Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ) 3 [«Μὴ ἀπευθύνης εἰς τὸν µέγαν Θεὸν µικρὰ αἰτήµατα.»]



✝ Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΝ


[Γ´] 


Ἀπὸ τὸ περιοδ. «ΠΡΩΤΑΤΟΝ»,
(ἀρ. τ. 45, Ἰαν.- Φεβρ. 1994)



Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»



Ὀντολογικὴ µετάνοια καὶ θεωρία

.             Τὰ τελευταῖα χρόνια παρετηρήσαµεν εἰς τὴν γῆν ἕνα παράδοξον φαινόµενον, τὴν µἐ ἀφάνταστον ἀγριότητα καταπίεσιν ἀφ᾽ ἑνὸς ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ τὴν ἐξερεύνησιν, τὴν ἀποσαφήνισιν ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀρχῆς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως ὡς προσώπου. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς πρόσωπον; Ποῦ στρέφεται ὁ νοῦς τοῦ προσώπου; Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀναπτύσσεται ἐν ἡµῖν ἡ ἀρχὴ τοῦ προσώπου, τότε καὶ ἂν ἀκόµη εὑρισκώµεθα εἰς ὁποιανδήποτε φυλακήν, εἴµεθα ἤδη ἐλεύθεροι ἐν πνεύµατι, ἐντὸς τοῦ ἀπείρου διαστήµατος τοῦ κτιστοῦ κόσµου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐξωτερικά, ἀλλὰ ζεῖ ἐκ τῶν ἔνδον. Ὅµως ἡ ἀνθρωπίνη γλῶσσα εἶναι ἀνίκανος νὰ προσδιορίση τὴν φύσιν τῆς θεωρίας αὐτῆς τῶν ἀπείρων ἀβύσσων.
.             Τί νὰ εἴπωµεν περὶ τῶν ἀβύσσων αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι ἀνοίγονται ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν βυθίζεται εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ; Ποῖος εἶναι ὁ χαρακτήρ των; Ποία εἶναι ἡ ἀφετηρία των, ἐσωτερικὴ ἢ ἐξωτερική; Προέρχονται, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ πηγάζουσαν ἐνέργειαν ἢ φανερώνουν µίαν δυνατότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως; Δὲν ἠµποροῦµεν οὔτε νὰ τὸ κατανοήσωµεν, οὔτε νὰ τὸ προσδιορίσωµεν. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθωµεν εἰς τὸν χῶρον τοῦτον µόνον διὰ µιᾶς µετανοίας, ὀντολογικοῦ χαρακτῆρος. Ὅµως ἀκόµη καὶ τότε, θὰ παραµένη διὰ τὸν ἄνθρωπον ἕνα µυστήριον: τὸ ἄπειρον αὐτό, ποὺ ἀνοίγεται ἐνώπιόν του εἶναι κάτι ἐξωτερικὸν ἢ εἶναι ἡ κατάστασις τοῦ ἰδικοῦ του νοῦ, δηµιουργηθέντος κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Νοῦ τοῦ Δηµιουργοῦ, τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ;

Νὰ ζητῶµεν µόνον µεγάλα πράγµατα

.             Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς µοναχικῆς µου ζωῆς εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁ πνευµατικός µου Πατὴρ µοῦ ἔδωσε τὴν ἑξῆς συµβουλὴν «Πρόσεξε νὰ µὴ ἀπευθύνης εἰς τὸν µέγαν αὐτὸν Θεὸν µικρὰ αἰτήµατα, ἀλλὰ νὰ ζητῆς µόνον µεγάλα πράγµατα». Ἐνεργώντας µὲ τὸν τρόπον αὐτὸν συµβαίνει τὸ ἑξῆς παράδοξον· ὁ πτωχότατος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ἰδικόν του, ξαφνικὰ  ἀποκτᾶ τοὺς ἀπείρους θησαυροὺς τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλην τὴν κτίσιν Του. Ὁ Κύριος ὠνόµασε τὸν Πατέρα «Νοῦν», «Πνεῦµα», «Πνεῦµα ὁ Θεὸς» (Ἰωάν. δ´ 24). Καὶ ἰδοὺ ἡµεῖς διερωτώµεθα· Πῶς ἠµπορεῖ τὸ Πνεῦµα αὐτὸ νὰ µᾶς ἐγγίση, χωρὶς νὰ µᾶς καταφλέξη; Ἡ εἴσοδος εἰς τὴν κατάστασιν αὐτὴν πραγµατοποιεῖται βραδύτατα, µέσα εἰς τὰς συνθήκας τῆς καθηµερινῆς ζωῆς, ἀλλ᾽ ἂν κατορθώση αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἀπελευθερώνεται σωµατικῶς ἀπὸ κάθε δεσµόν, καὶ ζῆ µόνον διὰ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἠµποροῦµεν νὰ ἀντιληφθῶµεν, ὅτι αὐτὸς ὁ κόσµος ἔχει δηµιουργηθῆ διὰ τοῦ νοὸς καὶ τοῦ θελήµατος τοῦ Πνεύµατος ἐκείνου ποὺ ὀνοµάζοµεν «Θεόν», καὶ «Θεὸν Πατέρα», ὁ ὁποῖος εἶπεν «Ποιήσωµεν τὸν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡµετέραν καὶ καθ᾽ ὀµοίωσιν» (Γεν. Α´ 26).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου