Ω Συ ο Ών
Ω Θεέ Πατέρα,
Παντοδύναμε Κύριε,
o οποίος μας δημιούργησες και μας έφερες στη ζωή,
Αξίωσε μας να Σε γνωρίσουμε τον μόνον αληθινό Θεό.
Το ανθρώπινο πνεύμα πεινά για γνώση, για γνώση πλήρη
και ακέραιη. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την επιθυμία μας για τη γνώση και
φυσικά η ύψιστη αναζήτηση είναι η γνώση του Πρωτογενούς Όντος, το οποίο ή ο οποίος
πράγματι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενεών ασχολήθηκαν με αυτή
την Πρώτη Αρχή. Οι πατέρες και οι παππούδες μας τον λάτρευσαν κατά διάφορους τρόπους
γιατί δεν γνώριζαν «αυτόν καθώς εστι» (Α’ Ιω. 3,2). Μερικοί (οπωσδήποτε αυτοί ήταν
από τους σοφότερους) ανήγειραν θυσιαστήριο με την επιγραφή «Τω αγνώστω θεώ» (Πράξ.
17,23). Ακόμα και στις μέρες μας συνέχεια αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος καθεαυτός
δεν μας οδηγεί πιο πέρα απ’ το κατώφλι προς το άγνωστο. Μόνον ο Θεός είναι η
αιτία, το μέσον της εισόδου μας σ’ αυτή την ψηλότερη γνώση, αν Αυτός αποκαλύψει
τον εαυτό του.
Το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού οδηγεί το νου σε έρευνα
των αιώνων του παρελθόντος, σε στιγμές εμφανίσεως του Θεού στον άνθρωπο με τον ένα
ή τον άλλο προφήτη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι για μας και για όλον
το χριστιανικό κόσμο σημειώθηκε το πιο σπουδαίο γεγονός στα χρονικά, δηλαδή η
φανέρωση του [//22] Θεού στο Όρος Σινά όπου ο Μωϋσης έλαβε νέα γνώση για το Θείο Όν: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ
Ο ΩΝ» (Έξ. 3,14) – ο Ιεχωβά. Απ’ αυτή τη στιγμή απέραντος ορίζοντας άνοιξε για
το ανθρώπινο γένος κι η ιστορία έλαβε νέα τροπή. Μια πνευματική κατάσταση ενός
λαού είναι αιτία ιστορικών γεγονότων και δεν είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας
το ορατό, αλλά το αόρατο, το πνευματικό. Αντιλήψεις και ιδέες για την ύπαρξη
της ζωής γενικά αναζητούν έκφραση κι έτσι υποκινούν ιστορικά γεγονότα.
Ο Μωϋσής, ο οποίος κατείχε την μεγαλύτερη κατά το
δυνατόν μόρφωση της Αιγύπτου, δεν αμφέβαλε ότι η αποκάλυψη, που τόσο θαυμάσια
του ήλθε, ήλθε από Αυτόν ο Οποίος είχε δημιουργήσει το σύμπαν. Στο όνομα αυτού
του Θεού του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» έπεισε τον Ισραηλιτικό λαό να τον ακολουθήσει. Αφού
περιβλήθηκε με τέτοια ασυνήθιστη δύναμη εκ των Άνω, ενήργησε πάρα πολλά θαύματα.
Στο Μωϋσή ανήκει η αθάνατη δόξα που έφερε το ανθρώπινο γένος πιο κοντά στην αιώνια
αλήθεια. Αφού πείστηκε από την αυθεντικότητα του οράματος, εξέδωκε τις εντολές
του σαν εντολές του Υψίστου. Όλα πραγματοποιήθηκαν στο Όνομα και με το Όνομα
του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ», ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό του. Δύναμη είναι αυτό το Όνομα
και η δύναμη και η αγιότητα είναι ενέργεια που
προέρχεται από το Θεό.
Αυτό το Όνομα ήταν η
πρώτη είσοδος στην «ζώσαν» αιωνιότητα, η ανατολή
της ημέρας της γνώσεως του χωρίς αρχή
Απολύτου σαν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ».
Στο όνομα του Ιεχωβά, ο Μωϋσής εξήγαγε τους ακόμα
πρωτόγονους Ισραηλίτες, από τη δουλεία τους στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της
περιπλανήσεως τους στην έρημο όμως ανακάλυψε ότι ο λαός αυτός ήταν μακριά από
του να είναι έτοιμος, παρά τα πάρα πολλά θαύματα στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας,
και παρά [//23] την μοναδική‐θαυμαστή αποκάλυψη του Αιωνίου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό
καθώς πλησίαζαν στα όρια της Γης της Επαγγελίας. Η δειλή καρδιά τους και η έλλειψη
της πίστης τους ανάγκασε τον Κύριο να δηλώσει ότι κανείς απ’ αυτούς τους
διαποτισμένους με το πνεύμα της Αιγύπτου δε θα δει την «καλήν γην» (Δευτ. 1,32.
35. 38). Θ’ άφηναν τα οστά τους στην έρημο. Ο Μωϋσής ενθάρρυνε και προετοίμασε
τη νέα γενιά πιο ικανή στην αντίληψη του Θεού του αοράτου μεν αλλά αυτού που
κρατά τα πάντα στο χέρι του.
Ο Μωϋσής ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα,
αλλ’ εκτιμάται περισσότερο κυρίως γιατί αντιλήφθηκε ότι η δοσμένη σ’ αυτόν αποκάλυψη παρ’ όλο το μεγαλείο της
και την αξία της, δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Αντιλήφθηκε ότι αυτός, ο οποίος είχε αποκαλύψει τον εαυτό
του ήταν «ο πρώτος και ο έσχατος» (Ησ.
44,6) και δεν μπορούσε να υπάρξει κανείς και τίποτα πριν απ’ αυτόν και μετά απ’
αυτόν. Και έτσι έψαλλε: «Άκουε Ουρανέ και λαλήσω, ακουέτω η Γη τα ρήματα μου» (Δευτ. 32,1). Ο
Θεός εισάκουσε την προσευχή του και αποκάλυψε τον εαυτόν του, όσο μπορούσε ο
Μωϋσής, γιατί ο Μωϋσής δεν μπορούσε να κατανοήσει ολόκληρη την αποκάλυψη. «Εγώ παρελεύσομαι πρότερος σου … (και) ηνίκα δ’ αν παρέλθη μου η δόξα
… (και) σκεπάσω τη χειρί μου επί σε … και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω
μου, το δε πρόσωπον μου ουκ οφθήσεται σοι» (Εξ. 33, 19.22.23).
Το ότι η αποκάλυψη που δέχτηκε ο Μωϋσής δεν ήταν
ολοκληρωμένη είναι φανερό και από την μαρτυρία του στο λαό «Κύριος ο Θεός εγερεί
υμίν προφήτην εκ μέσου υμών … αυτού ακούετε». Επίσης: «Κύριος είπε προς [//24] με … προφήτην αναστήσω
αυτοίς εκ των αδελφών αυτών ώσπερ σε και δώσω το ρήμα μου εν τω στόματι αυτού,
και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντέλωμαι αυτώ» (Δευτ. 18,15.18). Κατά την Παλαιά
Διαθήκη όλο το Ισραήλ περίμενε την έλευση του προφήτη για τον οποίον «ο Μωϋσής έγραψεν»
(Ιωάν. 5,46). Ο προφήτης κατ’ εξοχήν «Ούτος ο Προφήτης» (Ιωάν. 1,21). Ο
Ισραηλιτικός λαός περίμενε τον ερχομό του Μεσσία που «όταν έλθη εκείνος
αναγγελεί υμίν πάντα» (Ιωάν. 4,25).
«Ελθέ και ζήσον εν ημίν, ίνα ίδωμεν σε» ήταν η συνεχής κραυγή του αρχαίου
Ισραήλ. Από αυτό το όνομα «Εμμανουήλ» ερμηνευόταν «Ο Θεός μεθ’ ημών» (Ησ. 7,14
Ματθ. 1,23).
Έτσι για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο
του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο
ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς
Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους
μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες.
Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιας νέας περιόδου στην ιστορία
του
ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο
της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα
αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.
Δόθηκε στο Μωϋσή η χάρη να γνωρίσει ότι το απόλυτο
πρωτογενές Όν δεν είναι μια γενική οντότητα, κάποια απρόσωπη υπερπροσωπική
κοσμική πορεία, αλλά εξ ολοκλήρου υπερβατικό «μη Όν». Αποδείχτηκε σ’ αυτόν, ότι
αυτό το Όν είχε προσωπικό χαρακτήρα, ότι ήταν ζων και ζωοδότης Θεός. Ο Μωϋσής όμως
οπωσδήποτε δεν έλαβε μια καθαρή όραση. Αυτός δεν είδε το Θεό [//25] όπως τον είδαν οι απόστολοι
στο Όρος Θαβώρ· «Μωσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον ού ήν ο Θεός» (Εξ. 20,21). Τούτο
μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλλότροπα, αλλά το βάρος πέφτει στον άγνωστο χαρακτήρα
του Θεού, αν και κατά ποια έννοια και με ποια σχέση του χαρακτήρα, δεν μπορούμε
να είμαστε βέβαιοι. Ενδιαφερόταν ο Μωϋσής, παρά το αδύνατο της γνώσεως της ουσίας
του Θείου Όντος; Σκέφτηκε ότι: Αν ο Θεός είναι πρόσωπο,
τότε δεν μπορεί Αυτός να είναι αιώνια μόνος στον Εαυτό του, γιατί πώς μπορεί να
υπάρχει αιώνια μεταφυσική μοναξιά; Ήταν έτοιμος ο Θεός να τους οδηγήσει, αλλά
πού και για ποιό σκοπό; Τί είδους αθανασία προσέφερε; Όταν έφτασε ο λαός στα όρια
της Γης της Επαγγελίας, ο Μωϋσής πέθανε.
Κι έτσι Αυτός εμφανίστηκε. Αυτός στον οποίο ο κόσμος
χρωστούσε τη δημιουργία του· εκτός όμως από σπάνιες εξαιρέσεις, «ο κόσμος αυτόν
ουκ έγνω» (Ιωάν. 1,10). Το γεγονός ήταν ανυπολόγιστα πάνω απ’ την αντίληψη ενός
συνηθισμένου ανθρώπου. Ο πρώτος που τον αναγνώρισε ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
και γι’ αυτό ειπώθηκε γι’ αυτόν ότι ήταν «ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών» και
το τέλος του νόμου και των προφητών (Ματθ. 11,9‐13).
Ο Μωϋσής, σαν άνθρωπος, είναι φανερό ότι χρειαζόταν
ορισμένες αποδείξεις δυνάμεως και αυθεντίας που θα του παραχωρούνταν, αν ήθελε
να εντυπωσιάσει τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ακόμα είχαν ροπή προς την
ειδωλολατρεία, και να τους αναγκάσει να δεχτούν τη διδασκαλία του. Αλλά είναι
αδύνατο για εμάς τους χριστιανούς να διαβάσουμε τα πρώτα βιβλία της Παλαιάς
Διαθήκης χωρίς να τρομάξουμε. Στο όνομα του Ιεχωβά όλη όσοι αντιστάθηκαν στον
Μωϋσή υπέφεραν φοβερά αντίποινα, ακόμη πολλές φορές και θανατώθηκαν. Το όρος [//26] Σινά «κεκαυμένω πυρί» και
ο λαός οδηγήθηκε δια
«γνόφου και σκότους και θυέλλης» εις «σάλπιγγος ήχον και φωνήν ρημάτων», πράγματα
που δεν μπορούσαν να υποφέρουν (Εβρ. 12, 18‐20).
Το αντίθετο έγινε με το Χριστό. Ήρθε με άκρα πραότητα,
φτωχότερος των φτωχών «μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι». Δεν είχε καμιά αυθεντία,
ούτε στην πολιτεία, ούτε στη Συναγωγή, από αποκάλυψη εκ των άνω. Δεν πολέμησε
τους αντιπάλους του. Και απομένει σ’ εμάς να τον αναγνωρίσουμε σαν παντοκράτορα
ακριβώς γιατί «εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. 2,7), αφού υπέστη
τελικά μαρτυρικό θάνατο.
Σαν Δημιουργός και αληθινός Κύριος όλων των όντων,
δεν είχε ανάγκη ν’ ασκήσει βία, ή ανάγκη να χρησιμοποιήσει δύναμη για να τιμωρήσει
τους αντιπάλους. Αυτός ήρθε «ίνα σώση τον κόσμον» (Ιωάν. 12,47), ν’ αποκαλύψει
σ’
εμάς τον ένα Αληθινό Θεό. Αποκάλυψε σ’ εμάς το όνομα του Πατέρα. Έδωσε σ’
εμάς το λόγο που έλαβε ο ίδιος από τον Πατέρα. Αποκάλυψε σ’ εμάς το Θεό σαν Φως
που διαλύει κάθε σκοτάδι (Α’ Ιωάν. 1,5). Γνώρισε σ’ εμάς το πιο σπάνιο μυστήριο
απ’ όλα, ότι ο Θεός είναι μια υποστατική ύπαρξη, όχι όμως ένα πρόσωπο αλλά τρία
σε ένα: Η Αγία Τριάδα. Έδωσε σ’ εμάς το βάπτισμα «εν πνεύματι αγίω και πυρί» (Ματθ.
3,11). Στο φως αυτής της γνώσεως μπορούμε να δούμε τώρα την οδό προς την αιώνια
τελειότητα (Ματθ. 5,48).
Ο κόσμος συνεχίζει να σπαρταρά στον φαύλο κύκλο
των υλικών προβλημάτων, οικονομικών, ταξικών, εθνικών και άλλων τέτοιων, γιατί ο κόσμος
αρνείται ν’ ακολουθήσει το Χριστό. Δε θέλουμε να του μοιάσουμε σε όλα, να γίνομε
αδέλφια του και μέσω αυτού αγαπημένοι γιοί του Πατέρα και εκλεκτό κατοικητήριο
του Αγίου Πνεύματος. Κατά την προαιώνια πρόνοια του Θεού για [//27] τον άνθρωπο, προοριζόμαστε
να γίνομε συμμέτοχοι της υπάρξεως του. Να
γίνουμε σαν κι αυτόν καθ’ όλα. Αλλ’ είναι σημαντικό σ’ αυτό το σημείο του σχεδίου
του Θεού να τονίσουμε ότι αποκλείεται
και η ελάχιστη πιθανότητα εξαναγκασμού ή εκ των προτέρων προορισμού. Κι εμείς
σαν Χριστιανοί ποτέ δεν πρέπει ν’ απαρνηθούμε το σκοπό μας, διαφορετικά κινδυνεύουμε
να χάσουμε την έμπνευση ν’ αρπάξουμε τη
Βασιλεία των Ουρανών. Η πείρα αποδείχνει σ’ όλους πολύ καθαρά ότι όταν οι
Χριστιανοί αρχίσουν να ελαττώνουν τον ορίζοντα της αποκαλύψεως που δόθηκε σ’ εμάς από τον Ιησού Χριστό και το Άγιο
Πνεύμα, σιγά‐σιγά παύουμε να ελκυόμαστε από το αποκαλυμμένο σ’ εμάς Φως. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε την
ελπίδα σωτηρίας πρέπει να είμαστε θαρραλέοι. Ο Χριστός
είπε: «Θαρσείτε. Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33). Αυτός νίκησε τον κόσμο, όχι τόσο σαν Θεός αλλά σαν
άνθρωπος. Γιατί πράγματι, στ’ αλήθεια, έγινε
άνθρωπος.
Η γνήσια χριστιανική ζωή βιώνεται «εν πνεύματι και
αληθεία» (Ιωάν. 4,23) κι έτσι εκδηλώνεται σε κάθε τόπο και χρόνο, καθώς οι θείες
εντολές του Χριστού έχουν απόλυτο χαρακτήρα. Με άλλες λέξεις δεν υπάρχουν και
δε μπορεί να υπάρχουν πουθενά στη γη περιστάσεις, οι οποίες να μπορούν να κάνουν
την τήρηση των εντολών αδύνατη.
Στην αιώνια ουσία της η χριστιανική ζωή είναι θείο
Πνεύμα και αλήθεια κι επομένως ξεπερνάει όλους τους εξωτερικούς τύπους. Αλλ’ ο άνθρωπος
μπαίνει σ’ αυτό τον κόσμο σαν tabula rasa (άγραφο χαρτί), για
ν’ «αυξηθή και να κραταιωθή πνεύματι πληρούμενος σοφίας» (Λουκ. 2,40). Και έτσι
εκδηλώνεται η ανάγκη κάποιου είδους οργανώσεως να υποτάξει και να συγκαταλέξει
τον οργανωμένο βίο των ανθρώπων, που βρίσκονται μακριά της ηθικής, [//28] διανοητικής και κυρίως
πνευματικής τελειότητας. Οι εν Χριστώ πατέρες μας και οι απόστολοι που μας δίδαξαν
να τιμούμε τον αληθινό Θεό ήξεραν καλά ότι η ζωή εν Αγίω Πνεύματι ξεπερνά κάθε
γήινο θεσμό· το ίδιο το Άγιον Πνεύμα ακόμη
κατασκευάζει για τον εαυτό του κατοικία, τόπο πραγματικό χρησιμοποιούμενο σαν
δοχείο για την διατήρηση των χαρισμάτων του.
Η κατοικία του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία η οποία διαφύλαξε μέσα
σε αγώνες και βία στο πέρασμα των αιώνων τον πολύτιμο θησαυρό της αλήθειας όπως
αυτή αποκαλύφτηκε από το Θεό. (Δε χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε σ’ αυτό το
σημείο με τους ζηλωτές που προσδίδουν αξία στην εξωτερική μορφή παρά στο
περιεχόμενο). «Ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν· ου δε το Πνεύμα Κυρίου εκεί ελευθερία
… δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν»
(Β’ Κορ. 3,17.18). Η αποστολή της Εκκλησίας είναι να οδηγεί τους πιστούς στη
φωτεινή σφαίρα του Θείου Όντος. Η Εκκλησία είναι το πνευματικό κέντρο του κόσμου
μας που κατευθύνει την καθολική ιστορία του ανθρώπου. Εκείνοι που μέσα από
μακρούς ασκητικούς αγώνες παρέμειναν
πιστοί στις εντολές του Ευαγγελίου αντιλήφθηκαν ότι η ελευθερία τους σαν
γιοί του Θεού δεν ελέγχεται από παραδόσεις του παρελθόντος. Αυτοί στην πορεία
τους μπορούν να περάσουν άνετα μέσα από τις παραδόσεις και τους νόμους. Έχουν
σαν παράδειγμα το Χριστό που εφύλαξε τις εντολές του Πατέρα του χωρίς να παραβεί
το Μωσαϊκό νόμο με όλο «το δυσβάστακτον φορτίον του» (Λουκ. 11,46).
Δια του Χριστού και κατά την επιφοίτηση του Αγίου
Πνεύματος ο Θεός έδωσε σ’ εμάς την πλήρη
αποκάλυψη του εαυτού του. Η ύπαρξη του για μας
τώρα είναι η πρώτη πραγματικότητα, ασύγκριτα καθαρότερη απ’ όλα τα [//29] παρερχόμενα φαινόμενα του
κόσμου. Αισθανόμαστε τη θεία παρουσία του και μέσα μας και έξω από μας, στο ύψιστο
μεγαλείο του σύμπαντος, στο πρόσωπο του ανθρώπου και στην ακτινοβολούσα διάνοια
του. Αυτός διανοίγει τα μάτια μας για να προσέξομε και θαυμάσομε τα δημιουργήματα
του. Γεμίζει τις ψυχές μας με αγάπη
για την ανθρωπότητα. Η απερίγραπτη πραότητα του αγγίζει και διέρχεται την καρδιά
μας. Και στις ώρες που το άσβεστο φως του φωτίζει την καρδιά μας αντιλαμβανόμαστε
ότι δε θα πεθάνουμε. Το γνωρίζουμε αυτό με γνώση που δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί
με τα συνηθισμένα μέσα, που όμως για μας δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, εφ’ όσον
το Πνεύμα το ίδιο μαρτυρεί μέσα μας.
Η αποκάλυψη του Θεού, ως «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» προϋποθέτει
τον προσωπικό χαρακτήρα του απόλυτου Θεού,
που είναι ο πυρήνας της ζωής του. Για να εξηγήσουν αυτή την αποκάλυψη οι Πατέρες
υιοθέτησαν τον φιλοσοφικό όρο υπόσταση, που πρώτιστα και κύρια μεταφέρει την
πραγματικότητα και συνδυάζεται με το αντικείμενο, τον άνθρωπο ή το Θεό. Πολλές
φορές χρησιμοποιήθηκε σαν συνώνυμο της ουσίας (substantia είναι η ακριβής λατινική ερμηνεία). Στην Β’ προς
Κορινθίους Επιστολή (Β’ Κορ. 11,17) η υπόσταση δηλώνει απλή πραγματικότητα και
μεταφράζεται στην αγγλική σαν εμπιστοσύνη ή βεβαιότητα. Στην προς Εβραίους
επιστολή ο όρος περιγράφει το πρόσωπο του Πατέρα «Ός ών … χαρακτήρ της υποστάσεως
αυτού» (Εβρ. 1,3). Σε άλλες αναφορές στην ίδια επιστολή ο όρος ερμηνεύεται με
το Substance
«Νυν πίστις εστί ελπιζομένων υπόστασις»
και με το very being
μοιράζονται το περιεχόμενο της Ελληνικής θεολογικής εκφράσεως Υπόσταση με την έννοια
της προσωπικής διαστάσεως του Being. Στο παρόν κείμενο οι όροι υπόσταση και πρόσωπο (Persona) είναι ταυτόσημοι.
[//30] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)
2. Το αίνιγμα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»
Το πρωτογενές Όν έγινε γνωστό σ’ εμάς με το ΕΓΩ
ΕΙΜΙ Ο ΩΝ (Εξ. 3,13‐ 14). Οπωσδήποτε όμως ο Θέος ευδόκησε με μια ζωντανή συνάντηση
με Αυτόν ν’ αξιολογηθούν σε κάποιο μέτρο οι διακηρύξεις του Θεού που αναφέρονται
στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αυτές οι προοδευτικές αποκαλύψεις των ουρανίων
σφαιρών είναι υψίστου ενδιαφέροντος και σε σύγκριση μαζί τους κάθε άλλο συμβάν
στην ιστορία του κόσμου γίνεται επουσιώδες. Όχι μόνον η κοσμική μας δραστηριότητα
για το καθένα αλλά όλα όσα ο νους μπορεί ν’ αντιληφθεί
για τον απέραντο κόσμο είναι μια προετοιμασία για ένα απερίγραπτο κόσμο είναι
μια προετοιμασία για ένα απερίγραπτο θαύμα της εισόδου του πνεύματος στη ζωντανή
αιωνιότητα σε στενή σχέση με την αγάπη.
Αιώνες πέρασαν προτού γίνει κατανοητό το αληθινό
περιεχόμενο αυτού του εκπληκτικού «ΕΓΩ ΕΙΜΙ». Παρ’ όλη τη ζέση της πίστεως των,
ούτε ο Μωϋσής ούτε οι προφήτες που ήσαν οι κληρονόμοι του μπόρεσαν να εκτιμήσουν
πλήρως την ευλογία που δόθηκε σ’ αυτούς. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό κυρίως από τα
ιστορικά γεγονότα. Αν στρέφονταν προς αυτόν εν Πνεύματι, θα ερευνούσαν στο σκοτάδι.
Όταν εμείς οι γιοί της Καινής Διαθήκης μελετούμε την Παλαιά
Διαθήκη, παρατηρούμε ότι ο Θεός προσπάθησε να δώσει ν’ αντιληφθούν οι προγενέστεροι από μας ότι
αυτό το ΕΓΩ ΕΙΜΙ είναι μια ύπαρξη αλλά συγχρόνως τρία πρόσωπα. Και στις περιπτώσεις
κατά τις οποίες ο Θεός μιλούσε για τον εαυτό του χρησιμοποιούσε το «ημείς».
«Και είπεν ο Θεός ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν» (Γεν.
1,26). «Και Κύριος ο [//31] Θεός είπεν, Ιδού ο άνθρωπος γέγονεν ως είς εξ ημών»
(Γεν. 3,22). Ακόμα πιο εμφανής έγινε στον Αβραάμ· του εμφανίστηκαν τρεις άνθρωποι,
αλλ’ απευθύνθηκε σ’ αυτούς σαν να ήταν ένα πρόσωπο (Γεν. 18,2).
Η απόκτηση της γνώσεως του Θεού είναι μια αργή
πορεία και δεν πραγματοποιείται σ’ όλο της το πλάτος απ’ την αρχή. Γιατί ο Θεός
είναι πάντοτε και σ’ όλες του τις εκδηλώσεις αναλλοίωτα ένας και αόρατος. Ο
Χριστός χρησιμοποίησεν απλή γλώσσα κατανοητή και στον πιο αμαθή, αλλά όσα είπε ήταν
πάνω από την αντίληψη και του πιο σοφού απ’ τους ακροατές του. «Πριν Αβραάμ γενέσθαι
εγώ ειμι» (Ιωάν. 8,58). «Εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμέν» (Ιωάν. 14,23). «Και ερωτήσω
εγώ τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν,
ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιωάν. 14,16). Έτσι παρουσιάζεται ένα
τρίτο πρόσωπο, «το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος
μαρτυρήσει περί εμού» (Ιωάν. 15,26).
Είδαμε ότι ο Χριστός σταδιακά άρχισε να ομιλεί για
τον Πατέρα, και κατά το τέλος της επίγειας ζωής του μίλησε για το Άγιο Πνεύμα.
Αρχικά οι μαθητές δεν εννόησαν γιατί μιλούσε, αλλά και αυτός καμιά προσπάθεια
δεν έκανε να τους εξηγήσει για την εικόνα αυτού του Θείου Όντος. «Έτι πολλά έχω
λέγειν υμίν αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι»
(Ιωάν. 16,12). Αντί γι’ αυτό υπέδειξε πώς μπορούν ν’ αποχτήσουν ακριβή γνώση «εάν
υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ … γνώσεσθε την αλήθειαν» (Ιωάν. 8,31.32). «Το
Πνεύμα το Άγιον … διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν» (Ιωάν.
14,26). «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν»
(Ιωάν. 16,13). Και
ήρθε και αποκάλυψε σ’ εμάς [//32] σ’ εμάς την πληρότητα της θείας αγάπης, αλλά το δώρο ήταν τεράστιο για την αντίληψή
μας. Όμως δεν αποσύρεται αλλά περιμένει με υπομονή εμάς να τον αγαπήσομε, τον
Χριστόν «την Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α’ Κορ. 1,24) όπως αυτός μας αγάπησε.
«Τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, Πνεύμα εστι και ζωή
εστι» (Ιωάν. 6,63). Αυτήν ακριβώς τη ζωή πρέπει να επιδιώκομε τώρα, ζωή που δίνεται
εκ των άνω, με την προσοχή, που έρχεται κάτω σ’ εμάς μέσω της αγάπης, και με
την επαρκή γνώση του πρωτογενούς Όντος.
Πώς μπορεί κανείς να περιγράψει την κατάσταση του
πνεύματος στο οποίο ο Θεός αποκαλύπτεται
ωσάν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ»; Το πλησίασμα του στην καρδιά κάποιου είναι τόσο ψηλαφητό ώστε
η εν αυτώ χαρά είναι σαν φως. Είναι γλυκός και ευγενής, και μπορώ να μιλήσω σ’
αυτόν ιδιαίτερα, πρόσωπο προς πρόσωπο,
ν’ απευθυνθώ σ’ αυτόν: «Συ ο οποίος υπάρχεις» και συγχρόνως να αισθανθώ ότι
αυτό το «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» και το «Συ ο Οποίος είσαι» είναι το όλο Όν, η όλη ύπαρξη.
Αυτός είναι αγέννητος, αυτοΰπαρξη, αυτάρχης, Αυτός είναι πρόσωπο κατ’ απόλυτη έννοια.
Το συνειδός του διέρχεται ολόκληρη την ύπαρξη. «Ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ό
ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται … ουχί δύο στρουθία ασσαρίου
πωλείται; Και έν εξ αυτών ου πεσείται επί της γης άνευ του πατρός υμών, υμών δε
και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματθ. 10,26.29.30). «Και ουκ
έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις
οφθαλμοίς αυτού προς όν υμίν ο λόγος» (Εβρ. 4,13). Κάθε στιγμή της ζωής μας, κάθε
παλμός της καρδιάς μας είναι στα χέρια του. Αυτός είναι η αλήθεια είναι «το φως
… και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,5), και δεν υπάρχει κανένας και τίποτα
που να μπορεί να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα
του.
[//33] ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ. Πράγματι
αυτός είναι ο Υπάρχων. Αυτός μόνος ζει στ’ αλήθεια. Κάθετι που κάλεσε στη ζωή
από την άβυσσο της ανυπαρξίας υπάρχει μόνο με τη θέληση του. Η προσωπική μου ζωή
μέχρι την μικρότερη λεπτομέρεια της προέρχεται αποκλειστικά απ’ αυτόν. Γεμίζει
τις ψυχές μας, προσδένοντας αυτές πιο σταθερά στον εαυτό του. Η ενσυνείδητη
επαφή με αυτόν χαρακτηρίζει τον άνθρωπο
για πάντα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν απομακρύνεται από το Θεό της αγάπης, τον
οποίο ήρθε να γνωρίσει. Αναγεννιέται το Πνεύμα του. Απ’ αυτό το σημείο, έχει τη
ροπή να βλέπει παντού την καθορισμένη φυσική πορεία και ν’ αντιλαμβάνεται τα πάντα στο φως του προσώπου του Θεού. Η γνώση
του προσωπικού Θεού δημιουργεί χωρίς
αμφιβολία ένα προσωπικό χαρακτήρα. Το όμοιο αναγνωρίζει το όμοιο. Υπάρχει
ένα τέλος στην θανατηφόρα ανιαρότητα του απρόσωπου. Η
γη, ολόκληρο το σύμπαν μαρτυρεί γι’ Αυτόν. (Ψαλμ. 69,34). «Υμνείτε αυτόν ο ουρανός και η γη, η θάλασσα και πάντα
τα εν αυτή». Και να, αυτός ο ίδιος ζητά να είναι μαζύ μας, να δώσει σ’ εμάς την
αφθονία της ζωής του (Ιωάν. 10,10). Και εμείς από την πλευρά μας, διψάμε γι’
αυτό το δώρο.
Η ψυχή τον γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να τον περιλάβει
και εκεί βρίσκεται ο πόνος της. Οι μέρες μας είναι γεμάτες από επιθυμία να
μπουν στη Θεία σφαίρα, μέχρι
και του τελευταίου
ιστού της υπάρξεως
μας. Η προσευχή μας
πρέπει να είναι φλογερή. Και πολύπλευρη είναι η πείρα ότι μας δίνεται το
ζητούμενο. Στις καρδιές μας υποκειμενικά φαίνεται ότι αυτή η πείρα δεν επιδέχεται
καμιά αμφιβολία καθ’ όσον ελέγχεται από την αγάπη, της οποίας το άγγιγμα αισθανόμαστε.
Αλλά παρά το γεγονός του εναγκαλισμού όλων απ’ την αγάπη, παρά το γεγονός του
Φωτός, μέσα στο οποίο εμφανίζεται η αγάπη, δεν είναι [//34] μόνο σφάλμα αλλά και επικίνδυνο
να βασιζόμαστε αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτό. Από την αγία Γραφή γνωρίζομεν ότι
η υπέραγνη παρθένος Μαρία έτρεξε στην εξαδέλφη της Ελισάβετ ν’ ακούσει από τα
χείλη της αν η αποκάλυψη που δέχτηκε ήταν αληθινή, ότι δηλαδή ο γιος τον οποίο
θα έφερνε στον κόσμο θα ήταν τόσο μεγάλος ώστε να ονομασθεί Υιός του Θεού του
Υψίστου και που η βασιλεία του δε θα είχε τέλος (Λουκ. 1,32.33). ο απόστολος Παύλος
που αρπάχθηκε στον παράδεισο και άκουσε άρρητα ρήματα (Β’ Κορ. 12,4) μας δίνει άλλο
παράδειγμα: «Ηυδόκησεν ο Θεός … αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί» (Γαλ. 1,16),
όμως, δυό φορές ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ για να δει τον Πέτρο και τους άλλους
«κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσι» και να θέσει υπ’ όψη τους το Ευαγγέλιο που κήρυττε
«μήπως εις κενόν τρέχω ή έδραμον» (Γαλ. 2,12). Η ιστορία της Εκκλησίας μπορεί
να μας δώσει πολλά τέτοια παραδείγματα, ώστε να διδαχθούμε να ρωτάμε αυτούς που
έχουν μεγαλύτερη πείρα να κρίνουν αν η περίπτωσή μας δεν είναι απλώς φαντασία
αλλά χάρη που προέρχεται εκ των άνω. Πρέπει να ψάχνουμε για μάρτυρες στους οποίους
μπορούμε να βασιστούμε και οι οποίοι βρίσκονται μόνο στην Εκκλησία, που η ηλικία
και η μακροχρόνια πείρα της είναι ασύγκριτα πλουσιότερη από την ατομική μας. Τέτοιοι
στο παρελθόν ήταν οι απόστολοι που αποθησαύρησαν για μας τη γνώση του έλαβαν
κατευθείαν από το Θεό στα Ευαγγέλια και τις Επιστολές. Ακολούθησε μια σειρά πατέρων,
διδασκάλων και ασκητών, που μέσω των αιώνων μετέδιδαν το πνεύμα της ζωής και
πολλές φορές κατέγραφαν τη μαρτυρία τους στα συγγράμματα τους. Πιστέυουμε ότι
σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή είναι δυνατό να βρεθούν ζωντανοί μάρτυρες της
γνώσεως του Θεού και μέχρι του τέλους του ανθρωπίνου γένους δε θα λείψουν. Μόνο
μετά τη βεβαίωση [//35] από έγκυρη πηγή μπορούμε να βασισθούμε στην πείρα μας την προσωπική, και ακόμα
και τότε όχι εξ ολοκλήρου. Το πνεύμα μας δεν πρέπει να είναι βραδύ στους παλμούς
του σε σχέση με το Θεό. Και σε κάθε βήμα μας είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι η
μόνωση δια της αυτοεμπιστοσύνης είναι φορτωμένη με την πιθανότητα ν’ αμαρτήσουμε
απέναντι στην Αλήθεια. Έτσι δεν πρέπει να παύσουμε να προσευχόμαστε θερμά στο Άγιο
Πνεύμα να φυλάει τα βήματα μας από τα μονοπάτια του ψεύδους.
Από την εποχή των αποστόλων οι πιστοί ζουν στην
προσευχή τους την μόνη πραγματικότητα του Ενός Θεού στα πρόσωπα του Πατέρα, του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ανθρώπινη γλώσσα ποτέ δεν βρήκε ικανοποιητική
λογική ορολογία για να εκφράσει την πνευματική εμπειρία και τη γνώση του Θεού όπως
διακηρύσσεται από τον ίδιο τον Θεό. Όλες οι λέξεις τις οποίες η νέα γνώση και η
νέα ζωή διαβίβασε από γενιά σε γενιά περιέχουν ως ένα σημείο, μια γνήσια θεώρηση
του Θεού. Ας λάβομε σαν παράδειγμα δύο από τους τύπους του ορισμού της ενότητας.
Στον ένα τονίζεται γενικότερα κάπως υπερβολικά η ενότητα της
υποστάσεως. Ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν μια απόλυτη αντικειμενικότητα σε
τρία απόλυτα υποκείμενα. Μεταφέροντας την έμφαση από τον όρο υπόσταση στον όρο
πρόσωπο –που είναι πλησιέστερος στην αποκάλυψη του ΕΓΩ ΕΙΜΙ– ο δεύτερος τύπος
ερμηνεύει το ΕΓΩ ΕΙΜΙ σαν το Απόλυτο υποκείμενο θεωρούμενο στο καθαυτό Εγώ,
Σεις, Εμείς. (Αυτή είναι η θεωρία που αναπτύσσει ο καθηγητής
S. Bulgakov στα κείμενα του). Ο πρώτος τύπος που έχει σκοπό
να δηλώσει το πλήρωμα της Θεότητας σε κάθε υπόσταση κλίνει όπως ήταν επόμενο
στο διαχωρισμό των τριών. Ο δεύτερος τύπος, στον οποίο η προσωπική αρχή είναι
βασική, οδηγεί [//36] στη σύγχυση των προσώπων.
Η Εκκλησία αντιμετώπισε την ανεπάρκεια της γλώσσας,
επιστράτευσε αρνητικούς τύπους, διδάσκοντας μας να θεωρούμε τα πρόσωπα της Τριάδος
χωρίς να συγχέομε τα πρόσωπα ούτε να διαιρούμε την υπόσταση. Όπου όμως τίθεται
το θέμα της ενσαρκώσεως του Λόγου ο τύπος περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με τις
προσθήκες «αναλλοιώτως» (ο Θεός εν σαρκί) «αδιαιρέτως» (ένας ολοσχερώς … δια
της εν τω προσώπω ενότητος) (Αθανασιανό σύμβολο). Έτσι ο νους που λειτουργεί
ορθολογικά χειραγωγείται σταθερά χωρίς να μπορεί να κινηθεί προς την μια ή την άλλη
πλευρά σαν ένα σώμα καρφωμένο σε σταυρό.
Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά
ζωντανής πείρας· στην καθαρή προσευχή ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα φαίνονται
στην συνυποστατική τους ενότητα.
Το Ευαγγέλιο λέει· «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον,
ώστε τον υιόν αυτού το μονογενή έδωκε, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται,
αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3,16). Το Άγιο Πνεύμα μας εισάγει στο βασίλειο
της Θείας αγάπης, και όχι μόνο ζούμε αυτή την αγάπη, αλλ’ αρχίζομε ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι αν ο Θεός, ο πρώτος και
ο Έσχατος, ήταν Μονοϋπόστατος (δηλαδή ένα πρόσωπο), δεν θα μπορούσε να είναι αγάπη.
Ο Μωϋσής που ερμήνευσε την αποκάλυψη ΕΓΩ ΕΙΜΙ σαν έννοια μιας υποστάσεως έδωσε
στο λαό το Νόμο. Όμως «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάν.
1,17). Η Τριάδα είναι ο Θεός της αγάπης. «Η αγάπη του Πατρός η οποία σταυρώνει,
η αγάπη του Υιού που σταυρώνεται, και η αγάπη του Αγίου Πνεύματος η οποία ενίκησε».
(Μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος).
Ο Ιησούς
«ειδώς ότι ελήλυθε» η ώρα αυτού «ίνα μεταβή εκ του κόσμου [//37] τούτου προς τον Πατέρα,
αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάν. 13,1). Αυτός είναι ο Θεός μας,
και ουδείς όμοιος του. Ο άνθρωπος ο οποίος
με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχει λάβει πείρα της πνοής της αγάπης του γνωρίζει
με όλη του την ύπαρξη ότι τέτοια αγάπη είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του
Τριαδικού Θεού που αποκαλύφθηκε σ’ εμάς
κατά τον ακριβή τύπο του Απόλυτου Όντος. Ο Μονοϋπόστατος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης
και (αρκετά μετά την Καινή Διαθήκη) ο Θεός του Κορανίου δεν γνωρίζει την αγάπη.
Η αγάπη είναι για να ζει εντός και για τον αγαπώμενο
του οποίου η ζωή γίνεται ζωή μας. Η αγάπη οδηγεί στην
μοναδικότητα του Όντος. Έτσι και στην Αγία Τριάδα. «Ο Πατήρ ηγάπησε τον Υιόν»
(Ιωάν. 3,35). Αυτός ζη εν τω Υιώ
και εν
τω Αγίω Πνεύματι. Και ο Υιός «μένει
εν τη αγάπη του Πατρός»
(Ιωάν. 15,10)
και εν τω Αγίω Πνεύματι. Και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα
και ζη εν Αυτώ και αναπαύεται εν τω Υιώ. Αυτή η αγάπη κάνει
το σύνολο του Θείου Όντος μονάδα αιώνια. Κατά τον τύπο αυτής της ενότητας
το ανθρώπινο γένος πρέπει να γίνει ένας άνθρωπος. («εγώ και ο Πατήρ μου έν εσμέν»
(Ιωάν. 10,30)). «Ίνα πάντες έν ώσε καθώς συ πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και
αυτοί εν ημίν έν ώσι» (Ιωάν. 17,21)1.
Η εντολή του Χριστού είναι η προέκταση της ουράνιας
αγάπης στα γήινα όρια. Αναλογιζόμενος το περιεχόμενό της εξομοιώνει τη ζωή του
ανθρώπινου γένους με τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Η χαραυγή της κατανοήσεως αυτού
του μυστηρίου έρχεται με την προσευχή για όλο [//38] τον κόσμο σαν ένα άνθρωπο. Σ’ αυτή την προσευχή
ζει κανείς την συνυποστατικότητα του ανθρωπίνου γένους. Είναι αναγκαίο να
προχωρούμε από αφηρημένες ιδέες σε υπαρκτές δηλαδή οντολογικές κατηγορίες.
Μέσα στη ζωή της Τριάδας, κάθε υπόσταση είναι φορέας
της πληρότητας του Θείου Όντος. Και επομένως δυνάμει ίση με την Τριάδα σαν σύνολο.
Για να πετύχουμε την πληρότητα του Θεού‐ανθρώπου πρέπει να γίνουμε δυνάμει ίσοι
με την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αληθινή έννοια της δευτέρας
εντολής που είναι πραγματικά
«ομοία της πρώτης» (Ματθ. 22,39).
Αυτή η ακεραιότητα της αποκαλύψεως που δόθηκε σ’ εμάς είναι ανεξάντλητη. Ως δημιουργήματα
δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τελικά, πλήρως, το αδημιούργητο πρώτον Όν κατά
τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός γνωρίζει
εαυτόν. Ο Άγιος
Παύλος όμως οπωσδήποτε
προσβλέπει με ελπίδα:
«βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι … άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε
δε επιγνώσομαι καθώς επεγνώσθην» (Α’ Κορ. 13,12).
Στην ιστορία του χριστιανικού κόσμου παρατηρούμε δύο
θεολογικές τάσεις: Την πρώτη, που διήρκησε επί αιώνες, να συμβιβάζει τις αποκαλύψεις
τις αναφερόμενες στον Τριαδικό Θεό, με τον δικό μας τρόπο σκέψεως. Την άλλη που
μας καλεί σε μετάνοια, σε μια ριζική μεταμόρφωση όλης της υπάρξεως μας, με μια
ζωή σύμφωνη με το Ευαγγέλιο. Η πρώτη είναι αξιέπαινη και ιστορικά αναγκαία, αλλ’
αν χωριστεί από
τη ζωή είναι
καταδικασμένη σε αποτυχία.
«Είπεν ο Ιησούς … εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου
αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν.
14,23). Αυτός είναι ο χριστιανικός τρόπος γι’ απόκτηση της τέλειας γνώσεως. Η
εντός ημών κατοίκηση του Πατρός και του Υιού και αδιαιρέτως από
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου