Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Η χαρισματική γνώση π. Σωφρόνιου

Εφόσον η γνώση της αλήθειας είναι ουσιαστικά προσωπική και απαιτεί την κοινωνία στο Είναι, αναφέρεται στον όλο άνθρωπο και υπερβαίνει τη δύναμη και το εύρος της διανοητικής φιλοσοφίας και επιστήμης, το ερώτημα που γεννάται είναι για τη μορφή που λαμβάνει αυτή η προσωπική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να της αποδώσουμε τα γνωρίσματα αυτού που ονομάζουμε «χαρισματική γνώση» και η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με τη «χαρισματική θεολογία», που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Με απλά λόγια η «χαρισματική γνώση», σύμφωνα με τα λόγια του π. Σωφρόνιου, «φωτίζει τον νουν δια νέας θεωρίας»[75], ένα δώρο που αποκαλύπτεται όταν ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το άκτιστο Φως του προσωπικού Θεού. «Χαρισματική γνώση» είναι ουσιαστικά η γνώση του Θεού που ο ίδιος ο Θεός χαρίζει σε εκείνους που είναι σε θέση να δεχθούν την έλευσή Του[76]. Είναι πραγματικότητα που βιώνεται άμεσα. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Εκ της Βιβλικής διηγήσεως βλέπομεν ότι πάσα νέα αποκάλυψις εγίνετο δεκτή ως Θεοφάνεια, ως άμεσος ενέργεια του Θεού»[77]. Και αλλού λέει: «η θεία χάρη βάζει λόγο στην καρδιά και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να βεβαιώσει ακριβώς τι και πώς θα είναι»[78].
Το παραπάνω απόσπασμα οδηγεί σε μια άλλη πτυχή της «χαρισματικής γνώσης». Εάν αυτή η γνώση κατέρχεται στον άνθρωπο άμεσα και υπερβαίνει τις λεκτικές περιγραφές, πώς μπορεί κανείς να την εμπιστευθεί; Υπάρχουν τουλάχιστον τρία δεδομένα που ο π. Σωφρόνιος προτείνει ως κριτήρια για την Αλήθεια και τη βεβαιότητα της εμπειρίας. Το πρώτο είναι η συναίνεση της πατερικής και βιβλικής παράδοσης, δηλαδή να συγκρίνει κάποιος τις υπαρξιακές εμπειρίες του για τον Θεό, με τις περιγραφές των Αγίων Πατέρων. Σ' αυτό ο π. Νικόλαος παραθέτει τα λόγια του π. Σωφρονίου:
Γράφει ότι, αν και η θεωρία του Θεού είναι προσωπική, "Όμως η γνώση την οποία προσφέρει έχει έναν ιδιότυπο αντικειμενικό χαρακτήρα, τον οποίο επανειλημμένα παρατηρούμε ανά τους αιώνες στους βίους πολλών ατόμων, ταυτόσημο σε μεγάλο βαθμό τόσο στην πείρα τους όσο και στον αυτοπροορισμό τους."[79]
Για τον π. Σωφρόνιο οι υψηλές αποκαλύψεις του δικού του γέροντα δίδουν ένα διασαφηνισμένο εμπειρικό προσανατολισμό. Αν κανείς βιώσει έστω και μία φορά αυτήν την Αλήθεια, θα μπορεί εύκολα να την αναγνωρίσει στα λόγια των Γραφών, των Αγίων και της υμνολογίας της Εκκλησίας. «Η περιγραφή των οράσεων τούτων διατυπούται ποικιλοτρόπως… Ανεξαρτήτως όμως του τρόπου της περιγραφής, εκείνος, όστις είχε την εμπειρίαν των Άνωθεν επισκέψεων, θα εννοήσει περί τίνος γίνεται λόγος και θα αναγνωρίσει την όπισθεν αυτών κεκρυμμένην πραγματικότητα»[80].
Τα άλλα δύο κριτήρια τα λαμβάνει από τα λόγια του Αγίου Σιλουανού. Το πρώτο έχει να κάνει με την προσεκτική παρατήρηση του "καρπού" της θεωρίας. [81] Μετά από μία υπαρξιακή εμπειρία πρέπει να εξετάσει κανείς τον εαυτό του και τα συναισθήματά του. Βιώνει υπερήφανους ή αδιάφορους λογισμούς;
Αισθάνεται μελαγχολία ή διέγερση; Αν η απάντηση είναι θετική, αποτελεί σαφής ένδειξη ότι η εμπειρία δεν προήλθε από τον Θεό. Ο π. Σωφρόνιος παραθέτει τα λόγια του Αγίου Σιλουανού στο σημείο αυτό:
Το Άγιον Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης, και διδάσκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον… Το πνεύμα της πλάνης δεν δύναται να δώση την αληθινήν γλυκύτητα. Φέρει μόνον ταραχώδη τινά γλυκύτητα κενοδοξίας… Είναι πεπληρωμένον ψυχράς αδιαφορίας, υπερηφανίας, ή και απογνώσεως… Εκ των σημείων τούτων δύνασαι ευκρινώς να διακρίνης την Θείαν χάριν από της πλάνης του εχθρού. [82]
Τα σημάδια της πλάνης είναι σαφή όσο και η αγάπη, η ειρήνη και η γλυκύτητα, που χαρακτηρίζουν την πραγματική συνάντηση με τον Θεό. Σε περιπτώσεις αληθινής εμπειρίας του Θεού βιώνει κανείς μια βαθιά αγάπη ακόμη και για τον εχθρό, για όλο τον κόσμο: «[Τούτο] κριτήριον κατείχεν εν τη ψυχή του Γέροντος όλως Ιδιαιτέραν και αναντίρρητον θέσιν. Έλεγεν: "… Όπου δεν υπάρχει αγάπη προς τους εχθρούς και τους αμαρτωλούς, εκεί δεν υπάρχει πνεύμα Κυρίου"»[83].
Το τρίτο και τελευταίο κριτήριο είναι της απόλυτης βεβαιότητας[84] που δίδει Θεός σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα από ένα απερίγραπτο τρόπο. Γράφει: «Όταν εκχέηται επί του ανθρώπου η ευδοκία του Θεού, τότε απουσιάζει εκ της ψυχής πάσα τάσις προς έκφρασιν της πείρας εις λογικάς εννοίας και ερμηνείας.
Η ψυχή γνωρίζει αληθώς δι' αναποδείκτου, αλλά και μη εχούσης χρείαν αποδείξεων, γνώσεως ότι ζει εν τω αληθινώ Θεώ»[85]. Ο π. Σωφρόνιος καταγράφει μία κατάσταση η οποία υπερβαίνει τις διανοητικές περιγραφές. Αυτά ακριβώς τα άρρητα λόγια επιβεβαιώνουν τους περιορισμούς της ανθρώπινης λογικής, όπως καταγράφεται στη φιλοσοφία και την επιστήμη, όταν καλείται να προσεγγίσει ερμηνευτικά αυτές τις εμπειρίες, που συναντούμε στους βίους των Αγίων και στην Αγία Γραφή. Αυτή η μορφή γνώσης ως άμεσο δώρο από τον Θεό περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτό που λέμε «χαρισματική γνώση».
Ο π. Νικόλαος (Σαχάρωφ) σημειώνει τη δυσκολία για όσους δεν στερούνται της χαρισματικής αυτής εμπειρίας.
Το πρόβλημα είναι ότι ο Ισχυρισμός του γέροντα Σωφρονίου θα έχει πάντα χαρακτήρα αναπόδεικτο, όταν εξετάζεται "έξωθεν" και αντικειμενικά. Ο γέροντας Σωφρόνιος, μπροστά σ' αυτήν την πραγματικότητα, διατηρεί απλώς τη βεβαιότητά του ζητώντας παράλληλα από τους επικριτές του να "βιώσουν" οι ίδιοι υπαρξιακά τα όσα λέει, ιδίως δια της προσευχής. [86]
Στο σημείο αυτό συνειδητοποιούμε το νόημα της φράσης «έρχου και ίδε» του ευαγγελίου (Ιωάννης 1,46). Τελικά, ο μόνος τρόπος για να επιβεβαιώνει ή να απορρίπτει κάποιος την εμπειρική αλήθεια είναι να ακολουθεί τη μεθοδολογία της Εκκλησίας, της Πατερικής διδασκαλίας έως ότου αποκτήσει την αυτογνωσία.
Παρότι ο π. Σωφρόνιος αναφέρεται στη γνώση ως βαθιά ριζωμένης στην παράδοση της Εκκλησίας, ωστόσο την επαναπροσφέρει εντός των σύγχρονων ρευμάτων της φιλοσοφίας και θεολογίας. Μ' αυτόν τον τρόπο διατυπώνει νέες ιδέες και προοπτικές στα σύγχρονα προβλήματα της επιστημολογίας, καλώντας στον αναγκαίο έλεγχο των ανεξέλεγκτων διανοητικών εικασιών της εποχής μας. Ένα τέτοιο θεμέλιο στην διαδικασία πρόσκτησης της γνώσης και ειδικά της Θεογνωσίας έχει σημαντικές συνέπειες, κατά την άποψη του π. Σωφρόνιου, στην ακαδημαϊκή θεολογία.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναλύσουμε τις προϋποθέσεις για την απόκτηση αυτής της γνώσης. Αυτές τις προϋποθέσεις, τις υπαινιχθήκαμε, όταν αναφερθήκαμε στην προσωπική κοινωνία στο Είναι. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της ζωντανής και ενεργού κοινωνίας, σε αντίθεση με την αφηρημένη αντικειμενοποίηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης;
Σημειώσεις:

75. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 103(67).
76. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 126(123) και Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203, «Η κάθε γνώση μας για τον Θεό δεν είναι παρά η κεκρυμμένη ενέργεια του Θεού μέσα μας».
77. Περί προσευχής, σελ. 128(125).
78. Αρχιμ. Σωρονίου (Σαχάρωφ), Αγώνας Θεογνωσίας: Η αλληλογραφία του Γέροντος Σωφρονίου με τον Δ. Μπάλφουρ., μεταφραστής Αρχιμ. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 20062, σελ. 93.
79. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 90(66).
80. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 251(163).

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία π. Matthew Penney. Φιλοσοφική και επιστημονική γνώση


 
Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
Πρώτο Κεφάλαιο: Η γνώση κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο
B. Φιλοσοφική και επιστημονική γνώση
Διαφάνηκε από τα προηγούμενα ότι ο π. Σωφρόνιος δεν απορρίπτει τη φιλοσοφία ούτε την επιστήμη. Δεν έχει πρόβλημα να υιοθετήσει τα συμπεράσματά τους, όταν είναι ορθά και χρήσιμα, ούτε διατείνεται ότι η φιλοσοφική και επιστημονική γνώση δεν είναι πραγματικά γνώση. Αντιθέτως επαινεί τα οφέλη της διανοητικής γνώσης, όταν συνδυάζεται με την αγιοπνευματική ζωή και την υπαρξιακή εμπειρία κάποιου που έχει γνωρίσει τον Θεό μέσω της άμεσης αποκαλυπτικής εμπειρίας.
Αυτό που είναι βέβαιο για τον π. Σωφρόνιος είναι ότι η Αλήθεια και η Θεογνωσία δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης φιλοσοφίας. Όταν η μεθοδολογία της φιλοσοφίας και της επιστήμης -με τους υφιστάμενους περιορισμούς των- αναγκαστικά χρησιμοποιούνται από τη θεολογία, αυτό έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη διατύπωση λανθασμένων συμπερασμάτων και πλάνες. Αυτό συνήθως εκδηλώνεται με την υπερβολική σημασία που δίδεται στην ανθρώπινη λογική και φαντασία. Τα προβλήματα που απορρέουν για την ακαδημαϊκή θεολογία και για τη σωτηρία του ανθρώπου σε γενικές γραμμές δεν μπορούν να υπερεκτιμηθούν.
Ο π. Σωφρόνιος είναι πολύ σαφής: «Δυνάμεθα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατ' εξοχήν ζωή»51, και πάλι «Ο Χριστιανισμός δεν είναι "φιλοσοφία" ή "διδασκαλία", αλλά ζωή»52. Επειδή ο Χριστιανισμός είναι ουσιαστικά μια «ζωή» και όχι κάποιο φιλοσοφικό σύστημα, η πρώτη προϋπόθεση για την εμπειρία της γνώσης του Θεού είναι η αυτοαποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο για να τον καταστήσει κοινωνό της μακαρίας ζωής Του:
"Και η κτιστή αυτή υπόστασις υπέρκειται παντός ορισμού. Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώσις εκφράζεται δι' εννοιών και ορισμών. Η υπόστασις όμως είναι ον ασύλληπτον εις την φιλοσοφικήν ή την επιστημονικήν μορφήν γνώσεως. Ως ο Θεός, ούτω και η ανθρωπίνη υπόστασις μένει έως τέλους αδιαφανής εκ των έξω, εκτός εάν η ιδία αποκαλυφθή εις ετέραν υπόστασιν". 53
Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο, ο πνευματικός άνθρωπος και κάθε άνθρωπος γενικά περιφέρεται στο σκοτάδι της άγνοιας μέχρι τη στιγμή της προσωπικής επαφής του Θεού μαζί του. 54
Το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι κάποια αφηρημένη φιλοσοφία, αλλά μια δραστηριότητα μια ζωή, και ότι αυτό απαιτεί τη δράση του Θεού προς εμάς, συνειδητοποιείται και από τη γενική ανικανότητα της ανθρώπινης διάνοιας για την απόκτηση γνώσης του Θεού.55 Υπάρχει μεθοδολογία στο να56 δεχθεί κανείς την αποκάλυψη της γνώσης του Θεού -ολόκληρη η παράδοση των δογμάτων και της ασκητικής ζωής της Εκκλησίας το μαρτυρεί- 57 αλλά η μέθοδος αυτή διαφέρει από εκείνη της διανοητικής και φιλοσοφικής μεθόδου:
"Όπως εκάστη ορθολογιστική κοσμοθεωρία έχει την λογικήν αυτής ακολουθίαν, την διαλεκτικήν αυτής, ούτω και ο πνευματικός κόσμος έχει την ιδίαν αυτού δομήν και διαλεκτικήν. Η διαλεκτική όμως της πνευματικής εμπειρίας είναι κατά το πλείστον ιδιότυπος και δεν συμπίπτει προς την πορείαν της συνήθους διανοήσεως". 58
Η όντως αλήθεια δεν είναι προϊόν της ανθρώπινης φιλοσοφίας. Ταυτόχρονα η απόκτηση αυτής της γνώσης δε δεσμεύεται από την διαλεκτική ικανότητα του ανθρώπου. Επίσης, δεν είναι δυνατό να οδηγηθούμε στην αληθινή γνώση του Θεού όταν χρησιμοποιούμε μόνο την ανθρώπινη λογική: «...Δεν είναι δυνατόν να φθάσει κάποιος στη γνώση του Θεού μέσω της ορθολογιστικής σκέψεως»59. Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη διάνοια δεν επαρκεί για την απόκτηση της γνώσης του Θεού60. Όλη η ανθρώπινη, επιστημονική γνώση έχει σχετικό χαρακτήρα όταν συγκρίνεται με την υπαρξιακή γνώση του Θεού δοσμένη στην κατάσταση της κοινωνίας στο Είναι. 61
Ποιος είναι ωστόσο ο λόγος για την ανεπάρκεια της ανθρώπινης διάνοιας; Ο π. Ζαχαρίας (Ζάχαρου) το θέτει πολύ ωραία:
«Όταν στηρίζεται στην πειστικότητα της δικής του λογικής κρίσης και βούλησης, ο άνθρωπος υφίσταται την πρώτη αποξένωση και πέφτει στη λουσιφερική αυταπάτη της αυτοθέωσης, χτίζοντας έναν τοίχο ανάμεσα στον εαυτό του και τον Θεό»62.
Ο λόγος είναι σαφής, εάν λάβουμε υπόψη τον τρόπο κατάκτησης της συμβατικής γνώσης ως διανοητικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο οι διανοητικές λειτουργίες κατευθύνονται προς τα έξω, προς τα φαινόμενα δια της οράσεως και γενικότερα όλων των αισθητηριακών οργάνων. Στόχος η απόκτηση γνώσης για όλα όσα υπάρχουν. Το πρόβλημα όμως που υφίσταται, είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική και πραγματική ενότητα, η οποία συνδέει το πολύμορφο της αισθητηριακής εμπειρίας. Εδώ ακριβώς επεμβαίνει η ανθρώπινη διάνοια για να καταλήξει σε μια σύνθεση που δεν υπάρχει αντικειμενικά, που είναι μάλλον μια τεχνητή ενότητα που δημιουργήθηκε από το νου. Όπως γράφει ο π. Σωφρόνιος, «...Η ενότης εκείνη ...δεν είναι τι πραγματικώς και αντικειμενικώς υπάρχον, αλλ' απλώς ιδιάζουσά τις εις αυτόν μορφή αφηρημένης διανοήσεως»63. Για το λόγο αυτό, η γνώση που αποκτήθηκε μέσω της διανοητικής δραστηριότητας είναι πάντα επιρρεπής στη συστηματοποίηση και στη συμπλήρωση των κενών στη διαδικασία της πρόσκτησης της γνώσης. Η πραγματικότητα αυτή, συνειδητά ή ασυνείδητα, μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σε πολλές περιπτώσεις. 64
Ο π. Σωφρόνιος αντιπαραβάλλει αυτό το είδος της περιορισμένης, σύνθετης γνώσης με την άμεση, βιωματική γνώση μέσα από την προσωπική κοινωνία στο Είναι. Η εμπειρική γνώση, της οποίας τα αποτελέσματα στηρίζονται στην ενότητα (τόσο με τον Θεό όσο και με τον κτιστό κόσμο), χαρίζει στον άνθρωπο τη βεβαιότητα και την αλήθεια, έστω και εάν είναι δύσκολο στο να τη γευθούμε. 65 Ο π. Σωφρόνιος το εκφράζει αυτό με έναν άλλο τρόπο:
"Η Ορθόδοξος ενόρασις του Θεού δεν είναι αφηρημένη θεωρία του Αγαθού, της Αγάπης και των λοιπών. Δεν είναι ούτε και απλή απέκδυσις του νοός από πασών των εικόνων και εννοιών. Η αληθής θεωρία δίδεται υπό του Θεού δια της ελεύσεως αυτού εις την ψυχήν... Αφηρημένως όμως ουδέν ενοράται". 66
Ουσιαστικά οι περιορισμοί της φιλοσοφικής γνώσης αναγκάζουν τον άνθρωπο να παρακούσει την εντολή της Γραφής «το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Θεσ. A' 5, 19), και να δημιουργήσει παρεκκλίσεις από τη Θεογνωσία.67 Θα δούμε στη συνέχεια πώς ακριβώς η φιλοσοφική και επιστημονική προσέγγιση της γνώσης του Θεού προκαλεί αυτές τις παρεκκλίσεις.
Ο π. Σωφρόνιος τοποθετείται σε πολλά σημεία των γραπτών του για το ζήτημα αυτό.68 Το κύριο μέλημα που περιβάλλει τον τρόπο με τον οποίο συλλογιέται η επιστήμη από τη φύση της έχει να κάνει με την τάση να αντικειμενοποιεί τα πράγματα και να τα συσχετίζει μεταξύ τους ως ένα «τι». Αυτό προκαλεί στρεβλώσεις, όταν εφαρμόζεται στη θεολογία, δηλαδή, όταν κάποιος συσχετίζει τον Θεό ως ένα αντικείμενο, ένα «τι» και όχι ως μία υπόσταση, ένα πρόσωπο, ένας «τις».69 Ο π. Σωφρόνιος περιγράφει την κύρια πλάνη που προκύπτει απ' αυτό:
"Πεπεισμένος περί της σχετικότητος της λίαν ατελούς εν αυτώ υποστατικής αρχής ο άνθρωπος συμπεραίνει λογικώς ότι είναι ανεπίτρεπτον να προβάλη την αρχήν ταύτην εις το απόλυτον. Ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της φυσικής διανοίας εις την ιδέαν μιας Υπερπροσωπικής Αρχής, ήτις υπερβαίνει παν το σχετικόν".70
Η ανθρώπινη λογική ακολουθώντας τις μεθόδους της επιστήμης φτάνει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Θεός πρέπει να είναι απρόσωπος ή «Υπερπροσωπικός». Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το σφάλμα που ανατρέπει ολόκληρο το θεμέλιο της γνώσης του «Είναι» και της Αλήθειας ως κατ' ουσίαν προσωπικής. Ο π. Νικόλαος προσφέρει ένα χιουμοριστικό παράδειγμα, που χρησιμοποιήθηκε από τον π. Σωφρόνιο, για να παρουσιάσει το όλο πρόβλημα:
«Παραφράζει τον πρόλογο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου λέγοντας ότι για πολλούς επιστήμονες "εν αρχή ήτο το άτομον του υδρογόνου, και εξ αυτού δια της πορείας της εξελίξεως, μετά πάροδον δισεκατομμυρίων ετών, ενεφανίσθη το σύμπαν". Για το λόγο αυτό, η επιστήμη θέτει το ερώτημα "τι ήταν εν αρχή" και "τι εστί το είναι". Και καταλήγει: "Μελετώντας την επιστημονική κοσμολογία, βλέπουμε πως απουσιάζει κάθε ίχνος προσωπικού στοιχείου"».71
Από αυτό είναι σαφές ότι ο Θεός δεν μπορεί να αναγνωρίζεται ως ένα αντικείμενο της επιστημονικής και φιλοσοφικής έρευνας.72
Ο π. Σωφρόνιος εκφράζει παραστατικά τα όσα έζησε και καταγράφει τη δική του εμπειρία στο ζήτημα. Στην αρχή, όπως ο ίδιος λέει, αρνήθηκε να συλλάβει τον Θεό ως πρόσωπο, καθώς η φιλοσοφική έννοια ενός απρόσωπου απόλυτου έμοιαζε σαν την «υψηλότερη» σύλληψη, που μπορεί κάποιος να έχει περί του Θεού.73 Αυτό τον οδήγησε σε μία οκταετή περίοδο Αποστασίας προς τα ανατολικά θρησκεύματα, πριν την επιστροφή του στην Ορθοδοξία. Από το σημείο αυτό και μετά όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στην αναζήτηση του προσωπικού Θεού της Εξόδου 3, 14, «εγώ ειμι ο Ων». Συνειδητοποίησε την ανικανότητα της αφηρημένης γνώσης. «Αίφνης κατέστη εις εμέ σαφές μέχρις οφθαλμοφανείας, ότι η τεχνητή κατάδυσίς μου εις την αφηρημένην νοητήν σφαίραν δεν θα ωδήγει εμέ προς την αυθεντικήν γνώσιν της Πρωταρχικής Αρχής πασών των αρχών»74.
Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι ο π. Σωφρόνιος ενώ δεν αποκλείει την φιλοσοφική και επιστημονική γνώση εντελώς, οριοθετεί τα πεπερασμένα πλαίσια λειτουργίας της. Επιπλέον, αν κάποιος επιχειρήσει να υιοθετήσει ένα μοντέλο γνώσης στη σφαίρα της θεολογίας, και κυρίως εντός της ακαδημαϊκής θεολογίας, θα εμπλακεί σε λάθη και πλάνες σχετικά με το μυστήριο του Θεού.
Σημειώσεις:

51. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69(50), «Συνοψίζουμε τις βασικές αρχές της θεολογίας του γέροντα Σωφρονίου: Η θεολογία δεν βασίζεται στις αρχές της "ακαδημαϊκής λογικής"· ερείδεται επί της θείας αποκάλυψης. Η θεογνωσία θεμελιώνεται σε μία προσωπική και υπαρξιακή πράξη κοινωνίας με τη θεία πραγματικότητα. Οι λέξεις "προσωπική και υπαρξιακή πράξη" (personal and existential act) μας παρέχουν το κλειδί της ανίχνευσης των γνωσιολογικών καταβολών του γέροντα Σωφρονίου».
52. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 218(138).
53. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 140(111).
54. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 296(192). Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 57.

Γνώσις υπαρξιακή

Ποια είναι ωστόσο η τελική πτυχή της απόκτησης της γνώσης για τον π. Σωφρόνιο; Είναι παρόμοια με όσα περιγράψαμε παραπάνω αλλά προσδίδει μια ελαφρώς διαφορετική έμφαση. Δεν είναι μόνο η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια «προσωπική κοινωνία στο Είναι», αλλά αυτή η κοινωνία είναι «υπαρξιακή», δηλαδή εμπειρική[42]. Θα λέγαμε είναι απλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η γνώση για να έχει τα γνωρίσματα του υποστατικού-προσωπικού και του δυναμικού, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι εμπειρία που μοιράζεται (ή μετέχεται στην περίπτωση με τον Θεό) ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις-πρόσωπα Με άλλα λόγια, είναι υπαρξιακή. Διαφαίνεται επίσης μια οξύτερη αντίθεση μεταξύ της διανοητικής, θεωρητικής γνώσης και της υπαρξιακής ή βιωματικής.
Θα επανέλθουμε στον π. Νικόλαο (Σαχάρωφ) και ποιο συγκεκριμένα σε μία του τοποθέτηση:
Η βασική αυτή αντίθεση που επισημαίνει ο υπαρξισμός (προσωπική υποκειμενικότητα σε αντιδιαστολή προς την απρόσωπη αντικειμενικότητα) μοιάζει να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο γέροντας Σωφρόνιος έβλεπε τη γνώση. Στο επίπεδο της θεολογίας, ο υπαρξισμός τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα "αντικείμενα" της επιστήμης και της θεολογίας. Η γνωσιολογική αντίθεση επιστήμης και θρησκείας περιγράφεται από τον υπαρξισμό ως η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική συμμετοχή και την αντικειμενική αποστασιοποίηση η ανάμεσα στη σφαίρα της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και τη σφαίρα των απρόσωπων αντικειμένων. 42
Η σύνδεση μεταξύ «προσωπικής κοινωνίας» και του υπαρξιακού ή εμπειρικού χαρακτήρα της είναι προφανής όταν έρχεται σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές», «απρόσωπες», και θεωρητικές γνώσεις των επιστημών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του να γνωσθεί ο Θεός ως «αντικείμενο» σχετίζεται με την απρόσωπη σύλληψη Αυτού. Καταγίνεται με το ζήτημα αυτό σε διάφορα σημεία των γραπτών του43. Ωστόσο ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι η γνώση των φιλοσόφων και των επιστημόνων είναι ψευδής γνώση, αλλά ότι είναι ελλιπής, αποσπασματική, αφού είναι μονόπλευρη, αποκλειστικά αφορά τα του ανθρώπου44. Τα οποία σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της θεοποίησης της αποσπασματικής γνώσης που επιδιώκει την υποταγή ή την απόρριψη της υπαρξιακής45. [46]
Η υπαρξιακή γνώση ως βιωματική περιλαμβάνει επίσης και αποσπά ενέργεια από την πλευρά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό οντολογικά[47] και αποκτά γνώση και εμπειρία:
Ούτος ο Θεός, εν τω απ' αιώνος Είναι αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ' ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ' αυτής… Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίστιν. [48]
Αυτό το δώρο της αγάπης με τη σειρά του επιτρέπει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του Θεού την κοινωνία στο Είναι. Η οδός «προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος» ταυτίζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού: «Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών»[49].
Είναι σημαντικό πριν στραφούμε στις θέσεις του γέροντα Σωφρονίου περί των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων για την απόκτηση της γνώσης, να κάνουμε μία διευκρινιστική παρέμβαση. Ενώ ο π. Σωφρόνιος ήταν γνώστης του φιλοσοφικού και θεολογικού υπαρξισμού των αρχών του 20ου αιώνα, οι ομοιότητες που έχει με αυτά τα ρεύματα σκέψης είναι μόνο εξωτερικές:
Ωστόσο παρά τα κοινά στοιχεία και τις πιθανές επιρροές σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι παρακινδυνευμένο και λάθος να θεωρήσουμε ότι η γνωσιολογία του εν λόγω συγγραφέα πηγάζει από τον υπαρξισμό, ή έστω στηρίζεται σε αυτόν κατά ένα μέρος της. Η γνώση στην οποία στοχεύει ο υπαρξισμός είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ανεπιβεβαίωτη. Ο Γέρων Σωφρόνιος όμως, όλη του η θεολογία, εννοούμενη ως αποκρυσταλλωμένη δογματική συνείδηση, εκφράζεται με βεβαιότητα και παρρησία. [50]
Ο π. Σωφρόνιος αντικρίζει την φιλοσοφική κουλτούρα της εποχής του και την χρησιμοποιεί ως μέσο για να εκφράσει με ακρίβεια τη δική του «προσωπική κοινωνία στη ζωή και στο Είναι του Θεού» σε μια κατ' ουσίαν υπαρξιακή, και όχι διανοητική, συνάντηση.
Στην Γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου συναντούμε περιγραφές του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν τη γνώση καθώς και τις διακριτές ομάδες στις οποίες οι άνθρωποι τελικά εντάσσονται. Με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση της υποστατικής αρχής για την απόκτηση της γνώσης και ιδιαίτερα της γνώσης του Θεού, ως προσωπικής, ζωντανής και υπαρξιακής, θα προσεγγίσουμε τις αντιλήψεις του π. Σωφρονίου περί της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. [51]
 
Σημειώσεις:

10.  Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 19(13).
11.  Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 34-35: «η ορολογία της θεολογίας του [π. Σωφρονίου] επηρεάσθηκε εξωτερικά από τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησε στην εποχή του, στους τόπους όπου έζησε. »
12. βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ ), I Love Therefore I Am, σελ. 11: "Fr. Sophrony enriches his theological language with ideas that go beyond the traditional means of expression of 'classical' theology. He absorbs the riches of world philosophy, literature, poetry, art. Through his own mystical experience he integrates these different layers of thought into one single vasion. This latter makes up what we may call the 'teaching of Archimandrite Sophrony'".
13. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99(62). Για μια παρόμοια διάκριση, αλλά με βάση τις "εγγενείς" ικανότητες, βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Jesus Christthe Life of the World", ένα άρθρο που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια Συνεδρίας του ΠΣΕ, στη Δαμασκό, 5-9 Φεβρουαρίου 1982, και δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Xenia Oecumenica, τομ. 39, σελ. 232-278, http://www.romanity.org/htm/rom.19.en.jesus-christ-the-life-of-the-world.01.htm. Και βλέπε Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 29-30.
14. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

Γνώσις ως κοινωνία και ένωση π. Σωφρόνιο;

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένα επεξηγηματικά αποσπάσματα από τον π. Σωφρόνιο σχετικά με την κοινωνία της ζωής και ύπαρξης. Διαβάζουμε: «Η γνώσις του Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ' αυτού εν τω ιδίω αυτού Είναι»[37]. Δεν είναι μόνο η κοινωνία στο Είναι που απαιτείται για την γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος θα φθάσει στο σημείο να επισημάνει ότι η ένωση με τον Θεό μεταδίδει στον άνθρωπο τη θεία μορφή του Είναι: «Η Αλήθεια είναι το όντως Ον, "καθώς (Τούτο) εστιν". Απεκαλύφθη εις ημάς ως το Προσωπικόν Απόλυτον Τριάς Προσώπων εν πλήρει ενότητι και ταυτότητι του Είναι. Η ένωσις μετ' αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας»[38]. Σε άλλο σημείο σημειώνει: «αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι' αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ' υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον. Ούτως ακριβώς ζώμεν την δωρεάν ταύτην»[39]. Αυτό που παρατηρούμε σε αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι ότι όχι μόνο έχουμε κοινωνία στο Είναι, αλλά αυτή η κοινωνία αφορά στη γνώση της μετάδοσης της θείας μορφής ως το δώρο της μέθεξης στη ζωή του Θεού[40]· Μέσω αυτής της διαρκούς εμπειρίας ο θεοφόρος άνθρωπος οδηγείται στη γνώση: «την γνώσιν ηννόει ως κοινωνίαν εις το είναι, τουτέστιν ως την πείραν της ζώσης μετοχής εις το Θείον Φως και ουχί ως "γνωστικάς" θεολογικάς επινοήσεις»[41].
 
4. Γνώσις υπαρξιακή
Ποια είναι ωστόσο η τελική πτυχή της απόκτησης της γνώσης για τον π. Σωφρόνιο; Είναι παρόμοια με όσα περιγράψαμε παραπάνω αλλά προσδίδει μια ελαφρώς διαφορετική έμφαση. Δεν είναι μόνο η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια «προσωπική κοινωνία στο Είναι», αλλά αυτή η κοινωνία είναι «υπαρξιακή», δηλαδή εμπειρική[42]. Θα λέγαμε είναι απλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η γνώση για να έχει τα γνωρίσματα του υποστατικού-προσωπικού και του δυναμικού, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι εμπειρία που μοιράζεται (ή μετέχεται στην περίπτωση με τον Θεό) ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις-πρόσωπα Με άλλα λόγια, είναι υπαρξιακή. Διαφαίνεται επίσης μια οξύτερη αντίθεση μεταξύ της διανοητικής, θεωρητικής γνώσης και της υπαρξιακής ή βιωματικής.
Θα επανέλθουμε στον π. Νικόλαο (Σαχάρωφ) και ποιο συγκεκριμένα σε μία του τοποθέτηση:
Η βασική αυτή αντίθεση που επισημαίνει ο υπαρξισμός (προσωπική υποκειμενικότητα σε αντιδιαστολή προς την απρόσωπη αντικειμενικότητα) μοιάζει να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο γέροντας Σωφρόνιος έβλεπε τη γνώση. Στο επίπεδο της θεολογίας, ο υπαρξισμός τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα "αντικείμενα" της επιστήμης και της θεολογίας. Η γνωσιολογική αντίθεση επιστήμης και θρησκείας περιγράφεται από τον υπαρξισμό ως η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική συμμετοχή και την αντικειμενική αποστασιοποίηση η ανάμεσα στη σφαίρα της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και τη σφαίρα των απρόσωπων αντικειμένων. 42
Η σύνδεση μεταξύ «προσωπικής κοινωνίας» και του υπαρξιακού ή εμπειρικού χαρακτήρα της είναι προφανής όταν έρχεται σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές», «απρόσωπες», και θεωρητικές γνώσεις των επιστημών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του να γνωσθεί ο Θεός ως «αντικείμενο» σχετίζεται με την απρόσωπη σύλληψη Αυτού. Καταγίνεται με το ζήτημα αυτό σε διάφορα σημεία των γραπτών του43. Ωστόσο ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι η γνώση των φιλοσόφων και των επιστημόνων είναι ψευδής γνώση, αλλά ότι είναι ελλιπής, αποσπασματική, αφού είναι μονόπλευρη, αποκλειστικά αφορά τα του ανθρώπου44. Τα οποία σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της θεοποίησης της αποσπασματικής γνώσης που επιδιώκει την υποταγή ή την απόρριψη της υπαρξιακής45. [46]
Η υπαρξιακή γνώση ως βιωματική περιλαμβάνει επίσης και αποσπά ενέργεια από την πλευρά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό οντολογικά[47] και αποκτά γνώση και εμπειρία:
Ούτος ο Θεός, εν τω απ' αιώνος Είναι αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ' ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ' αυτής… Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίστιν. [48]
Αυτό το δώρο της αγάπης με τη σειρά του επιτρέπει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του Θεού την κοινωνία στο Είναι. Η οδός «προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος» ταυτίζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού: «Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών»[49].
Είναι σημαντικό πριν στραφούμε στις θέσεις του γέροντα Σωφρονίου περί των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων για την απόκτηση της γνώσης, να κάνουμε μία διευκρινιστική παρέμβαση. Ενώ ο π. Σωφρόνιος ήταν γνώστης του φιλοσοφικού και θεολογικού υπαρξισμού των αρχών του 20ου αιώνα, οι ομοιότητες που έχει με αυτά τα ρεύματα σκέψης είναι μόνο εξωτερικές:
Ωστόσο παρά τα κοινά στοιχεία και τις πιθανές επιρροές σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι παρακινδυνευμένο και λάθος να θεωρήσουμε ότι η γνωσιολογία του εν λόγω συγγραφέα πηγάζει από τον υπαρξισμό, ή έστω στηρίζεται σε αυτόν κατά ένα μέρος της. Η γνώση στην οποία στοχεύει ο υπαρξισμός είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ανεπιβεβαίωτη. Ο Γέρων Σωφρόνιος όμως, όλη του η θεολογία, εννοούμενη ως αποκρυσταλλωμένη δογματική συνείδηση, εκφράζεται με βεβαιότητα και παρρησία. [50]
Ο π. Σωφρόνιος αντικρίζει την φιλοσοφική κουλτούρα της εποχής του και την χρησιμοποιεί ως μέσο για να εκφράσει με ακρίβεια τη δική του «προσωπική κοινωνία στη ζωή και στο Είναι του Θεού» σε μια κατ' ουσίαν υπαρξιακή, και όχι διανοητική, συνάντηση.
Στην Γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου συναντούμε περιγραφές του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν τη γνώση καθώς και τις διακριτές ομάδες στις οποίες οι άνθρωποι τελικά εντάσσονται. Με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση της υποστατικής αρχής για την απόκτηση της γνώσης και ιδιαίτερα της γνώσης του Θεού, ως προσωπικής, ζωντανής και υπαρξιακής, θα προσεγγίσουμε τις αντιλήψεις του π. Σωφρονίου περί της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. [51]
 
Σημειώσεις:

10.  Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 19(13).
11.  Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 34-35: «η ορολογία της θεολογίας του [π. Σωφρονίου] επηρεάσθηκε εξωτερικά από τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησε στην εποχή του, στους τόπους όπου έζησε. »
12. βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ ), I Love Therefore I Am, σελ. 11: "Fr. Sophrony enriches his theological language with ideas that go beyond the traditional means of expression of 'classical' theology. He absorbs the riches of world philosophy, literature, poetry, art. Through his own mystical experience he integrates these different layers of thought into one single vasion. This latter makes up what we may call the 'teaching of Archimandrite Sophrony'".
13. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99(62). Για μια παρόμοια διάκριση, αλλά με βάση τις "εγγενείς" ικανότητες, βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Jesus Christthe Life of the World", ένα άρθρο που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια Συνεδρίας του ΠΣΕ, στη Δαμασκό, 5-9 Φεβρουαρίου 1982, και δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Xenia Oecumenica, τομ. 39, σελ. 232-278, http://www.romanity.org/htm/rom.19.en.jesus-christ-the-life-of-the-world.01.htm. Και βλέπε Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 29-30.
14. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

2. Γνώσις προσωπική π. Σωφρόνιου

Το μεγάλο ερώτημα σχετικά με την γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου είναι το πώς αποκτάται η γνώση και κυρίως η γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος προσφέρει έναν πολύ περιεκτικό ορισμό της γνώσης:
Για μας γνώση είναι πρωτίστως η μετοχή στην ίδια τη ζωή, η προσωπική επαφή, η προσωπική συνομιλία, η κοινωνία στο Είναι, η ταύτιση με αυτόν που θέλουμε να γνωρίσουμε. Η έννοιά μας για τη γνώση περικλείει μέσα της τα στοιχεία εκείνα που δεν βλέπουμε στις άλλες απόψεις για τη γνώση. [19]
Σε αυτό το απόσπασμα παρατηρούμε ότι η γνώση είναι «προσωπική», δηλαδή, αναφέρεται πάντοτε σε μια κοινωνία μεταξύ προσώπων[20]. Η κοινωνία αυτή συνίσταται στη «μετοχή της ίδιας της ζωής» και μάλιστα σε κοινωνία «στο Είναι». [21] Αρχικά θα εξετάσουμε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της γνώσης του Θεού ως προσωπικής γνώσης.
Σε αυτή την πτυχή, διακρίνουμε ένα από τα κύρια θέματα που συνέχουν στο σύνολό τους τα γραπτά του π. Σωφρόνιου· η έμφαση στην υπόσταση-πρόσωπο και ιδιαίτερα στο ρόλο που διαδραματίζει στη σχέση Θεού και ανθρώπου[22]. Θα τοποθετηθούμε παραθέτοντας μια εξαιρετική σύνοψη του π. Νικολάου (Σαχάρωφ):
Η έννοια της γνώσης στον γέροντα Σωφρόνιο είναι στενά συνδεδεμένη με την περί προσώπου διδασκαλία του: η αληθής γνώση είναι πάντοτε προσωπική. Ο ίδιος εκκινεί απ' τη διαπίστωση ότι «η οντολογική γνώση είναι αποτέλεσμα υπαρκτικής κοινωνίας, όχι μία διανοητική εικασία». Συνεπώς, ό,τι δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε, δεν μπορούμε και να γνωρίσουμε… Έτσι, η θεογνωσία αναφέρεται πάνω απ' όλα στην υποστατική πτυχή της ύπαρξης· ερχόμαστε σε επίγνωση του Θεού στο επίπεδο του προσώπου Του, όχι της ουσίας Του. Μιλώντας για τη γνώση του Θεού, ο γέροντας Σωφρόνιος μετέρχεται προσωπικών και εικονολογικών γλωσσικών μέσων: ο άνθρωπος έρχεται εις γνώσιν του Θεού «πρόσωπον προς Πρόσωπον»23
Το παραπάνω απόσπασμα, άκρως διασαφηστικό, περιγράφει τη γνώση του Θεού ως κάτι προσωπικό, είναι υποστατική. Για τον π. Σωφρόνιο, η γνώση είναι μια συνάντηση «πρόσωπο με πρόσωπο», εμπειρία και ό,τι αυτό συνεπάγεται24. Δεν πρόκειται για τη συλλογή στοιχείων ούτε για διανοητική αξιολόγηση ενός αντικειμένου, που ακολουθείται από τη συστηματική καταγραφή του και αφομοίωση αυτών που έχουμε προσεγγίσει. Πρόκειται για μια συνάντηση που αφορά τον όλο άνθρωπο, το νου, το πνεύμα, την καρδιά, την ψυχή και το σώμα25. Πρόκειται για μια διαδικασία που εδράζεται στη συναίνεση και την ελεύθερη βούληση κάθε υπόστασης-προσώπου: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποχρεώσει26 τον Θεό σ' αυτή τη συνάντηση. Ο Θεός δεν υποχρεώνει τον άνθρωπο να συμμετάσχει σ' αυτή τη διαδικασία. Αναμένει την ελεύθερη ανταπόκριση του λογικού δημιουργήματος. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Το άναρχον απόλυτον οο Θεός εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Ον. Η γνώσις του Θεού υφ' ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αυτή φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα»27.
Ο π. Σωφρόνιος διευκρινίζει περαιτέρω την αναγκαιότητα αυτής της προσωπικής συνάντησης Θεού και ανθρώπου βασιζόμενος στην υποστατική αρχή του κατ' εικόνα: «Η Υποστατική Αλήθεια γνωρίζεται δια της αυτής υποστατικής αρχής, ήτις κατετέθη εν ημίν εν τη πράξει της κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού δημιουργίας ημών»[28]. Και αλλού ακόμα πιο ευκρινώς: «Η αιωνία Αλήθεια μεταδίδεται εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν. Και καθώς η υπόστασις γεννάται κατάρχάς εν τω ανθρώπω μόνον δυνάμει, ούτω και το εν ημίν σπέρμα της Αληθείας οφείλει να αναπτυχθή εκ της εν δυνάμει καταστάσεως αυτού»[29]. Το πέρασμα «εκ της εν δυνάμει» καταστάσεως του σπέρματος της Αληθείας στο «να αναπτυχθή», αποτελεί τη δεύτερη πτυχή της προσωπικής γνώσης: την κοινωνία της ζωής και την κοινωνία στο Είναι.
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο π. Σωφρόνιος όταν μιλά για την κοινωνία στο Είναι δηλαδή, με τον Θεό δεν εννοεί μετοχή στην ουσία του Θεού. Περιγράφοντας την κοινωνία στο Είναι, ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων: «στο Είναι»[30], «μεταδίδει… Του Είναι»[31], «εν τω Είναι αυτού»[32], «υπαρκτικής κοινωνίας»[33], «υπαρκτική ενώσει»[34], «μετέχ[ει]… ολόκληρη η ύπαρξη [μας]»[35], κ.λπ. Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ουσία» όταν μιλάει για το ζήτημα αυτό. Ο π. Σωφρόνιος δίνει έμφαση στο περιεχόμενο αυτής της ένωσης. Η κοινωνία, που λαμβάνει χώρα, αναφέρεται στην όλη υπόσταση πρόσωπο, σύμφωνα με την οποία γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β Πέτρ. 1, 4) ώστε «ημείς θεοποιηθώμεν»[36]. Απορρίπτεται κατηγορηματικά οποιουδήποτε είδους μίξη με τη θεϊκή και υπερβατική ουσία.
 
3. Γνώσις ως κοινωνία και ένωση
Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένα επεξηγηματικά αποσπάσματα από τον π. Σωφρόνιο σχετικά με την κοινωνία της ζωής και ύπαρξης. Διαβάζουμε: «Η γνώσις του Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ' αυτού εν τω ιδίω αυτού Είναι»[37]. Δεν είναι μόνο η κοινωνία στο Είναι που απαιτείται για την γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος θα φθάσει στο σημείο να επισημάνει ότι η ένωση με τον Θεό μεταδίδει στον άνθρωπο τη θεία μορφή του Είναι: «Η Αλήθεια είναι το όντως Ον, "καθώς (Τούτο) εστιν". Απεκαλύφθη εις ημάς ως το Προσωπικόν Απόλυτον Τριάς Προσώπων εν πλήρει ενότητι και ταυτότητι του Είναι. Η ένωσις μετ' αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας»[38]. Σε άλλο σημείο σημειώνει: «αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι' αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ' υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον. Ούτως ακριβώς ζώμεν την δωρεάν ταύτην»[39]. Αυτό που παρατηρούμε σε αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι ότι όχι μόνο έχουμε κοινωνία στο Είναι, αλλά αυτή η κοινωνία αφορά στη γνώση της μετάδοσης της θείας μορφής ως το δώρο της μέθεξης στη ζωή του Θεού[40]· Μέσω αυτής της διαρκούς εμπειρίας ο θεοφόρος άνθρωπος οδηγείται στη γνώση: «την γνώσιν ηννόει ως κοινωνίαν εις το είναι, τουτέστιν ως την πείραν της ζώσης μετοχής εις το Θείον Φως και ουχί ως "γνωστικάς" θεολογικάς επινοήσεις»[41].
 
4. Γνώσις υπαρξιακή
Ποια είναι ωστόσο η τελική πτυχή της απόκτησης της γνώσης για τον π. Σωφρόνιο; Είναι παρόμοια με όσα περιγράψαμε παραπάνω αλλά προσδίδει μια ελαφρώς διαφορετική έμφαση. Δεν είναι μόνο η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια «προσωπική κοινωνία στο Είναι», αλλά αυτή η κοινωνία είναι «υπαρξιακή», δηλαδή εμπειρική[42]. Θα λέγαμε είναι απλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η γνώση για να έχει τα γνωρίσματα του υποστατικού-προσωπικού και του δυναμικού, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι εμπειρία που μοιράζεται (ή μετέχεται στην περίπτωση με τον Θεό) ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις-πρόσωπα Με άλλα λόγια, είναι υπαρξιακή. Διαφαίνεται επίσης μια οξύτερη αντίθεση μεταξύ της διανοητικής, θεωρητικής γνώσης και της υπαρξιακής ή βιωματικής.
Θα επανέλθουμε στον π. Νικόλαο (Σαχάρωφ) και ποιο συγκεκριμένα σε μία του τοποθέτηση:
Η βασική αυτή αντίθεση που επισημαίνει ο υπαρξισμός (προσωπική υποκειμενικότητα σε αντιδιαστολή προς την απρόσωπη αντικειμενικότητα) μοιάζει να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο γέροντας Σωφρόνιος έβλεπε τη γνώση. Στο επίπεδο της θεολογίας, ο υπαρξισμός τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα "αντικείμενα" της επιστήμης και της θεολογίας. Η γνωσιολογική αντίθεση επιστήμης και θρησκείας περιγράφεται από τον υπαρξισμό ως η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική συμμετοχή και την αντικειμενική αποστασιοποίηση η ανάμεσα στη σφαίρα της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και τη σφαίρα των απρόσωπων αντικειμένων. 42
Η σύνδεση μεταξύ «προσωπικής κοινωνίας» και του υπαρξιακού ή εμπειρικού χαρακτήρα της είναι προφανής όταν έρχεται σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές», «απρόσωπες», και θεωρητικές γνώσεις των επιστημών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του να γνωσθεί ο Θεός ως «αντικείμενο» σχετίζεται με την απρόσωπη σύλληψη Αυτού. Καταγίνεται με το ζήτημα αυτό σε διάφορα σημεία των γραπτών του43. Ωστόσο ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι η γνώση των φιλοσόφων και των επιστημόνων είναι ψευδής γνώση, αλλά ότι είναι ελλιπής, αποσπασματική, αφού είναι μονόπλευρη, αποκλειστικά αφορά τα του ανθρώπου44. Τα οποία σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της θεοποίησης της αποσπασματικής γνώσης που επιδιώκει την υποταγή ή την απόρριψη της υπαρξιακής45. [46]
Η υπαρξιακή γνώση ως βιωματική περιλαμβάνει επίσης και αποσπά ενέργεια από την πλευρά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό οντολογικά[47] και αποκτά γνώση και εμπειρία:
Ούτος ο Θεός, εν τω απ' αιώνος Είναι αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ' ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ' αυτής… Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίστιν. [48]
Αυτό το δώρο της αγάπης με τη σειρά του επιτρέπει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του Θεού την κοινωνία στο Είναι. Η οδός «προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος» ταυτίζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού: «Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών»[49].
Είναι σημαντικό πριν στραφούμε στις θέσεις του γέροντα Σωφρονίου περί των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων για την απόκτηση της γνώσης, να κάνουμε μία διευκρινιστική παρέμβαση. Ενώ ο π. Σωφρόνιος ήταν γνώστης του φιλοσοφικού και θεολογικού υπαρξισμού των αρχών του 20ου αιώνα, οι ομοιότητες που έχει με αυτά τα ρεύματα σκέψης είναι μόνο εξωτερικές:
Ωστόσο παρά τα κοινά στοιχεία και τις πιθανές επιρροές σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι παρακινδυνευμένο και λάθος να θεωρήσουμε ότι η γνωσιολογία του εν λόγω συγγραφέα πηγάζει από τον υπαρξισμό, ή έστω στηρίζεται σε αυτόν κατά ένα μέρος της. Η γνώση στην οποία στοχεύει ο υπαρξισμός είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ανεπιβεβαίωτη. Ο Γέρων Σωφρόνιος όμως, όλη του η θεολογία, εννοούμενη ως αποκρυσταλλωμένη δογματική συνείδηση, εκφράζεται με βεβαιότητα και παρρησία. [50]
Ο π. Σωφρόνιος αντικρίζει την φιλοσοφική κουλτούρα της εποχής του και την χρησιμοποιεί ως μέσο για να εκφράσει με ακρίβεια τη δική του «προσωπική κοινωνία στη ζωή και στο Είναι του Θεού» σε μια κατ' ουσίαν υπαρξιακή, και όχι διανοητική, συνάντηση.
Στην Γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου συναντούμε περιγραφές του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν τη γνώση καθώς και τις διακριτές ομάδες στις οποίες οι άνθρωποι τελικά εντάσσονται. Με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση της υποστατικής αρχής για την απόκτηση της γνώσης και ιδιαίτερα της γνώσης του Θεού, ως προσωπικής, ζωντανής και υπαρξιακής, θα προσεγγίσουμε τις αντιλήψεις του π. Σωφρονίου περί της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. [51]
 
Σημειώσεις:

10.  Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 19(13).
11.  Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 34-35: «η ορολογία της θεολογίας του [π. Σωφρονίου] επηρεάσθηκε εξωτερικά από τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησε στην εποχή του, στους τόπους όπου έζησε. »
12. βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ ), I Love Therefore I Am, σελ. 11: "Fr. Sophrony enriches his theological language with ideas that go beyond the traditional means of expression of 'classical' theology. He absorbs the riches of world philosophy, literature, poetry, art. Through his own mystical experience he integrates these different layers of thought into one single vasion. This latter makes up what we may call the 'teaching of Archimandrite Sophrony'".
13. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99(62). Για μια παρόμοια διάκριση, αλλά με βάση τις "εγγενείς" ικανότητες, βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Jesus Christthe Life of the World", ένα άρθρο που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια Συνεδρίας του ΠΣΕ, στη Δαμασκό, 5-9 Φεβρουαρίου 1982, και δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Xenia Oecumenica, τομ. 39, σελ. 232-278, http://www.romanity.org/htm/rom.19.en.jesus-christ-the-life-of-the-world.01.htm. Και βλέπε Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 29-30.
14. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία π. Matthew Penney


 
Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
 
Πρώτο Κεφάλαιο
Η γνώση κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο
Προκειμένου να εξετάσουμε τις απόψεις του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου σχετικά με τη φύση και το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας, είναι απαραίτητο πρώτα να αναλογιστούμε τα σχετικά με την κατανόηση της γνώσης του Θεού. Τα γραπτά του πατέρα Σωφρόνιου είναι γεμάτα με παραδείγματα που δείχνουν μια πολύ λεπτομερή και προσεκτική κατανόηση της φύσης της ανθρώπινης γνώσης και ιδιαίτερα τον τρόπο πρόσκτησής της. Αν κάποιος δεν αποκτήσει σαφή αντίληψη της γνώσης αυτής, καθώς και των διακρίσεων που την χαρακτηρίζουν, θα είναι αδύνατο να καταλάβει με κάθε σαφήνεια τις απόψεις του π. Σωφρόνιου σχετικά με την ακαδημαϊκή θεολογία.
Ο π. Σωφρόνιος ήρθε σε επαφή με πολλές και διαφορετικού είδους επιρροές κατά τη νεαρή του ηλικία. Ο Υιός του ανιψιού του, ο π. Νικόλαος Ζαχάρωφ (Σαχάρωφ) σημειώνει:
Γεννήθηκε στη Ρωσία, αλλά έζησε στη Δύση. Καταγόμενος από αστική οικογένεια, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καλλιτέχνης. Αν και ανατράφηκε ως Χριστιανός, γνώρισε και το μη Χριστιανικό μυστικισμό της Ανατολής. Ζυμωμένος μέσα στο πολιτιστικό χωνευτήρι της ρωσικής διανόησης, αλλά και με την εμπειρία της αίγλης ενός πετυχημένου καλλιτέχνη του Παρισιού, εγκαταλείπει τα εγκόσμια ενδυόμενος το μοναχικό σχήμα και ζώντας ως ερημίτης σε συνθήκες έσχατης πτωχείας. Ως Ιερέας ποίμανε χιλιάδες ανθρώπων με την καρδιά του πάντα ανοιχτή σε όλους και σε καθέναν ξεχωριστά. [10]
Αυτό ακριβώς το πολυποίκιλο της εμπειρίας του, ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί, όταν διατυπώνει τις ιδέες και τη θεολογία του. Δεν διστάζει να χρησιμοποιεί την ορολογία και τις διατυπώσεις των θεολόγων και των φιλοσόφων της εποχής του[11] ακόμα κι αν δεν είναι πάντα σύμφωνος μαζί τους. Σκοπός του είναι να εντοπίσει το κατάλληλο εργαλείο για να αποδώσει τη δική του χαρισματική εμπειρία με λεκτικά σχήματα[12], σχήματα τα οποία απευθύνονται και συνάδουν με τη γλώσσα των συγχρόνων του. Ως εκ τούτου, επαναπροσφέρει τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων ως «οίνον νέον εις ασκούς καινούς» (Ματθαίος 9, 17). Στη βάση όλων αυτών θα εξετάσουμε την γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου.
Α) Η θεολογική γνωσιολογία
1. Τρεις μορφές γνώσης στους ανθρώπους
Στα γραπτά του π. Σωφρονίου διατυπώνεται μια διάκριση για τρεις βαθμίδες ωριμότητας -τύπους ανθρώπων[13], οι οποίοι δε διακρίνονται με βάση τις «εγγενείς» ικανότητες, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο προχωρούν για την απόκτηση της γνώσης του Θεού.
Ο πρώτος τύπος αναφέρεται σ' αυτόν που με πίστη και άσκηση, χωρίς να καταφεύγει σε κάποια συγκεκριμένη διανοητική δραστηριότητα, αποκτά ένα είδος υπαρξιακής γνώσης του Θεού μέσα από την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι ομολογητές, οι μάρτυρες και οι απλοί μοναχοί[14] ή πιστοί.
Ο δεύτερος τύπος ανθρώπου συνοψίζεται στην «επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς»[15], ο οποίος διαθέτει διανοητικές ικανότητες και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα αλλά δεν κατέχει την αληθινή πίστη και δεν διάγει ασκητικά.
Ο τρίτος τύπος αναφέρεται στο άνθρωπο που είναι σε θέση να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά των δύο προηγούμενων περιπτώσεων. Σε αυτήν την τρίτη ομάδα υπάγονται οι Μεγάλοι και Οικουμενικοί δάσκαλοι της Εκκλησίας οι μεγάλοι θεολόγοι που συνδυάζουν τη ζωντανή πίστη με τις διανοητικές ικανότητες με συνέπεια να εκφράζουν αυτή τη ζωντανή πίστη ως δόγματα και διδασκαλίες της Εκκλησίας. Λέγει ο π. Σωφρόνιος: «Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα»[16]. Αυτή η περίπτωση βρίσκει την καλύτερή της αντιπροσώπευση σε αυτό το τρίτο είδος ανθρώπων. Σε άλλο σημείο τονίζει: «Όταν κάποιος έχει άγια και αναμάρτητη ζωή, η διανοητική γνώση μπορεί να παράγει θαυμάσιους καρπούς. Αντιθέτως, μία γνώση χωρίς αγάπη δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο»[17]. Στη βάση αυτών των τριών τύπων ανθρώπων σ' αυτές τις τρεις διακρίσεις κατά την απόκτηση της γνώσης του Θεού[18] θα αναδείξουμε τα ουσιαστικής σημασίας στοιχεία για την κατανόηση των θέσεων του π. Σωφρόνιου περί της ακαδημαϊκής θεολογίας.
 
2. Γνώσις προσωπική
Το μεγάλο ερώτημα σχετικά με την γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου είναι το πώς αποκτάται η γνώση και κυρίως η γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος προσφέρει έναν πολύ περιεκτικό ορισμό της γνώσης:
Για μας γνώση είναι πρωτίστως η μετοχή στην ίδια τη ζωή, η προσωπική επαφή, η προσωπική συνομιλία, η κοινωνία στο Είναι, η ταύτιση με αυτόν που θέλουμε να γνωρίσουμε. Η έννοιά μας για τη γνώση περικλείει μέσα της τα στοιχεία εκείνα που δεν βλέπουμε στις άλλες απόψεις για τη γνώση. [19]
Σε αυτό το απόσπασμα παρατηρούμε ότι η γνώση είναι «προσωπική», δηλαδή, αναφέρεται πάντοτε σε μια κοινωνία μεταξύ προσώπων[20]. Η κοινωνία αυτή συνίσταται στη «μετοχή της ίδιας της ζωής» και μάλιστα σε κοινωνία «στο Είναι». [21] Αρχικά θα εξετάσουμε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της γνώσης του Θεού ως προσωπικής γνώσης.
Σε αυτή την πτυχή, διακρίνουμε ένα από τα κύρια θέματα που συνέχουν στο σύνολό τους τα γραπτά του π. Σωφρόνιου· η έμφαση στην υπόσταση-πρόσωπο και ιδιαίτερα στο ρόλο που διαδραματίζει στη σχέση Θεού και ανθρώπου[22]. Θα τοποθετηθούμε παραθέτοντας μια εξαιρετική σύνοψη του π. Νικολάου (Σαχάρωφ):
Η έννοια της γνώσης στον γέροντα Σωφρόνιο είναι στενά συνδεδεμένη με την περί προσώπου διδασκαλία του: η αληθής γνώση είναι πάντοτε προσωπική. Ο ίδιος εκκινεί απ' τη διαπίστωση ότι «η οντολογική γνώση είναι αποτέλεσμα υπαρκτικής κοινωνίας, όχι μία διανοητική εικασία». Συνεπώς, ό,τι δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε, δεν μπορούμε και να γνωρίσουμε… Έτσι, η θεογνωσία αναφέρεται πάνω απ' όλα στην υποστατική πτυχή της ύπαρξης· ερχόμαστε σε επίγνωση του Θεού στο επίπεδο του προσώπου Του, όχι της ουσίας Του. Μιλώντας για τη γνώση του Θεού, ο γέροντας Σωφρόνιος μετέρχεται προσωπικών και εικονολογικών γλωσσικών μέσων: ο άνθρωπος έρχεται εις γνώσιν του Θεού «πρόσωπον προς Πρόσωπον»23
Το παραπάνω απόσπασμα, άκρως διασαφηστικό, περιγράφει τη γνώση του Θεού ως κάτι προσωπικό, είναι υποστατική. Για τον π. Σωφρόνιο, η γνώση είναι μια συνάντηση «πρόσωπο με πρόσωπο», εμπειρία και ό,τι αυτό συνεπάγεται24. Δεν πρόκειται για τη συλλογή στοιχείων ούτε για διανοητική αξιολόγηση ενός αντικειμένου, που ακολουθείται από τη συστηματική καταγραφή του και αφομοίωση αυτών που έχουμε προσεγγίσει. Πρόκειται για μια συνάντηση που αφορά τον όλο άνθρωπο, το νου, το πνεύμα, την καρδιά, την ψυχή και το σώμα25. Πρόκειται για μια διαδικασία που εδράζεται στη συναίνεση και την ελεύθερη βούληση κάθε υπόστασης-προσώπου: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποχρεώσει26 τον Θεό σ' αυτή τη συνάντηση. Ο Θεός δεν υποχρεώνει τον άνθρωπο να συμμετάσχει σ' αυτή τη διαδικασία. Αναμένει την ελεύθερη ανταπόκριση του λογικού δημιουργήματος. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Το άναρχον απόλυτον οο Θεός εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Ον. Η γνώσις του Θεού υφ' ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αυτή φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα»27.
Ο π. Σωφρόνιος διευκρινίζει περαιτέρω την αναγκαιότητα αυτής της προσωπικής συνάντησης Θεού και ανθρώπου βασιζόμενος στην υποστατική αρχή του κατ' εικόνα: «Η Υποστατική Αλήθεια γνωρίζεται δια της αυτής υποστατικής αρχής, ήτις κατετέθη εν ημίν εν τη πράξει της κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού δημιουργίας ημών»[28]. Και αλλού ακόμα πιο ευκρινώς: «Η αιωνία Αλήθεια μεταδίδεται εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν. Και καθώς η υπόστασις γεννάται κατάρχάς εν τω ανθρώπω μόνον δυνάμει, ούτω και το εν ημίν σπέρμα της Αληθείας οφείλει να αναπτυχθή εκ της εν δυνάμει καταστάσεως αυτού»[29]. Το πέρασμα «εκ της εν δυνάμει» καταστάσεως του σπέρματος της Αληθείας στο «να αναπτυχθή», αποτελεί τη δεύτερη πτυχή της προσωπικής γνώσης: την κοινωνία της ζωής και την κοινωνία στο Είναι.
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο π. Σωφρόνιος όταν μιλά για την κοινωνία στο Είναι δηλαδή, με τον Θεό δεν εννοεί μετοχή στην ουσία του Θεού. Περιγράφοντας την κοινωνία στο Είναι, ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων: «στο Είναι»[30], «μεταδίδει… Του Είναι»[31], «εν τω Είναι αυτού»[32], «υπαρκτικής κοινωνίας»[33], «υπαρκτική ενώσει»[34], «μετέχ[ει]… ολόκληρη η ύπαρξη [μας]»[35], κ.λπ. Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ουσία» όταν μιλάει για το ζήτημα αυτό. Ο π. Σωφρόνιος δίνει έμφαση στο περιεχόμενο αυτής της ένωσης. Η κοινωνία, που λαμβάνει χώρα, αναφέρεται στην όλη υπόσταση πρόσωπο, σύμφωνα με την οποία γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β Πέτρ. 1, 4) ώστε «ημείς θεοποιηθώμεν»[36]. Απορρίπτεται κατηγορηματικά οποιουδήποτε είδους μίξη με τη θεϊκή και υπερβατική ουσία.
 
3. Γνώσις ως κοινωνία και ένωση
Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένα επεξηγηματικά αποσπάσματα από τον π. Σωφρόνιο σχετικά με την κοινωνία της ζωής και ύπαρξης. Διαβάζουμε: «Η γνώσις του Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ' αυτού εν τω ιδίω αυτού Είναι»[37]. Δεν είναι μόνο η κοινωνία στο Είναι που απαιτείται για την γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος θα φθάσει στο σημείο να επισημάνει ότι η ένωση με τον Θεό μεταδίδει στον άνθρωπο τη θεία μορφή του Είναι: «Η Αλήθεια είναι το όντως Ον, "καθώς (Τούτο) εστιν". Απεκαλύφθη εις ημάς ως το Προσωπικόν Απόλυτον Τριάς Προσώπων εν πλήρει ενότητι και ταυτότητι του Είναι. Η ένωσις μετ' αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας»[38]. Σε άλλο σημείο σημειώνει: «αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι' αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ' υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον. Ούτως ακριβώς ζώμεν την δωρεάν ταύτην»[39]. Αυτό που παρατηρούμε σε αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι ότι όχι μόνο έχουμε κοινωνία στο Είναι, αλλά αυτή η κοινωνία αφορά στη γνώση της μετάδοσης της θείας μορφής ως το δώρο της μέθεξης στη ζωή του Θεού[40]· Μέσω αυτής της διαρκούς εμπειρίας ο θεοφόρος άνθρωπος οδηγείται στη γνώση: «την γνώσιν ηννόει ως κοινωνίαν εις το είναι, τουτέστιν ως την πείραν της ζώσης μετοχής εις το Θείον Φως και ουχί ως "γνωστικάς" θεολογικάς επινοήσεις»[41].
 
4. Γνώσις υπαρξιακή
Ποια είναι ωστόσο η τελική πτυχή της απόκτησης της γνώσης για τον π. Σωφρόνιο; Είναι παρόμοια με όσα περιγράψαμε παραπάνω αλλά προσδίδει μια ελαφρώς διαφορετική έμφαση. Δεν είναι μόνο η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια «προσωπική κοινωνία στο Είναι», αλλά αυτή η κοινωνία είναι «υπαρξιακή», δηλαδή εμπειρική[42]. Θα λέγαμε είναι απλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η γνώση για να έχει τα γνωρίσματα του υποστατικού-προσωπικού και του δυναμικού, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι εμπειρία που μοιράζεται (ή μετέχεται στην περίπτωση με τον Θεό) ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις-πρόσωπα Με άλλα λόγια, είναι υπαρξιακή. Διαφαίνεται επίσης μια οξύτερη αντίθεση μεταξύ της διανοητικής, θεωρητικής γνώσης και της υπαρξιακής ή βιωματικής.
Θα επανέλθουμε στον π. Νικόλαο (Σαχάρωφ) και ποιο συγκεκριμένα σε μία του τοποθέτηση:
Η βασική αυτή αντίθεση που επισημαίνει ο υπαρξισμός (προσωπική υποκειμενικότητα σε αντιδιαστολή προς την απρόσωπη αντικειμενικότητα) μοιάζει να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο γέροντας Σωφρόνιος έβλεπε τη γνώση. Στο επίπεδο της θεολογίας, ο υπαρξισμός τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα "αντικείμενα" της επιστήμης και της θεολογίας. Η γνωσιολογική αντίθεση επιστήμης και θρησκείας περιγράφεται από τον υπαρξισμό ως η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική συμμετοχή και την αντικειμενική αποστασιοποίηση η ανάμεσα στη σφαίρα της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και τη σφαίρα των απρόσωπων αντικειμένων. 42
Η σύνδεση μεταξύ «προσωπικής κοινωνίας» και του υπαρξιακού ή εμπειρικού χαρακτήρα της είναι προφανής όταν έρχεται σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές», «απρόσωπες», και θεωρητικές γνώσεις των επιστημών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του να γνωσθεί ο Θεός ως «αντικείμενο» σχετίζεται με την απρόσωπη σύλληψη Αυτού. Καταγίνεται με το ζήτημα αυτό σε διάφορα σημεία των γραπτών του43. Ωστόσο ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι η γνώση των φιλοσόφων και των επιστημόνων είναι ψευδής γνώση, αλλά ότι είναι ελλιπής, αποσπασματική, αφού είναι μονόπλευρη, αποκλειστικά αφορά τα του ανθρώπου44. Τα οποία σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της θεοποίησης της αποσπασματικής γνώσης που επιδιώκει την υποταγή ή την απόρριψη της υπαρξιακής45. [46]
Η υπαρξιακή γνώση ως βιωματική περιλαμβάνει επίσης και αποσπά ενέργεια από την πλευρά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό οντολογικά[47] και αποκτά γνώση και εμπειρία:
Ούτος ο Θεός, εν τω απ' αιώνος Είναι αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ' ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ' αυτής… Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίστιν. [48]
Αυτό το δώρο της αγάπης με τη σειρά του επιτρέπει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του Θεού την κοινωνία στο Είναι. Η οδός «προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος» ταυτίζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού: «Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών»[49].
Είναι σημαντικό πριν στραφούμε στις θέσεις του γέροντα Σωφρονίου περί των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων για την απόκτηση της γνώσης, να κάνουμε μία διευκρινιστική παρέμβαση. Ενώ ο π. Σωφρόνιος ήταν γνώστης του φιλοσοφικού και θεολογικού υπαρξισμού των αρχών του 20ου αιώνα, οι ομοιότητες που έχει με αυτά τα ρεύματα σκέψης είναι μόνο εξωτερικές:
Ωστόσο παρά τα κοινά στοιχεία και τις πιθανές επιρροές σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι παρακινδυνευμένο και λάθος να θεωρήσουμε ότι η γνωσιολογία του εν λόγω συγγραφέα πηγάζει από τον υπαρξισμό, ή έστω στηρίζεται σε αυτόν κατά ένα μέρος της. Η γνώση στην οποία στοχεύει ο υπαρξισμός είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ανεπιβεβαίωτη. Ο Γέρων Σωφρόνιος όμως, όλη του η θεολογία, εννοούμενη ως αποκρυσταλλωμένη δογματική συνείδηση, εκφράζεται με βεβαιότητα και παρρησία. [50]
Ο π. Σωφρόνιος αντικρίζει την φιλοσοφική κουλτούρα της εποχής του και την χρησιμοποιεί ως μέσο για να εκφράσει με ακρίβεια τη δική του «προσωπική κοινωνία στη ζωή και στο Είναι του Θεού» σε μια κατ' ουσίαν υπαρξιακή, και όχι διανοητική, συνάντηση.
Στην Γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου συναντούμε περιγραφές του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν τη γνώση καθώς και τις διακριτές ομάδες στις οποίες οι άνθρωποι τελικά εντάσσονται. Με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση της υποστατικής αρχής για την απόκτηση της γνώσης και ιδιαίτερα της γνώσης του Θεού, ως προσωπικής, ζωντανής και υπαρξιακής, θα προσεγγίσουμε τις αντιλήψεις του π. Σωφρονίου περί της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. [51]
 
Σημειώσεις:

10.  Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 19(13).
11.  Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 34-35: «η ορολογία της θεολογίας του [π. Σωφρονίου] επηρεάσθηκε εξωτερικά από τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησε στην εποχή του, στους τόπους όπου έζησε. »
12. βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ ), I Love Therefore I Am, σελ. 11: "Fr. Sophrony enriches his theological language with ideas that go beyond the traditional means of expression of 'classical' theology. He absorbs the riches of world philosophy, literature, poetry, art. Through his own mystical experience he integrates these different layers of thought into one single vasion. This latter makes up what we may call the 'teaching of Archimandrite Sophrony'".
13. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99(62). Για μια παρόμοια διάκριση, αλλά με βάση τις "εγγενείς" ικανότητες, βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Jesus Christthe Life of the World", ένα άρθρο που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια Συνεδρίας του ΠΣΕ, στη Δαμασκό, 5-9 Φεβρουαρίου 1982, και δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Xenia Oecumenica, τομ. 39, σελ. 232-278, http://www.romanity.org/htm/rom.19.en.jesus-christ-the-life-of-the-world.01.htm. Και βλέπε Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 29-30.
14. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).
15. Περί προσευχής, σελ. 99(62), και βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 310(204). «Η μακραίων πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητική ενασχόλησις, ως και η νομική επιστήμη. Ως αυτή διαφέρει εις εκάστην χώραν, ούτω και η θεολογία διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών».
16. Περί προσευχής, σελ. 99(63-64).
17. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Πνεύματος και Ζωής, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρου), Έσσεξ, 1995, σελ. 57(42).
18. Πρέπει να τονίζουμε ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική. Οι άνθρωποι βιώνουν μία δυναμική πραγματικότητα κινούμενοι είτε προς το καλό, είτε προς το κακό.
19. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, μεταφραστής Αρχιμ. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Εσσεξ, 2010, σελ. 204.
20. Ακόμα και όταν μιλάμε για γνώση του κτιστού κόσμου από τους επιστήμονες και φιλοσόφους, ο π. Σωφρόνιος δηλώνει ότι το πρώτο βήμα για την απόκτησή της είναι η υπόσταση-πρόσωπο ως βάση της. Το αντικείμενο που θα μελετηθεί, είναι το αντικείμενο της "αγάπης" του επιστήμονα, και ως εκ τούτου, η σχέση είναι προσωπική. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 205.
21. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή: Μελέτες συστηματικής θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 230. «Στην Ορθόδοξη θεολογία η αλήθεια είναι πράγμα, η πρόσβαση σ' αυτήν προσωπικό γεγονός και η γνώση της βιωματική, γιατί προκύπτει ως άμεση μετοχή του ανθρώπου σ' αυτήν».
22. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, κεφ. ιγ(σελ. 293-348), Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, κεφ. Γ(σελ. 97-130). Παράβαλλε Σελ. 97(69), «Τι σημαίνει πρόσωπο; Το ερώτημα αυτό αγγίζει τον πυρήνα της θεολογίας του Γέροντα Σωφρονίου και τίθεται στο επίκεντρο της θεολογικής του "προσοχής" κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του· μάλιστα, η έννοια του προσώπου έρχεται να αποτελέσει τον άξονα του τελευταίου του βιβλίου, Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί». Επίσης βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, Εσσεξ, 2000, κεφ. Α(σελ. 23-55), κ.λπ.
23. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64(46), 66(48), Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 267(173). Για την «προσωπική κοινωνία» και αυτήν της «πρόσωπον προς Πρόσωπον», βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 49(37).
24. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 164(105), «Και έδωκεν Ούτος εις ημάς την ευλογίαν να γνωρίσωμεν Αυτόν ως Πρόσωπον και να ίδωμεν εαυτούς ανυψουμένους εις το είδος τούτο του είναι δια της εις αυτού πίστεως, δια της συναντήσεως ημών μετ' αυτού εν πλήρει υπαρκτικη ενώσει και δια της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας ημών».
25. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203., «Η γνώση είναι πράξη, στην οποία πρέπει να μετέχουν και ο νους-πνεύμα, και η καρδιά-ψυχή, και το σώμα· και η συνείδηση και η λογική και η θέληση και το αίσθημα… Με άλλα λόγια ολόκληρη η ύπαρξη, στο σύνολο όλων των "δυνάμεών" της». Βλέπε επίσης, όπου πριν, σελ. 18.
26. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποχρεώσει τον Θεό από άσκηση ή ελεημοσύνη να δώσει αυτομάτως στον άνθρωπο την Θεία Χάρη ή την θεοπτία. Αντίθετα, ο άνθρωπος τηρεί τις εντολές του Χριστού ως προετοιμασία για αυτή την συνάντηση με τον Θεό.
27. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 163(104), και 408(231): «Εφ' όσον αυτή η εν ημίν ελευθέρα αρχή ουδένα επιδέχεται εξωτερικόν εξαναγκασμόν, η ένωσις ημών μετά της Αληθείας εξαρτάται ουχί μόνον εκ του παρέχοντος Θεού, αλλά και εκ του αποδεχομένου ανθρώπου. »
28. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 408.
29. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404.
30. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 204.
31. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 249(158).
32. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326 (209).
33. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64(46). Βλέπε Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Η ζωή Του ζωή μου, Θεσσαλονίκη, 19862, σελ. 38 «Είναι αναγκαίο να προχωρούμε από αφηρημένες ιδέες σε υπαρκτές δηλαδή οντολογικές κατηγορίες.».
34. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 164(105).
35. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203.
36. M. Αθανασίου, Περί της ενσαρκώσεως τον Λόγου, PG 25,192: B, 54. Βλέπε Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, «γ1. Περί της του Λόγου σαρκώσεως και κατά τίνα τρόπον δι' ημάς εσαρκώθη»,Λόγοι, Βίβλος των ηθικών, Λόγος α'. «Έλαβεν ο Θεός Λόγος ην κατά φύσιν ουκ είχε σάρκα και εγένετο άνθρωπος, Όπερ ουκ ην· μεταδίδωσι τοις πιστεύουσιν εις αυτόν της αυτού θεότητος, ην ουδείς ούδέπω αγγέλων η ανθρώπων εκτήσατο, και γίνονται θεοί, Όπερ ουκ ήσαν, θέσει και χάριτι», http://www.orthodoxfathers.com/logoiagioysymeonneoytheologoy/gperitislogoysarkoseostinatropondiimasesarkothi.
37. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 163(104). Βλέπε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 34, «Έτσι, η πραγματική και αληθινή γνώση του Θεού αποκτιέμαι, είναι εφικτή, μόνο με την κοινωνία του Όντος, μια κοινωνία που σημαίνει αγάπη». Παράβαλλε όπου πριν, σελ. 18 & 28. Επίσης βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), «Ο μοναχικός βίος κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2008.
38. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 249(158).
39. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).
40. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 219, Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 61(44), και Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σημασία του δόγματος στους διαλόγους με τους ετεροδόξους για την εν Χριστώ ενότητα, Μεταπτυχιακό μάθημα, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2011-2012, σελ. Δ (του 15): «Βιώνουν τη χαρισματική σχέση με τον Θεό δια της Ακτίστου θείας Χάριτος, μέσω της ίδιας δηλαδή της Θεότητας. Αυτός είναι ο λόγος, που μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για άμεση και προσωπική σχέση με τον ίδιο τον Θεό» (Στο διαδίκτιο, http://www.impantokratoros.gr/B47A1797.El.aspx ).
41. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 19957, σελ. 185(143-44). Βλέπε Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), άσκηση και θεωρία, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 20102, σελ. 130, και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 326(242).
42. Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 36, «Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά ζωντανής πείρας… ».
43. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69-70(50-51).
44. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 112(140-41), άσκηση και θεωρία, σελ. 110-11, Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 362, Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64- 65(47) και Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 17 & 25.
45. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 204, «Αλλά και όλα, όσα λένε οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι και κάθε άνθρωπος γενικά, είναι επίσης γνώση… [αλλά] η δική μας [αντίληψη] είναι πληρέστερη και τελειότερη. Η δική τους έννοια είναι πάντοτε αποσπασματική, κατά κάποιον τρόπο μονόπλευρη… ».
46. Για ένα ενδιαφέρον άρθρο στα αγγλικά για τη σύγχρονη άποψη ότι λείπει η αντικειμενικότητα από την θεολογία, βλέπε “Theology as Knowledge”, First Things, May 2006: http://www.firstthings.com/article/2007/01/theologvasknowledge-33 .
47. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 343, «Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ' όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψιν του θέματος», και όπου πριν. σελ. 91(58).
48. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 408(231).
49. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 339(215), και βλέπε όπου πριν , σελ. 215(136).
50. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, άγιον Όρος, 20072, σελ. 71. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 72(52-53). Για μια σύντομη παρουσίαση του λεγομένου «υπαρξισμού» του π. Σωφρόνιος, δείτε «Υπαρξιασμός ή Παράδοση; », βλέπε όπου πριν, σελ. 74-77(54-56).
51. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69(50), «Συνοψίζουμε τις βασικές αρχές της θεολογίας του γέροντα Σωφρονίου: Η θεολογία δεν βασίζεται στις αρχές της "ακαδημαϊκής λογικής"· ερείδεται επί της θείας αποκάλυψης. Η θεογνωσία θεμελιώνεται σε μία προσωπική και υπαρξιακή πράξη κοινωνίας με τη θεία πραγματικότητα. Οι λέξεις "προσωπική και υπαρξιακή πράξη" (personal and existential act) μας παρέχουν το κλειδί της ανίχνευσης των γνωσιολογικών καταβολών του γέροντα Σωφρονίου».