Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ




Επιστολή 28

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Η τραγωδία του ανθρώπου αποτελεί σκληρή πραγματικότητα. Η πάλη για την εσωτερική ελευθερία. Η «πάλη» με τον Θεό για την ειρήνη. Η αφομοίωση και
ομοίωση με τον Χριστό. Το αδύνατο της χωρίς δογματική βάση πίστεως, του χωρίς Εκκλησία και άσκηση χριστιανισμού. Η στενότητα των ομολογιακών πλαισίων. Εκκλησία, δόγμα και ασκητική αποτελούν ενιαία πραγματικότητα. Η ιεραρχία των πνευματικών αξιών. Οι θετικές και αρνητικές μορφές του ασκητισμού. Σε τί συνίσταται η ορθόδοξη παράδοση.
Καλύβη Αγίας Τριάδος, 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1945 1
Χριστός εν τω μέσω ημών! Αγαπημένε εν Κυρίω πάτερ Δημήτριε, Ειρήνη σοι παρά Κυρίου.
Ποτέ δεν σε ξεχνώ. Συχνά, πολύ συχνά, στρέφομαι με τη σκέψη μου σε σένα. Μετά από πολλές ημέρες που χάθηκαν μέσα στο σάλο της πυρκαγιάς και των άλλων βιοτικών μεριμνών, διαθέτω τελικά χρόνο για να σου γράψω, αν και βρίσκομαι ακόμη σε κατάσταση ψυχικής κοπώσεως.
Παραμέρισες από την ψυχή σου, όπως γράφεις, «το αίσθημα του τραγικού χαρακτήρα της πνευματικής ζωής».
Κι εγώ επίσης κάνω το ίδιο κατά διαστήματα. Κλείνω [//297] τα μάτια, περιορίζω τις αισθήσεις μου, για να μην αντικρίζω το ανθρώπινο είναι, που μου φαίνεται πραγματικά τραγικό στα όρια του κόσμου αυτού. Το κάνω αυτό, όταν αποκάμνει η ψυχή μου, όταν πονά αφόρητα η καρδιά μου. Όταν όμως τα ανοίγω πάλι μετά από κάποια ανάπαυλα, τότε εκ νέου, κάποτε με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα και ένταση, βλέπω συνέχεια την ίδια βαθειά τραγωδία.
Σκέπτομαι πως και συ μόνο για λίγο μπορείς να αποσυρθείς από αυτή τη φοβερή, εξουθενωτική θέα, και ύστερα επιστρέφεις αναγκαστικά πάλι σε αυτήν, γιατί δεν αποτελεί απλώς μια ιδέα, ένα οικοδόμημα νοσηρής φαντασίας, αλλά πρόκειται για την ίδια, την σκληρή πραγματικότητα. Το τραγικότερο σε όλα αυτά δεν είναι, μου φαίνεται, ότι οι άνθρωποι πάσχουν πολύ, αλλά ότι πεθαίνουν, χωρίς να γνωρίσουν τον Θεό.
Αναφέρεις: «Η προσπάθεια να περιορισθώ στα αποκλειστικά πλαίσια μιας ομολογίας εξασθενεί μέσα μου κάθε θρησκευτική πίστη. Καθιστά ακατανόητη και άκυρη στη συνείδησή μου τη σχέση της αγάπης και της πρόνοιας του Θεού προς την ανθρωπότητα στο σύνολό της».
Για μένα επίσης μεταξύ της ευαγγελικής ρήσης ότι «ο Θεός αγάπη εστίν»2 από τη μια πλευρά, και των πεπρωμένων της ανθρωπότητος από την άλλη, όπως





1 Η Επιστολή αυτή, όπως και η προηγούμενη, αποτελεί απάντηση στην Επιστολή 7 του Δ. Μπάλφουρ (21 Ιουλίου 1945). Βλ. Παράρτημα ΙΙ,7: «Αφύπνιση», σσ. 389‐392.
2 Α’ Ιωάν. 4,8.


εννοούνται μέσα στα όρια του κόσμου αυτού, περικλείεται μια μεγάλη αντίφαση. Δεν νομίζω όμως ότι η απομάκρυνσή μου από την Εκκλησία θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση της.
Όπως εσύ, έτσι κι εγώ βρίσκομαι σε διαρκή πάλη για την εσωτερική μου ελευθερία, σε συνεχή αναζήτηση λύσεως πολλών αντιφάσεων και αποριών. Η πάλη αυτή παίρνει κατά καιρούς μέσα μου το χαρακτήρα πάλης με τον ίδιο τον Θεό, παρόλη τη συνείδηση της άκρας μηδαμινότητός μου.
[//298] Κάποτε προσεύχομαι με ήρεμο θρήνο, συχνά όμως ως παράφρων παλεύω, επιμένω, απαιτώ, ερίζω, σχεδόν γίνομαι βλάσφημος.
Παρόλο τον θεομάχο χαρακτήρα της ζωής μου, αγαπώ τον Θεό ως τα έσχατα βάθη της υπάρξεώς μου και αφήνω σε Αυτόν την τελευταία κρίση, γιατί Αυτός διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου.
Η αγάπη προς τον κόσμο, προς τον άνθρωπο, με ωθεί στην πάλη με τον Θεό. Αφήνω το πνεύμα αυτό της πάλης με τον Θεό να ενεργήσει στην ψυχή ελεύθερα και παρατηρώ πως όταν συναντήσει κάποιο αδιαπέραστο τείχος, πέφτει συντετριμμένο, και τότε πείθομαι ότι η αγάπη μου για τον Θεό είναι ακόμη βαθύτερη.
Παλεύω με τον Θεό, ερίζω μαζί Του, τον στενοχωρώ με τη θρασύτητά μου στην πάλη για τα πεπρωμένα των ανθρώπων, αλλά τελικά, όποια και αν είναι η μοίρα όλης της ανθρωπότητος, όλου του κόσμου, όλης της κτίσεως, τον Θεό αγαπώ με μοναδική, αληθινή και αιώνια αγάπη.
Χιλιάδες φορές έλαβε χώρα στην ψυχή μου σκληρή πάλη, αλλά πάντοτε νικούσε η αγάπη του Χριστού, έτσι ώστε κι εγώ ως ένα βαθμό μπορώ να επαναλάβω τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Πέπεισμαι … ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών»3.
Πριν λίγο καιρό σου έγραψα ότι σταμάτησα να αναζητώ τον Θεό. Το μόνο πράγμα που επιθυμώ είναι κατά κάποιον τρόπο, έστω και ελάχιστα, να ομοιωθώ εσωτερικά με τον Χριστό και να αφομοιωθώ από Αυτόν. Θέλω να γνωρίσω, έστω και εν μέρει, έστω και ελάχιστα, να ζω [//299] έτσι, όπως ζούσε ο Κύριος, να γνωρίσω την ενότητα της αγάπης προς τον Πατέρα και προς τον άνθρωπο. Στα όρια αυτής της ζωής οι δύο αυτές εντολές είναι για μας ασυμβίβαστες στην πληρότητά τους. Αγαπώντας τον Θεό, υπηρετώντάς Τον, απομακρύνομαι από τον πλησίον, διακονώντας τον πλησίον, λησμονώ τον Θεό ή απομακρύνομαι από Αυτόν ή ακόμη γίνομαι και εχθρός Του. Γι’ αυτό ακριβώς και η εικόνα του απαράμιλλου Χριστού με ελκύει ασυγκράτητα κοντά Του, η εικόνα Εκείνου που ταύτισε τέλεια τη μια με την άλλη αγάπη και έτσι μας υπέδειξε το νόμο του αιώνια αυθεντικού είναι.






3 Ρωμ. 8,38‐39.


Δεν επιζητώ τώρα κάποιο ακατανόητο, αόριστο, απρόσωπο, αιώνιο είναι, κάποιον «άγνωστον Θεόν»4. Ο Θεός και το αιώνιο είναι μου δόθηκαν με απόλυτα συγκεκριμένη μορφή στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτόν τον Χριστό αναζητώ, δηλαδή με Αυτόν ποθώ να ομοιωθώ και από Αυτόν να αφομοιωθώ. Όταν παρά  τη συναίσθηση της άκρας αναξιότητός μου προσεύχομαι σε Αυτόν, τότε από την ένταση της προσευχής αυτής ενοποιείται όλο μου το είναι, η ψυχή, το σώμα, ο νους, η καρδιά και όλα τα μέλη του σώματος, ακόμη και τα οστά μου· όλα μέσα μου, εμβρόντητα από την ένταση, κατά κάποιον τρόπο συστέλλονται. Αλλάζει η αναπνοή. Τόσο ισχυρά και ασυγκράτητα προσελκύει ο Χριστός στον Εαυτό Του την ψυχή, όλον τον άνθρωπο!
Ο Χριστός, τον Οποίο μου έδωσε η Εκκλησία!
Δεν καταφρονώ κανένα μέσο που συντελεί στην ένωσή μου με τον Χριστό. Αλλά είναι άραγε δυνατό να βρούμε κάπου έξω από την Εκκλησία  σε μεγαλύτερη αφθονία αυτά τα μέσα;
Στην Εκκλησία έχω τον ενσαρκωθέντα Θεό με τρόπο, [//300] ώστε να τρώμε και να πίνουμε τον Θεό, να αναπνέουμε τον Λόγο Του. Με το Όνομά Του, τον Λόγο Του, τη δύναμή Του τελούμε τα μυστήρια. Και τα μυστήρια αυτά δεν αποτελούν κάποια απλά μόνο σύμβολα, αλλά αληθινή πραγματικότητα. Και όλη η πείρα αυτό μαρτυρεί τόσο ολοφάνερα!
Η σκέψη μου είναι απλή. Δεν είναι όμως ίσως εύκολο να την διατυπώσω, γιατί δεν ξέρω τί πρέπει να πω, για να μη σε επιβαρύνω με περιττά λόγια. Δεν με θεώρησες άξιο της πλήρους εμπιστοσύνης σου. Περισσότερο εγώ εμπιστεύομαι τον εαυτό μου σε σένα.
Υποθέτεις ότι εγώ δεν έζησα την εμπειρία εκείνη που σου δόθηκε τώρα, και γι’ αυτό δεν θα μπορέσω να σε καταλάβω, αλλά ότι απλούστατα θα χλευάσω με ομολογιακό φανατισμό τον άγιο χαρακτήρα αυτού που εσύ βίωσες.
Αλλά όπως εσύ λες ότι είσαι «έτοιμος να ακούσεις με προσοχή τη γνώμη μου», έτσι κι εγώ είμαι έτοιμος με αγάπη να ακούσω όλα όσα και αν είχες να μου πεις.
Αν εγώ είμαι πάντοτε έτοιμος, μάρτυς μου ο Θεός, να σου παραδώσω ανιδιοτελώς όλα όσα έχω από αγάπη εν Χριστώ, τότε και εσύ, αν ανακάλυψες κάτι μεγαλύτερο από εκείνο που εγώ γνωρίζω, κάνε τον κόπο να το μεταδώσεις και σε μένα. Τρία πράγματα δεν μπορώ να κατανοήσω:
1)  πίστη χωρίς δόγμα
2)  χριστιανισμό έξω από την Εκκλησία
3)  χριστιανισμό χωρίς άσκηση.
Και τα τρία αυτά, Εκκλησία, δόγμα και ασκητική, δηλαδή χριστιανική άσκηση, συνιστούν για μένα ενιαία ζωή.
Μου φαίνεται, άδικο να νομίζουμε ότι στην Εκκλησία όλα πρέπει να είναι,
όπως λες, «σύμφωνα με τη γνώμη μας».





4 Βλ. Πράξ. 17,23.


Όταν μιλάς για τη στενότητα των ομολογιακών πλαισίων, σε καταλαβαίνω. Κι εγώ χιλιάδες φορές έζησα και ζω στενοχώριες, αλλά τις υπομένω, γιατί από την Εκκλησία δέχομαι και θετικά δώρα.
[//301] Ο ασκητισμός, δηλαδή ο πνευματικός αγώνας και η άσκηση, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο όχι μόνο όλων των γνωστών θρησκειών της ιστορίας, αλλά και γενικά κάθε ανθρώπινου πολιτισμού.
Στη βάση κάθε ασκητικής παράδοσης υπάρχει απαραίτητα το ένα ή το άλλο δόγμα (θεωρία).
Κάθε θρησκεία –ειδωλολατρία, ιουδαϊσμός, μωαμεθανισμός, πανθεϊσμός, χριστιανισμός– διαθέτει τη δική της ασκητική παράδοση, που διακρίνεται από τις άλλες, και η διαφορά αυτή προσδιορίζεται από τη διαφορά των δογματικών αντιλήψεων.
Νομίζω κατά συνέπεια ότι πρέπει να αποκτήσουμε με προσωπικό αγώνα και προσεκτική μελέτη τη γνώση της θεωρητικής βάσεως του ασκητισμού, για να έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε ελεύθερα και συνετά τα διάφορα ασκητικά μέσα που προσφέρονται, για να ενώσουμε σε ενιαίο σύνολο όλες τις μορφές των ασκητικών γυμνασμάτων που υπάρχουν.
Θεωρητικά, πρέπει γενικά να γνωρίζουμε στο σύνολό τους τις διάφορες ασκητικές απόψεις, τις μορφές, τις μεθόδους, τα μέσα, ώστε να αποκτήσουμε κάποια εσωτερική ελευθερία, για να μην εμπέσουμε σε ξένες προς τον χριστιανισμό σφαίρες.
Υποθέτω ότι ανάμεσα στις «ξένες» αυτές σφαίρες, το πιο επικίνδυνο για τους χριστιανούς στην εποχή μας είναι ο πανθεϊστικός μυστικισμός.
Θεωρητικά, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να γνωρίζουμε όλα τα στάδια της πνευματικής ενηλικιώσεως, της αναβάσεως από το κατώτερο και μικρότερο στο ανώτερο και μεγαλύτερο, για να εξασφαλίσουμε απρόσκοπτη πρόοδο.
Πρέπει να γνωρίζουμε την «ιεραρχία» των πνευματικών αξιών, για να μη τοποθετήσουμε το κατώτερο επάνω από το ανώτερο, και θέσουμε έτσι οριστικά τέλος στην ανάβαση.
[//302] Ως παράδειγμα ανατροπής της «ιεραρχίας» των πνευματικών αξιών έχουμε την περίπτωση του Αυγούστου Κόντ5, που πίστεψε ότι ανακάλυψε το  νόμο της ιστορικής ανάπτυξης του νου. Κατά τη γνώμη του ο ανθρώπινος νους περνά από τρία διαδοχικά στάδια ανάπτυξης σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο: το τελεολογικό στάδιο, το μεταφυσικό και το θετικό. Στην πνευματική ζωή συμβαίνει πολύ συχνά να συναντούμε το φαινόμενο της
«ανατροπής της ιεραρχίας». Στις περιπτώσεις αυτές θυμάμαι τα μαθήματα γυμναστικής στα παιδικά μου χρόνια, όταν κάτω από τα πόδια μου βρισκόταν το ταβάνι και «επάνω» από το κεφάλι μου το πάτωμα με τα διάφορα αντικείμενα που ήταν εκεί τοποθετημένα.
Θα προτιμούσα βέβαια να μιλήσω μαζί σου προφορικά για όλα αυτά. Και γι’ αυτό παρά λίγο θα ταξίδευα για την Αθήνα με καΐκι, που θα με πήγαινε στον




5 Auguste Comte (1798‐1857). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής της σχολής του «θετικισμού».


Πειραιά σχεδόν χωρίς ναύλα. Όταν όμως αναλογίστηκα τη δυσκολία της επιστροφής, εγκατέλειψα το εγχείρημα.
Παρακάτω αναφέρεις: «Η μορφή της ζωής μου δεν είναι καθόλου ασκητική
… το κύριο ενδιαφέρον μου είναι να “εισέλθω εντός μου”».
Εδώ, λίγο ξέφυγες από τη συνηθισμένη ορολογία. Αυτό που κατάλαβα εγώ ήταν το εξής: Αποφάσισες να εγκαταλείψεις την αρνητική μορφή του  ασκητισμού και θέλεις να σταθείς μόνο στη θετική. (Αυτό επιδίωκε στην εποχή του και ο πατήρ Λάζαρος‐Edgar Moore)6. Λογικά αυτό [//303] μας παρουσιάζεται ως κάτι το τελειότερο. Η πείρα όμως μας δίδαξε ότι η θετική ενέργεια (η αύξηση στο αγαθό που αποτελεί θετική μορφή αγάπης) βρίσκεται αναγκαστικά στα όρια της ζωής αυτής με τη αρνητική μορφή της ασκητικής δραστηριότητος, δηλαδή με την πάλη ενάντια στον «νόμον της αμαρτίας», που διενεργείται μέσα μας.
«Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται»7. Το πονηρό, αυτός «ο νόμος της αμαρτίας», απέκτησε ισχύ νόμου, που ενεργεί στη μη αναγεννημένη ζωή της ψυχοσωματικής μας υπάρξεως. Η διαδικασία της αναγεννήσεως, της μεταμορφώσεως της ζωής μας, πραγματοποιείται με τη συνέργεια δύο παραγόντων, της ενέργειας του Θεού και της ασκητικής δράσης του ίδιου του ανθρώπου. Η δεύτερη, ως άσκηση του ανθρώπου, προσλαμβάνει κάποτε αρνητική μορφή (νηστεία, εγκράτεια, σωφροσύνη, αγρυπνία, ακτημοσύνη, υπακοή ως αποκοπή του ιδίου θελήματος, παραίτηση από τη φιλαρχία κ.λπ.). Κάποτε όμως εκδηλώνεται με θετική μορφή. Όσο περισσότερο εντείνεται η τελευταία, όταν δηλαδή εκδηλώνεται με ακατάπαυστη ορμή του πνεύματος προς τον Θεό στην προσευχή, τη συμπόνια, την αγάπη, τόσο λιγότερο αισθητή γίνεται η αρνητική μορφή, που εν μέρει υποχωρεί, χωρίς ωστόσο να πάψει να υπάρχει. Στην αρχή της διαδικασίας της πνευματικής ανάπτυξης, στην αρχή της διαδικασίας της ασκητικής μαθητείας, επικρατεί αναγκαστικά η αρνητική μορφή, γιατί η θετική άσκηση είναι το ποθούμενο τέλος, ο σκοπός. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτήν με το δικό μας θέλημα. Αυτή είναι δώρο. Και όταν  μερικοί αξιώνονται να το λάβουν, πριν τον αγώνα της αρνητικής μορφής, τότε παρόλα αυτά, όπως έδειξε η πείρα πολλών αιώνων, το δώρο αυτό αίρεται για κάποιο διάστημα. Τότε όμως κατά την αναζήτηση [//304] «του απολεσθέντος παραδείσου» ο χριστιανός παραδίδεται και στον αρνητικό ασκητισμό σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνους που δεν έλαβαν αυτή τη δωρεά.
Γράφεις: «Δεν γνωρίζω αν η αλλαγή στις πεποιθήσεις μου σου προξενεί μόνο θλίψη και απορία».
Είναι αναμφίβολο για μένα ότι ζεις γνήσια αναζωπύρωση  της πνευματικής σου ζωής, γι’ αυτό και χαίρομαι βαθιά. Ωστόσο όλη η σειρά των ιδεών που εκφράζεις στο γράμμα σου με κάνει να υποθέτω ότι εκείνο που συντελείται    στην    ψυχή    σου    αποτελεί    την    αρχή    μόνο    της  αυθεντικής




6 Ορθόδοξος (άγγλος) ιερομόναχος και ιεραπόστολος στις Ινδίες και την Αμερική, μεταφραστής της Κλίμακος του οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου στα αγγλικά (20ος αιώνας).
7 Α’ Ιωάν. 5,19.


θρησκευτικής ζωής, σε όποια ένταση και αν έχουν φθάσει τα βιώματά σου τώρα. Αν λοιπόν ο άνθρωπος ξεκινά από το σημείο αυτό, πρέπει να τον επιδοκιμάσουμε. Αν όμως παραμείνει σε αυτό, σαν να είναι το τέλειο, αυτό δεν είναι παρά μια «πλάνη». Σε αυτό ακριβώς το λάθος έπεσε ο Σλάϊερμάχερ. Αποπειράθηκε δηλαδή να «δογματίσει» στηριζόμενος στην αρχική αυτή μορφή της θρησκείας, που είναι ασαφής και όχι συγκεκριμένη «καταπόνηση του πνεύματος» –αναζήτηση του Θεού, έφεση προς τον Θεό, δίψα για το αυθεντικό είναι–, χωρίς θετική επίγνωση του περιεχομένου της. Η έσχατη κατάληξη αυτής της μορφής είναι το συγκλονιστικό αίσθημα της επαφής με το Μεγάλο Αιώνιο Είναι. Όλα τα θρησκευτικά βιώματα του ανθρώπινου «Εγώ» αυτού του είδους  που χαρακτηρίζονται από πολύ έντονη ζωή και αυτού του βάθους του ανθρώπινου πνεύματος είναι γνωστά και έξω από το χριστιανισμό στην εμπειρία του πανθεϊσμού (βουδισμός, διδασκαλία του Πλωτίνου, θεοσοφία και άλλα), αλλά απέχουν πολύ από το να γνωρίσουν αυτό που ζει ο χριστιανός. (ΤΩΡΑ)
Γι’  αυτόν  το  λόγο  και  είναι  προφανές  για  μένα  ότι  ο  Σλάϊερμάχερ
«κρεμόταν με το κεφάλι προς τα κάτω» (έβλεπε τα πράγματα ανάποδα). Ο αναμφίβολα ταλαντούχος αυτός άνθρωπος, που αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα [//305] προτεστάντη, απέρριψε τη δογματική πίστη της Εκκλησίας και δογμάτισε τον δικό του συναισθηματικό μυστικισμό. Γι’ αυτό και βρέθηκε σε  χώρο ξένο προς τον χριστιανισμό, για τον οποίο σου έχω ήδη γράψει. Επαναλαμβάνω και πάλι: Αυτός εξέλαβε την καθαρά πανθεϊστική κοσμοθεωρία του Σπινόζα ως την κλασική μορφή της θρησκευτικής ζωής. Ουσιαστικά ο χαρακτήρας του μυστικισμού του Σλάϊερμάχερ βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον πανθεϊσμό, παρά στον χριστιανισμό. Δεν θεωρούσε μάλιστα απαραίτητη την πίστη στον Προσωπικό Θεό, την πίστη στην προσωπική αθανασία.
Ας μου επιτραπεί να επαναλάβω: Το είδος αυτό των μυστικών βιωμάτων, που προέρχονται από την επαφή με τη Μεγάλη και ακατάληπτη Πραγματικότητα της Υπάρξεως, απέναντι στην οποία εκμηδενίζεται η πραγματικότητα του κόσμου αυτού, αποτελεί για τον χριστιανισμό μόνο  την αρχή της γνήσιας πνευματικής ζωής. (ΤΩΡΑ)
Όπως ακριβώς οι θεοσοφιστές, και γενικά οι κάθε είδους πανθεϊστές, έτσι και ο Σλάϊερμάχερ θεώρησε το αρχικό αυτό βίωμα –γνωστό και στους πανθεϊστές– ως το υπέρτατο επιθυμητό αποτέλεσμα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και απέρριψε εκείνη την άγνωστη γι’ αυτόν συγκεκριμένη πραγματικότητα της πνευματικής ζωής, στην οποία και δια μέσου της οποίας η Εκκλησία μας μετέδωσε την αποκάλυψη για το θείο και αιώνιο Είναι.
Γράφεις: «Παρέμεινα ορθόδοξος με την πολιτιστική σημασία του όρου»,
ταυτόχρονα όμως «έπαυσα να πιστεύω σε πολλά ορθόδοξα δόγματα», και ακόμη
«ο τύπος της ζωής μου δεν είναι καθόλου ασκητικός».
Σε τι λοιπόν τότε συνίσταται ο ορθόδοξος πολιτισμός;
Μου φαίνεται ότι, αν απορρίψουμε το ορθόδοξο Σύμβολο της πίστεως και την ασκητική εμπειρία που αποκτήθηκε με αιώνες ζωής εν Χριστώ, εκείνο που θα απομείνει [//306] από τον ορθόδοξο πολιτισμό δεν θα είναι παρά μόνο το ελληνικό μινόρε και η ρωσική τετραφωνία.


Από τα λόγια σου δημιουργείται η εντύπωση ότι προτίμησες την προτεσταντική ελευθερία παρά τα στενά πλαίσια της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«Με την εσωτερική μου πάλη πέτυχα κάποια πνευματική ελευθερία», γράφεις.
Στην πάλη αυτή κέρδισε τη νίκη η φυσική λογική. Η πείρα της ιστορίας έδειξε ότι, όταν η φυσική λογική αφεθεί στον εαυτό της, καταλήγει αναπόφευκτα σε πανθεϊστική κοσμοθεωρία και μυστικισμό. Αν όμως αυτό συμβαίνει  στην ψυχή ενός χριστιανού, που δεν θέλει ωστόσο να αρνηθεί τον Χριστό, όπως ο  Λέων Τολστόϊ, τότε αυτός θα οδηγηθεί στον προτεσταντικό ορθολογισμό ή σε έναν πνευματισμό, μυστικιστικά συγγενή προς τον πανθεϊσμό (ΤΩΡΑ). Εσωτερικά έχω πεισθεί κατά κάποιον τρόπο ότι η απόρριψη της Εκκλησίας συνεπάγεται την απόρριψη του κηρύγματος των Αποστόλων. «Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι  χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του Λόγου της ζωής. Και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον»8.
«Ο Λόγος σάρξ εγένετο»9.
Αυτόν ακριβώς τον Σαρκωθέντα Λόγο, που τον είδαμε, τον ακούσαμε, τον ψηλαφήσαμε, κηρύττει η Εκκλησία στα δόγματά της. Η υπέρτατη βαθμίδα της συγκεκριμένης πραγματικότητος είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού την ώρα της Λειτουργίας. Δεν το έζησες άραγε ποτέ κατά την τέλεση της Λειτουργίας;
[//307] Η εικόνα …, ο αγιασμός της σάρκας των αγίων είναι πράγματι τόσο οφθαλμοφανής, όταν το Πνεύμα το Άγιο ενεργεί σε αυτούς. Εξαιτίας αυτού τα λείψανα των αγίων είναι τόσο ακατανόητα για τους πνευματιστές και άλλο τόσο τους σκανδαλίζουν.
Εσύ τα γνωρίζεις όλα αυτά. Βέβαια, αν μιλώ γι’ αυτά, δεν είναι γιατί σε θεωρώ απληροφόρητο, αλλά γιατί εγώ ο ίδιος ζω αυτό, για το οποίο γράφω.
Φαντάσου μια νέα κόρη, που ονειρεύεται σύζυγο και γάμο. Στα όνειρά της σχηματίζει την εικόνα ενός συζύγου ευγενούς, ωραίου, έξυπνου, ηρωικού. Με πάλλουσα καρδιά, εκστατικά μάτια φαντάζεται και το γάμο και τη γλυκύτητα των ασπασμών. Και οι ονειροπολήσεις αυτές είναι γι’ αυτήν γλυκειές.
Ταυτόχρονα φαντάσου μια άλλη, όμοιά της, που παντρεύτηκε στην πραγματικότητα με έναν υπέροχο σύζυγο. Και αυτή στον καιρό της ζούσε με όνειρα.
Η πρώτη ξαγρυπνώντας τα βράδια δεν θα φέρει ασφαλώς στον κόσμο νέα ζωή. Ωστόσο τα ονειρικά της βιώματα θα μοιάζουν κάπως με τα βιώματα του πραγματικού γάμου της δεύτερης.
Τέτοια μου φαίνεται πως είναι η διαφορά του πανθεϊστικού μυστικισμού από τη χριστιανική εν Θεώ ζωή. (ΤΩΡΑ)
Με μεγάλη εν Χριστώ αγάπη,





8 Α’ Ιωάν. 1,1‐2.
9 Ιωάν. 1,14.


Σωφρόνιος ιερομόναχος Χθες (21 Αυγούστου/3 Σεπτεμβρίου) πήγε στις Καρυές ο ιερομόναχος Επιφάνιος, μαθητής του Γέροντα Αρσενίου του Καυσοκαλυβίτη (τον οποίο επισκέφθηκες  δύο  φορές),  για  να  βγάλει  άδεια  να  ταξιδέψει  στην  Αθήνα. Σε
γνωρίζει και θέλει να σε επισκεφθεί.
Αν ακόμη δεν έστειλες στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα που προορίζονται για μένα, προτιμώ να μου τα στείλεις με τον πατέρα Επιφάνιο.
Ο ξυλέμπορας Παπαγιάννης δεν θα έλθει πιθανότατα να σε δει, και η αποστολή μέσω του Ηγουμένου είναι για σένα, νομίζω, εξαιρετικά πολύπλοκη.
ιερομόναχος Σωφρόνιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου