ακολουθήσουν την μοναχική ζωή. Όταν συμβεί αυτό, η νίκη επάνω στον κόσμο κατορθώνεται κατά το ήμισυ. Με την αναχώρηση από τον κόσμο γίνεται η σταύρωση του κόσμου. Υπολείπεται όμως να γίνει και το δεύτερο ήμισυ, η σταύρωση δηλαδή του ανθρώπου για τον κόσμο, που απαιτεί τιτάνιο αγώνα. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από την υποστολή της χάριτος, οπότε ο άνθρωπος καλείται να αποδείξει ότι είναι αληθινά τέκνο του Θεού. Όπως επισήμαινε ο Γέροντας Σωφρόνιος, παρατηρεί ο συγγραφέας, «δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικότητα στον άνθρωπο που δεν διδάχθηκε από τον Θεό και δεν βίωσε την άρση της χάριτος. Η έλλειψη της εμπειρίας αυτής τον καθιστά ατελή και τον αποκλείει από το σύνολο των πιστών» (σ. 197).
Σε γενικές γραμμές, παρατηρεί ο συγγραφέας, το δεύτερο στάδιο της πνευματικής ζωής αποτελεί περίοδο σταυρώσεως σε δύο είδη σταυρών• έναν ορατό και έναν αόρατο. Σημειώνει μάλιστα ότι και η προσεκτικότερη εξέταση των Μακαρισμών φανερώνει ότι αυτοί «ξεκινούν από τον αόρατο σταυρό, δηλαδή την πνευματική πτωχεία, για να καταλήξουν στον ορατό σταυρό της διώξεως η του μαρτυρίου» (σ. 258). Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται από τον συγγραφέα στην εύρεση της «βαθειάς καρδιάς». Αν δεν αγωνιστούμε φιλότιμα, γράφει, να ζούμε μέσα στην καρδιά μας, θα μείνουμε τυφλοί, υποχείριοι στα ατιθάσευτα πάθη μας. Οι ροπές της καρδιάς και της διάνοιάς μας ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας και αμαρτάνουμε είτε το επιθυμούμε είτε όχι. Έχουμε χρέος να διατηρούμε και να καλλιεργούμε το έδαφος της καρδιάς μας, γιατί ο κρυπτός της καρδιάς άνθρωπος είναι «πολυτελής» ενώπιον του Θεού (σ. 347).
Παρουσιάζοντας το τρίτο στάδιο της πνευματικής ζωής ο συγγραφέας σημειώνει ότι συγκρινόμενο με το πρώτο είναι κατά πολύ πλουσιότερο και ότι η χάρη του Θεού ενοικεί πλέον στον άνθρωπο μόνιμα και σταθερά. Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται ακόμα από την σταθερότητα μιας βαθύτερης αγάπης. Αναλύοντας ακολούθως την έννοια της ευαγγελικής αγάπης παρατηρεί ότι αυτή οδηγεί σε πολύ υψηλότερα από τα συνήθη μέτρα και η εκπλήρωσή της καθιστά τους ανθρώπους όμοιους προς τον Θεό. Όποιος φτάνει στο μέτρο της αγάπης προς τους εχθρούς, αυτός νικά τον θάνατο. Η αγάπη αυτή είναι η «αφροσύνη» της χριστιανικής πίστεως και «η μωρία του σταυρού» (σ. 481).
Η τελευταία παράγραφος του τρίτου σταδίου, με την οποία κλείνει και το βιλίο, αναφέρεται στην «χαρισματική ταπείνωση». Οι Πατέρες της Εκκλησίας περιγράφουν πολλά είδη ταπεινώσεως. Ο συγγραφέας τυποποιεί τρία είδη• α) την ψυχολογική ταπείνωση, κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αμαρτωλότητά του και αισθάνεται την ανάγκη της θεραπείας, β) την ασκητική ταπείνωση, κατά την οποία θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο από όλους, και γ) την απόλυτη η τέλεια ταπείνωση, την οποία ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αποκαλεί «ταπείνωση του Χριστού». Ο άγιος Σιλουανός έθεσε ως στόχο της ζωής του την ταπείνωση και αξιολογούσε τον εαυτό του με βάση την τελειότητα της ταπεινώσεως (σ. 507). Η ταπείνωση αυτή, που έχει χαρισματικό χαρακτήρα, ελευθερώνει την καρδιά του ανθρώπου από το φορτίο των προσκολλήσεών της και την οδηγεί στην θεία παγκοσμιότητα. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται πίνακας αγιογραφικών χωρίων.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Τὶ πρέπει νὰ ξέρουμε γιὰ τοὺς λογισμοὺς (γ. Σωφρόνιος Εσσεξ)



Όποιος θέλει να προσεύχεται με καθαρό νού, πρέπει νά μη μαθαίνει τα νέα των εφημερίδων, να μη διαβάζει βιβλία άσχετα πρός τήν πνευματική μας ζωή, και κυρίως όσα διεγείρουν τα πάθη, και να μη μαθαίνει από περιέργεια όσα σχετίζονται με τη ζωή των άλλων. Όλα αυτά φέρνουν στο νού αλλότριες σκέψεις, και όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να τις διευκρινίσει, αυτές ακόμη περισσότερο συγχύζουν και επιβαρύνουν την ψυχή.

Όταν η ψυχή διδαχθεί την αγάπη από τόν Κύριο, τότε θλίβεται για όλη την οικουμένη, για όλη την κτίση του Θεού καί προσεύχεται, ώστε όλοι να μετανοήσουν και δεχθούν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Άν, όμως, η ψυχή χάσει τη χάρη, φεύγει η αγάπη από αυτήν, γιατί χωρίς χάρη Θεού είναι αδύνατον να αγαπά κάποιος τους εχθρούς, και τότε βγαίνουν από την καρδιά διαλογισμοί πονηροί, όπως λέει ο Κύριος (Ματθ. ιε΄19, Μάρκ. ζ΄ 21-22).

Χωρίς την ταπείνωση του Χριστού δέν καθαρίζεται ο νούς και δεν αναπαύεται ποτέ η ψυχή εν τώ Θεώ, αλλά ταράζεται πάντοτε από διάφορους λογισμούς, που παρεμποδίζουν τη θεωρία του Θεού. Ώ, η κατά Χριστόν ταπείνωση! Όποιος σε δοκίμασε, ορμά πρός τον Θεό ακόρεστα ημέρα και νύχτα.

Ώ, πόσο ασθενής είμαι! Έγραψα λίγο και αμέσως κουράστηκα και το σώμα θέλει ανάπαυση. Καί ο Κύριος όταν ήταν στη γή, «εν τη σαρκί Αυτού», γνώρισε την ανθρώπινη ασθένεια. Και Αυτός, ο Ελεήμων, κουραζόταν από την οδοιπορία και κοιμόταν στό πλοίο την ώρα της τρικυμίας· και όταν Τον ξύπνησαν οι μαθητές, τότε πρόσταξε τή θάλασσα και τον άνεμο να σιγήσουν και έγινε μεγάλη γαλήνη. Έτσι και στην ψυχή μας, όταν επικαλούμαστε το άγιο όνομα του Κυρίου, γίνεται μεγάλη γαλήνη. Δώσε μας, Κύριε, να Σε δοξάζουμε ως την τελευταία μας πνοή.

Στήν πλάνη πέφτει κάποιος είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Και αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε, αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα πάσχει για πολύν καιρό η ψυχή, ωσότου μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο.

Πέφτουμε στην πλάνη, όταν νομίζουμε ότι είμαστε πιό φρόνιμοι και έμπειροι από τους άλλους, ακόμη και από τόν πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφθηκα κι εγώ με την απειρία μου και γι’ αυτό υπέφερα. Κι ευχαριστώ από την καρδιά μου τον Θεό, γιατί με τον τρόπο αυτό με ταπείνωσε και μέ νουθέτησε και δεν απέσυρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι ότι, χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο Θεός τη χάρη του «δεσμείν και λύειν».

Άν δείς φώς μέσα σου ή γύρω σου, μήν πιστέψεις σ' αυτό αν δεν έχεις συγχρόνως κατάνυξη για τον Θεό και αγάπη για τόν πλησίον. Μη φοβηθείς όμως, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου και το φώς εκείνο θα εξαφανιστεί.

Άν δείς κάποιο όραμα ή εικόνα ή όνειρο, μην το εμπιστεύεσαι, γιατί αν είναι από τόν Θεό, θα σε φωτίσει γι' αυτό ο Κύριος. Ψυχή, που δεν γεύθηκε το Άγιο Πνεύμα, δέν μπορεί να διακρίνει από που έρχεται το όραμα. Ο εχθρός δίνει στην ψυχή μιά «γλυκειά αίσθηση» ανακατεμένη μέ κενοδοξία, και από αυτό γίνεται φανερή η πλάνη.

Οι Πατέρες λένε ότι, όταν η όραση είναι εχθρική, η ψυχή αισθάνεται σύγχυση ή φόβο. Αυτό, όμως, συμβαίνει μόνο στήν ταπεινή ψυχή που θεωρεί τον εαυτό της ανάξιο για όραση. Ο κενόδοξος, όμως, μπορεί να μην αισθανθεί ούτε φόβο ούτε σύγχυση, γιατί επιθυμεί τις οράσεις καί θεωρεί τον εαυτό του άξιο, και γι’ αυτό τον εξαπατά εύκολα ο εχθρός.

Τά ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα και τα επίγεια με τη φυσική κατάσταση. Πλανάται όποιος επιχειρήσει να γνωρίσει τόν Θεό με τον φυσικό νού, με την επιστήμη, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με τό Άγιο Πνεύμα.

Άν βλέπεις μέ το νού σου δαιμόνια, ταπεινώσου και προσπάθησε να μη βλέπεις, και τρέξε όσο πιό γρήγορα γίνεται στον πνευματικό σου γέροντα, στον οποίο παραδόθηκες. Πές του τα όλα, και τότε ο Κύριος θα σε ελεήσει και θα σωθείς από την πλάνη. Άν, όμως, νομίζεις ότι εσύ γνωρίζεις περισσότερα για την πνευματική ζωή από τόν πνευματικό και πάψεις να του λές τι σου συμβαίνει, εξαιτίας αυτής τής υπερηφάνειας θα παραχωρηθεί αναπόφευκτα κάποιος πειρασμός, για να σε συνετίσει.

Νά πολεμάς τούς εχθρούς με την ταπείνωση. Όταν δείς ότι κάποιος άλλος νούς παλεύει με τό νού σου, ταπείνωσε τον εαυτό σου και θα παύσει ο πόλεμος.

Άν σού συμβεί να δείς δαιμόνια, μη φοβηθείς, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου, και τά δαιμόνια θα εξαφανιστούν. Αν όμως σε πιάσει ο φόβος, δεν θα αποφύγεις κάποια βλάβη. Να είσαι ανδρείος. Να θυμάσαι ότι ο Κύριος σε βλέπει, αν στηρίζεις τήν ελπίδα σου σε Αυτόν.

Γιά νά αποκτήσει, όμως, η ψυχή ανάπαυση από τα δαιμόνια, πρέπει να ταπεινώνεται και νά λέει: «Είμαι χειρότερη απ’ όλους, είμαι πιό άθλια από κάθε κτήνος και από κάθε θηρίο».

Όπως οι άνθρωποι μπαίνουν στο σπίτι και βγαίνουν, έτσι και οι λογισμοί έρχονται από τά δαιμόνια και πάλι μπορεί να φύγουν, αν δεν τους δεχόμαστε.

Άν ο λογισμός σου λέει «κλέψε», και σύ υπακούσεις, δίνεις με αυτόν τον τρόπο στό δαιμόνιο εξουσία επάνω σου. Αν ο λογισμός σου λέει «φάει πολύ, ώσπου νά χορτάσεις», και σύ φάς πολύ, τότε πάλι σε εξουσιάζει το δαιμόνιο. Κι έτσι, αν ο λογισμός κάθε πάθους σε νικά, θα καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Άν, όμως, αρχίσεις με την πρέπουσα μετάνοια, τότε θα αρχίσουν να τρέμουν οι δαίμονες καί θ΄ αναγκαστούν να φύγουν".

Πηγή: Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης». Εκδ.: Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας

Γέροντος Σωφρονίου: «Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου». by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.
Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετ’ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.
Εις τοιαύτας ώρας μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους … ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν. Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό, τι ετελέσθη εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας. Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ Εμού».
… εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν δι’ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν». Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.
Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες τους λόγους της διδαχής ταύτης … αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις και η ασάλευτος ελπίς, η οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφ’ ενός μεν την ολιγοψυχίαν, αφ’ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος, λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου. Καθ’ εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως αγαπητοί δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου», σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης, εν τούτοις όμως, μετ’ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους.
Αλλ’ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού τρεις ημέρας. Κατ’ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς ωνόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότι ούτος ήτο ήδη μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.
Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται κατ’ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού, εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τις ή τι εφανερώθη εις αυτήν, αλλ’ αισθάνεται εαυτήν κατ’ εκείνην την ώραν ως δέσμιον, όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις, τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.
Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει, είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως – καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου».
… τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατ’ εκείνην την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός:
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος εις αυτούς Φωτός, … «καθώς ηδύναντο» «καθώς εχώρουν».
Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων, αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπ’ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά· και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας.
Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του «προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του Σινά, ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ, έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής:
… διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». …
Όσω ημείς δεν αξιούμεθα της οράσεως της μεγαλοπρεπούς δόξης της Θεότητος, επί τοσούτον δια της πλέον πιστής εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος ημών θα υπάρχη έλεγχος ημών αυτών. Και εάν η ψυχή ημών είναι ανδρεία, τότε θα είπωμεν: Δια τας αδικίας μου εστερήθην του δώρου τούτου, διότι «ο πορευόμενος εν δικαιοσύνη και λαλών ευθείαν οδόν … ούτος οικήσει εν υψηλώ … και τον Βασιλέα μετά δόξης όψεται» (Ησ. λγ’ 15-18}. Παρά ταύτα μη δότε τόπον εις την απόγνωσιν· αντιθέτως ενθαρρύνθητε και εν μετανοία πενθήσατε περί εαυτών. Απορρίψατε τον άδικον λογισμόν, ότι τούτο είναι των εκλεκτών μόνον κλήρος, ο οποίος δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα. Η αλήθεια, εις την οποίαν είναι αναγκαίον να στερεωθή η καρδία ημών είναι ότι ο Κύριος ουδένα «ερχόμενον προς Αυτόν εκβάλλει έξω» και απορρίπτει (Ιωάν. στ΄ 37}. Πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως … εκλήθημεν εις την ιδίαν τελειότητα …  Ερευνήσατε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν της Εορτής και θα ίδητε μετά ποίας δυνάμεως η Εκκλησία προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν εις το αψηλάφητον Όρος της νοεράς Θεοπτίας, δεικνύουσα ούτω σαφώς ότι ουχί μόνον κατά την αρχαιότητα, ουχί μόνον εις τους Αποστόλους ηυδόκησεν ο Κύριος να φανερώση την «αυγήν» της Θεότητος Αυτού, αλλά και κατά την διάρκειαν πάντων των αιώνων, έως έτι και των ημερών ημών, δεν έπαυσε και ουδέποτε θα παύση κατά την επαγγελίαν Αυτού να εκχέη την ιδίαν εκείνην δωρεάν επί τους ακολουθήσαντας Αυτόν εξ όλης καρδίας.
Εκτός της νόθου ταπεινώσεως – «τούτο δεν είναι δι’ εμέ» –, εκτός της αδικαιολογήτου απογνώσεως, ήτις γεννάται εκ της ακηδίας και της ηδυπαθείας, φραγμός προς την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός αποβαίνει εισέτι και η τολμηρά έφεσις «όπως ίδωμεν τον Θεόν», και περιπτυχθώμεν Αυτόν δια της σκέψεως ημών, ως να ηθέλομεν να διεισδύσωμεν μετά δυνάμεως εις τα μυστήρια και εις τα έγκατα του Θείου Είναι και να δεσπόσωμεν Αυτού δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών. Είναι δύσκολον να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου αξιώσεως του νοός ημών, αλλ’ είναι σπουδαίον δι’ ημάς να γνωρίσωμεν ότι εις παρομοίας περιπτώσεις συναντώμεν ουχί «φωτεινήν νεφέλην», αλλά γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν.
Όταν προσηλούμεν τους οφθαλμούς του νοός ημών απ’ ευθείας εις τον Ήλιον του Προαιωνίου Είναι, όπως ίδωμεν Αυτόν καθώς εστι, τότε οι οφθαλμοί ημών καταφλέγονται και αποτυφλούνται υπό του απροσίτου και εκτυφλωτικού Φωτός της Θεότητος, καθ’ όν τρόπον αποτυφλούνται και καταφλέγονται οι φυσικοί ημών οφθαλμοί, όταν γυμνοί, υπό ουδενός προστατευόμενοι, στρέφωνται κατ’ ευθείαν προς τον ήλιον. … «ιστάμενα κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι κατακαλύπτοντα τα πρόσωπα αυτών».
Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του Θεού εν τη «μυστική» γλώσση της θεολογίας καλείται «γνόφος». Η Καινή Διαθήκη ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν «γνόφος». Λέγει εις ημάς ότι «Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία». Περί της υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας «αορασίας», της τελείας «αγνωσίας» Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» … Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς εικόνας και γλώσσαν:
Ούτω δια να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον εις την έννοιαν του «γνόφου», δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας του «κατανοήσαι» τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον «υπέρφωτον».
Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών, οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το «τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον» (Α’ Τιμ. στ΄ 14}. Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των αιώνων, «πολυμερώς και πολυτρόπως» επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις, ως προς πάντα ταύτα είναι ότι «ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία», και ότι «Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί» και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως.
«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»;
Και εδόθη εις εμέ η απάντησις:
Προσεύχου, ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις επί έτη εβόα, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», και εισηκούσθη.
Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής, «Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον», και ενδυναμού εν τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται περί αδυνάτων πραγμάτων.
Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος ως να απέκλειε την δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε τον λόγον αυτού ως εξής:
«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν.
Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.
Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.
Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις.
Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.
Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ.
Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,
και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,
και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν
εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
(Πηγή: Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 172-188.)

Αρχιμ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ και Οικουμενισμός



ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Ἐν Πειραιεῖ  19-09-2016  
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Ὅσοι ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέχρι σήμερα μέ τόν Ἀρχιμανδρίτη κυρό Σωφρόνιο Σαχάρωφ καί ἔχουν γράψει ἄρθρα, κείμενα ἤ βιβλία σχετικά μ’αὐτόν, ἐπισημαίνουν συνήθως ὅτι ὑπῆρξε βαθυστόχαστος θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός, μεγάλος ἀσκητής καί σωστός Ἁγιορείτης. Ἀναμφίβολα τά ἀνωτέρω ἰσχύουν. Ὅμως, δέν ἔχει τονιστεῖ ἐμφαντικά οὔτε ὑπογραμμιστεῖ μέχρι τώρα ἡ θέση καί ἡ στάση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἔναντι τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπεπειράθη νά προσλάβει ἐκκλησιαστική καί συνοδική κατοχύρωση καί νομιμοποίηση στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τοῦ Κολυμπαρίου τῶν Χανίων τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, πού στήν πραγματικότητα εἶναι μία μικρή ἀρθιμητικῶς καί μεταπατερική «Σύνοδος». Αὐτό θά προσπαθήσουμε νά κάνουμε, μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὅση ἡμῖν δύναμις, ἔχοντας ὡς βασικές πηγές τά τρία βιβλία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ μέ τίτλο : «Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας», τόμοι Α΄, Β΄ καί Γ΄, ἐκδ. Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2014. Τό παρόν κείμενο μπορεῖ νά ἀποτελέσει μία ἀκόμη ἀπάντηση στούς διοργανωτές, συμμετέχοντες, ὑπογράψαντες καί ὑποστηρικτές τῆς Κολυμπαρίου Συνάξεως καί τῶν ἀπαραδέκτων ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως ἀποφάσεών της, ἰδιαιτέρως δέ στό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» (1).
Θά πρέπει, ἐπίσης, νά διευκρινιστεῖ ὅτι οἱ ἀπαντήσεις τοῦ π. Σωφρονίου στίς ἐρωτήσεις, πού τοῦ ἔθεταν διάφοροι, ἦταν προφορικές καί ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Ἀργότερα, οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς τίς κατέγραψαν σέ γραπτό λόγο. Δηλ. ὁ Γέρων δέν κάθισε νά γράψει ἕνα ἐγχειρίδιο δογματικῆς μέ ἀκριβολογία. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί τό γεγονός ὅτι ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου του χρησιμοποιεῖ, καταχρηστικῶς βέβαια καί ὄχι κυριολεκτικῶς, κάποιες ἐκφράσεις καί ὅρους, πού σήμερα ἠχοῦν οἰκουμενιστικά, ὅπως «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», «διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ», «ἡ Ἐκκλησία διαχωρίστηκε σέ τόσο μεγάλο ἀριθμό διαφορετικῶν ὁμολογιῶν», «ἀγγλικανική ἐκκλησία», «ρωμαιοκαθολικοί», «ἑτερόδοξη ἐκκλησία», κ.ἄ.    
Α) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῆς «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»
« (Δημοσιογράφος) : -  Ἄν ὅλοι εἴμαστε χριστιανοί, καί οἱ ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ ἀγγλικανοί καί οἱ προτεστάντες καί οἱ ὀρθόδοξοι, τότε γιατί τόση διχόνοια μεταξύ μας στόν χριστιανικό κόσμο;
- Γιατί μερικοί χριστιανοί εἶναι σταυρωμένοι καί ἄλλους τούς καταδιώκουν;
- Εἶναι ἄραγε δυνατή ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν; Καί μέ ποιόν τρόπο;
Δέν ἀπάντησα σέ κανένα ἐρώτημα, γιατί στό καθένα ἀπό αὐτά μπορεῖ νά δοθοῦν ἀπαντήσεις σέ διαφορετικό μέτρο βάθους, ὅπως σέ ἕναν ἀπέραντο ὠκεανό.
Τοῦ ἀπάντησα :
-    Δέν ὑπάρχει λογική ἀπάντηση στίς ἐρωτήσεις σας…
Δέν προχώρησα πιό πέρα ἀπό αὐτό. Σέ σᾶς θά πῶ τό γιατί. Διότι, ὅλα στό Εὐαγγέλιο ὑπερβαίνουν τό ἀνθρώπινο μέτρο. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τό Εὐαγγέλιο «οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον» (2). Δέν εἶναι κατά τό μέτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λοιπόν, δέν ὑπάρχει λογική ἀπάντηση, γιατί ὅλα γίνονται δεκτά μέ τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ Κύριος : «Πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε» (3). Αὐτό δέν εἶναι καθόλου θέμα λογικῆς, ἀλλά πίστεως.
Τό ἐρώτημα γιά τή δυνατότητα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τό ἀπέφυγα, λέγοντας μόνο : «Καταλαβαίνω ὅτι εἶναι βαρύ γιά ὅλους μας».
Γιατί γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἀδύνατον νά ἀπορρίψουμε τή θεωρία μας γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας καί τήν ἀντίληψή μας γιά τήν ἀποκάλυψή Του; Διότι, ὅλοι δέν ἔχουμε τήν ἴδια γνώση, στόν ἴδιο βαθμό. Στή Δύση δέν δόθηκε νά συλλάβει τό πλήρωμα τῆς ἀποκαλύψεως σχετικά μέ τήν ἀρχή τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως στό θεῖο Εἶναι καί στό ἀνθρώπινο εἶναι, ὅπως τό ἔχουμε ἐμεῖς στήν Ὀρθοδοξία.
Οἱ ἄλλοι συνήθισαν νά δέχονται τόν Χριστό καί τήν ἀποκάλυψη στό μέτρο, πού τούς δόθηκε. Ἀγαποῦν ἐκεῖνο, πού γνώρισαν. Καί ἡ τραγικότητα βρίσκεται στή διαφορά τοῦ βαθμοῦ κατανοήσεως τῆς ἀποκαλύψεως, πού δόθηκε ἐν Χριστῷ καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐπεδήμησε στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀγγλικανική ἐκκλησία προτείνει τόν δικό της τύπο ἑνότητος, ὅπως δηλαδή παρουσιάζεται ἡ ἑνότητα τῆς ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας σέ ὅλο τόν κόσμο. Μερικοί τήν ὀνόμασαν ἐκκλησία-γέφυρα γιά τήν ἑνότητα. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί σκέφτονται τήν ἑνότητα μόνο ὡς ὑποταγή ὅλων στόν ἐπίσκοπο Ρώμης. Στό μέτρο πού τό θέμα αὐτό συνδέεται μέ τό προσωπικό βίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, λογικά δέν μποροῦμε νά ἀποδείξουμε τίποτε. Αὐτό εἶναι μόνο θέμα πίστεως. Καί ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους» (4).
Πατήρ Ν. : Πρέπει νά μεταφερθοῦμε σέ ἄλλο ἐπίπεδο. Γιά νά πάρουμε ἀπάντηση, χρειάζεται νά καταφύγουμε στό ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀποκτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ὅλα γίνονται σαφῆ. Καί ἐσεῖς τότε δείξατε τήν εἰκόνα τοῦ Γέροντα, στό σημεῖο ὅπου εἶναι γραμμένο : «Δέομαί Σου, ἐλεῆμον Κύριε, ὅπως πάντες οἱ λαοί γνωρίσωσί Σε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (5).
«Νά προσεύχεσθε γιά τήν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου, τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἕνωση τῶν πάντων. Γιά τί εἴδους ἕνωση; Εἴμαστε τόσο διαιρεμένοι, πού εἶναι πολύτιμη ἀσφαλῶς κάθε ὁρατή ἕνωση. Ἀλλά, μᾶς χρειάζεται νά σκεφτόμαστε γιά «τήν ἑνότητα τῶν πάντων κατ’εἰκόνα τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μας, τῆς Ἁγίας Τριάδος» (6). «Ἡ «ἕνωση» αὐτή εἶναι ἕνωση ἀγάπης Χριστοῦ» (7).


Β) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῶν ἑτεροδόξων
«Ὑπάρχει συνεπῶς μιά πλευρά τῆς ὀρθοδόξου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ταράζει πολλούς ἑτεροδόξους. Πέφτουμε γονατιστοί στό ἔδαφος, μέ τό πρόσωπο καί τό μέτωπό μας ἐγγίζουμε τή γῆ, καί ἔτσι ἐκφράζουμε τή δουλικότητά μας ἐνώπιόν Του, ἐνθυμούμενοι τά λόγια, πού εἶπε μπροστά στό παιδί ἐκεῖνο : «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὗν ταπεινώσῃ ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (8)» (9).
«Ἕνα ἀπό τά τραγικότερα γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας εἶναι ἡ διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ διάφορες ὁμολογίες. Ἡ δική μας Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνο ἀπό τόν Πατέρα, ἐνῶ στή Δύση λένε «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), καί γιά αἰῶνες μένουμε χωρισμένοι. Προσωπικά, ἀσπάζομαι τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφήνω τούς ἄλλους νά σκέφτονται ὅπως θέλουν. Ἡ σκέψη μας, ὅμως, προχωρεῖ πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ κοσμικοῦ εἶναι καί μιλάει γιά τό πῶς ἦταν ὁ Θεός πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου˙ ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, καί ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἡ μόνη ἀρχή καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (10).
Γ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» - αἱρέσεων
«Γνωρίζετε ὅτι στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν δεκάδες θεολόγοι, διδάκτορες τῆς θεολογίας, καί ὅλοι σκέφτονται διαφορετικά, ὅλοι μιλοῦν διαφορετικά. Ὁ Μπερντιάγιεφ ἔλεγε ὅτι ἡ ζωή εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ περιεχομένου της˙ ὅταν συναντοῦμε ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἀνακαλύπτουμε ἄλλες ἀπόψεις, ἄλλες προσεγγίσεις, ἄλλες ἰδέες, ἄλλες πορεῖες, καί αὐτή ἡ διαφορά τῶν προσεγγίσεων, τῶν ἰδεῶν, τῶν θεωριῶν συνιστᾶ τόν πλοῦτο τῆς ζωῆς μας. Στήν Ἁγία Τριάδα, ὅμως, δέν ἰσχύει αὐτό. Γιά τά Τρία Πρόσωπα δέν ὑπάρχει παρά μόνο μία θέληση, μία βασιλεία, μία δόξα. Στή Μονή, ἐπίσης, δέν εὐχόμαστε ὁ καθένας νά ἔχει δικές του προσωπικές σκέψεις. Αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη πλούτου. Ὁ πλοῦτος συνίσταται στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ μας. Ἄν Τόν γνωρίζουμε μέ τήν ἴδια τή ζωή μας καί μέσα στή σάρκα μας, τότε, μετά τόν θάνατο, θά εἴμαστε ἀκόμη πιό πολύ ἑνωμένοι μαζί Του. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας ὑπέφερε πάνω στή γῆ, διότι ὁ καθένας εἶχε τή δική του θέληση, τίς δικές του ἰδέες. Ἔλεγε ὅτι στόν Οὐρανό τό πλῆθος τῶν σεσωσμένων ἔχει τήν ἴδια σκέψη, τήν ἴδια στάση» (11).
«Τί σημαίνει «ὀρθοδοξία»; Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι μία ἐνδιάθετη ἀντίληψη-γνώση πῶς νά συναντήσει κανείς τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Χριστό. Τώρα, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν περισσότερες ἀπό διακόσιες διαφορετικές ὁμολογίες (ὑπῆρχαν 336 ὁμολογίες τό ἔτος 1999 (12)). Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπολύτου Εἶναι, ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴμαστε στό ἐπίπεδο αὐτό» (13).
«Γιατί ἡ Ἐκκλησία διαχωρίστηκε σέ τόσο μεγάλο ἀριθμό διαφορετικῶν ὁμολογιῶν; Στή Γενεύη, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, συμμετέχουν περίπου 200 ὁμολογίες. Στό οἰκουμενικό αὐτό κίνημα ὑπάρχει μιά ἐσφαλμένη ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε ὁμολογία φέρει ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας, ἀλλά καμιά δέν ἔχει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Ἀπολύτου. Ὅσοι μιλοῦν μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά φαίνεται πώς ἔχουν δίκαιο. Ἀλλά, τό λάθος τους εἶναι ὅτι, βλέποντας τούς ἀντιπροσώπους τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν, παρατηροῦν τήν παρουσία τοῦ σκότους τῆς πτώσεως σέ ὅλους τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, καί καταλήγουν στό συμπέρασμα ὅτι κανένας δέν γνωρίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά ὅτι ὁ καθένας κατέχει ἕνα κομμάτι» (14).
«Σᾶς ἔχω μιλήσει ἤδη πολλές φορές, ἀλλά τό Πνεῦμα μέ ὠθεῖ νά τό ἐπαναλάβω. Πρίν ἀκόμη φύγω ἀπό σᾶς – καί τό τέλος τῆς ζωῆς μου εἶναι βέβαια ἐγγύς – θά ἤθελα νά γλιτώσετε ἀπό τήν πλάνη, ἀπό τήν ὁποία πάσχει ὁ σύγχρονος κόσμος στό ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε κανένας νά μή δημιουργεῖ λανθασμένες θεωρίες γιά τόν Θεό, πού νά διαιροῦν τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀναλογισθεῖτε ὅτι στό Κέντρο τῆς Γενεύης, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, ὑπάρχουν περισσότεροι ἀπό διακόσιους διδάκτορες θεολογίας μέ διαφορετικές ἀντιλήψεις! Ἀπό ποῦ αὐτό; Ὁ Θεός εἶναι ἕνας.
Πῶς γίνεται, λοιπόν, νά ὑπάρχουν ὁμολογίες, πού νά μισοῦν καί νά καταδιώκουν τίς ἄλλες; Τώρα παρατηρεῖται διωγμός τῶν Ὀρθοδόξων σέ ὅλο τόν κόσμο. Καί πῶς προκαλοῦμε τό μῖσος αὐτό; Ἐμεῖς φοβόμαστε «καί μύγα νά προσβάλλουμε». Μᾶς μισοῦν, ὅμως, περισσότερο ἀπό ὅ,τι τούς ἐγκληματίες. Καί αὐτό δέν εἶναι καθόλου φαντασία, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν πεῖρα μας. Ἀλλά, «ἄς μή ταράσσεται ἡ καρδιά σας˙ πιστεύετε στόν Θεό, πιστεύετε στόν Χριστό» (15) καί συνεχίστε τή ζωή αὐτή. Αὐτός εἶπε : «Ὅπως μίσησαν ἐμένα ἄδικα (16), ἔτσι θά μισήσουν καί ἐσᾶς γιά τό ὄνομά μου» (17). Συνεπῶς, μή χάνετε τή βασική θεωρία : τῆς ζωῆς χωρίς ἁμαρτία» (18)!
Δ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν διαλόγων
«Δέν λαμβάνω μέρος στήν οἰκουμενική κίνηση. Ἡ ἰδέα μου, ὅμως, ἦταν ἡ ἐξῆς : νά συγκεντρώνεσθε καί νά ἐξετάζετε πῶς εἶναι δυνατόν νά ζήσουμε χωρίς ἁμαρτία. Ἔρχονται διακόσιοι διδάκτορες θεολογίας καί ὁ καθένας λέει τίς θεωρίες του, φανερώνοντας ἔτσι τήν ἄγνοια καί τήν ἀμάθειά του. Ἄς παραθέσουμε ἕνα ἀπό τά λάθη : Μερικοί μελετοῦν ὅλες τίς θρησκεῖες καί στή θεωρητική αὐτή γνώση τῆς ἰστορίας ὅλων τῶν θρησκειῶν καί τοῦ περιεχομένου τῶν διδασκαλιῶν βλέπουν τήν παγκοσμιότητά τους. Ὁ Κύριος, ὅμως, λέει : «Εἷς ὑμῶν ἐστιν ὁ Πατήρ καί εἷς ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός» (19). Καί αὐτός ὁ Διδάσκαλος Χριστός φέρει μέσα Του ὁλόκληρη τήν κτίση. Συνεπῶς, θά ἀκολουθήσουμε τά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, πού φέρει στή συνείδησή Του ὅλη τήν τραγωδία καί πεθαίνει γιά τήν πίστη Του αὐτή» (20).
«Ἄν ὑπῆρχε ἀγάπη, ὅλος ὁ χριστιανικός κόσμος θά ἦταν ἕνα πράγμα, κατ’εἰκόνα τῆς ἑνότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄν ὁ χριστιανικός κόσμος κατατεμαχίζεται, αὐτό γίνεται, ἐπειδή οἱ χριστιανοί δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Ἀπό τότε πού ἄρχισαν οἱ παγκόσμιες κινήσεις τῶν χριστιανῶν, τόσοι διάλογοι, τόσες διανοητικές προσπάθειες ἀπό κάθε πλευρά, γιά νά πείσουν ὅτι ἡ καθεμιά κατέχει τό καλύτερο, δέν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα στόν αἰώνα μας» (21).
Ε) Ὁ π. Σωφρόνιος περί τῶν θρησκειῶν
«Ὑπάρχει αὐτό, πού λέγεται «παγκόσμια θεωρία», σύμφωνα μέ τήν ὁποία στό ἴδιο πλαίσιο τοποθετοῦνται καί ὁ Χριστός καί ὁ Βούδας καί ὁ Μωάμεθ καί ὁ Κομφούκιος κ. ἄ., ὡς μεγάλοι ἤ μικροί «διδάσκαλοι τῆς ἀνθρωπότητος». Γιά μένα, ὅμως, πολυπόθητη εἶναι μόνο ἡ συνείδηση τοῦ Χριστοῦ (22), ὁ Ὁποῖος φέρει μέσα του ὅλο αὐτό τόν κόσμο. Καί σέ αὐτό ἔγκειται ἡ χριστιανική παγκοσμιότητα τοῦ προσώπου» (23).
 
«Ἡ διδαχή τοῦ Γέροντα σέ κάθε κείμενό του φθάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια. Γιά τή μετάνοια, λοιπόν, λέει ὅτι μετανοοῦμε, δέν εἴμαστε ἄμεμπτοι, ἐφόσον δέν ἀποκτήσαμε τέτοια κατάσταση, ὥστε νά ζοῦμε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ὡς περιεχόμενο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς μας. Αὐτό εἶναι ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά τήν ἐννοήσουμε ὡς «παγκοσμιότητα γνώσεως», ὅπως τείνουν νά φρονοῦν μερικοί πολυμαθεῖς, ὅτι δηλαδή κατορθώνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει καί τόν Χριστιανισμό καί τόν Βουδισμό καί τόν Ἰσλαμισμό καί τόν Κομφουκιανισμό καί τόν Μαρξισμό καί ὅλα τά ἄλλα. Ἡ παγκοσμιότητα δέν εἶναι γνώση τῶν ποικίλων ἀπόψεων τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού ἀγκαλιάζει τά πάντα˙ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία μοῦ φαινόταν στήν ἀρχή ὡς κάτι τό ἀνάξιο καί ψυχολογικό, ἀλλά ὕστερα ἀποκαλύφθηκε στή συνείδησή μου ὡς δύναμη ὀντολογική, πού ἑνοποιεῖ. Ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ τόν Υἱό καί βεβαίως ἀγαπᾶ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὁ Υἱός ἀγαπᾶ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι στραμμένο πρός τόν Πατέρα. Ἔτσι, ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι αἰώνια ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν κοινωνία αὐτή τῶν ὑποστάσεων περικλείεται τό ἀπόλυτο Εἶναι τοῦ Θεοῦ» (24).
ΣΤ) Ὁ π. Σωφρόνιος περί μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τοῦ Χριστιανισμοῦ
«Ὀφείλουμε δηλαδή ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά φέρουμε βαθιά μέσα μας τή συνείδηση, πού βλέπουμε στόν Ἴδιο τόν Χριστό, καί νά ζοῦμε τόν κόσμο ὡς ἕναν Ἀδάμ καί νά προσευχόμαστε γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Αὐτός εἶναι ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος Χριστιανισμός! Καί σᾶς ἱκετεύω : Μήν «παραδώσετε» σέ κανέναν τόν ἀληθινό Χριστό, τόν Δημιουργό ὅλου τοῦ κόσμου καί Σωτήρα Θεό! Ἄν μειώσετε τόν Χριστό στό ἐπίπεδο τῆς ἐθνικότητος, τότε νά γνωρίζετε ὅτι βρίσκεστε στό σκοτάδι. Εἶναι δυνατόν νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς, πού μᾶς διαιρεῖ, ἀλλά οἱ διαιρέσεις αὐτές μποροῦν νά ὑπερνικηθοῦν μέ ἀνθρώπινη προσπάθεια˙ τή συνείδηση, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ Θεοῦ τήν παρέχει μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο» (25).
«Ὁ Κύριος εἶπε : «Ὅς ἐάν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος» (26). Τέτοιος εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς διακονίας μας καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ Χριστιανισμός ξεχωρίζει ἀπό κάθε ἄλλη θρησκεία. Ὅσο περισσότερο ταπεινωθοῦμε, τόσο ἐγγύτερα θά βρεθοῦμε πρός Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος «ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν … μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (27)» (28).
«Ὁ Χριστιανισμός μας ποτέ δέν πρέπει νά ἀναμιγνύεται μέ καμμία ἄλλη διδασκαλία, πού ὑπάρχει στόν κόσμο : γιά μᾶς ὑπάρχει μόνο τό Εὐαγγέλιο» (29).
«Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί Τόν ὁμολογοῦμε (τόν Χριστό) ὡς τόν «Μονογενῆ» Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως Αὐτός ὁ Ἴδιος λέει (30). Δέν τόν συγκρίνουμε μέ κανέναν ἀπό τούς διδασκάλους ἐκείνους τῆς ἀνθρωπότητος, ὅπως εἶναι ὁ Βούδας, ὁ Μωάμεθ ἤ ἀκόμη καί αὐτός ὁ Μωϋσῆς. Ὁ Χριστός δέν ἦταν υἱός ἀνθρώπου κατά τή γέννησή Του, ἀλλά ἔγινε «Υἱός Ἀνθρώπου» (31) κατά τή συγκατάβαση καί τήν ἐνσάρκωσή Του, παραμένοντας κατ’οὐσίαν Δημιουργός ὅλων τῶν ὑπαρκτῶν. Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως λέγεται : «δι’Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Καί στόν πρόλογο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου γράφτηκε : «Πάντα δι’Αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν, ὅ γέγονεν» (32)» (33).
Ἀπό τήν παράθεση αὐτή τῶν κειμένων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ βγαίνουν δύο συμπεράσματα. Τό πρῶτο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος διαφωνοῦσε μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τίς αἱρετικές θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν διαλόγων τῶν τελευταίων ἑκατόν εἴκοσι ἐτῶν. Τό δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίσουν ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν Θεάνθρωπο Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης. Θά μπορούσαμε, τέλος, νά ποῦμε ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν ὑπέρ ἑνός ὀρθοδόξου «οἰκουμενισμοῦ».

 
_________________________________
 1 https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR 
 2 Γαλ. 1, 11. 
 3 Ἰω. 14, 1.
 4 Β΄ Κορ. 5, 7.  
 5 ΑΡΧΙΜ. ΣΟΦΡΩΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ, Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας, τ. Β΄, ἔκδ. Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2014, σσ. 282-286. 
 6 Ὅ. π., τ. Γ΄, σσ. 102-103.  
 7 Ὅ. π., τ. Γ΄, σ. 222. 
 8 Ματθ. 18, 3. 
 9 Ὅ. π., τ. Γ΄, σ. 186. 
10 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 316. 
11 Ὅ. π., τ. Α΄, σσ. 96-97.
12 Σχ. βλ. SHOP 244, σ. 4 
13 Ὅ. π., τ. Α΄. σ. 196. 
14 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 144. 
15 Ἰω. 14, 1. 
16 Ἰω. 15, 25. 
17 Μάρκ. 13, 13. 
18 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 310. 
19 Ματθ. 23, 8-9. 
20 Ὅ. π., τ. Β΄, σσ. 310-311.  
21 Ὅ. π., τ. Γ΄, σ. 91. 
22 Α΄ Κορ. 2, 16. 
23 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 49.
24 Ὅ. π., τ. Α΄, σσ. 266-267.   
25 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 46. 
26 Ματθ. 20, 27. 
27 Φιλ. 2, 8. 
28 Ὅ. π., τ. Α΄, σ. 427. 
29 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 299. 
30 Ἰω. 1, 18. 
31 Ματθ. 11, 19. 
32 Ἰω. 1, 3. 
33 Ὅ. π., τ. Β΄, σ. 297.