Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Ι’ ΠΕΡΙ ΚΕΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΩΣ Π. ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ - ΕΣΣΕΧ




Δια της υπερηφανίας η ανθρωπότης υπετάγη εις την φθοράν. Είναι απαραίτητον όπως χειραγωγηθώμεν υπό της Ευαγγελικής διδαχής, ίνα αναγεννηθώμεν εν τω Θεώ και επανέλθωμεν εις το πρωτόκτιστον πνευματικόν κάλλος. }193}
Η πίστις ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Σωτήρ του ανθρώπου δεν θα επιτρέψη να εκπέσωμεν απ’ Αυτού κατά την διάρκειαν της απροβλέπτου και ακαταλήπτου διαδικασίας της καθάρσεως ημών εκ του «πλούτου» της αμαρτίας. … Χάριν αυτών, των Αποστόλων και των Πατέρων, κατέχομεν την γνώσιν του μυστηρίου των οδών της σωτηρίας. Αι αδιόρατοι αύται οδοί κρέμανται υπεράνω αβύσσων. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει άλλη δύναμις, άλλη σύνεσις, ικανή να αποτρέψη την εκτροπήν ημών εκ των οδών τούτων και τον καταποντισμόν εις τας ζοφώδεις αβύσσους, ει μη η ακατάλυτος πίστις εις τον Χριστόν-Θεόν. «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».

ΑΙ ΟΔΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Αι εντολαί θέτουν ημάς πρόσωπον προς Πρόσωπον ενώπιον του Απολύτου Είναι. Πάσαι αι προσπάθειαι ημών, όπως τηρήσωμεν αυτάς, αναποφεύκτως αποτυγχάνουν. Ανακαλύπτομεν την πλήρη ανικανότητα ημών δια την πορείαν ταύτην. Παρατηρούμεν εν ημίν δολιότητα πνεύματος-νου και πάθη καρδίας, άτινα φονεύουν ημάς. Ο φόβος εκ της εκπτώσεως από του Θεού, εις τον Οποίον επιστεύσαμεν, είναι μέγας. Εκ του φόβου τούτου ερχόμεθα εις συντριβήν }194} καρδίας δια την κατάστασιν ημών. Απορρίπτομεν εκείνα, τα οποία εθεωρούμεν κατά το παρελθόν ως πλούτον ημών. Απογυμνούμεθα από πασών των γηίνων προσκολλήσεων και γνώσεων, έτι δε και από του ιδίου θελήματος. Πτωχεύομεν και «κενούμεθα». Βεβαίως η πλέον βαρεία δοκιμασία έγκειται εις το ότι, παρά την άκραν έντασιν όπως παραμείνωμεν πιστοί εις τον Θεόν, υπομένομεν περιόδους εγκαταλείψεως υπό του Θεού. Η πνευματική πτωχεία, ομού μετά της οδύνης της Θεοεγκαταλείψεως, βυθίζει ημάς εις απόγνωσιν. Αισθανόμεθα ως να βαρύνη εφ’ ημών φοβερά τις κατάρα. Είναι δυνατόν να πάσχωμεν εις πάντα τα επίπεδα του είναι ημών: το πνεύμα, τον νουν, την καρδίαν, το σώμα. Εις παρομοίας ακριβώς στιγμάς το πνεύμα ημών συλλαμβάνει την βιβλικήν αποκάλυψιν περί της αυθεντικής τραγωδίας της πτώσεως του Ανθρώπου, και η πίστις εις την αγάπην του Χριστού παροτρύνει ημάς, όπως παραδοθώμεν εις πλήρη κατά το δυνατόν μετάνοιαν. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια ημών, τοσούτον ευρύτερον διανοίγονται ενώπιον ημών τα έως τότε κεκαλυμμένα βάθη του είναι ημών. Συνειδητοποιούντες εναργώς το άπελπι της καταστάσεως ημών, αρχόμεθα να μισώμεν εαυτούς ως είμεθα.
Αύτη η μορφή κενώσεως ή ταπεινώσεως δεν επιτυγχάνεται δι’ ανθρωπίνων προσπαθειών. Είναι δώρον του Θεού Σωτήρος. Είναι η χάρις της μετανοίας «εις άφεσιν αμαρτιών». Δεν κατανοούμεν την εν ημίν ενέργειαν Αυτού, αλλ’ εν τούτοις δια της δυνάμεως Αυτού σμικρυνόμεθα μέχρι του μηδενός· και τούτο είναι δι’ ημάς φρικτόν: Ούτος εγκατέλιπεν ημάς. Αυτός, η μόνη αναζήτησις ημών και αγάπη, εκρύβη αφ’ ημών.
Δι’ αυτού του τρόπου επιτελείται η κάθαρσις ημών εκ της «κατηραμένης» κληρονομίας. }195} Δι’ αυτής της οδού εισδύει βαθμηδόν εντός ημών ήδη νέα άκτιστος ενέργεια: Μετέχομεν του Θείου Είναι. Τότε έρχεται το Θείον Φως και περιπτύσσεται ημάς.
Επιστρέφοντες εις το μηδέν γινόμεθα «ύλη», εξ ής ίδιον εις τον Θεόν ημών είναι να δημιουργή. Ούτος, και ουδείς άλλος, εφανέρωσεν εις ημάς το μυστήριον τούτο. … Αναζητώ λόγους ίνα εκφράσω μυστήριον απολεσθέν υπό των ανθρώπων (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 211}. … Δεν είμαι εγώ όστις επενόησε την διδαχήν ταύτην, αλλ’ εμυήθην εις αυτήν, Θεία συγκαταβάσει, υπό του εκλεκτού (αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου) Αυτού. }196}



Ο Κύριος, Όστις ευδόκησε κατά τους νηπιακούς μου χρόνους να ίδω το Φως Αυτού μετά παιδικής απλότητος, παρεχώρησε να ζήσω πτώσιν, ομοίαν προς εκείνην του Αδάμ. }197}
Ο άνθρωπος, αποκεκομμένος εκ της Παραδόσεως, δεν είναι εις θέσιν να πορευθή μόνος την οδόν του Χριστού. … Ο έχων σώας τας φρένας θα αποφύγη την αυτάρκειαν και θα αναζητήση αξιοπίστους μάρτυρας, ίνα μάθη «μήπως εις κενόν τρέχει».  … η γνωριμία μετά των έργων των Ασκητών ανταπεκρίνετο όντως εις τας ανάγκας μου. }198}
Ανακαλύπτων εν τοις συγγράμασιν αυτών ομοιότητα προς την εμπειρίαν μου, συνέβαινε να αισθάνωμαι κύμα ικανοποιήσεως, όπερ ως ελώδης ιλύς εκάλυπτε την καρδίαν μου. Τότε απεχώρει, ενίοτε επί μακρόν, η όρασις του ουρανίου Φωτός. Περιέπιπτον εις μεγάλην λύπην εξ αιτίας του φαινομένου τούτου. Εφαίνετο εις εμέ ότι ευρισκόμην προ αδιεξόδου: Δεν ηδυνάμην να είμαι αυτάρκης. Οσάκις όμως κατενόουν εκείνο, όπερ η δεξιά του Θεού απέστελλεν εις εμέ, τότε η «αριστερά» μου κατέστρεφε το παν. «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;». Προσηυχόμην κατακλυζόμενος υπό δακρύων συντριβής, και ευθύς, ως ενεφανίζετο πλησίον που εν τω αέρι λογισμός κενοδοξίας, ανιστάμην πάραυτα από της γης απεστερημένος πάντων: Δεν υπήρχον δάκρυα, η ψυχή ήτο ηρημωμένη· το σώμα ήτο υγιές, η πνευματική όμως ζωή αφίστατο απ’ εμού.
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών». Οι λόγοι ούτοι του Χριστού κείνται εις θεμέλιον της ασκητικής ζωής, ήτις οδηγεί προς την σωτηρίαν, εννοουμένην ως θέωσιν. }199}
Είναι θλιβερόν να πειθώμεθα εις έκαστον βήμα περί της αδυναμίας ημών. Ο νους ημών είναι στενός, ίνα συλλάβη τα άγια προστάγματα Αυτού. }200}
Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος προς απαλλαγήν εκ του κληρονομηθέντος εν τη πτώσει ειδεχθούς πάθους της υπερηφανίας.
Η μετάβασις εκ της φθοράς, της κληρονομηθείσης παρά του Αδάμ, εις την περιοχήν του ανεσπέρου Φωτός του Χριστού είναι γεγονός σημαντικώτερον πάντων των άλλων γεγονότων της γης. Σημείον της προσεγγίσεως εις το μέγα τούτο μυστήριον αποτελεί η εν ημίν εμφάνισις του αγίου μίσους προς ημάς αυτούς. … Αυστηρώς ελέγχομεν και άνευ οίκτου καταδικάζομεν εαυτούς εις τον άδην ως αναξίους του Θεού. Ούτως υπερνικώμεν την τάσιν να συγκαταβαίνωμεν εις τας αδυναμίας ημών, να συγχωρώμεν ευκόλως τας παραβάσεις ημών, ιδιαιτέρως όταν αύται διαπράττωνται μόνον κατά διάνοιαν. Ο αγών ημών είναι μεγαλειώδης. Εν αυτώ επιστρατεύεται πάσα η ύπαρξις ημών. Εάν κερδήσωμεν, κατακτώμεν την αθανασίαν εν τω ανάρχω Φωτί. «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
Η διδαχή του Χριστού πηγάζει «από του Πατρός των Φώτων»· συμφυής μετ’ αυτής είναι η Θεία τελειότης. Ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι. Ουδείς }201} εκ των ανθρώπων δύναται να συμμορφώση την ζωήν αυτού προς το Ευαγγέλιον δια μόνης της δυνάμεως αυτού. Όσον και εάν εντείνωμεν την προσπάθειαν ημών, η εντολή παραμένει ανέφικτος εν τη τελειότητι αυτής.
Η απόλυτος τελειότης δεν είναι εφικτή εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής, και είναι επικίνδυνον να αισθανώμεθα ικανοποιημένοι δια τα ήδη κεκτημένα. Όσοι δεν πιστεύουν εις τον Θεόν, δεν γνωρίζουν την Θεοεγκατάλειψιν. Την εξ αυτής θλίψιν διέρχονται μόνον εκείνοι, οίτινες εγνώρισαν ήδη την αγαθότητα του Θεού και αγωνίζονται δι’ όλων των δυνάμεων αυτών, όπως παραμείνουν εν Αυτώ και συν Αυτώ. Όσον εντονώτερον εγεύθη ο άνθρωπος της χαράς της μετά του Θεού ενώσεως, τοσούτον βαθύτερον πάσχει εκ του χωρισμού απ’ Αυτού. … «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί Με εγκατέλιπες;». Η τοιαύτη τελεία κένωσις του «ανθρώπου Χριστού Ιησού» μετετράπη εις εξ ίσου τελείαν θέωσιν της φύσεως ημών, την οποίαν προσέλαβε δια της σαρκώσεως Αυτού. }202}
Οφείλει ο χριστιανός να προσεγγίση, εν τινι μέτρω, εις την κατάστασιν της κενώσεως, όπως αξιωθή να προσλάβη την σωτηρίαν, ήτις είναι πάντοτε ανάλογος προς το βάθος της προσωπικής αυτού κενώσεως. Τοιαύτη είναι η αγάπη του Θεού: Εν τη αιωνιότητι χαρακτηρίζεται υπό της άκρας εντάσεως του Είναι, ουδέποτε ελαττουμένης εν τη πλήρει αυταπαρνήσει αυτής. Η αγάπη αύτη είναι ταπεινή, και είναι φυσικόν εις την Θείαν ταπείνωσιν να προσφέρηται προς πάντας τους ερχομένους προς αυτήν. Εν τη Βασιλεία του Θεού Πατρός ουδείς απομονούται εγωιστικώς εν εαυτώ. Η αγία αγάπη μεταφέρει όλον τον πόθον αυτής εις τους ηγαπημένους. Εναγκαλίζεται εν ταπεινώσει όλον τον κόσμον, τον Θείον και τον κτιστόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άπαν το Είναι αποβαίνει το περιεχόμενον αυτής(ΣΥΜΒΟΛΟ). Εις τούτο έγκειται το μεγαλείον της αγάπης, ο άμετρος πλούτος και η άφατος μακαριότης αυτής.
Τουναντίον, ο εν αυταρεσκεία εγκλεισμός του ανθρώπου εν εαυτώ αποτελεί την άκραν στέρησιν και το σκότος του άδου. Ο έσχατος βαθμός εγωκεντρικότητος εκφράζεται ως μίσος προς τον Θεόν.
Η Θεία αγάπη αποκτάται δια μακράς πείρας αυτοκενώσεως. }203}
Η χριστιανική τελειότης υπερβαίνει τον άνθρωπον: Είναι Θεία. Ο Κύριος εφανέρωσεν αυτήν εις ημάς δια της σαρκώσεως Αυτού. Ουδείς απεχώρησεν εκ του κόσμου τούτου φθάσας εις ίσον προς Αυτόν μέτρον τελειότητος. … Το ουράνιον πυρ, όπερ διατρέχει την ζωήν της Εκκλησίας και τα Μυστήρια αυτής, συγκρατεί δια μέσου των αιώνων την πίστιν εις το Ευαγγέλιον, «ό ουκ έστι κατ’ άνθρωπον, ουδέ … παρά ανθρώπου…, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού». }206}
Πολλοί θα σωθούν και θα ευφρανθούν εν τω ωκεανώ της αγάπης του Χριστού. Ολίγοι όμως θα είναι εκείνοι οίτινες, ουχί άνευ φόβου, θα δεχθούν την φλόγα ταύτην, φέροντες εισέτι την γηίνην σάρκα. … Ενθυμούμαι ότι ο μακάριος Γέρων Σιλουανός, εκ συγκαταβάσεως προς εμέ, τον πένητα, είπέ ποτε: «Η φθαρτή φύσις ημών δεν δύναται να βαστάση το πλήρωμα της χάριτος· ένεκα τούτου η εμφάνισις του Θεού εν τη προαιωνίω δόξη Αυτού είναι δυνατή μόνον εν βραχυτάτη στιγμή· και τούτο ουχί άλλως, ει μη δια της πρότερον ενισχύσεως του σώματος και του ψυχισμού υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος … Είναι ευκολώτερον να μεταφέρη τις δια γυμνών χειρών ανημμένους άνθρακας εις απόστασιν, λόγου χάριν, εκατόν μέτρων, ή να ανθέξη την χάριν ταύτην και να παραμείνη εν ζωή».
Οι φορείς τοιαύτης γνώσεως θέτουν την σφραγίδα αυτών επί πλήθους πιστών. Χάριν αυτών διατηρείται η ζώσα παράδοσις του πνεύματος της ζωής ανά τους αιώνας της ιστορικής πραγματικότητος.
Ούτος (ο Χριστός) είναι ο «λίθος» ο αποδοκιμασθείς υπό των αρχόντων του κόσμου τούτου, αλλά κείμενος εν τω πραγματικώ είναι εις θεμέλιον παντός υπαρκτού. Όταν το υπ’ Αυτού ριφθέν }207} επί της Γης Πυρ εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, τότε μόνον ευρίσκει ούτος την δύναμιν να ακολουθήση Αυτόν εις την Γεσθημανή και τον Γολγοθάν. Να ακολουθήση βεβαίως Αυτόν πνεύματι, εν βαθεία οδύνη της συνόλου υπάρξεως αυτού. Τοιούτου είδους γνώσις του Κυρίου, του «κατελθόντος εκ των ουρανών» εις την Γην, έτι δε και εις τον άδην, οδηγεί εις την εν μέρει πρόγευσιν της αναστάσεως.
Δίδεται εις αυτούς (τους χριστιανούς) η δια πείρας γνώσις των ζοφερών αβύσσων, αλλά και η ευφρόσυνος θεωρία του Φωτός της Βασιλείας. Η Βασιλεία αύτη είναι πανταχού παρούσα. Η είσοδος όμως εις αυτήν εξαρτάται μόνον εκ του Θεού, διότι αύτη δεν είναί τι το «αντικειμενικώς» υπάρχον, αλλ’ είναι Αυτός Ούτος ο έχων την εξουσίαν να προσλάβη ημάς προς Εαυτόν ή, όπερ και ταυτόσημον, να σκηνώση εν ημίν σκηνώματι αιωνίω. Τότε μένομεν εν Αυτώ και Αυτός εν ημίν· και η Ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών αναφαίρετος.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ
… Κατ’ εκείνην την Θεοεγκατάλειψιν, την οποίαν εξέφρασεν ούτος δια των λόγων «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», ήτο φανερά η Πρόνοια του Θεού, ήτις έδωκεν εις τον Σιλουανόν να }208} βυθισθή εις το σκότος της απογνώσεως, να γευθή την φρικαλέαν δια την ψυχήν νέκρωσιν, να σμικρυνθή μέχρι του μηδενός ένεκα της απ’ αυτού απομακρύνσεως του Θεού. Αλλ’ αυτή η κάθοδος εις τον άδην ητο η προετοιμασία της ψυχής αυτού, ίνα δεχθή τον εν μεγάλη δυνάμει εμφανισθέντα εις αυτόν Χριστόν.
«Ο Κύριος εδίδαξεν εμέ να κρατώ τον νουν μου εις τον άδην και να μη απελπίζωμαι, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ταπεινούται η ψυχή μου, αλλά τούτο δεν είναι εισέτι εκείνη η αληθινή κατά Χριστόν ταπείνωσις, ήτις είναι απερίγραπτος …
Η ταπείνωσις του Χριστού ενοικεί εις τους ελαχίστους, και ούτοι χαίρουν, διότι είναι ελάχιστοι. … Η ταπείνωσις είναι Φως, εν ώ δυνάμεθα να ίδωμεν τον Θεόν-Φως». }209}
… είναι απαραίτητος, ως έδειξεν εις εμέ η πείρα μου ως πνευματικού, η υπόμνησις περί της απολεσθείσης υπό των πολλών γνώσεως των οδών της σωτηρίας (ΚΑΙ ΣΤΗΝ 196}. }211}
«Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον», εσκέφθη ο Άγιος. Επέπεσεν επ’ αυτόν πνεύμα απογνώσεως. Είχε την αίσθησιν ότι ο Θεός απεστράφη αυτόν έως τέλους και ότι δεν υπάρχει πλέον σωτηρία δι’ αυτόν. Η ψυχή αυτού ενατένιζεν εναργώς εις την αιωνίαν απώλειαν. Γράφει ούτος: «Το πνεύμα τούτο είναι τοσούτον απαίσιον και βασανιστικόν, ώστε είναι φοβερόν και να επαναφέρης αυτό εις την μνήμην. Είναι αδύνατον να βαστάση τούτο η ψυχή επί πολύ … μετέβην εις τον ναόν … και ατενίσας εις την εικόνα του Σωτήρος είπον: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Και ευθύς είδον εις την θέσιν της εικόνος τον Ζώντα Κύριον, και η χάρις του Αγίου Πνεύματος επλήρωσε την ψυχήν και όλον το σώμα μου. Και ούτως εν Πνεύματι Αγίω εγνώρισα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός· και ηδέως επόθουν όπως πάσχω δια τον Χριστόν».
Το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό της εμφανίσεως του Ζώντος Κυρίου εις τον Σιλουανόν, μετά την δοκιμασίαν αυτού, μαρτυρεί περί του ότι εν εκείνη τη ώρα η κατάστασις }212} του Αγίου Γέροντος δεν απείχε πολύ της καταστάσεως του Χριστού επί του Γολγοθά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες». Γνωρίζομεν ότι ο ορών ο,τιδήποτε Θείον οφείλει να ευρίσκηται και ο ίδιος εις κατάστασιν ανάλογον του ορωμένου.
… Εν θανασίμω θλίψει μετέβη (ο Σιλουανός) εις τον ναόν, και ευθύς ως προέφερε την προσευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είδεν Αυτόν Ζώντα· και πάσα η ύπαρξις αυτού επληρώθη του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος μέχρι των ορίων των δυνάμεων αυτού. Εκ της οράσεως περιήλθεν ούτος εις πλήρη εξάντλησιν, και ο Κύριος εγένετο άφαντος. Δια του Πνεύματος όμως του Θεού ο Σιλουανός ηρπάγη εις τον ουρανόν, όπου ήκουσεν άρρητα ρήματα.
Η ζωή του χριστιανού είναι παράδοξος και εξαιρετικώς ιδιόμορφος. Η Θεοεγκατάλειψις και το σκότος της αιωνίου απωλείας συνυφαίνονται μετά της εμφανείας του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ως συμβαίνει και κατά την χάριν της μνήμης του θανάτου, η αιωνιότης παρουσιάζεται κατ’ αρχήν υπό αρνητικήν μορφήν, τουτέστιν ως γενική απόσβεσις της υπάρξεως, ύστερον όμως μεταβάλλεται εις θεωρίαν του Φωτός της αναστάσεως. }213}
Σπανίως, καθ’ όλην την διάρκειαν της ιστορίας της Εκκλησίας, εδόθη εις άνθρωπον να βιώση την κατά παραχώρησιν Θεού εγκατάλειψιν εις τοιούτον μέτρον, ως ο δούλος του Θεού του Υψίστου Σιλουανός. Ότε, κατά την εμφάνισιν του Χριστού, περιέλαμψεν αυτόν το μέγα }215} Φως, τότε, ό,τι εφαίνετο ως θανάσιμος εκ της Θεοεγκαταλείψεως πόνος, μετετράπη εις «ταπείνωσιν Χριστού, ήτις είναι απερίγραπτος». Αύτη είναι η οντολογική πλευρά της ανάρχου αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο Θεός, ο απόλυτος εν τη απείρω Αυτού παντοδυναμία, είναι απόλυτος δι’ ακαταλήπτου τρόπου και εις την «κένωσιν-ταπείνωσιν», Αυτού.
Όστις ηγάπησε φλογερώς τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν-Δημιουργόν ημών και Θεόν-Σωτήρα, αφεύκτως ζη δύο εκ διαμέτρου αντιθέτους φαινομενικώς καταστάσεις: την εις άδου κάθοδον και την εις ουρανούς ανάβασιν.
Η «διαπασών» της χριστιανικής ζωής υπερβαίνει αμέτρως την συνήθη ακοήν των ανθρώπων. «Υπερβαίνει» αυτήν και κατά το βάθος και κατά το ύψος. Δυστυχώς πλείστοι είναι εκείνοι, οίτινες δεν συλλαμβάνουν τα θαυμαστά κύματα του θείου ύμνου, τα εκπεμπόμενα εκ του ανεξιχνιάστου βάθους του προαιωνίου Είναι. Εις τον πιστεύοντα εις την Θεότητα του Χριστού, και δυνάμει της πίστεως ταύτης οικοδομούντα την ζωήν αυτού επί την πέτραν του λόγου-διδαχής Αυτού, αποκαλύπτονται απόκρυφοι άβυσσοι, ανυποψίαστοι δια τους μη αποδεχθέντας τον Χριστόν ως τον Αληθινόν Θεόν, ως την παναγίαν και απόλυτον Αυθεντίαν· την (άνευ βίας) Αυθεντίαν πρώτον της Αληθείας του Ανάρχου Γεγονότος και δεύτερον της Τελείας Αγάπης.
Ο μακάριος Γέρων διέκρινε δύο είδη ταπεινώσεως: Την ασκητικήν και την Θείαν. Ολίγας στιγμάς προ της τελευτής αυτού, εις ερώτησίν μου: «Γέροντα, θέλετε να αποθάνητε;», απεκρίθη: «Δεν εταπεινώθην εισέτι». Ουδεμίαν αμφιβολίαν έχω ότι ούτος είχεν υπ’ όψιν την απερίγραπτον (Θείαν) ταπείνωσιν του Χριστού, της οποίας ουδέποτε ηδύνατο να επιλησθή. }217}
Αύτη (η Απόλυτος Θεότης) ελκύει προς Εαυτήν την ψυχήν, και η ψυχή πάσχει, διότι δεν είναι εις θέσιν να περιλάβη την ζωήν ταύτην, και ούτω διέρχεται εσταυρωμένη τους χρόνους αυτής επί της γης. Και δεν δύναται να κατέλθη από του αοράτου τούτου σταυρού, διότι, οσάκις «κατέρχεται», έστω και εκ μέρους, ατονεί εν αυτή το ρεύμα της αληθούς αιωνιότητος.
Δυνάμερα να είπωμεν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι φιλοσοφική τις διδαχή, αλλά κατ’ εξοχήν ζωή. Ζωή και }218} αγάπη «εις τέλος», μέχρι του αυτομίσους.
Εν τη Εκκλησία διδασκόμεθα να ζώμεν την γέννησιν του Υιού εν τη Αγία Τριάδι ως κένωσιν του Πατρός, Όστις προσφέρει Εαυτόν όλον εις τον Υιόν, εν παντί τω πληρώματι του ανάρχου Αυτού Είναι. Και ούτως, ο Υιός είναι ίσος προς τον Πατέρα εν τω απολύτω πληρώματι του Θείου Είναι. Ύστερον βλέπομεν την αντίστροφον κίνησιν: Ο Υιός εν τω αυτώ πληρώματι αυτοκενωτικής αγάπης, παραδίδει Εαυτόν εις τον Πατέρα και κατά την Θείαν και κατά την ανθρωπίνην φύσιν Αυτού. }219}

ΙΑ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΜΙΣΟΥΣ


Ο Ιησούς Χριστός, ο άναρχος Θεός, έδωκεν εις ημάς εντολάς, αίτινες έχουν την ιδιότητα να ευρύνουν τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου μέχρι απειρότητος. Κατ’ αρχήν, εν τούτοις, ο πιστεύων εις την αιώνιαν αξίαν του ευαγγελικού λόγου εισάγεται εις τον εσώτερον χώρον της ψυχής θέτων εαυτόν απαύστως υπό την κρίσιν του Θεού. … Η ένθεος προσπάθεια ημών, όπως διαφυλάξωμεν τας εντολάς, θα έχη ως φυσικήν συνέπειαν την πλήρη επίγνωσιν της αδυναμίας ημών. }221}
Όσον εντονώτερος είναι ο τρόμος ημών μη τυχόν αποδειχθώμεν ανάξιοι του Θεού, τοσούτον μάλλον «απογυμνούται» όλος ο έσω ημών κόσμος και ενώπιον ημών αυτών και βεβαίως ενώπιον του Προσώπου του Θεού: … ο χριστιανός ανακαλύπτει εν εαυτώ την παρουσίαν παντός είδους κακίας, είτε εκδήλου είτε τουλάχιστον εν δυνάμει, και ούτω θεωρεί εαυτόν όντως χείριστον πάντων.
Προ της εμφανίσεως εις ημάς του Θείου Φωτός ζώμεν ως τυφλοί. Άνευ του Φωτός τούτου δεν αναγνωρίζομεν την αμαρτίαν. Άνευ της ελλάμψεως Αυτού δεν αποκαλύπτεται εις ημάς η πτώσις του Ανθρώπου εν ταις πραγματικαίς αυτής διαστάσεσι. Μόνον το Πνεύμα το Άγιον εμπνέον ημάς καθιστά ικανούς να ίδωμεν κατ’ αρχήν την τραγικότητα της ιδίας ημών καταστάσεως, και κατόπιν μέσω αυτής να βιώσωμεν το μέγα δράμα της παγκοσμίου ιστορίας της ανθρωπότητος. Αι συνέπειαι της πτώσεως είναι νόσος ήτις δεν θεραπεύεται υπό των ιατρών της γης. }222}
Δεν ήτο γήινος ο φόβος: Δεν επεδίωκον ατελεύτητον παράτασιν της ζωής ταύτης. Η φρίκη μου προήρχετο εκ του ότι, μετά το γεγονός της συγκαταβάσεως του Θεού εις εμέ, έβλεπον υπό ποίων πληγών ήμην όλος ηλκωμένος. Ανεγνώριζον εαυτόν έως τέλους ανίκανον δια την Βασιλείαν του Αγίου Θεού. … «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού Ζώντος». Τούτο ήτο αφορήτως βαρύ δι’ εμέ, και πολλάκις απεπειράθην να εκφύγω των αγίων Αυτού χειρών, αλλά πάσαι αι προσπάθειαι απετύγχανον, διότι δεν είχον που να καταφύγω: Ουδέν εν τω κόσμω είλκυεν εμέ, ουδέν ηδύνατο να ικανοποιήση το πνεύμα μου. }223}
Ευθύς ως ο φόβος ούτος εξησθένει, ησθανόμην να αποχωρή απ’ εμού η ζώσα δύναμις· απεδυναμούτο η προσευχή, ο νους διεχέετο, η αίσθησις του Θείου απήρχετο εις την ομίχλην –απέθνησκον πνεύματι. … Ο τρόμος προ της αιωνίου απωλείας και ο θρήνος της μετανοίας δια τινος μυστηριώδους τρόπου, μετέβαλλον εμέ όλον εις «προσευχήν».
Ενώπιον του πνεύματος μου απεκαλύπτετο η αγαθή }224} αιωνιότης, ούσα εισέτι μακράν απ’ εμού, ωσαύτως όμως και το άχρονον σκότος, όπερ εγένετο γνωστόν δια της παρουσίας αυτού εντός μου. }225}
Εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται εαυτόν εκτός των γηίνων κατηγοριών: Είναι έξω πάσης ιεραρχίας κοινωνικής, έτι δε και εκκλησιαστικής. Περί ουδενός άλλου λογίζεται, ει μη μόνον περί του Θεού, και παρίσταται Αυτώ μόνος Μόνω. }226}
Φυσική συνέπεια της τηρήσεως των εντολών του Κυρίου είναι η άκρα σμίκρυνσις ημών, τουτέστιν η κένωσις. Άνευ της βαθείας επιγνώσεως ότι είμεθα αληθώς γεννήματα του άδου εν τη πτώσει ημών, ουδέποτε θα επιτύχωμεν του πληρώματος της μετανοίας. Η ολοκληρωτική μετάνοια αποσπά ημάς από του θανασίμου εναγκαλισμού του εγωκεντρικού ατομισμού και εισάγει εις την θεωρίαν της θείας παγκοσμιότητος του Χριστού, «του αγαπήσαντος ημάς εις τέλος». Όταν μισήσωμεν εαυτούς ένεκα της εν ημίν ζώσης κακίας, τότε διανοίγονται εις ημάς οι ατέρμονες ορίζοντες της εντεταλμένης αγάπης. Άνευ του Χριστού ουδέποτε θα περιβάλωμεν τον κόσμον δια της ζωηφόρου φλογός της Άνωθεν κατερχομένης χάριτος, ούτε θα συλλάβωμεν την οντολογικήν διάστασιν της «δευτέρας εντολής»: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Εις τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν εδόθη η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, ως και περί αυτού του ιδίου. … δι’ αυτής αποκαθίσταται η πρωτόκτιστος εικών του Ανθρώπου. Όστις δεν προσήγγισε τα όρια των καταστάσεων αυτών, ας μη τολμά να ονομάζη εαυτόν χριστιανόν άνευ φόβου και αισχύνης, αλλ’ ας συνειδητοποιή μετά πόνου ότι είναι ανάξιος της κλήσεως ταύτης. }228}
Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι Πυρ ζωοποιούν, ερριμμένον από των ουρανών επί της Γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και εν ταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτικώς την αγάπην ταύτην.  }229}
Η Θεία Αγάπη συνιστά τον πυρήνα του προαιωνίου Είναι· εν αυτή τη Αγάπη ευρίσκουν την υψηλοτέραν αυτών έκφρασιν πάντα τα λοιπά κατηγορήματα της Θεότητος: Σοφία, Βασιλεία, Δύναμις, Φως. Εν αυτή συνίσταται το κάλλος της ανάρχου και ασαλεύτου Βασιλείας.
Όταν η Αγάπη του Χριστού εύρη καρδίαν ετοίμην να αποδεχθή την φλόγα αυτής, σκηνοί εν αυτή. Η εξαίρετος όμως αύτη ευλογία δεν δίδει ανάπαυσιν εις τον διάκονον αυτής εν τω κόσμω τούτω, έως ότου επιτελέση ούτος το έργον αυτού.
Επώδυνος είναι η οδός η άγουσα εις την απόκτησιν της αγίας Αγάπης. Δεν είναι άραγε αυτός ο λόγος ένεκα του οποίου πολλοί εκπίπτουν του Χριστιανισμού …, αποκλίνουν από της σταυρικής οδού της αγάπης ταύτης προς άλλας οδούς;
Εις προνομιακάς στιγμάς είναι δυνατόν να εγγίση την γηίνην καρδίαν το άκτιστον Φως της αγάπης του Χριστού. Εν αυτή ευρίσκεται η Θεία αιωνιότης, }230} εν αυτή και ο μόνος και έσχατος σκοπός της ασκήσεως ημών.
Ο βαθύς θρήνος της συνόλου ημών υπάρξεως, όστις γεννάται εκ της καιομένης εν ημίν αγάπης κατά την ώραν της υπέρ του κόσμου προσευχής, δύναται να φθάση εις έντασιν υπερβαίνουσαν την αντοχήν ημών. Τότε το πνεύμα ημών εξέρχεται προς την Θείαν αιωνιότητα και η προσευχή παύει.
Όταν ο άνθρωπος ακολουθή τον Χριστόν δι’ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως αυτού, το πνεύμα αυτού αισθάνεται τον ορατόν τούτον κόσμον ως στενόν κελλίον φυλακής. Πάσα αγαθή κίνησις του πνεύματος αυτού προσκρούει εις την αγρίαν αντίστασιν των δυνάμεων του σκότους.
«Ο Θεός ημών αγάπη εστίν … Ούτος Πυρ εστι καταναλίσκον». Ουδόλως είναι εύκολον να πλησιάση τις το Πυρ τούτο. Ουδόλως είναι ακίνδυνον να επεκταθή τις }231} ομιλών περί του αγίου τούτου Πυρός. Ο φόβος συνθλίβει την ψυχήν, μη τυχόν αποδειχθή αναξία τούτου, κατά την εντεύθεν έξοδον αυτής. }232}

ΙΒ’ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ


Ως θεμέλιον της χριστιανικής ζωής κείται το γεγονός της Σαρκώσεως του Θεού. Εν τη σαρκί ημών, τη υπ’ Αυτού κτισθείση, εφανέρωσεν Ούτος εις ημάς την άναρχον τελειότητα Αυτού. }235}
Προ της Άνωθεν όμως ελλάμψεως, παραμένοντες εν τω σκότει της αγνοίας, διερχόμεθα μετά καταθλιπτικής απορίας την οδυνηράν οδόν της αυξήσεως ημών εν τω Είναι: Δια ποίον λόγον ήτο αναγκαία η πολύπλοκος αύτη διαδικασία δια την «εκ του μηδενός» δημιουργίαν των υιών του Θεού, τουτέστιν η γέννησις του πνεύματος ημών εν σώματι αποτελουμένω εκ των στοιχείων της γης; Πώς είναι δυνατόν να συζευχθή το πνεύμα, το ομοίωμα τούτο του Απολύτου, μετά της γης; Το πνεύμα ημών συσφίγγεται ως εν μαγγάνω: Είναι αθάνατον κατά την φύσιν αυτού, το δε σώμα ημών υπόκειται εις την αποσύνθεσιν και τον θάνατον. Ως εκ τούτου άρχεται έντονος πάλη: Το πνεύμα ορμά προς τον Θεόν, θέλει να ίδη και το σώμα αυτού άφθαρτον και ικανόν να ακολουθήση αυτό εις την ανάβασιν. Το σώμα όμως έλκειται προς τα κάτω, προς την γην «εξ ής ελήφθη», και μεταδίδει εις το πνεύμα την θνητότητα αυτού. }236}
… δυσωπούμεν Αυτόν (τον Θεόν) να θεραπεύση ημάς εκ του πλήξαντος ημάς θανάτου. Είμαθα έτοιμοι να διαρρήξωμεν τον στενόν κλοιόν της ατομικής ημών θελήσεως και να παραδοθώμεν εν πάσιν εις το άγιον και τέλειον Αυτού θέλημα. Ω, πόσον επώδυνος είναι η άσκησις αύτη, ιδιαιτέρως εν τη αρχή, αλλά εν αυτή δίδεται εις ημάς η δυνατότης να ενταχθώμεν εις το ρεύμα της αιωνιότητος Αυτού! Ελπίζοντες επί τον Θεόν κατά τας ώρας του κινδύνου, έχοντες το πνεύμα προσηλωμένον προς Αυτόν, θα δυνηθώμεν και ημείς να αισθανθώμεν εν ημίν την επαφήν της αθανάτου Αυτού πνοής. Το μέγα τούτο δώρον έρχεται δια της ταπεινής, αλλά πυρίνης μετανοίας. Παράδοξον θαύμα: Όσον εναργέστερον βλέπω τον Θεόν, τοσούτον φλογερωτέρα γίνεται η μετάνοιά μου, διότι τότε συνειδητοποιώ σαφέστερον την αναξιότητά μου, διότι τότε συνειδητοποιώ σαφέστερον την αναξιότητά μου ενώπιον Αυτού. Και το θαύμα τούτο επαναλαμβάνεται απαραλλάκτως ανά τους αιώνας. }239}
… ό,τι πρότερον έζη (ο απόστολος Παύλος) ως φως και δικαιοσύνην Θεού, παρουσιάσθη εις την πνευματικήν αυτού όρασιν ως σκοτία και έχθρα εναντίον του Θεού. Και μετ’ οξέος πόνου ωμολόγησεν εαυτόν αμαρτωλόν πλείον πάντων:  }240}
Η θέα της ατελευτήτου αγιότητος του ταπεινού Θεού αφ’ ενός, και η συναίσθησις του εν ημίν ζώντος εωσφορικού σκότους αφ’ ετέρου, οδηγούν τον άνθρωπον εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε όλη η ύπαρξις αυτού συνθλίβεται εκ της ακράτου οδυνηράς ορμής προς τον Άγιον Θεόν. Εν ταυτώ κατέχεται υπό ισχυράς προς εαυτόν αποστροφής, και βαθύς κλαυθμός κυριεύει της ψυχής. Ο πόνος ούτος είναι πνευματικός, μεταφυσικός, αφόρητος. Ο πόθος προς συγχώρησιν-συμφιλίωσιν μετά του Θεού ομοιάζει προς θανατηφόρον δίψαν. Τούτο δυσκόλως ερμηνεύεται εις τους μη έχοντας πείραν. Ο κλαυθμός ούτος κατά την φύσιν αυτού είναι φαινόμενον εντελώς διάφορον του ψυχικού κλαυθμού, όστις συνδέεται μετά συμφορών εν τοις ορίοις της επιγείου ζωής.
… ο γήινος }241} ούτος κόσμος περιέρχεται εις λήθην· και αυτό τούτο το σώμα παύει πλέον να είναι αισθητόν. Οι Πατέρες ημών ωνόμασαν την κατάστασιν ταύτην «άδην μετανοίας». Δι’ αυτής γινόμεθα όμοιοι προς τον Χριστόν, τον κατελθόντα εις τον Αυτού «άδην της Αγάπης». Όσον βαρεία και εάν φαίνηται αύτη «βάσανος του Αδάμ», όσον μεγάλα και εάν είναι τα παθήματα, συνοδεύονται εν τούτοις υπό της χαράς της κλήσεως του Θεού και του Φωτός της νέας ζωής.
Οι Πατέρες ημών, δια της δωρεάς της χάριτος εν τη αιωνοβίω πείρα ήτις επαναλαμβάνεται από γενεάς εις γενεάν, βεβαιούν κατηγορηματικώς ότι δεν υπάρχει άλλη οδός προς τον Πατέρα των φώτων. Η χάρις της τοιαύτης μετανοίας εδόθη εις τον κόσμον δια της εν Γεθσημανή προσευχής, δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού επί του Γολγοθά και δια της Αναστάσεως Αυτού.
Δεν είναι ακίνδυνον να ομιλή τις ανεπιφυλάκτως περί του θέματος τούτου μεταξύ των απίστων, επειδή δεν είναι ούτοι ικανοί να συλλάβουν την ουσίαν αυτού, ως ώφειλον. Οι «ψυχικοί» άνθρωποι αναποφεύκτως θα εκλάβουν τον λόγον τούτον κατά τρόπον εσφαλμένον, ανταποκρινόμενον εις την κατάστασιν αυτών (ΜΟΡΦΗ ΖΩΗΣ). }242}
Κατά τους χρόνους της ωρίμου νεότητος συνέβαινε ενίοτε, εν καταστάσει εντόνου στοχασμού περί των μυστηρίων του Είναι, να αισθάνωμαι-να βλέπω την διανοητικήν μου ενέργειαν ομοίαν προς φως. Ο κόσμος των νοερών διαλογισμών είναι φωτεινός κατά ιδιάζοντα τρόπον. Αλλά και ο νους ημών είναι ωσαύτως «εικών του Νοός του Πρώτου», όστις είναι Φως. Όταν η διάνοια συγκεντρωθή επί των μεταφυσικών προβλημάτων, είναι δυνατόν να απολέση την αντίληψιν του χρόνου και του υλικού χώρου, να εξέλθη, τρόπον τινα, των ορίων αυτών. Εν τοιαύτη ακριβώς καταστάσει είδον τον νουν μου ως φως. Αυτού του είδους η κατάστασις είναι φυσικώς προσιτή εις τον άνθρωπον. (ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ-ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ) }243}
Έτυχε να βιώσω είδη τινά φωτός και φώτων: το «φως» της καλλιτεχνικής εμπνεύσεως, όπερ προκαλείται υπό της ωραιότητος του ορατού κόσμου· το «φως» του φιλοσοφικού στοχασμού, όπερ ανάγεται εις μυστικήν θεωρίαν· ας προσθέσωμεν εις αυτά και το «φως» της επιστημονικής γνώσεως, όπερ έχει πάντοτε και αναποφεύκτως σχετικήν αξίαν. Επειράσθην ωσαύτως υπό φωτοειδών εμφανίσεων προερχομένων εκ των εναντίων πνευμάτων. Αλλ’ ότε εις ώριμον ήδη ηλικίαν επέστρεψα εις τον Χριστόν ως τον τέλειον Θεόν, περιέλαμψεν εμέ το άναρχον Φως. Το θαυμαστόν τούτο Φως, έστω και εν τω μέτρω εν τω οποίω εδόθη εις εμέ να γνωρίσω δια της Άνωθεν ευδοκίας, επεσκίασε πάντα τα άλλα, ως ο ανατέλλων ήλιος δεν επιτρέπει να ίδωμεν εισέτι και τους πλέον λαμπρούς αστέρας.
Η Εκκλησία είναι τεθεμελιωμένη επί την πέτραν της ομολογίας της Θεότητος του Ιησού Χριστού. }244}
Το γεγονός της Ενανθρωπήσεως του Θεού κατέχει κεντρικήν θέσιν εν όλη τη ιστορία του γένους ημών και εν πάση τη κτίσει. Το γεγονός τούτο ανατρέπει πάσαν ανθρωπίνην απόπειραν γνώσεως της Ανάρχου Αρχής τη βοηθεία δυνάμεων προερχομένων εκ των κάτω, όσον και εάν αύται φαίνωνται ενίοτε ότι φέρουν πνοήν μεγαλοφυίας. Νυν εδιδάχθημεν ότι δεν πρέπει να αποδίδωμεν εις τον Θεόν τα αποκυήματα της γηίνης διανοίας ημών και της νοσηράς φαντασίας. Πάσαι αι ιδέαι ημών, πάσα αναγνώρισις ή απόρριψις ημών, ουδόλως δύνανται να αλλοιώσουν τον Θεόν εν τω ανάρχω Αυτού Είναι. Όταν αγωνιζώμεθα να γνωρίσωμεν την αλήθειαν, οφείλομεν να απαντήσωμεν εις το ερώτημα: Είμεθα άρα γε διατεθειμμένοι να δεχθώμεν ως αλήθειαν Εκείνο ή Εκείνον, Όστις ή Ό,τι αποτελεί όντως το Πρωταρχικόν Είναι, την Αρχήν παντός υπαρκτού, ανεξαρτήτως εάν τούτο συμπίπτη ή ουχί μετά των ιδεών ημών, ή αποκλείομεν εκ των προτέρων παν ό,τι δεν ανταποκρίνεται εις την περί «Αληθείας» αντίληψιν ή εις τας επιθυμίας ημών; }245}
Τα προστάγματα Αυτού προς ημάς είναι τελείως ανέφικτα·
Επίστευσα εις Αυτόν ολοτελώς. Και τούτο ουχί διότι Εκείνος προσηρμόσθη εις τον ιδικόν μου τρόπον σκέψεως, ή διότι αι εντολαί Αυτού εφάνησαν εις εμέ εύκολοι· ή διότι εδέχθην επιπολαίως να εξομοιωθώ προς Αυτόν εν τοις παθήμασιν. Ουχί. … Εις το πλέον ενδόμυχον βάθος της καρδίας μου ηγέρθη μυστηριώδες τι, οικείον εν τούτοις εμοί εκ της τρυφεράς παιδικής μου ηλικίας. Η διαδικασία αύτη ήτο ιδιόμορφος: Άλλοτε ελάμβανε μορφήν βραδείας και οδυνηράς πορείας, άλλοτε δε δι’ αιφνιδίων αναλαμπών εχώριζεν εμέ από παντός, ό,τι δεν ήτο Εκείνος. Υποθέτω ότι τούτο δεν ήτο άλλο τι, ει μη η Αυτό-αποκάλυψις του Θεού εντός του πνεύματός μου.
«Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ο Πατήρ ο }246} πέμψας Με ελκύση αυτόν …» … Όπως και εάν είχε το πράγμα, ότε αδιστάκτως επίστευσα εις την Θεότητα του Χριστού, περιέλαμψεν εμέ Φως ουχί εκ του κόσμου τούτου. … Πρώτον επίστευσα δια ζώσης πίστεως και κατόπιν απεκαλύφθη εις εμέ το Φως. … τολμώ να είπω ότι η όρασις τυ ακτίστου Φωτός συνδέεται αρρήκτως μετά της πίστεως εις την Θεότητα του Χριστού. Ουχί δε μόνον συνδέεται, αλλά και κατά παράδοξον τρόπον εξαρτάται το έν εκ του άλλου. … Το Φως τούτο μαρτυρεί περί της Θεότητος του Χριστού, διότι είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν τον Θεόν εν τω Φωτί εκείνω περί του οποίου γίνεται λόγος. Αι ενέργειαι αυτού είναι απερίγραπτοι· }247} εν αυτώ η αιωνιότης, εν αυτώ και η ανεκλάλητος μακαριότης της αγάπης. Εν αυτώ το πνεύμα ημών βλέπει απεράντους ορίζοντας. Και ουχί αιφνιδίως, αλλά βαθμηδόν, το πνεύμα ανακαλύπτει συνεχώς και νέα βάθη εν εκείνω τω φωτοφόρω ρήγματι του Ουρανού, «ου εστίν ο Θεός».
Κατ’ ουσίαν ο Θεός παραμένει πάντοτε ο αυτός εν πάση φανερώσει Αυτού εις τον άνθρωπον, ημείς όμως δεν δεχόμεθα Αυτόν κατά τον οφειλόμενον τρόπον. Δεν δυνάμεθα να προσλάβωμεν Αυτόν εις το απόλυτον πλήρωμα Αυτού εντός των ορίων της γης, εν τούτοις όμως «βλέπομεν» Αυτόν, έστω και «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι». Και το «έσοπτρον» τούτο δεν είναι πάντοτε εις τον αυτόν βαθμόν «αινιγματώδες». Εξαρτάται εκ του μέτρου της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, …
Η αποδοχή της αληθείας συντελείται μόνον εν ελευθερία. Ουδείς και ουδέν δύναται να επιβάλη αυτήν εις τον άνθρωπον-πρόσωπον. Να άρη δε τις ταύτην δια της βίας είναι αδύνατον. }248}
Η ένωσις μετ’ Αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας. Ο Ευαγγελικός λόγος δια της εν αυτώ παραμονής γίνεται διαφανής ως κρύσταλλος και αφομοιούται υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να κατέχωμεν αυτόν, ως κατέχομεν την μητρικήν ημών γλώσσαν.
Όταν ο Ευαγγελικός λόγος ουδόλως εφαρμόζηται εν τη πράξει της ζωής ημών, τότε παραμένει κατά την αιωνίαν αυτού φύσιν ακατανόητος υπό του ανθρώπου και αποβαίνει αδιαφανές τι προπέτασμα ανά μέσον του Θεού και ημών.
Δεν επιτυγχάνομεν το πλήρωμα της τελειότητος του Χριστού· ως εκ τούτου όλαι αι κρίσεις ημών περί Αυτού παραμένουν ατελείς. }249}
… ο Δημιουργός του κόσμου … συγκατέβη μέχρις ημών και υπέδειξεν εις ημάς τας οδούς προς απόκτησιν της αιωνιότητος Αυτού· εφανέρωσε εις ημάς το μυστήριον του θανάτου, τουτέστι της αμαρτίας· απεκάλυψεν εις ημάς το νόημα του είναι, την αγάπην.
Εάν δια του όρου «άσκησις» εννοώμεν τον εκούσιον αγώνα προς υπερνίκησιν εκείνων ή των άλλων εμπαθών τάσεων ημών, τότε εν τη αυθεντικώς χαρισματική ζωή άσκησις δεν υπάρχει. Η έλευσις εν ημίν της Θείας δυνάμεως έχει ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν πάσαι αι εκδηλώσεις της ζωής ημών θετικόν χαρακτήρα, ελεύθερον εσωτερικών αντιφάσεων.
«όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τοσούτον μεγαλυτέρα η οδύνη της ψυχής» (άγιος Σιλουανός) }250}
Πάσαι αι εμφανίσεις (του ακτίστου Φωτός) συγκλίνουν εις έν: εις την Αποκάλυψιν της Θεότητος του Ιησού Χριστού. }251}
Η πτώσις του ανθρώπου ήτο βαρεία, ουχί όμως και απόλυτος. Ένεκα τούτου υπάρχει δυνατότης μετανοίας και σωτηρίας. … δεν υπάρχει άνθρωπος εντελώς ξένος του Φωτός.
Είναι γνωστόν ότι όστις ομιλεί πρεπόντως περί Θεού λαμβάνει χάριν, εκείνος όμως όστις κηρύττει ψευδή κρημνίζεται εις την άβυσσον του σκότους. }252}
Ο Θεός ημών είναι ο Βασιλεύς της ταπεινής αγάπης.
Η μακραίωνη πείρα του Χριστιανισμού έδειξεν ότι, ευθύς ως ο άνθρωπος αισθανθή μετ’ οδυνηράς πικρίας απέχθειαν δια την εωσφορικήν αυτού αξίωσιν να υπερέχη των άλλων και αποστραφή το σκοτεινόν τούτο πνεύμα, η καρδία αυτού εισάγεται εις σφαίραν ελευθερίας, αγνώστου έως τότε, και το Θείον Φως φέρει αυτόν εις μακαρίαν εξάντλησιν εκ της θεωρίας της Θείας αγαθότητος. }253}
Ο άνθρωπος ως εικών του Απολύτου έλκεται κατά φυσικόν τρόπον προς την Αρχήν πασών των αρχών, το Πρωταρχικόν Όν. Εν τούτοις η πορεία αύτη άρχεται δια της καθόδου ημών εις τα κατώτατα βάθη. … Αύτη ακριβώς είναι η οδός ημών μετά την πτώσιν, και δεν υπάρχει άλλη. Δια της αυτομεμψίας καταβαίνομεν εις ζοφώδη χάσματα, διότι, αφ’ ής στιγμής εν Χριστώ και δι’ Αυτού αποκαλύπτεται εις ημάς η εικών του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει προαιωνίως εν τω δημιουργικώ νοΐ του Θεού, κατανοούμεν την άβυσσον του σκοτασμού ημών. Ως η αστραπή φωτίζει την νύκτα, όταν δε αύτη σβεσθή, το σκότος γίνεται πλέον αδιαπέραστον, κατά τον ίδιον τρόπον η εμφάνισις του Φωτός της Θεότητος επιτρέπει να ίδωμεν το εν ημίν σκότος όμοιον προς συμπεπυκνωμένην μάζαν απεχθούς ακαθαρσίας. }254}
Ούτω γεννάται εν ημίν η μετάνοια. Εν αρχή συνοδεύεται αύτη υπό βαθείας λύπης. Ύστερον δε μεταβαλλομένη κατά την έντασιν και την μορφήν αυτής, δεν εγκαταλείπει πλέον ημάς. Επί της γης η μετάνοια δεν γνωρίζει τέλος. Το τέλος αυτής θα εσήμαινε την τελείωσιν της θεώσεως ημών δια της πλήρους ομοιώσεως προς τον Αναληφθέντα Χριστόν.
Κατά καιρούς η ορμή της μετανοίας καταβροχθίζει το παν. Εν τω νοί και τη καρδία ουδέν άλλο υπάρχει, ει μη η πάσχουσα συνείδησις: «Είμαι αιχμάλωτος του πονηρού σκότους». Και ιδού, απροσδοκήτως το Φως του ακτίστου Ηλίου … εισδύει εις την σκοτεινήν φυλακήν της ψυχής. Τούτο εναγκαλίζεται εν αγάπη τον νουν και την καρδίαν ημών. }255}
Ότε κατά την Άνωθεν δωρεάν ηξιώθην να ίδω το άκτιστον Φως της Θεότητος, τότε εις τον κυανούν ουρανόν του «κυανού πλανήτου» ημών μετά χαράς ανεγνώρισα το σύμβολον της ακτινοβολίας της υπερκοσμίου δόξης. Η λάμψις αύτη πληροί τα πάντα, όλας τας αβύσσους του σύμπαντος (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), παραμένουσα αναλλοιώτως ασύλληπτος και απρόσιτος εις τα κτίσματα. Το κυανούν είναι το χρώμα του επέκεινα, της υπερβατικότητος. Πολλοί επί της γης εδέχθησαν την μακαριότητα της θέας του θαυμαστού τούτου Φωτός. }256}
Η φύσις του Φωτός τούτου είναι μυστηριώδης. Ακατάληπτον, αόρατον, ενίοτε γίνεται ορατόν και δι’ αυτών εισέτι των σωματικών οφθαλμών. Ιλαρόν και τρυφερόν, … Καίτοι είναι πράον, εν τούτοις είναι ισχυρότερον παντός ό,τι περιβάλλει ημάς. Περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατά παράδοξον τρόπον εκ των έξω· βλέπομεν τούτο, αλλ’ η προσοχή στρέφεται εις τα ενδότερα του έσω ανθρώπου, εις την καρδίαν την φλεγομένην υπό της αγάπης, αγάπης άλλοτε ευσπλάγχνου και άλλοτε ευγνώμονος. Δύναται να συμβή ώστε να μη αισθάνεται τις την υλικότητα, ούτε την εαυτού ούτε την του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), και βλέπει εαυτόν ως φως.
Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. }257} … Ο άνθρωπος γίνεται τρόπον τινά «ουδείς»: Δεν ίσταται επί της οδού των αδελφών αυτού· ουδεμίαν θέσιν επιδιώκει δι’ εαυτόν εν τω κόσμω τούτω. Το Φως τούτο είναι καθ’ εαυτό η ακήρατος ζωή, πεπληρωμένη υπό της ειρήνης της αγάπης. Δίδει εις το πνεύμα ημών την γνώσιν ενός άλλου, απεριγράπτου Είναι· ο νους σιγά καθιστάμενος υπεράνω της διανοήσεως εξ αιτίας αυτού τούτου του γεγονότος της εισόδου αυτού εις νέαν μορφήν ζωής. Το Φως;τούτο είναι ελαφρόν, λεπτότερον παντός ό,τι γνωρίζει η γη, απεργάζεται δε την ψυχήν άτρωτον και απρόσβλητον από παντός ό,τι συνέθλιβεν αυτήν πρότερον. Ο θάνατος τρέπεται εις φυγήν ενώπιον Αυτού»
Σωστική δύναμις περικλείεται εντός της ανενδοιάστου πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν. }258}
Το Φως τούτο, φυσικόν ιδίωμα του «Πατρός των φώτων» αναγεννά και εισέτι ανα-δημιουργεί ημάς. }259}
Όταν περιβάλλη ημάς το ανονόμαστον και απαραβίαστον κατά την φύσιν αυτού Φως και εισδύη εις την ψυχήν ημών, τότε και ημείς γινόμεθα τρόπον τινάξ άχρονοι. … Η αγάπη συνενοί ημάς εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. }260}
Κατά παράδοξον τρόπον «η διήγησις», η μαρτυρία περί του Φωτός της Θείας αγάπης, διεγείρει εν ταις καρδίαις }261} πλείστων ανθρώπων την αντιπάθειαν. }262}
Η προσευχή αύτη συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό «εκ της γεύσεως», ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό.
Το Φως όπερ εμφανίζεται εις τον άνθρωπον δια της εις Χριστόν πίστεως, μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού του Χριστού. … Δια της εμπειρίας ταύτης γνωρίζομεν το ομοούσιον των Τριών. Προσευχόμενοι εις αυτόν τον Θεόν, βιούμεν το έν είναι των Τριών. Εν αυτή ταύτη τη ενότητι ζώμεν όμως και }263} τας διακρίσεις: Άλλον χαρακτήρα φέρει η αναφορά μου προς τον Πατέρα, άλλως προσεύχομαι εις το Πνεύμα το Άγιον και κατά διάφορον τρόπον απευθύνομαι εις τον Χριστόν. Μεθ’ ενός εκάστου συνδέεται ιδιαίτερον τι πνευματικόν αίσθημα, ουδαμώς θραύον την Ενότητα του Είναι. Η σχέσις ημών προς εκάστην υπόστασιν της Αγίας Τριάδος διαφέρει κατά τινας αποχρώσεις.
Ενίοτε το Θείον Φως οράται δια τοιούτου τρόπου ώστε ο άνθρωπος ουδόλως πλέον αντιλαμβάνεται τι των αισθητών.
Συχνότερον συμβαίνει να διατηρήται η φυσική όρασις της υλικής πραγματικότητος· εν παρομοία καταστάσει ο άνθρωπος δύναται να έχη ανοικτούς τους οφθαλμούς και να βλέπη συγχρόνως δύο φώτα: το φυσικόν και το Θείον. Το τοιούτον φαινόμενον έχουν υπ’ όψιν οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί της οράσεως του ακτίστου Φωτός δια των φυσικώ οφθαλμών. Όντως ορώνται δύο φώτα, αλλ’ ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Το άκτιστον }264} Φως, κατά την φύσιν αυτού είναι διάφορον και η θεωρία αυτού δεν είναι ομοία προς την φυσικήν όρασιν. Κατ’αυτήν το φως προκαλεί τον γνωστόν ερεθισμόν του οπτικού νεύρου και ακολουθεί ύστερον η ψυχοσωματική διαδικασία της οράσεως, ήτις δεν προξενεί εν ημίν πνευματικήν αντίδρασιν. Άλλως συμβαίνει μετά του Θείου Φωτός. Η έλευσις αυτού συνδέεται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας καταστάσεως χάριτος, αισθητής εις την καρδίαν, τον νουν, έτι και εις το σώμα. Αόρατον κατά την φύσιν αυτού γίνεται ανερμηνεύτως ορατόν.
… εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της θεωρίας ουδεμία διαδικασία σκέψεως γίνεται αντιληπτή, τουτέστιν ουδεμία εμφάνισις εννοιών ή παραστάσεων εν τω νοί … όμως μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως·(265}
Όταν το Φως τούτο έρχηται εν δυνάμει τότε ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Ποιητής παντός υπαρκτού. … Ο άνθρωπος γίνεται όμοιος προς τον Θεόν. Η ομοίωσις είναι κατά το περιεχόμενον και ουχί κατά το Άναρχον του Αυτο-Είναι. }266}
… ως το πλήρωμα της Θείας ζωής μετεδόθη εις τον Άνθρωπον-Χριστόν, ούτω το αυτό πλήρωμα μεταδίδεται και εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ. … «Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκας Μοι δέδωκα αυτοίς ίνα ωσιν έν καθώς Ημείς έν εσμέν» }267}
Πολλάκις ανέφερον ότι παρόμοιαι διάνοιαι εν καταστάσει εντόνου αυτοσυγκεντρώσεως αισθάνονται εαυτάς ως φως· ασαφές μεν, αλλά φως. Και εάν η διάνοια εκλάβη εαυτήν ως την υψίστην εκδήλωσιν του ανθρώπου και παραδοθή εις αφηρημένας αναβάσεις προς το Απόλυτον Είναι, άνευ της καρδιακής αγάπης, τότε είς τινας περιπτώσεις δύναται να φθάση μέχρι εωσφορισμού· εωσφορισμού συνοδευομένου υπό του ανθρωποκτόνου αυτού ψυχρού φωτός και της αμειλίκτου καταφρονήσεως των παθημάτων εκατομμυρίων ανθρώπων. }268}
Ο νους ημών εκτίσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Νοός του Πρώτου, του Θεού. Το φως είναι ίδιον του νοός ημών, διότι εδημιουργήθη κατ’ εικόνα Εκείνου, Όστις είναι το άναρχον Φως. … ο άνθρωπος διατρέχει  τον κίνδυνον να εκλάβη το φυσικόν τούτο φως του κτιστού νοός ως Άκτιστον, Θείον. Εν καταστάσει τοιούτων αποκλίσεων ο ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, απομακρύνουν όμως αυτόν εκ της αυθεντικώς υπαρχούσης αιωνιότητος.
Είναι δυνατόν ο χριστιανός διαμένων υπαρκτικώς εν τη σφαίρα του Ακτίστου Φωτός, να μη κατανοή εισέτι τί είναι το Φως τούτο. … Η γνώσις του Θεού, η οντολογική γνώσις, συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ελεύσεως του Θεού εντός του ανθρώπου. }269}
Είναι απαραίτητος η επιβεβαίωσις άλλου προσώπου της αυτής πίστεως, το οποίον όμως ηξιώθη προ ημών της Θείας επισκέψεως.
Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι ως τινες νομίζουν. }270}
Η εντολή καλεί ημάς "να αγαπήσωμεν". Επομένως η αγάπη δεν είναι ήδη δεδομένη εις ημάς. Οφείλομεν να αποκτήσωμεν αυτήν δια του αγώνος του προσωπικού ημών αυτοπροσδιορισμού. Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου. Ο νους-λογικόν είναι μία εκ των ενεργειών της ανθρωπίνης προσωπικότητος. … Η φλόξ της αγάπης ταύτης ελκύει ολοτελώς τον νουν }272} εις την καρδίαν· και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης, ενούται μετά της καρδίας εις έν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος "ενοποιείται": θεραπεύεται.
Δεν υπάρχει αγών πλέον δυσχερής, πλέον επώδυνος, της πάλης δια τον θρίαμβον της αγάπης του Χριστού. Άρχεται αύτη εν ημίν αυτοίς, ύστερον δε εκχέεται προς όλον τον κόσμον. Όντως, η αγάπη αύτη δεν είναι εκ της γής, αλλά εκ του Ουρανού. Η πνευματική ανάβασις εις την Βασιλείαν της Ακτίστου Αγάπης του Θεού απαιτεί λίαν παρατεταμένον ασκητικόν αγώνα. "Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν"». }273}


Εν τη αρχή της περιόδου ταύτης το Φως ενεφανίζετο μάλλον ως Πυρ καταφλέγον, και επί της επιφανείας του σώματός μου και εντός της ψυχής μου, ό,τι ησθανόμην κατά την καύσιν ταύτην ως αλλότριον του Θεού. }274}
Ιλαρόν, πλήρες ειρήνης και αγάπης το Φως παρέμεινε μετ’ εμού επί τρεις ημέρας. Διέλυσε τον γνόφον της ανυπαρξίας, όστις ίστατο ενώπιόν μου. Ανέστην, και εντός μου μετ’ εμού ανέστη ο κόσμος όλος.
… το γεγονός παραμένει γεγονός: Ο Θεός Πατήρ ηυδόκισεν εν εμοί, ως εν γένει είναι ίδιον Αυτού να ευδοκή εν πάσι τοις συντετριμμένοις τη καρδία.
Νυν γνωρίζω ότι άνευ τοιαύτης πίστεως αι βιωθείσαι υπ’ εμού καταστάσεις θα απεκλείοντο. Η πίστις είναι δυνατόν να υπάρχη και εν ατελεί εισέτι εμπειρία. Αυξάνει εν συνεχεία δια των εκχύσεων της χάριτος επί τον άνθρωπον. Μαρτυρώ ότι όταν όλον το είναι του ανθρώπου εν εντόνω αποστροφή προς εαυτό, ως όντως είναι, βυθίζηται εις προσευχήν προς τον Χριστόν … τότε η αίσθησις της Θείας αιωνιότητος καθίσταται τοσούτον εναργής, ώστε ουδεμία λογική ή ψυχανάλυσις δύναται να κλονίση το οφθαλμοφανές. … η πρώτη (λογική) δεν επιτρέπει να πιστεύσωμεν ότι είς ιστορικός άνθρωπος, τον οποίον είναι δυνατόν να ίδωμεν, να ψηλαφήσωμεν, να φονεύσωμεν, κρεμώντες επί σταυρού ως ληστήν, είναι ο Δημιουργός σύμπαντος του απείρου κόσμου. Η δε δευτέρα (ψυχανάλυσις) πειράται να πείση ημάς ψυχολογικώς ότι είναι αναγκαίον να μη εμπιστευώμεθα εις τας εμπειρίας ημών. }276}
… ο Χριστός είναι το ύψιστον, το άναρχον γεγονός του Είναι. }277}
Άγιος Σιλουανός: «Λέγουν τινές ότι τούτο ήτο τω καιρώ εκείνω, νυν δε πάντα ταύτα απηρχαιώθησαν. Όμως παρά τω Κυρίω ουδέν μειούται, ούτε μεταβάλλεται ποτέ, και μόνον ημείς αλλοιούμεθα, γινόμεθα κακοί και ούτω στερούμεθα της χάριτος. Εις τους εκζητούντας όμως αυτήν, ο Κύριος δίδει το παν, ουχί διότι είμεθα άξιοι, αλλά }278} διότι ο Κύριος είναι ελεήμων και αγαπά ημάς».
… Από της στιγμής της ελλάμψεως των Αποστόλων υπό του Φωτός τούτου επί το Θαβώρ, το Φως εισήλθεν εις την ιστορίαν του κόσμου και εγένετο «αναφαίρετος κληρονομία» δια τας επερχομένας γενεάς }279} των πιστευόντων εις τον Χριστόν-Θεόν.
Δια της ελεύσεως του Φωτός τούτου το πνεύμα του ανθρώπου εισάγεται εις την σφαίραν όπου δεν υπάρχει θάνατος.
… το Θείον Φως αποκαλύπτον ημίν νέαν μορφήν πνευματικού είναι, αποκρύπτει από των οφθαλμών ημών την θέαν του υλικού κόσμου. … Όταν τούτο εκχέηται αφθόνως επί τον άνθρωπον, παύει ούτος να αντιλαμβάνηται την υλικότητα του περιβάλλοντος αυτόν χώρου, έτι δε και την του σώματος αυτού. Επί πλέον βλέπει εαυτόν ως φως. }280}
Μετά την αποχώρησιν του Φωτός, ήτις συντελείται τοσούτον ησύχως, ως και η έλευσις αυτού, η ψυχή επανέρχεται βραδέως εις την συνήθη αίσθησιν της υλικής πραγματικότητος.
Η διαμονή μετά του Κυρίου φονεύει τα πάθη. Τότε δεν ελκύει ημάς ούτε η δόξα, ούτε ο πλούτος, ούτε η εξουσία, ούτε ο,τιδήποτε γήινον, αναποφεύκτως εμπαθές και πάντοτε φέρον την σφραγίδα του τραγικού και του εφήμερου.
Επανειλημμέναι επισκέψεις της χάριτος εις την ψυχήν οδηγούν εις την παρατήρησιν ομοιότητος τινος μεταξύ της καταστάσεως της θεωρίας και της εντυπώσεως, ήτις προκαλείται εκ του Ευαγγελικού λόγου. Την τελευταίαν ταύτην αποδεχόμεθα ωσαύτως ως Φως, ως ζωοποιόν δύναμιν, ως νέαν πράξιν δημιουργίας, ουχί πλέον υπό μορφήν της προσταγής «γενηθήτω», αλλά ως κλήσιν προς το λογικόν δημιούργημα. Ο Ουράνιος Πατήρ καλεί τα τέκνα Αυτού άνευ βίας προς θαυμαστήν }281} ανάβασιν προς την βασιλείαν της Πατρικής αγάπης, ένθα ούτε θάνατος, ούτε αρχή, ούτε τέλος υπάρχει. Το πνεύμα ημών κατανοεί ότι αληθώς ο λόγος του Χριστού εκπορεύεται «από του Πατρός των φώτων» … Ο λόγος του Χριστού περιέχει Θείαν ζωήν, και όστις ανοίγει εις αυτόν έως τέλους την εαυτού καρδίαν γίνεται θεοειδής. }282}
Εάν ο κόσμος ηγάπα τον Χριστόν και τας εντολάς Αυτού, τότε το παν θα μετεμορφούτο ριζηδόν και η γη θα μετεβάλλετο εις θαυμαστόν παράδεισον. }283}
Οι Ευαγγελικοί λόγοι προήλθον εξ Αυτού του Αγίου των αγίων, και φέρουν τον απόλυτον χαρακτήρα της Θείας παγγνωσίας.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έβλεπον το εσπερινόν φως του ηλίου, και εν ταυτώ έν άλλο Φως, όπερ τρυφερώς περιέβαλλεν εμέ και ειρηνικώς εισεχώρει εις την καρδίαν μου κατά παράδοξον τρόπον, δίδον εις εμέ να αισθάνωμαι ευσπλαχνίαν και αγάπην προς τους ανθρώπους, οίτινες εφέροντο προς εμέ μετά τραχύτητος. Ησθανόμην ωσαύτως ανώδυνόν τινα συμπάθειαν προς πάσαν την κτίσιν εν γένει. }284}
Ούτως εγνώρισα επανειλημμένως, δια πικράς πείρας, ότι η καθαρά προσευχή διδεται τότε μόνον, όταν το πνεύμα ημών βυθίζηται ολοτελώς εν τω Θεώ, άνευ στροφής προς εαυτό. Παράδοξον! Συνομιλών μετά του π. Ιουβεναλίου δεν παρετήρησα κίνησιν κενοδοξίας εντός μου … Και όμως! }285}
Παλαιότερον ο ήλιος εφαίνετο εις εμέ ως άυλος, αλλά μετά την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός της Θεότητος και αυτός –το φυσικόν φως- εγένετο δι’ εμέ τραχύς και κατά καιρούς επιθετικός. }286}
… αναλογία κτιστού και ακτίστου φωτός … Τούτο παραμένει ωσαύτως αόρατον, εάν δεν εύρη το αντικείμενον, όπερ θα προσλάβη και θα αντικατοπτρίση αυτό. … Τα πλέον κοινά πρόσωπα, αχρειωθέντα υπό της αμαρτίας, φωτίζονται εν τη προσευχή της μετανοίας υπό του Φωτός και φαίνονται νέα και εύμορφα εισέτι.
… το απρόσιτον Φως της Θεότητος Αυτού, ζωοποιεί τα πάντα, εναγκαλίζεται πάσαν την κτίσιν. Δεν υπόκειται εις την έννοιαν του χώρου, ούτε και του όγκου, και όμως είναι αχωρήτως πανταχού παρόν. Η έλλαμψις υπό του Φωτός τούτου δίδει εις τον άνθρωπον την πείραν της αναστάσεως ως πρόγευσιν της μελλούσης μακαριότητος. … ο άνθρωπος … εν τη εσχάτη τελειώσει αυτού θα αποβή φορεύς του πληρώματος της θεανθρωπίνης ζωής, θα τελειωθή καθ’ ομοίωσιν του Χριστού, του Θεανθρώπου. Δια της ενεργείας του Φωτός τούτου εντός του μετανοούντος προβάλλει έν θαυμαστόν άνθος: το Πρόσωπον-Υπόστασις. Και γνωρίζομεν ότι ίδιον αυτής της εν ημίν υποστατικής αρχής είναι να περιλάβη δια αγάπης εν }287} τη αιωνιότητι ανεκφράστως μεγαλειώδη και αγίαν ζωήν.
Το Φως του Χριστού είναι «ενέργεια» της Θεότητος, άκτιστος, άναρχος ζωή του εν Τριάδι Θεού. Η ενέργεια αύτη είναι ίδιον και του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος. … Όταν το Φως τούτο δια της ευδοκίας του Θεού επισκιάση ημάς, τότε η εν ημίν δυνάμει μόνον κατά την γέννησιν ημών υποστατική αρχή ενεργοποιείται και αξιούται να ίδη τον Θεόν, να προσλάβη τον οντολογικήν δύναμιν Αυτού, τον πλούτον της ζωής του Ιδίου του Θεού.
Μέγας είναι ο άνθρωπος όταν ευρίσκηται εν τω Μεγάλω Θεώ. Δια της δυνάμεως της Θείας αγάπης περιπτύσσεται τον κόσμον άπαντα και ο ίδιος, υπό τινα έννοιαν, αποβαίνει «κέντρον του κόσμου». }288}
«Εν εμοι» δια του θανάτου μου αποθνήσκει άπαν το γένος των ανθρώπων μετά πάντων των παθημάτων και της χαράς, των πόθων και των γνώσεων αυτού. Επί πλέον ο Ίδιος ο Θεός, άγνωστος εισέτι αλλ’ εν μέρει οικείος, αποθνήσκει και Αυτός εν εμοί και μετ’ εμού. Άπαν το κτιστόν και άκτιστον είναι εξαφανίζεται εις τον αβυσσώδη γνόφον της λήθης. Αι εμπειρίαι τοιαύτης καταστάσεως ήσαν κατ’ ουσίαν θεωρία του «απολύτου», της υποστατικής εν ημίν αρχής (εικών-αντανάκλασις του Απολύτου), αλλ’ υπό την αρνητικήν αυτής μορφήν.
Ότε όμως ήλθε το άκτιστον Φως μαρτυρούν εις το πνεύμα μου την υπέρβασιν του θανάτου, τότε, παν ό,τι πρότερον απέθνησκεν εν εμοί, δια της ενεργείας του Φωτός τούτου συνανίστατο μετ’ εμού. }289}
Δια πολλών παθημάτων ελευθερούμεθα από της εφ’ ημών εξουσίας παντός ό,τι πρότερον εβιώσαμεν. Πεπλουτισμένοι δια της πείρας της νίκης μέσω της μετανοίας, γινόμεθα όμοιοι προς τον Μονογενή Υιόν κατά την Κυριότητα Αυτού: Ο άδης ουκέτι ημών κυριεύει και ημείς ατενίζομεν εις αυτόν άνευ της προτέρας φρίκης. }290}
Σπανίως εν τη ιστορία της Εκκλησίας αι οράσεις του Φωτός φθάνουν εκείνο το πλήρωμα κατά το οποίον, εν τη ελλάμψει, το πνεύμα του ανθρώπου αξιούται εισέτι και της προσωπικής αποκαλύψεως του Θεού.
Έτι συχνότερον το Φως τούτο περιβάλλει τον άνθρωπον, όταν ούτος διαμένη εν καταστάσει προσευχής ολοκληρωτικής μετανοίας, επί των ορίων της απογνώσεως. }291}
… Εγώ ειμί ο Ων.
Έκαστος αντιλαμβάνεται τους αγιωτάτους τούτους λόγους κατά το μέτρον μόνον της πραγματικής αυτού πείρας. Και ουδείς εκ των βροτών δύναται να ισχυρισθή ότι εγνώρισεν «εις τέλος» οποίον Είναι κρύπτεται εν τοις λόγοις τούτοις. }292}

ΙΓ’ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ


Το πνεύμα ημών εκτείνεται μεταξύ δύο αντιθέτων πόλων: των σκοτεινών εγκάτων του άδου αφ’ ενός, και της κατηυγασμένης υπό του αδύτου Ηλίου Βασιλείας του Θεού, αφ’ ετέρου. Το περιεχόμενον του είναι ημών ευρύνεται αρρήτως(ΣΥΜΒΟΛΟ). }293}
Η Υπόστασις(προτιμώ τον όρον «υπόστασις» ως δηλούντα το όντως όν, το κείμενον εις θεμέλιον παντός του είναι)-Πρόσωπον εν τω Θείω Είναι δεν συνιστά αρχήν περιοριστικήν. Και εν τω κτιστώ ημών είναι η υπόστασις αποτελεί αρχήν προσλαμβάνουσαν εν εαυτή το άπειρον. Εν τοις ορίοις της γηίνης πραγματικότητος το υποστατικόν ημών πνεύμα έχει ως προορισμόν να υπερβή το τείχος του χρόνου και να διαρρήξη τα δεσμά του χώρου. … Ούτω το πνεύμα του ανθρώπου εισερχόμενον εις τον κόσμον της Θείας αιωνιότητος, συγκλονίζεται υπό του μεγαλείου της αποκαλυφθείσης εις αυτό θεωρίας. Η οικουμένη ζη τότε αλλαγήν εις τα πεπρωμένα αυτής. «Εγεννήθη Άνθρωπος εις τον κόσμον» -γεγονός όπες αναγγέλλει εις όλην την κτίσιν καινήν, αμετάθετον αξίαν. Ο άνθρωπος ως υποστατικόν πνεύμα ανήκει εις την αιώνιον οντολογίαν. Οι εν Χριστώ σεσωσμένοι, οι άγιοι, είναι φορείς της Θείας αιωνιότητος. Προσλαμβάνουν την άναρχον και άκτιστον ζωήν ως αναφαίρετον αυτών κτήμα, κατά την φύσιν όμως αυτών παραμένουν αναλλοιώτως κτίσματα. }294}
Ο άνθρωπος αισθάνεται αυτήν (την εντολήν του Θεού) ως τινα έξωθεν επιβαλλόμενον περιορισμόν εν τη ορμή αυτού προς απόλυτον αυτοβεβαίωσιν, προς αυτοθέωσιν.
Άλλοι μεν επιδιώκουν να απεκδυθούν την γηίνην μορφήν της υπάρξεως: Εν τη φαντασία αυτών εικονίζεται η βαθεία ησυχία του μυστηριώδους πανυπερβατικού μη Όντος. Άλλοι δε εμπνεόμενοι εκ του λόγου του Χριστού, «η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», αναλαμβάνουν οδυνηρόν ασκητικόν αγώνα προς υπερνίκησιν του φθαρτού της κτιστής ημών φύσεως:
Χαρακτηριστικόν των πρώτων είναι ότι εκλαμβάνουν το Πρώτον Απόλυτον ως υπερ-προσωπικόν. Δι’ αυτούς η προσωπική αρχή εν τη καλυτέρα περιπτώσει είναι η πρώτη βαθμίς υποβιβασμού αυτοπεριορισμού του Απολύτου. Δια τους δευτέρους αυτό ακριβώς το Πρόσωπον-Υπόστασις κείται εις θεμέλιον παντός του είναι. }295}
Η Υπόστασις συνιστά την εσωτάτην αρχήν του Απολύτου Είναι, την αρχικήν και τελικήν Αυτού διάστασιν: «Εγώ ειμί το Α και το Ω, …».
Η Υπόστασις του Θεού εκφεύγει παντός ορισμού, διότι ευρίσκεται πέραν των ορίων παντός ό,τι φέρει σφραγίδα οιουδήποτε προσδιορισμού. Ακατάληπτος εις την διάνοιαν γνωρίζεται υπαρκτικώς και μόνον κατά το μέτρον της αυτοαποκαλύψεως του Θεού εις τον άνθρωπον.
Εν τω ανθρώπω ωσαύτως τη εικόνι του Υποστατικού Θεού, η αρχή της υποστάσεως είναι αυτός ο «κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ό εστιν ενώπιον του Θεού πολυτελές. Και η κτιστή αύτη υπόστασις υπέρκειται παντός ορισμού. Η επιστημονική και φιλοσοφική γνώσις εκφράζεται δι’ εννοιών και ορισμών. Η υπόστασις όμως είναι όν ασύλληπτον εις την φιλοσοφικήν ή την επιστημονικήν μορφήν γνώσεως. Ως ο Θεός ούτω και η ανθρωπίνη υπόστασις μένει έως τέλους αδιαφανής εκ των έξω, εκτός εάν η ιδία αποκαλυφθή εις ετέραν υπόστασιν. }296}
Ο τελευταίος (ο άνθρωπος) εκτίσθη εν δυνάμει ικανός να ιδιοποιηθή και να φέρη εν εαυτώ την άκτιστον Ζωήν της θεότητος.
Κατά την θέωσιν η ανθρωπίνη υπόστασις εκτείνεται από των διαστάσεων και των σχημάτων της γης εις διαστάσεις και μορφάς Θείας Ζωής. Εν άλλαις λέξεσι ο άνθρωπος υποστασιάζει εν εαυτώ τα θεία κατηγορήματα, ως είναι η αιωνιότης, η αγάπη, το φως, η σοφία, η αλήθεια. Η κτιστή υπόστασις γινομένη θεός κατά το περιεχόμενον του είναι αυτής ουδόλως αποβαίνει Θεός δια τα άλλα λογικά κτίσματα. }297}
Μεταξύ Θεού και Ανθρώπου παραμένει αιωνίως ανυπέρβλητο οντολογική απόστασις:
Κατά την «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού δημιουργίαν, ο Ποιητής ημών επαναλαμβάνει, κυρίως ειπείν, Εαυτόν, και υπ’ αυτήν την έννοιαν είναι «Πατήρ ημών». … Δια της ενσαρκώσεως Αυτού ο προαιώνιος Λόγος του Πατρός δίδει εις ημάς να κοινωνήσωμεν του Αίματος και της Σαρκός Αυτού, ώστε δια της οδού ταύτης να χύση εις τας φλέβας ημών την άναρχον Αυτού Ζωήν, και ούτω να γίνωμεν τέκνα Αυτού,
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς την τελειότητα της εικόνος του Θεού εν τω ανθρώπω και την δυνατότητα της φύσεως ημών να προσλάβη το πλήρωμα της θεώσεως εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο Ίδιος, μετά την ανάληψιν Αυτού ενεθρόνισεν «εν δεξιά του Πατρός» την φύσιν ημών. Αλλ’ έτι και εν Αυτώ η φύσις ημών δεν εταυτίσθη μετά της Ουσίας του ακτίστου Θεού. Εν τω Χριστώ τω σαρκωθέντι Υιώ του Πατρός, θεωρούμεν την προαιώνιον ιδέαν του Θεού περί του Ανθρώπου.
Η αποκάλυψις «Εγώ ειμί ο Ών» δεικνύει ότι η υποστατική διάστασις εν τη Θεότητι έχει θεμελιώδη σημασίαν. Η αρχή της Υποστάσεως εν τω Θεώ δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλ’ ουσιώδης πραγματικότης κατέχουσα ιδίαν φύσιν και ενέργειαν ζωής.
Η ουσία δεν είναι το πρωτεύον ή έστω το υπερέχον }298} εν τω Θεώ, το καθορίζον τας υποστάσεις εις τας αμοιβαίας αυτών σχέσεις. Εν τω Θείω Είναι ουδέν υπάρχει έξω της Υποστατικής Αρχής. Το βάθος του μυστηρίου των Θείων Υποστάσεων είναι ανεξερεύνητον. Ο αυτοπροσδιορισμός Αυτών εν τη αιωνιότητι αποτελεί άναρχον Γεγονός: Ουδέποτε υπήρξε τοιαύτη στιγμή κατά την οποίαν δεν είχεν ο Πατήρ τον Υιόν και δεν εξεπορεύετο απ’ Αυτού το Άγιον Πνεύμα. Η αρχή του παντός είναι ο Πατήρ, Όστις εν τη προαιωνίω γεννήσει του Υιού μεταδίδει εις Αυτόν άπαν το πλήρωμα της Φύσεως, της Ουσίας Αυτού. Το αυτό συμβαίνει και εις την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος.
Η γνώσις του Αγίου Πνεύματος ως Προσώπου έρχεται βραδύτερον. Τούτο ζωοποιεί απαύστως ουχί μόνον την Εκκλησίαν και τα τέκνα Αυτής, αλλά και πάντα τον κόσμον, άπασαν την κτίσιν. Θεραπεύει ημάς εκ των συνεπειών της πτώσεως· αναγεννά ημάς και αγιάζει. Τα πάντα όμως ποιεί αοράτως, ως τις κρυπτόμενος θαυμαστός Φίλος, μη θέλων να επιβαρύνη ημάς δια της ευγνωμοσύνης προς Αυτόν, διότι γνωρίζει ότι εν τη παρούση καταστάσει ημών το ευγενές αίσθημα της ευγνωμοσύνης γίνεται φορτίον. Η μεγάλη μακαριότης της γνώσεως Αυτού έρχεται βαθμηδόν, κατά το μέτρον }299} κατά το οποίον αναδύεται εντός ημών δια της συνεργείας Αυτού η υποστατική αρχή. Δυνάμει αυτής αρχόμεθα να προσλαμβάνωμεν το παν, και το Θείον Πρωταρχικόν Είναι και το κοσμικόν είναι, δι’ άλλου τρόπου προσιδιάζοντος εις τον άνθρωπον-υπόστασιν, την τετελειωμένην εικόνα Εκείνου, Όστις απεκαλύφθη εις τον Μωυσήν δια του Ονόματος Εγώ Ειμί. Επομένως ο Θεός ο Ίδιος είναι Υποστατικός και ημείς δημιουργία «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Αυτού, και ως εκ τούτου η τελική κλήσις ημών είναι προς την υποστατικήν μορφήν του είναι.
Η Υπόστασις είναι Εκείνος, Όστις μόνον και όντως ζη. Έξω της ζώσης ταύτης Αρχής ουδέν δύναται να υπάρχη: Το ουσιώδες περιεχόμενον της ζωής ταύτης είναι η Αγάπη: «Ο Θεός αγάπη εστίν». Η υποστατική ύπαρξις έρχεται εις αυτοεπίγνωσιν δια της εν αγάπη συναντήσεως μετά μιας ή πολλών υποστάσεων. … Εις αυτήν ακριβώς την εν ημίν υποστατικήν αρχήν επηγγείλατο ο Κύριος την αιωνιότητα. Αύτη η αρχή, και μόνον αύτη, κατέχει την ικανότητα να γνωρίζη το αρχέτυπον αυτής τον Ζώντα Θεόν. Ο άνθρωπος είναι πλείον τι ή μικρόκοσμος. Είναι «μικροθεός». Κτιστός ών έλαβε την εντολήν να γίνη θεός. Εάν ο Δημιουργός ωμοιώθη κατά πάντα προς τον άνθρωπον, τούτο σημαίνει ότι και ο άνθρωπος εκτίσθη μετά της δυνατότητος να γίνη όμοιος κατά πάντα προς τον Θεόν(ΣΥΜΒΟΛΟ): }300}
Κατά την υπερτάτην εφικτήν εις την φύσιν ημών έντασιν προσευχής, όταν ο Ίδιος ο Θεός προσεύχηται εν ημίν, δίδεται εις τον άνθρωπον θεοπτία υπερκειμένη πάσης εικόνος. Τότε η ανθρωπίνη υπόστασις προσεύχεται προς τον Άναρχον όντως πρόσωπον προς Πρόσωπον. Εν τη συναντήσει ταύτη μετά του Υποστατικού Θεού ενεργοποιείται εν ημίν εκείνο όπερ εν αρχή υπήρχε μόνον δυνάμει, η υπόστασις.
Φερόμενοι Πνεύματι Θεού προς την υπέρ όλου του κόσμου προσευχήν, προς συμμετοχήν εις την εν Γεθσημανή προσευχήν του Κυρίου, βλέπομεν αίφνης εν εαυτοίς Θείον θαύμα: Ανατέλλει εντός ημών ο πνευματικός ήλιος, το όνομα του οποίου είναι υπόστασις (πρόσωπον). Τούτο είναι εν ημίν η αρχή καινής μορφής υπάρξεως, ήδη αθανάτου. Τότε δεχόμεθα την Αποκάλυψιν της Υποστατικής Αρχής εν τη Αγία Τριάδι, ουχί επιφανειακώς, ουχί διανοητικώς, αλλ’ εν τοις εγκάτοις του είναι ημών. Ενορώμεν εν τω Φωτί το μέγιστον μυστήριον του Ανάρχου Είναι: τον Υποστατικόν Θεόν, τον Ζώντα· τον Ένα εν Τριάδι Υποστάσεων· το Θεόν της αγάπης, τον Μόνον αληθινόν.
Κατέβαλον μέγα τίμημα δια τας παραπλανήσεις μου εις τας οποίας ενεπλάκην επί επτά ή οκτώ έτι. Κρίνων κατ’ άνθρωπον, δεν θα ηδυνάμην δια μόνης της δυνάμεώς μου να αποσπασθώ από της αβύσσου του υπερβατισμού του ανατολικού μυστικισμού τουτέστι του Υπερ-προσωπικού Απολύτου. Κατά την φυσικήν και διανοητικήν μου νεότητα, η φιλοσοφία αύτη ενεφανίζετο εις το πνεύμα μου }301} πλήρης μεγαλείου, υπερβαινόντος τον χριστιανικόν συναισθηματικόν ψυχισμόν του «Αγαπήσεις τον Θεόν και τον πληρίον».
Ότε όμως, κατά την Άνωθεν δωρεάν, εδόθη εις εμέ να εννοήσω την οντολογικήν θέσιν της αρχής της Υποστάσεως εν τω Θείω Είναι, τότε κατά τρόπον φυσικόν το παν ήλλαξε και παρουσιάσθη εν αντιθέτω προοπτική: Είμεθα κτίσματα· ως κτίσματα φέρομεν εντός ημών την υποστατικήν αρχήν δυνάμει, ουχί ενεργεία. Δεν είμαι το Πρωταρχικόν Όν, αλλ’ η κτιστή εικών Αυτού. Καλούμαι δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών να ενεργοποιήσω, να πραγματοποιήσω εν εμοί την υποστατικήν ομοίωσιν μου προς τον Θεόν· να γίνω υπόστασις, υπερβαίνων τον περιορισμόν του ατόμου, όπερ ουδόλως δύναται να κληρονομήση την Θείαν μορφήν υπάρξεως.
«ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Ημείς δεν κατανοούμεν αυτό το είδος της γνώσεως: της αμέσου, της άνευ εξελίξεως, της ολοκληρωτικής. Πιστεύομεν όμως εις την αγαθήν περί ημών πρόνοιαν του Θεού. Κατά την διάρκειαν χρόνων επιμόνου ασκήσεως, όπως ζήσωμεν κατά το θέλημα Αυτού, }302} πολλάκις θα μείνωμεν έκθαμβοι δια την μαθηματική ακρίβειαν της περί ημάς Προνοίας του Θεού.
Εάν ο Θεός δεν ήτο Όν Υποστατικόν, τότε ούτε και ημείς η εικών Αυτού, θα ηδυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την υποστατικήν μορφήν του είναι· και αυτή εισέτι η προσωπικότης ημών δεν θα ήτο πλείον επιφαινομένου τινός. Επειδή όμως η υπόστασις γεννάται εν ημίν εν καταστάσει υπερφυσικής προσευχής προσώπου προς Πρόσωπον ενώπιον του Ζώντος Θεού, δεν υπόκειται αύτη εις τα στοιχεία της φύσεως: Υπερβαίνει τα γήινα όρια και κινείται εις σφαίραν άλλων διαστάσεων. Μία και μόνη, ανεπανάληπτος και άτρεπτος εις οτιδήποτε άλλο, δεν υπόκειται εις αριθμητικόν υπολογισμόν.
Το Απόλυτον Πρωταρχικόν Όν είναι Υποστατικόν, και ο άνθρωπος, η ομοίωσις του Απολύτου, είναι ωσαύτως υπόστασις. Ο Θεός είναι Πνεύμα και ο άνθρωπος-υπόστασις είναι ωσαύτως πνεύμα. Και το πνεύμα τούτο δεν είναι αφηρημένον, κεχωρισμένον, διότι κέκτηται ιδίαν φύσιν. Επί του γηίνου επιπέδου λαμβάνει συγκεκριμένην μορφήν δια της σαρκός, μετά της οποίας αποκτά την πρώτην αυτού εμπειρίαν του είναι. Ο Θεός-Λόγος προέλαβε την ανθρωπίνην σάρκα, και ούτως απέδειξεν ότι δεν είναι επινόησις του λογικού ημών, ουδέ αποκύημα της εξημμένης υπό μυστικού τινος φόβου ενώπιον αγνώστων και εχθρικών δυνάμεων φαντασίας ημών. Ο Θεός είναι η πρώτη ουσιαστική Πραγματικότης· και η ανθρωπίνη υπόστασις είναι ωσαύτως ουσιαστική ζωή.
Αι σχέσεις αγάπης είναι ίδιον της Υποστάσεως, της εικόνος του Θεού της αγάπης. Η Υπόστασις δεν ορίζεται αντιθετικώς, δια της αντιπαραθέσεως προς αυτήν }303}, όπερ «δεν είναι Εγώ». Η αγάπη είναι το βαθύτερον περιεχόμενον και η καλυτέρα έκφρασις της ουσίας αυτής. Η Υπόστασις περιβάλλουσα εν προσευχή αγάπης ολόκληρον τον κόσμον αποτελεί την προς τα έσω (ad intra) ενότητα των πάντων. Εν τη δημιουργική ενεργεία αυτής όπως αναπτυχθή, επιδιώκει την καθολικήν ενότητα και προς τα έξω (ad extra). Εν τη αγάπη ευρίσκεται η ομοίωσις αυτής προς τον Θεόν, Όστις είναι αγάπη.
Ο Ποιητής του κόσμου ο Κύριος κρατεί εν τη παλάμη Αυτού πάντα τα όντα· και ο άνθρωπος-υπόστασις αποτελεί κέντρον ικανόν να περιλάβη εν εαυτώ ουχί μόνον την πολλαπλότητα των πραγματικοτήτων του σύμπαντος, αλλά και πλέον τούτου: άπαν το πλήρωμα του θεανθρωπίνου είναι. Η υπόστασις καθ’ εαυτήν είναι αξία μη παρερχομένη, πολυτιμοτέρα ολοκλήρου του λοιπού κόσμου. Εν τη χαρά της ευρέσεως της ελευθερίας της αθανασίας ατενίζει εις καινήν μορφήν του είναι.
Ο άνθρωπος, αναγεννηθείς υπό του Θεού εν τη προσευχή, ουδέποτε μένει μόνος. Η υπόστασις δεν γνωρίζει μοναξίαν: Διαμένει πάντοτε ενώπιον του πανταχού παρόντος Θεού. Πριν ή φθάση εις την πληρότητα αυτής, «υπομένει» ενίοτε Αυτόν μετά μεγάλου κόπου, ως ο Μωυσής, όστις «τον αόρατον ως ορών εκαρτέρησεν». Άλλοτε πάλιν αύτη πληρούται ησύχου και ειρηνικής χαράς έχουσα την συνείδησιν ότι ευρίσκεται εις χείρας του Αγίου Φύλακος.
Ο άνθρωπος-υπόστασις δεν γνωρίζει μοναξίαν, έτι και διότι, εν οιαδήποτε ερήμω και εάν ευρίσκηται, προσεύχεται υπέρ όλου του κόσμου, είτε ο κόσμος ούτος πάσχει, είτε ευτυχεί. }304}
Δι’ ευχών του Οσίου Πατρός μου Σιλουανού, ο Χριστός εφανέρωσε και εις εμέ, έστω και «εκ μέρους» το μυστήριον του προσώπου-υποστάσεως. Διήλθον μακροχρόνιον περίοδον απεγνωσμένης προσευχής. … Κατ’ αρχήν ενήργει επ’ εμέ ο ευαγγελικός Αυτού (του Κυρίου) λόγος. Ο λόγος ούτος, ο εκ του Πατρός εκπορευόμενος, δια των ριζών αυτού εισεχώρει εις την καρδίαν μου διαρρηγνύων τους πεπωρωμένους ιστούς αυτής. Εν οδύναις εγεννάτο η νέα ζωή μου. Κατά τον πρώτον καιρόν ήμην μόνος, εκτός της Εκκλησίας εισέτι. Ουδέν εγνώριζον τότε, αλλ’ αόρατον πυρ κατέφλεγεν εμέ και η ψυχή μου εν μεγάλη θλίψει εστρέφετο προς τον «Δυνάμενον σώσαι με». Είς τι μέρος εντός μου διετηρείτο αμυδρά ελπίς, ήτις υπερενίκησε τον φόβον όπως εισέλθω εις την επίπονον οδόν. Ο πόνος ούτος, περί του οποίου προσπαθώ να ομιλήσω, είναι δι’ εμέ ιερός. Παράδοξον θαύμα! Η οδύνη αύτη της καρδίας μου εις τινας στιγμάς συνήρπαζε μετ’ ενθουσιασμού το πνεύμα μου. Εθαύμαζον πως ο Θεός εδημιούργησε την φύσιν μου ικανήν να υπομείνη παθήματα, δι’ ων απεκαλύπτοντο εις εμέ τα άγνωστα πρότερον βάθη της προσευχής. Υπήρχον στιγμαί κατά τας οποίας πιεζόμενος υπό δυνατού πόνου, μεθ’ ησύχου φωνής αλλά και μετά θάμβους, «έκραζον»: «Δόξα Σοι, πάνσοφε Δημιουργέ …». … Άνευ των παθημάτων τούτων ουδέποτε θα ηδυνάμην να εννοήσω περί ποίας αγάπης ωμίλει ο Κύριος όταν έλεγεν: «Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν Εμοί ουκ έχει ουδέν· αλλ’ ίνα γνω ο κόσμος ότι αγαπώ τον Πατέρα, και καθώς ενετείλατό Μοι ο Πατήρ, ούτω ποιώ». }305}
Εάν η αγάπη την οποίαν εντέλλεται το Ευαγγέλιον, ήτο φυσική εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών, τότε θα ήτο περιττή η κλήσις: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου … αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Όταν όμως η αγάπη εκείνη εγγίση την καρδίαν, τότε το πνεύμα ημών βλέπει τον Θεόν εν Φωτί και ζη δι’ Αυτού και εν Αυτώ. Ο Θεός υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην διάνοιαν. Ουδεμία αφηρημένη έννοια προσιδιάζει εις Αυτόν. Είναι Ζων. Η παντοδύναμια Αυτού είναι άμετρος· η αγάπη Αυτού ανεκδιήγητος. Η μετ’ Αυτού ζωή είναι πλούτος άρρητος.
Να είναι τις τυφλός είναι μεγάλη στέρησις. Δεν υπάρχει όμως μεγαλυτέρα συμφορά και βαθυτέρα οδύνη της αγνοίας του Θεού.
Εάν ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς», ο παραδούς εαυτόν εκουσίως δια την λύτρωσιν πάντων, προσηύχετο προς τον Πατέρα: «Πάτερ Μου, ει ου δύναται τούτο το ποτήριον παρελθείν απ’ Εμού, εάν μη αυτό πίω, γεννηθήτω το θέλημά Σου», τότε τι δυνάμεθα να είπωμεν περί εαυτών ημείς οι ολιγόψυχοι; }306}
Ως βάσις της ασκήσεως ημών κείται ο πόθος να αποκτήσωμεν την επηγγελμένην αγάπην του Χριστού. Όταν το Πνεύμα της αγάπης του Χριστού εισέλθη εντός ημών, η ψυχή διψά την σωτηρίαν πάντων των ανθρώπων. Μετά τρόμου διαπιστοί ότι ουχί πάντες επιθυμούν δι’ εαυτούς εκείνο περί του οποίου αύτη δέεται προσευχομένη υπέρ αυτών. Έτι πλέον συναντώμεν εις αυτούς άρνησιν, εισέτι δε και έχθραν. Και πως είναι δυνατόν να σωθή ο άνθρωπος ευρισκόμενος εν τοιαύτη διαστροφή; }307}
… τι άλλο θα ικανοποιήση ημάς εν όλη τη κτίσει; Αληθώς, ουδέν όντως υπάρχει, όπερ θα ηδύνατο να χωρίση ημάς απ’ Αυτού, όσον βαρύς και εάν είναι ο αγών ημών. Διήνοιξε τους οφθαλμούς ημών προς το άπειρον και είναι αδύνατον πλέον να κλείσωμεν αυτούς εκ νέου και να προτιμήσωμεν την τυφλότητα των αρτιγεννήτων:
Εν τω κόσμω τούτω η ζώσα πείρα της υποστάσεως σπανίως δίδεται εις τους ανθρώπους: Έρχεται δια της χριστομιμήτου προσευχής υπέρ του σύμπαντος κόσμου ... Εν τοιαύτη προσευχή βιούται το ομοούσιον του ανθρωπίνου γένους. Δι’ αυτής αποκαλύπτεται εις ημάς το οντολογικόν νόημα της "δευτέρας εντολής". Όλος ο Αδάμ γίνεται είς Άνθρωπος-Ανθρωπότης.
Παν ότι είναι κατώτερον τούτου, είναι κατώτερον και της ευαγγελικής εντολής. Ευλόγως θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι η εν ταις εντολαίς του Χριστού ενυπάρχουσα πραγματικότης δεν εξεπληρώθη εν τω ιστορικώ Χριστιανισμώ εις τας αληθινάς αυτής διαστάσεις. Εν τη οντολογική αυτού αξία ο Χριστιανισμός υπερβαίνει αμέτρως την σύνεσιν εκείνων, οίτινες εκ ραθυμίας δεν θέλουν να αποκτήσουν την αγίαν θεογνωσίαν, ήτις και είναι η αιώνιος ζωή. }309} Οι άνθρωποι αναζητούν την αλήθειαν. Πολλοί αγαπούν τον Χριστόν, αλλά συχνάκις επιχειρούν να υποβιβάσουν το Ευαγγέλιον εις το επίπεδον της ηθικής διδασκαλίας. … Ίνα πληρωθώμεν αληθώς εκ της θεοποιού δυνάμεως του Ευαγγελικού λόγου, είναι ανάγκη να μοχθήσωμεν έτι μάλλον ή δια την επίτευξιν πρακτικών ή επιστημονικών γνώσεων. … «Η μακραίων πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητική ενασχόλησις, ως και η νομική επιστήμη. Ως αύτη διαφέρει εις εκάστην χώραν, ούτω και η θεολογία διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών». }310}
Εν καταστάσει υψίστης δεκτικότητος ελάβομεν την πληροφορίαν περί ενός ιδιαιτέρας τάξεως Είναι, το οποίον δι’ Εαυτό ουδεμίαν έχει εξωτερικήν αιτίαν, αρχήν ή τέλος. Είναι αδύνατον δι’ ιδίων δυνάμεων να φανερώσωμεν μετ’ αξιοπιστίας τον βαθύν χαρακτήρα του Είναι τούτου. Έχομεν όμως έμφυτον την ορμήν προς Αυτό. Και εις το ερώτημα: «Τι εστι το Είναι;» ελάβομεν την απάντησιν: «Εγώ ειμί ο Ών». Ουχί «τι», αλλά «τις». Και ο «Τις» ούτος έρχεται εις κοινωνίαν ζώσαν και αισθητήν μεθ’ ημών.
Το Υποστατικόν τούτο Είναι, το ευρισκόμενον πέραν παντός περιορισμού και ρυθμίζον καθ’ Εαυτό τα πάντα, είναι ο Αίτιος της ελεύσεως ημών εις τον κόσμον. Η Αποκάλυψις ότι το Είναι τούτο είναι υποστατικόν μαρτυρεί οφθαλμοφανώς ότι η περί Αυτού γνώσις, μάλλον η γνώσις Αυτού, δύναται να δοθή μόνον μέσω προσωπικής κοινωνίας Αυτού μεθ’ ημών, ως προσώπων. Εις στιγμάς ζώσης κοινωνίας μετ’ Αυτού ο Ίδιος μεταδίδει εις ημάς την γνώσιν περί Εαυτού αποκαλυπτόμενος εν ημίν μέσω των ενεργειών Αυτού. }311}
Εν τη συνήθει πορεία της σκέψεως σχετικώς προς την γνώσιν, διακρίνομεν το γνωρίζον υποκείμενον και το γνωριζόμενον αντικείμενον. Εν τη ημετέρα όμως αντιλήψει περί της γνώσεως του Θεού καταργείται η πορεία της αντικειμενοποιήσεως του γνωριζομένου, διότι Ούτος γνωρίζεται πάντοτε «εν τω συνδέσμω της αγάπης», εν τη καταστάσει της καθαράς προσευχής. Η κτιστή ημών υπόστασις εισάγεται δια του Αγίου Πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου Θείου Είναι κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να αισθανώμεθα εν ημίν τον Θεόν ως την ζωήν ημών.
Εις τούτο έγκειται η βασική διαφορά μεταξύ επιστημονικής και πνευματικής γνώσεως. Η τελευταία αύτη κατανοείται ως κοινωνία εν τη υπάρξει, ως ένωσις εν αυτώ τω είναι.
Η καθαρά προσευχή είναι η ασφαλεστέρα οδός προς την γνώσιν του Θεού. Ο ούτω προσευχόμενος απεκδύεται πάσας τας εξωτερικάς γνώσεις και τας εμπαθείς εικόνας, ώστε, κλίνας ενώπιον Εκείνου Όστις είναι η Αρχή του παντός να λάβη την εξ Αυτού εκπορευομένην ζωήν. Άνευ λόγων, «στεναγμοίς αλαλήτοις» εκδυσωπεί τον άγνωστον εισέτι Θεόν να σώση αυτόν όπερ εν τελευταία αναλύσει σημαίνει να δεχθή το πνεύμα αυτού εις αιώνιον παραμονήν μετ’ Αυτού. Η δέησις αυτού ενούται μετά του μακραίωνος στεναγμού πάσης της κτίσεως. Αι κραυγαί αυτού συμβάλλουν }312} εις τον ενιαίον χορόν της οικουμένης, ήτις ικετεύει δια την σωτηρίαν. Η προσευχή αύτη είναι ανέκφραστος, απερίγραπτος. Δεν ενσαρκούται δια των λόγων ημών. Η οδύνη επί της οποίας θεμελιούται είναι βαθυτέρα παντός στεναγμού.
Ο Ίδιος δια της δυνάμεως Αυτού ελκύει ημάς εις ανάβασιν προς Αυτόν. Η θαυμαστή αύτη άνοδος, παρά την οδυνηράν έντασιν της υπάρξεως ημών, βιούται ως μακάριον «περισσόν» Νέας Ζωής εκχεομένης εφ’ ημάς. Όταν το πνεύμα ημών γίνηται όλον προσευχή, αξιούται να αισθανθή εναργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. Δια μεγάλης οδύνης μετανοίας αναγεννάται ο άνθρωπος δια της «ασάλευτον βασιλείαν».
Ο Θεός αποκαλύπτει το Όνομα Αυτού: «Εγώ ειμι ο Ών». Δια τον άνθρωπον, την εικόνα του Υψίστου, η λέξις αύτη εγώ είναι μία των πολυτιμοτέρων, διότι μαρτυρεί την αρχήν της υποστάσεως εν ημίν. Έξω της αρχής ταύτης τα πάντα αποβαίνουν παράλογα, μη όντα (ανύπαρκτα), διότι ο Ών είναι αφεύκτως «εγώ». Έκαστος εξ ημών ας φυλάξη την υποστατικήν αυτού αξίαν: Εν αυτή και μόνον εν αυτή ο πλούτος και το κάλλος του είναι ημών. … Ο Κύριος εδωρήσατο εις }313} ημάς το φως της αποκαλύψεως της Υποστάσεως, ημείς όμως εγεννήθημεν και αφέθημεν να ζώμεν εντός της αμόρφου μάζης των ατόμων, ίδιον των οποίων είναι ο εγωϊσμός και η φιλαυτία. Εις το πρόσωπον-υπόστασις όμως εδόθη να περιβάλη πάσαν την κτίσιν δια της φλογός της αγάπης του Χριστού. Συνδεόμεθα μετά του κόσμου τούτου, ως είναι εν τη πτώσει αυτού, και ταυτοχρόνως έχομεν ανάγκην να παλαίσωμεν δια την εν Θεώ ελευθερίαν ημών. Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει ατομικιστικόν χαρακτήρα. Ο ατομικισμός καλλιεργείται εις τους ανθρώπους καθ’ όλας τας εμπαθείς αυτού εκδηλώσεις. Εμφανέστερον διαπιστούται τούτο εις τον τομέα της τέχνης. Δοξάζονται αι μεγαλοφυίαι, οι πρωτότυποι δημιουργοί του ενός ή του άλλου έργου. Εν άλλας λέξεσι, εκτιμάται η πρωτοτυπία, ή ατομικότης του καλλιτέχνου. Η κοινωνία ημών οικοδομείται επί τη βάσει της αρχής ταύτης. Η μαζοποίησις των ατόμων είναι κατ’ ουσίαν κατάστασις πτώσεως, συνοδευομένη υπό του τραγικού αυτής αδιεξόδου. Η καλλιέργεια της πτώσεως οδηγεί εις την αποξένωσιν από του Θεού. Ο άνθρωπος υποβιβάζεται δια της εν αυτώ αμαυρώσεως της εικόνος του Θεού. Αντιθέτως προς τούτο η σύναξις των υποστάσεων είναι «το άλας της γης και το Φως του κόσμου». Τούτο πραγματοποιείται εν τη Εκκλησία του Χριστού μετ’ ιδιαιτέρας δε δυνάμεως εν τη λειτουργική πράξει. Εκεί ακριβώς φανερούται η αληθινή εικών της Αγίας Τριάδος. Δι’ όλου του περιεχομένου της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός καλείται, εν τω πνεύματι της εν Γεθσημανή προσευχής του Χριστού, να προσφέρη εις τον Θεόν λατρείαν αρμόζουσαν εις την υπόστασιν.
Η Υπόστασις εν τω Θείω Είναι δεν νοείται ως στατική }314} τις αρχή εγκεκλεισμένη εν εαυτή. Τούτο θα ήτο δυνατόν εν τη προοπτική του ενοθεϊσμού του Ισλάμ, έτι δε και εν τοις ορίοις της Παλαιάς Διαθήκης, αλλ’ ουδόλως εν τη αποκαλυφθείση εις ημάς Τριάδι, Ήτις είναι Όν άκρως δυναμικόν. Την δυναμικότητα ταύτην εδιδάχθημεν να βλέπωμεν εν τη Αγάπη, ήτις αποτελεί την βαθυτέραν έκφρασιν του Γεγονότος του αιωνίου αυτοπροσδιορισμού των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Δεν λέγομεν ότι η Αγάπη είναι η Ουσία της θεότητος, αλλ’ ότι εκφράζει ταύτην πλείον οιουδήποτε άλλου. Η Ουσία είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων, και ως εκ τούτου παραμένει αιωνίως άγνωστος. Παν ό,τι δεν κοινωνείται, δεν γνωρίζεται υπό των λογικών κτισμάτων. Η ενέργεια όμως της Θείας Αγάπης εκχέεται εις τα κατ’ εικόνα κτίσματα, και η απόκτησις αυτής εδόθη εις ημάς ως εντολή.
Εν τω Θείω Είναι ο παράγων ο αποκαλύπτων την Ουσίαν ονομάζεται Ενέργεια. Η μετοχή εις την άκτιστον Ενέργειαν πραγματοποιεί την ομοίωσιν ημών προς τον Δημιουργόν, θεοποιεί ημάς. Η Αγάπη, ως άναρχος και αμετάθετος ζωή του Τριαδικού Θεού δια της ενοικήσεως αυτής εν ημίν, δεν καθιστά ημάς μόνον αθανάτους, υπό την έννοιαν ότι η ύπαρξις ημών θα παρατείνηται εις τους αιώνας, αλλά και «ανάρχους», διότι και η ενδοτριαδική Αγάπη είναι καθ’ εαυτήν άναρχος. Το άκτιστον Φως, συγκαταβαίνον εις τον ανθρώπον, δίδει εις αυτόν την ζώσαν πείραν της Αγάπης ταύτης. Η ενέργεια αυτής υπερνικά τον πλήξαντα ημάς θάνατον και βιούται ως εκ νεκρών ανάστασις εις νέαν, άναρχον πλέον ζωήν. Τότε αίρεται η αίσθησις της γηίνης προελεύσεως ημών.
Η εμπειρία αύτη, εν τούτοις είναι μόνον η πρόγευσις }315} της υπεσχημένης θεώσεως, κλήσις εμπνέουσα εις αγώνα, ουχί όμως τετελειωμένη κατάστασις θεώσεως. Η δωρεά αύτη της χάριτος πλουτεί ημάς δια της γνώσεως εκείνων, «ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν», αλλά δεν είναι εισέτι πλήρως κτήμα ημών, και ως εκ τούτου δύναται να αρθή ως «άδικος μαμωνάς». Και ο επιμελής εισέτι ασκητής δεν παραμένει πάντοτε εν ίση εντάσει χάριτος. Μετά περίοδον επισκέψεων αυτής δύναται η χάρις αύτη να μειωθή, και τότε εκ νέου σκιά τις καλύπτει ημάς.
Η γνώσις όμως διατηρείται εν τη ψυχή ως ανάμνησις.
Διακρίνοντες εν τη αποκαλυφθείση ημίν Θεότητι Υποστατικήν αρχή, Ουσίαν, Ενέργειαν, ουδόλως εννοούμεν ότι η Θεότης συνίσταται εκ διαφόρων στοιχείων. Το Θείον Όν είναι ο Ζων Θεός και ουχί η αφηρημένη φιλοσοφική έννοια του «καθαρού είναι». Είναι ο Ζων Θεός, διότι είναι Υποστατικός. Και κατ’ ουσίαν ζη η Αρχή αύτη, τουτέστιν η Υπόστασις. Αύτη δεν είναι αφηρημένη τις ιδέα. Ουχί. Έχει δε Ιδίαν Φύσιν και Ιδίαν Ενέργειαν. Και τούτο είναι το όντως Όν. Την Ουσίαν ή Φύσιν δεν εκλαμβάνομεν ως αντικειμενικόν παράγοντα εν τη Θεότητι. Εάν ενίοτε ομιλώμεν περί αυτής της πλευράς του Θείου Είναι, ως να επρόκειτο περί αντικειμενικής πραγματικότητος, πράττομεν τούτο κυρίως υπό την έννοιαν ότι η Ουσία και η Ενέργεια, ως Θεία Ζωή εν τη απολυτω πληρότητι αυτής είναι το περιεχόμενον ουχί μιας μόνον Υποστάσεως της Τριάδος, αλλά και των Τριών κατά το αυτό μέτρον.
Εν τω Θεώ μεταξύ της Υποστατικής Αρχής και της Ουσίας υπάρχει τελεία ταύτησις. Η Ουσία εγκλείεται }316} εν ταις Υποστάσεσιν. Ουδεμίαν έχει ύπαρξιν «κεχωρισμένην» εκ των Υποστάσεων ή εκτός Αυτών. Εν τω Θείω Είναι –άκρως υποστατικώ- ο αυτοπροσδιορισμός των Θείων Υποστάσεων προέρχεται εξ αυτών των ιδίων των Υποστάσεων και κατ’ ουδένα τρόπον προκαθορίζεται ή επιβάλλεται υπό της Ουσίας.
Εν τη κτιστή ημών ζωή βλέπομεν όντως ότι η φύσις ημών δεν ταυτίζεται εισέτι πλήρως μετά της υποστατικής αρχής. Έτι πλέον ημείς, ως πρόσωπα-υποστάσεις, ευρισκόμεθα εν οξεία αντιφάσει προς τινας εκδηλώσεις της φύσεως ημών. Γεννώμεθα ως υποστάσεις μόνον εν δυνάμει. Όταν η υποστατική αύτη αρχή αναπτυχθή εν ημίν μέχρι βαθμού τινος, άρχεται η σύγκρουσις μεταξύ της υποστάσεως εν τω ελευθέρω αυτοπροσδιορισμώ αυτής και των τάσεων της εκπτώτου φύσεως ημών. Η φύσις δεν είναι πλήρως ενυπόστατος, και όμως δυνάμεθα να ομιλώμεν περί της σχετικής αυτής αντικειμενικότητος. Ουδέποτε αύτη εκδηλούται έξω των συγκεκριμένων ατόμων.
Τον εν ημίν διχασμόν μεταξύ φύσεως και υποστάσεως δεν ανάγομεν εις τον Θεόν. Εν τη εσχάτη ημών τελειώσει πρέπει να επέλθη πλήρης ταυτότης φύσεως και προσώπου, άλλως θα ήτο αδύνατος η θέωσις ημών εν τη ακεραιότητι του είναι ημών. Πιστεύομεν ότι ο Κύριος ανελήφθη εις τον ουρανόν μη χωρισθείς από της ανθρωπίνης Αυτού φύσεως. Εν τη αιωνιότητι υπάρχει Ούτος εν δυσί φύσεσιν ατρέπτως, αλλ’ είναι είς Κύριος εν τη αρμονική ενώσει των δύο Αυτού φύσεων. Ούτως οφείλει να συμβή και εις ημάς: Μετά θάνατον θα διατηρήσωμεν την φύσιν ημών, η δε χάρις του Θεού θα ενωθή μεθ’ ημών τοσούτον στενώς, ώστε και ημείς ωσαύτως θα έχωμεν εν τη αιωνία ημών ζωή ακεραίαν αρμονίαν. }317}
«Εγώ ειμι ο Ών». Το Εγώ τούτο συνιστά το ουσιώδες Είναι. Οι προφήται (Ησαίας και Ιερεμίας) εξέφρασαν τούτο δια θαυμαστού τρόπου: «Ζω Εγώ, λέγει Κύριος». Και ο Απόστολος Παύλος επανέλαβε το αυτό. Το παν έγκειται εις αυτό το Εγώ. Και ημείς έχομεν την επαγγελίαν της υποστατικής αιωνιότητος: «Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (ως πρόσωπα: Πέτρος, Ιωάννης Ανδρέας), είπεν ο Κύριος. Μετά την έξοδον ημών εκ της ζωής ταύτης, το υποστατικόν ημών πνεύμα θα διαφυλαχθή ακριβώς ως τοιούτον και δεν θα διαλυθή εις το υπέρ-προσωπικόν απόλυτον, ως η σταγών εις τον ωκεανόν, ή ως η αναπνοή ημών ενούται μετά της ατμοσφαίρας και διαλύεται εν αυτή.
Ο Θεός έκτισε την φύσιν ημών, και ως εκ τούτου Ούτος μόνον γνωρίζει τα όρια των δυνατοτήτων αυτής. Εκάστη υπόστασις τίθεται εντός ενός δεδομένου φυσικού περιβάλλοντος, αλλ’ ημείς δεν γνωρίζομεν αυτό, ως θα έπρεπε. Τούτο βαθμηδόν αποκαλύπτεται εις ημάς, αποβαίνον περιεχόμενον της υποστάσεως, ήτις εκλήθη προς ολοκληρωτικήν κατοχήν της φύσεως αυτής. Εν τη εσχάτη αυτής τελειώσει η κτιστή υπόστασις θα φέρη ωσαύτως άπαν το πλήρωμα της φύσεως ταύτης, την οποίαν ο Δημιουργός συνέλαβεν ικανήν να περιλάβη το πλήρωμα του θεανθρωπίνου είναι. Ο Χριστός, Όστις είναι και το μέτρον του ανθρώπου, εφανέρωσε τούτο εν τη αναλήψει Αυτού. Και εν Αυτώ εισέτι η κτιστή φύσις δεν μετετράπη εις την άναρχον Ουσίαν της Θεότητος, αλλά προσέλαβεν αμείωτον το πλήρωμα της Θεότητος εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εν τη Υποστάσει του Χριστού εκάθισεν αύτη εκ δεξιών του Θεού Πατρός(ΣΥΜΒΟΛΟ). }318}
Ενώπιον ημών ευρίσκεται η εντολή να πραγματοποιήσωμεν εν ταις συνθήκαις, αίτινες εδημιουργήθησαν δια της πτώσεως, το αθάνατον είναι της υποστατικότητος ημών. Η διαδικασία αύτη είναι άκρως πολύπλοκος. Η πείρα μαρτυρεί ότι η φύσις ημών ένεκα του προπατορικού αμαρτήματος υπέστη ουσιαστικήν αλλοίωσιν. Προέκυψε παράδοξος τις κατάστασις: Η φύσις ημών, καίτοι ημετέρα, έρχεται εις σύγκρουσιν μετά της υποστατικής ημών αρχής, όταν αύτη αγωνίζηται δια της τηρήσεως των Ευαγγελικών εντολών να θεραπευθή εις όλα τα επίπεδα της υπάρξεως, τουτέστι να αποκαταστήση την δια της πτώσεως διασπασθείσαν φύσιν ημών εις την πλήρη «ακεραιότητα» αυτής. Μόνον δια της συνεργίας της χάριτος και της προσευχής ο πνευματικός δυναμισμός της υποστάσεως ημών υπερνικά την επιβολήν οιουδήποτε περιορισμού, ουχί μόνον εκ της πεπερασμένης πεπτωκυίας φύσεως, αλλά και εκ των κοσμικών δυνάμεων εν γένει. Ζωή εν τω κόσμω τούτω, συμφώνως προς την διδαχήν του Χριστού, σημαίνει αδιάκοπον πάλην κατά των παθών, άτινα παρεμποδίζουν την απόκτησιν της αιωνίου ζωής εν τω Φωτί του Θεού και Πατρός ημών. }319}
Και το τελευταίον Τούτο (το άγιον Πνεύμα) έδιδεν εις εμέ να αισθανθώ δι’ όλης της υπάρξεως μου ότι εύρον την Πρωταρχικήν Αλήθειαν. Η μόνη μέριμνα μου μετά την ανεύρεσιν αυτής, ήτο να δικαιώσω την θαυμαστήν ταύτην αλήθειαν εν τη ζωή μου. Μη επιτυγχάνων του αγίου τούτου σκοπού εβυθιζόμην εις τοιαύτην θλίψιν, την οποίαν δεν δύναμαι να εκφράσω. Ένεκα αυτής ωδυρόμην επί έτη. }320} … Δεν υπάρχει συμφορά μεγαλυτέρα της προσβολής της αγάπης του Αγίου των Αγίων. Η καρδία μου εγίνετο ως τηκόμενον κηρίον. Η οδύνη όμως εκείνη της καρδίας ήτο παραδόξως ζωηφόρος. Απαίσιος τις θάνατος εξηλείφετο υπό καυστών δακρύων, ως εξαφανίζονται δια χημικών βιολογικών προϊόντων αι επί παλαιών ενδυμάτων σεσσωρευμέναι κηλίδες.
Ο Άνθρωπος-Υπόστασις εκδηλούται δια της λειτουργίας της αυτοσυνειδησίας, του αυτοπροσδιοριμού, ως και δια της ικανότητος αυτού να γνωρίζη ουχί μόνον τον κόσμον των κτιστών πραγμάτων, αλλά και το Θείον Είναι, τουτέστι τον Ίδιον τον Δημιουργόν. Επιγινώσκει εαυτόν εναργέστερον εν τη φλογί της αγάπης της ενούσης αυτόν μετά του ηγαπημένου Θεού. Η αγάπη, δι’ ιδιαιτέρου τρόπου ενούσα τον άνθρωπον μετά του Θεού, χαρίζεται εις αυτόν και την Θεογνωσίαν. Εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν αποκαλύπτεται ο Θεός εν τω φωτί και ως Φως, εν τη ζέσει της αγάπης και ως Αγάπη. Εν τη καταστάσει του Άνωθεν φωτισμού ο άνθρωπος θεωρεί την ευαγγελικήν αλήθειαν ως αντανάκλασιν της ζωής του Ιδίου του ανάρχου Θεού επί του επιπέδου της Γης. Εν τη εμφανίσει του ακτίστου Φωτός γνωρίζεται η δόξα του Χριστού, «ως Μονογενούς παρά Πατρός». Το άκτιστον τούτο Φως εφανερούτο δια μέσου των αιώνων εις εκείνους, οίτινες εδέχοντο δια βαθείας και αδιστάκτου πίστεως τον Χριστόν ως Θεόν. Το Φως τούτο είναι Θεία Ενέργεια, και ως τοιαύτη είναι το Ενιαίον Φως της Αγίας Τριάδος. Το Φως τούτο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι το Φως του συναϊδίου προς τον Πατέρα Λόγου. Είναι η εν ημίν ενέργεια του }321} Αγίου Πνεύματος. Η συγκατάβασις του Φωτός τούτου έως ημών αποτελεί τρόπον τινά, «προσωπικήν αποκάλυψιν», δι’ όσους ηξιώθησαν της χάριτος ταύτης. Δυνάμει της ευδοκίας αυτής του ουρανίου Πατρός αι Γραφαί της Καινής Διαθήκης παρουσιάζονται εις την πνευματικήν όρασιν εν τη αιωνίως αναλλοιώτω αυτών επικαιρότητι. Εξαφανίζεται η αίσθησις ότι ο λόγος ούτος εδόθη ποτέ εις το παρελθόν. Φέρει εν εαυτώ την αιωνιότητα, ήτις περιλαμβάνει άπασαν την διάρκειαν των χρόνων.
Η «προσωπική αποκάλυψις» περί του Υπερκοσμίου Όντος δύναται να έλθη κατ’ αιφνίδιον τινα τρόπον ως λάμψις αστραπής, αλλά το ούτως προσληφθέν αφομοιούται εν τούτοις βαθμηδόν κατά την παρατεταμένην πορείαν του αγώνος της προσευχής. Εκ της πρώτης επαφής της φωτοφόρου χάριτος το ουσιώδες περιεχόμενον της αποκαλυφθείσης γνώσεως καθίσταται εν ημίν σαφές. Η ψυχή δεν αισθάνεται την ανάγκην να εκθέση δια λογικών εννοιών την εμπειρίαν αυτής: Εκπλήττεται δια την αγαθότητα του Θεού και πληρούται ολοτελώς της παρουσίας του εν αυτή Θείου Πνεύματος. Όταν όμως το Φως τούτο απομακρυνθή από της ψυχής, τότε η ήρεμος έκπληξις αυτής αντικαθίσταται υπό λύπης, και τότε, φυσικώ τω τρόπω, αυξάνει η δίψα δια τελειοτέραν, τουτέστιν αμετάθετον και αναφαίρετον ένωσιν μετά του ηγαπημένου Θεού (ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ).
Πρώτος εις τον οποίον απεκαλύφθη ο Απόλυτος Θεός ως Υπόστασις ήτο ο Μωυσής. Και αυτού όμως η εξαίρετος μεγαλοφυία δεν ηδυνήθη να προσλάβη άπαν το βάθος του αποκαλυφθέντος εις αυτόν «Εγώ ειμι». }322} Εκ της ιστορίας της θεοσδότου θρησκείας της Παλαιάς Διαθήκης βλέπομεν ότι ουδείς των προφητών έφθασεν εις άπαν το πλήρωμα, όπερ προσιδιάζει εις την υποστατικήν αρχήν. Την μορφήν της υπάρξεως ταύτης εφανέρωσεν ο Χριστός εις τον κόσμον μετά μεγάλης δυνάμεως. Ολίγοι όμως κατενόησαν αυτήν ως έπρεπε. Και εν τη ιστορική εισέτι χριστιανική Εκκλησία μονάδες μόνον κατά γενεάν εβίωσαν την μορφήν ταύτην του είναι. Οι ήρωες ούτοι της πίστεως είναι σπάνιοι, αλλ’ η επιρροή αυτών εφαπλούται εις άπαν το πλήθος των μελών της Εκκλησίας. Ευλαβείς ασκηταί, ων ο αριθμός δεν δύναται να υπολογισθή ακολουθούντες τα ίχνη των εκλεκτών του Υψίστου Θεού, ετέθησαν επί της αυτής προοπτικής, καίτοι δεν έφθασαν εις τας κορυφάς αυτής. Αύτη είναι και η περίπτωσίς μου.
… Χάρις εις αυτόν (όσιον Σιλουανόν) επί σειράν ετών υπήρξα ο εγγύτατος παρατηρητής έτι δε και μαθητής, μιας ζωής αυθεντικώς χριστιανικής. }323}
… εδόθη εις το πνεύμα μου δια της προσευχής η κατανόησις της οντολογικής θέσεως της υποστατικής αρχής εν τω Θείω Είναι και εν τω ανθρωπίνω είναι.
Ας μη φανή αντιφατικόν ότι εν τη απομονώσει της ερήμου συνειδητοποίησα βαθύτερον την Υποστατικήν Αρχήν. Είμαι πεπεισμένος ότι τούτο ήτο συνέπεια της εφέσεως μου να ζω συνεχώς εν Χριστώ, εν τη Υποστάσει Αυτού. «Χωρίς Αυτού» δεν γνωρίζω ούτε τον Θεόν, ούτε τον Άνθρωπον. Εν τη ερήμω ωσαύτως πλείον ή εις οιονδήποτε άλλον τόπον εδόθη εις εμέ η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ όλης της ανθρωπότητος, υπέρ όλου του Αδάμ. Δια της προσευχής «ο όλος Αδάμ» παύει να είναι το προϊόν των προσπαθειών της φαντασίας(ΣΥΜΒΟΛΟ): Αποβαίνει συγκεκριμένη πραγματικότης, ενεργόν περιεχόμενον της θεωρίας. }324}
Ενώπιον των οφθαλμών Αυτού είναι αποκεκαλυμμένη και διαφανής πάσα η κτίσις. «Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού». Εκάστη στιγμή της ζωής ημών, έκαστος παλμός της καρδίας ημών, τα πάντα, ευρίσκονται αδιαλείπτως εν τη εξουσία Αυτού (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ). Άπαν το είναι μου και το πρόσκαιρον και το αιώνιον δωρείται υπ’ Αυτού εις εμέ μέχρι και των λεπτομερειών, εκτός των αμαρτιών μου, τας οποίας γνωρίζει αλλά των οποίων δεν μετέχει. Όταν μένω εν Αυτώ δύναμαι ωσαύτως να είπω «εγώ ειμί». Εάν δε είμαι εκτός Αυτού τότε αποθνήσκω. Όταν το Πνεύμα του Θεού κατέρχηται επ’ εμέ τότε αγαπώ Αυτόν δι’ όλης της υπάρξεως μου. Ζω την κατάστασιν ταύτην ως προσωπικήν και ουχί ως τι εκτός εμού υπάρχον. Αλλά και εκ της πείρας μου εισέτι γνωρίζω ότι η ζωή αύτη παρ’ Αυτού κατέρχεται εις εμέ. Δια της ελεύσεως Αυτού εντός μου, επομένως δια της ενώσεώς μου μετ’ Αυτού εν αυτή ταύτη τη Ενεργεία του Είναι, ζω και εγώ ως Εκείνος· είναι η ζωή μου. Η Ζωή Αυτού είναι ζωή μου. Κατά τας ώρας της παραμονής Αυτού μετ’ εμού γνωρίζω ότι Αυτός είναι Αγάπη. Αγάπη εν τούτοις παράδοξος, ιδιαιτέρου γένους, ήτις ουδόλως δύναται να αναβή εις τον νουν ή την καρδίαν του ανθρώπου, εάν ούτος ως προς το θέμα τούτο στηρίζηται εις εαυτόν, ως είναι νυν εν τη πτώσει αυτού. }325}
Η αγάπη του Θεού είναι κενωτική. Ούτος απεκάλυψεν εις ημάς το μυστήριον του Είναι Αυτού, δους εις ημάς την εντολήν να αγαπώμεν τον Θεόν μέχρι και του αυτομίσους. Αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι’ αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ’ υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι Αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον.
Εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος συνήντησα το εξής σύνηθες φαινόμενον. Ο μοναχός δυνατόν να είναι όλος εν τω Θεώ, εν τω Φωτί, και το Φως τούτο εν αυτώ, παρ’ αυτώ όμως δεν υπάρχει διανοητική αντίδρασις εις το γεγονός τούτο. Φαίνεται εις αυτόν φυσιολογική κατάστασις.
Το μυστήριον της Θείας Κενώσεως είναι ασύλληπτον υπό των κτισμάτων: Ο άπειρος Θεός παραμένων αναλλοιώτως εν τω πληρώματι της παντοδυναμίας Αυτού ελαττούται εις το έπακρον, «εις τέλος». … Το μυστήριον τούτο είναι απρόσιτον εις ημάς διότι ζώμεν την κένωσιν ταύτην ως θάνατον, και τούτο, μέχρις ότου κατέλθη εφ’ ημάς η ευδοκία του Αιωνίου Θεού. Ουδείς δύναται να ακολουθήση τον Χριστόν εάν δεν είναι μετ’ αυτού η δύναμις του Πατρός. Δεν δύναται ο φυσικός άνθρωπος, εάν δεν γεννηθή Άνωθεν να δεχθή τον ευαγγελικόν λόγον ως την καλήν αγγελίαν περί της θεώσεως του ανθρώπου δια της μεταδόσεως εις αυτόν της Θείας αιωνιότητος ως αναφαιρέτου κτήματος. Αι εντολαί του Χριστού δεν είναι τι άλλο, ει μη η αυτοαποκάλυψις }326} του Θεού ως προβολή του Είναι Αυτού επί του επιπέδου της Γης. Όντως εν ταις εντολαίς αισθανόμεθα οσμήν, ήτις διά τινας είναι «οσμή θανάτου εις θάνατον», δι’ άλλους δε «οσμή ζωής εις ζωήν».
Η συνειδητή επαφή μετ’ Αυτού (του «Εγώ ειμι ο Ών») δεν παρέρχεται άνευ ιχνών: Ο γνωρίσας την αγάπην Αυτού δεν θα χωρισθή πλέον απ’ Αυτού εις τους αιώνας. Ο νους του τοιούτου ανθρώπου αναγεννάται. Πρότερον έτεινε να βλέπη πανταχού αιτιοκρατικάς κοσμικάς διαδικασίας, νυν όμως άρχεται να κατανοή τα πάντα εν τω Φωτί της υποστάσεως (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ).
Το όμοιον γνωρίζεται υπό του ομοίου. Μόνον η υπόστασις-πρόσωπον είναι ικανή να γνωρίση τον Ζώντα Θεόν. Αίρεται το παράλογον της ανακυκλώσεως παντός α-προσώπου.
Ιδού Εκείνος πρώτος επιθυμεί να είναι μεθ’ ημών, όπως μεταδώση εις ημάς το πλήρωμα της αμαράντου Αυτού ζωής. Διψώμεν να λάβωμεν την δωρεάν ταύτην. Αλλά και πάλιν επαναλαμβάνομεν: Ουδέποτε πρέπει να }327} επιλανθανώμεθα ότι η αφομοίωσις «παντός δωρήματος τελείου, Άνωθεν καταβαίνοντος από του Πατρός των Φώτων», συνδέεται μετά της αναποφεύκτου σταυρώσεως ολοκλήρου της υπάρξεως ημών. Οφείλομεν να ομοιωθώμεν προς τον Μονογενή Υιόν του Πατρός, ως και Ούτος ωμοιώθη προς ημάς «κατά πάντα».
Μεγάλη είναι η λέξις «Εγώ»: Σημαίνει το πρόσωπον-υπόστασιν. Το πλέον ουσιώδες περιεχόμενον αυτής είναι η αγάπη, ήτις στρέφεται πρωτίστως προς τον Θεόν. Το «εγώ» δεν ζη εις παροξυσμόν φιλαύτου στροφής προς εαυτό. Δημιουργηθέν «εκ του μηδενός» δια του θελήματος του Θεού-Δημιουργού όταν βυθίζηται εν εαυτώ, παραμένει εν τη μηδαμινότητι αυτού. Η υπό του Χριστού εντεταλμένη αγάπη προς τον Θεόν μέχρι και του αυτομίσους εν τη αποκοπή πασών των ψυχικών και σαρκικών σχέσεων ανάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις τας εκτάσεις της Θείας αιωνιότητος. Η αγάπη αύτη είναι κατηγόρημα της Θεότητος. Όταν η δύναμις της αγάπης αυτής εγγίση την καρδίαν του ανθρώπου, ευρύνει αυτήν μέχρις απειρότητος. Δίδει εις αυτόν την χαράν να περιπτυχθή εν αγάπη άπασαν την κτίσιν, τον κόσμον άπαντα.
Το πλήρωμα της αφθάρτου αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον συνδέεται δια θαυμαστού τρόπου μετά της αποστροφής προς εαυτόν μέχρις εισέτι και του μίσους. Αλλά το μίσος τούτο είναι άγιον: Είναι δώρον του }328} Θεού προς ημάς. Δι’ αυτού υπερνικάται ο θάνατος, όστις εβασίλευσε δια της πτώσεως του Αδάμ. Δια του μίσους τούτου ενεργώς κοινωνούμεν της αιωνιότητος. Η αγάπη μέχρι του αυτομίσους είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη εάν ο Ίδιος ο Θεός ενωθή μεθ’ ημών και γίνη η ζωή ημών.
Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν απεκάλυπτεν εις ημάς το θαυμαστόν τούτο μυστήριον ουδείς εκ των θνητών θα ηδύνατο να διανοηθή τοιούτον παράδοξον πράγμα: Μίσησον σεαυτόν εξ αγάπης προς τον Θεόν, και δια της αγάπης ταύτης θα εναγκαλισθής παν ό,τι υπάρχει. Και ο Θεός και άπας ο πλούτος του κτισθέντος υπ’ Αυτού είναι αποβαίνει περιεχόμενον της ζωής σου(ΣΥΜΒΟΛΟ). Το «εγώ», εν τη ορμή αυτού προς τον Θεόν της αγάπης, επιλανθάνεται εαυτού, αν και είναι τούτο ακριβώς το «εγώ», το οποίον φέρει μακαρίως εν εαυτώ και τον ουρανόν και την γην.
Εν τη κατά Θεόν ζωή μου συνέβαινε πολλάκις, ευθύς ως κατενόουν δια της λογικής μου (δια της «αριστεράς μου») το τελούμενον εν εμοί κατά συγκατάβασιν Θεού, το Φως να εγκαταλείπη εμέ. }329}
Όταν ιστάμεθα προ της εντολής ήτις απαιτεί να αγαπήσωμεν τον Χριστόν μέχρι και του μίσους προς ημάς αυτούς και προς πάντα όσα έχομεν εν τω κόσμω τούτω, διατρέχομεν τον κίνδυνον να είπωμεν: «Σκληρός έστιν ούτος ο λόγος· τις δύναται αυτού ακούειν»; Ο Κύριος όμως απαντά εις τούτο: «Ουδείς δύναται ελθείν προς Με, εάν μη ή δεδομένον αυτώ εκ του Πατρός Μου» … Από της ώρας εκείνης πολλοί απήλθον απ’ Αυτού … Ο μακάριος όμως Πέτρος ησθάνθη την δύναμιν των λόγων του Χριστού: «Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις».
Εκείνο το μίσος περί του οποίου ομιλεί ο Κύριος της αγάπης, είναι ως προς }330} την ουσίαν αυτού το πλήρωμα της κενωτικής αγάπης του Θεού. Η αγάπη εκπορευομένη εκ του Πατρός ελκύει ημάς εις τα ίχνη του Χριστού. Βλέποντες εαυτούς εν τοις δεσμοίς των παθών εξ αιτίας ενός εγωϊσμού εστερημένου αγάπης και ανίκανοι να ακολουθήσωμεν Αυτόν, μισούμεν εαυτούς. Η δύναμις του πόνου του αγίου αυτού μίσους εξάγει ημάς εκ των ορίων του χρόνου και του χώρου. Τότε επιλανθανόμεθα και αυτού του πόνου και παντός παρερχομένου, παραμένει δε μεθ’ ημών μόνον η ορμή της αγάπης. Ούτω προσεύχεται η υπόστασις η ανταύγεια του Θεού εν ημίν και η ομοίωσις προς τον Χριστόν, τον προσευχόμενον εν Γεθσημανή.
«Ο Θεός αγάπη εστίν» και ο άνθρωπος-υπόστασις είναι πεπροικισμένος δια της ικανότητος να αφομοιώση την εκ του Θεού φλόγα της αγάπης ταύτης. … Εις τον Θεόν τα πάντα είναι τελείως αποκεκαλυμμένα, τα πάντα είναι γνωστά έως τέλους· και ο άνθρωπος-υπόστασις περικλειόμενος εν τη Ενεργεία του Θείου Είναι, δια του Θεού και εν τω Θεώ, αποβαίνει φορεύς της παγγνωσίας. … Ο Θεός πληροί τα πάντα, είναι πανταχού παρών, ουχί δια της Ουσίας, ήτις δι’ απολύτου τρόπου υπερβαίνει παν κτιστόν, αλλά δια της ζωηφόρου Ενεργείας Αυτού. Και οι υιοί της Βασιλείας εν Πνεύματι Αγίω γίνονται, κατά τινα τρόπον, πανταχού παρόντες: Εστραμμένοι προς τον Μόνον Θεόν, οι Άγιοι βλέπουν εν Αυτώ όλον τον κόσμον. (ΛΟΓΟΙ ΟΝΤΩΝ)
Ο άνθρωπος είναι κτιστή υπόστασις. Εν τούτοις κατά την εσωτερικήν αυτού φύσιν ως εικών του Απολύτου }331} Θεού εμφανίζεται και αυτός ως παγκόσμιον τι κέντρον, μέγα και θαυμαστόν εν τη εσχάτη αυτού τελειώσει δια του Υιού, του συνανάρχου τω Πατρί. Τούτο εν μέρει προαναγγέλεται εν τη καταστάσει της εν χάριτι μνήμης του θανάτου· τότε ο άνθρωπος ζη εν πνεύματι τον θάνατον αυτού ως καταστροφήν του κόσμου παντός: Εν αυτώ τω ιδίω, δι’ αυτόν τον ίδιον, τα πάντα αποθμήσκουν δια του θανάτου αυτού, εισέτι και ο Θεός, γνωστός ήδη εις αυτόν μέχρι τινός. Ο αρνητικός χαρακτήρ της εμπειρίας ταύτης μετατρέπεται εις θετικήν πείραν αναστάσεως της ψυχής, όταν το κατερχόμενον επί τον προσευχόμενον άκτιστον Φως γεννά εν αυτώ την βαθείαν προσευχήν υπέρ όλου του Αδάμ.
Η κτιστή υπόστασις αποτελεί θεοειδές κέντρον. Ο Δημιουργός συμπεριφέρεται προς αυτήν ουχί ως προς ενέργημα Αυτού, αλλ’ ως προς τι γεγονός έτι και δι’ Αυτόν. Δια την υπόστασιν δεν υπάρχει εξωτερική αυθεντία. Δυνάμει τούτου ουδέν και ουδείς υπάρχει εν όλω τω κοσμικώ είναι, όστις θα ηδύνατο να επιβάλη εις τον άνθρωπον την θέλησιν αυτού ή να αναγκάση αυτόν δια της βίας εις την μίαν ή την άλλην εκλογήν, είτε νύν, είτε εν τη αιωνιότητι.
Σωζόμεθα μόνον δια της πίστεως εις τον Χριστόν, ως την προαιώνιον Αλήθειαν του ακαταλύτου Είναι. }332}
«τετέλεσται» … τότε ακριβώς ωλοκληρώθη η αποκάλυψις περί του κενωτικού χαρακτήρος της Θείας αγάπης· αγάπης, ήτις προσιδιάζει εις την Υποστατικήν Αρχήν.
Εάν νοήσωμεν την αμαρτίαν ως παρέκκλισιν από του Θεού και Πατρός, είτε εκ πεπλανημένης νοεράς θεωρίας του Είναι, είτε εξ εγκλήματος εναντίον της αγάπης Αυτού, τότε η αμαρτία του Αδάμ, τουτέστιν εμού, περικλείει και τας δύο ταύτας όψεις.
Ο άνθρωπος όστις ησθάνθη εντός αυτού την αντανάκλασιν, την ανταύγειαν της Απολύτου Φύσεως, διατρέχει τον κίνδυνον να υπερεκτιμήση εαυτόν και να απαιτήση τι υπερβαίνον το μέτρον αυτού. Ευρισκόμενος εν τοιαύτη πλάνη αγωνίζεται να εδραιωθή εν αυτή, εκλαμβάνων εσφαλμένως ταύτην ως την περί εαυτού αλήθειαν.  Ακριβώς τούτο έπαθεν ο Αδάμ, και επί τα ίχνη αυτού πολλοί εκ των απογόνων αυτού επανέλαβον και συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν την αυτήν αμαρτίαν. Υπερήφανοι εξάρσεις αλογίστου ελευθερίας δεν υπήρξαν ξέναι εις τον Άνθρωπον. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς να γνωρίζωμεν την περί ημών αλήθειαν ταύτην. Η μοιραία όμως αφροσύνη ήτις εχώρισεν ημάς από της }333} Πατρικής αγάπης, δύναται και οφείλει να εμπνεύση εις ημάς τον άγιον φόβον και την μετά βαθέος κλαυθμού προσευχήν. Είμεθα κτίσματα. Το Απόλυτον αληθινόν Όν εχαρίσατο εις ημάς το είναι και υπεσχέθη να καταστήση ημάς μετόχους της ανάρχου και ατελευτήτου Αυτού Ζωής. Απερρίψαμεν την επαγγελίαν ταύτην και παρεπλανήθημεν εις οδούς ετέρου φανταζομένου υφ’ ημών Απολύτου, η μετά του οποίου ένωσις συνεπάγεται τον υποστατικόν ημών θάνατον.
Όταν όμως πιστεύσωμεν εις Αυτόν ως την Αλήθειαν του ακαταλύτου Είναι, τότε το Πνεύμα του Θεού ανάγει ημάς εις τον χώρον του Θείου Φωτός. }334}
Ο Θεός Ούτος ελκύει ημάς απαύστως προς υψηλοτέραν ανάβασιν, αναγκάζων ημάς, τα τέκνα Αυτού, να υπερβώμεν τα στάδια, άτινα επιπόνως διηνύσαμεν. Είναι Πανάγαθος, αλλά τρόπον τινά ουδέποτε ικανοποιείται υπό των επιτευχθέντων υφ’ ημών μέτρων. Ο πόνος του ανθρώπου, όστις ακολουθεί Αυτόν, φαίνεται ως να μη διεγείρη εις Αυτόν την αναμενομένην υφ’ ημών συμπάθειαν.
Είναι φυσικόν εις τον άνθρωπον να φέρηται προς την Θείαν μορφήν του Είναι. Άρα γε δεν συνίστατο εις τούτο ο «πειρασμός», τουτέστιν εις την εκμετάλλευσιν της «φυσικής» στροφής του ανθρώπου προς την αμετάθετον αιωνιότητα, και εις την υπό του εχθρού εισήγησιν της ιδέας του δυνατού της επιτεύξεως της ποθουμένης }335} Θεώσεως άνευ του «σκληρού» τούτου Θεού; Να πορευθή ουχί δια της μαρτυρικής σταυρώσεως, αλλά δια της βρώσεως του απολαυστικού καρπού της γνώσεως του καλού και του κακού; «Και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα από του καρπού αυτού έφαγε· και έδωκε και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής και έφαγον». Και εν ταις ημέραις ημών συχνάκις είναι δυνατόν να συναντήσωμεν φορείς της αυτής ιδέας, ήτοι της αποκλίσεως από της σταυρικής οδού του Ευαγγελίου και της επιδιώξεως της ενώσεως μετά του Απολύτου μέσω της γνώσεως.
Πεπεισμένος περί της σχετικότητος της λίαν ατελούς εν αυτώ υποστατικής αρχής ο άνθρωπος συμπεραίνει λογικώς ότι είναι ανεπίτρεπτον να προβάλη την αρχήν ταύτην εις το Απόλυτον. Ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτος η ολίσθησις της φυσικής διανοίας εις την ιδέαν μιάς Υπερ-προσωπικής Αρχής, ήτις υπερβαίνει παν το σχετικόν. Εν τη κινήσει αυτού προς την υπερώνυμον ταύτην Αρχήν, ο νους του ανθρώπου μετά κόπου επιτυγχάνει να αποδεσμευθή από της αντιλήψεως περί Αυτής ως τινος «συμπαντικού» (το Παν, το Έν). Όταν όμως υπερπηδήση το κατώφλιον τούτο της φαντασίας των κοσμικών πραγματικοτήτων, οδηγείται εις την ιδέαν του «Καθαρού Είναι». }336}
Πάσα η πολύμορφος πείρα της ζωής, πάσαι αι κοσμικαί διαδικασίαι αι υποπίπτουσαι εις ην συνείδησιν ημών, οφείλουν να υπηρετήσουν την προετοιμασίαν της πρόσωπον προς Πρόσωπον μετά του Θεού συναντήσεως, ήτις κατά το είδος αυτής ανήκει εις την μετα-ιστορίαν, επειδή εισάγει ημάς εις την πραγματοποιουμένην αιωνιότητα. Όστις εδέχθη την ευλογίαν της συναντήσεως ταύτης ούτος έλαβε συγχρόνως και την κατανόησιν των θεοφανειών των περιγραφομένων εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη. }337}
Η Παλαιά Διαθήκη είναι υψηλή και αγία δι’ ημάς, όταν εννοώμεν αυτήν ως διδάσκει ημάς ο Ίδιος ο Χριστός και οι Απόστολοι Αυτού, και ο Μωυσής εισέτι. … Ο ίδιος μάλιστα ο Μωυσής αφήκεν εντολήν να αναμένουν άλλον Προφήτην, όστις «όταν έλθη … αναγγελεί ημίν πάντα». }338}
Ο Χριστός ωμίλει προς τον λαόν εις γλώσσαν κατανοητήν και υπό των απλουστέρων. Το περιεχόμενον όμως των ομιλιών Αυτού ήτο πραγματικότης απρόσιτος εις πάντα χοϊκόν, εισέτι δε και εις τους Αποστόλους:
Ο Χριστός εφανέρωσεν εις ημάς το Μυστήριον του Πρωταρχικού Είναι, του εν αρχή Όντος: Οι Τρείς, αμείωτοι και άτρεπτοι ο Είς προς τον Άλλον, είναι το Έν Όν, τα μάλιστα Απλούν, εις το Οποίον εν τούτοις δεν αντιφάσκει η πολλαπλότης των «διακρίσεων». Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ’ υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ’ υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών. }339}
Εν τη βαθεία προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, «ως και περί αυτού του ιδίου», εν προσευχή ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Χριστόν Ιησούν προσευχόμενον εν τω κήπω της Γεθσημανή, ο άνθρωπος ζη αληθώς όλην την ανθρωπότητα ως μίαν ζωήν, μίαν φύσιν εν τη πολλαπλότητι των υποστάσεων. Εξ αυτού του είδους της γνώσεως της μυριοϋποστάτου ενότητος τελείται η μετάβασις εις την θεολογικήν αφομοίωσιν του δόγματος περί της Ενότητος της Αγίας Τριάδος.
Μετά την εμπειρίαν της «υποστατικής» προσευχής εγκαταλείπομεν εις τα οπίσω τας κατηγορίας της τυπικής λογικής και αναγόμεθα εις την οντολογικήν πρόσληψιν, τουτέστιν εις τας κατηγορίας αυτού τούτου του είναι. Η αλήθεια δεν είναι εκείνο, όπερ επαγωγικώς οικοδομεί η φιλοσοφία του πεπτωκότος ανθρώπου. Η Αλήθεια είναι ο προ πάντων των αιώνων όντως Ών.
«Επιστρέφοντες» εκ της καθαράς προσευχής εις την παχύτητα της σαρκός του κόσμου τούτου εκπίπτομεν του βιώματος του ενός ανθρώπου και βλέπομεν εκ }340} νέου μετά λύπης ότι οι άνθρωποι δεν είναι πλήρως διαφανείς ο είς εις τον άλλον. Το όριον μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων δεν καταργείται εις τοιούτον βαθμόν, ως τούτο αποκαλύπτεται εν τη Θεία Τριάδι, όπου εκάστη Υπόστασις είναι ολοτελώς ανοικτή προς τας άλλας. Εκεί η κενωτική αγάπη είναι ο θεμελιώδης χαρακτήρ της Θείας Ζωής, ένεκα της οποίας η ενότης της Τριάδος είναι απολύτως τελεία. Τούτο εκφράζεται εν τη θεολογία δια του όρου «περιχώρησις». Η ανθρωπότης καλείται να γίνη είς άνθρωπος κατ’ εικόνα της Τριαδικής Ενότητος.
Οι θεοί οι επινοηθέντες υπό των ανθρώπων είναι νεκροί. Η γνώσις όμως του Ζώντος Θεού είναι δώρον ασύγκριτον. Τούτο παραδίδεται εις τον άνθρωπον δια της εμφανίσεως του Θεού και τίθεται ύστερον ως θεμέλιον όλης της ζωής αυτού. Εκάστη φανέρωσις του Θεού εις τον άνθρωπον, ούσα Θεία ενέργεια κατά την φύσιν αυτής, αντανακλάται εις τα πεπρωμένα του σύμπαντος κόσμου· είς τινας μάλιστα περιπτώσεις επηρεάζει σημαντικώς τον ρουν των ιστορικών γεγονότων. }341}
Η εμπειρική επιστήμη πορεύεται προς την γνώσιν του φυσικού κόσμου δια της επαγωγικής μεθόδου. Εκ της παρατηρήσεως επί μέρους φαινομένων καταλήγει εις την διατύπωσιν γενικού νόμου. Δεν συμβαίνει όμως ούτως εις τας Άνωθεν κατερχομένας αποκαλύψεις. Η ψυχή δια της διαισθήσεως αυτής αναγνωρίζει «πόθεν» ήλθε το ορώμενον. Μη δυναμένη εισέτι να συλλάβη το πλήρωμα της εκχυθείσης επ’ αυτήν ευλογίας άρχεται εν τούτοις να οικοδομή το μέλλον επί τον βράχον της δια θαυμαστού τρόπου δοθείσης γνώσεως: … Κατά τον αυτόν τρόπον και ο χριστιανός οικοδομεί την επίγειον και αιώνιον αυτού ζωήν συμφώνως προς την δοθείσαν εις αυτόν δια της χάριτος θεωρίαν. (ΟΙΚΟΔΟΜΕΙ)
Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ’ όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψιν του θέματος. Ο άνθρωπος-υπόστασις ζη δια του Θεού και εν }342} τω Θεώ. Η πραγματικότης αύτη δύναται να εκφρασθή και δι’ άλλου τρόπου: Ο Θεός περιπτύσσεται τον όλον άνθρωπον, νουν, καρδίαν και σώμα. Το γινώσκον-πρόσωπον και ο Γινωσκόμενος-Θεός ενούνται εις έν. Ούτε ο είς ούτε ο Άλλος γίνονται «αντικείμενον» εν αυτή τη ενώσει. Η αμοιβαία γνώσις του ανθρώπου υπό του Θεού και του Θεού υπό του ανθρώπου φέρει χαρακτήρα «προσωπικόν», αποκλείοντα την «αντικειμενοποίησιν». Ο σύνδεσμος ούτος της αγάπης είναι πνευματική πράξις, κατά την οποίαν ο Ηγαπημένος γίνεται το είναι ημών. Ίδιον της αγάπης είναι να μεταφέρη την ζωήν εις Εκείνον τον Οποίον αγαπά μέχρι και λήθης αυτής. Η Θεία αγάπη κατά το είδος αυτής, το μεγαλείον, την αρμονίαν, την εξουσίαν, υπερέχει παντός ό,τι γνωρίζει η γη. Είναι προς τούτο θαυμαστόν ότι η τοιαύτη κατάστασις κατανοείται ως η μόνη αληθώς και μοναδικώς φυσική δια τον άνθρωπον. Παράδοξον πράγμα: Ο Θεός είναι ο Έτερος και, συγχρόνως ο εμός.
Η επίτευξις της αγάπης ταύτης είναι κατ’ ουσίαν «η απόκτησις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος», περί ής ωμίλει ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ. Η πορεία προς αυτήν διέρχεται δια τριών σταδίων:
Η πρώτη ένωσις μετά του Θεού είναι δυνατή ως δώρον ευδοκίας εις τινα στιγμήν την οποίαν ο Θεός ευρίσκει ευνοϊκήν, όταν ο άνθρωπος δύναται να δεχθή μετ’ αγάπης την επίσκεψιν Αυτού. Τούτο είναι πράξις Αυτοαποκαλύψεως του Θεού εις δεδομένον πρόσωπον. Το Φως του Θεού χαρίζεται την αυθεντικήν πείραν της Θείας αιωνιότητος. Τούτο όμως δεν είναι εισέτι η τελείωσις της θεώσεως του ανθρώπου. Δυνάμεθα να ορίσωμεν το δώρον τούτο ως τον «άδικον μαμωνάν»· η Θεία χάρις δεν }343} αφωμοιώθη εισέτι υφ’ ημών τοσούτον, ώστε να γίνη μετά της φύσεως ημών έν εις τους αιώνας.
Το δεύτερον στάδιον είναι η παρατεταμένη περίοδος της μετά ποικίλης εντάσεως Θεοεγκαταλείψεως. Εις τας ακραίας αυτής μορφάς είναι φοβερά. Η ψυχή αισθάνεται την έκπτωσιν αυτής εκ του Φωτός ως πνευματικόν θάνατον. Το εμφανισθέν Φως δεν είναι εισέτι αναφαίρετος κληρονομία της ψυχής. Ο Θεός έτρωσε την καρδίαν ημών δι’ αγάπης, ύστερον όμως απεχώρησεν. Αναμένει ημάς αγών δυνάμενος να διαρκέση επί έτη, και επί δεκαετίας εισέτι. Ενίοτε η χάρις επανέρχεται, και ούτως ενισχύει την ελπίδα, καινοποιεί την έμπνευσιν και πάλιν απομακρύνεται. Η εναλλασομένη αύτη κατάστασις είναι άκρως σημαντική περίοδος αναπτύξεως του ανθρώπου μέχρι της δυνατότητος αυτοπροσδιορισμού εν τη αιωνιότητι. Ο Θεός εγκαταλείπει ημάς, ίνα εκδηλωθή το αυτεξούσιον ημών. Την γνώσιν δε της «οδού» προς την τελειότητα εκληρονομήσαμεν εκ των Πατέρων ημών. Παρετηρήθη ότι πλείστοι αγνοούντες τα περί της τάξεως της πνευματικής αυξήσεως του χριστιανού γευθέντες πρώτον της χάριτος, κατόπιν δε στερηθέντες αυτής, εκπίπτουν από του Θεού. Την εμπειρίαν της Άνωθεν επισκέψεως τείνουν ούτοι να δεχθούν ως παροδικήν ψυχικήν έξαρσιν, ιδιαιτέρως χαρακτηριστικήν εν τη αρχή της ενηλικιώσεως. … Ο Άγιος Σιλουανός λέει: « … εάν όμως ο άνθρωπος δεν βιάζη εαυτόν εις το έργον της ασκήσεως τότε η χάρις }344} εγκαταλείπει αυτόν, ενώ εάν δείξη την προαίρεσιν αυτού, τότε η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν».
«Η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν». Η κατάστασις αύτη είναι η τελείωσις του αγώνος προς απόκτησιν της χάριτος. Τούτο είναι το τρίτον στάδιον, το τελικόν. Ο άνθρωπος δεν δύναται να παραμένη διαρκώς εν τη τελειότητι, ως εν τη πρώτη περιόδω, διότι το γήινον σώμα δεν δύναται να ανθέξη την δια της χάριτος κατάστασιν της θεώσεως: Αναποφεύκτως θα ακολουθήση «η μετάβασις εκ του θανάτου εις την ζωήν». Αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν επιθυμεί «να επιστρέψη» εις εκείνην την καταθλιπτικήν εναλλαγήν των καταστάσεων· εάν όμως ευδοκήση ο Κύριος να παρατείνη την παραμονήν του ασκητού εν τω κόσμω τούτω τότε συγκρατεί αυτόν εις τοιούτον μέτρον χάριτος ώστε να διατηρή την ικανότητα να ενεργή και επομένως την δυνατότητα «παραθείναι πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι», όσα ο Ίδιος παρέλαβεν εκ των Πατέρων και αμέσως παρά του Θεού.
Η τελειοτάτη ζωή εν τω αληθινώ Θεώ εκφράζεται δια των απλών λόγων του Ευαγγελίου, αλλ’ η διδαχή αύτη αφομοιούται δια μεγάλου καμάτου. Χιλιάκις επανερχόμεθα εις τους αυτούς λόγους της Γραφής, και όμως μετά βίας συλλαμβάνομεν το αιώνιον νόημα αυτών. }345}
Πρέπει να αναχθώμεν εκ των νηπιωδών συλλογισμών εις την επίγνωσιν «του τελείου ανδρός εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», μέχρι της ικανότητος να ποιήσωμεν εν ελευθερία την συνετήν «εκλογήν» δια τον αυτοπροσδιορισμόν ημών, πράγμα όπερ θα κρίνη όλον το μέλλον ημών. Η ελευθερία άνευ του πληρώματος της συνέσεως, μετατρέπεται ευκόλως εις κακίαν.
Ο Θεός, αποκαλυφθείς εις ημάς εν τω Φωτί Αυτού, κρύπτεται ύστερον αφ’ ημών. Η ψυχή εκ της αμέτρου θλίψεως δια την απώλειαν ταύτην φθάνει εις ολοκληρωτικήν μετάνοιαν μέχρι του αυτομίσους. Άνευ τούτου θα ήτο σχεδόν αδύνατον εις τον άνθρωπον, τον κληρονόμον του Πρωτοπλάστου Αδάμ, να απαλλαγή των συνεπειών της εωσφορικής πτώσεως. Μόνον τότε θα δυνηθή να εισέλθη εις την σφαίραν του ανεσπέρου Φωτός, … Το τελευταίον τούτο θα είναι η τελείωσις της θεώσεως, κατά την οποίαν αποκλείεται νέα πτώσις.
Τα σημεία του «πληρώματος της ηλικίας του Χριστού» εν τοις ορίοις της Γης είναι προσευχή ομοία εκείνης του Χριστού εν Γεθσημανή, και θάνατος όμοιος εκείνου του επί του Γολγοθά. Τότε συντελείται η αυθεντική εισαγωγή του ανθρώπου εις την Θείαν αιωνιότητα·
Εν προσευχή ομοία εκείνης της εν Γεθσημανή δίδεται εις ημάς η οντολογική πείρα της «υποστάσεως»· η ομοίωσις δε του θανάτου ημών προς τον θάνατον του }346} Χριστού είναι η οδός της «κενώσεως». Όσον πληρεστέρα είναι η τελευταία αύτη, τοσούτον τελειοτέρα είναι η ανάβασις του πνεύματος ημών εις τον φωτοφόρον χώρον της Προαιωνίου Θεότητος. … Νυν εν Χριστώ δύναται και αυτός να είπη «εγώ ειμι». }347}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου