Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Ασκητική Ανθρωπολογία (Γερ. Σωφρόνιος)


Συγγραφέας: kantonopou

Ο Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, πρόσκαιρων και αιωνίων, Θείων και ανθρώπινων. Για τον λόγο αυτό όλα, όσα προτίθεμαι να γράψω εδώ, θα προέρχονται από τη θεώρηση του Χριστού ως Θεανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία μας δεν πρέπει να έχει αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά να προσφέρει απαραιτήτως θεμέλιο για όλη την εν τω Θεώ ζωή μας. Δεν θα δίσταζα να ονομάσω την ανθρωπολογία αυτή ασκητική. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι πολυδιάστατη. Μία από τις διαστάσεις της είναι η δημιουργική δύναμη, που εκδηλώνεται σε ποικίλες περιοχές: σε κουλτούρες όλων των ειδών, δηλαδή πολιτισμούς, τέχνες, επιστήμες.

Στον πρωτόπλαστο δόθηκε η εντολή, με την είσοδό του στον φυσικό κόσμο, να εργάζεται σε αυτόν και να τον φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ο φυσικός κόσμος είναι πλασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανάγκη να λύνει δημιουργικά τα προβλήματα που αδιάκοπα αναφύονται μπροστά του. Ωστόσο αυτά που απαριθμώ δεν εξαντλούν τον όλο άνθρωπο. Παράλληλα με την παραγωγή εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος για τη συντήρηση της ζωής του επάνω στη γη, ανέρχεται από τις ατελείς μορφές στις τελειότερες, τις πνευματικές, που υπερβαίνουν όλα τα ορατά και τα πρόσκαιρα. Στο επίπεδο των πρόσκαιρων, η δημιουργική ικανότητα κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τη γη, για να οργανώσει τα ακατέργαστα δεδομένα της φύσεως, που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Για να φτάσουμε στην αγάπη του Θεού (Αγ. Σιλουανού)




Για να φτάσουμε στην αγάπη του Θεού, πρέπει να τηρούμε όλα όσα παρήγγειλε ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Πρέπει να συμπάσχει η καρδιά μας και όχι μόνο τον άνθρωπο να αγαπούμε, αλλά να συμπονούμε και κάθε πλάσμα, κάθε κτίσμα του Θεού.

Να, ένα πράσινο φύλλο στο δέντρο, κι εσύ το έκοψες χωρίς λόγο. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να το πω, προκαλεί τον οίκτο· η καρδιά που έμαθε να αγαπά λυπάται και το φύλλο, και όλη την κτίση. Και ο άνθρωπος είναι μεγάλο δημιούργημα. Αν βλέπεις ότι παραπλανήθηκε και θα καταστραφεί, προσευχήσου γι’ αυτόν και κλάψε, αν μπορείς, αλλιώς, στέναξε τουλάχιστον γι’ αυτόν ενώπιον του Θεού. Και την ψυχή που ζει έτσι την αγαπά ο Κύριος, γιατί έγινε όμοια με Αυτόν.

Έτσι προσευχόταν ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας για να συγχωρήσει ο Κύριος το μαθητή του, που αρνήθηκε τον Χριστό και παντρεύτηκε μια Εβραία. Αυτή του η προσευχή ευχαρίστησε τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε ο Ίδιος θέλησε να παρηγορήσει το δούλο Του και εμφανίστηκε σε αυτόν και Του είπε: «Παΐσιε, γιατί προσεύχεσαι γι’ αυτόν που με απαρνήθηκε;» Αλλά ο Παΐσιος απάντησε: «Κύριε Εσύ ως ελεήμων, συγχώρεσέ τον». Τότε λέει ο Κύριος: «Παΐσιε, έγινες όμοιος μ’ Εμένα στην αγάπη». Τόσο ευπρόσδεκτη είναι στον Κύριο η προσευχή για τους εχθρούς.

Εγώ ο ίδιος είμαι μεγάλος αμαρτωλός, αλλά γράφω για την ευσπλαχνία του Θεού, που την γνώρισε η ψυχή μου με το Άγιο Πνεύμα.

* * *

Η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς. Η ψυχή που διδάχθηκε από τη χάρη Του Θεού να προσεύχεται, αγαπά και λυπάται όλη τη δημιουργία, και προπαντός τον άνθρωπο, για τον οποίο (ο Κύριος) έπαθε επάνω στο σταυρό και πονούσε βαθιά για όλους μας.

Ο Ελεήμων Κύριος με δίδαξε με τη χάρη Του να αγαπώ τους εχθρούς. Χωρίς τη χάρη Του Θεού δεν μπορούμε να αγαπούμε τους εχθρούς. Το Άγιο Πνεύμα, όμως, εμπνέει αγάπη, και τότε η ψυχή λυπάται ακόμη και τους δαίμονες, γιατί εξέπεσαν από το αγαθό και έχασαν την ταπείνωση και την αγάπη για τον Θεό.

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938)


 

Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938)



Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866-1938) λυπόταν μέχρι δακρύων για μια μύγα που πάτησε, για τις νυχτερίδες που ζεμάτισε, για ένα φίδι που σφάδαζε κομματιασμένο στον δρόμο. [Βλ. Α ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ Σ ω φ ρ ο ν ί ο υ (Σ α χ ά ρ ω φ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999 (8η έκδοση), σ. 582. Πρβλ. στο ίδιο βιβλίο, το Κεφάλαιο «Σκέψεις του Γέροντος περί των φυτών και των ζώων», σ. 116-119.] Για τα φυτά επίσης θεωρούσε αδιανόητη κάθε τραχύτητα, η οποία θα τούς προξενούσε την οποιαδήποτε βλάβη, ούτως ώστε ακόμη και τα χόρτα στα μονοπάτια ή τα φύλλα των δέντρων απέφευγε «άνευ ανάγκης» να κόβει, διότι, όπως έλεγε, «η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν», χωρίς όμως ποτέ να φθάνει σε «προσκόληση» για τα πράγματα ετούτα της Κτίσης.



Οι τελευταίες μέρες του Γέροντος Σωφρονίου του Αγιορείτου, της Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, (+11 Ιουλίου 1993)





Τέσσερις μέρες πριν πεθάνει έκλεισε τα μάτια του και δεν ήθελε να μας μιλήσει περαιτέρω. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό κι όχι θλιμμένο, αλλά γεμάτο ένταση. Είχε την ίδια έκφραση, όπως όταν θα τελούσε τη λειτουργία. Δεν άνοιγε τα μάτια του, ούτε πρόφερε λέξεις αλλά σήκωνε το χέρι του ευλογώντας μας. Μας ευλογούσε χωρίς λόγια κι εγώ κατάλαβαινα ότι θα έφευγε. Έτσι δεν ήθελα να τον απασχολώ. Προηγουμένως συνήθιζα να προσεύχομαι ώστε ο Θεός να επεκτείνει το γήρας του, όπως λέμε στη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου «το γήρας περικράτησον». Αλλά κατά τη διάρκεια εκείνων των ημερών είδα ότι έφευγε κι έτσι άρχισα να λέγω: «Κύριε δώρισε στο δούλο σου πλουσίαν είσοδον στη βασιλεία σου». Προσευχόμουν χρησιμοποιώντας τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως διαβάζουμε στη Β’ Επιστολή του (Β’ Πέτρου α’ 11).

Έτσι έλεγα επιμόνως :«Θεέ μου, δώρισε πλουσίαν είσοδον στο δούλο σου και τοποθέτησε την ψυχή του μαζί με τους Πατέρες του» και ονόμαζα όλους τους συντρόφους του ασκητές πού ήξερα ότι είχε στο Αγιον Όρος, αρχίζοντας από τον Άγιο Σιλουανό και μετά όλους τους άλλους.

Την τελευταία μέρα πήγα να τον δω στις έξι το πρωΐ. Ηταν Κυριακή και τελούσα την πρωϊνή λειτουργία, ενώ ο πάτερ Κύριλλος μαζί με τους άλλους ιερείς θα τελούσαν τη δεύτερη. Αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο να μας αφήσει τη μέρα εκείνη. Πήγα και άρχισα την Πρόθεση. Οι Ώρες άρχισαν στις εφτά και μετά ακολούθησε η λειτουργία. Είπα μόνο τις ευχές της Αναφοράς, διότι στο μοναστήρι μας έχουμε τη συνήθεια να τις διαβάζουμε εκφώνως. Για τις υπόλοιπες η προσευχή μου ήταν συνεχώς: «Κόριε, δώρισε πλουσίαν είσοδο στη βασιλεία σου στο δούλο σου». Η λειτουργία εκείνη ήταν διαφορετική απ΄όλες τις άλλες. Τη στιγμή που είπα «Τα άγια τοις αγίοις» ο πάτερ Κύριλλος εισήλθε το ιερό. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να κλαίει κι εννόησα ότι ο πάτερ Σωφρόνιος είχε φύγει. Ρωτώντας ποιά ώρα είχε αναχωρήσει ήξερα ότι ήταν η ώρα πού διάβαζα το ευαγγέλιο. Πήγα παράμερα, διότι ο πάτερ Κύριλλος ήθελε να μιλήσει μαζί μου και μου είπε: «Μετάδωσε την Κοινωνία στους πιστούς και μετά ανακοίνωσε την αναχώρηση του πατρός Σωφρονίου και κάνε το πρώτο Τρισάγιο θα κάνω το ίδιο στη δεύτερη λειτουργία». Έτσι διαμοίρασα τον Αμνό και μετάλαβα· μετέδωσα στους πιστούς τη Θεία Κοινωνία και τελείωσα τη Θεία Λειτουργία. Δεν γνωρίζω πώς τα κατάφερα. Μετά βγήκα έξω και είπα στον κόσμο: «Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Χριστός ο Θεός μας είναι το σημείο του Θεού για όλες τις γενεές αυτής της εποχής, διότι στα λόγια του βρίσκουμε τη σωτηρία και τη λύση κάθε ανθρώπινου προβλήματος.

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Ἀναφορὰ στὴν Θεολογία τοῦ Γέροντος Σοφρωνίου



«Είναι ανάγκη δια πάντας ημάς, όπως διέλθωμεν δια του μυστηρίου του θανάτου χάριν τελειοτέρας εξομοιώσεως προς τον Χριστόν.» (σ. 63)

«Η ψυχή βλέπει εαυτήν ερριμμένην εις το σκότος του θανάτου. Ο φόβος εκ του σκότους τούτου είναι μαρτυρικός, διότι τούτο δεν υπάρχει μόνον πέριξ εμού, αλλ’ εδρεύει εν εμοί. Όταν όμως το άκτιστον Φώς αποδεσμεύη εμέ εκ του εσωτερικού μου άδου, τότε απέρχεται απ’ εμού πάν πάθος» (σ. 78)

«Ενσυνειδήτως κατερχόμεθα εις τον άδην, διότι, αφ’ ής στιγμής αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του προαιωνίου Ανθρώπου, ζώμεν οξύτερον το βάθος του σκοτασμού ημών. Μεγάλη θλίψις πλήττει όλον το είναι ημών. Τα εξωχρονικά παθήματα του πνεύματος υπερβαίνουν πάντα φυσικόν πόνον. ... «Ελθέ και ίασαί με εκ του συνέχοντός με θανάτου ...» (σ. 102)

Τινές εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, ακολουθούντες Αυτόν, οδηγούνται μέχρι του χείλους της αβύσσου, ήτις απροσδοκήτως διανοίγεται έμπροσθεν αυτών, άνευ της δυνατότητος οπισθοχωρήσεως. ... Δια την πτήσιν επάνω της αβύσσου ταύτης έχομεν χρείαν της δυνάμεως της ευλογημένης απογνώσεως ... Το Φώς διαφαίνεται μακρόθεν. Ελκυόμενοι προς αυτό υπό μυστηριώδους δυνάμεως, αποφασίζομεν να ριφθώμεν εις το άγνωστον, επικαλούμενοι το Άγιον Όνομα του Ιησού Χριστού, του Θεού Σωτήρος. Και τί συμβαίνει τότε; Αντί να συντριβή η κεφαλή ημών επί των κεκρυμμένων εις τον γνόφον υφάλων, αόρατός τις χείρ εμφανίζεται, στοργικώς κρατούσα ημάς επάνω της αβύσσου. Άνευ αυτής της φιλικής χειρός του Ζώντος Θεού ουδείς άνθρωπος δύναται να αντεπεξέλθη εις τας συνθήκας των αντιξόων περιστάσεων.» (σ. 107)

Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος του ορατού τμήματος του δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο· και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. ... Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος τα εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό του Θεού.» (σ. 121)

«Ο Γέροντας ορίζει την προσευχή ως ατελεύτητη δημιουργία, γιατί με αυτήν δίνεται στον άνθρωπο το προνόμιο να γίνει συνεργός Θεού για την ολοκλήρωσή του ως προσώπου. Δέχεται το χάρισμα να αναδειχθεί ο ίδιος αυτουργός της τελειώσεως της υποστατικής του αρχής. ... Το έργο του αγώνα αυτού είναι γεμάτο σοφία και έμπνευση, κάλλος και μεγαλείο· είναι υψηλό και δημιουργικό. ... Όλος ο αγώνας της προσευχής στοχεύει στην ανεύρεση και κατάκτηση της καρδιάς. Την οδό προς αυτήν φράζει μόνο η κενοδοξία.»[1]

Απορρίπτομεν εκείνα τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηΐνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». ... Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. ... Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα. ... Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλ’ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν ... Δι’ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας (σ. 195) ... Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. ... Αναζητώ λόγους, ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων. (σ. 196)