Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Περί Προσευχής


Α’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.. 95
Β’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ… 95
Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡΝΙΚΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ.. 95
Δ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΝΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ 95
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ… 95
Α’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.. 95
Β’ Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.. 95
Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΕΝ ΠΑΝΤΙ ΚΑΙΡΩ ΚΑΙ ΠΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙ 95
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ… 95
Α’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ.. 95
Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ.. 95
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Α’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η προσευχή είναι ατελεύτητος δημιουργία ανωτέρα πάσης τέχνης ή επιστήμης. Δια της προσευχής εισερχόμεθα εις κοινωνίαν μετά του Ανάρχου Όντος. Ή άλλως: Η ζωή του όντως Όντος Θεού εισχωρεί εν ημίν δια του αγωγού της προσευχής. … ενίοτε θα ιστάμεθα επί των ορίων, τρόπον τινά, της αφροσύνης και εν οδύνη καρδίας θα ομολογώμεν εις Αυτόν την οικτράν ημών κατάστασιν:
«Συ έδωκας την εντολήν Σου να αγαπώ, και αποδέχομαι αυτήν μεθ’ όλης της υπάρξεώς μου· αλλ’ ιδού, εν εμοί τω ιδίω δεν ευρίσκω την δύναμιν της αγάπης ταύτης …» }015}
Εγκαταλείπει την ψυχήν ημών ως τινα καρπόν επί του δένδρου, να καίηται υπό του ηλίου να δέχηται τα κτυπήματα των ψυχρών και ισχυρών ανέμων, να καταπονήται υπό της δίψης ή να υποφέρη τα ρεύματα των υετών. Εάν όμως ημείς κρατώμεν ισχυρώς δια των χειρών ημών το κράσπεδον του ιματίου Αυτού θα ίδωμεν το αγαθόν αποτέλεσμα.
Η προσευχή αποκαθιστά οπωσδήποτε εν ημίν την θείαν εκείνην πνοήν, την οποίαν ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον του Αδάμ», και δυνάμει της οποίας ούτος }016} «εγένετο εις ψυχήν ζώσαν». Το αναγεννημένον δια της προσευχής πνεύμα ημών αρχίζει να εκπλήττηται προ του μεγάλου μυστηρίου του Είναι.
Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς τους υιούς του Αδάμ να διέλθωμεν δια του ουρανίου τούτου πυρός του καταφλέγοντος τας ρίζας των θανατηφόρων παθών. Αλλέως δεν θα ίδωμεν το Πυρ τούτο μεταβαλλόμενον εις Φως νέας ζωής, διότι εν τη πτώσει ημών η καύσις προηγείται του φωτισμού και ουχί αντιθέτως. Συνεπώς ας ευλογήσωμεν τον Κύριον και δια την κατακαίουσαν ταύτην ενέργειαν της αγάπης Αυτού.
Εάν η επίτευξις επιστημονικής πολυμαθείας απαιτή μακροχρόνιον και έντονον αγώνα, η απόκτησις της προσευχής απαιτεί ασυγκρίτως εντονώτερον. }017}
Η ελαχιστοτέρα εισέτι μεθ’ ημών επαφή του Θείου Πνεύματος αποτελεί δοξαν ασύγκριτον εν σχέσει προς το περιεχόμενον της άνευ Θεού ζωής ημών.
Η αυθεντική προσευχή ενούσα ημάς μετά του Υψίστου δεν είναι άλλο τι ει μη φως και δύναμις εκ των ουρανών προς ημάς καταβαίνουσα. Κατά την ουσίαν αυτής η προσευχή υπερβαίνει την κατάστασιν ημών. Δεν υπάρχει πηγή ενεργείας δι’ αυτήν εν τω κόσμω τούτω. … Εάν ταπεινώ την σάρκα δι’ υπερμέτρου νηστείας, τότε επί τινα χρόνον εν τη οδυνηρά εγκρατεία δημιουργείται ευνοϊκόν έδαφος δια την προσευχήν, κατόπιν όμως το σώμα αποκάμνει και αρνείται να ακολουθήση το πνεύμα. … Εάν είμαι διανοητικώς πεπροικισμένος δια σοβαράν επιστημονικήν εργασίαν ή καλλιτεχνικήν δημιουργίαν, η επιτυχία μου εις αυτάς θα αποτελέση αφορμήν προς κενοδοξίαν, και θα }018} καταστή αδύνατον να εύρω την βαθείαν καρδίαν: τόπον της πνευματικής προσευχής.
Η αληθής προσευχή προς τον αληθινόν Θεόν είναι κοινωνία μετά του Πνεύματος του Θεού, το Οποίον προσεύχεται εν ημίν. … Η πράξις της προσευχής ως Άνωθεν καταβαίνουσα χάρις υπερέχει της γηΐνης φύσεως ημών, και εξ αιτίας τούτου το φθαρτόν σώμα, ανίκανον δια την ανάβασιν εις την σφαίραν του Πνεύματος, ανθίσταται εις αυτήν· η διάνοια ανίσχυρος να περιλάβη την απειρότητα, εναντιούται, σαλεύεται υπό των αμφιβολιών, απωθούσα παν ό,τι υπερβαίνει την αντίληψιν αυτής. … Μόνον όμως η προσευχή ανακαλεί τον κτιστόν κόσμον εκ της πτώσεως αυτού, υπερνικώσα την εν αυτώ μονοτονίαν και αδράνειαν δια της μεγάλης εντάσεως του πνεύματος ημών εν τη τηρήσει των εντολών του Χριστού. }019}
Προσευχή σημαίνει πολλάκις να ομολογώμεν εις τον Θεόν την αθλίαν ημών κατάστασιν: αδυναμίαν, ακηδίαν, αμφιβολίας, φόβους, λύπην, απόγνωσιν, εν ενί λόγω, παν ό,τι συνδέεται μετά των συνθηκών της υπάρξεως ημών. Να ομολογώμεν μη επιζητούντες καλλιεπείς εκφράσεις, ουδέ εισέτι λογικόν ειρμόν … Συχνάκις ο τρόπος ούτος στροφής προς τον Θεόν αποβαίνει η αρχή της προσευχής-διαλόγου.
Ενίοτε θα είμεθα επί των κυμάτων της Θείας Αγάπης, την οποίαν κατ’ αφελή τρόπον θα εκλάβωμεν μονομερώς ως ημετέραν προς Αυτόν αγάπην. }020}
Ίνα αναγνωρίσωμεν τας εκ του Θεού προερχόμενας δωρεάς, Ούτος, μετά την επίσκεψιν, εγκαταλείπει ημάς προς καιρόν. … Εν τη νεότητί μου υπήρξα ζωγράφος … Ήτο δυνατόν να εξαντλούμαι να μη έχω δυνάμεις προς εργασίαν ούτε έμπνευσιν· εγνώριζον όμως ότι το δώρον τούτο είναι φύσις μου. Όταν όμως ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, τότε λαμβάνομεν αίσθησιν κενού τινος εν αυτώ τούτω τω είναι· και δεν γνωρίζει η ψυχή εάν ποτε θα επιστρέψη ο Απελθών. Ούτος απεκρύβη, εγώ δ’ εγκατελείφθην κενός· και ζω το φοβερόν τούτο κενόν ως θάνατον. … Και ιδού ευρίσκομαι εκ νέου εις εκείνην την κατάστασιν, ήτις πρότερον εφαίνετο εις εμέ φυσική ικανοποιητική, νυν δε προξενεί φρίκην: Εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν ζωώδης-κτηνώδης … Εισήχθην εις τον οίκον του μεγάλου Βασιλέως· εγνώρισα ότι είμαι συγγενής Αυτού, αλλ’ ιδού πάλιν δεν είμαι πλέον ει μη ανέστιος επαίτης.
Δια της εναλλαγής των καταστάσεων θα γνωρίσωμεν την διαφοράν μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και εκείνων τα οποία κατέρχονται ως Άνωθεν ευλογία. }021}
… τιτρώσκει την καρδίαν δι’ αγάπης διαφόρου εκείνης ήτις συνήθως εννοείται υπό την λέξιν ταύτην. Το Φως της αγάπης ταύτης εκχέεται προς πάσαν την κτίσιν … Η αγάπη αύτη γίνεται αισθητή υπό της φυσικής καρδίας, αλλά κατά το είδος αυτής είναι πνευματική, άκτιστος, ως παρά του Θεού εκπηγάζουσα.
Σέβεται τον άνθρωπον ταπεινούται ενώπιον αυτού: Η αγάπη Αυτού είναι ταπεινή· αγαπά ουχί αφ’ υψηλού αλλ’ ως στοργική μήτηρ το εαυτής πάσχον βρέφος. }022}
Η θεία αγάπη ήτις είναι ο βαθύτερος χαρακτήρ της ζώσης αιωνιότητος, δεν δύναται να μη πάσχη εν τω κόσμω τούτω. … Εγνώρισα εμαυτόν κληθέντα εκ του μηδενός· κατά την φύσιν αυτού ο άνθρωπος είναι μηδαμινότης.
Η ταπείνωσις του Χριστού είναι δύναμις τα πάντα νικώσα. … Εκφραζομένη δια των λέξεων ημών παρουσιάζεται αντιφατική. Η ταπείνωσις είναι κατηγόρημα της Θείας Αγάπης, Ήτις, εν τω ανοίγματι αυτής προς την κτίσιν, πράως δέχεται παντοίας πληγάς εκ των υπ’ Αυτής κτισθέντων όντων.
Η όρασις του Θεού θέτει τον άνθρωπον ενώπιον της }023} αναγκαιότητος του εσωτερικού αυτοπροσδιορισμού εν αναφορά προς Αυτόν. Κατ’ ουσίαν εκάστη ενέργεια ημών απαραιτήτως ή προσεγγίζει ημάς προς τον Θεόν, ή, αντιθέτως, απομακρύνει ημάς. … Η απόστασις μεταξύ ημών και του Θεού είναι ανεκφράστως μεγάλη. Βλέπομεν εαυτούς αναξίους του Αγίου των Αγίων· η καρδία συντρίβεται εκ της μαρτυρικής επιγνώσεως της πτωχείας ημών. Δεν αντιλαμβανόμεθα εξ αρχής ότι τούτο ακριβώς το φαινόμενον είναι ήδη η αρχή της προσεγγίσεως ημών προς τον Θεόν. Η πρώτη εντολή των μακαρισμών –«μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»- κατά τινα οργανικόν τρόπον οδηγεί προς τας επομένας βαθμίδας: προς το πένθος, την πραότητα, την πείναν και την δίψαν της δικαιοσύνης, προς την ευσπλαχνίαν, την καθαρότητα της καρδίας, προς την ζώσαν αίσθησιν της υιοθεσίας ημών· οδηγεί ημάς προς την θλιβεράν σύγκρουσιν μετά του κόσμου των παθών, προς χωρισμόν από των μη εκζητούντων την Βασιλείαν της δικαιοσύνης· προς τους διωγμούς τους ονειδισμούς, τας δυσφημίας και τα παρόμοια. }024}
Εξ αυτής ταύτης της πείρας θα αντιληφθώμεν ευθύς ως επέλθη αυτοϊκανοποίησις εις αντικατάστασιν της αισθήσεως της «πτωχείας», άπασα η κλίμαξ αύτη των πνευματικών αναβάσεων καταρρέει και «ο οίκος ημών αφίεται έρημος»: Ο Θεός δεν είναι πλέον μεθ’ ημών. Ούτω γίνεται έως ότου ταπεινωθή εκ νέου η καρδία και κράξη προς Αυτόν μετά πόνου.
Χρόνος είναι ο «τόπος» της συναντήσεως ημών μετά του Δημιουργού· χρόνος είναι η διαδικασία της πραγματοποιήσεως του σχεδίου του Θεού περί της δημιουργίας: «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι». Η δημιουργία δεν είναι εισέτι τετελειωμένη: }025}
Εις ένα έκαστον εξ ημών παρεσχέθη «ίδιος τις χρόνος», βραχύς μεν αλλ’ επαρκής δια την επίτευξιν της σωτηρίας.
Εφ’ όσον διάγομεν εν τούτω τω «σώματι της αμαρτίας» και συνεπώς εν τω κόσμω τούτω, δεν θα παύση η ασκητική πάλη προς τον «νόμον της αμαρτίας», τον ενεργούντα εν τη σαρκί ημών. Βλέποντες εαυτούς ότι δεν δυνάμεθα να υπερνικήσωμεν τον θάνατον τούτον δια των ιδίων ημών δυνάμεων, εμπίπτομεν εις απόγνωσίν τινα περί της σωτηρίας ημών. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται τούτο είναι εν τούτοις αναγκαίον να ζήσωμεν την βαρείαν ταύτην κατάστασιν, να βιώσωμεν αυτήν εκατοντάκις, ώστε βαθέως να εντυπωθή εν τη συνειδήσει ημών. Η πείρα αύτη του άδου είναι δι’ ημάς ωφέλιμος. Όταν φέρωμεν εν εαυτοίς το μαρτύριον τούτο επί έτη, επί δεκάδας ετών, τότε γίνεται το μόνιμον περιεχόμενον του πνεύματος ημών, ανεξάλειπτος ουλή επί του σώματος της ζωής ημών. Και ο Χριστός διετήρησεν επί του Σώματος Αυτού τους τύπους των ήλων της σταυρώσεως εισέτι και μετά την ανάστασιν: }026}
Εκ της πείρας των βασάνων του άδου δέον όπως γεννηθή προσευχή υπέρ όλου του γένους των ανθρώπων, ως και υπέρ ημών αυτών. Εκάστην κατάστασιν ημών μεταφέρομεν εν πνεύματι εκ των στενών πλαισίων της ατομικότητος ημών εις άπασαν την ανθρωπότητα. Ούτω πάσα εμπειρία ημών αποβαίνει αποκάλυψις περί των διαδραματιζομένων ανά τους αιώνας εν τω κόσμω των ανθρώπων, και η πνευματική ημών μετ’ αυτών ταύτισις λαμβάνει χαρακτήρα απτής πραγματικότητος.
Πρότερον τουτέστιν εν τοις ορίοις του Μωσαϊκού Νόμου, η διάστασις της εντολής ταύτης (αγαπήσεις τον πλησίον σου) αφεώρα μόνον εις τον Εβραϊκόν λαόν … Ο Χριστός όμως επεξέτεινε ταύτην εις όλους τους λαούς εις πάντας τους αιώνας … }027}
Τις θα μεταμορφώση την φύσιν μου ούτως ώστε να καταστή ικανή να μένη αδιαστάτως μετ’ Αυτού, Όστις είναι Φως, εν ώ ουκ έστι σκοτία ουδεμία; }028}
Η αγάπη του Χριστού εμπνέει ελεήμονα υπέρ πάντων των ανθρώπων προσευχήν, εν τη οποία συμμετέχουν και η ψυχή και το σώμα. … Ευαρεστείται ο Πατήρ ημών ο ουράνιος όταν πάσχωμεν βλέποντες τα προσκόμματα των αδελφών ημών. Κατά το πνεύμα της εντολής «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» οφείλομεν να συμπάσχωμεν ο είς υπέρ του άλλου. Είναι απαραίτητον να δημιουργηθή τρόπον τινά αλληλοκάλυψις ευθυνών, ήτις θα ενώση πάντας ημάς ενώπιον του προσώπου του Θεού του Δημιουργού ημών. }029}
Εν τη ευχητική καταπονήσει της ψυχής περί της σωτηρίας των ανθρώπων περικλείεται ζωοποιός δύναμις και αγία χαρά. Ο μη γήϊνος αλλά θεοειδής χαρακτήρ της χριστιανικής ζωής, έγκειται εις τον μετά θαυμαστού τρόπου συνδυασμόν θλίψεως και χαράς, βάθους και ύψους, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος εν τη μακραίωνι ιστορία της γης.
Βραδεία φαίνεται εις ημάς η διαδικασία της αφομοιώσεως της Άνωθεν δοθείσης εις την ανθρωπότητα Αποκαλύψεως. Τούτο δε ουχί μόνον εν τη ζωή του συνόλου των ανθρώπων, αλλά και εν τω προσωπικώ αγώνι ενός εκάστου εξ ημών. }030}
Δυσκόλως αφομοιούται υφ’ ημών η ζωή του Θεού. Εκείνοι δε οίτινες ηγάπησαν την επιφάνειαν του Χριστού του Αμνού του Θεού, δεν χωρούν το πλήρωμα της εκχεομένης επ’ αυτούς ευλογίας.
Οσονδήποτε πεπυρωμένη και εάν είναι η πίστις του χριστιανού το έργον της «μεταμορφώσεως του εξουθενημένου σώματος» ημών, όπως καταστή τούτο «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Κυρίου», απαιτεί μακροχρόνιον αγώνα νηστείας και προσευχής μετανοίας. Εν τη παρατεταμένη πορεία της ασκήσεως ταύτης αποκαλύπτεται η έως τότε άγνωστος διάστασις της πτώσεως του Αδάμ. Η όρασις αύτη δεν δίδεται εις πάντας κατά το αυτό μέτρον. }031}
Υπήρξαν όμως περιπτώσεις κατά τας οποίας η κατώδυνος εκ της μακράς προσευχής καρδία απώθει τον Θεόν λέγουσα: «Ώ, τούτο είναι υπέρ τας δυνάμεις μου»! Αι συνέπειαι εν τούτοις τοιούτων βραχυτάτων στιγμών απέβαινον λίαν θετικαί.
Όσον ισχυροτέρα είναι η έλξις ημών προς τον Άπειρον τοσούτον βραδυτέρα φαίνεται εις ημάς η προσέγγισις προς Αυτόν. Η τυραννική αίσθησις της μηδαμινότητος ημών αφ’ ενός, και η θεωρία του ανεκδιηγήτου μεγαλείου του Ποθουμένου αφ’ ετέρου καθιστούν αδύνατον }032} την έγκυρον κρίσιν περί της πραγματικής καταστάσεως ημών: Προσεγγίζομεν άραγε προς τον Θεόν ή απομακρυνόμεθα απ’ Αυτού; Εν τη θεωρία της αγιότητος του Θεού ο άνθρωπος αναπτύσσεται ταχύτερον παρ’ ό,τι προοδεύει εν τη ικανότητι αυτού όπως συμμορφοί την ζωήν αυτού προς την εντολήν. Εξ ού και η εντύπωσις ότι η διάστασις μεταξύ ημών και του Θεού δεν παύει να αυξάνη. Εν τη επιστημονική εργασία πάσα νέα ανακάλυψις, μη ούσα τελική, αποκαλύπτει την προτέραν ημών άγνοιαν και δι’ αυτού του γεγονότος ευρύνει τρόπον τινά την περιοχήν του μυστηριώδους και ακαταλήπτου, όπερ εκτείνεται έμπροσθεν ημών.
Η νοερά όρασις του σκοπού δύναται να δοθή εις ημάς εν βραχυτάτη στιγμή, ανεξαρτήτως της φυσικής ηλικίας, αλλ’ η εν τη πράξει εκπλήρωσις εκείνου, όπερ προεγεύθημεν εν διαισθήσει δύναται να απαιτήση ισόβιον αγώνα· αλλά και τότε η επιτυχία δεν είναι εισέτι βεβαία.
Να ίδη τις εαυτόν εν τη δουλεία των χαμερμπών παθών των αποχωριζόντων αυτόν από του Θεού, θλίβει }033} αυτόν μέχρι μεγάλου πόνου. Εκ της απεγνωσμένης θλίψεως η προσευχή συνάγεται εις τα έσω, εις αυτόν τούτον τον καρδιακόν πυρήνα της υπάρξεως ημών, υπό μορφήν «σπασμού»: Ο όλος άνθρωπος συσφίγγεται εις έν, ως ισχυρός εσφιγμένος γρόνθος. Η προσευχή γίνεται κραυγή άνευ λόγων. Τούτο είναι μία εκ των πικροτέρων εμπειριών: να συνειδητοποιήση τις εαυτόν εν τω ζοφερώ λάκκω της αμαρτίας, ανάξιον του Αγίου των Αγίων. Δεν υπάρχει όμως άλλη ευκολωτέρα οδός δια την υπερνίκησιν των παθών.
Παν χριστιανικόν «έργον» αναποφεύκτως συνδέεται μετ’ ασκητικού αγώνος· η αγάπη δε, ως το ύψιστον πάντων των έργων, απαιτεί και τον μεγαλύτερον κόπον.
Όσοι όμως έλαβον την φοβεράν ταύτην ευλογίαν (θα άρη επί των ώμων αυτού τον σταυρόν), εγεύθησαν της αναστάσεως αυτών· ο κλήρος των υπολοίπων είναι η πίστις εις την ευσπλαχνίαν του Θεού. }034}
Δεν είμεθα εις θέσιν να φθάσωμεν την τελειότητα των εντολών, αλλ’ εξ ημών εξαρτάται να επιδείξωμεν την μεγαλυτέραν δυνατήν φιλοπονίαν, και τότε Εκείνος ο Ίδιος θα επιτελέση το υπόλοιπον. … Η δύναμις των ευαγγελικών εντολών έγκειται εις το ότι αύται εισάγουν κατά φυσικόν τρόπον εις την }035} απειρότητα του Θείου Είναι.
Όσον βαθύτερον πορευόμεθα «προς τα κάτω» τοσούτον ριζικώτερον καθαιρόμεθα εκ των συνεπειών της υπερηφάνου πτώσεως του προπάτορος ημών Αδάμ. Όταν δε καθαρθή η καρδία ημών τότε ενοικούν εν ημίν και ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, και ημείς εισαγόμεθα εις την ασάλευτον πραγματικότητα της Θείας Βασιλείας, ένθα το ανεκδιήγητον μεγαλείον συνενούται μετά της αφάτου ταπεινώσεως και του αρρήτου κάλλους. }036}
Η δε κένωσις ημών εκφράζεται δια της αρνήσεως πάντων όσα είναι εις ημάς πολύτιμα επί της γής εν τη τηρήσει των εντολών: }037}
Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών· να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού τουτέστι θεός. … Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου }038} περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο; Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ.
Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών … Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. }039}
Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την }040} ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». … Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών.
… ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. }041}
Ουδείς εκ των υιών του Αδάμ δύναται να ζήση ούτω (αγαπάτε τους εχθρούς υμών) δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Τούτο δεν είναι δυνατόν άλλως ει μη εάν το Πνεύμα το Άγιον πληρώση την καρδίαν του ανθρώπου δια της ιδιαζούσης εις Αυτό αιωνιότητος. Άνευ Αυτού δεν δυνάμεθα να φυλάξωμεν την εντολήν του Θεού. }042}
Ο όφις ίνα απορρίψη αφ’ εαυτού το παλαιόν άχρηστον ένδυμα, διέρχεται δια στενής σχισμής· ούτω και πας άνθρωπος, ίνα σωθή οφείλει να διέλθη δια λίαν «στενής πύλης», όπως απεκδυθή τους «δερματίνους χιτώνας», τους οποίους ενεδύθημεν εν τη πτώσει ημών. }043}
Δεν θα είπω ότι εμίσησα τον πατέρα μου ή την μητέρα μου ή τους λοιπούς συγγενείς και φίλους. Ήρκει εις εμέ το μίσος προς εμαυτόν, ενώ περί των άλλων, τρόπον τινά, δεν εσκεπτόμην. Ο πόθος μου δια τον Θεόν προεκάλει μεγάλην οδύνην, τοσαύτην ώστε να επιλανθάνωμαι πάντων των λοιπών, διαμένων μόνος μετ’ Αυτού. }044}
… αι εντολαί αύται (αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν δι’ όλου του είναι σου και τον πλησίον ως σεαυτόν) αποτελούν αυτοαποκάλυψιν του Θεού ενώπιον ημών. Η τήρησις αυτών είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη όταν απεκδυθώμεν τον «παλαιόν άνθρωπον» και ενδυθώμεν «τον νέον»: τον Χριστόν, τον εκ του ουρανού καταβάντα. }045}
Η αγάπη δε ενοποιεί ημάς εν τω Είναι. Το πλήρωμα της αγάπης οδηγεί να αγαπώμεν μέχρις αυτολήθης· «αυτολήθης», τουτέστιν αυτομίσους.
Το περιεχόμενον της ζωής του μετ’ εντάσεως προσευχομένου ανθρώπου είναι όμοιον προς απέραντον ωκεανόν ζώντος ύδατος. Το πνεύμα ημών πλουτεί ημάς ακαταπαύστως, αλλ’ ουχί τόσον ως προς το πλήθος νέων λόγων ή εννοιών, όσον ως προς την εμβάθυνσιν αποκτηθέντων βιωμάτων. … Επί έτη, εισέτι δε και δεκαετίας, η παρατεινομένη εναλλαγή καταστάσεων οδύνης ή παρακλήσεως –άνωθεν κατερχομένης- διαπαιδαγωγεί το πνεύμα ημών, απεργαζομένη τούτο ικανώτερον προς νέας μορφάς σκέψεως και προσλήψεως του είναι εν γένει: Ο νους εθίζεται να σκέπτηται ασχηματίστως όλον τον κόσμον, η καρδία δε να φέρη ευκτικώς και μετά πόνου αγάπης εν εαυτή τον κόσμον τούτον εν τω συνόλω αυτού. Εν τη τοιαύτη πνευματική συνθέσει διαμένει η ώριμος προσευχή του χριστιανού του παρισταμένου τω Θεώ δι’ όλου του νου, δι’ όλης της καρδίας, εν τη ενώσει αυτών εις έν. Ο ασκητής ανίσχυρος να εκφράση δια λόγου παν ό,τι φέρει εν εαυτώ, συχνάκις προσεύχεται άνευ λόγων έχων εν τούτοις σφαιρικήν επίγνωσιν των όσων έλαβε πείραν, ή εν πλήρει καταδύσει εν τω Θεώ μέχρι λήθης της γης. Εν τη αμεθοδεύτω εξωτερικώς περιγραφή των διαδικασιών της ζωής του ανθρωπίνου πνεύματος γίνεται λόγος περί της βαθμιαίας μεταβάσεως εκ των ατομικών μορφών της υπάρξεως εις την υποστατικήν μορφήν του είναι εν τω αιωνίω Θεώ. }046}
Η σχολαστική συστηματοποίησις του υλικού είναι δυνατή μέχρι σημείου τινός εις τα θεωρητικά θεολογικά έργα, αλλ’ ουδόλως και ουδέποτε εις τα ζώντα ρήματα περί της αυθεντικής ζωής του πνεύματος ημών. }047}
Β’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΩΣ Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ
Όσον και εάν είμαι όντως “μηδέν”, εν τούτοις το Άκτιστον Φως εφανερούτο εις εμέ ακριβώς δια την εις Χριστόν πίστιν. }050}
Βραχεία η απάντησις, αλλ’ ο λόγος του Θεού φέρει εις την ψυχήν νέαν ιδαιτέραν αίσθησιν του είναι. Η καρδία λαμβάνει πείραν πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους αίφνης συλλαμβάνει κεκρυμμένα εώς τότε νοήματα. Η εγγύτης του Θεού εμπνέει ημάς. Η επαφή της δημιουργικής Αυτού δυνάμεως ζωοποιεί ημάς. Η αποκτηθείσα δια της οδού ταύτης γνώσις είναι ποιοτικώς διάφορος της αποκτωμένης δια της φιλοσοφικής διανοήσεως: Μετά της κατανοήσεως των πραγματικοτήτων του πνευματικού κόσμου μεταδίδεται εις όλην την ύπαρξιν του ανθρώπου άλλη μορφή ζωής, ομοία ίσως προς εκείνην του πρωτοπλάστου. Η οντολογική αύτη γνώσις του Θεού ενούται μετά του ρεύματος της ευχομένης προς Αυτόν αγάπης. }052}
Εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών είμεθα αποκεκομμένοι από του Θεού υπό αοράτου δια γυμνού οφθαλμού παραπετάσματος, αδιοράτου και εν ταυτώ αδιαπεράστου δι’ ημάς. Κατά τρόπον δε απρόβλεπτον, νεύματι Θεού, διαγράφεται επί του παραπετάσματος τούτου μικρά τις σχισμή. Προσηλούντες τον οφθαλμόν επ’ αυτής βλέπομεν ουχί μόνον εκείνο, όπερ απετέλει το αίτημα της προσευχής ημών αλλά και τους εν τη αυτή προοπτική κειμένους ευρείς ορίζοντας. Εάν ο οφθαλμός ημών είναι «απλούς» και ημείς δεν αποσπάσωμεν αυτόν από της δοθείσης εις ημάς θεωρίας, ούτος θα αντιληφθή, τρόπον τινά θα αισθανθή την απειρότητα της φωτοφόρου βασιλείας. Και τότε θα λάβη την οφειλομένην λύσιν, ουχί μόνον το πρόβλημα ημών αλλά και ολόκληρος σειρά άλλων προβλημάτων, συνδεδεμένων μετ’ αυτού. Εν τη θεία αιωνιότητι όλαι αι «παράλληλοι» συμπλέκονται εις κόμβον, ως και πάσαι αι αποκλίνουσαι ακτίνες.
Εάν ο Θεός είναι τοιούτος ως εφανέρωσεν Αυτόν ο εσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ημείς και μόνον ημείς είμεθα υπεύθυνοι δια πάντα τα κακά, τα πληρούντα άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος.
Η Θεία ταπείνωσις δύναται να χαρακτηρισθή ως ετοιμότης, ως άνοιγμα }053} δια την αποδοχήν πάντων, και πασών των πληγών των προερχομένων εκ χειρών ανθρώπων, υπ’ Αυτού κτισθέντων. … Και είδον εν πνεύματι ότι η αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων δεν ήτο η απουσία ευσπλαχνίας προς ημάς εκ μέρους του Θεού, αλλά αποκλειστικώς και μόνον η κατάχρησις υπό του ανθρώπου του δώρου της ελευθερίας, όπερ δεν ήρθη αφ’ ημών εισέτι και εν τη πτώσει ημών.
… εκάλυψεν εμέ πικρόν αίσθημα αισχύνης δια την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν ότι δήθεν ήμην πλείον ελεήμων ή Εκείνος. … Βραδύτερον κατενόησα ότι και αυτή αύτη η προσευχή ευσπλαχνίας ήτο η ενέργεια Αυτού εν εμοί. }054}
Η πείρα έδειξεν εις εμέ πόσον αδρανής είναι η φύσις ημών εν τη αμαρτία. Και τοιαύται εισέτι προσευχαί καθώς ανέφερον ανωτέρω, δεν θεραπεύουν παρευθύς την πεπτωκυίαν ημών φύσιν. … Νυν κατανοώ ότι καίτοι επιφανειακώς η ζωή μου έρρεεν άνευ ορατών υπό των ανθρώπων παραβάσεων, εν τω βάθει εν τούτοις – πνευματικώς – ήμην, και είμαι σκότος. }055}
Το πρόβλημα του καλού και του κακού δεν λύεται εν τοις ορίοις της γης.
Η επίγειος ημών ζωή δεν είναι κατ’ ουσίαν πλείον τι, ει μη βραχεία στιγμή, δοθείσα εις ημάς υπό του Αγαθού Πατρός, }056} ίνα διεισδύσωμεν εις την υπερέχουσαν την διάνοιαν κενωτικήν αγάπην του Χριστού. … Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου. Αλλά μόνον δια του τρόπου τούτου δυνάμεθα να κατανοήσωμεν το μεγαλείον του ανθρώπου και την ανεξιχνίαστον άβυσσον του Θείου Όντος. Είναι αδύνατον να εκφράσωμεν δια της γνώσεως ημών τον δια της σταυρικής οδού εις ημάς υπό του Θεού αποστελλόμενον πλούτον.
Ο Θεός είναι αδιαίρετος εν Εαυτώ. Όταν έρχηται, έρχεται όλος «καθώς εστιν» εν τω προαιωνίω Αυτού Είναι. Ημείς δεν χωρούμεν Αυτόν. … Προφέρει Ούτος βραχείαν φράσιν αλλά δεν επαρκεί η ζωή ίνα αφομοιώσωμεν το περιεχόμενον αυτής. Μετ’ ευλαβείας αισθανόμεθα την Πατρότητα Αυτού. Βλέπομεν ότι διψά να μεταδώση εις ημάς την άναρχον Αυτού Ζωήν: να ίδη ημάς εις τέλος ομοίους προς τον Υιόν Αυτού, Όστις είναι «σφραγίς ισότυπος» του Πατρός. Ακατάληπτος είναι η Βουλή Αυτού περί ημών. Εκ του «μηδενός» ποιεί ομοίους προς Αυτόν θεούς. Και άπασα η ύπαρξις ημών εν κατανύξει προσπίπτει ενώπιον Αυτού, ουχί εν φόβω ενώπιον αυστηρού Δεσπότου, αλλ’ εν ταπεινή αγάπη προς τον Πατέρα.
Ο Κύριος διεφύλαξεν εμέ από παντός δεσμού τον οποίον θα ήτο δύσκολον να διαρρήξω. Και ούτως, ότε είχον ανάγκην ελευθερίας εξ οιασδήποτε ευθύνης, δι’ άλλας ζωάς είχον αυτήν (ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ). }057}
Ανεπαυόμην εις την σκέψιν ότι εάν απέθνησκον ουδείς θα υφίστατο ζημίαν εξ αυτού. Μεγάλη ήτο η ευτυχία μου: Ηδυνάμην αφόβως να διακινδυνεύσω το παν· να πορευθώ εισέτι και εις τον θάνατον. Ο νους μου εν πάση προσοχή συνήγετο εις τα έσω και εκεί παρέμενεν επί έτη απαράκλητος.
Ενίοτε αόρατον πυρ ήγγιζε την κορυφήν της κεφαλής μου και εισέδυε ταχέως εις όλον το σώμα μου μέχρι των ποδών, φλογερά δε προσευχή μετά μεγάλου κλαυθμού δια τον κόσμον εκυρίευεν εμού επί ώρας.
Τότε προσηυχόμην ως επί το πλείστον γονυπετής προσπίπτων κατά πρόσωπον επί του δαπέδου. Ότε δε εξησθένει το σώμα, απεκοιμώμην, αλλ’ εν αυτή τη συνειδήσει μου δεν έπαυον να προσεύχωμαι, ούτε ησθανόμην εαυτόν κοιμώμενον. Μόνον ότε ηγειρόμην ηδυνάμην να εννοήσω ότι το σώμα μου εκοιμάτο διότι δεν ήτο πάντοτε εν τη αυτή στάσει εν τη οποία προσηυχόμην.
Δις, ισως και τρις, επί των οδών των Παρισίων απώλεσα εκ της προσευχής την αίσθησιν του πέριξ εμού υλικού κόσμου. Αισίως όμως ηδυνήθην να φθάσω εις τον τόπον του προορισμού μου.
Μίαν φοράν (εν Παρισίοις) ήμην εις δεξίωσιν διασήμου ποιητού, … }058} Επέστρεφον εις την οικίαν μου περί το μεσονύκτιον. Καθ’ οδόν εσκεπτόμην: Πώς συσχετίζεται το φαινόμενον τούτο, έν εκ των πλέον ευγενών της ανθρωπίνης δημιουργικότητος, μετά της προσευχής; Εισελθών εις το δωμάτιόν προσηυχόμην: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος …». Και ιδού απαλή φλόξ αοράτως και τρυφερώς επί της επιφανείας του προσώπου και του στήθους μου έκαιε λεπτόν τι ως αύραν, όπερ εν τούτοις δεν ήτο σύμφωνον προς το Πνεύμα του Θεού.
Εντός μου έζων την θαυμαστήν διαδικασίαν της πάλης μεταξύ της έλξεως προς την τέχνην και της προσευχής. Η τελευταία ενίκησε το πάθος του ζωγράφου, αλλ’ ουχί ευκόλως ουδέ ταχέως. Μετά ταύτα εις το Θεολογικόν Ινστιτούτον η προσευχή δεν εβοήθει εμέ να έχω εστραμμένην την προσοχήν μου εις τα παραδιδόμενα μαθήματα. Έπρεπε να παλαίσω προς το ιδιόμορφον τούτο κώλυμα, όπερ καθ’ εαυτό είναι πολύτιμον. … παρά το ενδιαφέρον μου προς τας εκκλησιαστικάς επιστήμας, η πνευματική μου ανάγκη, όπως παραμένω εν τη προσευχή, υφίστατο ζημίαν, και εγώ ανεχώρησα δια τον Άθωνα.
Εκεί εις το Άγιον Όρος η ζωή μου εύρε την τροχιάν αυτής. Καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν μετά την Λειτουργίαν επλήρου εμέ η πασχάλιος χαρά. Όσον παράδοξον και αν φαίνηται η αδιάλειπτος προσευχή μου ομοίως }059} προς ηφαίστειον έκρηξιν επήγαζεν εκ της βαθείας απογνώσεως, ήτις εσκήνωσεν εν τη καρδία μου. Δύο καταστάσεις φαινομενικώς εκ διαμέτρου αντίθετοι, συνυπήρχον εντός μου.
Ευθύς ως εξησθένει εν εμοί η απόγνωσις, εμειούτο η θέρμη της προσευχής και ο θάνατος εισέβαλλεν εις την καρδίαν. Δια της μετανοίας τοσούτον επλατύνετο το είναί μου, ώστε να άπτηται εν πνεύματι και του άδου και της Βασιλείας. … Ούτε τον θάνατον ούτε το παράλογον ηδυνάμην να δεχθώ. Τότε εντός μου εισήλθεν η σκέψις–αίσθημα: Παν ό,τι εγνώριζον, παν ό,τι ηγάπων, και ό,τι εζωοποίει και ενέπνεεν εμέ –τα πάντα απολύτως, εισέτι δε και ο Ίδιος ο Θεός– αποθνήσκει εντός μου και δι’ εμέ, εάν εγώ αφανίζωμαι τελείως. Το βίωμα τούτο ήτο ισχυρόν. Εμορφοποιείτο δε εις την σκέψιν ότι το ανθρώπινον εγώ δύναται να αποβή κέντρον–φορεύς πάσης της κτίσεως. }060}
… Ότε ανεγίνωσκον το Ευαγγέλιον, πάντες οι λόγοι αυτού εφαίνοντο εις εμέ οικείοι, αλλά δεν ηδυνάμην να κατανοήσω ό,τι κρύπτεται εντός εκάστου εξ αυτών – εν αυτώ τούτω τω Είναι του Θεού. … Η δίψα μου γνωρίσω τον Θεόν ήτο άσβεστος: Όσον και εάν προσηυχόμην, όσον βαθέως και εάν εστέναζον, το πνεύμα μου ουδέποτε ικανοποιείτο. Τοιούτον ήτο το «ποτήριόν» μου εν τω Άθωνι: Θλίψις και χαρά συνεχωνεύοντο εν αυτώ, αναιρούσαι η μία την άλλην. Δεν έβλεπον εναργώς ενώπιόν μου την οδόν: Ευρισκόμην όλος εν αμηχανία· και ο πόνος επλήρου όλον εμέ. Αλλ’ όμως εν τη ατμοσφαίρα του πνευματικού πόνου εγεννάτο η κατανόησις του μεγαλείου του }061} Ανθρώπου. Και δεν είναι άρα γε ο άγιος ούτος πόνος είς εκ των αγωγών, δια των οποίων ο Ύψιστος Θεός κοινωνεί κατ’ άμεσον τρόπον μετά των κτισμάτων Αυτού, δίδων εις αυτά βαθμηδόν την γνώσιν ουχί μόνον περί του κτιστού–κοσμικού είναι, αλλά και περί Αυτού του Ιδίου;
… χάρις εις τον Γέροντα, απέβη εις εμέ οφθαλμοφανές ότι ως θεμέλιον πασών των τραγωδιών του ανθρωπίνου γένους κείται η πτώσις εις την υπερηφανίαν. Το πάθος τούτο είναι αυτή αύτη η ουσία του άδου· άδου αληθώς σατανικού βάθους.
Ουδείς δύναται να είναι βέβαιος ότι εκείνος ή ο άλλος λογισμός, ο ελθών προς αυτόν δεν θα κυριεύση αυτού δι’ όλην την αιωνιότητα. }062
Ουδείς υπερέβη Αυτόν κατά τα παθήματα Αυτού. Εξωτερικώς πολλοί υπέμειναν, και νυν υπομένουν φρικτά βασανιστήρια εντός των θαλάμων των συγχρόνων φυλακών, αλλά ποιοτικώς ο άδης Αυτού, «άδης αγάπης», είναι οδυνηρότερος πάντων των λοιπών. }064}
Παρομοίως, οι ακολουθήσαντες τον Χριστόν κατά τον χρόνον της επιγείου Αυτού ζωής έλαβον το δικαίωμα ομού μετ’ Αυτού να κρίνουν τον κόσμον:
Δεν ήτο μικρός ο κίνδυνος κατ’ εκείνον τον καιρόν, να εξοστρακισθή τις κοινωνικώς. Οι Απόστολοι, εν τούτοις, απεφάσισαν να αναλάβουν τον αγώνα αυτόν, και σχεδόν πάντες εφονεύθησαν δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Δια τούτο και εδόθη εις αυτούς το «δικαίωμα» να κρίνουν τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν. }065}
Επί αιώνας επαναλαμβάνονται πολλοί εκ των ουρανών καταβάντες λόγοι εις τους πλέον ποικίλλους συνδυασμούς, αλλ’ ούτοι δεν ευρίσκουν την οφειλομένην απήχησιν εις τας απολιθωθείσας καρδίας, εις την αδιάφορον δια τον άνω κόσμον σκέψιν. Και όμως υπήρξαν πολλαί στιγμαί κατά τας οποίας οι λόγοι ούτοι εδίδοντο Άνωθεν εις τους ανθρώπους ως βρονταί συγκλονίζουσαι τας καρδίας των ανθρώπων, και ως αστραπαί φωτίζουσαι την συνείδησιν αυτών. Ούτοι κατήλθον εις την γην ημών εκ της κεκρυμμένης Βασιλείας, ως σωτήριος αποκάλυψις περί της αφάτου σοφίας του Ουρανίου Πατρός, περί της προς ημάς αγάπης Αυτού περί του μεγάλου μυστηρίου του Είναι.
Ανά τους αιώνας επανελαμβάνοντο οι ιεροί λόγοι άνευ της οφειλομένης προσοχής, και πιθανόν ένεκα τούτου απώλεσαν την πρωταρχικήν αυτών δύναμιν – εκείνην την οποίαν είχον, ότε ενεφανίζοντο δια πρώτην φοράν εις την συνείδησιν των προφητών των αποστόλων και των αγίων. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ) Θα ευρεθούν άρα γε άλλοι τρόποι εκφράσεως του βαθυτάτου νοήματος της δοθείσης εις ημάς γνώσεως περί του μεγάλου Θεού; Η αγάπη ημών προς Αυτόν ζητεί να εκφρασθή μετά τοιαύτης πλήρους ζωής ενεργείας, ώστε ούτε ο παν-καταλύτης χρόνος να δύναται να μειώση αυτήν.
Προ των οφθαλμών ημών τελείται το ανεκφράστως μέγα θαύμα της δημιουργίας του κόσμου, της δημιουργίας θεών, όπερ εισέτι δεν συνετελέσθη. Η τελείωσις αυτού είναι υπεσχημένη δια τον μέλλοντα αιώνα. }066}
Η απόκτησις αυτής της Βασιλείας της Πατρικής αγάπης συνδέεται μετά πολλών παθημάτων. Η καρδία καταπονείται μέχρι βαθέος «πόνου» εκ της συνειδήσεως της απωλείας, την οποίαν υπέστη ο άνθρωπος. Ομιλώ περί πνευματικού μεταφυσικού πόνου, και επιθυμώ όπως ο αναγνώστης ορθώς κατανοήση εμέ. Εις τους λόγους ημών ενυπάρχει πάντοτε ρευστότης τις: Δια της εκάστοτε νέας εμπειρίας μεταβάλλεται το περιεχόμενον των εννοιών και το νόημα το περικλειόμενον εις τας αυτάς κατά τους ήχους λέξεις. (ΜΟΡΦΗ ΖΩΗΣ)
Αι οδύναι της καρδίας του χριστιανού ασκητού δεν είναι φαινόμενον παθολογικόν. Αναφύονται «οργανικώς», προερχόμεναι εκ της ελεήμονος αγάπης. Ο πόνος ούτος δεν καλλιεργείται –τούτο θα ήτο απόκλισις εις μη υγιή οδυνισμόν (dolorism). Δεν είναι επακόλουθον ψυχολογικών συγκρούσεων, ούτε αποτέλεσμα εκείνων ή των άλλων ανικανοποίητων παθών: Είναι κατά την φύσιν αυτού διάφορος. Η γέννησις ημών δια την αιωνιότητα εν τω Θεώ συνδέεται μετά πολλών κόπων. }067}
Οδυνάται το πνεύμα ημών, αλλ’ η οδύνη αύτη αντανακλάται εφ’ όλου του ανθρώπου: επί της καρδίας, επί του σώματος. «Όλος» ο άνθρωπος πάσχει εν τη παραστάσει αυτού ενώπιον του αιωνίου Θεού, τα παθήματα όμως ταύτα δεν φονεύουν, αλλά ζωοποιούν ημάς. … Δι’ αυτών (των βασάνων) αναγόμεθα υπεράνω των ορίων της ύλης, εις τον κόσμον του ακτίστου Φωτός. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Είναι ανεπαρκές να πεισθώμεν δια του νοός περί της θεότητος του Χριστού ούτως ώστε ήδη να εννοώμεν τα πάντα, ως ώφειλεν. Είναι απαραίτητον να καταβάλωμεν προσπαθείας εις τον υπέρτατον βαθμόν, όπως ζήσωμεν συμφώνως προς τον λόγον Αυτού. Έχοντες γνώσιν των κοσμικών διαστάσεων της πτώσεως ημών εν τη διαδικασία του αγώνος τούτου, είναι αναγκαίον να διέλθωμεν δια παρατεταμένης προσευχής μετανοίας. Τότε μόνον δίδεται εις ημάς να βιώσωμεν εκείνο όπερ βλέπομεν εν τω Χριστώ την άκραν αυτοσμίκρυνσιν και εν συνεχεία πλέον αξιούμεθα της ελεύσεως της «δυνάμεως εξ ύψους», είτε εν πυρίναις γλώσσαις, είτε εν τη επιλάμψει του Θαβωρίου Φωτός. Τότε αποκαλύπτεται εις ημάς το αυθεντικόν νόημα του Ευαγγελίου.
… ήρχισα την Κυριακήν προσευχήν, «Πάτερ ημών», }068} και η ψυχή μου παρεδόθη εις μακάριον δέος. Δεν ηδυνάμην να πορευθώ πέραν τούτου. Ο νους μου έπαυσε να λειτουργή· το παν εν εμοί εσίγα. Νυν δε είναι λυπηρόν εις εμέ να γράφω περί του θαύματος τούτου του απολεσθέντος υπ’ εμού. Μετά τοιαύτης δυνάμεως συνέβη τούτο άπαξ εις εμέ. Δεν είναι άρα γε, διότι η σωματική σύστασις ημών δεν δύναται να φέρη την πυρίνην επαφήν της Θείας δόξης;
Μετά παρέλευσιν χρόνου τινος, μάλλον μακρού, παρόμοιόν τι συνέβη εις εμέ κατά την επίκλησιν του Ονόματος του Ιησού Χριστού. Κατ’ εκείνην την ώραν ηναγκάσθην να διακόψω την επίκλησιν του Ονόματος: Η ενέργεια αυτού ήτο καθ’ υπερβολήν ισχυρά. Η ψυχή άνευ λόγων, άνευ σκέψεων, ετέλει εν τρόμω εκ της εγγύτητος του Θεού. Τότε διηνοίχθη εις εμέ εν μέρει το μυστήριον της ιερουργίας.
Την επομένην ημέραν ετέλουν την Λειτουργίαν και ο Χριστός-Θεός ήτο εντός μου και μετ’ εμού, και εκτός εμού και εν τοις αγίοις μυστηρίοις του Σώματος και του Αίματος Αυτού. Το δε Όνομα του Θεού και οι λόγοι των λειτουργικών κειμένων εξήρχοντο εκ του στόματός μου ως πυρ. Εν τοιαύτη καταστάσει παρέμεινα επί τρεις ημέρας, εν συνεχεία δε εμειώθη η έντασις του βιώματος τούτου. Την μνήμην όμως περί αυτού ενεχάραξεν ο Κύριος ως δια σμίλης εις τον νουν και την καρδίαν μου.
Ο Απόστολος Παύλος έδωκεν εις ημάς την εντολήν «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως». }069}
Ούτως κλήσις και πρόσκλησις ημών είναι να γίνωμεν τέκνα του Θεού και Πατρός δια του Μονογενούς και Ομοουσίου, Προαιωνίου και Ανάρχου Υιού Αυτού, και φορείς παντός του πληρώματος του Θεού.
Ουχί άπαξ ηξιώθην της θεωρίας του Θείου Φωτός. Περιπτυχθείς τρυφερώς υπ’ Αυτού επληρούμην υπερκοσμίου αγάπης. Είς τινας περιπτώσεις ο έξω κόσμος «έχανε» την υλικότητα αυτού και απέβαινεν αόρατος. Ό,τι συνέβαινεν εις εμέ, ανήκεν εις άλλο επίπεδο του είναι. Ότε δε δι’ ακαταλήπτου τρόπου αποκαθίστατο η συνήθης αίσθησις του κόσμου, λεπτή θλίψις εισέδυεν εις την ψυχήν μου. }070}
Η όρασις του Φωτός είναι οπωσδήποτε ηνωμένη μετά της ανιστώσης ημάς χάριτος, και η εγκατάλειψις της γης εις τοιαύτην κατάστασιν είναι ευλογία.
Η προσευχή είναι ενέργεια ιδιαιτέρας τάξεως. Είναι ένωσις δύο ενεργειών: της ημετέρας-κτιστής, και της Θείας-ακτίστου. Ως τοιαύτη δρα και εν τω σώματι και εκτός του σώματος· εισέτι δε και εκτός του κόσμου τούτου, του χώρου και του χρόνου. Όταν ευρισκώμεθα εις μακάριον δέος εκ της οράσεως της αγιότητος του Θεού, η προσευχή αποβαίνει ισχυρά ορμή του πνεύματος διαρρηγνύουσα τον στενόν κλοιόν της βαρείας ύλης. Το δοθέν σώμα ημών οφείλει να «πνευματοποιηθή». Το βιολογικόν σώμα «σάρξ και αίμα» δεν είναι εις θέσιν να ακολουθήση οπίσω του Πνεύματος εν όλη τη ορμή αυτού προς τον Αιώνιον Θεόν. «Το (πνευματικόν) ημών }071} πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, Ός μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού κατά την ενέργειαν του δύνασθαι Αυτόν και υποτάξαι Αυτώ τα πάντα».
Η ψυχή, μη διεγερθείσα υπό μεθυσθείσης φαντασίας, ουδέ χειραγωγηθείσα υπό της λογικής φιλοσοφίας, αναζητεί οδούς εκεί, όπου οδοί δεν υπάρχουν. Προς την αναζήτησιν ταύτην εσωτερική τις διαίσθησις ωθεί την ψυχήν την δεδεμένην υπό αοράτων, αλλά αλύτων αλύσεων «του νόμου της αμαρτίας» -μη θραυομένων υπό των ιδίων ημών δυνάμεων, αλλά μόνον υπό της ενεργείας του Παντοκράτορος Θεού, του Σωτήρος ημών. Πώς δυνάμεθα να παραστήσωμεν τον αγώνα της ψυχής δια την ελευθερίαν αυτής; Παρατηρούμεν αναλογίαν τινά προς το σώμα το οποίον εις τους αφορήτους πόνους συνελίσσεται εν τη προσπαθεία να αποφύγη αυτούς. Παρομοίως η ψυχή «κινείται» εν τη προσευχή του πένθους, όπως ενωθή μετά του Θεού και υπερνικήση τον πόνον αυτής.
Ο Κύριος σπλαχνίζεται ημάς και πολλάκις σπεύδει ταχέως· συμβαίνει όμως και το αντίθετον. Πάσαι αι κραυγαί ημών μένουν, τρόπον τινά, αναπάντητοι. Η ψυχή }072} κρέμαται εις το άπειρον αιωρουμένη επάνω της αβύσσου, και τρέμει, διότι ο Θεός παρουσιάζεται τελείως απρόσιτος: Ούτος είναι εκτός παντός υπαρκτού. Ο νους δεν ευρίσκει λόγους, οίτινες θα ηδύναντο να φθάσουν μέχρι του «απομεμακρυσμένου» Θρόνου. Άνευ λόγων, μετά σιγηράς κραυγής εύχεται η ψυχή εν τη ερήμω του κόσμου. Εν τούτοις, εν τω βάθει αυτής, εμφωλεύει ελπίς … Παρέρχεται το νέφος της Θεοεγκαταλείψεως και ανατέλλει εκ νέου ο ήλιος.
Εκ της πείρας μου δύναμαι να είπω ότι υπάρχουν δύο είδη απογνώσεως: Η μία είναι καθαρώς αρνητική, φθείρουσα τον άνθρωπον πνευματικώς, εν συνεχεία δε και σωματικώς· η άλλη είναι ευλογημένη. Περί αυτής δεν παύω να ομιλώ. Δια της απογνώσεως αυτού του είδους ανεγεννήθην εν τω Φωτί. … Ήμην συντετριμμένος δια το παράλογον του κόσμου τούτου, του πεπληρωμένου παθημάτων, άτινα φονεύουν πάσαν ζωήν }073} … εσμικρινόμην μέχρι μηδαμινότητος και εν ταυτώ ελάμβανον ανυπολόγιστον εμπειρίαν βαθυτέρας θεωρίας του κόσμου, εισέτι δε και επαφής προς την αιωνιότητα.
Είναι μαρτύριον να συναισθάνηταί τις αδιακόπως την πτωχείαν αυτού. Εκ του βάρους αυτής συντρίβονται και τα οστά εισέτι … Παράδοξον όμως: Ότε εξησθένει η αγία αύτη συντριβή, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Δεν κατενόουν την φύσιν του φαινομένου τούτου. … Ο κλήρος ημών επί της γης είναι να είμεθα «πτωχοί τω πνεύματι». Ευθύς ως εναγκαλισθή ημάς η ψευδής ανάπαυσις της αυτοϊκανοποιήσεως, πάραυτα το Πνεύμα της Ζωής, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, εγκαταλείπει ημάς. }074}
Εις θεμέλιον πάσης πνευματικής προόδου κείται η εξαντλητική αίσθησις της «πτωχείας» ημών. Η επίγνωσις όμως αύτη είναι πηγή ενεργείας δια την προσευχήν, και εν ταυτώ το στερεόν θεμέλιον, επί του οποίου ερείδεται άπαν το οικοδόμημα της σωτηρίας μέχρι και της οροφής αυτού, πέραν της οποίας ακολουθεί «μισθός πολύς εν τοις ουρανοίς».
Και πάλιν επαναλαμβάνω ότι ρίζα πασών των κακιών είναι η υπερηφανία: Εν αυτή θάνατος και σκότος. Ίδιον δε της αγίας απαθείας είναι η ταπείνωσις, ήτις οδηγεί τον άνθρωπον να αισθάνηται εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως, και δι’ ανερμηνεύτου τρόπου ανάγει αυτόν υπεράνω παντός κτιστού.
Ο χριστιανός ασκητής εν τη κατά Θεόν ζωή αυτού δεν οφείλει να ομοιωθή προς τους ποιητάς ή τους συγγραφείς, τους ψυχολόγους, τους φιλοσόφους ή τους διανοουμένους. Εν τη στροφή αυτού προς τον Θεόν επεκτείνεται εις τα έμπροσθεν, μη επιστρέφων προς εαυτόν. Εκείνο, όπερ ούτος ενεργώς ζη εν τη προσευχή, θα αφήση εις το είναι αυτού ανεξίτηλα ίχνη, άτινα όμως θα ίδη εν εαυτώ ο ασκητής μόνον μετά πάροδον μακρού χρόνου, οσάκις θα αναλογίζηται το παρελθόν.
Η έλξις προς τον Θεόν εν τη αρχή του αγώνος συμβαίνει να είναι τοσούτον έντονος, ώστε το πνεύμα του ανθρώπου εν τη φλογερά αυτού ορμή προς τον Ύψιστον να ατενίζη αποκλειστικώς εις Εκείνον μόνον. Η ψυχή του μετανοούντος, όστις βλέπει εαυτόν ανεκφράστως μακράν της αναζητουμένης Αληθείας, γίνεται όλη κατώδυνος πληγή και δέεται του ήδη δια της «πρώτης αγάπης» ηγαπημένου Κυρίου περί ελέους και συγκαταβάσεως }075} προς αυτήν. Η αίσθησις της αμαρτίας ήτις κατέστρεψε την θεοειδή φύσιν ημών, γεννά ανεκδιήγητον μεταμέλειαν περί της καταστάσεως, εν τη οποία επί τοσούτον μακρόν διεμένομεν, και ήτις κατέστησεν ημάς παντελώς αναξίους του Αγίου των αγίων. Είναι δυνατόν ο τοιούτος Κύριος να δεχθή εμέ τον έως τέλους διεφθαρμένον; Η ψυχή παρίσταται, τρόπον τινά, ενώπιον του Φοβερού Κριτηρίου. Και όσον πλέον συντριπτικός είναι ο φόβος της καταδίκης, τοσούτον εντονωτέρα η προσευχή της μετανοίας. Είναι αδύνατον να είπωμεν πόσον διαρκεί μια τοιαύτη προσευχή.
Τον πέμπτον χρόνον της μοναστηριακής μου ζωής ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, Αρχιμανδρίτης Μισαήλ, εκάλεσεν εμέ και ανέθεσεν εις εμέ ως διακόνημα την εκμάθησιν της Ελληνικής γλώσσης … «Πάτερ Σωφρόνιε ο Θεός δύο φοράς δεν κρίνει …» }076}
Ανοίξας την Γραμματικήν της Αττικής διαλέκτου συνεκέντρωσα, ως ήτο εύλογον, την προσοχήν μου εις τα αναγινωσκόμενα. Και τι λοιπόν συνέβη; Ησθάνθην κατά τρόπον φυσικόν ως να εξήλθεν ο νους μου εκ της καρδίας να ανέβη έως του μετωπικού μέρους του κρανίου και να εκινήθη περαιτέρω προς την κατεύθυνσιν του βιβλίου. Κατ’ εκείνην την στιγμήν εγένετο εις εμέ εμφανές ότι ο νους μου παρέμενε μονίμως ημέρας και νυκτός εν τη καρδία μου κατά την διάρκειαν των επτά ετών προσευχής μετανοίας. Εγώ, κατά τον λόγον του ηγουμένου παρέμενον ήσυχος εσωτερικώς. … Η νέα ενασχόλησίς μου εστέρησεν εμέ της προγενεστέρας προσευχής, αλλ’ η χάρις υπό λίαν θαυμαστήν μορφήν ειρήνης, αγνώστου έως τότε, δεν εγκατέλειπεν εμέ κατά τους μήνας της προσπαθείας μου, όπως εκμάθω την Ελληνικήν γλώσσαν. }077}
Ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ, είναι αναγκαία η φρίκη δι’ ημάς αυτούς, ως είμεθα· είναι απαραίτητος η αποστροφή προς το ζων εν ημίν κακόηθες, αντίθεον πάθος της υπερηφανείας, όπερ εξέβαλεν ημάς μετ’ αισχύνης από της Βασιλείας του Πατρός των Φώτων. Η λύτρωσις εκ του πάθους τούτου ευρίσκεται εις την εντολήν του Χριστού: να αγαπήσωμεν τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους.
Έκάλεσα την απόγνωσιν, ήτις κατείχεν εμέ, μέγα δώρον του Ουρανού. Τούτο όμως συνειδητοποίησα ουχί ενωρίτερον, ει μη μετά παρέλευσιν τριάκοντα ετών αγώνο· δυνατόν ίσως και πλέον. Δεν ανεζήτουν έξωθεν βοήθειαν, διότι ηρπάγην βιαίως ως ξηρόν φύλλον υπό ανέμου, όστις εστροβίλιζεν εμέ, και δεν ήτο δυνατόν να εννοήσω τι ετελείτο εν εμοί· ουδέν κατενόουν· ουδένα ηδυνάμην να ερωτήσω διότι δεν ήμην εις θέσιν να διατυπώσω και την ερώτησιν. Το κοσμικόν είναι απεκαλύπτετο εις τον νουν μου θυελλωδώς μετά ταχύτητος, ήτις δεν επέτρεπεν εις εμέ να ελέγξω δια του λογικού μου ο,τιδήποτε. Η απόγνωσις αύτη ωμοίαζε προς αφροσύνην, αλλ’ αφροσύνην ιδιαιτέρου γένους, μη υποκειμένην εις την αρμοδιότητα των ψυχιάτρων. Ήρχιζεν η διαδικασία της αποχωρήσεως μου εκ του κόσμου. Ωρθούτο τι μεταξύ εμού }078} και των ανθρώπων: Απώλεσα το ενδιαφέρον της μετ’ αυτών συναναστροφής.
Μετά του Θεού ουδέν είναι εύκολον ή απλούν: Ούτος είναι καθ’ υπερβολήν μέγας δι’ ημάς. Είναι «Πυρ καταναλίσκον», Φως απρόσιτον. Έρριψε το Πυρ Αυτού εις την γην και φλέγει τας καρδίας ημών. }079}
Έχων ιδίαν πείραν περί του ασταθούς της φύσεως ημών ζω εν διαρκεί καταστάσει φόβου. Ο φόβος ούτος καλείται Θείος. Δεν ομοιάζει προς τον ζωώδη. Εν τω Θείω φόβω περικλείεται σοφία και γνώσις αγάπη και δύναμις. Η συνάντησις όμως μετά του μεγάλου Θεού, τον Οποίον δεν είμεθα ικανοί να χωρήσωμεν, και τον Οποίον δεν δυνάμεθα να αγαπήσωμεν, δίδει εις ημάς να συναισθανθώμεν ότι είμεθα απεριγράπτως μακράν αυτού, όπερ ετέθη προ ημών ως άγιος σκοπός και αυθεντικόν νόημα πάσης ημών της υπάρξεως.
… αυτή ακριβώς η αγάπη γεννά εν εμοί τον φόβον μήπως παραμείνω ανάξιος απολογίας ενώπιον του Θεού. Συντρίβονται τα οστά μου, όταν βλέπω εντός μου έστω και μικράς ταλαντεύσεις.
Ότε επανήλθον εις την Ευρώπην, ερχόμενος εις επαφήν μετά ανθρώπων άλλου πνεύματος, ησθανόμην ενέργειαν εξερχομένην απ’ αυτών, ήτις ως ψυχρός άνεμος προσέκρουεν εις την καρδίαν μου, και τρόπον τινά συνέχεε τον νουν }080} μου. Η ενέργεια αύτη, αλλοτρία του πνεύματος του Χριστού, ταράττει προς στιγμήν την εσωτερικήν ειρήνην, διεγείρει τον νουν είς τινα πάλην. Η Άνωθεν δωρεά, η δοθείσα εις εμέ εν τη ερήμω κατά την προσευχήν της αγάπης, υπερενίκα τας εναντίας αρνητικάς αντιδράσεις: «Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσε (και) εμέ» από της εξουσίας του πνεύματος του κόσμου τούτου.
Καθ’ όν χρόνον η καρδία αισθάνεται την παρουσίαν του Θεού, ευρισκόμεθα εν ειρήνη και εξάρσει εκ της αγάπης προς Αυτόν. Όταν όμως αποχωρή Ούτος και δεν βλέπω εν εμοί αισθητήν την παρουσίαν Αυτού, τότε εκ νέου η συνείδησις της αδυναμίας μου μέχρι πόνου συνθλίβει εμέ. Ο σταυρικός αγών κατά τον ένα ή τον άλλον βαθμόν συνοδεύει εμέ έως του γήρατος. }081}
Στερεούμενοι δια της δυνάμεως Αυτού βλέπωμεν παν είδος κακού εν τω κτιστώ κόσμω αλλά τούτο δεν έχει πλέον εξουσίαν εφ’ ημών. Εις τούτο έγκειται η «κυριότης» ημών, ήτις είναι απαραίτητος δια την «ασάλευτον Βασιλείαν».
Είναι απαραίτητος ο ευλαβής φόβος, έως ότου διέλθωμεν όλα τα κτιστά κατώφλια και πληρωθώμεν της εκ του Θεού εκπορευομένης ακτίστου Ζωής.
Η Εκκλησία διδάσκει περί του Ιησού Χριστού ότι ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου παντός. Και εκείνος όστις προσεύχεται εις Αυτόν «πρόσωπον προς Πρόσωπον», δέχεται εν Πνεύματι παρ’ Αυτού το «φρόνημα» και τα αισθήματα, άτινα συναντώμεν και εν Αυτώ τω Ιδίω. Ουχί μόνον ταύτα αλλά και προσευχήν ομοίαν προς την προσευχήν Αυτού εν Γεθσημανή. Και τούτο είναι εκείνο, όπερ ορίζομεν ως υποστατικήν προσευχήν.
Ο προσευχόμενος δια τοιούτου τρόπου εισέρχεται εις την σφαίραν της Θείας Ζωής. }082}
Όταν εν ανειδέω σιγή παριστάμεθα τω Θεώ εν πλήρει απογυμνώσει της όλης ημών υπάρξεως, τότε τα βάθη της φύσεως ημών διανοίγονται και δι’ ημάς αυτούς. Δια της ολοκληρωτικής αυτοσυγκεντρώσεως, δια της συναγωγής παντός εις τα έσω της προσωπικότητος ημών, δίδεται εις ημάς να ίδωμεν ότι το είναι απάσης της ανθρωπότητος κατά την προέλευσιν και την φύσιν αυτού αποτελεί έν είναι ένα άνθρωπον. Ως εκ τούτου είναι «φυσική» η κίνησις του πνεύματος ημών προς προσευχήν υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ όλου του Αδάμ ως περί εαυτού του ιδίου.
Κατά την προσευχήν της μετανοίας δια τας αμαρτίας ημών διδασκόμεθα να ζώμεν την τραγωδίαν παντός του ανθρωπίνου γένους δια μέσου ημών των ιδίων. }083}
Η προσευχή μου ετελείτο άνευ εικόνων νοερών ή αισθητών. Η ψυχή μου απετάσσετο παντός παρερχομένου και ουδέν πλέον έβλεπεν αλλά δι’ όλης της δυνάμεως αυτής συνεκεντρούτο μόνον εις τον Θεόν μου. Δι’ ακαταλήπτου τρόπου η τελεία αύτη απουσία ορατών μορφών και εννοιών – κατά την οποίαν το παν εφαίνετο ως να εσίγα, παρά την εν εμοί αφθονίαν δυνάμεως ζωής – μετά την επιστροφήν μου εις την συνήθη αντίληψιν του κόσμου, μετεβάλλετο εις γνώσιν του Είναι.
Ίδιον της οράσεως ταύτης είναι να υπερβαίνη τον χώρον και τον χρόνον: Το παν συνάγεται εις τα «ένδον», είς τι απείρως μικρόν σημείον· να εκφράσωμεν όμως δια λόγων το γνωσθέν κατά τας στιγμάς ταύτας είναι ως να ιστάμεθα προ απεράντου πελάγους. }084}
Το είναι παντός λογικού-προσωπικού όντος κινείται μεταξύ δύο ορίων: Το όνομα του ενός είναι αγάπη προς τον Θεόν μέχρι του αυτομίσους· του άλλου, αγάπη προς εαυτόν μέχρι του μίσους προς τον Θεόν. (ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μίσος προς τον Θεον εννοούμεν την έκπτωσιν, την εγκατάλειψιν, την αποχώρησιν, την απομάκρυνσιν … Δεν συνδέεται απαραιτήτως μετά τινων αισθημάτων, καρδιακών κινήσεων, πράγμα όπερ ωσαύτως δυνάμεθα να συναντήσωμεν. Το μίσος τούτο δύναται να λάβη μορφήν ψυχράς αποφάσεως του νου. Εις πολλούς εφάνη ως «φως» συνέσεως, αλλ’ εξ αυτών απεκρύπτετο η πραγματικότης: Το «φως» αυτών δύναται να εξελιχθή κατά τον ιδιάζοντα εις αυτό τρόπον και να φθάση το σημείον του απολύτου ψύχους, όπερ φονεύει πάσαν ζωήν).
Υπάρχει αναρίθμητον πλήθος ενδιαμέσων καταστάσεων. Τοιαύτας καταστάσεις βλέπομεν εις μεγάλην μάζαν αδρανών ψυχών· εις τας ψυχάς αυτάς δεν υφίσταται ούτε καθαρά συνείδησις της υπάρξεως, ούτε εναργώς εκπεφρασμένος αυτοκαθορισμός προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν. Εν τούτοις, όσον εγγύτερον πλησιάζομεν τα ακραία όρια, τοσούτον πλέον δυναμική καθίσταται η ορμή του πνεύματος, τοσούτον επιτακτικόν τίθεται το ερώτημα της οριστικής εκλογής. Έκαστος θα εκλέξη εκείνο, όπερ πλείον ηγάπησε.
… η μακραίων ασκητική πείρα και η Αποκάλυψις μαρτυρούν ότι το κτισθέν πνεύμα δύναται να απωθήση τον μέχρι τούδε επιτευχθέντα σκοπόν αυτού και, ομοίως προς αστραπήν {[αρνητική περίπτωση] πτώση Εωσφόρου – [θετική περίπτωση] ομολογία ληστού επί του σταυρού}, αυτοστιγμεί να μεταφερθή δια μέσου της αβύσσου και να στερεωθή εις την απέναντι όχθην.
Από του μόνου όντως Όντος – Εγώ ειμι ο Ών – δύνανται να εκπέσουν και μεμονωμένα άτομα και ολόκληρα γένη. }085}
Επομένως παρόμοιόν τι δύναται να συμβή και εις ημάς: Θα προσεγγίζη Ούτος ημάς, θα συνομιλή μεθ’ ημών, και ημείς δεν θα αναγνωρίζωμεν Αυτόν, τουτέστιν εκείνο όπερ είναι Ούτος, ο μέγας Θεός· μέγας αλλά πράος και ανεκφράστως ταπεινός. Και όταν φθάση η στιγμή και αναγνωρίσωμεν Αυτόν, τότε η ψυχή ημών θα αγαπήση Αυτόν και η εκ της γνώσεως ταύτης έμπνευσις θα πληρώση ημάς μακαριότητος. Η αποκτηθείσα δε δια του τρόπου τούτου έμπνευσις ουδέποτε πλέον θα εγκαταλείπη ημάς. Ενδέχεται να περιπέσωμεν εις διαφόρους δοκιμασίας και οδυνηράς καταστάσεις αλλ’ η θαυμαστή αύτη έμπνευσις θα παραμένη πάντοτε μεθ’ ημών: άλλοτε ως πλημμύρα φωτοφόρων σκέψεων, άλλοτε δε πάλιν ως χαροποιόν πένθος εν τη προσευχή και πολλά παρόμοια προς αυτά, των οποίων όμως ουδέν όμοιον υπάρχει εν τω κόσμω παντί, εκτός εκείνων άτινα εξ Αυτού Μόνου εκπορεύονται. }086}
Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΥΠΕΡΝΙΚΑ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Επιτυχών του σκοπού αυτού είδεν ότι δεν έλαβεν εκείνο, όπερ ανέμενε: «Κατέλαβον την υψίστην εξουσίαν …, αλλά δεν υπάρχει ευτυχία εν τη ψυχή μου».
Υπάρχουν και άλλαι αναζητήσεις επί του επιπέδου του πνεύματος, της τέχνης ή της επιστήμης, αίτινες είναι ευγενέστεραι. Εις τον μεγαλοφυή νουν αποκαλύπτονται νοεραί θεωρίαι, τας οποίας αδυνατεί ούτος να πραγματοποίηση, διότι υπερβαίνουν το μέτρον του επιτευκτού εν τω κόσμω τούτω. Πειθόμενος δια την ανεπάρκειαν αυτού όπως επιτύχη εν τη τελειότητι την αρχικήν αυτού θεωρίαν, την οποίαν έθεσεν ως μοναδικόν σκοπόν του είναι αυτού υφίσταται βαθύ ρήγμα εν τω πνεύματι αυτού και απόλλυται. Η μορφή αύτη του μοιραίου τέλους παρατηρείται συχνότερον μεταξύ των ποιητών.
Ουχί άνευ τρόμου παρετήρουν και παρατηρώ εισέτι τα πεπρωμένα του κόσμου. Η ανθρωπίνη ζωή εις οιονδήποτε επίπεδον και αν θεωρήσωμεν αυτήν, εμφανίζεται τραγική. Και η αγάπη εισέτι είναι πλήρης οξειών αντιφάσεων και ουχί σπανίως μοιραίων κρίσεων.
Φρικτή εικών η κατάρρευσις της μεγάλης Αυτοκρατορίας! Η συμπλοκή είναι }088} αγρία και ανίλεως, όταν «οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι» εν τη απογνώσει αυτών αποφασίζουν τον αγώνα δια τα δίκαια και την αξιοπρέπειαν αυτών. Έζησα εν μέσω των παθημάτων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων.
Παραλλήλως προς αυτά εκρημνίζοντο εν εμοί τα νεανικά όνειρα και αι ελπίδες, πράγμα το οποίον κατά παράδοξον τρόπον συνεδυάζετο μετά νέας, βαθυτέρας κατανοήσεως του νοήματος του είναι εν γένει. Η νέκρωσις και ο όλεθρος ανεμιγνύοντο μετά της αναγεννήσεως.
Η πείρα όμως του θανάτου είναι αναγκαία εις ημάς, ίνα γνωρίσωμεν ότι εκλήθημεν εκ του «μηδενός» δια του θελήματος του Ουρανίου Πατρός. Η αυτογνωσία είναι απαραίτητος ώστε παν βήμα ημών να τελήται εκ συμφώνου προς το αυθεντικόν, ασάλευτον Είναι. Ώ, τούτο δεν είναι εύκολον, ουδέ απλούν: Εκατοντάκις προσεγγίζει ημάς το πυρ της φρίκης, το παν εντός ημών πιέζεται εκ του ακραίου πόνου, Ούτος όμως ενίκησε και καλεί ημάς να ακολουθήσωμεν Αυτόν. Ακολουθούντες δε Αυτόν, εις έκαστον στάδιον λαμβάνομεν πείραν και του αντιστοίχου προς αυτό μαρτυρίου. Το πνεύμα ημών ταράσσεται υπό του φόβου, και δια των λογισμών ημών ενδέχεται να εισέλθωμεν εις πάλην μετ’ Αυτού, επιρρίπτοντες εις Αυτόν }089} την αιτίαν όλων των παθημάτων. Έχομεν ανάγκην σταθεράς πίστεως, ίνα μη εκπέσωμεν απ’ Αυτού. Αλλ’ εάν εις την νύκτα της αγνοίας ημών εισέδυσεν η λάμψις της αστραπής, έστω και άπαξ, εάν εν τω φωτί της θείας αυτής αστραπής εν τη ψυχή ελήφθη η απόφασις, ή να μείνωμεν μετ’ Αυτού εν τη Απολυτότητι Αυτού, ή κάλλιον να υποστώμεν απόλυτον θάνατον – μεσότης δεν υπάρχει – τότε, είναι δυνατόν να δοθή και εις ημάς η χαρά της αιωνίου νίκης.
… εν τω Θεώ δεν υπάρχει τραγωδία. … Ο Χριστός ουδόλως είναι τραγικός τύπος. … Έζη την τραγωδίαν πάσης της ανθρωπότητος, αλλ’ εν Αυτώ τω Ιδίω δεν έμενεν αύτη. }090} … «Ειρήνην την Εμήν δίδωμι υμίν». … Τραγωδία δεν υπάρχει εν Αυτώ, αλλ’ εν ημίν.
Ωσαύτως και ο χριστιανός, όστις έλαβε την δωρεάν της αγάπης του Χριστού, παρά την συνείδησιν του εισέτι μη επιτευχθέντος πληρώματος, αποφεύγει την τραγωδίαν του παγκαταλυτικού θανάτου. Συμπάσχων μετ’ οδύνης και προσευχόμενος μετά κλαυθμού υπέρ του κόσμου δεν αποβαίνει θύμα της αδιεξόδου απογνώσεως, του ανεπανορθώτου ολέθρου. Εναργέστερα καθίσταται η όρασις αύτη, όταν η προσευχή εισέλθη καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις το αιωνόβιον ρεύμα της Γεθσημανίου προσευχής του Χριστού: Όταν διαρραγούν τα στενά όρια του ατόμου, όταν διαπερασθή το τείχος του χρόνου, τότε δίδεται εις τον άνθρωπον η πείρα της καταστάσεως, «Εγώ ειμι». Αισθανόμενος ούτος εν εαυτώ την ζωοποιόν πνοήν του Πνεύματος του Αγίου, προσευχόμενος δι’ αυτής της προσευχής, προαισθάνεται την τελικήν νίκην του Φωτός. Η Αγάπη του Χριστού εισέτι και εν τη υψίστη εντάσει της ευσπλαχνίας – όπερ συνιστά την ουσίαν του «άδου της αγάπης» – παραμένει απαθής ένεκα της υπαρχούσης εν αυτή αιωνιότητος. Η αγάπη αύτη ζη αυθεντικώς και αμειώτως }092} την τραγωδίαν της ανθρωπότητος, διότι ίδιον αυτής είναι να συμμετέχη εις τα παθήματα πάσης της κτίσεως και πρωτίστως του ανθρώπου. Δεν γνωρίζω δια ποίου ακριβώς τρόπου να περιγράψω ουχί την αφηρημένην, αλλά την ζώσαν πνευματικήν πείραν, ήτις δύναται να φανή αντιφατική εις την τυπικήν λογικήν. Η χάρις είναι άκρως πλουσία εις τας εκφάνσεις αυτής. Ας λάβωμεν ως παράδειγμα μίαν εκ των πλέον ενδεικτικών περιπτώσεων.
Εν Χριστώ ελάβομεν αποκάλυψιν περί της αμεταθέτου αξίας του ανθρώπου. Αγαπώμεν τον άνθρωπον ως την ιδίαν ημών ζωήν. Κατά στιγμάς δίδεται να θεωρήσωμεν το ανεκτίμητον κάλλος της εικόνος αυτής του Υψίστου Θεού. Παρατηρούντες το πολύτιμον τούτο όν εν τη πτώσει αυτού, συντριβόμεθα φυσικώ τω τρόπω τη καρδία και αναζητούμεν οδούς σωτηρίας δια τους ηγαπημένους, καθ’ ό μέτρον ο Κύριος εξέχεεν εφ’ ημάς την χάριν να γνωρίσωμεν την οδόν Αυτού. Ο λόγος του εκκλησιαστικού κηρύγματος πίπτει κατά το πλείστον ή παρά την οδόν ή εις τας ακάνθας ή επί τα πετρώδη μέρη, και η ψυχή στρέφεται εν προσευχή προς Εκείνον, Όστις έπλασε τον άνθρωπον. Πειθόμεθα ότι και ο Θεός δεν θέλει να παραβιάση την ελευθερίαν του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Εκ της προσπαθείας όπως υπερνικήσωμεν δια προσευχής ευσπλαχνίας τας απολιθωθείσας καρδίας ηγαπημένων υφ’ ημών υπάρξεων, η ψυχή αισθάνεται βαθέως ως να ίσταται όντως ενώπιον του τείχους του θανάτου – κατάστασις ομοία προς την θλίψιν μητρός ήτις βαστάζει εν ταις χερσίν αυτής αποθνήσκον νήπιον, τον καρπόν της κοιλίας αυτής. Το αίσθημα του αδιεξόδου, του ανεπανορθώτου της απωλείας, καταβροχθίζει παν άλλο αίσθημα και η ψυχή του ευχομένου «αποθνήσκει» μετ’ εκείνων δια τους οποίους προσφέρεται η προσευχή. }092}
Ο Μονογενής Υιός του Πατρός προσέλαβε τον θάνατον ημών. Απέθανεν επί του σταυρού φέρων εν Εαυτώ τον όλεθρον ημών δια της «εις τέλος αγάπης» Αυτού. Αλλ’ ο Θεός ανέστησεν Αυτόν. Η ιδία επαγγελία εδόθη εις πάντας τους πιστεύοντας εις Αυτόν, τον Χριστόν-Θεόν.
Η θέσις των ανθρώπων είναι πλέον περίπλοκος: Ημείς οι ίδιοι δεν είμεθα έως τέλους ελεύθεροι από της αμαρτίας, τουτέστι φέρομεν εν εαυτοίς τον ημέτερον θάνατον. Και ημείς, καίτοι δεν αποθνήσκομεν σωματικώς εν τη προσευχή υπέρ των αδελφών ημών και υπέρ του κόσμου εν γένει όμως εν πνεύματι ζώμεν όντως τον θάνατον αυτών: Βεβαίως θα έλθη και η ημέρα κατά την οποίαν θα αποθάνωμεν.
Ο Χριστός δια του θανάτου Αυτού επάτησε τον θάνατον του Αδάμ και των απογόνων αυτού. Τούτο αποτελεί την εγγύησιν της ημετέρας αναστάσεως.
Η προσευχή υπέρ του κόσμου είναι η πλέον βαρεία και αδιέξοδος υπό την έννοιαν ότι το πνεύμα ημών ουδέποτε επιτυγχάνει τελείως του σκοπού αυτού. Ευχόμενος υπέρ εαυτού ο άνθρωπος δύναται να γευθή εν τω βάθει της καρδίας αυτού πλημμύραν τρυφεράς αγάπης και ειρήνης. Διατηρεί την κατάστασιν ταύτην επί τινα χρόνον. Κατά την υπέρ του κόσμου όμως προσευχήν, και την πλέον εισέτι φλογεράν και παρατεταμένην, η ψυχή ταχέως αντιλαμβάνεται ότι βαρύ νέφος αντιπαθείας, ως και πρότερον, κρέμαται επάνω της γης: Είναι καθ’ υπερβολήν πολλοί οι άνθρωποι, οίτινες «ηγάπησαν μάλλον το σκότος (του μίσους) ή το φως» της αγάπης του Θεού. }093}
Και παράδοξον και θλιβερόν: Ο κόσμος ως σύνολον δεν δέχεται το πνεύμα του Θεού, και η προσευχή επιστρέφει εις τον προσευχόμενον ουχί μόνον μετά του αισθήματος του ανικανοποιήτου, αλλά και μετά πληθυνθείσης εισέτι θλίψεως. Τούτο βεβαίως δεν είναι αληθινή αίσθησις. Όντως η αναζητουμένη αλλαγή της πνευματικής ατμοσφαίρας της οικουμένης δεν επήλθεν. Εάν όμως δεν υπήρχον ευχέται υπέρ του κόσμου, η «εξουσία του σκότους» θα ενετείνετο μετά μεγαλυτέρας έτι δυνάμεως.
Και όσοι εισέτι δεν εβίωσαν μετ’ εντάσεως την ως άνω περιγραφείσαν πείραν ευκόλως θα εννοήσουν εμέ, εάν εμπνευσθέντες υπό του Θεού προσηυχήθησαν υπέρ του κόσμου ή υπέρ μεμονωμένων αγαπητών εις αυτούς ανθρώπων. Συχνάκις η καρδία εν τοιαύτη προσευχή ταχέως εισέρχεται εις αυτήν ταύτην την ζωήν εκείνου ή εκείνων δια τους οποίους προσεύχεται, και γνωρίζει τι συνέχει αυτούς: χαρά και ανάπαυσις, αδημονία και θλίψις, το απαίσιον ενίοτε σκότος του άδου και το όμοιον προς αυτό κακόν. Ο προσευχόμενος αισθάνεται τας καταστάσεις αυτάς ως ιδίας. Και τούτο αποτελεί ιδιαιτέρου είδους παραπλάνησιν. Κατ’ ουσίαν η ψυχή δια της προσευχής βλέπει – ζη – ενούται μετ’ εκείνων υπέρ των οποίων προσεύχεται. Εάν μετά το βαρύ τούτο αίσθημα, του οποίου έλαβεν ούτος πείραν, επακολουθή χαρά ή ανάπαυσις, τούτο είναι ενδεικτικόν σημείον ότι η προσευχή αυτού εισηκούσθη. Ο ασθενής θα αναρρώση, ο απεγνωσμένος θα λάβη φως ελπίδος, η επαπειλουμένη συμφορά θα παρέλθη, και τα όμοια.
Ακριβώς η τοιαύτη μετά των ανθρώπων κοινωνία εν τω είναι, εισέτι δε και μετά του κόσμου τούτου εν γένει, χαρακτηρίζει την γνησίαν προσευχήν. }094}
Η ζωή του προσευχομένου πνεύματος δύναται, αλλά και οφείλει, να λάβη κοσμικάς διαστάσεις, τας οποίας απαιτούν αι ευαγγελικαί εντολαί του Χριστού. Εν Αυτώ ο άνθρωπος γίνεται αληθώς παγκόσμιος: ουχί υπό την έννοιαν του φιλοσοφικού συγκρητισμού, αλλά κατά τον βαθμόν και την κλιμάκωσιν της κατοχής του πραγματικού όντος· κατά την εν πνεύματι προσέγγισιν εις τα έσχατα όρια της δυνατής ζώσης πείρας.
Η πείρα της τραγικότητος των πεπρωμένων της γης είναι απαραίτητος εις ημάς. Δεικνύει τα όρια των κτιστών ημών χαρισμάτων εν τω αποχωρισμώ ημών εκ της μετά του Θεου συνεργασίας. Είναι φυσικόν μετά τα παθήματα }095} και την αποτυχίαν όλων των προσπαθειών, να ανοιγώμεθα προς νέους ορίζοντας άλλου ήδη κόσμου, απείρως υψηλοτέρου. Τότε αντί του «μοιραίου τέλους» εν τη πλειονότητι των περιπτώσεων ταλαντούχων και μεγαλοφυών ανθρώπων ανατέλλει ευλογημένη αρχή ήτις δύναται να φανή εις τον άνθρωπον ως Φως Αναστάσεως, ως είσοδος εις τον άφθαρτον κόσμον, όπου δεν υπάρχει τόπος δια την τραγωδίαν, διότι εκεί βασιλεύει η άναρχος αιωνιότης.
Η προσωπική ημών πείρα οδηγεί εις την διαπίστωσιν ότι η ανθρωπότης εν τη πλειονότητι αυτής μέχρις και της σήμερον ημέρας, δεν έφθασεν εις το ύψος των εντολών του Ευαγγελίου. Απορρίπτοντες τον Χριστόν ως τον αιώνιον Άνθρωπον και προπαντός ως τον Αληθινόν Θεόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, υπό οιανδήποτε πρόθεσιν, οι άνθρωποι στερούνται του Φωτός της ανάρχου Βασιλείας και της δόξης της υιοθεσίας. … Όταν αισθανθώμεν τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα, υπερβαίνομεν τα όρια του χρόνου και του χώρου· εισερχόμεθα εις εκείνην την μορφήν του είναι, εν τη οποία δεν υπάρχει η έννοια της τραγωδίας. }096}
Δ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΝΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΕΝ ΤΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΑΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Τείνουν να χαρακτηρίσουν τινές την εποχήν ημών ως μεταχριστιανικήν. Εγώ δε προσωπικώς, εν τοις ορίοις των γνώσεών μου περί της ιστορίας του κόσμου και του Χριστιανισμού, είμαι πεπεισμένος ότι ο Χριστιανισμός εις τας αυθεντικάς αυτού διαστάσεις ουδέποτε μέχρι τούδε εγένετο δεκτός υπό της μεγάλης μάζης, ως ώφειλε. Κράτη είχον την αξίωσιν να ονομάζωνται «χριστιανικά», και οι λαοί αυτών έφερον προσωπείον ευσεβείας, όμως «την δύναμιν αυτής ηρνούντο». Έζησαν και ζουν εθνικώς. Όσον και αν φαίνηται παράδοξον, ακριβώς αι χριστιανικαί αύται χώραι κρατούν }097} επί αιώνας το μέγιστον μέρος της οικουμένης εις τα σιδηρά δεσμά της δουλείας· κατά τους τελευταίους δε χρόνους περιεκάλυψαν τον κόσμον δια σκοτεινού νέφους αναμονής του αποκαλυπτικού πυρός:
Εν τη παρούση κρίσει του Χριστιανισμού ανά μέσον των λαϊκών μαζών είναι τελείως δεδικαιολογημένον να διακρίνουν αύται την εξέγερσιν της φυσικής συνειδήσεως εναντίον εκείνων των διαστροφών, εις τας οποίας υπεβλήθη η Ευαγγελική διδαχή κατά την ιστορικήν αυτής πορείαν.
Ζώμεν εκ νέου εν τη ατμοσφαίρα των πρώτων αιώνων της χριστιανικής εποχής: … Ουχί άπαξ ήρχετο εις εμέ χαρά επί τω λογισμώ ότι η ζωή μου κατά το μέγιστον αυτής μέρος συνέπεσε μετά διωγμών κατά του Χριστιανισμού. Τούτο επιτρέπει εις εμέ να αισθανθώ εναργέστερον εμαυτόν ως χριστιανόν, να συνειδητοποιήσω την ασύγκριτον τιμήν κατά τους χρόνους ημών να ακολουθώ τον Μονογενή Υιόν του Πατρός εις την προς τον Γολγοθάν Αυτού πορείαν. Διωγμοί πανταχού, αλλ’ εις ποικίλας μορφάς. Εν τούτοις ουδένα εξ αυτών δύναται τις ευκόλως να υπομείνη. Είθε ο Θεός της αγάπης να λυτρώση πάσαν ψυχήν εκ της συμφοράς να καταστή διώκτης έστω και «ενός των μικρών τούτων».
Εν τω «υπέρ Αυτού πάσχειν» περικλείεται ιδιαιτέρα ευλογία εισέτι και εκλογή. Ο πάσχων δια της πορείας αυτής των εξωτερικών περιστάσεων ευρίσκεται εις αδιάκοπον σχέσιν μετά του Ιησού Χριστού, εισάγεται εις την }098} σφαίραν της Θείας αγάπης, γίνεται θεοφόρος.
Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το έν –ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας– είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς· το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας. Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας. Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι’ αυτούς. Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός. Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν …
Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης. Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος. Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. … }099} … φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι’ ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το “θαυμαστόν φως” της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν. Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν. Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν … προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείρας δια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών· δια της }100} στροφής προς την “φιλοσοφίαν της θρησκείας”. Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.
Η όντως εν τω Θεώ και μετά του Θεού ζωή δίδεται ή εις τα «παιδία» ή εις τους δια Χριστόν μωρούς, ως εις τον μέγαν Παύλον. … «αποτάσσεται …» «πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν» επί του επιπέδου του κτιστού είναι, εν τη απομονώσει του ανθρώπου από του Θεού, εν τω αυτοκαθορισμώ αυτού. … Επομένως είναι εις ημάς αναγκαίον να ακολουθήσωμεν το παράδειγμα του κατά πνεύμα πατρός ημών Αβραάμ: Να λάβωμεν ανά χείρας πυρ και μάχαιραν και να αναβώμεν εις υψηλόν τόπον, ίνα προσφέρωμεν εις τον Θεόν ως ολοκάρπωσιν παν ό,τι είναι εις ημάς κατά σάρκα πολύτιμον. Τότε και ημείς θα ακούσωμεν: «Νυν οίδα σε …» Και τούτο είναι η αληθής οδός προς την μακαρίαν }101} αιωνιότητα: Εις πάσαν άλλην οδόν παραμένουν ίχνη θανάτου. Μόνον όταν παραδοθώμεν «εις τέλος» ακολουθούντες τον Χριστόν, διανοίγονται εντός ημών αι ύψισται δυνατότητες της φύσεως ημών και καθιστάμεθα ικανοί να δεχθώμεν το Ευαγγέλιον εις την αιωνία αυτού διάστασιν. Η αποφασιστικότης του «αφιέναι πάντα» οδηγεί ημάς εις το κατώφλιον μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος, ημείς δε διδασκόμεθα να θεωρώμεν τας πραγματικότητας άλλου, αφθάρτου Είναι, κεκρυμμένου έως τότε αφ’ ημών. Ο Θεός δεν παραβιάζει την ελευθερίαν ημών. Δεν θα εισβάλη Ούτος εντός της καρδίας ημών, εάν ημείς δεν είμεθα διατεθειμένοι να ανοίξωμεν εις Αυτόν την είσοδον: … Και όσον ευρύτερον ανοίγομεν την θύραν, τοσούτον αφθονώτερον το Άκτιστον Φως πληροί τον εσωτερικόν ημών κόσμον.
Η βιωθείσα υφ’ ημών αγάπη προς τον Θεόν κα η αγάπη Αυτού προς ημάς ριζηδόν μεταβάλλει και τον ψυχισμόν και την σκέψιν ημών. Πάσα έχθρα μεταξύ ανθρώπων-αδελφών εμφανίζεται ως φοβερά αφροσύνη. Πάντες ημείς έχομεν ως μόνον εχθρόν την θνητότητα ημών. Εάν ο άνθρωπος είναι θνητός και δεν υπάρχη ανάστασις τότε άπασα η ιστορία του κόσμου δεν είναι πλείον ή άλογος οδύνη της κτίσεως. Και η αγάπη εισέτι ενταύθα συνυφαίνεται μετά του θανάτου: Να αγαπά τις σημαίνει να αποθνήσκη. Και το πνεύμα ημών καταπονείται όπως διαβή εις εκείνην την φωτοφόρον σφαίραν όπου δεν υπάρχει κώλυμα δια την ακόρεστον αγάπην· όπου αυτό τούτο το ακόρεστον είναι ουχί άλλο, ει μη η άκρα δυναμική της }102} ζωής, «το περισσόν» της υπό του Χριστού δοθείσης ζωής.
Η προσέγγισις εις την υψίστην προσευχήν συνοδεύεται στενώς υπό βαθείας μετανοίας δια τας αμαρτίας ημών. Όταν το πικρόν του ποτηρίου τούτου υπερβαίνη το μέτρον των δυνάμεων ημών να υπομένωμεν, τότε εκ του εξωχρονικού πόνου, εκ της ισχυράς αποστροφής προς ημάς αυτούς, εντελώς απροσδοκήτως, δια της εμφανίσεως της αγάπης του Θεού το παν αίφνης μεταβάλλεται και ο κόσμος «λησμονείται». Το φαινόμενο τούτο πολλοί ονομάζουν έκστασιν. Δεν συμπαθώ τον όρον τούτον, διότι μετ’ αυτού συνδέονται πολλαί διαστροφαί. Αλλά και εάν προσεδίδομεν άλλο όνομα εις το δώρον τούτο του Θεού, εάν ωνομάζομεν τούτο έξοδον της μετανοούσης ψυχής προς τον Θεόν, τότε και πάλιν οφείλω να είπω ότι ουδέποτε εσκέφθην να «καλλιεργήσω» – τεχνηέντως να επιτύχω – την κατάστασιν ταύτην. Αύτη ήρχετο πάντοτε εντελώς απρόβλεπτος, και δη εκάστοτε κατά διάφορον τρόπον. Το μόνον όπερ ενθυμούμαι (και τούτο γνωρίζω ως γεγονός) είναι η περί της αποστάσεώς μου από του Θεού απαράκληρος θλίψίς μου, ήτις τρόπον τινά συνεδέθη μετά της ψυχής μου. Εν οδύνη μετεμελούμην δια την πτώσιν μου. Και εάν εντός μου υπήρχον φυσικαί δυνάμεις, ο θρήνος μου δεν θα εγνώριζε τέλος. }103}
Ήτο δυνατόν εισέτι να μη ενθυμούμαι τας πνευματικάς μου πτώσεις, αλλ’ η όρασις της αναξιότητός μου ενώπιον του Αγίου τούτου Θεού, η συντρίβουσα εμέ, δεν έπαυε να εντείνηται.
… ότε θυμός εκυρίευεν εμού εναντίον εκείνων οίτινες προσέβαλλον εμέ. … Συνέβη ποτέ εξ αιτίας στιγμιαίου ερεθισμού η προσευχή να αποχωρήση απ’ εμού. Ηγωνιζόμην επί οκτώ μήνας, όπως επιστρέψη αύτη. Ότε όμως ο Κύριος ενέδωσεν εις τα δάκρυα μου, τότε η καρδία μου εγένετο νηφαλιωτέρα και πλέον υπομονητική.
Ιδιαιτέρως συνέπασχεν η καρδία μου μετά των ψυχικώς ασθενούντων. Τινές εξ αυτών κλονισθέντες υπό ακραίων δυσκολιών της συγχρόνου ζωής, εζήτουν επιμόνως παρ’ εμού διαρκή προσοχήν, πράγμα όπερ υπερέβαινε τας δυνάμεις μου. Εδημιουργούντο αδιέξοδοι καταστάσεις: Προς οιανδήποτε κατεύθυνσιν και εάν εκινούμην, υπήρχε τις όστις θα έκραζεν εκ του πόνου. Τούτο απεκάλυψεν εις εμέ τα παθήματα των συγχρόνων ανθρώπων, των συντετριμμένων υπό της αγριότητος του περιβοήτου ημών πολιτισμού. Η κολοσσιαία κρατική μηχανή, καίτοι εδημιουργήθη υπό των ανθρώπων, φέρει εν τούτοις χαρακτήρα απροσώπου, ίνα μη είπω απανθρώπου, συσκευής, ήτις μετά αδιαφορίας καταπιέζει εκατομμύρια ανθρωπίνων }104} υπάρξεων. Ανίσχυρος να αλλάξω τα κατ’ ουσίαν ανυπόφορα και όμως νόμιμα εγκλήματα της κοινωνικής ζωής των λαών, κατά την εκτός πάσης ορατής εικόνος προσευχήν μου ησθάνθην την παρουσίαν του εσταυρωμένου Χριστού. Έζων το Πάθος Αυτού εν πνεύματι τοσούτον εναργώς, ώστε η φυσική όρασις του «υψουμένου εκ της γης» ουδόλως θα ενίσχυε την συμμετοχήν μου εις τον πόνον Αυτού. Όσον μηδαμινά και αν ήσαν τα βιώματά μου, εν τούτοις ηύξανον εις βάθος την γνώσιν του Χριστού ως προς την επί γης εμφάνισιν Αυτού, ίνα σώση τον κόσμον.
Το μέτρον της χάριτος όπερ δίδεται εν τη αρχή ίνα ελκύση και διδάξη τους ανθρώπους, είναι δυνατόν να μη είναι ολιγώτερον εκείνου, όπερ παρέχεται εις τους τελείους. Εν τούτοις ουδόλως τούτο σημαίνει ότι η φοβερά αύτη ευλογία αφωμοιώθη υπό των δεξαμένων αυτήν. Η αφομοίωσις των δωρεών του Θεού απαιτεί παρατεταμένην δοκιμασίαν και έντονον αγώνα. Η πλήρης αναγέννησις του πεπτωκότος ανθρώπου εις «καινόν άνθρωπον» τελείται εις τρεις περιόδους: Η πρώτη, η αρχική, είναι η της κλήσεως και εμπνεύσεως προς τον προκείμενον αγώνα· η δευτέρα η της άρσεως της «αισθητής» χάριτος και της βιώσεως της Θεοεγκαταλήψεως, ήτις αποσκοπεί όπως παράσχη εις τον ασκητήν την δυνατόητα }105} να επιδείξη εις τον Θεόν την πιστότητα, την ελευθερίαν και την σύνεσιν αυτού· η τρίτη και τελική η της επανακτήσεως της αισθητής χάριτος και διαφυλάξεως αυτής, ήτις συνδέεται ήδη μετά της νοεράς γνώσεως του Θεού.
… Εκείνος, όστις … εν τω καιρώ της παρατεταμένης Θεοεγκαταλήψεως ζη ως η ιδία χάρις να παρέμενε πάντοτε μετ’ αυτού, (ΑΡΧΗ ΑΣΚΗΣΕΩΣ) θα λάβη μετά μακράν δοκιμασίαν της πιστότητος αυτού τον «αληθινόν» πλούτον ως αναφαίρετον και αιώνιον ήδη κτήμα. Εν άλλαις λέξεσιν, η χάρις συνυφαίνεται μετά της κτιστής φύσεως και αι δύο αύται γίνονται έν. Το τελικόν τούτον δώρον είναι η θέωσις του ανθρώπου· η μετάδοσις εις αυτόν της θείας μορφής υπάρξεως, της ανάρχου, της αγίας. Είναι η μεταμόρφωσις του όλου ανθρώπου, δια της οποίας ούτος γίνεται χριστοειδής, τέλειος.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι είναι δυνατόν να συνηθίσωμεν εις πάσαν επιστήμην, πάσαν τέχνην, παν επάγγελμα και να πράττωμεν το έργον άνευ ιδιαιτέρας πλέον προσπαθείας. Αλλ’ εις ουδένα εδόθη ποτέ να προσεύχηται άνευ κόπου· προ παντός εάν έχωμεν υπ’ όψιν την }107} την μετά προσοχής προσευχήν, την τελουμένην νοερώς εν τη καρδία.
Θεολογικώς η αποταγή χάριν της προσευχής φαίνεται να αντιφάσκη προς το νόημα της εντολής ηθικώς αύτη παρουσιάζεται ως ανεπίτρεπτος «εγωϊσμός»· }108} μυστικώς δε, ως κατάδυσις εις το σκότος της απεκδύσεως· εκεί όπου ουδέν στήριγμα υπάρχει δια το πνεύμα και είναι δυνατή η απώλεια της συνειδήσεως της πραγματικότητος του κόσμου τούτου. Εν τέλει δε ο φόβος, διότι είναι άγνωστον εις ημάς, εάν το εγχείρημα ημών είναι ευάρεστον εις τον Θεόν.
Η ασκητική απέκδυσις από παντός κτιστού, ως αποτέλεσμα μόνον εντάσεως της ανθρωπίνης ημών θελήσεως, είναι καθ’ υπερβολήν αρνητική. Είναι φανερόν εις τον νουν ότι η αρνητική πράξις αυτή καθ’ εαυτήν δεν δύναται να οδηγήσει εις θετικήν, συγκεκριμένην κατοχήν του ποθουμένου. … Η πείρα δεικνύει ότι είναι φυσικόν εις την προσευχήν να διαπερά τους αχανείς χώρους του κοσμικού είναι.
Αι εντολαί του Χριστού δι’ αυτής ταύτης της φύσεως αυτών υπερνικούν πάντας τους περιορισμούς· η ψυχή κρέμαται επάνω αβύσσων όπου το αδόκιμον πνεύμα ημών δεν διαβλέπει διέξοδον. Τι ποιήσω; Δεν δύναμαι να χωρήσω τας αποκαλυφθείσας αβύσσους· βλέπω την μικρότητά μου, την αδυναμίαν μου· προς στιγμήν πίπτω. Αλλ’ η ψυχή μου παραδεδομένη εις τας χείρας του Ζώντος Θεού, στρέφεται κατά φυσικόν τρόπον προς Αυτόν, Ούτος δε άνευ δυσκολίας προφθάνει εμέ, όπου και εάν ευρίσκωμαι. }109}
Κατ’ αρχάς η ψυχή τρέμει αλλ’ ουχί άπαξ σωθείσα δια της προσευχής, βαθμηδόν ενδυναμούται εν τη ελπίδι, γίνεται ανδρειοτέρα εκεί όπου ενωρίτερον η ανδρεία εφαίνετο τελείως αδύνατος.
Φρονώ ότι, έως ότου είμεθα εν τω υλικώ τούτω σώματι, είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της αντιλήψεως ημών προς ορατάς αναλογίας. Είναι εισέτι άγνωστον τι θα συμβή όταν τελικώς εγκαταλείψωμεν το υλικόν και πρόσκαιρον τούτο σώμα. Επαναλαμβάνω: Εν εκείνη τη απειρότητι δεν υπάρχουν οραταί οδοί: ο φόβος, ουχί ο ζωώδης, οδηγεί την έντασιν της προσοχής μέχρι του άκρου των δυνάμεων ημών. Μόνον η προσευχή δύναται να δώση εις ημάς σταθεράν ισορροπίαν εις όλας τας αμφιταλαντεύσεις. Η ψυχή κράζει συχνάκις άνευ λόγων ή δια συντόμων λόγων: «Κύριε σώσον με». }110}
Η καρδία και ο νους μου εγένοντο πεδίον συγκρούσεων μεταξύ του Χριστού και του Εχθρού κολοσσού κοσμικών διαστάσεων. Κατ’ εκείνην την περίοδον εβάδιζον επί αοράτου σχοινίου επάνω αβύσσων. Παράδοξος απόγνωσις κατείχεν εμέ εξ όλων των κατευθύνσεων, όν τρόπον τα ύδατα περιβάλλουν }111} τον καταποντούμενον άνθρωπον. Λέγω «παράδοξος» διότι ότε το αίσθημα της απογνώσεως απεχώρει απ’ εμού, ησθανόμην ως να απέθνησκον πνεύματι. Εξ αυτής της απογνώσεως, ως εξ ηφαιστείου, επήγαζε φλογερά προσευχή· ως ο Απόστολος Πέτρος έκραζον προς τον Παντοκράτορα Χριστόν: «Κύριε σώσον με»!
Κατενόησα ότι ακολουθούντες τον Χριστόν-Θεόν ριπτόμεθα κατά τινα φυσικόν τρόπον εις τους απεράντους ωκεανούς του πνεύματος. Το εν Χριστώ ζήν σημαίνει να αισθανθή τις Αυτόν ως τον αληθώς Νικητήν του θανάτου:
… αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Αγάπησον την αργίαν της ησυχίας, υπέρ το εμπλήσαι πεινώντας εν κόσμω και επιστρέψαι πολλά έθνη εις προσκύνησιν του Θεού». }112}
Η ακατανόητος δι’ εμέ αγαθότης του Θεού κατά τους πρώτους χρόνους της επιστροφής μου εις τον Χριστόν «σκληρώς» έρριψεν εμέ εις την απειρότητα, δίδουσα εις εμέ να λάβω την αίσθησιν της μηδαμινότητός μου, της κενώσεως και του «μηδενός» μου. Δια της δωρεάς ταύτης εκαθαρίσθη η καρδία μου εκ της θανατηφόρου πληγής της υπερηφανίας και εγενόμην ικανός εν αγάπη και ειρήνη να θεωρήσω τον Θεόν, να δεχθώ παρ’ Αυτού την νέαν άφθαρτον ζωήν.
Απόγονοι όντες του Αδάμ, πάντες ημείς φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της πτώσεως εκείνης, περί της οποίας ομιλεί η Αποκάλυψις· αλλ’ ουχί πάντες ζουν ταύτην μετά της ιδίας βαθείας επιγνώσεως των οντολογικών διαστάσεων της συμφοράς ταύτης. … Η υπερηφανία, ως εμφανής ή λανθάνουσα τάσις προς αυτοθέωσιν, παρεμόρφωσε την καρδίαν των ανθρώπων. Ευθύς ως διακρίνομεν εν εαυτοίς σημείά τινα πνευματικής αναβάσεως, ο όφις ούτος αμαυροί τον νουν, καταστέλλει την όρασιν, απομακρύνει από του Θεού. Βλέπω νυν ότι η άκρα αμάθειά μου κατά την αρχικήν περίοδον απεδείχθη δι’ εμέ σωτήριος. Εν τη προσευχή της απεγνωσμένης μετανοίας μου ο Κύριος έδιδεν εις εμέ άμεσον καθοδήγησιν και η κενοδοξία δεν ήγγιζεν εμέ. Όθεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι το μέχρι τέλους συντετριμμένον εκ της μεταμελείας πνεύμα ημών αποδεικνύεται ικανόν προς αποδοχήν των ενεργειών του Θεού. }113}
«Άνθρωπος εγεννήθη εν τω κόσμω». Είδον αυτόν δια του Χριστού. Ο άνθρωπος, η θεοειδής υπόστασις, γεννάται δυνάμει· διέρχεται την διαδικασίαν του γίγνεσθαι, κατ’ αρχάς εν τοις ορίοις του κόσμου τούτου, ύστερον δε οφείλει να φθάση τας υπερκοσμίους διαστάσεις ακολουθών τον Χριστόν, Όστις ενίκησε τον κόσμον: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον».
Επαναλαμβάνω: Ο Κύριος εδωρήσατο εις εμέ την χάριν της μνήμης του θανάτου και της ευλογημένης απογνώσεως. Η «μνήμη του θανάτου» θέτει τον άνθρωπον προ της αιωνιότητος, κατ’ αρχήν εν τη αρνητική αυτής όψει: Άπαν το είναι οράται περιβεβλημένον το σκότος του θανάτου. Εν συνεχεία κατέρχεται επί την ψυχήν το Φως της Θεοφανείας μετά της νίκης επί του θανάτου. Η «απόγνωσις» ήτο αποτέλεσμα της επιγνώσεως της αποστάσεώς μου από του Θεού. Τα δύο ταύτα, η μνήμη του θανάτου και η απόγνωσις, απέβησαν αι πτέρυγες δια την πτήσιν δια μέσου της αβύσσου. Φρικτή και παρατεταμένη υπήρξεν η πείρα αύτη της ευεργεσίας του Θεού. Χάριν }114} τούτου ήρθη από της καρδίας μου το «αρχαίον κάλυμμα», όπερ δεν επέτρεπεν εις εμέ να εννοήσω την εν Χριστώ και Πνεύματι Αγίω Καινοδιαθηκικήν Αποκάλυψιν.
Αι εντολαί του Χριστού είναι εκπεφρασμέναι εν ολίγαις λέξεσιν, αλλά η τήρησις αυτών οδηγεί δια θαυμαστού τρόπου εις την διεύρυνσιν του πνεύματος ημών, ώστε τούτο εν μαρτυρική δίψη να περιπτυχθή «πάντα … τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» εν αγάπη, ήτις εδόθη ως εντολή εις ημάς. Είναι άρα γε κατανοητόν }115} οι εκ του «μηδενός» κληθέντες να κατέχουν τοιαύτην δύναμιν; Βεβαίως είναι αδύνατον εις ημάς να χωρήσωμεν εν τη καρδία πάσαν την κτίσιν, εάν στηριζώμεθα εις εαυτούς. Αλλ’ Αυτός ο Δημιουργός παντός υπαρκτού εφανερώθη εν τη μορφή της υπάρξεως ημών και έδειξεν αληθώς ότι η φύσις ημών επλάσθη ικανή ουχί μόνον να περιπτυχθή τον κτιστόν κόσμον, αλλά και να προσλάβη το πλήρωμα της Θείας ζωής. Άνευ Αυτού ουδέν δυνάμεθα να πράξωμεν, αλλά μετ’ Αυτού και εν Αυτώ τα πάντα δύνανται να επιτευχθούν, καίτοι ουχί άνευ «πόνου». Ο πόνος είναι αναγκαίος εις ημάς εν πρώτοις, ίνα αισθανθώμεν εαυτούς ελευθέρας υποστάσεις, ύστερον δε ίνα κατά την Κρίσιν ο Κύριος δυνηθή να δωρήση εις ημάς την ζωήν Αυτού ως αναφαίρετον κτήμα ημών.
Μεταφερόμενοι νοερώς εις κοσμικάς διαστάσεις, όταν πάσχωμεν, εξομοιούμεθα προς τον Χριστόν. Εάν σκεπτώμεθα ούτω, παν φαινόμενον εν τη ατομική ημών υπάρξει θα αποβή αποκάλυψις περί του τελουμένου εν τω κόσμω των ανθρώπων. Δια μέσου ημών θα διέλθουν τα ρεύματα της κοσμικής ζωής, και ημείς θα δυνηθώμεν δια ζώσης πείρας να γνωρίσωμεν και τον άνθρωπον εις τους αιώνας του χρόνου, έτι δε και τον Υιόν του ανθρώπου κατά τας δύο Αυτού φύσεις. Ούτως ακριβώς, εν οδύναις, αυξάνομεν μέχρι κοσμικής και μετακοσμικής αυτοσυνειδησίας. Διερχόμενοι την πείραν της κενώσεως, ακολουθούντες οπίσω του Χριστού και συσταυρούμενοι μετ’ Αυτού, γινόμεθα δεκτικοί του απείρως μεγάλου Θείου Είναι. Εν τη εξαντλητική προσευχή μετανοίας υπέρ όλου του κόσμου ενούμεθα πνευματικώς μεθ’ όλης της ανθρωπότητος: Γινόμεθα παγκόσμιοι κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητος }116} του Ιδίου του Χριστού, Όστις φέρει εν Εαυτώ παν ό,τι υπάρχει. Αποθνήσκοντες μετ’ Αυτού και εν Αυτώ ήδη εντεύθεν, προγευόμεθα της αναστάσεως.
Ίνα γνωρίσωμεν, καθώς πρέπει, τον Χριστόν, είναι απαραίτητον να συμμετάσχωμεν και ημείς εις τα παθήματα Αυτού και να βιώσωμεν, ει δυνατόν, το παν, καθώς και Αυτός ο Ίδιος. Ούτω και μόνον ούτω γνωρίζεται ο Χριστός-Αλήθεια· τουτέστιν υπαρξιακώς, ουχί αφηρημένως, ουχί δια μέσου ψυχολογικής ή θεωρητικής πίστεως, ήτις στερείται βιωματικής πείρας.
Εκ των βεβιωμένων υπ’ εμού εσωτερικών συγκρούσεων μετεφερόμην αυθορμήτως εις τον κόσμον των ανθρώπων, και δια του τρόπου αυτού ήλθεν εις εμέ η ευσπλαχνία προς άπασαν την ανθρωπότητα. Εκ της πείρας ταύτης εγεννήθη η κατανόησις ότι εις όλους ημάς είναι αναγκαίον να ζήσωμεν τας τυχόν δοκιμασίας ουχί μόνον εις τα στενά πλαίσια της ατομικότητος ημών αλλ’ εις τας κοσμικάς διαστάσεις, εξερχόμενοι πνεύματι εκ του περιορισμού των σωματικών οφθαλμών. Εν άλλαις λέξεσι: να συναισθανθώμεν ότι δια μέσου ημών διέρχονται ρεύματα της αυτής κοσμικής ζωής, ήτις ρέει εις τας φλέβας εκάστου ανθρώπου. … Η φυσική αύτη }117} κατ’ ουσίαν ορμή απεδείχθη ρίζα, εκ της οποίας παρήχθη πολύτιμος δι’ εμέ καρπός: να ζω άπασαν την ανθρωπότητα ως εμαυτόν, ως ιδίαν ζωήν.
Ούτω εισήλθον εις την τραγωδίαν της συγχρόνου ιστορίας. Βραδύτερον ενεβάθυνα πλέον εις τας πηγάς αυτής: εις την βιβλικήν διήγησιν περί της Πτώσεως του ανθρώπου.
Ούτω προσήγγισα εις το μέγα μυστήριον της εν ημίν «εικόνος του Θεού»: το Πρόσωπον. Απεκαλύφθη Ούτος εις ημάς εν τω Ονόματι – Εγώ Ειμι ο Ών. }118}
Είναι δυνατόν να είπωμεν ότι η χριστιανική ζωή συνίσταται εις την «εν οδύναις γέννησιν» δια την αιωνιότητα.
Βλέπω ότι ο νους μου αδιακόπως επιστρέφει εις την αυτήν όρασιν, από της οποίας δεν δύναμαι να αποσπασθώ και την οποίαν ήρχισα να οικειούμαι πλέον του ημίσεως ήδη αιώνος. Ο Κύριος απορροφά εμέ ολοκληρωτικώς. Και βλέπω και δεν βλέπω την περιβάλλουσαν εμέ πραγματικότητα. Το βλέμμα μου ολισθαίνει προς αυτήν κατ’ εκείνας τας στιγμάς, όταν είμαι απησχολημένος μετά των αναποφεύκτων αναγκών της καθ’ ημέραν ζωής. Αλλ’ είτε υπνώ, είτε γρηγορώ, ο Θεός περιβάλλει εμέ στενώτερον ή ο αήρ τον οποίον αναπνέω. Κατά τας παρελθούσας δεκαετίας η χάρις πολυτρόπως εξεχύθη επ’ εμέ αφθόνως, κατά καιρούς ως ευρύς ποταμός, ενίοτε δε ως καταρράκτης, τουτέστιν ως πτώσις «ζώντος ύδατος» επί την κεφαλήν μου. Συνέβαινε – και συμβαίνει – ως να διηνοίγοντο ενώπιόν μου αι απέραντοι εκτάσεις του ωκεανού· ή ως αστάθμητος μηδαμινότης να εκρεμώμην επάνω ιδιομόρφου νοεράς αβύσσου … }119}
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Α’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
«Έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω Ονόματί Μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών ή πεπληρωμένη … Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσητε τον Πατέρα εν τω Ονόματι Μου, δώσει υμίν». Οι λόγοι ούτοι του Χριστού αποτελούν το δογματικόν και ασκητικόν θεμέλιον της δια του Ονόματός Αυτού προσευχής.
«Υπέστρεψαν δε οι εβδομήκοντα μετά χαράς λέγοντες· Κύριε και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω Ονόματί Σου». Και εν άλλη περιπτώσει: «Είδομέν τινα επί τω Ονόματί Σου εκβάλλοντα δαιμόνια …». Ούτω λοιπόν, η ιστορία της δια του Ονόματος του Ιησού προσευχής άρχεται από των αποστολικών χρόνων. Δεν διετηρήθησαν οι λεκτικοί τύποι των δεήσεων αυτών, αλλά όλη η Καινή Διαθήκη γέμει μαρτυριών, ότι οι Απόστολοι ετέλουν πολλά παράδοξα θαύματα δια του Ονόματος τούτου. }124}
Η κατανόησις δε του περιεχομένου και του νοήματος του Θείου Ονόματος αποκτάται μόνον βαθμηδόν. Και στιγμιαία επίκλησις αυτού δύναται να χαροποιήση την καρδίαν ημών· και τούτο είναι πολύτιμον. Αλλά δεν πρέπει να μείνωμεν εις το μέσον της οδού. Η ενταύθα διαμονή ημών είναι βραχεία και οφείλομεν να εκμεταλλευθώμεν εκάστην ώραν, ούτως ώστε να ωριμάση η περί Θεού γνώσις ημών. Όταν δε συμβάλλουν εις έν και η χαρά της καρδίας και το φως του νοός, τότε προσεγγίζομεν την τελειότητα.
Ήλθον εις Άγιον Όρος κατά το έτος 1925. Ολίγον προ τινος είχον λάβει χώραν εκεί θυελλώδεις διαμάχαι περί της φύσεως του Θείου Ονόματος. Εν τη εντάσει των διενέξεων εκείνων –ομοίων προς τας θεολογικάς έριδας του 14ου αιώνος περί της φύσεως του Θαβωρίου Φωτός- διεπράχθησαν εξ αμφοτέρων των παρατάξεων ουκ ολίγα, άτινα δεν θα ανέμενέ τις εξ ανθρώπων, οίτινες παρέδωκαν τας ψυχάς αυτών εις χείρας του Αγίου Παντοκράτορος. Εν τη πολεμική ταύτη δύναται να εύρη τις αναλογίαν προς τας παλαιάς διαμάχας μεταξύ νομιναλιστών και πραγματιστών, ιδεαλιστών και ορθολογιστών. Καταστέλλονται }125} αύται προς καιρόν, ίνα και πάλιν εκσπάσουν υπό άλλην μορφήν. Παρατηρούνται δύο διάφοροι ως προς την φύσιν αυτών θέσεις: αφ’ ενός μεν η των προφητών και ποιητών, αφ’ ετέρου δε η των διανοουμένων και τεχνοκρατών.
Η ζωή εκάστου εξ ημών ευρίσκεται εις στενωτάτην σχέσιν προς τας παραστάσεις ημών περί του κόσμου, περί ημών των ιδίων και περί του Θεού. … γνωρίζομεν εκ της χιλιετούς πείρας του γένους ημών ότι ο φυσικός νους, εγκαταλελειμμένος εις εαυτόν εν τη παρούση καταστάσει, σκεπτόμενος περί του Θεού δεν δύναται να πορευθή πέραν τινών εικασιών. Είναι απαραίτητον όπως ο Ίδιος ο Θεός αποκαλυφθή εις τον άνθρωπον δίδων εις αυτόν την περί Αυτού γνώσιν. }126}
Ούτως εξ αρχής ο Θεός απεκαλύφθη εις τον Μωυσήν ως προσωπικός και μόνος εν αληθεία Ών μετ’ αγνώστων εισέτι ιδιωμάτων. Η επακολουθήσασα αποκάλυψις εφανέρωσε τας ιδιότητας τούτου του «Εγώ ειμι» ως Θεού οικτίρμονος και φιλανθρώπου. Αλλά και τούτο ήτο ασαφές και ο Μωυσής ανεγνώρισε το ατελές της εις αυτόν δοθείσης γνώσεως.
Οι Προφήται ωσαύτως δεν έφθασαν το ποθητόν πλήρωμα. }127}
Ο Θεός ούτος, ο Πρώτος και ο Έσχατος, απεκαλύφθη ως Προσωπικόν Απόλυτον, Ζων· ουχί ως αφηρημένον τι Παν-Όν ή ως υπερβατική Πανενότης ή τα όμοια τούτων.
Εκ της Βιβλικής διηγήσεως βλέπωμεν ότι πάσα νέα αποκάλυψις εγίνετο δεκτή ως Θεοφάνεια, ως άμεσος ενέργεια του Θεού. Εν σχέσει προς αυτό και τούτο το Όνομα εβιούτο ως παρουσία του Θεού. Εν τω Ονόματι περιεκλείετο διττή δύναμις: Αφ’ ενός μεν η αίσθησις του Ζώντος Θεού, αφ’ ετέρου δε η γνώσις περί Αυτού. Εκ τούτου προέρχεται και ο φόβος να επικαλεσθή τις ματαίως το Όνομα. Κατά το μέτρον του πλουτισμού της αποκαλύψεως περί των ιδιωμάτων του Θεού, περί των ενεργειών Αυτού, εβαθύνετο και η Θεογνωσία εν γένει. Παρά την πεποίθησιν των Ισραηλιτών ότι είναι ο εκλεκτός λαός, ότι ο Ύψιστος αποκαλύπτεται εις αυτούς, δεν έπαυσαν μέχρι της ελεύσεως του Χριστού οι στεναγμοί των Προφητών εν τη προσευχή προς τον Θεόν, όπως Ούτος έλθη εις την γην και δώση περί Αυτού την αληθώς πλήρη γνώσιν, η δίψα της οποίας είναι αναφαίρετος από του πνεύματος του ανθρώπου. }128}
Να παραμένωμεν πάντοτε καταβεβλημένοι υπό του σκότους της αγνοίας είναι και εξουθενωτικόν και αποκρουστικώς ανιαρόν. Το πνεύμα ημών αναζητεί άμεσον διάλογον μετ’ Αυτού· μετ’ Εκείνου, Όστις εκάλεσεν εμέ «εκ του μηδενός». Ποίος παρεβίασε την ησυχίαν μου ως μη-όντος και έρριψεν εμέ εις την παράλογον και εισέτι αποτρόπαιον τραγωδιοκωμωδίαν; Θέλομεν να γνωρίζωμεν εις ποίον ευρίσκεται η αδικία: εις ημάς ή εις Εκείνον, τον Δημιουργόν; Φαίνεται εις ημάς ότι ήλθομεν εις τον κόσμον τούτον παρά την θέλησιν ημών, ενδεχομένως άνευ συγκαταθέσεως ημών. Ενθυμείται άρα γε τις εξ ημών στιγμήν κατά την οποίαν ηρώτησέ τις αυτόν, «θέλεις να έλθης εις την ζωήν ταύτην;», αποκαλύπτων βεβαίως εκ των προτέρων εις αυτόν οποία είναι αύτη; Είχομεν την δυνατότητα να αρνηθώμεν το δώρον τούτο; Είναι άρα γε δίκαιον να αποδώσωμεν «αφροσύνην τω Θεώ»;
Εάν δεν εδόθη εις ημάς να ποιήσωμέν τι εκ του «μηδενός», έπεται ότι ούτε η ιδέα της αιωνιότητος δύναται να προέρχηται εξ ημών, και η παρουσία αυτής εν ημίν θα ήτο οντολογικώς αδύνατος. Εξετάζοντες μετά προσοχής την ροήν της περιβαλλούσης ημάς πραγματικότητος, παρατηρούμεν ότι πάσα πραγματική ανάγκη έχει εν τω κοσμικώ είναι την δυνατότητα της ικανοποιήσεως }131} χρειάζεται μόνον να ευρεθή η οδός προς αυτήν. Εν τη ιστορία της επιστημονικής προόδου πολλαί ιδέαι αίτινες εφάνησαν υπερμέτρως τολμηραί, επραγματοποιήθησαν νυν προ των οφθαλμών ημών. Διατί θα έπρεπε να αμφιβάλλω ότι και η ιδική μου δίψα της μακαρίας αθανασίας και της αιωνίου ενώσεως μετά του Δημιουργού δύναται ωσαύτως να πραγματοποιηθή;
«Ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ έσται το όνομά σου ότι ενίσχυσας μετά του Θεού και μετ’ ανθρώπων δυνατός έση». Περί δε του Ονόματός Μου μη ερώτα, διότι είναι θαυμαστόν και συ εισέτι δεν είσαι ικανός να δεχθής Αυτό. Και όμως είσαι ευλογημένος.
Η πάλη μετά του Θεού ενέχει κίνδυνον: Δύναται αύτη να οδηγήση εις τον όλεθρον, αλλά και να καταστήση ημάς ισχυρούς, ώστε να νικήσωμεν τον «παλαιόν άνθρωπον», τον διαφθαρέντα υπό της εωσφορικής υπερηφανίας. Να νικήσωμεν δια της ταπεινώσεως: «… και μετ’ ανθρώπων δυνατός έση». Πώς; Δια της ταπεινώσεως. }132}
Η εν όλω τω κόσμω παρατηρούμενη πνευματική κρίσις άρα γε δεν είναι προετοιμασία προς μίαν νέαν μεγάλην αναγέννησιν; Επομένως, ό,τι τελείται νυν εις τας ψυχάς μεμονωμένων ατόμων, δύναται να λάβη χώραν και εις πλήθος ψυχών. Και τούτο είναι δυνατόν να έλθη ως ισχυρά πλήμμυρα, ως εκτυφλωτική αστραπή εν μεσονυκτίω σκότει. Η δοθείσα εις ημάς περίοδος της ιστορίας δύναται και θα ώφειλε να αποβή περίοδος αφομοιώσεως του είναι εις όλας αυτού τας διαστάσεις. Εν τω φωτί της ελπίδος ταύτης τα παθήματα καθ’ εαυτά διανοίγουν ενώπιον ημών μεγαλειώδες θέαμα: «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν», εάν διερχώμεθα αυτάς εν προσευχή, ήτις φθάνει «τα όρια της οικουμένης». }133}
Η σειρά της περί του Θεού αποκαλύψεως, ήτις εκτίθεται εν τη Αγία Γραφή, συμπίπτει εις μέγαν βαθμόν μετά της διαδικασίας της προσωπικής ημών προόδου – αυξάνομεν εν τη γνώσει ομοίως προς τους προπάτορας και τους πατέρας ημών: Κατ’ αρχήν οι άνθρωποι συλλαμβάνουν την έννοιαν περί Ανωτέρου Όντος. Έπειτα συνεχώς νέα και νέα κατηγορήματα Αυτού γίνονται γνωστά εις το ανθρώπινον πνεύμα, ούτω δε φθάνει η ώρα του φοβερού Σιναϊτικού «Εγώ ειμι». Εις τους επακολουθήσαντας αιώνας εμβαθύνεται η πείρα και η κατανόησις, καίτοι δεν επιτυγχάνεται εισέτι η τελειότης, μέχρις ότου έλθη ο Προσδοκώμενος.
Ο υπερώνυμος κατά την Ουσίαν Αυτού, αποκαλύπτεται εις τα κτισθέντα κατ’ εικόνα Αυτού λογικά όντα υπό πλήθος ονομάτων: … Εις έκαστον και δι’ ενός εκάστου εξ αυτών αισθανόμεθα την προς ημάς επαφήν του Μόνου Θεού, ένεκα δε του αδιαιρέτου Αυτού έχομεν Αυτόν όλον. Πρέπον είναι να σκεπτώμεθα ούτως, αλλ’ εν ταυτώ ουδέ έν εξ αυτών των ονομάτων δίδει εις ημάς το πλήρωμα της κατανοήσεως «καθώς εστιν» Ούτος. Το Είναι Αυτού κατά την Ουσίαν Αυτού υπερέχει πάντων των Ονομάτων. Παρά ταύτα συνεχίζει Ούτος να αποκαλύπτηται δια των Ονομάτων. }134}
Η αποκάλυψις έφερεν εις ημάς το νέον Όνομα: Ιησούς, Σωτήρ, ή Θεός-Σωτήρ. Το μέγα Φως εισήλθεν εις την ζωήν του κόσμου. Ανέτειλε νέα εποχή. Ήτο ιερά η ιστορία από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως. Ιερά από της στιγμής της Σιναϊτικής Θεοφανείας. Και πλέον έτι ιερά από της στιγμής της ελεύσεως του Χριστού.
Και ενωρίτερον υπήρξαν ιδέαι περί Θεού-Σωτήρος, αλλά μετά διαφόρου περιεχομένου, άλλης διαστάσεως· είχον χαρακτήρα ασυγκρίτως ολιγώτερον συγκεκριμένον.
Το Όνομα Ιησούς αποκαλύπτει πρωτίστως εις ημάς το νόημα και τον σκοπόν της εν σαρκί ελεύσεως του Θεού: «δια την ημών σωτηρίαν». Η πρόσληψις της φύσεως ημών υπό του Θεού δεικνύει την δυνατότητα να γίνωμεν και ημείς τέκνα Θεού. Η υιοθεσία αύτη συνίσταται εις την μετάδοσιν εις ημάς της Θείας μορφής υπάρξεως: «Εν Αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς». }135}
Ο φιλοσοφών νους εγκαταλελειμμένος εις εαυτόν δεν δύναται να συμφωνήση μετά της Ευαγγελικής εντολής. Τούτο αποτελεί δι’ αυτόν αφροσύνην. Το Απόλυτον των φιλοσόφων δεν έλαβε την άδειαν παρά των δημιουργών αυτού να κενώση εαυτό μέχρι και της δουλικής μορφής. Το φανταζόμενον υπ’ αυτών Απόλυτον είναι κατ’ ουσίαν το μη-όν (υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως ταύτης). Προ της ελεύσεως του Χριστού υπήρξαν πολλοί νόες, οίτινες ανέπτυξαν λίαν ελκυστικάς θεωρίας περί ενός τοιούτου αφηρημένου Απολύτου. Δια τούτο δεν πρέπει να εκπλήττη ημάς η εμφάνισις των ιδίων τάσεων επί των ημερών ημών. Δυστυχώς πολλοί γίνονται θύματα της πνευματικής ταύτης παραπλανήσεως. }136}
Ο Μωϋσής υπό το Όνομα Γιαχβέ – Εγώ ειμί – ηννόει έν Πρόσωπον. Ο Λόγος και το Πνεύμα ήσαν δι’ αυτόν ενέργειαι του Ενός Όντος. Εις ημάς δε απεκαλύφθη ότι ο Λόγος και το Πνεύμα είναι Υποστάσεις ομότιμοι προς τον Πατέρα: Είς ο Θεός εν τη Ουσία Αυτού, τριπλούς εν ταις Υποστάσεσιν. Εικόνα του Θεού τούτου αποτελεί η μία φύσις του Ανθρώπου εν τω πλήθει των υποστάσεων.
Ένεκα της ενότητος του Θεού το Όνομα Εγώ ειμι αναφέρεται εξ ίσου και εις όλην την Τριάδα και εις εκάστην Υπόστασιν ιδιαιτέρως. Το Όνομα τούτο καθώς και πολλά άλλα δύναται, και οφείλει, να εννοήται και ως κοινόν (προσηγορικόν) Όνομα, και ως ίδιον εκάστου Προσώπου. Ομοίως ως και το Όνομα Κύριος, αναφέρεται και εις τα τρία ομού Πρόσωπα, εν ταυτώ δε χρησιμοποιείται }137} και ως ίδιον Όνομα δι’ έν έκαστον των τριών Προσώπων. Το αυτό είναι δυνατόν να είπωμεν και περί του Ονόματος Ιησούς – τουτέστι Θεός Σωτήρ. Αλλ’ εν τη ασκήσει της προσευχής χρησιμοποιούμεν το Όνομα τούτο Ιησούς αποκλειστικώς ως ίδιον Όνομα του Χριστού, του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Κατά την αρχαιότητα η γνώσις περί της Θεότητος εδίδετο εις το ανθρώπινον πνεύμα δια μέσου Ονομάτων, άτινα απεκάλυπτον κυρίως τας ιδιότητας του Θεού, τα κατηγορήματα Αυτού: την παντοδυναμίαν, την πανταχού παρουσίαν, την παγγνωσίαν, την πρόνοιαν, την δόξαν και τα όμοια. Εις τον Μωϋσήν όμως το όνομα Γιαχβέ-Εγώ ειμι εδόθη ως ίδιον Όνομα του Θεού. Δια της σαρκώσεως του Λόγου του Πατρός απτόμεθα του Θεού υπό τοιαύτην μορφήν, εις τοιούτον πλήρωμα, ώστε να μη αναμένωμεν περαιτέρω συμπλήρωσιν, αλλά να έχωμεν μόνον ανάγκην αγώνος ζωής συμφώνου προς τας εντολάς ίνα προσλάβωμεν το δώρον εις τας αληθείς αυτού διαστάσεις: … Απεκάλυψεν εις ημάς πάντα όσα αφορούν εις τας σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η σωτηρία την οποίαν έφερεν έχει αποκλειστικώς συγκεκριμένον χαρακτήρα. Ήρχισε το κήρυγμα Αυτού δια της κλήσεως: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών». Εις το κήρυγμα τούτο παρατηρούμεν συνέχισιν της συνομιλίας Αυτού μετά του Αδάμ εν τω Παραδείσω.
Είναι μέγα το Όνομα Εγώ ειμι· μέγα το Όνομα της }138} Αγίας Τριάδος· μέγα ωσαύτως και το Όνομα Ιησούς. Περί του Ονόματος Αυτού είναι δυνατόν να είπωμεν πολλά: Είναι ανεξάντλητον κατά το περιεχόμενον αυτού· ανήκει εις Εκείνον, εις τον Οποίον πάντα τα όντα οφείλουν την ύπαρξιν αυτών: … Εν τη ενδοτριαδική ζωή είναι εστραμμένος προς τον Πατέρα· εν τη πράξει δε της δημιουργίας ο αυτός Λόγος εστράφη προς τα κατ’ εικόνα Αυτού κτίσματα.
Το Όνομα Ιησούς και ως έννοια-γνώσις, και ως «ενέργεια» του Θεού εν σχέσει προς τον κόσμον, και ως ίδιον Όνομα Αυτού, συνδέεται οντολογικώς μετ’ Αυτού. Το Όνομα τούτο είναι πνευματική πραγματικότης· το ακουστικόν αίσθημα Αυτού (το σημαίνον) δύναται να ταυτισθή προς το σημαινόμενον, αλλ’ ουχί απαραιτήτως. Ως όνομα εδόθη εις πολλούς βροτούς, αλλά όταν προσευχώμεθα, προφέρομεν τούτο μετ’ άλλου περιεχομένου, μετ’ άλλης διαθέσεως του πνεύματος ημών. Αποβαίνει δι’ ημάς γέφυρα μεταξύ ημών και Αυτού· καθίσταται αγωγός, δια του οποίου έρχονται εις ημάς τα ρεύματα της Θείας δυνάμεως. Ως προερχόμενον εκ του Αγίου Θεού είναι άγιον, αγιάζει δε ημάς δια της επικλήσεως αυτού. Μετά του Ονόματος τούτου και δι’ αυτού η προσευχή αποκτά αισθητόν χαρακτήρα: Ενοί ημάς μετά του Θεού. Εν τω Ονόματι τούτω είναι παρών ο Θεός ως εν τινι πολυτίμω δοχείω πλήρει αρώματος. Χάριν τούτου ο Υπερκόσμιος γίνεται αισθητώς ενδοκόσμιος. Ως θεία ενέργεια τούτο εκπορεύεται εκ της Ουσίας της Θεότητος και είναι Θείον καθ’ εαυτό.
Όταν προσευχώμεθα έχοντες συνείδησιν των όσων }139} ελέχθησαν ανωτέρω, η προσευχή γίνεται πράξις φοβερά και εν ταυτώ πανηγυρική. Κατά την αρχαιότητα εδόθη η εντολή να μη προφέρηται το Όνομα του Θεού επί ματαίω. Ο Κύριος δε έδωκε την εντολήν και την υπόσχεσιν να «αιτώμεν παρά του Πατρός εν τω Ονόματι Αυτού». Δια της ελεύσεως του Χριστού απεκαλύφθησαν εις ημάς όλα τα Ονόματα του Θεού εν τη βαθυτέρα αυτών εννοία, ημείς δε έπρεπε να τρέμωμεν – ως τούτο συμβαίνει μετά πολλών ασκητών, εν μέσω των οποίων εδόθη εις εμέ να ζήσω – προφέροντες το Άγιον Όνομα του Ιησού. Θα ήτο τολμηρόν να είπω ότι και εγώ είμαι ζων μάρτυς του ότι η αξία επίκλησις του Ονόματος τούτου πληροί δια της παρουσίας του Αιωνίου Θεού όλον το είναι ημών, μεταφέρει τον νουν εις άλλας σφαίρας και μεταδίδει εις ημάς ιδιαιτέραν ενέργειαν νέας ζωής. Το Θείον Φως, περί του οποίου δεν είναι εύκολον να ομιλήσωμεν, έρχεται δια του Ονόματος τούτου.
Γνωρίζομεν ότι ουχί το Όνομα Ιησούς, αλλά και πάντα τα άλλα Ονόματα, τα αποκαλυφθέντα ημίν Άνωθεν, συνδέονται οντολογικώς μετ’ Αυτού – του Θεού. Γνωρίζομεν τούτο εκ της πείρας της Εκκλησίας. Όλα τα μυστήρια εν τη Εκκλησία ημών τελούνται δια της επικλήσεως των Θείων Ονομάτων και πρωτίστως της Αγίας Τριάδος: του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η όλη λατρεία ημών θεμελιούται επί της επικλήσεως των Θείων Ονομάτων. Δεν αποδίδομεν εις την ακουστικήν αυτών μορφήν μαγικήν δύναμιν· όταν όμως προφέρωμεν ταύτα εν αληθεί ομολογία πίστως και εν καταστάσει φόβου Θεού, ευλαβείας και αγάπης, έχομεν όντως και τον Θεόν ομού μετά των Ονομάτων Αυτού. Πολλαί γενεαί ιερουργών εφύλαξαν την γνώσιν της δυνάμεως του Ονόματος του Θεού και ετέλουν τα μυστήρια μετά }140} βαθείας αισθήσεως της παρουσίας του Ζώντος Θεού. Εις αυτούς απεκαλύφθη το μυστήριον της ιερουργίας της Θείας Λειτουργίας. Δεν αμφέβαλλον ούτοι ότι το Αίμα και το Σώμα του Χριστού ευρίσκονται ενώπιον αυτών εν όλη αυτών τη πραγματικότητι. Επί του άρτου και του οίνου εγένετο η επίκλησις του Ονόματος Εκείνου, Όστις προσφέρει λόγον, και ο λόγος εκείνος καθίσταται «γεγονός». «Και είπεν ο Θεός, γενηθήτω φως και εγένετο φως».
Η λήθη του οντολογικού χαρακτήρος των Ονομάτων του Θεού, η απουσία της πείρας ταύτης εν τη προσευχή και τη τελέσει των μυστηρίων ηρήμωσε την ζωήν πολλών. Δι’ αυτούς η προσευχή και αυτά τα μυστήρια απώλεσαν την αιωνίαν πραγματικότητα αυτών. Η Λειτουργία εκ Θείας Πράξεως μεταπίπτει εις απλώς ψυχολογικήν ή διανοητικήν ανάμνησιν. Πολλοί έφθασαν μέχρι του σημείου να θεωρούν την προσευχήν ανώφελον απώλειαν χρόνου, ιδιαιτέρως εάν μετά την προσευχήν υπέρ βιωτικών αναγκών δεν εξεπληρώθη το αίτημα αυτών … Αλλά δεν αποτελεί άρα γε η ένωσις του είναι ημών μετά του Θεού το σημαντικώτερον θαύμα της υπάρξεως ημών; Τούτο αποτελεί εκείνην την «αγαθήν μερίδα», ήτις δεν αφαιρείται αφ’ ημών δια του θανάτου. Το γεγονός της αναστάσεως ημών εν τω Θεώ, ως τελικού σκοπού της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω, θα έπρεπε να αποτελή το επίκεντρον της προσοχής ημών. Η αγάπη προς τον Χριστόν, η πληρούσα τον όλον άνθρωπον, αλλάσσει την ζωήν ημών ριζικώς. Ούτος ήνωσεν εν Εαυτώ τω Ιδίω τον Θεόν και τον άνθρωπον, και δι’ Αυτού έχομεν την προσαγωγήν προς τον Πατέρα. }141}
Εκείνοι οίτινες ηγάπησαν τον Χριστόν και το Όνομα Αυτού, ευφραίνονται επί τη αναγνώσει του Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής εν γένει. Τα Θεία Ονόματα και το εξ αυτών εκπορευόμενον Νόημα και Φως ελκύουν το πνεύμα του ανθρώπου, ώστε υπό ουδενός άλλου δύναται να δελεασθή.
Ο Θεός υπερβαίνει κατά την Ουσίαν Αυτού τα πάντα, και είναι επομένως επέκεινα παντός ονόματος και πάσης εννοίας. Όταν όμως αποκαλύπτηται, δίδει εις ημάς την ζώσαν πείραν της Παρουσίας Αυτού και αύτη φανερούται δια των Ονομάτων. Ούτω λοιπόν, όλη η Γραφή απ’ αρχής μέχρι τέλους γέμει μαρτυριών περί του Θεού δια των Ονομάτων Αυτού. Και δεν παύει να γλυκαίνηται το πνεύμα ημών εν τη συναντήσει των ιερών λόγων, και }142} ευλογεί η ψυχή τον Θεόν, Όστις έδωκεν εις ημάς το ανεκτίμητον τούτο δώρον.
Βραδέως αναπτύσσεται ο άνθρωπος εν τη σφαίρα της γνώσεως του Θεού. Θα παρέλθουν χρόνοι και χρόνοι, πριν ή αποκαλυφθή εν τη συνειδήσει ημών το μεγαλειώδες θέαμα του Είναι: η δημιουργία του κόσμου μετά των κοσμικών δυνάμεων και φαινομένων και του ανθρώπου, … Ο άνθρωπος αποτελεί συνδέουσαν αρχήν μεταξύ του Θεού και της λοιπής δημιουργίας, διότι εν αυτώ πραγματοποιείται η ένωσις των κτιστών κοσμικών ενεργειών μετά του Ακτίστου. Εκάστη ενέργεια εκπορευομένη εκ του Θεού, εκ της Ουσίας της Θεότητος, καλείται υπό των θεολόγων «θεότης». Εν τούτοις η Ουσία είναι αμέθεκτος, ενώ η Θεία ζωή ενούται μετά του ανθρώπου δυνάμει της Θείας ενεργείας. Η θέωσις τελείται δια της ακτίστου χάριτος. Το εναργέστερον παράδειγμα εν τη Καινή Διαθήκη συνιστά η Θαβώριος Αποκάλυψις: Εν τω οφθέντι Φωτί ήκουσαν οι Απόστολοι την φωνήν του Πατρός: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός». Και το Φως και η Φωνή (αμφότερα ανεξιχνίαστα) είναι «θεότης».
Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να μάθωμεν να διακρίνωμεν τας ενεργείας κατά την προέλευσιν αυτών. Η ανικανότης προς διάκρισιν θα βραδύνη την διαδικασίαν της πνευματικής ημών αναπτύξεως.
Δεν θα ήτο περιττόν να τονίσωμεν ότι εν τη δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή ουδέν το αυτόματον ή μαγικόν έχομεν. Εάν δεν αγωνιζώμεθα να τηρήσωμεν τας εντολάς Αυτού ματαία θα είναι και η επίκλησις του Ονόματος. Ο Ίδιος είπε: «Πολλοί ερούσι Μοι εν εκείνη τη }143} ημέρα Κύριε, Κύριε …»
Είναι σημαντικόν όπως ομοιωθώμεν προς τον Μωϋσήν, όστις εν υπομονή «τον Αόρατον ως ορών εκαρτέρησεν», και επικαλώμεθα Αυτόν εν συνειδήσει του οντολογικού συνδέσμου Ονόματος και Ονομαζομένου, του Προσώπου του Χριστού. Η αγάπη προς Αυτόν θα αναπτύσσηται και θα τελειούται κατά το μέτρον της αυξήσεως και εμβαθύνσεως ημών εις την γνώσιν της ζωής του ηγαπημένου Θεού. Όταν κατ’ άνθρωπον αγαπώμεν τινα, τότε μετ’ ευχαρίστου αισθήματος προφέρομεν το όνομα αυτού και δεν καταπονούμεθα εκ της επαναλήψεως. Ούτω συμβαίνει και πολλώ μάλλον μετά του Ονόματος του Κυρίου.
Μετά συναρπαστικού ενδιαφέροντος ανακαλύπτομεν εν τω Ονόματι Αυτού νέα μυστήρια των οδών του Θεού και γινόμεθα οι ίδιοι φορείς της πραγματικότητος εκείνης, ήτις περικλείεται εις τα Ονόματα. Δια της ζώσης αυτής γνώσεως εν τη πείρα της ζωής ημών μετέχομεν της αιωνιότητος: }144}
Το Όνομα Ιησούς εδόθη κατ’ αποκάλυψιν Άνωθεν. Τούτο προέρχεται εκ της αιωνίου Θείας σφαίρας και ουδόλως αποτελεί επινόησιν γηΐνου νοός, καίτοι είναι εκπεφρασμένον δια ανθρωπίνης (κτιστής) λέξεως. Η αποκάλυψις είναι πράξις-ενέργεια της Θεότητος, ως τοιαύτη δε ανήκει εις άλλο επίπεδον και υπερβαίνει τας κοσμικάς ενεργείας. Εν τη υπερκοσμίω αυτού δόξη το Όνομα Ιησούς είναι μετακοσμικόν. Όταν προφέρωμεν το Όνομα τούτο του Χριστού, επικαλούμενοι Αυτόν εις κοινωνίαν μεθ’ ημών, τότε Ούτος, ο τα πάντα πληρών, προσέχει ημάς και ημείς εισερχόμεθα εις ζώσαν επαφήν μετ’ Αυτού. Ως προαιώνιος Λόγος του Πατρός μένει εν αδιαστάτω ενότητι μετ’ Αυτού, και ο Θεός-Πατήρ δια του Λόγου Αυτού εισέρχεται εις κοινωνίαν μεθ’ ημών. Ο Χριστός είναι ο Μονογενής και συναΐδιος Υιός του Πατρός, και ως εκ τούτου δύναται να λέγη: «Ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ Εμού». Το Όνομα Ιησούς σημαίνει Θεός-Σωτήρ· ως τοιούτον δύναται να αποδοθή εις την Αγίαν Τριάδα· είναι δυνατή η αναφορά αυτού και προς εκάστην Υπόστασιν ιδιαιτέρως. Εν τη προσευχή όμως ημών το Όνομα Ιησούς χρησιμοποιείται αποκλειστικώς ως κύριον Όνομα του Θεανθρώπου, και η προσοχή του νοός ημών στρέφεται προς Αυτόν. … Εν Αυτώ ευρίσκεται ουχί μόνον ο Θεός, αλλά και άπαν το γένος των ανθρώπων. Προσευχόμενοι για του Ονόματος του Ιησού Χριστού ιστάμεθα προ του απολύτου πληρώματος του Ακτίστου Πρωταρχικού Είναι αλλά και του κτιστού είναι. Ίνα εισέλθωμεν εις την περιοχήν τούτου του πληρώματος του Είναι, οφείλομεν να δεχθώμεν Αυτόν εν ημίν τοσούτον, ώστε η ζωή Αυτού να αποβή και ημετέρα, δια της επικλήσεως }145} του Ονόματος Αυτού συμφώνως προς την εντολήν:
Ανεφέρθην επί μακρόν εις την δογματικήν σημασίαν της προσευχής του Ιησού, διότι κατά τας τελευταίας δεκαετίας πολλάκις συνέβη να συναντήσω εσφαλμένας αντιλήψεις ως προς την άσκησιν ταύτης. Πλέον ανεπίτρεπτος είναι η ανάμιξις αυτής μετά της γιόγκα του βουδδισμού, έτι δε του «υπερβατικού διαλογισμού» και των ομοίων τούτοις. Η ριζική διαφορά όλων αυτών των αποκλίσεων από του Χριστιανισμού έγκειται εις το ότι θεμέλιον της ζωής ημών είναι η Αποκάλυψις περί του Προσωπικού Θεού: Εγώ ειμι. Όλαι αι άλλαι οδοί εκτρέπουν τον νουν του ανθρώπου από των προσωπικών σχέσεων μεταξύ Θεού και προσευχομένου προς την περιοχήν του αφηρημένου υπερπροσωπικού Απολύτου, προς άσκησιν μη έχουσαν αναφοράν εις πρόσωπον.
Ο διαλογισμός ως απέκδυσις του νοός ημών από πάντων των σχημάτων, δύναται να δώση εις ημάς την αίσθησιν αναπαύσεως, ειρήνης, εξόδου εκ των συνθηκών του χρόνου και του χώρου, αλλ’ εν αυτώ δεν υπάρχει η ενσυνείδητος παράστασις ενώπιον του προσωπικού Θεού· δεν υπάρχει εν αυτώ πραγματική προσευχή, τουτέστι προσευχή προσώπου προς Πρόσωπον. Τούτο δύναται να έχω ως αποτέλεσμα την ικανοποίησιν του ελκυομένου υπό του διαλογισμού εις ψυχικάς καταστάσεις παρομοίων φαινομένων και, όπερ και χείριστον, αυτή η έννοια του Ζώντος Θεού – του Προσωπικού Απολύτου – να καταστή δι’ αυτόν αλλότριος. Δεν είναι σπάνιαι αι ασύνετοι απόπειραι να αποκτηθή η «κοσμική συνείδησις», εισέτι }146} δε και η πείρα της αμέσου κοινωνίας του Υπερπροσωπικού Απολύτου εις βραχύ χρονικόν διάστημα. Κατ’ ουσίαν όμως η άσκησις του είδους τούτου οδηγεί εις απομάκρυνσιν από του Αληθινού Θεού, του όντως Όντος.
Εις τι συνίσταται η απώλεια; Εις το ότι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τον αποκαλυφθέντα εις ημάς Ζώντα Θεόν, φερόμενοι προς το «μηδέν» εκείνο, εκ του οποίου εκλήθησαν εις το είναι, ίνα μετάσχουν της αιωνίου μακαριότητος υπό την μορφήν της υιοθεσίας δια της εν αυτοίς κατοικήσεως του Θεού της Αγίας Τριάδος.
Ίνα πιστεύση τις εις τον Χριστόν είναι ανάγκη ή να έχη παιδικήν απλότητα … ή να εξομοιωθή προς τον Παύλον, όστις κατά την μωρίαν της τόλμης αυτού λέγει: … και όμως «θεμέλιον … άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, Ός εστιν Ιησούς Χριστός» }147}
Εκ της χριστιανικής πείρας γνωρίζομεν ότι η κοσμική συνείδησις χαρίζεται εν προσευχή ομοία προς την Προσευχήν του Κυρίου εν Γεθσημανή, και ουχί εν τω φιλοσοφικώ υπερβατισμώ· … «… υμείς δε (μείνατε εν προσευχή) … έως ού ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους». }148}
Β’ Η ΑΣΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται μετά της καρδίας δια της ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας. Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, }149} Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)», και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησόν με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσοχή του νου κατ’ αρχάς ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις τα άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή· οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».
Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’ αυτήν. … άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής. Όταν }150} η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.
Πρώτον, είναι προφορική.
Δεύτερον, νοερά.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργειαν αυτών· η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως τρυφερά φλόξ εντός ημών, ως έμπνευσις Άνωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του }151} Θεού και αρπάζουσα τον νουν εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.
Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευχή είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, έως ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.
Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, … Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’ Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται εις τεχνητόν γύμνασμα και καταλήγει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».
Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον }152} τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.
Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος, συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών, οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. Ο Θεός δεν βιάζει την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ό,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.
Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπεράνθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. }153}
Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως ει μη δια της ενοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστι». Το πλήρωμα της χριστιανικής τελειότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. }154}
Η ευλαβής άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών». Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδηγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξαιρέτως τους ασκούντας αυτήν η νηπτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμμένων.
Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα. }156}
Εις ευρωπαϊκήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ενυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την προ τινος εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανώδυνου τοκετού». Η πρώτη η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τας γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της θεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τι νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνων και σχεδόν άνευ δυσκολίας.
Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις εβδομάδας μετά τινος ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά }157} την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.
Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη πνευματική σφαίρα είτε τούτο είναι φως είτε σκότος είτε εμφάνισις αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.
Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.
Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι ανέφικτος εν τοις ορίοις της γης· … Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους }158} του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». Αύτη ανυψούσα τον άνθρωπον εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηΐνης σοφίας, εις τας υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καθαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. }159}
Γ’ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΕΝ ΠΑΝΤΙ ΚΑΙΡΩ ΚΑΙ ΠΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙ
Ο πιστός δεν επιτρέπει εις εαυτόν κριτικήν προσέγγισιν του λόγου του Κυρίου, αλλά θέτει εαυτόν υπό την κρίσιν αυτού. Δια της οδού ταύτης αναγνωρίζει εαυτόν ως αμαρτωλόν και συντρίβεται δια την οικτράν κατάστασιν αυτού. Η απουσία συντριβής δια τας αμαρτίας είναι ένδειξις ότι δεν απεκαλύφθη εισέτι εις αυτόν η θέα του σχεδίου εκείνου, συμφώνως προς το οποίον συνελήφθη ο άνθρωπος προ καταβολής κόσμου. Ο αληθώς μετανοών δεν αναζητεί ουράνιον θεωρίαν: … Τότε αναπλάττεται η φύσις ημών η τεθραυσμένη υπό της πτώσεως, και διανοίγονται αι θύραι προς τον χώρον της αθανασίας.
Η οδός προς την αγίαν θεωρίαν διέρχεται δια της μετανοίας. Όσον κυριεύει ημών η ζοφώδης υπερηφανία, η }161} αλλοτρία του Θεού του Φωτός «εν ώ σκοτία ουκ έστιν ουδεμία», δεν είμεθα δεκτοί εις την αιωνιότητα Αυτού. Αλλά το πάθος τούτο είναι εξαιρετικώς λεπτόν και ημείς δεν είμεθα εις θέσιν να διακρίνωμεν πλήρως την παρουσίαν αυτού εντός ημών. Ως εκ τούτου η προσευχή ημών είναι θερμή: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με …»
Ουδείς εξ ημών των υιών του Αδάμ, βλέπει ευκρινώς τας αμαρτίας αυτού. Μόνον κατά τας ώρας των ελλάμψεων του Θείου Φωτός ελευθερούμεθα εκ των φοβερών αυτών δεσμών.
Η μετά ζήλου συμμόρφωσις προς τας εντολάς του Χριστού οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πάντων των δυνατών εν τη πνευματική σφαίρα του κόσμου φαινομένων. Ο άνθρωπος μόνος δεν είναι εις θέσιν να αντισταθή εις αυτά, ούτε να διακρίνη ακριβώς τι συντελεί εις απώλειαν και τι εις σωτηρίαν. Εν απογνώσει ούτος θα επικαλήται το Όνομα του Ζώντος Θεού. }162}
Είναι απαραίτητον να βιώσωμεν και τον πόνον και την φρίκην ίνα αποκαλυφθούν εις ημάς τα βάθη του είναι ούτω δε να γίνωμεν άξιοι της εντεταλμένης αγάπης: Χωρίς των παθημάτων ο άνθρωπος παραμένει πνευματικώς ράθυμος, μάλλον υπνών, αλλότριος της του Χριστού αγάπης. Γνωρίζωντες τούτο εάν η καρδία ημών ομοιάζη προς εσβεσμένον ηφαίστειον, ας θερμαίνωμεν αυτήν δια της επικλήσεως του Ονόματος του Χριστού:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος, ελέησόν με».
Και τότε το πυρ της Θείας αγάπης όντως άπτεται της καρδίας.
Η απόκτησις της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού σημαίνει απόκτησιν της αιωνιότητος. Εις τας πλέον θλιβεράς στιγμάς της καταρρεύσεως του φυσικού ημών οργανισμού η προσευχή, «Ιησού Χριστέ», αποβαίνει το ένδυμα της ψυχής. Όταν η δραστηριότης του εγκεφάλου }163} ημών παύη, πάσα δε άλλη προσευχή καθίσταται δύσκολος δια την μνήμην και την προφοράν, τότε το φως της Θεογνωσίας, όπερ εκπορεύεται εκ του Ονόματος και το οποίον ενδομύχως έχομεν αφομοιώσει, θα παραμείνη αναφαίρετον από του πνεύματος ημών. Ιδόντες την τελευτήν των εν προσευχή αποθανόντων πατέρων ημών, έχομεν ισχυράν την ελπίδα ότι η ουράνιος ειρήνη, η πάντα νουν υπερέχουσα, θα περιβάλη και ημάς εις τους αιώνας.
Η πανήγυρις της γνώσεως του Θεού της αγάπης – ιλαρά και αγία – εγείρει εν τη ψυχή βαθείαν ευσπλαχνίαν προς άπασαν την ανθρωπότητα. Ούτος ο παν-άνθρωπος είναι η φύσις μου, το σώμα μου, η ζωή και η αγάπη μου. Δεν δύναμαι να απεκδυθώ την «φύσιν» μου, να αποσπασθώ από του «σώματός» μου, του συνεχώς κατερραγμένου υπό της έχθρας «κυττάρων» τινών εναντίον άλλων, μετά των οποίων κατ’ ουσίαν αποτελούν ένα οργανισμόν. Το μέγα τούτο σώμα του «παν-ανθρώπου» ευρίσκεται αδιαλείπτως εν καταστάσει οδυνηράς διασπάσεως των μελών αυτού, άτινα δεν δυνάμεθα να ελέγξωμεν. Το κακόν φαίνεται αθεράπευτον. Και τούτο συνιστά τον κλήρον ημών επί του επιπέδου της γης. Η ψυχή θρηνεί μέχρις εξαντλήσεως εν τη προσευχή, αλλ’ η σωτηρία θα έλθη μόνον, εάν οι ίδιοι οι άνθρωποι εν τη ελευθερία αυτών επιθυμήσουν αυτήν. «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Ιδού εις τι συνίσταται η θεραπεία της ιστορικής ζωής και η σωτηρία δια την αιωνιότητα. Όστις εγνώρισε την δύναμιν της αγάπης προς τους εχθρούς, εγνώρισε τον Κύριον Ιησούν, τον σταυρωθέντα υπέρ των εχθρών. }164}
Εν τω κόσμω του ανθρωπίνου πνευματικού είναι μόνον ο Χριστιανισμός παρέχει την πείραν και του ακτίστου Φωτός της Θεότητος και του εξωτέρου σκότους του άδου. Τοιούτον πλήρωμα γνώσεως δίδεται αποκλειστικώς δια του Χριστού Θεού και του Πνεύματος του Αγίου. Εν τη ιστορία του ασκητικού αγώνος των Πατέρων ημών βλέπομεν ότι εδίδετο εις αυτούς υπαρξιακώς να θεωρούν το καταχθόνιον σκότος. Τούτο δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε οι άνθρωποι ούτοι της εξαιρέτου ανδρείας επί δεκαετίας εθρήνουν εν ταις προσευχαίς αυτών. Αλλά τις δύναται να διηγηθή περί τούτων; Δια τους εστερημένους ζώσης πείρας το μυστήριον τούτο θα παραμένη εσφραγισμένον μέχρι του καιρού της παγκοίνου τελικής κρίσεως. }165}
Όταν προσευχώμεθα εν ησύχω και ερήμω τόπω, τότε συχνάκις όλοι οι μάταιοι λογισμοί συγκεντρούνται επιμόνως πέριξ του νοός, αποσπώντες την προσοχήν ημών από της καρδίας. … Όταν δε λαμβάνη πέρας η προσευχή, τότε συνήθως οι λογισμοί απομακρύνονται και ημείς επανευρίσκομεν την γαλήνην ημών. Εν τω ανιαρώ τούτω φαινομένω υπάρχει εν τούτοις νόημα: Δια της επικλήσεως του Θείου Ονόματος θέτομεν εις κίνησιν παν το κεκρυμμένον εντός ημών. Η προσευχή ομοιάζει προς δέσμην ακτίνων φωτός, ήτις πίπτει εις τον σκοτεινόν τόπον της εσωτερικής ημών ζωής και αποκαλύπτει, οποία πάθη και προσκολλήσεις εμφωλεύουν εντός ημών. Εις τοιαύτας περιπτώσεις οφείλομεν εντόνως να προφέρωμεν το Άγιον Όνομα, όπως το αίσθημα της μετανοίας αυξηθή εν τη ψυχή. }166}
Και Ούτος δεν εξουδενοί συντετριμμένην καρδίαν, αλλ’ έρχεται προς ημάς· η δε βαθεία καρδία του ανθρώπου συνειδητοποιεί την συγγένειαν αυτής μετ’ Αυτού, Όστις «ευαισθήτως» είναι παρών και ενεργεί εν ημίν. Εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι και το σώμα ημών, δια του ιδιάζοντος εις αυτό τρόπου, δέχεται την πνοήν του Ζώντος Θεού.
Η κληρονομία την οποίαν έδωκαν εις ημάς οι Πατέρες περικλείει ωσαύτως και υποδείξεις δια τας οδούς προς την Θεογνωσίαν, τουτέστι δια την πάλην εκείνην, την οποίαν ετέλεσαν εν τω εσωτερικώ αυτών κόσμω προς τον εν εκάστω εξ ημών ζώντα «νόμον της αμαρτίας» – το τραγικόν τούτο επακόλουθον της πρώτης μεγάλης πτώσεως του ανθρώπου. }167}
Εν τη προσευχή ημών αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν εν τη ενότητι και ολότητι του είναι ημών, πρωτίστως εν τη ενώσει του νοός μετά της καρδίας. Δια την επίτευξιν της μακαρίας ταύτης ενώσεως των δύο κυριωτέρων δυνάμεων της προσωπικότητος ημών εις ουδέν τεχνητόν μέσον (ψυχοσωματική) καταφεύγομεν. Κατ’ αρχάς ασκούμεν τον νουν να ίσταται μετά προσοχής εν προσευχή, ως οι Πατέρες διδάσκουν ημάς, τουτέστι προφέρομεν απερισπάστως το Όνομα του Ιησού Χριστού και τους λοιπούς λόγους της προσευχής. Η μετά προσηλώσεως επίκλησις του Ονόματος του Θεού, συνοδευομένη μετά του καθ’ ημέραν αγώνος, όπως ζήσωμεν κατά τας εντολάς του Ευαγγελίου, έχει ως αποτέλεσμα την ένωσιν του νου μετά της καρδίας εις μίαν φυσικήν και ενιαίαν πράξιν. }168}
Ουδέποτε πρέπει να σπεύδωμεν εν τω ασκητικώ ημών αγώνι. Είναι απαραίτητον όπως απορρίψωμεν τον λογισμόν, όστις προτρέπει ημάς να επιτύχωμεν το μέγιστον αποτέλεσμα εν ελαχίστω χρονικώ διαστήματι. Η πείρα των αιώνων κατέδειξεν ότι η δια της οδού της ψυχοτεντικής μεθόδου επιτυγχανομένη ένωσις (του νου και της καρδίας) δεν διαρκεί επί μακρόν· και το πλέον σημαντικόν, δεν οδηγεί εις την ένωσιν του πνεύματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού. Το ερώτημα της αιωνίου σωτηρίας τίθεται ενώπιον ημών υπό την πλέον βαθείαν έννοιαν. Προς τούτο οφείλει να αναγεννηθή όλη η φύσις ημών: Η σαρκική να μεταποιηθή εις πνευματικήν. Όταν δε ο Κύριος ευρίσκη ημάς ικανούς να δεχθώμεν την χάριν Αυτού, τότε δεν βραδύνει να έλθη εις απάντησιν της ταπεινής ημών επικλήσεως. … Ο νους παύει να διασκορπίζηται: Γίνεται όλος προσοχή. Η καρδία δε έρχεται εις κατάστασιν, την οποίαν δυσκόλως δυνάμεθα να περιγράψωμεν. Είναι αύτη πλήρης φόβου, αλλά ευλαβούς φόβου, ζωοποιού. Τότε ο άνθρωπος αναπνέει μετά συστολής: Ο Θεός οράται και εντός και εκτός πληροί τα πάντα (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ) και ο όλος άνθρωπος (πνεύμα-νους, καρδία-αίσθησις και το σώμα εισέτι) ζη μόνον δια του Θεού. }169}
Εκεί, εν τη απομονώσει, ησθάνθην την παρουσίαν του Ζώντος Θεού μέχρι λήθης του κόσμου.
Ενθυμούμαι ότι η επίκλησις του Ονόματος του Ιησού Χριστού συνωδεύετο μετά της αοράτου ελεύσεως Αυτού του Ιδίου· από της στιγμής δε εκείνης το Θαυμαστόν τούτο Όνομα, αλλά και άλλα Ονόματα του Θεού, έτι πλείον ή πρότερον απέβησαν δι’ εμέ αγωγοί ενώσεως μετ’ Αυτού. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήμην ήδη ιερεύς. Η τέλεσις της Θείας Λειτουργίας έλαβεν ωσαύτως άλλον χαρακτήρα: Ήτο ουχί μόνον πράξις ευλαβείας, καθαράς εξ αμφιβολιών πίστεως, αλλά δι’ όλου του είναι μου αίσθησις του Γεγονότος της παρουσίας του Θεού, Όστις τελεί το μυστήριον. Τότε ησθάνθην βαθέως το νόημα και την πραγματικότητα, άτινα περικλείονται εις τους λόγους του Μεγάλου Βασιλείου: «Συ εί ο χαρισάμενος ημίν ουρανίων μυστηρίων αποκάλυψιν» (ευχή της Προσκομιδής). Όντως ο Κύριος και εις ημάς τους εσχάτους πάντων των ανθρώπων, αποκαλύπτει το μυστήριον της ιερουργίας.
Η λειτουργία ως Θεία Πράξις αφομοιούται δι’ όλης της υπάρξεως ημών: Δεν τίθεται το ερώτημα πώς τούτο είναι δυνατόν. Δια τον ιερέα τούτο είναι εμφανώς οντολογικόν γεγονός. }170} … Δια της επικλήσεως του Ονόματος του Ιησού Χριστού εδόθη εις εμέ η πείρα της μακαρίας, αλλά και εν ταυτώ φοβεράς παρουσίας του Αιωνίου Θεού. Βεβαίως τούτο δεν σημαίνει ότι η τοιαύτη τάξις είναι υποχρεωτική δια πάντας.
Δια της Λειτουργικής Πράξεως έμαθον να μελετώ την ζωήν του Χριστού-Ανθρώπου. Πριν ή είπη εις τους Αποστόλους: «Λάβετε … τούτο εστι το Σώμα Μου», μυστικώς εδεήθη του Πατρός. Δεν εξέφρασε τους φοβερούς τούτους λόγους ως Παντοκράτωρ, αλλ’ ως Υιός ανθρώπου, εκδιδάσκων ημάς, όπως μη επιτρέπωμεν οιανδήποτε εσωτερικήν κίνησιν φέρουσαν χαρακτήρα «αυτοθεώσεως». Την κατανόησιν ταύτην έθεσα ως θεμέλιον της εν Χριστώ ζωής μου: Ως κτίσμα, ικετεύω τον Πατέρα· αναμένω την σωτηρίαν μόνον ως δωρεάν της Άνωθεν αγάπης· την υιοθεσίαν αναζητώ ουχί άλλως, ει μη δια του Χριστού· τον αγιασμόν και τον φωτισμόν μόνον δια του Αγίου Πνεύματος. Οι Τρεις Ούτοι – Πατήρ, Υιός και }171} Πνεύμα Άγιον – εν τη βαθεία συνειδήσει μου αποτελούν Μίαν Ζωήν, Μίαν Βασιλείαν, Έν Φως, Μίαν Αγάπην. Έκαστος εξ αυτών φέρει το απόλυτον πλήρωμα της Θεότητος. Διαιρούνται εν εμοί αδιαιρέτως. Ενούνται εν εμοί ασυγχύτως. Τούτο συνιστά το αιώνιον γεγονός του Θείου Είναι, του Οποίου την σφραγίδα διψώ να λάβω παρά την συνείδησιν της πλήρους αναξιότητός μου. Δεν επιχειρώ να ερμηνεύσω την Τριαδικήν Ενότητα δια λογικής αφαιρέσεως. Ζω ευλαβώς το μέγα τούτο Μυστήριον, δια της αποκαλύψεως του οποίου εδόθη απάντησις εις πάντα τα ερωτήματά μου.
Η γέννησις, και κατόπιν η αύξησις ημών επί της γης, ουδέν άλλο είναι, ει μη η δημιουργική διαδικασία, εν τη ροή της οποίας αφομοιούμεν το είναι εις το προσιτόν εις ημάς μέτρον, ελπίζοντες ότι η μη τελειωθείσα ενταύθα γνώσις θα πληρωθή μέχρι τελειότητος πέραν των ορίων της μορφής ταύτης της υπάρξεως ημών. Όταν εν τη πνευματική ημών οράσει ενωθούν πάσαι αι βιωθείσαι υφ’ ημών εμπειρίαι ως εις έν κέντρον του προσώπου ημών, όταν και ο ζοφερός άδης και το Άκτιστον Φως ενωθούν εν τω πνεύματι ημών ως πραγματικότητες τας οποίας γνωρίζομεν, τότε αρχίζομεν να κατανοώμεν την σημασίαν του Ονόματος Ιησούς, τουτέστι Σωτήρ. Ούτος το άναρχον Φως, «εκένωσεν Εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» μέχρι καταβάσεως εις τον άδην, ίνα αρπάση εκείθεν τον Αδάμ. Και ημείς νυν επικαλούμεθα Αυτόν εν προσευχή:
Το Όνομα του Θεού το αποκαλυφθέν εις τους ανθρώπους }172} υπηρετεί την σχέσιν μεταξύ Θεού και ημών. Δια του Ονόματος του Θεού κάλλιον ειπείν δια των ονομάτων Αυτού, τελούνται εν τη Εκκλησία όλα τα μυστήρια. Εν τω Ονόματι του Θεού οφείλομεν να πράττωμεν παν έργον. Δια της επικλήσεως των ονομάτων του Υψίστου γίνεται ενεργός και απαύστως αισθητή η παρουσία Αυτού. Όταν το έργον ημών τελήται κατά το θέλημα του Κυρίου η καρδία ημών διάγει εν ειρήνη. Όταν όμως εκκλίνωμεν από της αληθείας, αισθάνεται αύτη «δυσφορίαν» τινα. Ούτω δια της προσευχής τελείται απαύστως εσωτερικός έλεγχος εις πάσαν κίνησιν του πνεύματος ημών· ουδεμία σκέψις, ουδείς λόγος παρέρχεται απαρατήρητος. Το επακόλουθον τούτο της αδιαλείπτου προσευχής επιτρέπει να μειώσωμεν τας αμαρτίας ημών εις το κατά το δυνατόν ελάχιστον. }173}
Εάν θέλωμεν η προσευχή ημών να οδηγήση εις εκείνα τα αποτελέσματα, περί των οποίων μετά τοιούτου θαυμασμού ομιλούν οι Πατέρες και διδάσκαλοι ημών, είναι απαραίτητον όπως ακολουθήσωμεν την διδαχήν αυτών. Πρώτος όρος αυτής είναι η πίστις εις τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα· δεύτερος είναι η επίγνωσις ημών ως αμαρτωλών εν απωλεία. Η συνείδησις αύτη δύναται να φθάση εις τοιούτον βάθος, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνηται εαυτόν χείριστον πάντων· τούτο δε παρουσιάζεται οφθαλμοφανές εις αυτόν ουχί ένεκα των εξωτερικών αυτού πράξεων, αλλά δι’ ενοράσεως της αποστάσεως αυτού από του Θεού, και εαυτού ως φορέως δυνάμει παντός κακού (ΗΘΙΚΗ).
Όσον πλείον ταπεινούμεθα εν τη οδυνηρά μετανοία, τοσούτον ταχύτερον η προσευχή ημών φθάνει εις τον Θεόν. Εάν όμως απολέσωμεν την ταπείνωσιν, τότε ουδεμία άσκησις δύναται να βοηθήση ημάς. Η ενέργεια εν ημίν της υπερηφανίας, της κατακρίσεως των αδελφών, η υπεροψία και αντιπάθεια προς τον πλησίον, απομακρύνουν ημάς από του Κυρίου.
Προσερχόμεθα εις τον Θεόν ως οι έσχατοι αμαρτωλοί. Μεμφόμεθα εαυτούς εις πάντα εν ειλικρινεία. Ουδέν φανταζόμεθα, ουδέν εκζητούμεν, ει μη την άφεσιν και το έλεος. Τοιαύτη είναι συνεχώς η εσωτερική ημών κατάστασις. Ικετεύομεν Αυτόν τον Ίδιον τον Θεόν να βοηθήση ημάς όπως μη λυπώμεν το Πνεύμα το Άγιον δια των βδελυρών παθών ημών, όπως μη προκαλέσωμεν βλάβην τινά εις τον αδελφόν ημών (εις πάντα άνθρωπον). Καταδικάζομεν εαυτούς ως αναξίους του Θεού εις τας βασάνους του άδου. Ουδέν ιδιαίτερον χάρισμα αναμένομεν Άνωθεν, αλλά μόνον ποθούμεν δι’ όλων των δυνάμεων ημών }174} να συλλάβωμεν το αληθές νόημα των εντολών του Χριστού και να ζήσωμεν συμφώνως προς αυτάς.
«Μετανοείτε». Οφείλομεν να λάβωμεν σοβαρώς υπ’ όψιν την κλήσιν του Χριστού: Να αλλάξωμεν ριζικώς τον τρόπον της εσωτερικής ημών ζωής και κοσμοθεωρίας, τας σχέσεις ημών προς τους ανθρώπους και προς παν φαινόμενον εν τω κτιστώ είναι· να μη φονεύωμεν τους εχθρούς, αλλά να νικώμεν αυτούς δια της αγάπης. Πρέπει να ενθυμώμεθα ότι δεν υπάρχει απόλυτον κακόν. Απόλυτον είναι μόνον το άναρχον Αγαθόν. … Να παραδώσωμεν εαυτούς εις σφαγήν δια τους αδελφούς είναι το κάλλιστον μέσον, όπως αποσπάσωμεν αυτούς εκ της δουλείας του συκοφάντου-διαβόλου και ετοιμάσωμεν τας ψυχάς αυτών προς αποδοχήν του Θεού, «Ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι». Δεν υπάρχει άνθρωπος παντελώς άμοιρος του φωτός, διότι ο Θεός «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Η εντολή «μη αντιστήναι τω πονηρώ» είναι η πλέον αποτελεσματική μορφή της πάλης κατά του κακού. Όταν εις την βίαν ανθίσταταί τις δια των μέσων εκείνων εις τα οποία προσφεύγει και ο ποιών την αμαρτίαν, τότε αυξάνει }175} η δύναμις του παγκοσμίου κακού. Ο φόνος αθώων ανθρώπων μεταθέτει, δι’ αοράτου συνήθως τρόπου, τας ηθικάς δυνάμεις της ανθρωπότητος προς την πλευράν εκείνου του καλού, δια το οποίον απέθανον ούτοι (οι αθώοι). Δεν έχει ούτω το πράγμα, όταν εξ αμφοτέρων των πλευρών εκδηλούται η αυτή κακή τάσις κυριαρχίας επί των άλλων. Η νίκη δια της φυσικής βίας δεν διαρκεί αιωνίως. Ο Θεός, ών Φως άγιον και άμωμον, αποχωρεί από των κακούργων· ούτοι εκπίπτουν από της μόνης πηγής της ζωής και αποθνήσκουν: «… δότε τόπον τη οργή … Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν».
Οι άνθρωποι φορείς σχετικής μόνον αληθείας, εν τη φανατική πάλη δια τον θρίαμβον των ιδεών αυτών διαφθείρουν την ακεραιότητα του είναι και οδηγούν εν τέλει πάντας προς ην απώλειαν. Τυφλοί όντες απολυτοποιούν την θετική άποψιν της πολιτικής αυτών θεωρίας και είναι έτοιμοι να εξαλείψουν πάντας εκείνους, οίτινες θα ήθελον να ίδουν την ζωήν της οικουμένης τεθεμελιωμένην επί καλυτέρων, πλέον ανθρωπίνων αρχών· και βεβαίως πρωτίστως επί των εντολών του Χριστού, του φονευθέντος δια την εντολήν της αγάπης. }176}
Ελκυόμεθα προς Αυτόν καταπονούμενοι εκ της δίψης όπως ενωθώμεν μετ’ Αυτού αιωνίως. Αυτός δε ο Ίδιος αναμένει ημάς μετ’ αγάπης. Η δίψα του Θεού χαρακτηρίζει απαύστως την επίγειον ημών ύπαρξιν· μετ’ αυτής σκεπτόμεθα και να αποθάνωμεν. Ο Ίδιος ο Χριστός αποθνήσκων επί του σταυρού ανέκραξε: «Διψώ». Ούτος και }177} «επείνα» και εδίψα και «συνείχετο» ίνα γνωρίσωμεν τον Πατέρα. Και ημείς καταπονούμεθα επί της γης λυπούμενοι εκ του εφιαλτικού και αδιαλείπτου θεάματος των βιαιοτήτων, των φόνων, του μίσους· διψώμεν να έλθωμεν προς τον Πατέρα και επικαλούμεθα το Όνομα του Μονογενούς Υιού Αυτού:
Εάν το Όνομα Αυτού δίδη εις ημάς την χαράν της γνώσεως του μυστηρίου της προς ημάς αγάπης του Ανάρχου, τότε είναι φυσικόν να αγαπώμεν και αυτό το Όνομα.
Η πολυετής προσευχή μεταμορφοί την πεπτωκυίαν φύσιν ημών τοσούτον, ώστε να καταστή αύτη ικανή να προσλάβη τον αγιασμόν δια της εις ημάς αποκαλυφθείσης αληθείας· και τούτο πριν ή απέλθωμεν του κόσμου τούτου.
Ελέχθη ότι «η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Παρατεταμένος αγών θα δείξη εις ημάς ότι παν το περικλειόμενον εν τη αποκαλύψει του Ευαγγελίου ανήκει εις άλλο, υψηλότερον επίπεδον. Το εκθαμβωτικόν Φως της Θεότητος αντανακλάται επί του επιπέδου ημών υπό μορφήν εντολών: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών … έσεσθε … υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών … τέλειος εστιν». Μόνον η εν ημίν ενοίκησις Εκείνου Όστις έδωκεν εις ημάς τας εντολάς ταύτας, θα βοηθήση να εκπληρώσωμεν τα εντεταλμένα.
Η επίκλησις του Ονόματος του Κυρίου βαθμηδόν ενοί ημάς μετ’ Αυτού. Τούτο συμβαίνει εν μέρει εισέτι και όταν ο προσευχόμενος δεν κατανοή «Τις εστιν Ούτος» και δεν αισθάνηται εναργώς την εκπορευομένην εκ του Ονόματος αγιαστικήν δύναμιν. Πάσα περαιτέρω πρόοδος εν τούτοις συνδέεται απαραιτήτως μετά της συνεχώς εμβαθυνομένης επιγνώσεως της αμαρτωλότητος ημών, ήτις οδηγεί ημάς μέχρι απογνώσεως. Τότε μετ’ αυξανομένης ενεργείας επικαλούμεθα το θαυμαστόν Όνομα:
Η αγία παράδοσις, η πολυτιμοτέρα κληρονομία εις ημάς εξ Αυτού του Κυρίου δια μέσου των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας διδάσκει ημάς να είμεθα «πτωχοί τω πνεύματι», έχοντες συνείδησιν του ενυπάρχοντος }179} εν ημίν θανάτου της αμαρτίας, εάν όντως επιθυμώμεν να ζώμεν εν αληθεία.
Καθ’ όν τρόπον οι άνθρωποι ζουν μετ’ εντάσεως τας τυχόν θανατηφόρους ασθενείας, όπως επί παραδείγματι τον καρκίνον, ούτως – ενίοτε δε και μετά μεγαλυτέρας φρίκης – ζουν τινες την εν αυτοίς παρουσίαν αμαρτωλών παθών, άτινα χωρίζουν από του Κυρίου. Ούτοι αληθώς επιγινώσκουν εαυτούς ως «χειρίστους πάντων»· βλέπουν ειλικρινώς εαυτούς εις το εξώτερον σκότος. Τότε συνάγεται εν αυτοίς η μεγίστη ενέργεια προσευχής μετανοίας. Αύτη δε δύναται να φθάση εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο νους αυτών παύει να λειτουργή και δεν δύναται να είπη ει μη: «Ιησού σώσον με τον αμαρτωλόν».
Είναι σωτήριον δι’ ημάς, εάν αυξάνη εντός ημών η αποστροφή προς την αμαρτίαν, ήτις μεταβάλλεται εις αυτομίσος. Αλλέως διατρέχομεν τον κίνδυνον να εξοικειωθώμεν μετά της αμαρτίας, ήτις είναι τοσούτον πολύπλευρος και λεπτή, ώστε συνήθως δεν παρατηρούμεν την παρουσίαν αυτής εις όλας ημών τας ενεργείας τας εισέτι κατ’ όψιν καλάς. Είναι δύσκολος, αλλά και θαυμαστός ο αγών της καταδύσεως του ηγεμονικού νου εις το αόρατον }180} κέντρον της προσωπικότητος ημών δια της επικλήσεως του Ονόματος του Ιησού Χριστού, άνευ της πίστεως εις τον Οποίον ουδείς δύναται να διακρίνη τον εντός ημών ενεργούντα θανατηφόρον ιόν της αμαρτίας. Δια της τοιαύτης πάλης προς το εν ημίν ζων κακόν αποκαλύπτονται ουχί μόνον τα βάθη του ιδίου ημών είναι, αλλά και αι μυστηριώδεις άβυσσοι της ζωής όλου του κόσμου. Τότε το πνεύμα ημών αφίσταται των ψιλών και επιπολαίων καθ’ ημέραν φαινομένων, και εν «φρίκη» δι’ εαυτό αναγνωρίζει την αγίαν δύναμιν άλλης προσευχής, άλλου επιπέδου κράζον:
Περί της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού Χριστού δυνάμεθα να εκφραζώμεθα χρησιμοποιούντες όρους της Γραφής και των Αγίων Πατέρων, και δη: Αύτη είναι «πυρ καταναλίσκον» τα πάθη· είναι φως, φωτίζον τον νουν· απεργάζεται αυτόν διορατικόν και προορατικόν, ικανόν να βλέπη πάντα τα τελούμενα εντός ημών. Η προσευχή αύτη δύναται να χαρακτηρισθή δια των λόγων της προς Εβραίους επιστολής: «Ενεργής και τομωτέρα υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνουμένη άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας, και ουκ έστιν ουδέν εν τω βάθει του πνεύματος ημών αφανές ενώπιον αυτής, αλλά πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα» εν τω φωτί αυτής.
Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών δυνάμεων κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω»· αύτη προκαλεί μέγαν πόλεμον προς τας κοσμικάς ταύτας δυνάμεις, κάλλιον ειπείν, «προς τους κοσμοκράτορας }181} του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις». Η νίκη εν τούτοις επέρχεται δια της «μέχρι αυτομίσους» μετανοίας.
Η προσευχή, συνοδευομένη υπό φλογεράς μετανοίας, ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών … του αιώνος τούτου». Είναι φοβερόν να ομιλώμεν περί αυτής: Αύτη διαπερά ημάς δια μέσου των αβύσσων του εξωτέρου σκότους, του εν ημίν κεκρυμμένου, ενοί εν συνεχεία το πνεύμα ημών μετά του Πνεύματος του Θεού και δίδει να ζήσωμεν την αγίαν αιωνιότητα ήδη εντεύθεν. }182}
Η προσευχή αύτη εν τη υψίστη αυτής μορφή ενοί ημάς πλήρως μετά του Χριστού. Κατά την ένωσιν ταύτην η ανθρωπίνη υπόστασις δεν εκμηδενίζεται, ούτε διαλύεται εν τω Θείω Είναι ως σταγών ύδατος εν τω ωκεανώ. Η προσωπικότης του ανθρώπου είναι ακατάλυτος εν τη αιωνιώτητι. … Το Είναι, η Αλήθεια, το Φως, δεν είναι αφηρημέναι έννοιαι, απρόσωποι ουσίαι – δεν είναι Τι, αλλά Τις. Εκεί όπου δεν υπάρχει προσωπική μορφή του είναι, εκεί ουδέν το ζων υπάρχει· εκεί δεν υπάρχει ούτε αγαθόν, ούτε πονηρόν· ούτε φως ούτε σκότος. Εκεί εν γένει ουδέν δύναται να υπάρξη: }183}
Η επίκλησις του Ονόματος του Ιησού μετά της πλήρους κατά το δυνατόν επιγνώσεως εκείνου, όπερ φέρει εν εαυτώ, σημαίνει την ήδη υπαρξιακήν ενότητα μετά του Θεού της Αγίας Τριάδος. Ο Θεός Ούτος απεκαλύφθη εις ημάς εν τη νέα Αυτού σχέσει προς τον άνθρωπον: ουχί πλέον ως Δημιουργός, αλλ’ ως Σωτήρ του κόσμου· ως Φως Αληθείας και αληθούς αιωνιότητος:
Η θεολογία του Ονόματος και η θεολογία της εικόνος έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Ατενίζοντες εις την εικόνα του Χριστού αναγόμεθα πνεύματι εις προσωπικήν κοινωνίαν μετ’ Αυτού. Ομολογούμεν την εν σαρκί επιφάνειαν Αυτού: Ούτος είναι και Θεός και άνθρωπος· πανάρτιος άνθρωπος και τελεία ομοίωσις Θεού. Πορευόμεθα πέραν των χρωμάτων και γραμμών εις τον νοερόν πνευματικόν κόσμον. Ούτως εν τη επικλήσει του Ονόματος δεν περιοριζόμεθα εις την ακουστικήν μορφήν των λέξεων }185} (εις το σημαίνον), αλλά ζώμεν το Σημαινόμενον. Το σημαίνον δύναται να αλλάση από γλώσσης εις γλώσσαν, αλλά το Σημαινόμενον, το εν τω Ονόματι υποδηλούμενον, μένει αναλλοίωτον.
Επικαλούμενοι το Όνομα του Ιησού Χριστού ας επιτρέψωμεν αυτό να ηχήση εντός ημών μετά των ιδιαζόντων εις αυτό δυνάμεως και μεγαλείου· ας συντρίψη τούτο τας ρίζας της αμαρτίας, αίτινες ζουν εν ημίν· ας ανάψη την φλόγα της αγάπης Αυτού εις τας απολιθωθείσας καρδίας ημών· ας δώση εις ημάς φως και σύνεσιν· ας ποιήση ημάς κοινωνούς της δόξης Αυτού· ας ενοικήση εν ημίν δια του Ονόματος τούτου η ειρήνη Αυτού, η πάντα νουν υπερέχουσα. Μετά παρέλευσιν πολλών ετών προσευχής δια του Ονόματος τούτου, είθε να }186} χαρίση εις ημάς ο Θεός να γνωρίσωμεν το πλήρωμα της περιεχομένης εν αυτώ αποκαλύψεως: }187}
Ασκητικαί προσπάθειαι του είδους αυτού (γιόγκα) έδωκαν εις τινας την ικανότητα να υψωθούν μέχρι της μεταλογικής θεωρίας του είναι· να γευθούν μυστικόν τινα τρόμον, να γνωρίσουν την κατάστασιν της σιγής του νοός μετά την έξοδον τούτου πέραν των ορίων του χρόνου και του χώρου. Εις παρομοίας εμπειρίας ο άνθρωπος δύναται να αισθανθή την ανάπαυσιν της απεκδύσεως εκ των απαύστως εναλλασομένων φαινομένων του ορατού κόσμου· να ανακαλύψη εν αυτώ την ελευθερίαν του πνεύματος και να θεωρήση το νοερόν κάλλος.
Η τελική ανάπτυξις τοιαύτης απροσώπου ασκητικής ωδήγησε πολλούς να νομίσουν ότι η Θεία αρχή ευρίσκεται εν αυτή ταύτη τη φύσει του ανθρώπου, εν τη τάσει αυτού προς αυτοθέωσιν – ήτις κείται εν τη βάσει της μεγάλης Πτώσεως -, εν τη διακρίσει εν εαυτοίς «απολυτότητος» τινος, ήτις δεν είναι κατ’ ουσίαν άλλο τι ει μη η αντανάκλασις της Θείας Απολυτότητος εις τα κατ’ εικόνα κτίσματα, εν τη αισθήσει έλξεως προς επιστροφήν εις την }188} κατάστασιν εκείνην της ησυχίας, εν τη οποία ο άνθρωπος ευρίσκετο τρόπον τινά προ της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον τούτον. Εν πάση περιπτώσει μετά την πείραν της απεκδύσεως δύναται να αναφυή εν τω νοΐ το είδος τούτο της νοεράς πλάνης. … θα είπω εξ ιδίας πείρας ότι ο Αληθής, ο Ζων Θεός τουτέστιν ο όντως Ών, ουδόλως ευρίσκεται εν αυταίς. Τούτο είναι η φυσική τάσις του ανθρωπίνου πνεύματος εις τας πλέον εξηυγενισμένας κινήσεις αυτού προς το απόλυτον. Όλαι αι θεωρίαι, αίτινες επιτυγχάνονται δια της οδού ταύτης είναι αυτοθεωρία, ουχί όμως θεωρία Θεού. Εις τας καταστάσεις αυτάς ανακαλύπτομεν μόνον το κτιστόν κάλλος, και ουχί το Πρωταρχικόν Είναι. Και εν παντί τούτω δεν υπάρχει σωτηρία εις τον άνθρωπον.
Η αυθεντική απολύτρωσις αρχίζει όταν δεχθώμεν πλήρως και αναμφιβόλως την Αποκάλυψιν: «Εγώ ειμι ο Ών». Ο Θεός είναι το Προσωπικόν Απόλυτον, η ομοούσιος και αδιαίρετος Τριάς: Επί της Αποκαλύψεως ταύτης οικοδομείται άπασα η χριστιανική ημών ζωή. Ούτος ο Θεός εκάλεσεν ημάς εκ του μη όντος εις την ζωήν ταύτην. Η γνώσις του Ζώντος τούτου Θεού και η διείσδυσις εις το μυστήριον της δημιουργίας Αυτού ελευθεροί ημάς από του σκότους των ιδίων ημών (εκ των κάτω πορευομένων) ιδεών περί του Απολύτου· σώζει ημάς εκ της ολεθρίου, καίτοι ασυνειδήτου, τάσεως όπως απορρίψωμεν παν είδος υπάρξεως. Εκτίσθημεν, ίνα γίνωμεν κοινωνοί του Θείου Είναι, του όντως Όντος. Ο Χριστός υπέδειξεν εις ημάς την θαυμαστήν ταύτην οδόν: «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Κατανοούντες τα βάθη της σοφίας του Δημιουργού }189} αποδεχόμεθα τα παθήματα δια των οποίων αποκτάται η Θεία αιωνιότης. Όταν δε επισκιάση ημάς το Φως Αυτού, τότε συνενούμεν εν ημίν την θεωρίαν των δύο άκρων της αβύσσου: του σκότους του άδου αφ’ ενός, και του θριάμβου της νίκης αφ’ ετέρου. Εισαγόμεθα οντολογικώς εις τον χώρον της ακτίστου Θείας Ζωής. Και ο άδης παύει να εξουσιάζη ημών. Δίδεται εις ημάς η χάρις να ζήσωμεν την κατάστασιν του Σαρκωθέντος Λόγου-Χριστού, του καταβάντος εις τον άδην ως Νικητού. Τότε ημείς, τη δυνάμει της αγάπης Αυτού περιπτυσσόμεθα άπασαν την κτίσιν εν προσευχή:
Η Αποκάλυψις του Προσωπικού Θεού προσδίδει εις πάντα θαυμαστόν χαρακτήρα. Το είναι δεν αποτελεί προκαθωρισμένην τινά κοσμικήν διαδικασίαν, αλλά το Φως της απεριγράπτου αγάπης των Θείων και των κτιστών προσώπων. Είναι η ελευθέρα κίνησις των προσωπικών πνευμάτων, ήτις πληρούται συνετής επιγνώσεως παντός υπαρκτού και αυτοσυνειδησίας. Εκτός τούτων εις ουδέν υπάρχει νόημα, αλλά μόνον θάνατος. Η προσευχή μετά του Θείου Προσώπου, τουτέστι λαμβάνει απόλυτον χαρακτήρα. Αύτη δε εκφράζεται δια της προσευχής ημών προς τον Λόγον του Πατρός: }190}
Η θεωρία της Θείας Σοφίας εν τω κάλλει του κόσμου ελκύει το πνεύμα ημών προς νέαν ανάβασιν, ήτις ήδη αποσπά ημάς από παντός κτιστού. Η απόσπασις αύτη δεν είναι φιλοσοφικός τις μετεωρισμός εις την σφαίραν των καθαρών ιδεών – όσον και αν φαίνεται αύται ελκυστικαί – ούτε καλλιτεχνική ή ποιητική δημιουργία, αλλ’ αρπαγή όλου του είναι ημών υπό ενεργείας ζωής, αγνώστου μέχρι τότε. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ) Η μελέτη του Ευαγγελίου οδηγεί εις την ανύψωσιν του πνεύματος ημών υπεράνω παντός κτιστού, εν τω οποίω αρχίζομεν να διακρίνωμεν την Πράξιν της Θείας Αυτοαποκαλύψεως. Τούτο είναι η εισαγωγή εις την χάριν της θεολογίας, ουχί ως ανθρώπινης επιστήμης, αλλ’ ως καταστάσεως Θεοκοινωνίας. Δεν θέτομεν τον λόγον του Κυρίου υπό την κρίσιν του χαμερπούς ημών λογικού, αλλά κρίνομεν εαυτούς εν τω φωτί της δοθείσης γνώσεως (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ). Εις την μετά ταύτα φυσικήν ημών ορμήν όπως καταστήσωμεν τον ευαγγελικόν λόγον περιεχόμενον όλου του είναι ημών, ελευθερούμεθα από της εξουσίας των παθών εφ’ ημών, και δια της δυνάμεως του Θεού-Ιησού νικώμεν το κοσμικόν κακόν, όπερ εμφωλεύει εντός ημών. Γνωρίζομεν αληθώς ότι Ούτος ο Ιησούς, είναι ο μόνος κυρίως ειπείν Σωτήρ-Θεός, και η χριστιανική προσευχή τελείται δια της απαύστου επικλήσεως του Ονόματος Αυτού:
Το μέγα ερώτημα, όπερ τίθεται ως τραγικόν πρόβλημα δι’ όλην την ανθρωπότητα, είναι το εξής: Πού ευρίσκεται το αληθινόν Είναι και που η αυταπάτη της πεπτωκυίας ημών φαντασίας; (ΕΠΙΣΤΗΜΗ) Πού αληθώς υπάρχει η ζώσα αιωνιότης, }191} και πού η απατηλή έλξις του πνεύματος ημών προς τας ιδέας τας οποίας δυνάμεθα να συλλάβωμεν δια του νοός; Είναι άρα γε η αρχή του προσώπου-υποστάσεως περιοριστική καθ’ εαυτήν, επομένως δε αναξία του Θεού και ανάρμοστος προς Αυτόν, ή είναι όντως η εικών του Ζώντος Απολύτου, Εγώ ειμι ο Ών; Εκ της μιάς ή της άλλης θέσεως ημών εξαρτάται άπαν το μέλλον ημών. Εάν μείνωμεν εις την σκέψιν ότι η αρχή του προσώπου καθ’ εαυτήν είναι περιοριστική, τότε θα πράξωμεν εν τω ασκητικώ ημών αγώνι το παν, όπως υπερβώμεν εν ημίν την αρχήν ταύτην. Και αντιθέτως: Εάν αποδεχθώμεν αυτήν ως την μόνην δυνατήν εικόνα του Απολύτου Είναι, τότε μετ’ ενθουσιασμού εκ της εν ημίν εκχεομένης δυνάμεως θα προσευχώμεθα: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς …»
«Εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι Εγώ ειμι (ο αποκαλυφθείς εις τον Μωϋσήν επί του Σινά), αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις ημών» … «ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ (μετά του ονόματος Θεός Παντοκράτωρ)· και το Όνομά Μου }192} Κύριος (Γιάχβε) ουκ εδήλωσα αυτοίς» … Εν τω πνευματικώ ημών θανάτω απωλέσαμεν την αίσθησιν της αμαρτίας, και νυν άνευ του Χριστού και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος δεν δυνάμεθα να ίδωμεν αυτήν εν ημίν. Η δε αμαρτία κατά την ουσίαν αυτής είναι πάντοτε έγκλημα κατά της αγάπης του Θεού. Το έγκλημα τούτο είναι δυνατόν ουχί άλλως ει μη εάν ο Εγώ Ειμι, τουτέστιν ο απόλυτος Θεός, είναι Προσωπικός και αι μετ’ Αυτού σχέσεις ημών βαθέως προσωπικαί. Δεν υπάρχει άλλη πίστις ή άλλη θρησκεία όπου το μυστήριον της αμαρτίας θα απεκαλύπτετο δια τοιούτου τρόπου.
Η ιδέα της θεώσεως είναι έμφυτος εις τον κατ’ εικόνα Θεού κτισθέντα άνθρωπον, το πρόβλημα όμως είναι, πώς επιτυγχάνεται αύτη. Εάν είμεθα κτίσματα και ουχί το Πρώτον }193} και Αυθύπαρκτον Όν, τότε είναι αφροσύνη να υποθέσωμεν ότι δυνάμεθα να γίνωμεν ίσοι προς τον Θεόν, αντιπαρερχόμενοι Αυτόν.
Θεμέλιον της ζωής ημών αποτελεί η «εν σαρκί φανέρωσις του Θεού». Εάν η προσδοκία της θεώσεως είναι αναφαίρετος αφ’ ημών, τότε η οδός προς αυτήν συνίσταται εις την πρόσληψιν της ζωής του Θεού, Όστις εφανέρωσεν Εαυτόν εις ημάς εν τη ημετέρα μορφή υπάρξεως· όντως οφείλομεν να αφομοιώσωμεν τον λόγον Αυτού, το Πνεύμα Αυτού· να ομοιωθώμεν προς Αυτόν εις πάσας τας εκδηλώσεις ημών. Και όσον πληρεστέρα είναι η ομοίωσις ημών προς Αυτόν εν τω κόσμω τούτω, τοσούτον πληρεστέρα και τελειοτέρα θα είναι η θέωσις ημών.
Είναι απαραίτητος η βία, διότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν». Και όταν ημείς οι χριστιανοί δεν συγκατατιθέμεθα να συμπορευθώμεν μετ’ εκείνων οίτινες «ουχ ευρίσκουσιν αυτήν», διότι δεν θέλουν, τότε αναφύονται συγκρούσεις. Γινόμεθα ανεπιθύμητοι υπό των υιών του κόσμου τούτου – τοιούτος είναι ο κλήρος των αγαπώντων τον Χριστόν. }194} Όταν ο Κύριος είναι μεθ’ ημών, πάντα τα παθήματα της ζωής δεν φαίνονται φοβερά, διότι μετ’ Αυτού «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». Είναι εν τούτοις αναπόφευκτοι αι ώραι και αι περιόδοι εισέτι της Θεοεγκαταλείψεως: «Θεέ Μου, Θεέ Μου, ινατί Με εγκατέλιπες;». Εάν όμως πλέον τούτου υπομένωμεν και την εκ μέρους των ανθρώπων αποστροφήν, η απόγνωσις ημών δύναται να λάβη λίαν βαθείαν μορφήν, και ημείς επικαλούμεθα Αυτόν, …
Εν τη ασκήσει της προσευχής έκαστος πορεύεται μέχρι του εφικτού εις αυτόν μέτρου. Δεν είναι εύκολον να εύρωμεν μόνοι τα όρια των δυνάμεων αυτών. Οι φερόμενοι Πνεύματι Αγίω ουδέποτε παύουν να μέμφωνται εαυτούς ως αναξίους του Θεού. Εις στιγμάς δε βαρείας απογνώσεως αποχωρούν προς καιρόν από του χείλους της αβύσσου, όπου ίστανται εν πνεύματι, ίνα δώσουν αναψυχήν εις τον ψυχισμόν και εις το σώμα αυτών, και εν συνεχεία επιστρέφουν εκ νέου επάνω της αβύσσου. Αλλ’ είτε ησυχάζει τις είτε αναπαύεται, εν τω βάθει της καρδίας μένει πάντοτε πληγή τις ήτις δεν επιτρέπει εις τον ασκητήν να παραδοθή εις υπερήφανον περί εαυτού λογισμόν. Η ασκητική ταπείνωσις ριζούται συνεχώς εν τη ψυχή και αποβαίνει τρόπον τινά φύσις αυτού. Θλίψεις και ασθένειαι συνοδεύουν ημάς κατά την επίγειον ημών πορείαν. Άνευ τούτων ουδείς εκ των υιών του Αδάμ δύναται να σταθή εν ταπεινώσει. Οι υπομένοντες όμως εις τέλος αξιούνται της «του Χριστού ταπεινώσεως», περί της οποίας ο Άγιος Σιλουανός λέγει ότι είναι «απερίγραπτος», }195} διότι ανήκει εις άλλο, ανώτερον επίπεδον του είναι. Η απόκτησις του δώρου τούτου είναι δυνατή δια της συνεχούς μνήμης του Χριστού και της προσευχής προς Αυτόν:
Ούτω μόνον δια του πυρός της μετανοίας αναπλάττεται η φύσις ημών· δια της μετά δακρύων προσευχής εξαλείφονται εν ημίν αι ρίζαι των παθών· δια της επικλήσεως του Ονόματος του Ιησού καθαίρεται, αναγεννάται και αγιάζεται η φύσις ημών: «Υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν. Μείνατε εν Εμοί …». Τίνι τρόπω να παραμείνωμεν εν Αυτώ; Εδόθη εις υμάς το Όνομά Μου, και εν τω Ονόματί Μου ο Πατήρ θα δώση εις υμάς πάντα όσα ζητήσητε: «… ό,τι αν αιτήσητε τον Πατέρα εν τω Ονόματί Μου, δω υμίν». }196}
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
Α’ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Εκουσίως εβυθιζόμην εις τα βάθη του σκότους. Το κίνητρον όπερ παρεκίνει εμέ εις την προσπάθειαν να απεκδυθώ την δοθείσαν εις ημάς μορφήν «υπάρξεως» – πλήρη αναποφεύκτων παθημάτων -, υπήρξεν η αναζήτησις του ασαλεύτου είναι. Κατά την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν εις στιγμήν κατά την οποίαν εφαίνετο εις εμέ ότι συνελάμβανον το θαύμα του κάλλους, επεθύμουν να διατάξω την «στιγμήν» εκείνην όπως μη παρέλθη. Ουδέν όμως παρέμενε σταθερόν: Τα πάντα έφερον την σφραγίδα της φθοράς. Και η πληγή εφηπλούτο επί της ψυχής.
Τι ακριβώς όμως κατέθλιβεν εμέ; Υπήρχε στοιχείον τι αποστροφής προς το παράλογον παντός ό,τι είναι καταδεδικασμένον εις όλεθρον· ο θάνατος ενέπνεεν εις εμέ φόβον και απέχθειαν: Δεν είναι ούτος η λύσις του προβλήματος· εν αυτώ ησθανόμην την άρνησιν παντός υπαρκτού. Κατενόουν εν πνεύματι το αναπόφευκτον τέλος «της γης και των εν αυτή έργων»· ουδαμού εφαίνετο σωτηρία· το παν κατεποντίζετο εις την άβυσσον του αιωνίου σκότους.
Η δίψα του αμεταθέτου Είναι εβασάνιζεν εμέ. Εις τα μύχια της καρδίας μου έζη η πίστις εις τι άλλο είναι, ελεύθερον της νόσου της ακαταπαύστου γενέσεως και εν συνεχεία της αναποφεύκτου διαλύσεως. Εφερόμην προς }199} αυτό δια της αρνητικής οδού: της απεκδύσεως της γηΐνης μορφής ζωής και της νοεράς καταδύσεως εις την ιδέαν του «Καθαρού είναι». Κατανοήσας εσφαλμένως το Ευαγγέλιον προέβην κατ’ εκείνον τον καιρόν εις ασύνετον εκλογήν η ουσία της οποίας συνίστατο εις την επιστροφήν εις το μη όν, εκ του οποίου η βουλή του Αγίου Πατρός εκάλεσε πάντας ημάς. Δεν αντελήφθην ταχέως την πλάνην μου.
Ούτως έφθασα μέχρι του ορίου εκείνου, πέραν του οποίου η σκέψις δεν ηδύνατο να πορευθή και πάσα η ύπαρξις μου κατέστη μία προσδοκία της ελεύσεως του Πνεύματος της Αληθείας.
Όταν αποκαλύπτηται εις ημάς ο όντως Ών Θεός δια της προσεγγίσεως του Είναι Αυτού προς ημάς, η βιωθείσα υφ’ ημών αλλαγή είναι τοσούτον μεγάλη κατά το περιεχόμενον αυτής ώστε η «στενότης» ημών αδυνατεί να χωρήση αυτήν. Η καρδία }200} εν τούτοις ζη Αυτόν εν απεριγράπτω αρμονία αγάπης, ο δε νους σιγά τρωθείς εκ της υπέρ έννοιαν οράσεως.
Ο ίδιος ο άνθρωπος ελεηθείς απροσδοκήτως υπό του Θεού, ουδόλως διατίθεται να διηγήται εις άλλους περί της Άνωθεν δωρεάς, αλλ’ η ψυχή αυτού σωφρόνως διαφυλάττει εν τη καρδία αυτής τον ευρεθέντα θησαυρόν. Ούτω συνέβαινε και μετ’ εμού εν τη πλείον του ημίσεως αιώνος ασκήσει μου. … Εκ της συναντήσεως των επικλήσεών μου (των εκ των κάτω πορευομένων) μετά των κινήσεων Αυτού, αίτινες συγκατέβαινον προς εμέ, ανεκάλυψα αίφνης Αυτόν εν εμοί }201} υπό το Όνομα Εγώ ειμι. Έκτοτε ήρχισεν η επιστροφή μου: Είδον το Είναι εν προοπτική αντιστρόφω εκείνης, εν τη οποία κατενόουν Αυτό προ του ευλογημένου τούτου θαύματος.
Ούτος ο Θεός δια της χειρός Αυτού ήρπασεν εμέ, κατά την ολεθρίαν πτήσιν μου επάνω της αβύσσου του σκότους, και εκάλεσεν εμέ εις τον «χώρον» εκείνον, εκ του οποίου είδον το Φως της Βασιλείας Αυτού. Ότε έλαβε πέρας η εξωχρονική αυτή όρασις, εύρον εμαυτόν εις μέσην κατάστασιν: Έβλεπον εισέτι το Φως, αλλά τρόπον τινά μακρόθεν, συγχρόνως δε ενεθυμούμην εναργώς και ησθανόμην εισέτι εντός μου το σκότος της ανυπαρξίας. Τότε φρίκη κατέλαβε το πνεύμα μου δια το παρελθόν μου και η ψυχή μου παραδοθείσα εις κλαυθμόν μετανοίας εφέρετο προς το άγιον Φως.
Αυτή αύτη η τέχνη ήτις ενωρίτερον ήτο το πλέον ουσιώδες στοιχείον της ζωής μου – ως προς την γνώσιν του κόσμου δια της θεωρίας της ορατής όψεως αυτού, δια του θαυμασμού ενώπιον του μυστηρίου του κάλλους – παρουσιάζετο εις εμέ ως περιωρισμένη και ανεπαρκής δια την απόκτησιν του ζητουμένου υπ’ εμού απολύτου είναι. Πάντα τα παλαιά άτινα έπειτα εφαίνοντο εις εμέ αφελή, συχνότερον δε «βλέλυγμα» κατέρρευσαν. Την θέσιν αυτών κατέλαβε }202} παράφορος προσευχή, ήτις μετέφερεν εμέ εις άλλας σφαίρας του Είναι. Αύτη ουχί άνευ πάλης διέρρηξε τους προγενεστέρους δεσμούς μου, ιδιαιτέρως προς την τέχνην, τούτο δε διήρκεσεν επί μήνας, πριν ή δυνηθώ να αναχωρήσω δια το Άγιον Όρος. Εκεί εν τω ευλογημένω εκείνω τόπω, η προσευχή εκυρίευσεν εμού εις μεγαλύτερον μέτρον.
Το υπερβάλλον της κλήσεως την οποίαν προβάλλει ενώπιον ημών ο Χριστός, δεν πρέπει να αποτρέπη ημάς από της εκπληρώσεως αυτής, αλλά αντιθέτως να εμπνέη. Ο Δημιουργός της φύσεως ημών γνωρίζει κάλλιον ημών οποίαι είναι αι έσχαται δυνατότητες αυτής. … Η πρόσκλησις του Θεού απευθύνεται προς πάντας· η εκλογή όμως εξαρτάται εκ της απαντήσεως ημών.
Εκ της πείρας ημών πειθόμεθα ότι ο Κύριος έρριψεν ημάς εις την μεγάλην σύγκρουσιν }203} της πίστεως μετά της απιστίας, και ο αγών ημών διεξάγεται υπό άκρως ανίσους όρους: Αι χείρες και οι πόδες ημών είναι δεδεμένοι και ουδένα τολμώμεν να πλήξωμεν δια πυρός ή δια σιδήρου. Το όπλον ημών είναι «η μάχαιρα του Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού», και η αγάπη. Τούτο είναι αληθώς άγιος πόλεμος, τον οποίον εξελέξαμεν. Η πάλη ημών διεξάγεται προς τον κοινόν δι’ όλους τους ανθρώπους εχθρόν τον θάνατον. Αγωνιζόμενοι δια την προσωπικήν ημών ανάστασιν, αγωνιζόμεθα συγχρόνως και δια την γενικήν ανάστασιν πάντων των απ’ αιώνος ανθρώπων, οίτινες ήλθον εις την ζωήν ταύτην.
Ο Κύριος εδικαίωσε και ηγίασε τους κατά σάρκα προγόνους Αυτού. Ούτως έκαστος εξ ημών, εάν ακολουθήση τας εντολάς του Χριστού, δύναται να αποκαταστήση δια των δακρύων της μετανοίας την αμαυρωθείσαν εν ημίν εικόνα του Θεού, ούτω δε να δικαιώση εαυτόν εν τη προσωπική αυτού υπάρξει και να συντελέση εις την δικαίωσιν των προγενεστέρων ημών γενεών. Πάντες ημείς φέρομεν εν εαυτοίς την αμαρτωλόν κληρονομίαν των πατέρων, πάππων και προπάππων ημών, η ημετέρα δε θεραπεία αντανακλάται θετικώς και επ’ αυτούς, διότι ένεκα του ενιαίου της φύσεως ημών υπάρχει τρόπον τινα το αλληλέγγυον: Ο άνθρωπος δεν σώζεται μόνος.
Συνήντησα την ιδέαν ταύτην μεταξύ των μοναχών εν Αγίω Όρει. … Αρνούμενος ο μοναχός τον γάμον, την }204} διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους επί του επιπέδου της φυσικής ζωής, επιζητεί την ελευθερίαν, ώστε άνευ των βιωτικών περί οικογενείας μεριμνών, να βαδίση προς πάντα κίνδυνον και αγώνα χάριν της διαφυλάξεως των εντολών του Θεού. Εάν ο μοναχός δεν επιτυγχάνη τον σκοπόν αυτού όπως ζήση εν τω πνεύματι των ευαγγελικών προσταγμάτων της αγάπης, αποδεικνύει δι’ αυτού ότι δεν εδικαίωσε πλήρως την κλήσιν αυτού. Δεν συμβάλλει ούτος εις την σχετικήν διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους δια της τεκνογονίας, διακόπτων εν εαυτώ την ανθρωπίνην διαδοχήν, αλλά και δεν συντελεί εις το οφειλόμενον μέτρον, ούτε εις την δια της αναστάσεως αθανασίαν. Εκπίπτων από του επιπέδου της ιστορίας, παραιτούμενος εκ της κοινωνικής δράσεως, ίνα μη είπω της πολιτικής, δεν μεταφέρει την ανθρωπίνην ύπαρξιν εις την μετα-ιστορίαν, δεν βοηθεί τους ανθρώπους να φθάσουν εις τον χώρον του αθανάτου Πνεύματος … Εν τούτοις και εάν ο μοναχός δεν πραγματοποιή εις την πληρότητα την χριστιανικήν τελειότητα, αλλά μόνον εκ μέρους, και τότε εισέτι αι προσευχαί αυτού είναι ευεργετικαί δια την ειρήνην του σύμπαντος κόσμου.
Όταν δοθή εις τινα κατά την Άνωθεν δωρεάν να προσεγγίση το μέτρον εκείνο της τελειότητος περί του οποίου γράφει ο Απόστολος Παύλος «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» τούτο ουχί μόνον αντανακλάται θετικώς επί των πεπρωμένων όλης της ανθρωπότητος, αλλά και πορεύεται πέραν των ορίων της γηΐνης ιστορίας, μεταβάλλει τον ρουν της κοσμικής ζωής, διότι ο κόσμος εκτίσθη χάριν των τοιούτων όντων. Όταν όμως οι άνθρωποι ένεκα «εψήματος φακού» παραιτώνται της οδού, την οποίαν υπέδειξεν ο Χριστός, τουτέστι }205} της θεώσεως δια της δυνάμεως του Πνεύματος του Αγίου και της υιοθεσίας του Ανάρχου Πατρός, τότε αφανίζεται και αυτό τούτο το νόημα της ελεύσεως του ανθρώπου εις τον κόσμον.
Ουδείς ουδέποτε θα εγνώριζε τον Θεόν, ουδέ τον άνθρωπον τοσούτον τελείως, ως εδόθη εις ημάς δια του Χριστού: Ούτος απεκάλυψεν εις ημάς και τον Ουράνιον Πατέρα και τον Άνθρωπον, ως ούτος συνελήφθη εν τω νοΐ του Θεού προ καταβολής κόσμου. Ο Κύριος Ιησούς είναι η απόλυτος οντολογική Αλήθεια (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ). Δεν είναι δυνατόν να γνωρίση τις την Αλήθειαν ταύτην άλλως, ει μη ακολουθών την μέθοδον την οποίαν Αυτός ο Ίδιος συνέστησεν: «… εάν τις τον λόγον τον Εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα …».
«Γνωρίζομεν ότι όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τοσούτον μεγαλύτερα τα παθήματα της ψυχής», κατά τον λόγον του Αγίου Σιλουανού. Εκείνος εις τον οποίον εδόθη να αισθανθή την αγάπην του Χριστού, γνωρίζει ότι αύτη κινεί την καρδίαν να επιθυμή δια παντός ανεξαιρέτως μόνον το αγαθόν. Η αγάπη αύτη – πυρ ζωοποιούν και φως άκτιστον – αναβλύζει εκ των εγκάτων του φορέως αυτής ρεύματα ευεργετικής δι’ όλην την ανθρωπότητα ενεργείας. Εισδύουσα αύτη εντός ημών, εξομοιοί ημάς προς τον Χριστόν }206} και δια τινος φυσικού τρόπου περικλείει ημάς εις τα παθήματα της αγάπης Αυτού, ήτις δεν ανέχεται να βλέπη άνθρωπον εστερημένον των ουρανίων αγαθών.
Είναι θλιβερόν να γνωρίζωμεν ότι οι πλείστοι των ανθρώπων ζουν άνευ της εφέσεως, ως θα έπρεπεν όπως γίνουν μέτοχοι του ακτίστου Φωτός. Πλέον τούτου όταν ούτοι ακούουν περί Αυτού, δεν πιστεύουν, και εισέτι θεωρούν αδύνατον την ύπαρξιν Αυτού. Τείνουν δε να θεωρούν ως ψυχικώς ασθενείς εκείνους οίτινες έλαβον την δωρεάν ταύτην. Εκείνος εις τον οποίον εδόθη δια πείρας να γνωρίση την αγάπην του Χριστού, γνωρίζει τίνι τρόπω αύτη εισάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις ουρανίους σφαίρας, όπου θάνατος δεν υπάρχει και όπου ο Θεός οράται εν τω απεριγράπτω Φωτί.
Είναι αδύνατον να αποδείξωμεν λογικώς ότι υπάρχει δι’ ημάς αιώνιος ζωή. Όταν όμως κατέλθη η Θεία δύναμις εις τον άνθρωπον, γίνεται ούτος αληθώς μέτοχος της Θείας αιωνιότητος και πάσα λογική απόδειξις είναι περιττή.
Η αιώνιος ζωή είναι ύπαρξις άλλης τάξεως. Κυρίως ειπείν είναι ο Ίδιος ο Θεός· το άναρχον Είναι Αυτού άπτεται ημών, πληροί ημάς, και ημείς δυνάμεθα να είπωμεν ότι είμεθα αιώνιοι κατά το μέτρον της διαμονής ημών εν τω Θεώ.
Επομένως είναι ήδη εντελώς σαφές ότι πάντες όσοι υπό οιανδήποτε πρόφασιν απορρίπτουν τον Χριστόν, δεν γνωρίζουν οι ίδιοι Τι και Ποίον απορρίπτουν. }207}
Β’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ
Συνήρπαζεν εμέ η θέα των εκλεκτών του Θεού, των κεκρυμμένων υπό την ταπεινήν αυτών εμφάνισιν. Ενίοτε οι ίδιοι φυλασσόμενοι υπό του Θεού, δεν κατενόουν οπόσον πλουσία ευλογία επανεπαύετο εν αυτοίς. Εις αυτούς κατ’ εξοχήν εδόθη να διαισθανθούν την ανεπάρκειαν αυτών κατά καιρούς δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τρόπον τινα να μη τολμούν και να σκεφθούν ότι ο Θεός επαναπαύεται εν αυτοίς και ούτοι εν Αυτώ. Τινές εξ αυτών ωδηγήθησαν εις την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός, αλλά δεν εγνώριζον περί αυτού του γεγονότος, εν μέρει διότι ήσαν ολίγον μόνον οικείοι προς τα Έργα των αγίων Πατέρων, οίτινες περιγράφουν το είδος της χάριτος ταύτης. Η άγνοια εφρούρει αυτούς εξ ενδεχομένης κενοδοξίας. Ακολουθών την παράδοσιν της ορθοδόξου πνευματικής πατρότητος, δεν ηρμήνευον εις αυτούς τι κατ’ ουσίαν ο Κύριος εχάρισεν εις αυτούς. Ίνα βοηθήσω τον ασκητήν της ευσεβείας, ήτο αναγκαίον να ομιλώ μετ’ αυτού ούτως, ώστε να ταπεινούται η καρδία και ο νους }209} αυτού διότι άνευ τούτου οιαδήποτε περαιρέρω ανάβασις θα ανεκόπτετο. … αφήκεν (ο άγιος Σιλουανός) εις ημάς προς διδαχήν τον λόγον αυτού περί της διακρίσεως μεταξύ της ασκητικής ταπεινώσεως και της «απεριγράπτου ταπεινώσεως του Χριστού». … Η υπερηφανία συνιστά τον πυρήνα της πνευματικής πτώσεως. Δια της υπερηφανίας οι άνθρωποι αποβαίνουν όμοιοι προς τους δαίμονας. Ίδιον εις τον Θεόν είναι η ταπεινή αγάπη, … }210}
Καλείται (ο πνευματικός) προς υψίστην δημιουργίαν, εις ασύγκριτον τιμήν: να δημιουργήση θεούς δια την αιωνιότητα εν τω Ακτίστω Φωτί.
Εις τον λόγον του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος … « … Ο τους κάτω παιδεύων άνωθεν εκ του ύψους δίδασκε … ου γαρ δυνατόν τοις κάτω τα χαμαί θεραπεύειν ποτέ». }211}
Τούτο αναφέρεται κατ’ ουσίαν εις την εκ του Θεού γέννησιν του λόγου εν τη καρδία δια της προσευχής. Ούτως απεκάλεσέ τις τον Όσιον Σεραφείμ του Σαρώφ διορατικόν, αλλ’ εκείνος απήντησεν ότι ουδόλως είναι τοιούτος, αλλ’ ότι προσεύχεται κατά τον χρόνον της συνομιλίας μετά του ανθρώπου, και ότι η πρώτη σκέψις, ήτις εμφανίζεται εν τη καρδία εκ της προσευχής, οφείλει να γίνη αποδεκτή ως εκ του Θεού δεδομένη.
Το έργον του πνευματικού είναι φοβερόν, διότι εάν οι άνθρωποι προσέρχωνται εις τον ιερέα αναμένοντες να ακούσουν παρ’ αυτού καθαρώς το θέλημα του Θεού και αντ’ αυτού λάβουν υπόδειξιν προερχομένην εκ της προσωπικής λογικής του πνευματικού, ήτις δύναται να μη είναι ευάρεστος εις τον Θεόν, οδηγούνται εις αβεβαίαν οδόν και προκαλείται εις αυτούς ζημία. Ο Όσιος Σεραφείμ είπεν ωσαύτως ότι, οσάκις ωμίλει «εκ του νοός αυτού», εγίνοντο λάθη.
Και κατ’ αυτήν εισέτι την ώραν της συνομιλίας μετά των ανθρώπων προσεπάθουν να κρατώ την «ακοήν» του νοός μου εν τη καρδία, όπως συλλάβω το Θείον νεύμα, πολλάκις δε και τους λόγους τους οποίους ώφειλον να είπω. }212}
Οι πεπαιδευμένοι άνθρωποι κρατούν ισχυρώς άλλην αρχήν: την ιδίαν αυτών σύνεσιν. Πας λόγος του ιερέως δι’ αυτούς είναι απλώς ανθρώπινος, και ως εκ τούτου υποκείμενος εις κριτικήν συζήτησιν. Να ακολουθήση τις αδιακρίτως την υπόδειξιν του πνευματικού θα ήτο δι’ αυτούς μωρία. Εκείνο όπερ βλέπει και φρονεί ο πνευματικός τούτο ουδόλως αποδέχεται ο ψυχικός άνθρωπος και απορρίπτει διότι ζη εις άλλο επίπεδον. Και εγώ ο ίδιος, συναντώμενος μετ’ ανθρώπων οίτινες κατευθύνονται υπό των προσωπικών αυτών παρορμήσεων και απορρίπτουν τον λόγον, τον διδόμενον υπό του ιερέως κατόπιν προσευχής, αρνούμαι να εκζητήσω παρά του Θεού, όπως αποκαλύψη εις τους προσερχομένους το άγιον και παντέλειον Αυτού θέλημα. Δια της οδού ταύτης δεν θέτω αυτούς εις κατάστασιν πάλης μετά του Θεού, αλλά λέγω εις αυτούς την προσωπικήν μου μόνον γνώμην, ήτις στηρίζεται επί των Έργων των αγίων Πατέρων ή της Αγίας Γραφής, και αφήνω αυτούς ελευθέρους από της Θεομαχίας, και τρόπον τινά εις το δικαίωμα να αποκλίνουν αναμαρτήτως από της συμβουλής μου, ως εξ ανθρώπου μόνον προερχομένης. Βεβαίως τούτο μακράν απέχει του ζητουμένου αφ’ ημών εν τοις μυστηρίοις της Εκκλησίας. }213}
Είναι αδύνατον να εννοήση τις τους ανθρώπους. Ούτοι είτε είναι τυφλοί και «ουκ οίδασι τι ποιούσι», είτε πάσχουν υπό πνευματικού και νοερού δαλτωνισμού (πάθησις οφθαλμών μη επιτρέπουσα την διάκρισιν των χρωμάτων). Συχνάκις βλέπουν τα πράγματα εις διαμετρικώς αντίθετον φωτισμόν, ομοίως προς το αρνητικόν φωτογραφίας … Να γνωρίση τις τότε την πραγματικήν αλήθειαν της ζωής αποβαίνει πλέον αδύνατον. Εν τοιαύτη καταστάσει δεν απομένει χώρος δι’ ουδένα λόγον. Ούτοι διάκεινται εχθρικώς προς τας κινήσεις της αγίας αγάπης. Η υπομονητική ταπείνωσις εκλαμβάνεται ως υποκρισία. … δια του όλου κλίματος όπερ δημιουργούν δια της στάσεως αυτών, δυσχεραίνουν την παρουσίαν του ιερέως και εν ταυτώ κατακρίνουν αυτόν ότι αποφεύγει την επικοινωνίαν μετ’ αυτών υπό παρομοίας συνθήκας, και των τοιούτων ουκ έστι τέλος. }214}
Είς επίσκοπος όστις μετά θέρμης παρέδωκεν εαυτόν εις την υπηρεσίαν των πασχόντων … έγραψεν εις εμέ: «Ήρχισα να φοβούμαι την αγάπην». Βραδύτερον κατενόησα τους λόγους αυτού ως εξής: Εκείνοι, οίτινες ωφελήθησαν υπ’ αυτού, προσεκολλώντο εις αυτόν, και κατ’ αρχάς εβοήθουν αυτόν εν τη αγία αυτού διακονία· εν συνεχεία όμως κερδήσαντες την εμπιστοσύνην αυτού και γενόμενοι απαραίτητοι δι’ αυτόν, επεβουλεύοντο την ελευθερίαν αυτού παρεμβάλλοντες πανταχού δυσκολίας, ότε ούτος παρέδιδεν εαυτόν εις τους εσχάτως προσερχομένους. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ότε παρέλαβον την επιστολήν, δεν κατενόουν εισέτι το φοβερόν νόημα των λόγων αυτού. Διηνοίχθη εις εμέ τούτο κατά τους χρόνους της διακονίας μου εν Ευρώπη.
Προς τον ιερέα συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, ως και προς τον Θεόν: Απορρίπτουν αυτόν μετά φοβεράς ευκολίας ως τι το άχρηστον, μετά της βεβαιότητος ότι ευθύς ως θα έχουν την ανάγκην αυτού, θα καλέσουν αυτόν και ούτος δεν θα αρνηθή να έλθη. }215}
Δεν αποκρύπτω ότι ήμην τελείως απροσανατόλιστος. Η ψυχολογία των μοναχών, η υπομονή και η αντοχή αυτών υπερέβαινον τοσούτον πάντας και πάντα (όσα εν Ευρώπη συνήντησα), ώστε δεν εύρισκον ούτε λόγους, ούτε εξωτερικούς τρόπους επικοινωνίας. Εκείνο όπερ οι μοναχοί αποδέχονται μετ’ ευγνωμοσύνης, εν Ευρώπη συνέτριβε τους ανθρώπους. Πολλοί απεστρέφοντο εμέ ως ασυνήθως σκληρόν, και δη σκληρόν μέχρι διαστροφής του Ευαγγελικού πνεύματος της αγάπης. Και εγώ κατενόουν τας κρίσεις ταύτας αντιλαμβανόμενος ότι τα «μέτρα» των μοναχών και τα μέτρα των ανθρώπων του δυτικού πολιτισμού διέφερον βαθέως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πλέον αφύσικος, ουχί μόνον δια τος ανθρώπους των καιρών του «Μεγάλου Ιεροεξεταστού», αλλά και δια τους συγχρόνους ημών θα ήτο ο Χριστός. Τις δύναται να ακούση του Χριστού ή έτι μάλλον να ακολουθήση Αυτόν; Εκείνο όπερ εδίδετο εις τους μοναχούς μετά παρέλευσιν δεκαετιών πένθους, οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να λάβουν εις σύντομον χρονικόν διάστημα, και μάλιστα κατά την διάρκειαν ολίγων ωρών ευχαρίστου «θεολογικής» συζητήσεως. Οι λόγοι του Χριστού – έκαστος λόγος Αυτού – ήλθον εις τον κόσμον τούτον Άνωθεν. Ανήκουν εις την σφαίραν άλλων διαστάσεων και δεν αφομοιούνται άλλως, ει μη δια της οδού της επί μακρόν προσευχής μετά πολλών δακρύων. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης θα παραμένουν εσαεί ακατανόητοι εις τον άνθρωπον, τον οσονδήποτε «πεπαιδευμένον» έστω και θεολογικώς (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ). Είπε τις εις εμέ: «Όταν ζης υπό το άχθος του ακατανοήτου τότε πνίγεσαι». Αληθώς, πάντες ημείς συντριβόμεθα, όταν αποπειρώμεθα }216} δια των δυνάμεων ημών να εννοήσωμεν τον λόγον του Χριστού. … Συναντώντες την ιδιομορφίαν ταύτην του λόγου του Χριστού, βαθμηδόν εννοούμεν ότι ο λόγος ούτος φανεροί ενώπιον ημών τας αιωνίους σφαίρας του ανάρχου Πνεύματος. Και εν συνεχεία ζώμεν παν ό,τι ανθίσταται εν ημίν εις τον λόγον του Χριστού ως την παρουσίαν του θανάτου εντός ημών. Ούτω διαμένομεν εν καταστάσει βαθέως διχασμού: Αφ’ ενός μεν αισθανόμεθα την ευγνωμοσύνην ως γλυκείαν μάχαιραν να διαπερά την καρδίαν ημών· αφ’ ετέρου δε αφόρητον αισχύνην δι’ εαυτούς, αλλά και φρίκην ωσαύτως προ του απροσίτου του ημετέρου σκοπού.
Είναι απαραίτητος εις πάντα χριστιανόν ο αδιάκοπος αγών και η φορά προς το φως του Χριστού, ως και η αποφασιστικότης να υπομείνη πάσας τας συνεπείας ενός τοιούτου αγώνος εντός των ορίων της γης. Μόνον τότε φθάνομεν εις την κατανόησιν του Ευαγγελικού λόγου· η κατανόησις δε αύτη έρχεται άνευ δυνατότητος «παρατηρήσεως», τίνι τρόπω συμβαίνει, διότι πρόκειται περί αληθούς διαμονής Αυτού του Θεού μεθ’ ημών.
Εις πάσαν περιοχήν του ανθρωπίνου πολιτισμού δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν «προόδους», αλλ’ ουχί εις την ζωήν ημών. Συχνάκις το Πνεύμα το Άγιον αποχωρεί αφ’ ημών δι’ εκείνας ή τας άλλας κινήσεις της καρδίας ή της σκέψεως ημών. Είναι όμως δυνατή η εγκατάλειψις και δια τον λόγον ότι το Πνεύμα βλέπει ημάς αναπεπαυμένους και ικανοποιημένους μετά των ήδη ληφθέντων ή επιτευχθέντων, και αποχωρεί, ίνα αποδείξη εις ημάς ότι είμεθα εισέτι μακράν εκείνου, όπερ οφείλομεν να είμεθα. }217}
Ουδόλως είναι απλούν εις τον μοναχόν να βαστάση τον κόπον της πνευματικής πατρότητος. Και τούτο διότι είναι μεν ευεργετική εις αυτόν προσωπικώς η περί αυτού λίαν αρνητική γνώμη των ανθρώπων … όμως … πας αρνητικός λόγος περί αυτού εμπνέει δυσπιστίαν εις τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν ανάγκην καθοδηγήσεως, παρηγορίας και στηριγμού. Η λύπη αυτού γίνεται διπλή: Λυπείται δι’ εαυτόν, διότι ζη αναξίως προς την κλήσιν αυτού, λυπείται και δια την ζημίαν, την οποίαν υφίσταται όλη η Εκκλησία, όλη η ανθρωπότης, όταν καταστρέφηται το κύρος των ιερουργών. Η ανυπακοή εις τον λόγον των πνευματικών πατέρων είναι ισοδύναμος προς την απόρριψιν του λόγου του Ιδίου του Χριστού: «Ο ακούων υμών Εμού ακούει και ο αθετών υμάς Εμέ αθετεί».
Είναι εξαιρετικώς σημαντικόν, όπως μεταξύ των ιερέων και των επισκόπων υπάρχη γνήσιος σεβασμός και αμοιβαία εκτίμησις· όπως αίρωνται μεταξύ αυτών αι κατηγορίαι του ενός δια τον άλλον καταπαύη η πάλη δια την εξουσίαν, ο φθόνος προς εκείνους οίτινες υπερέχουν δια των χαρισμάτων αυτών. Και εάν εισέτι υπάρχουν ανεπάρκειαί τινες εις τον ένα ή τον άλλον λειτουργόν της Εκκλησίας (και τις είναι τέλειος εκ των ανθρώπων;), κάλλιον είναι να εμπνεύσωμεν εις τους πιστούς εμπιστοσύνην προς εκείνους τους ιερείς, προς τους οποίους θα ήτο εύκολον }218} πρακτικώς να απευθύνονται ένεκα των γεωγραφικών συνθηκών ή άλλου τινος λόγου. Αυτή η εμπιστοσύνη των χριστιανών προς τους λειτουργούς θα αποβή πηγή εμπνεύσεως δια τους τελευταίους, ώστε να είπουν αληθινόν λόγον. Γνωρίζομεν εκ των λόγων του Ιδίου του Κυρίου ότι «επί της Μωσέως καθέδρας» εκάθηντο ανάξια πρόσωπα, και όμως ο Χριστός προέτρεπε τον λαόν να ακούη των ποιμένων αυτού, να τηρή τα εντελλόμενα υπ’ αυτών, μη μιμούμενος τον τρόπον ζωής ή των πράξεων αυτών.
Ο Γέρων Σιλουανός δεν είχεν ωρισμένον πνευματικόν κατά την διάρκειαν της μοναστηριακής αυτού ζωής. Απηυθύνετο εις εκείνον όστις κατά την δεδομένην στιγμήν ήτο πλησιέστερον, και πλέον ελεύθερος να δεχθή αυτόν. Προσηύχετο ούτος προηγουμένως όπως ο Κύριος ευδοκήση περί αυτού και δια μέσου του πνευματικού δώση εις αυτόν άφεσιν αμαρτιών και θεραπείαν ψυχής.
Εις ανθρώπους καταπεπονημένους υπό πτωχείας και }219} καμάτων δύναται και μικρά αφορμή να προκαλέση μεγάλον πόνον· και η προσευχή του πνευματικού στόχον έχει το βάθος της αρρωστίας. Η συμπάθεια εις πάσαν ανθρωπίνην συμφοράν φυσικώ τω τρόπω γεννά εις την ψυχήν του πνευματικού πατρός την προσευχήν.
Παρετήρησα ότι, εάν κατά τον χρόνον της προσευχής }220} υπέρ οιουδήποτε επήρχετο εν τη ψυχή μεταβολή της θλίψεως της καρδίας εις ανάπαυσιν και χαράν, το φαινόμενον τούτο απετέλει πάντοτε βέβαιον σημείον ότι η προσευχή εισηκούσθη και εδόθη η θεραπεία εις το πρόσωπον εκείνο.
Συχνότερον συμβαίνει εν τη προσευχή υπέρ των ζώντων η καρδία ημών να ζη μεταβολήν θλίψεως εις χαράν. Παρόμοιόν τι όμως γίνεται και κατά την προσευχήν υπέρ των κεκοιμημένων, και μάλιστα κεκοιμημένων προ πολλού χρόνου. Είναι θαυμαστή εμπειρία να συναντά τις εν πνεύματι προ πολλού αποθανόντας πρότερον μάλιστα αγνώστους εις αυτόν. Η τοιαύτη επικοινωνία μετά του επέκεινα }221} κόσμου είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστική εις την προσευχήν προς τους αγίους. Συμβαίνει όμως, καίτοι σπανίως εν τη προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, γνωστών ή αγνώστων, η καρδία να λαμβάνη πληροφορίαν περί της καταστάσεως αυτών καλής ή κακής. Η πραγματική ένωσις εν Πνεύματι Αγίω μετά των ψυχών των ανθρώπων, των προσφάτως ή προ πολλών αιώνων κεκοιμημένων, μαρτυροί περί της υποστατικής αυτών αιωνιότητος εν τω Θεώ ημών.
Οι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος, εν τω οποίω ενοικεί ο θάνατος, και απορρίπτουν το Φως. Όπερ είναι ζωή, και πρόσκαιρος και αιώνιος. … Δια τον λόγον ότι οι πνευματικοί φέρουν το φως της ζωής, πολλοί άνθρωποι μισούν τους λειτουργούς του Χριστού, καθώς και πρότερον εμίσησαν και Αυτόν τον Κύριον: «… Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν …» }222}
Ο πνευματικός κατά την συνάντησιν αυτού μετά προσώπων άτινα διηγούνται εις αυτόν περί των οράσεων αυτών μεριμνά πρωτίστως όπως ασφαλώς διακρίνη την αληθή πηγήν της οράσεως εάν είναι αύτη όντως δεδομένη Άνωθεν, ή μόνον αποκύημα διεγηγερμένης φαντασίας, ή συνέπεια επιρροής των εχθρικών πνευμάτων. Το έργον είναι ενιότε δύσκολον και άκρως υπεύθυνον. Εάν το παρά του Θεού δοθέν επιγράψωμεν εις εναντίαν δύναμιν τότε κινδυνεύομεν να εμπέσωμεν εις βλασφημίαν κατά του Πνεύματος του Αγίου. Και αντιθέτως: Εάν δεχθώμεν δαιμονικήν επίδρασιν ως εκ του Θεού προερχομένην τότε ωθούμεν τον εμπεπιστευμένον εις ημάς εξομολογούμενον εις την λατρείαν των δαιμόνων. Συνεπώς είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως τους πνευματικούς η θερμή και διηνεκής προσευχή εν γένει και εν εκάστη ιδιαιτέρα περιπτώσει, όπως Αυτός ο Κύριος διαφυλάξη αυτούς από σφαλμάτων εν τη διακονία αυτών.
Όταν η κατάστασις των πραγμάτων δεν είναι σαφής εις τον πνευματικόν δύναται ούτος να καταφύγη εις την «ψυχολογικήν μέθοδον»: Προτείνει εις τον εξομολογούμενον να μη εμπιστεύηται εις ιδιότυπα φαινόμενα παντός είδους. Εάν η όρασις είναι αληθώς εκ του Θεού, τότε εν τη ψυχή του εξομολογουμένου θα επικρατή ταπείνωσις και ησύχως θα δεχθή την συμβουλήν να ευρίσκηται ούτος πάντοτε εν νήψει. Εις την αντίθετον περίπτωσιν είναι δυνατόν να αντιδράση αρνητικώς ο εξομολογούμενος επιμένων να αποδείξη ότι η όρασις δεν ήτο δυνατόν να προέρχηται άλλοθεν ει μη εκ του Θεού. Τότε έχομεν λόγον να αμφιβάλλωμεν περί αυτού. Βεβαίως η τοιαύτη μέθοδος }223} δεν είναι ει μη καταπραϋντικόν τι, και δεν πρέπει να προσφεύγωμεν εις αυτήν ευκόλως. Η πείρα κατέδειξεν ότι, όταν πειράζη τις τον αδελφόν αυτού ωθεί αυτόν εις θυμόν και πικρίαν.
Εις πάντας ημάς εδόθησαν αι αυταί εντολαί· εκ τούτου έπεται ότι όλοι είμεθα ίσοι ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου. Εις ουδένα θα αποκλείση την άνοδον μέχρι των εσχάτων ορίων, μέχρι του «πληρώματος της ηλικίας του Χριστού». Εν τω μέλλοντι αιώνι η επίγειος ιεραρχία, και η κοινωνική και η εκκλησιαστική, είναι δυνατόν συχνάκις να φανή ανεστραμμένη:
Οι πνευματικοί «γέροντες» δεν είναι απαραιτήτως ιερείς ή μοναχοί. … Η βιοτή αυτών δεν προεκάλει την εύνοιαν ούτε της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ούτε των κρατικών και κυβερνητικών }224} αρχών και ιδρυμάτων. … Τινές εξ αυτών εξαιρέτως κεχαριτωμένοι υπεβάλλοντο λίαν συχνάκις εις διωγμούς διότι η ζωή αυτών ήτο υπεράνω της αντιλήψεως των κρατούντων το πηδάλιον της Εκκλησίας.
Αι μεταβάσεις από της μιας καταστάσεως εις την άλλην – συχνάκις από του οξέος πόνου εις την βαθείαν χαράν, από της απογνώσεως εις την θεωρίαν και την εμπνέουσαν ελπίδα, από του παρατεταμένου θρήνου εις την γλυκείαν ειρήνην και τα παρόμοια – χαρακτηρίζουν εκείνους, οίτινες προσεύχονται εκτενώς και από καρδίας. Εκ των πολλών και μακρών προσευχών εκ της μετά προσοχής εγκρατείας εις πάντα λεπτύνεται η αντίληψις: Η ψυχή γίνεται ομοία προς την πλέον ευαίσθητον ακουστικήν συσκευήν, ήτις αντιδρά εναργώς εις ήχους μόλις υποπίπτοντας εις την ακοήν, μάλιστα δε και εις τας μη αισθητάς κινήσεις του αέρος. Όταν δε το πνεύμα ημών βιώση πλέον ή εκατοντάκις τον αυτόν κύκλον αναβάσεων και πτώσεων, τότε αμφότεραι αι καταστάσεις τοσούτον αφομοιούνται υπό της ψυχής, ώστε αύτη τρόπον τινά να φέρη αδιαλείπτως εν εαυτή και την βασιλείαν και τον άδην. Εις πολλούς τούτο είναι δυνατόν να φανή παράδοξον κατ’ ουσίαν όμως είναι σημείον της αυξανομένης αγάπης – σημείον εγγύτητος εις την εξομοίωσιν προς τον }225} Χριστόν. … Συμφώνως προς την ποιμαντικήν αρχήν των Πατέρων, ουδείς οφείλει να εντέλληται εις τους ποιμαινομένους υπ’ αυτού ό,τι ο ίδιος δεν εξεπλήρωσεν εν τη πράξει της ζωής. }226}
Το βάθος των παθημάτων του Χριστού είναι ανεξιχνίαστον. Καθιστάμενοι κοινωνοί των παθημάτων Αυτού λαμβάνομεν την δυνατότητα της γνώσεως του ύψους του περί ημών Θείου σχεδίου και της αποκτήσεως της τελείας αγάπης. Μετά τον θάνατον ημών τα παθήματα παύουν να είναι θανατηφόρα, ως τούτο συμβαίνει εις την επίγειον ημών «σύστασιν»: Δεν θα δυνηθούν πλέον ταύτα να προξενήσουν απώλειαν της νέας ζωής, ήτις αφθόνως εδωρήθη εις ημάς ως αναφαίρετος κληρονομία. Το πνεύμα του ανθρώπου κατέχει την ικανότητα να συλλυπήται μετά πάντων των εστερημένων της δόξης του Θεού – αληθώς συμπάσχη -, αλλά τούτο θα είναι μόνον ως πολυμερής εκδήλωσις της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης: Ο θάνατος δεν κυριεύει των εν Χριστώ σεσωσμένων. Ενταύθα επί της γης, οι πνευματικοί άνδρες οδηγούν ημάς μέχρι των προθύρων του θανάτου· συχνάκις όμως ως απάντησις εις την προσευχήν κατέρχεται εφ’ ημάς η δύναμις της χάριτος και επανορθοί τα κατεστραμμένα. Ενίοτε μάλιστα πληθύνει αύτη την εν ημίν ενέργειαν ζωής. Εάν ήμεθα ικανοί, έστω και εις μικρόν βαθμόν, να διεισδύσωμεν εις την άμετρον θλίψιν }227} της Θεομήτορος παρά τω σταυρώ, θα εγίνετο εις ημάς εμφανές ότι άνευ της Άνωθεν συνεργίας θα ήτο αδύνατον δια το γήϊνον σώμα να υπομείνη τοιαύτην θλίψιν. Η αγάπη όμως του Πνεύματος του Αγίου, διαμένουσα εν Αυτή από της ημέρας του Ευαγγελισμού, υπερενίκησε τον θανάσιμον πόνον Αυτής: Παρέμεινε ζώσα, είδε τον Αναστάντα Υιόν Αυτής αναλαμβανόμενον εις τον ουρανόν και το Πνεύμα το Άγιον το αποσταλέν παρά του Πατρός εις την δια του Αίματος Αυτού γεννηθείσαν Εκκλησίαν.
Πάντες όσοι είναι οικείοι της Ιστορίας της Εκκλησίας του Χριστού γνωρίζουν μετά πόσου κόπου εζητούντο ανα τους αιώνας τοιαύται εκφράσεις της δογματικής συνειδήσεως – είτε περί του Θεού είτε περί αυτής ταύτης της Εκκλησίας – αίτινες θα διεφύλαττον από των διαφόρων ειδών παρεκκλίσεων, και δεν θα διέστρεφον την πνευματικήν ζωήν ενός εκάστου των μελών αυτής και της υπάρξεως αυτής εν τω συνόλω.
Είναι φυσική εις ημάς η πεποίθησις, η απορρέουσα εκ της αιωνοβίου πείρας, ότι εις έκαστον μέλος της Εκκλησίας θα αποκαλυφθή η οδός προς τους τελειοτέρους δυνατούς επί της γης και εν τω ουρανώ βαθμούς θεογνωσίας. Και τούτο ανεξαρτήτως οιασδήποτε κοινωνικής προελεύσεως ή ιεραρχικής θέσεως. … Και εάν τούτο αλλέως είχε, τότε θα έπρεπεν αι αναβάσεις ημών εις τας Θείας σφαίρας να εξηρτώντο εκ της ανθρωπίνης παιδείας. }228}
«… εάν τις θέλη το θέλημα Αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής …»
Η ανθρωπίνη επιστήμη παρέχει το μέσον δια την έκφρασιν της εμπειρίας, αλλά είναι αδύνατον να μεταδώση την γνώσιν, ήτις αληθώς σώζει άνευ της συνεργίας της χάριτος. Η γνώσις του Θεού είναι γνώσις οντολογική και ουχί αφηρημένη-θεωρητική. Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών }229} θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ εν τη σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ’ ουσίαν εις βαθείαν άγνοιαν. Και τούτο διότι δεν ζουν συμφώνως προς τας εντολάς του Χριστού· ένεκα δε τούτου στερούνται του φωτός της Θεογνωσίας. Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη αύτη αποκτάται δια της οδού της μετανοίας – ήτις συντρίβει οστά – και του φόβου του Θεού: … Οι Πατέρες της Εκκλησίας βεβαιούν ότι εάν τις δεν διέλθη δια μέσου της καμίνου του πυρός του φόβου του Θεού, η Θεία αγάπη δεν σκηνοί εν τη ψυχή. Η Αγάπη αύτη περιβάλλει όλην την κτίσιν· συνδέει τα πάντα μετά του Παντοκράτορος Δεσπότου του Θεού της Αγάπης· είναι Φως, θησαυρός ασύγκριτος. … Η φύσις του Θείου φόβου είναι απερίγραπτος καθώς απερίγραπτα είναι πάντα τα εν τω Θεώ ημών. Είναι δυνατόν, τρόπον τινά, να ομιλήσωμεν περί «κόμβου» πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου: Η πίστις εν Χριστώ είναι η αρχή της αγάπης, αλλά και η αρχή της αυγής του Φωτός. Η πίστις αύτη εμπνέει βαθείαν μετάνοιαν εντός ημών και φόβον τινα, μήπως απολέσωμεν τον ευρεθέντα θησαυρόν, τουτέστι τον Θεόν. … Εκάστη ανάβασις του πνεύματος ημών προς μείζονα αγάπην αυξάνει αναποφεύκτως τον φόβον. Όταν δε η μεγάλη Αγάπη του Χριστού εγγίση την καρδίαν και τον νουν, τότε εν τη φλογί της αγίας ταύτης Αγάπης το πνεύμα ημών περιπτύσσεται άπασαν την κτίσιν δι’ αγάπης, μεγάλης ευσπλαχνίας, και η αίσθησις της μεταβάσεως εις την Θείαν αιωνιότητα αποκτά ακατανίκητον δύναμιν. Το γεγονός τούτο είναι το μεγαλειωδέστερον όλων των γεγονότων εν τη ιστορία του πεπτωκότος κόσμου: Ο Θεός ενούται μετά του ανθρώπου εις έν.
Συγχωρήσατέ μοι, αδυνατώ να εκφράσω δια λόγων το «περισσόν ζωής», όπερ εχαρίσθη εις ημάς εν Χριστώ. Δεν βλέπω πώς είναι δυνατόν να προσεγγίσω εκείνο όπερ θα εξέφραζε, παρ’ όλον το παράδοξον του χαρακτήρος αυτού το θαυμαστόν εκείνο βάθος της πληρούσης την καρδίαν ζωής. Ιδού μισώ εμαυτόν ως είμαι. Εκ του αυτομίσους τούτου η προσευχή γίνεται τρόπον τινά παράφρων καταβροχθίζουσα το παν, και αποσπά εμέ από παντός κτιστού· μεταφέρει το πνεύμα μου εις φωτοφόρον απειρότητα, εις απερίγραπτον άβυσσον. Εκεί επιλανθάνομαι της πικρίας του τυραννικού αυτομίσους: Το παν μεταβάλλεται εις αγάπην Θεού εν τη πλήρει αυτοαπεκδύσει. Τοσούτον παραδόξως συνυφαίνεται το αυτομίσος μετά της αγάπης προς τον Θεόν. Το αυτό συμβαίνει και μετά του φόβου: Ούτος συνθλίβει εμέ μέχρι μεγάλου πόνου, αλλ’ η Αγάπη θεραπεύει τον πόνον τούτον και δεν ενθυμούμαι αυτόν. Όταν όμως το πνεύμα ημών επιστρέφη εκ της πανηγύρεως ταύτης της Αγάπης του Θεού εν Χριστώ, τότε εκ νέου εισβάλλει ο φόβος της απομακρύνσεως εξ εκείνου του Φωτός, εξ εκείνης της Ζωής: Δεν είναι άρα γε πάντοτε ούτως;
Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις }231} αυτόν τον κόσμον, αλλ’ η αγάπη προς τον Χριστόν-Θεόν είναι αναπόσπαστος εκ της αγάπης προς τον πλησίον-τον συνάνθρωπον. Δεν είναι δυνατόν να διαμένη τις και να ενεργή εν ταις συνθήκαις της καθ’ ημέραν επιγείου ζωής άλλως, ει μη εν καταστάσει ηλαττωμένης χάριτος. Εν καταστάσει άκρας εντάσεως προσευχής, πώς και περί τίνος να ομιλήση ούτος μετά των ανθρώπων, οίτινες πάσχουν εις τον αγώνα δια την τροφήν και την στέγην, δια την οικογένειαν ή τας συζυγικάς σχέσεις, δια την αποτυχίαν εις τα έργα ή τας ασθενείας αυτών των ιδίων ή των αγαπητών εις αυτούς προσώπων και τα παρόμοια: Δεν θα βοηθήσης τον άνθρωπον εάν καταφρονήσης των πρωτογόνων αυτού αναγκών. }232}
Κατά τας ημέρας ημών παρατηρειται πανταχού σύγχυσις πνεύματος και συνεχώς αυξανομένη απόγνωσις. Πλείστα βιβλία εκδίδονται παρά ποτε άλλοτε, αλλά δυστυχώς η πλειονότης αυτών φέρει συγκρητιστικόν χαρακτήρα εν τη αποπείρα να ενωθούν εις έν όλον ετερογενή στοιχεία, άτινα συχνάκις εις αυτόν τούτον τον πυρήνα αυτών είναι αντιφατικά και εν τη πράξει ασυμβίβαστα· εκ τούτου και η αυξανομένη ταραχή. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος εξελάμβανε την μετάνοιαν και την συνετήν ησυχίαν ως την πλέον βεβαίαν οδόν προς την βαθείαν γνώσιν του Θεού και της εν Αυτώ ζωής. Και ακριβώς τούτο – πράγμα τοσούτον σπάνιον επί της γης – εθεώρει ούτος ως το πλέον σημαντικόν έργον. Η απώλεια της αληθινής Θεογνωσίαν – Θεογνωσίας ήτις εδόθη εις ημάς δια του Χριστού και του Πνεύματος του Αγίου – θα εσήμαινεν ανεπανόρθωτον ζημίαν δι’ όλον τον κόσμον. }234}
Αλλ’ εμέ «κατέπνιγε» η προσευχή ημέραν και νύκτα και εγκατέλειψα το Ινστιτούτον, ίνα κατευθυνθώ εις τον Άθωνα, όπου όλη η ζωή συγκεντρούται κυρίως εν τη λατρεία και τη προσευχή. … Αναβαίνων από της θαλάσσης εις τον Μονήν προσεβλήθην υπό του λογισμού: Ιδού, πορεύεσαι εκουσίως εις ισόβια δεσμά! Και τούτο ήτο η μοναδική περίπτωσις εν όλη τη ζωή μου, κατά την οποίαν η καρδία μου προς στιγμήν εσαλεύθη. }235}
Όλον το σώμα μου ωσαύτως προσηύχετο συσφιγγόμενον στενώς εις έν. Το μέτωπον ήτο ισχυρώς προσκεκολλημένον εις την γην· τα δάκρυα έρρεον ποταμηδόν, φλογερά διαλύοντα εντός μου τας σκληράς πέτρας των παθών. … Ηγωνιζόμην να ανοίξω εις τον Θεόν εμαυτόν όλον μέχρι τέλους. Εδεόμην Αυτού όπως μη απορρίψη εμέ από του Προσώπου Αυτού, αλλ’ αποδιώξη απ’ εμού πάσαν πλάνην δυναμένην να εκτροχιάση εμέ. Εγνώριζον την ποταπότητά μου, την ασχημίαν μου, την αμάθειάν μου, την παραμόρφωσίν μου, την διαστροφήν μου, και απέκαμνον εκ της οράσεως του εαυτού μου ως ήμην. … Και η κραυγή μου περί ανακαινίσεώς μου εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως μου ήτο κραυγή εν ερήμω … }236}
Το βιωθέν υπ’ εμού εβοήθει εμέ αφ’ ενός εν τη διακονία μου ως πνευματικού μοναχών, κατ’ αρχάς εν Αγίω Όρει, και έπειτα εν Ευρώπη ανθρώπων ποικίλων ηλικιών, ψυχολογικών καταστάσεων και διανοητικών επιπέδων· αφ’ ετέρου δε ωδήγει εμέ εις σφάλματα, διότι ενόμιζον ότι πάντες οι άνθρωποι ποθούν τον Θεόν μετά της ιδίας δυνάμεως.
Δεν υπήρχε δι’ εμέ τοιαύτη κοινωνική ή εισέτι και ιεραρχική θέσις, ήτις θα ηδύνατο να αποσβέση το πυρ, όπερ έφλεγε την ψυχήν μου. … Είχον μόνον ανάγκην να λάβω δι’ όλης της δυνάμεώς μου συγχώρησιν παρά του Θεού, και εις ουδέν άλλο έδιδον προσοχήν. }237}
Άνευ εντατικής εκ της καρδίας προσευχής δια την εκζήτησιν παρά του Θεού λόγου και ευλογίας εν παντί καιρώ, η πνευματική διακονία θα είναι ματαία· άνευ της συνεχούς εξ ύψους νουθεσίας και η Εκκλησία εισέτι θα μετατραπή εις μίαν εκ των ημιτύφλων δυνάμεων του κόσμου τούτου, δια της συγκρούσεως των οποίων (δυνάμεων) εισάγεται η καταστροφή εις την }238} ζωήν της οικουμένης.
… η αληθινή μόρφωσις έγκειται εις την αποκατάστασιν εν τοις απογόνοις του Αδάμ της εικόνος του Χριστού, ήτις ημαυρώθη εν τη πτώσει.
Προσευχόμενος υπέρ των ευρισκομένων εν τω άδη των παθών, γεύεται ο ίδιος της καταστάσεως του άδου. }239}
Κατ’ αρχάς ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει· τελεί εν απορία: Διατί εκ νέου και μάλιστα πλείον ή πρότερον προσβάλλεται υπό παθών, πολλά των οποίων δεν εγνώριζεν εις το παρελθόν; Βραδύτερον μόνον αναγνωρίζει ότι εισήλθεν εις τον αγώνα δια την ζωήν των άλλων· ότι η προσευχή αυτού έφθασε την πνευματικήν πραγματικότητα εκείνων, υπέρ των οποίων προσφέρεται αύτη εις τον Θεόν. Περιβάλλεται ούτος υπό της πνοής του θανάτου, ήτις έπληξε το ανθρώπινον γένος. Και η προσωπική αυτού προσευχή και η λειτουργική λαμβάνουν κοσμικάς διαστάσεις. Ο αγών δια την ζωήν των εμπεπιστευμένων εις αυτόν υπό της Προνοίας του Υψίστου ενίοτε δεν διαρκεί επί μακρόν. Αρκούν ολίγοι λόγοι εκ της καρδίας προς τον Θεόν της αγάπης· υπάρχουν όμως περιπτώσεις και παρατεταμένης πάλης. Ο πνευματικός παραδίδων την ζωήν αυτού εις την διακονίαν ταύτην, ουδέ εαυτόν ζη εισέτι ως τελείως ελεύθερον εκ των παθών· εύχεται υπέρ των άλλων ως και υπέρ αυτού του ιδίου, διότι η ζωή αυτών εταυτίσθη μετά της ζωής αυτού. Μετανοεί υπέρ εαυτού και υπέρ των άλλων. Εκδυσωπεί υπέρ «του ελεηθήναι πάντας ημάς». Η μετάνοια αυτού αποβαίνει μετάνοια δι’ όλον τον κόσμον, δι’ όλους τους ανθρώπους. Εις την κίνησιν ταύτην του πνεύματος αυτού συνίσταται η εξομοίωσις προς τον Χριστόν, Όστις ήρεν επ’ Αυτού τας αμαρτίας του κόσμου. Η προσευχή αύτη είναι βαρεία – ουδέποτε βλέπει τις το ποθούμενον αποτέλεσμα. Ο κόσμος εν τω συνόλω αυτού απωθεί την προσευχήν ταύτην μετ’ αντιπαθείας. }240}
Η θεμελιώδης αρχή του κηρύγματος του Χριστού –«μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών»- απωλέσθη υφ’ ημών. Είναι σαφές ότι τούτο δεν ήτο άλλο, ει μη η συνέχισις του εν τω Παραδείσω αρξαμένου μεγάλου διαλόγου μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Οι κληθέντες υπό του Θεού εις μετάνοιαν, Αδάμ και Εύα, ηρνήθησαν να αναγνωρίσουν την αδικίαν αυτών. Η Εύα μετά μικροψυχίας ενοχοποίησε τον Όφιν, ο δε Αδάμ μετ’ αυθαδείας και την Εύαν και Αυτόν τον Θεόν, Όστις έδωκεν εις αυτόν τοιαύτην γυναίκα.
Παρήλθον βραδέως οι αιώνες ο είς μετά τον άλλον. Εν τη ανιαρά ροή αυτών εγνώρισεν ο άνθρωπος τας συνεπείας του ρήγματος μετά του Θεού Πατρός. … και τότε εφανερώθη εν σαρκί Εκείνος, Όστις συνωμίλει μετά του Αδάμ και της Εύας κατ’ εκείνην την ημέραν, ότε ήρχισεν η τραγική ιστορία της ανθρωπότητος. Ούτως απεκατεστάθη η επί χιλιετίας διακοπείσα άμεσος κοινωνία ημών μετά του Προσώπου του Δημιουργού του κόσμου. }241}
Ο Κύριος απεκάλυψεν εις ημάς τα μυστήρια του Θείου Είναι και του κτιστού είναι (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ). Όλον όμως το «Έργον» Αυτού είναι τοσούτον μεγαλειώδες, ώστε ούτε ο οφθαλμός του νοός ημών δύναται να χωρήση έστω και τας λεπτομερείας αυτού (του Έργου), ούτε η ενέργεια της καρδίας να περιβάλη δια της αγάπης τα θαυμάσια Αυτού. … Βλέπωμεν άνθρωπον εν κτιστή σαρκί, αλλ’ εν τη πραγματικότητι Ούτος είναι Θεός. … Ακούομεν εκ του στόματος Αυτού τους συνήθεις ημών λόγους, αλλά δι’ αυτών αποκαλύπτεται εις ημάς η αιωνιότης του Απολύτου Είναι (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ).
Όσον πληρέστερον εντείνεται το πνεύμα ημών να ακολουθήσωμεν τον Ιησούν τον Ναζωραίον, τοσούτον καταπληκτικωτέρα γίνεται η αντίθεσις μεταξύ του ουρανίου Αυτού κόσμου και της ορατής πραγματικότητος της οικουμένης ημών. Μία εκ των πρώτων συνεπειών της προπατορικής πτώσεως υπήρξεν η αδελφοκτονία. … Η φύσις του Πανανθρώπου εδείχθη κατατεμαχισμένη: Συναντώμενοι μετά των ομοίων προς αυτούς οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πλέον εαυτούς, δεν διακρίνουν την ενότητα αυτών εν τη κοινή ζωή. Αγωνιζόμενοι δια την ατομικήν αυτών ύπαρξιν φονεύουν τους αδελφούς, μη κατανοούντες ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον }242} βυθίζουν και εαυτούς εις τον κοινόν θάνατον. Αντί του συνδέσμου της αγάπης εισέδυσεν εις την ψυχήν των ανθρώπων το ολέθριον πάθος: να εξουσιάζουν επί των αδελφών, ίνα εξασφαλίσουν δι’ αυτούς και τα τέκνα αυτών άνετον ζωήν. Ένεκα της τυφλώσεως ταύτης όλος ο κόσμος ημών κατεποντίσθη εις θάλασσαν αίματος, εις ατμόσφαιραν εχθρότητος, εις εφιάλτην αμοιβαίων εξοντώσεων. Η προπατορική αμαρτία εισήγαγε πανταχού την διάσπασιν. Μέχρι της σήμερον η ανθρωπότης ουχί μόνον δεν ηλευθερώθη εκ του πνεύματος της αδελφοκτονίας, αλλα συνεχίζει έτι πλείον να βυθίζηται εις θανατηφόρον παραλήρημα. Η πείρα των αιώνων δεν εδίδαξε τους ανθρώπους. Η δια της βίας νίκη εν τω κόσμω τούτω είναι πάντοτε και αναποφεύκτως πρόσκαιρος. Όταν αύτη προεκταθή εις την αιωνιότητα, θα αποδειχθή ατελεύτητον όνειδος. }243}
Η απόγνωσις δια τους κατοίκους του πλανήτου ημών δεν παύει να αυξάνη, και είναι βαρύ μέχρις αίματος να προσεύχηταί τις δια τον κόσμον τούτον, καθώς είναι.
Υπήρξαν όμως ώραι παραδόξου θριάμβου, ότε η άκρα }244} μωρία των πάντων διεβεβαίου εμέ περί της αναποφεύκτου παρουσίας ενός άλλου «πόλου» εν τω είναι του κόσμου – της Σοφίας. Δεν έφθασα Αυτήν, αλλ’ εξέχεεν Αύτη εις την ψυχήν μου την ελπίδα της μεταμορφώσεως όλης της κτίσεως, και η προσευχή περί του κόσμου παντός ανεζωπυρούτο εν τη καρδία μου και το ανέσπερον Φως εθεράπευε την ψυχήν μου.
Στρέφων την προσοχήν αυτού προς τους αποθνήσκοντας, φυσικώ τω τρόπω, ο ιερεύς μεταφέρεται νοερώς εις εκείνον τον κόσμον και μετέχει ή της ησύχου παραδόσεως της ψυχής εις τον Θεόν ή του τρόμου αυτής ενώπιον του αγνώστου, όπερ πλήττει την φαντασίαν, πριν ή φθάση αυτό τούτο το γεγονός της αποχωρήσεως εκ του κόσμου τούτου. }245}
Δια τον ιερέα και τον πνευματικόν είναι άκρως σημαντικόν το δίλημμα, τι να ποιήση: Να κλείση εις πάντα τους οφθαλμούς αυτού χάριν του φυσικού εις όλους ημάς ενστίκτου επιβιώσεως, ή να πορευθή περαιτέρω; Άνευ του προκαταρκτικού αγώνος της βαθείας μετανοίας κατά την άνωθεν δωρεάν τούτο το «περαιτέρω» είναι απρόσιτον εις τον άνθρωπον. Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί του αν θα ακολουθήση τις τον Χριστόν εις τον κήπον της Γεθσημανή και τον Γολγοθάν, ίνα ζήση μετ’ Αυτού, δια της δυνάμεως Αυτού, την τραγωδίαν του κόσμου ως ιδίαν αυτού τραγωδίαν· ίνα υπεράνω του χρόνου και του χώρου περιπτυχθή εν τω πνεύματι της ελεήμονος αγάπης όλον το γένος ημών, όπερ κατήλθεν εις βυθόν αλύτων συγκρούσεων. Το ότι δεν ενθυμούμεθα, έτι δε και απερρίψαμεν την πρωταρχικήν ημών κλήσιν, συνιστά τον πυρήνα της παγκοσμίου τραγωδίας. Το πανωλέθριον πάθος της υπερηφανίας υπερνικάται μόνον δια της ολοκληρωτικής μετανοίας, δια της οποίας κατέρχεται επί του ανθρώπου η ευλογία της ταπεινώσεως του Χριστού, ήτις απεργάζεται ημάς τέκνα του ουρανίου Πατρός.
Η ανάβασις προς τα «εκεί» πραγματοποιείται άνευ προκαταρκτικής ιδέας περί του γεγονότος τούτου. Η ψυχή κατά φυσικόν τρόπον ανυψούται θα έλεγε τις δια προσευχής μετανοίας περί των ιδίων }246} αυτής αμαρτιών, περί της ιδίας αυτής πτώσεως, ήτις ενοί δια της καταστάσεως αυτής την ψυχήν μεθ’ όλων των παρελθόντων αιώνων της ιστορίας της ανθρωπότητος. Και τούτο συμβαίνει αίφνης, απροσδοκήτως ακουσίως. … Τούτο δεν είναι φιλοσοφικός στοχασμός, ούτε διανοητική θεολογία. Είναι δεδομένον του είναι ημών: Εν τη πτώσει του Αδάμ η ανθρωπότης απέρριψε τον Θεόν. Όντως είναι φοβερόν πράγμα το ότι εν τη τυφλώσει ημών δεν βλέπομεν την ιδίαν ημών αμαρτίαν. Η φύσις αυτής διανοίγεται εις ημάς δια της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού.
Ούτω βλέπομεν ότι η προσωπική ημών αμαρτία είναι αμαρτία όλου του ανθρωπίνου γένους. Και η ιερατική προσευχή περί της αφέσεως των αμαρτιών του κόσμου είναι μετάνοια υπέρ όλης της ανθρωπότητος. … Ο αληθώς μετανοών δια τα εγκλήματα αυτού εναντίον της Πατρικής αγάπης μεταφέρεται }247} δια της δυνάμεως του Ιδίου του Θεού εις εκείνην την νυν μυστηριώδη δι’ ημάς σφαίραν. Είμαι μικρός άνθρωπος, αλλ’ ανήκω εις το μέγα σώμα της πανανθρωπότητος, και δεν δύναμαι να αποσπάσω εμαυτόν εξ εκείνου. Κατ’ αρχάς ζω την αμαρτίαν μου ως ιδίαν και μόνον· έπειτα δε αποκαλύπτεται εις εμέ ότι αύτη είναι η αμαρτία εκείνη, ήτις περιγράφεται εν τη Γραφή, εν τω βιβλίω της Γενέσεως. Είμαι μηδαμινός, αλλά το τελούμενον εν εμοί δεν είναι ασήμαντον· δεν είναι άνευ αξίας ούτε προ των οφθαλμών του Δημιουργού μου. Και Αυτός ο Ίδιος δεν «εκένωσεν» Εαυτόν μέχρις άκρας «εξουθενώσεως», ασυλλήπτου δι’ ημάς;
Ιδού επί πολλά ήδη έτη προσπαθώ να πείσω τους προσερχομένους εις εμέ, όπως εκλαμβάνουν τας δοκιμασίας τας οποίας συναντούν ουχί μόνον εν τοις ορίοις της ατομικής αυτών υπάρξεως, αλλά και ως αποκάλυψιν περί του πώς ζη και έζη σύμπασα η ανθρωπότης κατά τας παρελθούσας χιλιετίας. Παν βίωμα και χαράς και πόνου, δύναται να αποβή δι’ ημάς νέα γνώσις, απαραίτητος δια την σωτηρίαν ημών. Όταν ζώμεν εντός ημών των ιδίων όλον το γένος των ανθρώπων, όλην την ιστορίαν της ανθρωπότητος, τότε διαρρηγνύομεν το κλειστόν κύκλωμα της «ατομικότητος» ημών και εξερχόμεθα εις τας πλατείας εκτάσεις της “υποστατικής” μορφής του είναι, γινόμενοι νικηταί του θανάτου, μέτοχοι της θείας απειρότητος.
Η θαυμαστή αύτη οδός εις ουδένα είναι γνωστή ει μη εις τους χριστιανούς. Κατ’ αρχάς η πείρα της τοιαύτης εξόδου εκ της στενής φυλακής του ατόμου δύναται να }248} φανή παράδοξος. Ημείς οι ίδιοι είμεθα συντετριμμένοι υπό των ημετέρων παθημάτων, και πού θα ανεύρωμεν δύναμιν πνεύματος να περιβάλωμεν μετ’ ευσπλαχνίας τα εκατομμύρια εκείνα των ανθρώπων, άτινα καθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν πάσχουν ομοίως προς ημάς και ενδεχομένως πλείον ημών; … Παρά ταύτα επιχειρήσατε τούτο και θα ίδητε ότι εν τω βαθεί θρήνω της προσευχής δι’ όλην την πάσχουσαν ανθρωπότητα θα εμφανισθή ενέργεια άλλου είδους, ουχί εκ του κόσμου τούτου. Η νέα αύτη μορφή συμ-παθείας, κατερχομένη άνωθεν, διαφέρει της πρώτης, ήτις είναι ερμητικώς κεκλεισμένη εις εαυτήν, δια του ότι δεν αποκτείνει πλέον αλλά ζωοποιεί ημάς. Οι ορίζοντες της προσωπικής ημών ζωής πλατύνονται απείρως και πολλά χωρία του Ευαγγελίου και των Επιστολών γίνονται κατανοητά ως να επρόκειτο περί λόγου δι’ ημάς αυτούς … εισέτι δε: περί ημετέρου λόγου (ΟΥΧΙ ΙΟΥΔΑΪΚΩΣ). … Δια του ανοίγματος ημών εις μείζονα εν πνεύματι παθήματα υπερνικώμεν την ατομικήν ημών δοκιμασίαν. Ιδιαιτέρως θα συμβή ούτως εν τω τέλει: Δια του θανάτου νικάται ο θάνατος και επικρατεί η δύναμις της αναστάσεως. }249}
Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να προσευχώμεθα εκτενώς, ίνα δια της φλογεράς και πολυετούς προσευχής, ιδιαιτέρως της μετανοίας, μεταμορφώσωμεν την πεπτωκυΐαν ημών φύσιν τοσούτον ώστε να καταστή ικανή να αφομοιώση την αποκαλυφθείσαν εις ημάς Άναρχον Αλήθειαν. Και τούτο πριν ή απέλθωμεν του κόσμου τούτου. … Η πάλη αύτη είναι απερίγραπτος. Τους ηττημένους υπό της πονηράς υπερηφανίας ή των χαμερπών παθών απειλεί το «σκότος το εξώτερον».
Αναμένει ημάς μεγαλειώδης πάλη, … Ο κοινός και μόνος αληθινός εχθρός είναι η θνητότης ημών. Οφείλομεν να παλαίσωμεν μαρτυρικώς εναντίον του ζώντος εν ημίν θανάτου, βάλλοντες αρχήν εξ ημών των ιδίων. Το Ευαγγέλιον του Κυρίου ανήκει }250} εις άλλο επίπεδον ανώτερον υπερκόσμιον. Τα πάντα εν αυτώ δεν είναι «κατά άνθρωπον», «ουδέ παρά ανθρώπου». Είναι εγκληματικόν να μειώσωμεν τας αιωνίους αυτού (του Ευαγγελίου) διαστάσεις, διότι τότε τούτο παύει να έχει δια τους ανθρώπους δύναμιν ελκτικήν, έτι δε και νόημα. … και εις ημάς είναι δυνατόν να δοθή η νίκη εάν είμεθα μετ’ Αυτού. }251}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου