Το σύνολο της επίγειας ζωής μας, από τη γέννηση μέχρι
την τελευταία αναπνοή μας, τελικά θα μοιάσει με μια περιεκτική πράξη. Το περιεχόμενο
και η ποιότητα της θα φανεί σαν μια λάμψη. Φανταστείτε ένα ποτήρι από το καθαρότερο
κρύσταλλο γεμάτο νερό. Μια ματιά είναι αρκετή να μας πει αν το νερό είναι καθαρό
ή όχι. Το ίδιο θα συμβεί και μ’ εμάς, όταν θα πάμε σε άλλη σφαίρα. Η πιο ταχύτερη
αντίδραση της καρδιάς μας ή του νου μας αφήνει το στίγμα της στο σύνολο της ζωής
μας. Υποθέστε ότι μόνο μια φορά καθ’ όλη τη διάρκεια της υπάρξεως μου, είχα ενός
λεπτού αμαρτωλή ροπή, π.χ. για φόνο. Μέχρις ότου αποβάλω την ιδέα από την καρδιά
μου με μια πράξη μετάνοιας αυτή θα μένει μαζύ μου σαν μια μαύρη
κηλίδα, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί·
«ουδέν δε συγκεκαλυμμένον εστιν ό ουκ αποκαλυφθήσεται και κρυπτόν ό ου
γνωσθήσεται» (Λουκ. 12,2). Συχνά αναπαυόμαστε με την ιδέα ότι κανένας δεν είδε
τί πράξαμε ή κανείς δε γνωρίζει τί σκεφθήκαμε. Αν δούμε όμως αυτή τη ζωή σαν
προετοιμασία για την αιωνιότητα, αν προσπαθήσουμε να απαλλαγούμε από τα μελανά
στίγματα που έχομε μέσα μας, η εικόνα αλλάζει.
«Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν
και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν. Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί
και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Α’
Ιωάν. 1,8‐ 9). Όταν μετανοούμε κατηγορώντας αποκλειστικά τον εαυτό μας μπροστά
σε Θεό και ανθρώπους, καθαριζόμαστε εσωτερικά. Το νερό στο ποτήρι [//96] καθαρίζεται, αφού περάσει
από πνευματικό φίλτρο, τη μετάνοια. Έτσι, όταν εξομολογούμαι, κατηγορώ τον εαυτό
μου για κάθε κακό, γιατί δεν υπάρχει αμαρτία σ’ όλο τον κόσμο για την οποία δεν
είμαι ένοχος έστω και για δευτερόλεπτο. Ποιός μπορεί να είναι εντελώς βέβαιος ότι
είναι εξ ολοκλήρου ελεύθερος από τη δύναμη των λογισμών των παθών; Και αν για
μια μόνο στιγμή κρατήθηκα από μια κακή σκέψη, ποιός εγγυάται ότι αυτή η στιγμή
δεν θα μεταβληθεί σε αιωνιότητα; Επομένως όσο μπορούμε
να δούμε τον εαυτό μας,
πρέπει να εξομολογηθούμε εξ ολοκλήρου τις αμαρτίες
μας για να μη τις φέρομε μαζί μας ύστερα από το θάνατο μας.
Κατά πρόσωπο αντίσταση δεν είναι πάντοτε ο επιτυχής
τρόπος για να υπερνικήσουμε τους αμαρτωλούς ή απλώς μάταιους λογισμούς. Συχνά ο
πιο καλός δρόμος για μας είναι να διατηρούμε το νου «κατά την ευδοκίαν του θελήματος
του Πατρός» (Εφεσ. 1,5). Το να καθοδηγήσουμε τη ζωή μας όπως πρέπει, είναι
βασικό. Να γνωρίζουμε ότι πριν την δημιουργία του κόσμου προοριζόμαστε για την
τελειότητα. Το να μειώνουμε το προσωπικό σχέδιο του Θεού για μας δεν είναι μόνο
σφάλμα, αποτελεί αμαρτία. Επειδή δεν διαβλέπουμε σ’ εμάς και ακόμα λιγότερο
στους συνανθρώπους μας καμιά διαρκή αρετή, συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας σαν άγρια
θηρία της ζούγκλας. Ώ τι παράδοξο πλάσμα που ‘ναι ο άνθρωπος! Το να τον
παρατηρεί κανείς προκαλεί αγαλλίαση και θαυμασμό, αλλά και κατάπληξη για την άγρια
σκληρότητα του. Η ψυχή αγωνίζεται να προσευχηθεί για τον κόσμο, αλλά όμως η
προσευχή ποτέ δεν θα επιτύχει σε όλη την έκταση το σκοπό της αφού τίποτα και
κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τον άνθρωπο από την ελευθερία του να υποχωρήσει
στο κακό, να διαλέξει το σκοτάδι από το φως (Ιωάν. 3,19).
[//97] Η αληθινή προσευχή που
ανεβαίνει προς το Θεό ποτέ δε χάνεται. Μερικές φορές μπορούμε να λησμονήσουμε
γιατί προσευχόμαστε, αλλά ο Θεός διατηρεί την προσευχή μας παντοτινά. Την ημέρα
της Κρίσεως ό,τι αγαθό έχομε κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής μας θα είναι πλησίον
μας για να μας δοξάσει. Και αντίθετα, το κακό, για το οποίο δεν εξομολογηθήκαμε,
θα μας καταδικάσει και θα μας ρίξει στο σκότος το εξώτερον. Η μετάνοια μπορεί
να ανατρέψει τα αποτελέσματα της αμαρτίας. Με τη δύναμη της Θείας Χάριτος η ζωή
μπορεί να διορθωθεί σ’ όλο της το πλήρωμα, όχι βέβαια μονόπλευρα με την επέμβαση
του Θεού αλλά πάντοτε και μόνο με τη συγκατάθεση μας. Ο Θεός δεν κάνει τίποτα
στον άνθρωπο χωρίς τη συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου.
Την επέμβαση του Θεού στην προσωπική μας ζωή την
ονομάζουμε πρόνοια. Αυτή η πρόνοια δεν είναι σαν την ειδωλολατρική τύχη· πράγματι
στις κρίσιμες στιγμές εμείς παίρνουμε την απόφαση, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Όταν αντιμετωπίζουμε πολλές πιθανότητες κατά την εκλογή μας, αυτή θα εξαρτηθεί
από τον τελικό σκοπό που έχομε υπ’ όψη μας δηλαδή τη Βασιλεία του Πατρός. Αλλά
πολλές φορές επηρεαζόμαστε από άλλους πιο παροδικούς υπολογισμούς και παρεκκλίνομε
από τον αληθινό δρόμο του Θεού σε ψεύτικα μονοπάτια – που δεν οδηγούν στο ελπιζόμενο.
Βέβαια, ό,τι και να διαλέξουμε ο πόνος είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως ακολουθήσουμε
τον δρόμο του Θεού, η θυσία μας θα μοιάσει με την θυσία του Χριστού. «Πάτερ, ει
βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού· πλην μη το θέλημα μου, αλλά το
σον γινέσθω» (Λουκ. 22,43).
Όταν δοθεί στον άνθρωπο να γνωρίζει την αξία της
προσευχής, που τόσο υπερέχει συγκρινόμενη με κάθε άλλη δραστηριότητα στους τομείς
της επιστήμης, τέχνης, [//98] ιατρικής ή άλλων κοινωνικών
ή πολιτικών εργασιών, δεν του είναι δύσκολο να θυσιάσει την υλική ευτυχία, χάρη
στην αγαλλίαση της συνομιλίας με το Θεό. Αποτελεί μεγάλο προνόμιο για τον άνθρωπο
να κατοικεί ο
νους του στην αιωνιότητα, κάτι που είναι πάνω και πέρα από τα πιο θαυμαστά
επιτεύγματα της επιστήμης, της φιλοσοφίας, των τεχνών κ.λ.π. Αρχικά ο αγώνας να
πετύχει κανείς αυτό το προνόμιο φαίνεται ασύμμετρα δύσκολος, αν και σε πολλές
περιπτώσεις που γνωρίζω η επιδίωξη της ελευθερίας για προσευχή έγινε αναγκαία.
Η προσευχή μας εφοδιάζει με μια πείρα πνευματικής
ελευθερίας που αγνοούν πολλοί άνθρωποι. Το πρώτο σημείο απελευθερώσεως είναι
μια αποτροπή στο να θέσει κανείς τη βούληση του στη διάθεση των άλλων. Το δεύτερο,
μια εσωτερική απελευθέρωση από τα δεσμά των άλλων στον εαυτό του. Η κυριότητα πάνω
στην επιθυμία μας να εξουσιάζουμε τους άλλους είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στάδιο,
που αμέσως ακολουθείται από την τάση να λυπόμαστε όταν μειώνουμε τον αδελφό
μας. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατά την εικόνα του Θεού, ο οποίος είναι
ταπεινός αλλά συγχρόνως και ελεύθερος. Επομένως είναι κανονικό και φυσικό ότι
θα γίνει «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού του και θα παραιτηθεί από την άσκηση ελέγχου
πάνω στους άλλους, ενώ ο ίδιος είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος με τη δύναμη της
παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα του. Εκείνοι που κατέχονται από δυνατή
επιθυμία για να αποκτήσουν δύναμη, αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα τους. Το
φως της αληθινής ζωής τους εγκαταλείπει αφήνοντας ένα τρομερό κενό, μια
απελπιστική ανία. Η ζωή χάνει κάθε νόημα. Όταν το Άγιο Πνεύμα με την ευγενική
παρουσία του στις ψυχές μας μάς κάνει ικανούς να κυριαρχήσουμε στα πάθη μας,
σκεφτόμαστε ότι το να περιφρονούμε τους άλλους [//99] είναι αντίθετο με το πνεύμα της αγάπης. Και αν δεν
είμαι σπλαχνικός, οτιδήποτε άλλο, ακόμα και χαρίσματα προφητείας, κατανοήσεως όλων
των μυστηρίων ή θαυματουργίας, τίποτα δεν με ωφελεί (Α’ Κορ. 13,1‐3).
Η πνευματική ελευθερία είναι η ύψιστη χάρη. Χωρίς
αυτή δεν υπάρχει σωτηρία. Σωτηρία που μας αποκαλύφτηκε σαν θέωση του ανθρώπου,
σαν εξομοίωση του ανθρώπου με τη θεία μορφή του Όντος.
Είναι σημαντικό ότι ο άνθρωπος με τη δική του ελεύθερη
θέληση καθορίζει τον εαυτό του σ’ όλη την αιωνιότητα. Ο μόνος αληθινός οδηγός
στον αγώνα της εκπληρώσεως αυτής της ανεκλάλητης υψηλής κλήσεως είναι οι εντολές
του Χριστού. Όλη η κτίση στενάζει, γιατί υποτάχθηκε στη ματαιότητα και περιμένει
τη λύτρωση που θα ‘ρθει με την διακήρυξη «της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ.
8,19‐23). Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς ότι σπάνια γίνεται αντιληπτό σε τί αναφέρεται
η γνήσια, θεϊκή, βασιλική ελευθερία «των υιών του Θεού».
Η εντατική προσευχή μπορεί να μεταφέρει νου και
καρδιά με την έντονη τους επιθυμία στην αιωνιότητα, ώστε το παρελθόν να χάνεται
στη λησμονιά, και να μη μένει σκέψη για κανένα γήϊνο μέλλον· ολόκληρη η
εσωτερική προσοχή συγκεντρώνεται στο ενδιαφέρον του μοναδικού, δηλαδή πώς θα γίνουμε
άξιοι του Θεού. Είναι γεγονός ότι όσο
ισχυρότερη είναι η επιθυμία μας για την αναζήτηση του ατελεύτητου, τόσο αργότερα
φαίνεται ότι προχωρούμε. Η πολύ ισχυρή αντίθεση μεταξύ της δικής μας μηδαμινότητας
και του απερίγραπτου μεγαλείου του Θεού τον οποίο αναζητούμε, καθιστά αδύνατο
να κρίνουμε με κάθε βεβαιότητα αν προοδεύουμε ή
οπισθοχωρούμε. Σ’ αυτή
τη θεώρηση της
αγιότητας και της ταπεινότητας του Θεού, η πνευματική κατανόηση του ανθρώπου
αναπτύσσεται γρηγορότερα από την ικανότητά του να εναρμονίσει [//100] τη συμπεριφορά του με το
λόγο του Θεού. Από αυτό το λόγο προέρχεται η εντύπωση, ότι η απόσταση μεταξύ
αυτού και του Θεού συνέχεια αυξάνεται. Η αναλογία δεν είναι ακριβής, αλλά αυτό
το φαινόμενο είναι γνωστό σε κάθε γνήσιο καλλιτέχνη ή επιστήμονα. Η σύλληψη απέχει
πολύ από την ικανότητα για την πραγμάτωση. Είναι φυσικό για ένα καλλιτέχνη να
αισθάνεται ότι το αντικείμενο του ξεφεύγει συνέχεια από τα χέρια του. Και αν
συμβαίνει αυτό στο χώρο της τέχνης, ακόμα περισσότερο συμβαίνει στο χώρο όπου
αναζητείται η γνώση της άναρχης και ακατάληπτης θειότητας. Κάθε καλλιτέχνης
γνωρίζει το βάσανο της προσπάθειας να υλοποιήσει το αισθητικό του όραμα. Η ψυχή
του ανθρώπου της προσευχής συχνά δοκιμάζεται πιο οδυνηρά. Η αδυναμία που τον
κυριεύει όταν βλέπει τον εαυτό του να αρπάζεται από τα βασικά πάθη, τον οδηγεί ακόμα βαθύτερα στον πυρήνα της υπάρξεως
του. Αυτή η εσωτερική αυτοσυγκέντρωση
μπορεί να πάρει τη μορφή μιας συστολής, όπου ψυχή, νους και σώμα αλληλοσυστέλλονται σαν μια πολύ
σφικτή γροθιά. Η προσευχή γίνεται μια
κραυγή χωρίς λέξεις, και αναλογιζόμενος ο άνθρωπος την απόσταση που τον χωρίζει
από το Θεό πέφτει σε οξύτατη λύπη. Το να βλέπει κανείς τον εαυτό του στον μαύρο
λάκκο της αμαρτίας, αποκομμένο από τον Άγιο των Αγίων, είναι απελπιστική πράγματι κατάσταση.
Η προσευχή συχνά βγαίνει χωρίς λέξεις. Αν υπάρχουν
λέξεις, αυτές βγαίνουν αργά, σε μακρές παύσεις μεταξύ τους. Ο ανθρώπινος λόγος
μας είναι εικόνα του Λόγου ο οποίος ήταν «εν αρχή». Όταν οι λέξεις ακτινοβολούν
συνετή γνώση, έχουν χωρίς αμφιβολία μεταφυσικές ρίζες, και ειδικότερα όταν
περιλαμβάνεται σ’ αυτές γνώση Θεού. Σ’ αυτή τη σχέση οι Πατέρες της Εκκλησίας, σε
μια προσπάθεια να εκφράσουν τα ανέκφραστα σε σχήματα [//101] και μορφές μέσα στα όρια
της εγκόσμιας πείρας μας, διατύπωσαν ένα συγκεκριμένο παραλληλισμό ανάμεσα στη
σχέση του Θεού Πατέρα και του Θεού Λόγου και στην αμοιβαία σχέση του νου μας με
το λόγο μας. Διέκριναν μεταξύ του εσωτερικού έμφυτου λόγου του νου μας –ο έμφυτος
λόγος (ενδιάθετος λόγος)–
, και της προφερόμενης λέξεως, της εκφράσεως – ο έναρθρος λόγος. Το πρώτο
δηλώνει μια ορισμένη αναλογία σχετικά με το Θεό Λόγο «τον όντα εις τους κόλπους
του Πατρός» (Ιωάν. 1,18) και το δεύτερο δηλώνει αναλογία με την ενσάρκωση. Και
αν κατά την αιώνια ύπαρξη του ο Θεός Λόγος είναι ομοούσιος και ίσος με τον Πατέρα
και βασιλεύει μαζί του, κατά την ενσάρκωση του ως Υιός του ανθρώπου μπορούσε να
πει: «Ο Πατήρ μου μείζων μου εστι» (Ιωάν. 14,28). Έτσι ο ανθρώπινος λόγος έκαμε
κραυγαλέες παρομοιώσεις σχετικά με τη
θεία πραγματικότητα, η γνώση της οποίας δόθηκε με οράματα και αποκαλύψεις στους προφήτες, αποστόλους και πατέρες. Όμως
η όραση που γινόταν κήρυγμα φαινόταν πιο μειωμένη στον ακροατή παρά στον προφήτη
τον ίδιο, αφού οι λέξεις που περιέγραφαν
την όραση δεν μείωναν την αξία της οράσεως για τους προφήτες. Έτσι ακριβώς και για τον Πατέρα η ενσάρκωση δεν μείωσε τον Υιό.
Στο πέρασμα των αιώνων οι δάσκαλοι της Εκκλησίας
ερεύνησαν τρόπους και έννοιες για να μεταδώσουν στον κόσμο τη γνώση που αφορούσε τη Θεία
Ύπαρξη. Στις προσπάθειές τους βασανίζονταν συνέχεια
μεταξύ της απροθυμίας να εγκαταλείψουν την απερίγραπτη θεωρία του μοναδικού και
ουσιώδους μυστηρίου, και της αγάπης που τους ανάγκαζε να κάνουν τους αδελφούς
τους μετόχους του μυστηρίου. Ο Θεός ανάγκασε και αναγκάζει πράγματι τους αγίους
του να μιλούν για τα εξ ύψους δώρα. Βλέπομε πόσο επηρέασε αυτό τον απόστολο Παύλο
[//102] που λέει:
«Εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα· ανάγκη γαρ μοι επίκειται· ουαί δε
μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι· ει γαρ εκών
τούτο πράσσω μισθόν έχω» –διάχυση της χάριτος– «ει δε άκων οικονομίαν πεπίστευμαι» (Α’ Κορ. 9,16‐17).
Αυτό έγινε και με πολλούς ασκητές στην χριστιανική ιστορία ανά τους αιώνες.
Σημειώνομε το ίδιο χαρακτηριστικό και στο γέροντα Σιλουανό, που γράφει: «Η ψυχή
μου υπεραγαπά το Θεό και πώς μπορώ να κρύψω αυτή τη φλόγα που θερμαίνει την ψυχή
μου; Πώς μπορώ να κρύψω τα ελέη του Θεού στα οποία αναπαύεται η ψυχή μου; Πώς
μπορώ να κρατήσω την ειρήνη μου, όταν η ψυχή μου είναι αιχμάλωτη του Θεού; Πώς
μπορώ να σιωπήσω, όταν το πνεύμα μου λειώνει
μέρα και νύχτα από αγάπη σ’ αυτόν;».
Αδύνατη η σιωπή αλλά αδύνατη και η ομιλία. Και αυτό
συμβαίνει όχι μόνο γιατί αδυνατούν οι λέξεις να εκφράσουν το γεγονός, αλλά και
γιατί το Θείο Πνεύμα αναγκάζει το νου σε βαθειά σιωπή μεταφέροντάς τον σε άλλο
κόσμο. Πάλι ο μακαριστός Γέροντας Σιλουανός λέει: « Ο Κύριος μας έδωσε το Άγιο
Πνεύμα και διδαχτήκαμε τον ύμνο του Κυρίου και έτσι λησμονάμε τη γη για την
γλυκύτητα της αγάπης του Θεού …».
«Ελεήμων ο Κύριος! Και ο νους σιωπά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου