Επιστολή 19
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ
Το αναπόφευκτο των θλίψεων για την πρόσληψη της χάριτος.
Η πάλη με τον κόσμο. Μόνο η σωτηρία μας πρέπει να προτάσσεται. «Από τον σταυρό
δεν
κατεβαίνουν, αλλά τους κατεβάζουν». Η πάλη με τη
σαρκική επιθυμία. «Ο χριστιανός πρέπει πρωτίστως να είναι ασκητής».
Άθως, 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1934
Αγαπημένε εν Χριστώ πατέρα και αδελφέ Δημήτριε, Ευλογείτε!
Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να ιδιαίτερα
επίπονο, λόγω ακριβώς της σχέσεως που έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας, να γράφω σε
άνθρωπο που περνά τόσο βαρειές δοκιμασίες, όπως αυτές που σας βρήκαν τώρα. Είναι
για την ακρίβεια τόσο δύσκολο, γιατί όλες οι αποτυχίες και θλίψεις που σας έτυχαν
παρουσιάσθηκαν εξαιτίας μου.
Και αν μπορούσατε να πιστέψετε με δύναμη
σε εκείνο που θέλω τώρα να σας πω, θα ήταν ακόμη δυνατή η πλήρης επανόρθωση, η
τέλεια νίκη. Πώς μπορώ όμως τώρα να περιμένω από σας να δείξετε την πίστη αυτή
προς εμένα, ύστερα από όλα όσα ήδη σας συνέβησαν;
Εκπλήσσομαι ακόμη με τη μεγαλοψυχία
και την ανδρεία σας, πώς δεν σκανδαλισθήκατε ακόμη εντελώς. Αν ωστόσο μιλήσουμε
όχι ως νήπια, αλλά ως άνδρες που έφθασαν έστω και την κατά σάρκα ωριμότητα της
ανδρικής ηλικίας, θα αποφασίσω να σας πω αυτό που σκέπτομαι. Θα σας πω αυτό που
πραγματικά σκέπτομαι, όχι κεκαλυμμένα, ούτε για να σας παρηγορήσω με λόγια.
[//239] Ο
χριστιανός δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει ούτε την αγάπη προς τον Θεό ούτε την
αληθινή αγάπη προς τον άνθρωπο, αν δεν περάσει από πολλές και βαρειές θλίψεις.
Η χάρη έρχεται μόνο στην ψυχή που πόνεσε
μέχρι τέλους. Η τραγική αυτή θέση, στην οποία τώρα βρεθήκατε, δεν μου είναι άγνωστη.
Ο ίδιος θυμάμαι καθαρά μέχρι τώρα εκείνη την απερίγραπτα βαρειά πάλη που είχα
με τον εχθρό στον κόσμο, ιδιαίτερα στο Παρίσι. Θα σας την διηγηθώ εν μέρει.
Συνέβαινε να επιστρέφω κάποτε από
την Εκκλησία στο σπίτι και να θέλω να πάω σε γνωστούς να συζητήσω λίγο, να
διασκεδάσω, καθώς μου φαινόταν ότι δεν είχα δυνάμεις να επιστρέψω στο κατάλυμά
μου και να μείνω εκεί μόνος.
Ωστόσο με άκρα χαλιναγώγηση της θελήσεώς
μου επέστρεφα στο δωμάτιό μου, και τότε έπεφτα σχεδόν καταγής
από την εξάντληση, εξαιτίας της μελαγχολίας και της ακηδίας που με πλημμύριζαν,
έτοιμος να ξεσχίσω τη γη με τα νύχια μου. Από τον πόνο της καρδιάς μου ήμουν έτοιμος
να κλάψω, και πράγματι έκλαιγα. Μόνο η προσευχή με έσωζε και έφερνε την ειρήνη
να σκηνώσει πάλι στην καρδιά μου. Με τον τρόπο αυτόν ένιωθα τέτοια ειρήνη, που
ούτε καν υποπτευόμουν νωρίτερα ότι υπήρχε· τέτοια, που ως τότε δεν είχε ξανάρθει
στην καρδιά μου. Συνέβαιναν συχνά παρόμοια
περιστατικά: Επιστρέφω από κάπου στο σπίτι. Μου έρχεται η επιθυμία να
σταματήσω σε ένα Café. Παλεύω όμως με αυτή την επιθυμία. Και τι μου συμβαίνει! Ξαφνικά, με
κάποιον ακατανόητο τρόπο, νιώθω τον εαυτό μου να έχει
χάσει τελείως τη θέλησή του και να οδηγείται, σαν δεμένο ζώο, από κάτι αόρατο
σε ένα Café,
αίσθηση, που κατέληγε να είναι ακόμη και φρικτή. Μόνο ο Κύριος και αυτοί που πέρασαν
παρόμοιους πειρασμούς γνωρίζει με ποιό πόνο, με τί απίστευτο κόπο έπρεπε να νικήσω
αυτές τις άλογες επιθυμίες.
[//240] Ή, θυμάμαι,
με παρόμοια επίσης δύναμη με έσερνε στον κινηματογράφο ή ακόμη κάπου αλλού, σε
τόπους, που να πω την αλήθεια ποτέ δεν με ικανοποιούσαν. Εξαιτίας όμως αυτού, όταν
επέστρεφα σπίτι, αν δηλαδή δεν σταματούσα πουθενά, η προσευχή γινόταν σαν φωτιά.
Κατανοώ απόλυτα εκείνο που γράφετε:
«Θα κάνω ό,τι θέλεις, αρκεί να μην προσεύχομαι». Τότε κατανόησα τη δύναμη των λόγων
των Πατέρων, ότι δεν υπάρχει έργο βαρύτερο από την προσευχή. Αλλά όταν υπερνικήσει
ο άνθρωπος τον πειρασμό σχετικά με την προσευχή, τότε αυτή γίνεται τόσο γλυκειά,
όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
Και η οδός αυτή είναι αλήθεια θλιβερή,
στενή, και λίγοι σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου την ανακαλύπτουν1.
Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι, αν εσείς
(αυτό ισχύει για κάθε άνθρωπο) δεν ζήσετε τις θλίψεις εκείνες της ένδειας, των
εξουδενώσεων, ίσως και της πείνας, της πλήρους εγκατάλειψης από όλους, και από
τους ανθρώπους και από τον Θεό ακόμη, –«Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες»2– ποτέ δεν θα γνωρίσετε τη θεία αγάπη. Καρδιά που δεν συνετρίβη από τα πλήγματα
των θλίψεων και δεν ταπεινώθηκε μέχρι τέλους από κάθε είδους ένδεια (και
πνευματική και σωματική) δεν είναι ικανή
να δεχθεί τη θεία χάρη. Αυτή εξαγοράζεται με πολύ ακριβό τίμημα.
Όταν μας πολεμά ο εχθρός, εκμεταλλευόμενος
την ίδια τη φύση μας, με την επιθυμία της ανθρώπινης αγάπης, της ψυχικής, κάποτε
δε και απλώς της ζωώδους, της σαρκικής, τότε να πέφτουμε στη γη και να ικετεύουμε
τον Θεό, όπως η Μαρία η Αιγυπτία, για να παραχωρήσει κατά την ευσπλαγχνία Του
να γνωρίσουμε τη θεία αγάπη Του, στη θέση εκείνης της σαρκικής, της ανθρώπινης,
από [//241] την οποία
παραιτηθήκαμε για χάρη Του3.
Πρέπει όμως να προσευχόμαστε με αυτόν
τον τρόπο ως τη στιγμή εκείνη, κατά την οποία θα σβήσει κάθε επιθυμία σαρκικής
αγάπης και θα σκηνώσει η ειρήνη στην ψυχή και το σώμα μας. Δεν χρειάζεται να
ζητούμε παραπάνω, για να μην πέσουμε σε
πειρασμό, σε «πλάνη».
Αν είναι δυνατό, κάνετε υπομονή,
αγαπητέ. Επιπλήξτε με ως υπαίτιο των συμφορών σας, αλλά κάνετε υπομονή.
1 Βλ. Ματθ. 7,14.
2 Ψαλμ. 21,2· πρβλ. Μάρκ. 15,34.
3 Βλ. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, «Βίος οσίας Μαρίας
της Αιγυπτίας», κεφ. κθ’, PG 87,3,371BC.
Πιστέψτε πράγματι ότι τολμώ να σας
μιλήσω έτσι για δύο μόνο λόγους· γιατί σας αγαπώ, αλλά και γιατί κι εγώ ο ίδιος
γνώρισα θλίψεις παρόμοιες με τις δικές σας.
Αν θέλετε να συμβασιλεύσετε με τον
Χριστό, τότε να υπερνικάτε τα πάθη. Άλλη οδός δεν υπάρχει. Αυτό που σας συνέβη
είναι καθαρά «πειρασμός». Ποτέ μου δεν θα πιστέψω ότι μπορεί να σας ικανοποιήσει
οτιδήποτε σε αυτόν τον κόσμο. Θέατρο, κινηματογράφος, Café και τα όμοιά τους· όλα αυτά είναι μόνο για παιδιά
με ασύνετη καρδιά.
Σε ό,τι πάλι αφορά τους σαρκικούς
«πειρασμούς», απλώς δεν καταλαβαίνω τί μου λέτε – δηλαδή δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια
να δεχθώ ότι εσείς πράγματι υποκύψατε στην πράξη, όπως γράφετε.
Ως αδελφός, έστω και νεώτερος, επιτρέπω
στον εαυτό μου να σας μιλήσει γι’ αυτό. Όταν αναλογίζομαι αν πράγματι λέτε την
αλήθεια, τότε η καρδιά μου αρρωσταίνει από τη θλίψη. Νομίζω όμως ότι υπερβάλλετε,
όπως και ο ίδιος γράφετε στο τέλος του γράμματος.
Η ζωή σύμφωνα με τις εντολές του
Χριστού μοιάζει με αληθινό Γολγοθά.
Και είναι τέτοια η οδός, ώστε αυτός
που εισέρχεται σε αυτήν, αν δεν νικήσει
με την προσευχή όλες τις δυσκολίες [//242] που προκύπτουν και υποχωρήσει, δηλαδή επιστρέψει πίσω,
τότε και εκεί όπου επέστρεψε, δηλαδή
στον κόσμο (με άλλα λόγια στην εμπαθή ζωή), δεν θα βρει τη χαρά εκείνη, όπως
την ζουν οι άνθρωποι του κόσμου τούτου που δεν γνώρισαν τον Θεό.
Κατά τον πρόσφατο Παγκόσμιο πόλεμο,
η διοίκηση διέταζε συχνά στρατιώτες να επιτεθούν και έβαζε πίσω τους πολυβόλα ή
ακολουθούσε αξιωματικός με δυο περίστροφα στα χέρια, ώστε να πυροβολείται κάθε
μικρόψυχος και έτοιμος να υποχωρήσει. Έτσι, αυτοί που έκαναν την επίθεση γνώριζαν
καλά ότι η σωτηρία και η ζωή βρίσκεται μόνο μπροστά, αν νικήσουν τον εχθρό.
Για μας τους μοναχούς η κατάσταση είναι
παρόμοια. Η σωτηρία μας από κάθε άποψη βρίσκεται μόνο μπροστά.
Όταν οι θλίψεις της ψυχής μου που
διαρκώς αυξάνονταν, έφθασαν, φαίνεται, στο απώγειο, τότε εγώ, όχι με τη
διαδικασία των αφηρημένων φιλοσοφικών συλλογισμών, αλλά με τη ζωντανή και βαθειά
αίσθηση της καρδιάς γνώρισα την αξία της
ανθρώπινης ψυχής, ότι δηλαδή είναι πολυτιμότερη από όλον τον κόσμο.
Τα παθήματα αποφέρουν τόσο μεγάλο
καρπό, ώστε, αν ήμασταν λίγο πιο συνετοί, δεν θα θέλαμε «να κατεβούμε από τον
σταυρό».
Σε κάποιον ιερομόναχο εμφανίσθηκε
στον ύπνο του ο Κύριος προσηλωμένος πάνω στον Σταυρό και είπε: «Από τον Σταυρό
δεν κατεβαίνουν, αλλά τους κατεβάζουν». Και τους λόγους αυτούς ο Κύριος τους
επανέλαβε τρεις φορές. Έπειτα το όραμα έσβησε.
Θα σας έλεγα ακόμη κάτι, αλλά φοβάμαι
μήπως προλάβω την πείρα της ζωής σας. Για ένα προσεύχομαι, να μη φοβηθείτε τα σύννεφα
που ήλθαν.
Λυπάμαι που γράφετε αραιά στον Γέροντά
σας. Κοιτάξτε στο τέλος του
32ου Λόγου
στον Συμεών τον Νέο Θεολόγο,
[//243]
πώς αυτός
συμβουλεύει το
μαθητή του να γράφει συχνότερα, γιατί τότε ο όσιος
Συμεών θα προσεύχεται γι’ αυτόν θερμότερα4. Και αυτό είναι
αλήθεια, γιατί αυτό που μας περιβάλλει στη μακρά σιωπή, εξασθενεί την προσευχή
για εκείνον που βρίσκεται μακριά. Τριγύρω, όπου και να κοιτάξεις, θλίψεις. Και ό,τι
βρίσκεται μπροστά στα μάτια, προκαλεί ισχυρότερη συμπάθεια. Μόνο όταν θα είστε
σε ειρήνη και σχετική ευημερία, μπορείτε να γράφετε αραιότερα. Όταν όμως βρίσκεσθε
σε θλίψεις και βαρύ πόλεμο, δεν πρέπει να αναβάλλετε. Να γράφετε στον πατέρα
Σιλουανό, και, πιστεύω στον Θεό, θα λάβετε βοήθεια. Η θέση σας είναι ιδιαίτερα
δύσκολη, γιατί μονομαχείτε με τον εχθρό.
Και αυτό είναι αναγκαίο, πριν να μάθετε
να πολεμάτε με τα πάθη. Αλλά και αυτοί που έμαθαν (σχετικά πάντα), τα νικούν με
άσκηση και κόπο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει το πορνικό πάθος αδυσώπητο τύραννο,
που μας βασανίζει σχεδόν κάθε ημέρα ως τα βαθειά γηρατειά. Πρέπει να αγαπήσετε
την επώδυνη κατάσταση του σώματος, για να βρείτε σχετική ανάπαυση από το άσπονδο
αυτό πάθος. Συγχωρείστε με, που τολμώ να μιλώ για τον εαυτό μου.
Εγώ ο ίδιος, με την ευλογία του
πνευματικού μου, χτυπούσα για μια περίοδο τον εαυτό μου σε κάθε ερεθισμό, μέχρι
που δημιουργούνταν αιματηροί μώλωπες, ωσότου τελικά ο πόνος φθάνοντας στην
καρδιά να σβήσει και να δαμάσει την κίνηση της σάρκας.
Τώρα όμως εγκατέλειψα αυτόν τον τρόπο
για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω της φιλάσθενης καταστάσεως του σώματός μου και της
απουσίας εδώ στον Άθω σκανδαλισμών, το πάθος της ασωτείας δεν με ενοχλεί τόσο
δυνατά. Δεύτερον, ο τρόπος αυτός μετά από μακροχρόνια και συχνή εφαρμογή [//244] πλήττει σοβαρά όλο το
νευρικό σύστημα. Έτσι αναγκαζόμαστε να προτιμούμε μόνο την προσευχή. Μια φορά
παρολίγο να σκοτώσω τον εαυτό μου. Με τη γωνία ενός ξύλου που κρατούσα στα χέρια
μου κτύπησα ανάμεσα στα πλευρά κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Για δύο εβδομάδες με
δυσκολία μπορούσα να κινηθώ· το αριστερό μου χέρι είχε σχεδόν εξαρθωθεί, πονούσα
όταν πλάγιαζα και μου ήταν δύσκολο να αναπνεύσω. Αλλά, δόξα τω Θεώ, συνήλθα!
Κάποτε όμως, όταν ο ερεθισμός του σώματος
είναι δυνατός, αναπόφευκτα σχεδόν καταφεύγουμε σε αυτό το μέσο. Και τι παράδοξο
πράγμα! Το πάθος της ασωτείας ενεργεί κατά τέτοιον τρόπο στο σώμα, ώστε στην ένταση
της διέγερσης ακόμη και τα ισχυρά κτυπήματα που αφήνουν οδυνηρά μελανιάσματα ή
μώλωπες για πολύ καιρό, ώστε να δυσκολεύεται κανείς ακόμη και να περπατά, κατά
τη στιγμή εκείνη σχεδόν δεν γίνονται αισθητά. Συνεπώς πρέπει κανείς να κτυπήσει
πολλές φορές ανελέητα τον εαυτό του, ωσότου ο πόνος πλήξει την καρδιά, για να
ησυχάσει το σώμα.
4 Βλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Λόγος 32, ό.π., σ.
160.
Σκληρός ο λόγος αυτός5, αλλά τί να κάνουμε. Καλύτερα, όπως λέει ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, να πεθάνουμε
στην άσκηση, παρά να παραδοθούμε στα πάθη, να χάσουμε την ανθρώπινη εικόνα και
να προδώσουμε τον Χριστό6.
Ο χριστιανός οφείλει πρωτίστως να είναι
ασκητής. Ακόμη περισσότερο ο μοναχός, ο ιερέας. Μίσησε τον εαυτό σου, άρχισε να
κατανοείς τον εαυτό σου όχι μόνο μέσα από την εγκράτεια των παθών, αλλά και μέσα
από την αντίσταση σε αυτά, δηλαδή με την επίθεση εναντίον τους, και [//245] αμέσως θα αισθανθείς
ανακούφιση. Κάποιο φως θα ανατείλει στην ψυχή. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης
ο Χρυσόστομος λένε ότι τα εκούσια παθήματα είναι πιο ευχάριστα από την άλογη
χαρά7.
Ανάλογα με το πώς ζει ο άνθρωπος
διαμορφώνονται και οι εξωτερικές περιστάσεις της ζωής του. Κάποτε εξαιτίας των
εσωτερικών λαθών μας, ή αντιθέτως των διορθώσεων, μεταβάλλονται ανάλογα προς το
χειρότερο ή προς το καλύτερο και οι
εξωτερικές συνθήκες της ζωής.
Ίσως ήδη σας κούρασα υπερβολικά.
Συγχωρείστε με.
Αναλογίζομαι τον ερχομό σας στον Άθω
με μεγάλο φόβο, ότι θα σας συμβούν εδώ πολλά δυσάρεστα πράγματα. Η πλειοψηφία
των γερόντων που διοικούν εδώ κρατά ιδιαίτερα δυσμενή στάση απέναντι στην
«Ιεραρχία» του Μητροπολίτου Σεργίου.
Έχετε ενταχθεί στη Ρωσική Εκκλησία.
Τώρα μοιρασθείτε τον κλήρο των μελών της.
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Θα υπομείνουμε.
Τέτοια είναι η οδός μας.
Προσέκοψες, ανορθώσου!
Έπεσες, σήκω!
Ποτέ όμως δεν πρέπει να απελπίζεσαι.
[Κάποτε αυτό είναι βαρύ, με αποτέλεσμα
ο άνθρωπος να είναι έτοιμος να παραιτηθεί από την αιώνια ζωή, αν αυτή αποκτάται
με τέτοιον τρόπο. Έπειτα, όταν περάσει το νέφος αυτό, τότε κατά κάποιον ιδιαίτερο
τρόπο λάμπει ο ήλιος και ο άνθρωπος χαίρεται, γιατί έζησε θλίψεις: «Ευφρανθείημεν
ανθ’ ών ημερών εταπείνωσας ημάς, ετών, ών είδομεν κακά»8.
Για να είμαι ειλικρινής και να μην
κρύψω τίποτα από σας, θα σας γράψω τί σκέπτομαι για τη διαμονή σας στο Λονδίνο.
Από τότε που πήγατε στο Λονδίνο, συνεχώς στην προσευχή μου για σας χαιρόταν η
καρδιά μου. Και το γεγονός
5 Ιωάν. 6,60.
6 Βλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Οι Ασκητικοί Λόγοι,
Λόγος 6, Μετάφρ. Καλλινίκου Παντοκρατορινού, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1961, σ. 30.
7 Βλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 2,17, PG
88,657C. Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, Εις Γόρδιον τον μάρτυρα 8, PG 31,505C.
8 Ψαλμ. 89,15.
αυτό με έκανε να συμπεράνω ότι σας είναι ωφέλιμο
να μένετε στο Λονδίνο. Αν συναντήσατε αποτυχία ευθύς εξ αρχής, μπορεί άραγε να
αποτελεί αυτό σημείο ότι δεν είναι θέλημα Θεού και δεν υπάρχει ευλογία για τη
δράση σας στο Λονδίνο ή γενικά για να ζήσετε εκεί; Αλλά εσείς θα πείτε ότι εκεί
δεν υπάρχει καμιά δράση. Μήπως όμως στα άλλα μέρη θα υπάρξει οπωσδήποτε; Ή μήπως
γενικά η δράση, εννοείται η εξωτερική, είναι τόσο απαραίτητη; Το βασικότερο θα ήταν
να υπάρχει η δυνατότητα για εξωτερική δράση. Πολύ σωστά θα απαντήσετε ότι και
οι εξωτερικές συνθήκες στο Λονδίνο είναι υπερβολικά δυσμενείς. Μήπως όμως είναι δυνατή η αλλαγή τους; Συγχωρείστε με. Δεν επιμένω σε οτιδήποτε. Εκφράζω μόνο τις σκέψεις
μου και πάλι με φόβο μήπως σας λυπήσω.
Στην ψυχη μου γίνεται μια πάλη.
Ένας λογισμός μου λέει να μη σας στείλω
αυτό το γράμμα, γιατί πρώτον τολμώ να σας συμβουλεύσω για κάτι, και δεύτερον
–αυτό είναι και το σημαντικότερο– δίνω συμβουλές, αναφερόμενος στον εαυτό μου,
πράγμα εντελώς ανάρμοστο.
Από την άλλη, όταν κλίνω προς την απόφαση
να καταστρέψω το γράμμα, δεν γαληνεύω ψυχικά. Κι εγώ ο ίδιος πολλές φορές στη
ζωή μου μόνο σε αυτό εύρισκα βοήθεια· όταν μάθαινα ότι δεν πάσχω μόνο εγώ από
την πίεση κάθε είδους κακίας, ότι όλους τους πολεμά ο διάβολος με τον ίδιο τρόπο,
ότι δεν είμαι μόνος, αλλά και άλλοι κάθε ημέρα με πόνο υποβάλλονται σε δοκιμασίες.
Μόνο ο Θεός και εσείς μπορείτε να με κρίνετε γι’ αυτό. Συγχωρείστε με.
Ο αφοσιωμένος σε σας,
ιεροδιάκονος Σωφρόνιος
Άθως, 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου