Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Αρχιμ. Σωφρόνιος (Έσσεξ), Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός


σωφρονιος.jpg
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από όλες τις άλλες εκκλησίες σε τρία επίπεδα, γιατί:
α) μόνη αυτή αληθεύει πλήρως στην θεολογία της,
β) μόνη αυτή γνωρίζει το μυστήριο της χάριτος, της αγίας ζωής, και διαφυλάσσει στην πληρότητα τη θεία χάρη, και
γ) είναι η αρχαιότερη, η θεμελιώδης, η βασική, από την οποία αποσχίσθησαν κατά καιρούς μεγαλύτερα ή μικρότερα τμήματα.
Μια σημαντική μερίδα του χριστιανικού κόσμου κλίνει σήμερα να αποδεχθεί μια από τις πιο επικίνδυνες αιρέσεις [ενν. τον οικουμενισμό]… ότι δήθεν… πολλές από τις εκκλησίες που αποκαλούνται χριστιανικές, έχουν ίση χάρη, και γι’ αυτό οφείλει να επέλθει η ένωση των εκκλησιών με βάση κάποιον κοινό για όλες παρονομαστή… σε μια παγκόσμια και αποστολική Εκκλησία.
Εσείς να μη πλανηθείτε με όλα αυτά, αλλά να πιστεύετε ακράδαντα με την καρδιά και με το νου ότι υπάρχει πάνω στη γη εκείνη η Μία, Μοναδική και Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος. Η Εκκλησία αυτή διατηρεί αλώβητη και ακέραιη την διδασκαλία του Χριστού, κατέχει το πλήρωμα της γνώσεως και της χάριτος και είναι αλάθητη.
Στον ρωμαιοκαθολικισμό υπάρχουν πολλά βασικά σφάλματα, τόσο από δογματικής απόψεως, όσο και από πλευράς πνευματικής ζωής.»
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Αγώνας θεογνωσίας. Έκδοση Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2006, σελ. 110, 160, 161, 176.

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

Γέροντος Σωφρονίου: Προσευχή για την ενότητα και τον αγιασμό της οικογένειας!

 


Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  ἀμνὸς  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  αἴρων  τὴν  ἁμαρτίαν  τοῦ  κόσμου,
ο τή σή αναβάσει ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν ἐξαγοράσας ημάς εκ τής κατάρας τού Νόμου
καὶ  αποκαταστήσας  τὴν πεπτωκυῖαν  εἰκόνα  Σου,
ὁ  ἐκτείνας  ἐπὶ   τοῦ  Σταυροῦ  τὰς  ἀχράντους  χεῖράς  Σου,
ἵνα τὰ  ἐσκορπισμένα  τέκνα τοῦ Θεοῦ ἐπισυναγάγῃς εἰς ἕν,
καὶ  καλέσας  τῇ  ἐπιφοιτήσει  τοῦ  Παναγίου  Πνεύματος  εἰς  ἑνότητα  πάντας, Σύ , ὁ  Ὤν  τοῦ  Πατρὸς  τὸ  ἀπαύγασμα,  πρὸ  τῆς ἐξόδου Σου  ἐπὶ  τὴν  μεγάλην  ταύτην  καὶ  κοσμοσωτήριον  ἱερουργίαν ἐδεήθης  τοῦ  Πατρός Σου, ἵνα πάντες ἕν ὦμεν,
καθὼς  Σὺ  εἶ  μετὰ  τοῦ  Πατρὸς  καὶ  τοῦ  Πνεύματος  τοῦ  Ἁγίου.
Παράσχου τοίνυν ἡμῖν χάριν καὶ   σοφίαν  τοῦ  ἐκπληροῦν τὴν ἐντολὴν ταύτην καθ’ἑκάστην,  καὶ ἐνίσχυσον ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀγάπης ἐκείνης, ἥν Σὺ ἐνετείλω ἡμῖν, εἰπῶν: «Ἀγαπᾶτε  ἀλλήλους  καθὼς  ἐγὼ  ἠγάπησα  ὑμᾶς».
Δώρησαι  ἡμῖν  διὰ  τοῦ  Ἁγίου  Σου  Πνεύματος  τὴν  δύναμιν  τοῦ  ταπεινοῦν ἑαυτοὺς  ὁ  εἷς ἐνώπιον τοῦ ἑτέρου, ἐν τῷ  κατανοεῖν  ὅτι, ἐὰν τις πλείον ἀγαπᾷ, πλείον καὶ ταπεινοῦται.
Δίδαξον  ἡμᾶς  εὔχεσθαι  ὁ   εἷς  ὑπὲρ τοῦ  ἄλλου, ἀλλήλων τὰ βάρη  βαστάζειν ἐν ὑπομονῇ,  καὶ  ἕνωσον ἡμᾶς τῷ συνδέσμῳ  τῆς  ἀκαταλύτου  ἀγάπης ἐν τῷ Ὀνὀματί  Σου τῷ Ἁγίῳ, χαριζόμενος ἡμῖν ὡσαύτως τοῦ ὁρᾶν ἐν ἑκάστῳ ἀδελφῷ καὶ ἑκάστῃ ἀδελφὴ ἡμῶν τὴν  εἰκόνα  τῆς  ἀῤῥήτου  δόξης  Σου  καὶ  μὴ  ἐπιλανθάνεσθαι  ὅτι  Ὁ  ἀδελφός  ἡμῶν  ἡ  ζωὴ  ἡμῶν  ἐστί.
Ναί, Κύριε, ὁ  τῇ  σῇ  εύδοκίᾳ  ἐπισυναγαγὼν  ἡμᾶς  ἐπὶ  τὸ  αὐτό,  ποίησον ἡμᾶς  γενέσθαι ἐν ἀληθείᾳ  μίαν οἰκογένειαν,  ζῶσαν  ἐν  μιᾷ  καρδίᾳ, μιᾷ  θελήσει, μιᾷ ἀγάπῃ, ὡς εἷς ἄνθρωπος,  κατὰ   τὴν  περὶ  τοῦ  προπάτορος  Ἀδάμ  προαιώνιον  βουλήν  Σου.
Ἐπισκίασον  τὸν οἶκον  ἡμῶν  τῷ  τοῦ   φόβου Σου πνεύματι  καὶ  σκέπασον  αὐτὸν  τῇ  σκέπῃ  τῆς  Παναχράντου Σου Μητρὸς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων  Σου, εὐλογῶν  καὶ  ὑπερασπιζόμενος  ἕνα  ἕκαστον τῶν ἐνθάδε διαμενόντων,  διαφυλάττων  ἡμᾶς  ἐκ φθοροποιῶν  λογισμῶν, ἀναρμόστων  λόγων  ἤ  κινήσεων καρδίας, ἐπιβλαπτόντων  τὴν εἰρήνην  καὶ  τὴν  ὁμόνοιαν,  οπως οἰκοδομηθῇ  ὁ  οἶκος  οὗτος ἐπὶ  τὴν πέτραν τῶν Εὐαγγελικῶν Σου Ἐντολῶν  εἰς  τόπον  προσευχῆς, ἁγιασμοῦ   καὶ   σωτηρίας  δι ’ ἡμᾶς  αὐτούς, καὶ  διὰ  πάντας τοὺς ἐπισκεπτομένους ἡμᾶς,
τοὺς  κοπιῶντας  καὶ  πεφορτισμένους  ἀδελφοὺς  καὶ  ἀδελφάς ἡμῶν,
ἵνα   πάντες  εὕρωμεν  ἀνάπαυσιν  ἐν  Σοί, τῷ   πράῳ  καὶ  ταπεινῷ  Βασιλεῖ  ἡμῶν,  νῦν  καὶ  ἀεὶ  καὶ  εἰς  τοὺς  αἰῶνας  τῶν  αἰώνων.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Η ανεύρεση της βαθείας καρδίας κατά τη Μεγάλη ΤεσσαρακοστήΑρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας

Η ανεύρεση της βαθείας καρδίας κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας
(Ι. Ν. Αγίων Αποστόλων Λονδίνου 17.03.2017)

Η χάρη του Θεού μας σύναξε σήμερα, στην αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής, για να εκφράσουμε στον Κύριο τον πόθο μας για την απόκτηση του πνεύματος της σοφίας και της συνέσεως των εντολών Του.
Η Γραφή, όμως, μας προειδοποιεί: «Κτήσασθαι σοφίαν ακάρδιος ου δυνήσετε»[1]. Τι είναι η καρδιά για εμάς τους Χριστιανούς και ποιός άνθρωπος ονομάζεται «ακάρδιος»;
Η καρδιά του κάθε ανθρώπου πλάσθηκε από τον Θεό με ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο[2]. Είναι ανεπανάληπτη και αποτελεί το κέντρο της ανθρώπινης υποστάσεως[3]. Ο άνθρωπος είναι μεγαλειώδης όταν πλησιάζει τον Θεό με «καρδίαν βαθείαν»[4], γιατί εκεί είναι «ο τόπος της πνευματικής προσευχής»[5] και γενικά το «πεδίο των πνευματικών αγώνων»[6]. Η αυθεντική θεωρία και γνώση του Θεού είναι αναπόσπαστη από την αίσθηση της βαθείας καρδίας. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού βεβαιώνει ότι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» είναι «ενώπιον του Θεού πολυτελής»[7].
Η κλήση του Κυρίου στον άνθρωπο απευθύνεται στην καρδιά, «το πνευματικό κέντρο του προσώπου»[8], που κατέχει την ικανότητα να προσλάβει την αιωνιότητα και «να γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής τον Ζώντα Θεόν»[9].
17634608_1097633207050243_2604256492002309359_n
Ο άνθρωπος, όμως, που δεν αισθάνεται την καρδιά του, αλλά στη θέση του λαμπερού κατοικητηρίου του Θεού έχει μόνο μία αντλία που στέλνει αίμα στο σώμα, είναι «ακάρδιος», και «κτήσασθαι σοφίαν ου δυνήσεται». Ο άνθρωπος είναι ζωντανός ενώπιον του Θεού, μόνο όταν έχει θεία και νοερά αίσθηση[10] στην καρδιά του.
Διαφορετικά, έχει τη φύση του διηρημένη, άλλο ζητεί η καρδιά, άλλα σκέφτεται ο διασκορπισμένος νους και το αχαλίνωτο σώμα επιζητεί επίμονα την ικανοποίηση των αναγκών και των παθών του. Ο νους αποσυνδεμένος από την καρδιά διαχέεται με τις αισθήσεις στον κτιστό κόσμο. «Κλυδωνίζεται και περιφέρεται παντί ανέμω»[11] της φαντασίας και εύκολα αιχμαλωτίζεται από δαιμονική ενέργεια και πλάνη. Η καρδιά χωρίς την επισκοπή του ηγεμονεύοντος νου στις εισόδους της μένει πωρωμένη και είναι γη εκφέρουσα διαλογισμούς πονηρούς, που αποπνίγουν την άφθαρτη σπορά του λόγου του Θεού. Γίνεται, τότε, καταγώγιο κάθε φαυλότητας. Η αμαρτία, ως πνευματικό γεγονός, διαπράττεται μυστικά στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου.
Για να γίνουν, λοιπόν, το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου τόπος εμφανείας της δόξης του Θεού, για να μπορέσουμε να φθάσουμε να εορτάσουμε το προσωπικό μας Πάσχα, χρειάζεται να βρούμε τη βαθεία καρδία μας. Ο σκορπισμένος νους στις μάταιες και ανούσιες μέριμνες πρέπει να επιστρέψει και να ενωθεί με το «ενδότατον σώμα» του σώματός, την καρδία.
Το θησαυροφυλάκιο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, η Αγία και Αμόλυντη Εκκλησία, θέσπισε την περίοδο των Αγίων Νηστειών ως ένα φως που καταυγάζει και εξαγοράζει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας. Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι για μας μια μεγάλη ευκαρία, ένα προνόμιο, που μας δίνει ο Θεός για να συνεργήσουμε μαζί Του, για να αναζωοπυρώσουμε τη χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και να ζωοποιήσουμε την καρδιά μας.
 Αυτή η περίοδος λοιπόν, μας βοηθά να προσφέρουμε το δικό μας ελάχιστο μέρος στον Θεό, για παράδειγμα με την εκπλήρωση της εντολής της νηστείας. Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα και το πνεύμα μας, για να δημιουργηθεί χώρος στην καρδιά για την επίσκεψη της χάριτος. Η χάρη αυτή μας ενώνει με τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας και έτσι γινόμαστε κοινωνοί ακόμη και των χαρισμάτων των δυνατών Της μελών, δηλαδή, όλων των Αγίων.
Η νηστεία, σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο, εκλεπτύνει την καρδιά και την καθιστά διορατική[12], ικανή κατά χάρη να δεχθεί πνευματική γνώση. Με το ίδιο πνεύμα διδάσκει ο άγιος Σιλουανός ότι η νηστεία βοηθά, όταν συνδιάζεται με την εγκράτεια, την αγρυπνία, την ησυχία και τις άλλες αρετές. Την κύρια δύναμή της, όμως, την αντλεί από την ταπείνωση[13].
Από τα πρώτα βήματα της θεραπευτικής διαδικασίας, που προτάσσει η Εκκλησία αυτή την περίοδο είναι η συναγωγή του νου από τη διάχυσή του στο περιβάλλον με τις αισθήσεις και η είσοδός του στην καρδιά με τη μετάνοια. Ο νους ενώνεται με την καρδιά σε μια καινούρια θεωρία: ο Θεός γίνεται το κέντρο όλων των πραγμάτων και ο άνθρωπος ταπεινά φέρεται προς Αυτόν.
 Το πνεύμα της μετανοίας αναμοχλεύει τα βάθη μας και φανερώνει τα κρυπτά της καρδιάς μας. Τότε βλέπουμε με τα μάτια του Θεού την πραγματική κατάστασή μας. Όπως η αμαρτία διαπράττεται στο βάθος της καρδιάς, έτσι και η μετάνοια επιτελείται στον πιο ενδόμυχο χώρο του πνεύματός μας, στην καρδιά. Η μετάνοια θεραπεύει και ενισχύει τη φύση μας με τη χάρη του Θεού και γεννά μέσα μας ακατάσχετη ορμή και πόθο προς τον Θεό.
Η Αγία Εκκλησία κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής προσπαθεί να εντείνει και να εμφυσήσει σε μας την ορμή της μετανοίας με τη νηστεία, τις κατανυκτικές και πλούσιες ακολουθίες, τις μετάνοιες, τις γονυκλισίες και όλα τα αγωνίσματά της. Σκοπός της είναι να εμπνεύσει σε μας ζέουσα προσευχή, που αποκαθαίρει από τα πάθη και να φυτεύσει μέσα μας τον άγιο πόνο της θείας αγάπης, ώστε ούτε στο νου ούτε στην καρδιά μας να μείνει άλλο νόημα, παρά το μίσος για την ευπερίστατη αμαρτία και η φλογερή έφεση προς τον Σωτήρα Θεό. Κεντρικό σημείο αυτής της μετάνοιας είναι να φυλάξουμε τη συνθήκη που κάναμε στο Βάπτισμά μας με τον Θεό, ότι πλέον θα είμαστε νεκροί για την αμαρτία και ζωντανοί για τον λόγο και τα προστάγματα Του.
Η Εκκλησία, κατά την Αγία και Μεγάλη Σαρακοστή, θέλει να μας καταστήσει μετόχους του λόγου του Κυρίου: «Εγενόμην νεκρός, και ιδού ζων ειμι» [14], δίνοντάς μας την ευκαιρία να λάβουμε μια μικρή γεύση θανάτου με τη νηστεία, την εξομολόγηση, την ελεημοσύνη και γενικά την άσκηση. Με τα παθήματα της Σαρακοστής γινόμαστε όμοιοι και συγγενείς του «παθητού» στον κόσμο αυτό Χριστού, και μας μεταδίδεται «η δύναμη της Αναστάσεως» Του, ώστε και εμείς ως φωτόμορφα τέκνα Της να ψάλλουμε κατά την κλητή και αγία ημέρα του Πάσχα: «Χθες συνεθαπτόμην Σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον Αναστάντι Σοι». Κατά το μέτρο που μετέχουμε στα παθήματα και την «κένωση» του Χριστού παρέχεται σε μας ο πλούτος των χαρισμάτων Του και της δωρεάς της Αναστάσεώς Του.
Ένας ακόμη τρόπος ανευρέσεως της βαθείας καρδίας είναι η συνεχής ανάγνωση των Γραφών. Ο λόγος του Χριστού είναι άκτιστο Θείο Φως, που απευθύνεται στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου, που είναι ο τόπος και το κέντρο της υποστατικής του αρχής. Πρώτα από όλα, λοιπόν, για να ανοίξει η καρδιά μας στον λόγο του Χριστού και να λάβουμε τη χάρη της μετανοίας, πρέπει να έχουμε ολοκληρωτική πίστη στην Θεότητα του Χριστού. Τότε ο ζωνταντός λόγος του Χριστού θα πέφτει στα βάθη της καρδιάς μας ως σπέρμα αγάπης που θα γεννά στην ψυχή τη μετάνοια, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να υπερβούμε τα μέτρα της συνήθους θρησκευτικής συνειδήσεως. Τότε, εμπειρικά θα πεισθούμε ότι η διδαχή του Χριστού υπερβαίνει το επίπεδο της ηθικής και είναι θεοποιός. Η Ευαγγελική διδαχή με τη λαμπρότητα του Λόγου του Θεού φωτίζει την εσωτερική όραση και εκλεπτύνει την πνευματική αίσθηση της καρδιάς μας, ώστε ούτε μία κίνηση ούτε μία έννοια στο εξής να μην ξεφεύγει την προσοχή μας. Η παραμονή στον λόγο του Κυρίου μας οδηγεί στην τήρηση των θείων εντολών και με αυτή θέτουμε τον εαυτό μας στην οδό του Κυρίου, οπότε Εκείνος, που είναι η Οδός, γίνεται Συνοδοιπόρος μας. Έχοντας με πόθο και καρτερία παραμείνει στον Ευαγγελικό λόγο, όπως ο Λουκάς και ο Κλεόπας, αποκτούμε «καιομένη καρδιά»[15], έτοιμη να δεχθεί και να αναγνωρίσει τον Αναστημένο Κύριο από την πύρωση και την ηδύτητα της αγάπης Του.
 Ο νους κατεβαίνει στην καρδιά, θεραπεύεται και ενώνεται μαζί της όταν σταυρωθεί με τα Eυαγγελικά προστάγματα. Τότε μας επισκιάζει η χάρη και μας καθιστά ικανούς να αποταγούμε από όλα τα ορατά πράγματα του κόσμου και να μαθητεύσουμε στο πνεύμα της άφθαρτης αγάπης του Χριστού.
 Η πραγματοποίηση αυτής της ενότητας γίνεται δυνατή με τη σταύρωση που πραγματοποιείται σε δύο φάσεις: στην πρώτη καταβάλλουμε μεγάλο αγώνα για να εκφύγουμε τη ματαιότητα του κόσμου και τη δουλεία στα υψηλά του πρότυπα, που είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό[16], κατά τον Απόστολο Παύλο: «εμοί κόσμος εσταύρωται»[17]. Στη δεύτερη φάση η προσπάθειά μας συγκεντρώνεται στο να παραδοθούμε πλήρως στο θέλημα του Θεού, να εκριζώσουμε το νόμο της αμαρτίας από την καρδιά μας και να αποδεσμευθούμε από τη δουλεία του εαυτού μας, «καγώ τω κόσμω».
 Η πνευματική πάλη συνεχίζεται ωσότου ο Ευαγγελικός λόγος εγκαινιστεί μέσα μας ως ο μόνος και αιώνιος νόμος της υπάρξεώς μας. Τότε γινόμαστε ναός του Θεού και περιφέρουμε μέσα μας ως ένοικο το Πνεύμα της χάριτος, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες στις οποίες διαβιώνουμε. Όλη η κτίση γίνεται για μας Εκκλησία και τόπος παραστάσεως ενώπιον του ζώντος Θεού[18].
 Ο Γέροντας Σωφρόνιος διέκρινε στα δύο αυτά στάδια δύο βαθμούς πνευματικής ελευθερίας: ο πρώτος είναι η αποταγή μας από τον κόσμο και η παραίτησή μας από το να εξουσιάζουμε τους άλλους. Ο δεύτερος είναι η τέλεια καρδιακή ελευθερία, που απαιτείται για να μπορέσουμε να σταθούμε ακλόνητα στην παρουσία του Κυρίου. Πρόκειται για την «εσωτερική χειραφέτηση από την εξουσία των άλλων πάνω μας»[19]. Η τελείωση του ανθρώπου στην ελευθερία είναι η τελείωσή του ως προσώπου. Αυτό είναι η τέλεια καταξίωση και ο έσχατος προορισμός μας, να γίνουμε καθ’ ομοίωση Θεού.
 Οι άγιοι Δωρόθεος Γάζης και Γρηγόριος Παλαμάς ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» εφαρμόζουν τις δύο φάσεις της σταυρώσεως στη ζωή του μοναχού. Και οι δύο Πατέρες συνδέουν την πρώτη φάση με την αποφυγή της ευπερίστατης αμαρτίας στον κόσμο[20], ενώ τη δεύτερη με την εσωτερική νέκρωση του ανθρώπου για τα αμαρτωλά πάθη, δηλαδή με την αγία απάθεια[21].
Πως μπορούμε, όμως, να μην αμαρτάνουμε ζώντας μέσα στον κόσμο, που «όλος εν τω πονηρώ κείται»[22]; Αυτό είναι δυνατόν αν μάθουμε να ζούμε με την καρδιά μας, μεμφόμενοι τον εαυτό μας στην προσευχή της μετανοίας και νήφοντας επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου Ιησού. Με τη νήψη θα βρούμε στην καρδιά πηγή ύδατος[23] και φως και τότε ο νους θα ελκύεται εκεί. Οι εμπαθείς προτάσεις η εικόνες, δεν θα τυπώνονται στον νου και στην καρδιά, απλώς θα περιφρονούνται, διότι η έλξη του έσω ανθρώπου προς την καρδιά θα είναι ισχυρότερη από τις εξωτερικές εντυπώσεις, διότι όπως λέει η Γραφή: «ότι μείζων εστίν ο εν υμίν η ο εν τω κόσμω»[24]. Χωρίς νήψη η χάρη δεν διατηρείται στην καρδιά. Το πνευματικό πένθος μας κρατά σε διαρκή επαφή με το Πνεύμα της Ζωής, εωσότου η χάρη του Θεού, που συσσωρεύεται στην καρδιά φθάσει το πλήρωμα της. Τότε, θα πραγματοποιηθεί η νέα γέννησή μας εν Πνεύματι Αγίω.
Ο Χριστός, με το Σταυρό και την Ανάστασή Του, εκπλήρωσε τη μεγάλη εντολή που έλαβε «παρά του Πατρός Αυτού»[25] και έδωσε στους πιστούς «χάριν αντί χάριτος». Ο επικαλούμενος το Όνομα του Ιησού μυείται στο μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού και η καρδιά του ζωντανεύει και γίνεται ναός της Θεότητας. Η θεοπρεπής επίκληση του Ονόματος του Χριστού ζωοποιεί την παρουσία του Αιωνίου Θεού στην καρδιά μας και ως ενέργεια νέας ζωής διαπερά όλο το είναι μας. Η επανάληψη του Ονόματος του Χριστού όχι μόνο γίνεται ανεπαχθής, αλλά μας οδηγεί σε αυξανόμενο πλήρωμα αγάπης και γνώσεως. Οι οφθαλμοί μας διανοίγονται και κατανοούμε μέσα στην καθημερινή μας ζωή τα μυστήρια της οδού του Χριστού, της ανεξιχνίαστης Πρόνοιάς Του, και πλουτίζουμε σε πείρα αιωνιότητος.
Ο καιρός της Νηστείας είναι καιρός εργασίας πάνω στην καρδιά μας και ένα σχολείο εκουσίου θανάτου. Η οδός του Κυρίου εκτείνεται δια μέσου του θανάτου του Σταυρού, των καταχθονίων του άδη μέχρι και της ζωηφόρου Αναστάσεως. Και εμείς, όταν αναλαμβάνουμε εκούσια παθήματα και αποδεχόμαστε αγόγγυστα και με ευχαριστία τα θλιβερά που η Πρόνοια του Θεού επιτρέπει στη ζωή μας, εξερευνούμε με πίστη το άρρητο μυστήριο της θείας Αγάπης, που έφθασε για χάρη μας μέχρι των κευθμώνων του άδη. Η γνώση του μυστηρίου του Χριστού δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωμένη, αν η εμπειρία του ανθρώπου δεν συμπεριλάβει και τον άδη.
Η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και η ελπίδα στην δική μας ανάσταση μας εμπνέουν να ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, νεκρώνοντας το θέλημα της σαρκός μας. Έτσι, θα αναφανεί η βαθειά καρδιά μας και θα γνωρίσουμε εμπειρικά ότι μεταβήκαμε «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Μόνο ο,τι εργασθούμε πάνω στην καρδιά μας θα μας συνοδεύσει στην αιωνιότητα. Αν σε αυτή τη ζωή καθαρίσουμε την καρδιά μας, τότε σύμφωνα με την επαγγελία του Θεού θα δούμε το Πρόσωπό Του: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»[26].
Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου συνίσταται στο ότι ζει έξω από την καρδιά του, σκέφτεται, εργάζεται, μιλά, ακόμη αγαπά και προσεύχεται έξω από την καρδιά του. Η περίοδος όμως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δίνει σε μας, τους Χριστιανούς, μια μεγάλη ευκαιρία να βρούμε την καρδιά μας και να επιστρέψουμε σε αυτήν ως ο άσωτος υιός. Η θέα του εσωτερικού μας άδη, κάτω από το φως της αγιότητας του Θεού και της ζέσης της άμωμης αγάπης Του, που ήλθε να δώσει ζωή και όχι θάνατο, θα προκαλέσει στην ψυχή μας τον ακατάσχετο πόθο να απαλλαγούμε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πτώσεώς μας και να παραδοθούμε ολοκληρωτικά στον Θεό του Φωτός και της αγάπης[27]. Η φωνή του Κυρίου θα ηχεί στην καρδιά μας: «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»[28] και η ίδια θα αντιφωνεί: «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε»[29].
Με τον ζώντα λόγο Του ο Κύριος Ιησούς έσπειρε «άφθαρτον σποράν» και με τη χάρη του Πνεύματός Του μας έδωσε τη δωρεά της υιοθεσίας. Γέννησε, δηλαδή, την Εκκλησία και μας έκανε τέκνα της Αναστάσεώς Του. Η νίκη του Χριστού πάνω στον έσχατο εχθρό, τον θάνατο, γίνεται μέσα στην καρδιά μας και εκεί λαμβάνει χώρα και ο θρίαμβος της Ορθοδόξου πίστεως. Με άλλα λόγια, η χάρη θα αποτυπώσει στην καρδιά μας την εικόνα του Κυρίου Ιησού και θα μας μεταδώσει την παγκόσμια νίκη Του πάνω στον θάνατο.
Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που μας δίνει την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής διεγερμένη από τη χάρη Του, για να μας βοηθήσει να βρούμε την βαθεία καρδία μας και εκεί να εισέλθουμε στη ζωοποιό Παρουσία του Χριστού, εγειγερμένου εκ νεκρών. Ο Χριστός, ο Νυμφίος της Εκκλησίας, κρούει τη θύρα της καρδιάς μας, ζητώντας την τέλεια ένωση της ψυχής μας με το Άγιο Πνεύμα Του. Κάθε προσέγγιση και είσοδος στην θαυμαστή Παρουσία του Κυρίου Ιησού είναι το δικό μας Πάσχα. Είθε κανείς πιστός να μη μείνει έξω του Νυμφώνος Χριστού, αλλά έχοντας όλοι νομίμως διαβεί την ψυχωφελή Τεσσαρακοστή ως καιρό ανανεώσεως και σταθμό χάριτος, να κροτήσουμε Πάσχα Αιώνιο. Αμήν.
[1] Παροιμ. Σολομ. 17,16.
[2] Βλ. Ψαλμ. 32,15.
[3] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας, 31996, σ. 132 και 268.
[4] Ψαλμ. 63,7.
[5] Αρχιμ. Σωφρονίου, Περί Προσευχής, Έσσεξ Αγγλίας, 21994, σ. 19.
[6] Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 71996, σ. 12.
[7] Α’ Πέτρ. 3,4.
[8] Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 272.
[9] Ό. π., σ 300.
[10] Βλ. Παρ. 15,14.
[11] Βλ. Εφ. 4,14.
[12] Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 156.
[13] Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 71995, σ. 584-585.
[14] Αποκ. 1,18.
[15] Λουκ. 24,32.
[16] Λουκ. 16,15.
[17] Γαλ. 6,17.
[18] Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας, 71995, σ. 378.
[19] Βλ. Οψόμεθα τον Θεόν, σ. 184.
[20] Βλ. Εβρ. 12,1.
[21] Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία 1, PG 88, 1629D. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 11, PG 151, 128D-129A.
[22] Α’ Ιω. 5,19.
[23] Ιω. 4,14.
[24] Α’ Ιω. 4,4.
[25] Ιω. 1,16.
[26] Ματθ. 5,8.
[27] Βλ. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 68-69.
[28] Παροιμ. 23,26.
[29] Εβρ. 5,5.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Το Άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του ~ Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου



Το Άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του 
 Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ

Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως. Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως.
 
Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο· άϋλη αίσθηση του ’ϋλου· αίσθηση νοερή και όχι λογική· αίσθηση μ' εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ' άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος.
 
Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.

Μ' αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως.
 
Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομειώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ' αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.  
 
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται· δεν έρχεται ούτε απ' έξω ούτε από μέσα, αλλ' αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πη αν βρέθηκε σ' έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ' αυτό το φαινόμενο.

Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται. Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθή με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.

Το Θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. 
 
Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένη με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπη ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. 
 
Αυτήν την όραση οι Άγιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς. 
 
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ' όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως αγάπης, φως ζωής.

Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχη φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα· τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. 
 
Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ' ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ' ακόμη ατελές. Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.

Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ' άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήση ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώση τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι.
 
Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.


Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία.
 
 
Κι όποιος, πριν από την όραση του άκτιστου φωτός, απλώνεται μ' αυθάδεια «με το νου του» στη θεωρία των μυστηρίων του πνεύματος, αυτός όχι μόνο δεν πετυχαίνει τον σκοπό του, αλλά φράζει και τον δρόμο ακόμα προς αυτά μπροστά του. 
 
Θα δη μόνο τα προσωπεία της αλήθειας, που τα φαντάζεται ο ίδιος ή του προσφέρουν απατηλές δαιμονικές δυνάμεις.

Η πραγματική θεωρία έρχεται άνωθεν, με ηρεμία. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι σαν την αφηρημένη, τη διανοητική. Είναι ποιοτικά διαφορετική, είναι το φως της ζωής που δίνεται από την ευδοκία του Θεού κι η οργανική οδός προς αυτό είναι όχι η διανόηση, αλλ' η μετάνοια.

Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας κτιστή φύση· γι' αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ' οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ' έρχεται αποκλειστικά σαν δώρο του Ενός Αγαθού.

Ρωτήσαμε τον Γέροντα: με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθή αυτό ο άνθρωπος με την πείρα του; Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας. 
 
Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν' αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του...
 
Έτσι γι' αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή την θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνη την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.

Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι' αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήση τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ' από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ' απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.

Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ' αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. 
 
Εξαφανίζεται απ' αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήϊνης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. 
 
Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.

Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνη έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». 
 
Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώση, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκειά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπη και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.

Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ' ερωτάται: τι είναι σ' αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;... Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ' όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως.
 
Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πώς είναι δυνατόν αυτό;
 
Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση » είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθή την θέωση , να γίνη κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβη το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνη Θεός κατά χάρη.

Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθή αλλιώς παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ' αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.

Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. 
 
Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του Ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.

Για κάθε άνθρωπο που θ' αναλογισθή το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσωμε ανθρώπους που μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα, που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. 
 
Όταν όμως ο άνθρωπος με τη Θεία ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνη τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης. 
 
 
 Το Άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του 
 Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ
 
 Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης,  Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200. 
 
-------------------------------------------------------------------
   
                                                                               
                                       
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ – Ἡ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ


Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διαδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.
 Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού.
Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται ετά της καρδίας δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)».Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή? οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».
Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τιυς αρχαρίους ασκητάς ΄σλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής. Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.
Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με΄τα της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:
Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις.
Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών? η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις Άνωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.
Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευ΄χη είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, εώς ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.
Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται ειςτεχνητόν γύμνασμα και καταλήφει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).
Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.
Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. Ο Θεός δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνέυματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.
Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπέράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακράκαι ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.
«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν? η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος? εις τούτο γαρ και κοπιώμεν… ότι ηλπίκαμενεπί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων… Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημ’ας την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ανοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελιότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε? ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην… αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί… πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει? πας ο αμαρτάνων ουχ εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).
Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπίστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού. Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι? δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι? αυτήν «νοερώς»προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών? αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών-ησυχαστών.
Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ. 12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»? παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της υεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών: «Διικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).
Η ευλαβής άσκησις της προσευχής τταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδήγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξειρέτως τους ασκούντας αυτήν η νημτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.
Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.
Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότης της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.
Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ανυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την προς τινός εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τα γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της υεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)? η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνωνκαι σχεδόν άνευ δυσκολίας.
Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.
Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.
Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.
Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι αέφικτος εν τοις ορίοις της γης? το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καυαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του Άθω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρειεκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσαρα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την Προσευχή ρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος»


Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του.

Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.

Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.

Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.

Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.

Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».

Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.

Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.

Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.