Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Η κένωση και η θεοεγκατάλειψη στη διδασκαλία του Γέρ. Σωφρονίου


ΙV
Ας έλθουμε λοιπόν τώρα κατόπιν τούτων στην περίπτωση του έργου του π. Σωφρονίου και μάλιστα σ’ ένα ζήτημα το οποίο πολύ απασχολεί τους μελετητές του, το ζήτημα δηλαδή της κένωσης. Είναι νομίζω εφικτό να δείξουμε ότι ο π. Σωφρόνιος είναι ένας ησυχαστής και μάλιστα υπό την έννοια του παλαμικού Ησυχασμού όπως τον είδαμε παραπάνω.
Θεωρώ πως δυο είναι οι μορφές της κένωσης, αλληλοσυμπληρούμενες μάλιστα, στο έργο του π. Σωφρονίου. Πρώτη είναι η μορφή της θεοεγκατάλειψης. Αν η θεοεγκατάλειψη θεωρηθεί ως μια σοφή παιδαγωγία της αγάπης του Θεού προς τον ασκητή, τότε αυτή η παιδαγωγία τι άλλο είναι παρά μια προσπάθεια να μας θεραπεύσει ο Θεός από κάθε ίχνος μιας «ηδυπαθούς» ατομιστικής απόλαυσης της χάρης, μια τάση η οποία ενδημεί ασυνειδήτως μέσα στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον ανεπίγνωστα σ’ έναν πιθανό πειρασμό ναρκισσικής αδολεσχίας, ακόμα και μέσα στο φως της χάρης του Θεού; Τι άλλο είναι δηλαδή αυτή η σοφή παιδαγωγία της θεοεγκατάλειψης παρά μια φιλάνθρωπη ώθηση του Θεού για ένα κοινωνικό άνοιγμα της ψυχής του ασκητή προς τον κενωτικό εναγκαλισμό του πάσχοντος συνανθρώπου και της πάσχουσας κτίσης, προκειμένου ν’ ανεβεί μαζί τους, και μόνο μαζί τους, στο Θεό; Έτσι εξηγείται ίσως και το γεγονός ότι την μεγαλύτερη θεοεγκατάλειψη δεν την υφίστανται συνήθως οι απλοί πιστοί αλλά κυρίως οι διανοούμενοι ασκητές και πιστοί (και τέτοιοι βεβαίως είναι συνήθως οι περισσότεροι των Πατέρων) αφού αυτοί κυρίως έχουν μεγαλύτερο πειρασμό από τους άλλους να αδολεσχήσουν σε μιαν ατομική-νοητική θεωρία του Θεού με τον πιθανό ναρκισσισμό της, αφήνοντας την υπόλοιπη δημιουργία κάπως στο περιθώριο.
essexvat2
Όπως φάνηκε ήδη, το δεύτερο είδος κένωσης, στο οποίο οδηγεί παιδαγωγικά και φιλάνθρωπα, ως θεοεγκατάλειψη, είναι η χάρη της περιχωρήσεως, είναι μ’ άλλα λόγια ακριβώς αυτό το οποίο ο π. Σωφρόνιος ονομάζει γένεση της υποστάσεως μέσα στη Γεθσημάνειο προσευχή – ασκητική και λειτουργική – για όλον τον κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, χάρις στην πρώτη κένωση δίδεται η χάρη για τη δεύτερη. Ως σοφή θεραπεία της ρίζας της φιλαυτίας, η θεοεγκατάλειψη, έτσι, όχι μόνο δε γεννά απελπισία αλλά ευγνωμοσύνη και δοξολογία για την εν αληθεία αγάπη του Θεού η οποία οδηγεί στην οντολογική ολοκλήρωσή του τον άνθρωπο:
«Φερόμενοι πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· τον Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν».
Με την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου δίνουμε πλέον υπόσταση στην κοινήν ανθρώπινη ουσία. Με την προσευχή της αγάπης προς την ομοούσιά μας ανθρωπότητα γινόμαστε δυναμικά υποστάσεις της όλης ανθρώπινης ουσίας καθώς και όλης της κτίσης, ενώ προηγουμένως υπαρξιακά ήμασταν απλώς λογικά τμήματα της ανθρώπινης και της κτιστής εν γένει ουσίας. Έχουμε εδώ ξανά δηλαδή την ουσία του παλαμικού Ησυχασμού: έκσταση δια καθόδου, ο άνθρωπος να δίδει ταπεινά υπόσταση σ’ όλη τη δημιουργία, ανεβάζοντάς την στο Θεό, μιμούμενος δηλαδή κατά χάρη το έργο ακριβώς και την κίνηση του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Ή, με τα λόγια του π. Σωφρονίου:
«δι’ Αυτού (του Χριστού) απεκαλύφθη εις ημάς ο χαρακτήρ του Θεού της αγάπης. Η τελειότης αυτή έγκειται εις το ότι η αγάπη αυτή είναι ταπεινή, τουτέστι προσφέρεται άνευ επιφυλάξεως. Ο Πατήρ εν τη γεννήσει του Υιού κενούται ολοτελώς. Αλλά και ο Υιός επιστρέφει το παν εις τον Πατέρα. Αυτήν ακριβώς την πράξιν της τελείας κενώσεως ετέλεσεν ο Κύριος εν τη σαρκώσει Αυτού, εν τη Γεθσημανή και επί του Γολγοθά».

Η καρδιά ως «μεταφυσικό» όργανο


Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
ΕΣτην Αγία Γραφή και στους πατέρες, συναντάμε συχνά να αναφέρεται η «καρδιά». Ποια είναι η σημασία και η χρήση της στην Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία; Απαντήσεις παίρνουμε από το βιβλίο του σεβ. Ιεροθέου Βλάχου «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία», από το οποίο παραθέτουμε απόσπασμα από τις σελίδες 147-162. (Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 3η Έκδοση Λεβαδία 1989).
*
1. Η καρδιά
*
2. Τι είναι η καρδιά
*
3. Χαρακτηρισμοί της καρδιάς
1. Η καρδιά
Μια από τις βασικές αιτήσεις μας προς τον Θεό είναι η απόκτηση της σωτηρίας. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». Επίσης τα περισσότερα τροπάρια καταλήγουν στην πρόταση «πρέσβευε του σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Η σωτηρία της ψυχής δεν είναι απέκδυση ενός πράγματος, αλλά ένδυση του Χριστού, δεν είναι αρνητική κατάσταση, αλλά θετική, είναι κυρίως κοινωνία και ένωση με τον Χριστό. Αυτή η κοινωνία γίνεται πρωτίστως μέσα στην καρδιά. Γι’ αυτό η απόκτηση της σωτηρίας είναι κυρίως εύρεση της καρδιάς. Όταν αξιωθούμε από τον Θεό να βρούμε την καρδιά, τότε βαδίζουμε τον δρόμο της σωτηρίας. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αββά Παμβώ: «ει έχεις καρδίαν, δύνασαι σωθήναι»[204]. Το να έχη κανείς καρδιά σημαίνει να βρη την καρδιά του, μέσα από την οποία θα τον κατευθύνη ο Θεός
Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής ερμηνεύοντας τον λόγο του Κυρίου «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. ιζ’, 21) λέγει ότι πρέπει κανείς να έχη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ενεργούσα στην καρδιά του και έτσι να εισέλθη κατ’ αναλογίαν στην Βασιλεία του Θεού. «… χρη πρώτον εν τη καρδία ενεργούσαν έχειν την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ούτω κατά αναλογίαν εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών»[205]. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες θεωρούν απαραίτητη την εύρεση του χώρου της καρδιάς, μέσα στην οποία ενεργεί η άκτιστη Χάρη του Θεού, διότι τότε ο Χριστιανός έχει διδάσκαλο τον Θεό και κατευθύνεται με ασφάλεια από το Πανάγιο Πνεύμα.
2. Τι είναι καρδιά
Όταν η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την καρδιά εννοούν την μεταφυσική (πνευματική) καρδιά, αλλά και την σαρκική καρδιά. Δηλαδή καρδια είναι αφ’ ενός μεν το σαρκικό όργανο, αφ’ ετέρου δε το κέντρο της υπάρξεώς μας, μέσα στο οποίο γίνεται η κοινωνία και η ένωσή μας με τον Θεό. Σ’ ένα σημείο συναντώνται οι δυο αυτές έννοιες της καρδιάς, αλλά και συγχρόνως διαφοροποιούνται. Θα το δούμε αυτό αναλυτικότερα στα επόμενα.
Και πρώτα-πρώτα ας δούμε τα περί της μεταφυσικής (πνευματικής) καρδιάς. Είναι αρκετά δύσκολο να δώση κανείς ορισμό αυτής της πνευματικής καρδιάς, γιατί «άβυσσος γαρ ακατάληπτος αληθώς η καρδία»[206]. Ιδίως στον σαρκικό άνθρωπο, που διακατέχεται από την κυριαρχία της λογικής και ο οποίος βιώνει την ζόφωση της μεταπτωτικής ζωής, είναι αδύνατη η γνώση αυτής της πνευματικής καρδιάς. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ευρεθή κανείς ορισμός ο οποίος θα μπορέση να περιγράψη αυτήν την πραγματικότητα που βιώνει ο πνευματικός άνθρωπος. Μόνον χαρακτηρισμούς και εικόνες μπορεί κανείς να διατυπώση.