Ώ! Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του ζώντος Θεού, Σε
παρακαλούμε και σε ικετεύομε,
Μη μας απομακρύνεις από το πρόσωπο σου, Μην
οργισθείς για την ασέβεια μας.
Φανερώσου σ’ εμάς, Φως του κόσμου,
Αποκάλυψε μας
το μυστήριο της οδού της δια σου σωτηρίας, για να
γινόμαστε
γιοί και θυγατέρες του
Φωτός σου.
Προσήλωσε το νου σου στο Θεό και θα ‘ρθει η στιγμή
κατά την οποία θα αισθανθείς το άγγιγμα του Αιωνίου Πνεύματος στην καρδιά σου.
Αυτό το θαυμάσιο πλησίασμα του πανάγιου Θεού, υψώνει το πνεύμα στις σφαίρες του
άκτιστου Όντος και ο νους λαβαίνει πείρα όλων όσα υπάρχουν εκεί. Η αγάπη ξεχειλίζει
σαν ποταμός φωτός σε όλη την κτίση. Η φυσική καρδιά αισθάνεται αυτή την αγάπη
σαν πνευματική, μεταφυσική.
Για να μπορέσουμε «ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού
χαρισθέντα ημίν» (Α’ Κορ. 2,12) εκ των άνω, ο Θεός αποσύρεται για λίγο ύστερα
από την επίσκεψη του σ’ εμάς. Αισθανόμαστε παράξενα, όταν ο Θεός μας εγκαταλείπει.
Στη νεαρή μου ηλικία ήμουν ζωγράφος και η φυσική ικανότητά μου δεν με εγκατέλειπε.
Μπορεί να είμαι κατάκοπος για να ζωγραφίσω, μπορεί να λείπει η έμπνευση, αλλά
γνωρίζω ότι το χάρισμα υπάρχει σαν ένα αδιάσπαστο μέρος του εαυτού μου. Όμως είναι
διαφορετικά με το Θεό. Όταν ο Θεός μας εγκαταλείπει υπάρχει ένα κενό [//110] μέσα μας και δεν μπορούμε
να είμαστε βέβαιοι αν θα επιστρέψει εκ νέου. Ο Θεός εξαφανίζεται. Εμείς
εγκαταλειπόμαστε άδειοι και νεκροί. Όταν μας επισκέπτεται αισθανόμαστε κάτι που
υπερβαίνει κάθε φαντασία. Και ξαφνικά επιστρέφω στην παλιά μου κατάσταση, η οποία
πριν από την επίσκεψή του μου
φαινόταν φυσική και ικανοποιητική. Τώρα με τρομάζει. Μεταφέρθηκα στο παλάτι
του Μεγάλου Βασιλιά μόνο για να εξορισθώ πάλι; Όταν ήμουν εκεί γνώριζα ότι ήμουν
στο σπίτι του Πατέρα μου, τώρα όμως στέκομαι έξω λυπημένος.
Αυτές οι εναλλασσόμενες καταστάσεις με διδάσκουν πώς
να διακρίνω μεταξύ των φυσικών χαρισμάτων και αυτών τα οποία έρχονται σαν καθαρή
χάρη από ψηλά. Η προσευχή προκάλεσε την πρώτη επίσκεψη. Πάλι με την προσευχή
και πάντοτε με πιο επίμονη προσευχή ελπίζω στην επιστροφή του. Και πράγματι
επιστρέφει. Συχνά όταν επιστρέφει, αλλάζει συνήθως το χαρακτήρα της παρουσίας
του, αλλά και έτσι συνέχεια πλουτίζομαι με περισσότερες γνώσεις για τη βασιλεία
του Πνεύματος. Τώρα υπάρχει πόνος αλλά υπάρχει και χαρά. Αναπτύσσομαι. Διδάσκομαι
να συμπεριφέρομαι κάτω από τη νέα κυριαρχία του.
Όλες οι πνευματικές ασκήσεις και τα παλαίσματα για
προσευχή είναι πάρα πολύ σκληρά. Το πνεύμα μας βρίσκεται σε συνεχή ροή. Κατά
καιρούς η καρδιά μας αισθάνεται πολύ ξερή και σκληρή. Αλλά ο χρόνος, όταν χάνουμε
το ζήλο, γίνεται συντομότερος.
Κατά την προσευχή αισθανόμαστε την παρουσία του
Θεού, η οποία, αν και δεν πετυχαίνουμε την πλήρη πείρα αυτού που αναζητούμε,
βεβαιώνει την πίστη μας. Πλησιάζομε προς το τέλος της μακράς έρευνάς μας να
ανακαλύψομε το βάθος του Όντος – μια έρευνα που κατά το παρελθόν μας ενέπλεκε
από μια πνευματική περιπέτεια [//111] σε άλλη. Τώρα οδηγούμαστε προς το τέρμα που μας
υποδείχνει ο Χριστός, όχι πλανώμενοι αλλά εμπνεόμενοι από το μεγαλείο του γεγονότος
που έχομε μπροστά μας. Ο Δημιουργός μας γνωρίζει καλλίτερα απ’ ότι εμείς τίς
δυνατότητες της ανθρώπινης φύσεως. Και αφού η αποκάλυψη δείχνει ότι εκλεχτήκαμε
για το Χριστό «προ καταβολής κόσμου» (Εφεσ. 1,4) – πράγμα που ο Ιωάννης, ο Πέτρος,
ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι και οι Πατέρες γνώριζαν– πώς μπορούμε να φοβηθούμε
μπροστά στην μοναδικής αξίας κλήση, όταν
κάθε άλλος σκοπός πέφτει σε αφάνεια; Ο Θεός καλεί καθένα από μας στη χαρά του αλλά η εκλογή –αποδοχή ή άρνηση– εξαρτάται
από μας.
«Πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. 22,14). Βέβαια δεν είμαστε
πιο θαρραλέοι από τους μαθητές που φοβούνταν καθώς έρχονταν στην Ιερουσαλήμ μαζί
με τον Χριστό, ο οποίος θα «παρεδίδετο τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι»
(Ματθ. 10,32.33) και θα καταδικαζόταν σε επαίσχυντο θάνατο.
Ώ! Κύριε Ιησού Χριστέ, το Φως το εκ του Πατρός, η
εικόνα του προσώπου του,
o τέλειος τύπος της ουσίας και της φύσεως του.
Διάνοιξε τις καρδιές μας και στήριξε μας το νου
για να σε γνωρίσομε.
Ο μονογενής και αγαπημένος Υιός του Πατέρα,
Να, με φόβο και πίστη στεκόμαστε μπροστά σου
και αναφέρομε την απελπισία μας
στο βάθος του ελέους σου.
Με τη δύναμη του Πνεύματος σου,
κάνε μας ικανούς
να ακολουθούμε τα ίχνη σου.
[//112] Είναι παράξενο το φαινόμενο
ότι σε γεγονότα καθαρά γήινης φύσεως ο λόγος ενός απλού θεατή λαμβάνεται σαν βάση
και μάλιστα από επιφανείς ιστορικούς. Αλλ’ όταν το γεγονός ανήκει σ’ άλλα πεδία,
η μαρτυρία εκατοντάδων μαρτύρων αποτυγχάνει στην προσπάθεια της να βρει τη δέουσα
ανταπόκριση. Γιατί αυτό; Πιστεύω, όχι τόσο γιατί η μαρτυρία είνναι ψεύτικη και
δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά γιατί οι περισσότεροι από μας είμαστε
ικανοποιημένοι με τα πράγματα της σάρκας και ελάχιστα επιθυμούμε υψηλή γνώση.
Αλλά «σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ού δύνανται· ουδέ η φθορά την
αφθαρσίαν κληρονομεί» (Α’ Κορ. 15,50).
Η αιώνια ζωή δηλώθηκε σ’ εμάς αιώνια ζωή «ήτις ήν
απ’ αρχής, ήν ακηκόαμεν, ήν εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ήν εθεασάμεθα και αι
χείρες ημών εψηλάφησαν» (Α’ Ιωάν. 1,1). Όμως αν και βρισκόμαστε στον εικοστό αιώνα
από την ιστορία της Κ. Διαθήκης, ο κόσμος συνολικά συνεχίζει να ζει σαν να βρίσκεται
στους χρόνους της Π. Διαθήκης, χωρίς ούτε την ασαφή αναμονή του ερχομού του
Μεσσία. Χειρότερα δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε και με το Μωσαϊκό Νόμο.
Παντού υπάρχει πόνος. Ο αέρας αντηχεί από τους στεναγμούς των καταπιεσμένων.
Εκατομμύρια εκατομμυρίων δυστυχισμένων ανθρώπων αγωνίζονται μήπως μπορούσαν, έστω
και για λίγο, να ξεφύγουν τον τρόμο του θανάτου. Κάθε μέρα πληροφορούμαστε για
λιμούς, βία, σφαγές. Ο εφιάλτης δεν έχει τέλος. Μερικοί όμως αγωνίζονται να
βρουν την έξοδο απ’ το σκοτάδι της πνευματικής τους άγνοιας. Διψούν για την αλήθεια.
Αλλ’ όταν αυτή η Αλήθεια, παρ’ όλη την μακρά αναζήτηση της από τους ανθρώπους,
παρ’ όλη τη μεγάλη τους λαχτάρα εμφανίζεται με όλη τη Θεία της τελειότητα, –αν
και «το μεν πνεύμα πρόθυμον … η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. 26,41)–, αυτοί κλείνουν
την [//113] καρδιά
τους στη δύναμη της αθανασίας. Κατηγορώντας αυτόν, ο οποίος είπε «Εγώ ειμί η αλήθεια»
(Ιωάν. 14,6), ταυτίζονται με τους διώκτες του, και όπως είπε ο Τερτυλιανός, «ο
καλύτερος τρόπος να γίνεις ευχάριστος στους διώκτες της αλήθειας, είναι να τη
διαλύσεις και να τη διαφθείρεις» (Απολογητικός 46).
Είναι τρομερό να σκέπτεται κανείς ότι ο κόσμος
προτιμά κάθετι άλλο στον κόσμο παρά
την αιώνια δόξα, την οποία ο συναιώνιος με τον Πατέρα Υιός μας προσέφερε με τον
εαυτό του. Είναι η ολιγοψυχία μας, που μας εμποδίζει να πιστεύουμε στην υψηλή
κλήση του; Είναι η φύση μας, που διαφθείρεται καθημερινά, μπροστά στα μάτια
μας, που όμως στην πραγματικότητα είναι
ικανή να αντιληφθεί μια τέτοια ύψιστη και άγια αιωνιότητα; Ναι, αυτός
που μας δημιούργησε μαρτυρεί γι’ αυτό. Πήρε τη μορφή του όντος που αυτός δημιούργησε,
ώστε ως άνθρωπος να διακηρύξει στην σάρκα μας την τελειότητα του Πατέρα στην
οποία και εμείς επίσης κληθήκαμε.
«Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33).
Εάν νίκησε τον κόσμο, αυτό σημαίνει ότι σαν άνθρωπος έγινε υπερκόσμιος. Και καθένας
που πιστεύει σ’ αυτόν υπερνικώντας «τον
νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσιν ημών» (Ρωμ. 7,23) γίνεται υπερκόσμιος,
όπως αυτός.
«Πάτερ, τα ρήματα ά δέδωκας μοι … την δόξαν ήν δέδωκας
μοι, δέδωκα αυτοίς. Πάτερ, ούς δέδωκας μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσε
μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν, ήν δέδωκας μοι, προ καταβολής κόσμου»
(Ιωάν. 17,5.8.24).
Για να θεωρήσομε την δόξα πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε
στη δόξα, αλλιώς δεν μπορούμε να τη δούμε. Για να αντιληφθούμε και αμυδρά ακόμη
«τις εστιν ούτος» (Ματθ. 21,10) πρέπει να γίνομε σαν αυτόν εφαρμόζοντας [//114] το λόγο του.
Όποιος δεν τον ακολούθησε με πίστη, όποιος δεν τον
αγάπησε και κατά συνέπεια δεν ακολούθησε τις εντολές του, δεν μπορεί να εκφέρει
κρίση, εφόσον δεν είναι σε θέση να σχηματίσει γνώμη γι’ αυτόν. Για να εκτιμήσει
κάποιος το έργο ενός επιστήμονα ή ζωγράφου, πρέπει κατά κάποιο βαθμό να έχει
ασκηθεί στο πεδίο της επιστήμης και της τέχνης. Έτσι και στη σφαίρα του πνεύματος.
Μόνον όταν η ζωή μας είναι βασισμένη στην πέτρα των λόγων του Χριστού, μπορούμε
να πάρουμε απάντηση στο ερώτημα (Ματθ. 21,10) «τίς εστιν ούτος». Ο Χριστός είπε:
«Ουδείς επιγινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει
μη ο Υιός και ώ εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27).
Αφού ήρθαμε από το μηδέν στη ζωή, οδηγούμαστε από
το Δημιουργό μας στην πληρότητα της Θείας ζωής. Ο Θεός τόσο αγάπησε τον άνθρωπο, ώστε έδωσε τον εαυτό του στον άνθρωπο χωρίς
καμιά επιφύλαξη. Και κατά τον ίδιο τρόπο, έτσι και ο άνθρωπος, όταν θεωρεί εξ
ολοκλήρου με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι ανώτερος απ’ όλο τον κόσμο.
Ώ! Παντοδύναμε Θεέ και Πατέρα μας, Πηγή του χρόνου και της αιωνιότητας, που
με τη δύναμη σου
βάζεις τέρμα στην επίγεια ζωή μας και με τον
μονογενή σου Υιό
μας δώρησες με την ανάσταση
την αθανασία και την ασάλευτη
βασιλεία.
Σου ζητούμε
να μας δεχθείς και να μας στηρίξεις με το Άγιο Πνεύμα
σου.
[//115] Ο άνθρωπος στ’ αλήθεια είναι
ένα αίνιγμα. Η τραγωδία του αιώνα μας και (ειδικότερα ίσως) η ολοκληρωτική απομάκρυνση
μας από την Εκκλησία και το Χριστό μας αναγκάζει να πλησιάσουμε το πρόβλημα με
τόλμη. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στους Κορινθίους: «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις
τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου … αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω,
την αποκεκρυμμένην, ήν προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών … ημίν δε
ο Θεός απεκάλυψεν δια του Πνεύματος του Θεού … ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου
ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα
ημίν» (Α’ Κορ. 2,6 και εξής). Αυτή είναι η φυσική χριστιανική αντίληψη, χωρίς
την οποία δεν μπορούμε «αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ής εκλήθημεν» (Εφ. 4,1).
Μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι μια τέτοια τόλμη οδηγεί σε υπερηφάνεια.
Για να αντιδράσομε σε μια τέτοια ροπή
επάρσεως πρέπει να
θυμόμαστε τα λόγια του Χριστού: «Και συ Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα,
έως άδου καταβιβασθήση» (Ματθ. 11,23).
Για μια πολύ καλύτερη εικόνα του χριστιανικού
ταξιδιού ας υιοθετήσουμε την μέθοδο των Πατέρων της Εκκλησίας και να δείξουμε
την αναλογία.
Όταν βλέπουμε ένα αιωνόβιο δένδρο, που τα κλαδιά
του φτάνουν στον ουρανό, γνωρίζομε ότι οι ρίζες του βαθειά στη γη πρέπει να είναι
αρκετά ισχυρές, για να συγκρατήσουν ολόκληρο το δένδρο. Αν οι ρίζες του δεν κατέβαιναν βαθειά σε μέρη υγρά της γης –ίσως τόσο βαθειά
όσο και το ύψος του δένδρου–, και αν δεν ήσαν τόσο ισχυρές και με πολλές
διακλαδώσεις όπως το ορατό τμήμα του δένδρου, δεν θα μπορούσαν να το θρέψουν.
Δεν θα μπορούσαν να το συγκρατήσουν και στον ελαφρότερο αέρα το δένδρο θα έπεφτε.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε [//116] να δούμε και στην πνευματική ζωή του ανθρώπου. Αν
αναγνωρίσουμε το μεγαλείο της κλήσεως του Χριστού –δηλαδή την εκλογή μας προ
καταβολής κόσμου εν αυτώ «ίναι την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4,5)–, θα αισθανόμαστε
ταπεινοί και όχι υπερήφανοι. Αυτή η ταπείνωση, η «κένωσις» είναι για μας ουσιαστική, αν θέλουμε
να διατηρήσουμε ένα γνήσιο χριστιανικό φρόνημα. Η ταπείνωση εκφράζεται με την
συνεχή γνώση της μηδαμινότητάς μας, σαν ριζική και περιεκτική αυτοκατάκριση.
Και όσο βαθύτερα γνωρίζει κανείς τον εαυτό του και αυτοκατακρίνεται, τόσο ψηλότερα
τον τοποθετεί ο Θεός.
«Έως άρτι η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και
βιασταί αρπάζουσιν αυτήν … ο έχων ώτα
ακούειν ακουέτω» (Ματθ. 11,12.15).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου