Το να προσεύχεται κάποιος έτσι κάθε πρωΐ δεν είναι
εύκολο. Αλλά εάν προσευχόμαστε με όλη την καρδιά μας και με μεγάλη προσοχή, η μέρα
μας σφραγίζεται με την προσευχή και κάθε γεγονός παίρνει διαφορετικό χαρακτήρα.
Η ευλογία που ζητήσαμε από τον ύψιστο Θεό, θα φέρει μιαν αγάπη, ειρήνη στις ψυχές
μας, η οποία θα ενεργήσει και θαυμαστά στον τρόπο κατά τον οποίον αντιλαμβανόμαστε
και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Ο άνθρωπος της προσευχής βλέπει με διαφορετικό φως
το περιβάλλον του. Η φροντίδα επιταχύνεται και η πραγματική αξία της ζωής εκτιμάται.
Με τον καιρό η προσευχή θα εισέλθει στη φύση μας, μέχρις ότου σιγά‐σιγά ένας νέος
άνθρωπος γεννηθεί από το Θεό. Η αγάπη για το Θεό που αληθινά στέλνει την ευλογία
του σ’ εμάς, ελευθερώνει την ψυχή από εξωτερικές πιέσεις. Αναγκαίο είναι να
διατηρήσουμε αυτό το σύνδεσμο αγάπης με το Θεό. Δεν θα νιαστούμε τί θα σκεφθεί
ο κόσμος ή πώς θα μας μεταχειρισθεί. Θα παύσουμε να φοβόμαστε ότι θα χάσουμε
την εύνοια του. Θα αγαπάμε τους συνανθρώπους μας χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν αυτοί
μας αγαπούν. Ο Χριστός μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε τους άλλους, αλλά η αγάπη
των άλλων για μας δεν πρέπει ν’ αποτελεί προϋπόθεση για τη σωτηρία μας. Στην
πραγματικότητα μπορεί να μη γίνουμε αρεστοί στους άλλους εξαιτίας της ανεξαρτησίας
του πνεύματος μας. Είναι σημαντικό για τις μέρες μας να μπορούμε να μην επηρεαζόμαστε
από εκείνους με τους οποίους σχετιζόμαστε, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να χάσουμε
και πίστη και προσευχή. Ο κόσμος ας μας κρίνει [//75] σαν αναξίους προσοχής, εμπιστοσύνης και σεβασμού.
Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο, αν είμαστε αρεστοί στον Κύριο. Και το αντίθετο,
δεν θα μας ωφελήσει σε τίποτα, αν δηλαδή όλος ο κόσμος μας εκτιμά και μας
επαινεί, αλλά ο Κύριος μας εγκαταλείψει. Αυτό αποτελεί μέρος της ελευθερίας του
Χριστού στους λόγους του «Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
(Ιωάν. 8,32). Η μόνη μας φροντίδα πρέπει να είναι να ζούμε την οδό του Κυρίου,
να γίνουμε μαθητές του και να πάψουμε να είμαστε υπηρέτες της αμαρτίας. «Πας ο
ποιών την αμαρτίαν δούλος εστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία
εις τον αιώνα. Ο υιός μένει εις τον αιώνα. Εάν ουν ο υιός υμάς ελευθερώση όντως
ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάν. 8,34‐36). Το αποτέλεσμα της προσευχής είναι να μας
καταστήσει υιούς Θεού· ως υιοί θα κατοικήσουμε αιώνια στο σπίτι του πατέρα μας.
«Πάτερ υμών ο εν τοις ουρανοίς …».
Η πραγματική προσευχή βέβαια δεν έρχεται αμέσως.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση να διατηρούμε την έμπνευση ενώ είμαστε περικυκλωμένοι
από τα παγωμένα νερά του κόσμου, ο οποίος δεν προσεύχεται. Ο Χριστός έρριξε τη
θεία
φλόγα στη γη, και προσευχόμαστε σ’ αυτόν να φλογίσει τις ψυχές μας να μην
υπερνικηθούμε από το κοσμικό ψύχος και να μην επισκιάσει κανένα μαύρο σύννεφο
αυτήν την λαμπρή φλόγα.
Απ’ όλα τα πλησιάσματα προς το Θεό το καλύτερο είναι
η προσευχή, που σε τελευταία ανάλυση είναι το μόνο μέσον. Στην πράξη της
προσευχής η ανθρώπινη διάνοια βρίσκει την ευγενέστερη έκφρασή της. Η πνευματική
κατάσταση του επιστήμονα που ερευνά, του καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα τέχνης,
του διανοητή που φιλοσοφεί, ακόμα και του επαγγελματία θεολόγου που προβάλλει
τις θεωρίες του, όλ’ αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν [//76] με τα πνευματικά βιώματα
ενός ανθρώπου της προσευχής που έρχεται πρόσωπο με Πρόσωπο με τον ζωντανό Θεό.
Κάθε άνθρωπος και κάθε είδους πνευματική δραστηριότητα παρουσιάζει λιγότερη δύναμη
από την προσευχή. Μπορούμε να εργαστούμε δέκα ή δώδεκα ώρες συνέχεια, αλλά λίγες
στιγμές προσευχής είναι εξαντλητικές.
Η προσευχή γεμίζει τα πάντα. Είναι δυνατό όσοι από
μας έχουν φυσική έλλειψη χαρίσματος ν’ αποκτήσουν με την προσευχή υπερφυσικά
χαρίσματα. Όπου παρατηρούμε μια φυσική έλλειψη γνώσεως, πρέπει να θυμόμαστε καλά ότι η προσευχή, ανεξάρτητα από την φυσική
ικανότητα του ανθρώπου, μπορεί να φέρει έναν υψηλότερο τύπο γνώσεως. Είναι η
περιοχή της ακτινοβολούσας συναισθήσεως, του ισχυρού επιχειρήματος, όπου η
προσευχή είναι η είσοδος στην ταχεία
θεωρία της θείας αλήθειας.
Μια ροπή που εκδηλώθηκε μεταξύ των επιστημόνων του
παρόντος αιώνος είναι να διακηρύσσουν την τέλεια γνώση του φυσικού κόσμου. «Το
σύνολον όλων όσων έχουν γίνει ήδη γνωστά, τονίζει την χωρίς όρια ικανότητα του
ανθρωπίνου νου και φανερώνει ότι κάθε φυσικό φαινόμενο είναι δυνατόν να γνωσθεί»,
δήλωσε Ρώσος επιστήμονας το 1958.
Εμείς οι Χριστιανοί ζητάμε επίσης την τέλεια γνώση
του όντος στη βαθύτερη και ευρύτερη έννοια. Ο κόσμος της ύλης δεν προσανατολίζεται
ακόμα προς την πληρότητα του όντος. Χωρίς να μειώσομε τη σπουδαιότητα της
πειραματικής επιστήμης, ουσιώδους αναγκαιότητας ίσως στον αγώνα για την ύπαρξη,
δεν μπορούμε όμως να δούμε πέρα από τα όρια της. Μια φορά άκουσα την πιο κάτω
ιστορία ενός καθηγητή της αστρονομίας που μιλούσε με ενθουσιασμό για τα νεφελώματα
σ’ ένα πλανητάριο και τα θεωρούσε σα θαύματα. Παρατηρώντας έναν απλό [//77] ιερέα που συνόδευε μια ομάδα
μαθητών τον ρώτησε:
-
Τί λένε οι Γραφές σας για το κοσμικό διάστημα και
τις μυριάδες των αστέρων;
Αντί να του δώσει αμέσως απάντηση ο ιερέας αντερώτησε:
-
Πέστε μου, κύριε καθηγητά, νομίζετε ότι η επιστήμη
είναι δυνατόν ν’ ανακαλύψει πιο δυνατά τηλεσκόπια για να δει ακόμα πιο βαθιά στο στερέωμα;
-
Βέβαια η πρόοδος είναι δυνατή και η επιστήμη πάντοτε
θα παρέχει τα απαραίτητα μέσα για την έρευνα του διαστήματος, απάντησε ο αστρονόμος.
-
Υπάρχει τότε η ελπίδα ότι μια μέρα θα έχετε τηλεσκόπια
να σας δείξουν όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια;
-
Ώστε υπάρχει όριο στην επιστήμη;
-
Μάλιστα, με αυτή την έννοια ναι.
-
Λοιπόν, κύριε καθηγητά, είπε ο ιερέας, εκεί που η
επιστήμη σας σταματά, αρχίζει η δική μας, και αυτό είναι εκείνο που λένε οι
Γραφές μας.
[//78] (ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)
1. Η μακαριότητα της γνώσεως της οδού
«Μακάριοι εσμεν, Ισραήλ, ότι τα αρεστά τω Θεώ ημίν
γνωστά εστιν. Θαρσείτε, λαός μου, μνημόσυνον Ισραήλ» (Βαρούχ 4,4.5). Και αν
υπολογίσομε πόσο περισσότερο είμαστε εμείς οι χριστιανοί προικισμένοι από τον Κύριο
απ’ ότι οι προφήτες και οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης, θα υψώναμε κι εμείς φωνή
ευχαριστίας και θριάμβου λέγοντας: «Ευλογημένοι είμαστε και αγιασμένοι, οι
χριστιανοί, γιατί τόσο επιθύμησε ο Θεός να είναι ενωμένος μαζί μας, ώστε η ζωή
του να γίνει δική μας».
Ο ίδιος ο Κύριος το ομολόγησε αυτό, όταν είπε
στους μαθητές του: «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμών ότι
ακούουσιν. Αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά
βλέπετε, και ουκ είδαν και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν» (Ματθ.
13,16.17). Και ο απόστολος Πέτρος λέγει
το εξής για τους προφήτες: «οίς απεκαλύφθη ότι ουχ εαυτοίς, υμίν δε διηκόνουν
αυτά, ά νυν ανηγγέλη υμίν δια των ευαγγελισαμένων υμάς εν Πνεύματι Αγίω αποσταλέντι
εξ ουρανού» και προσθέτει «εις ά επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α’ Πέτρ. 1,12).
Ο απόστολος Παύλος επίσης στην προς Εφεσίους
επιστολή του έγραψε ότι η γνώση είναι το μυστήριο του Χριστού «ό ετέραις γενεαίς
ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις
αυτού και προφήταις εν πνεύματι» (Εφεσ. 3,5) και συνέχισε λέγοντας ότι σ’ αυτόν
δόθηκε η χάρη «εν τοις έθνεσι ευαγγελίσασθαι τον ανεξιχνίαστον πλούτον του
Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου [//79] του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,8‐9).
Τόσο μεγάλο και βαθύτατο είναι το μυστήριο ακόμα
και «ταις αρχαίς και ταις εξουσίαις εν τοις επουρανίοις δια της εκκλησίας η
πολυποίκιλος σοφία του Θεού κατά πρόθεσιν των αιώνων ήν εποίησεν εν τω Χριστώ
Ιησού τω Κυρίω ημών, εν ώ έχομεν την παρρησίαν και προσαγωγήν εν πεποιθήσει δια
της πίστεως αυτού» (Εφεσ. 3,10‐12).
Στις μέρες μας ο μη χριστιανικός μυστικισμός
προσελκύει πολλούς που απελπίστηκαν από την παλαιότητα και κενότητα του σύγχρονου
κόσμου. Αγνοούν την αληθινή ουσία του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός κληροδοτεί
ταλαιπωρίες αλλά με τις ταλαιπωρίες εισερχόμαστε στα μυστήρια του Όντος. Ο καθένας
κατανοεί με τον πόνο τις έννοιες του ανθρωπισμού και της ελευθερίας του. Σε
καιρούς απελπισίας οι χριστιανοί θυμούνται ότι «πάσα η κτίσις συστενάζει και
συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. 8,22) και το πνεύμα του αντιλαμβάνεται ότι
η ίδια ζωή ρέει μέσα
από όλους μας.
Κατ’ επέκταση η
συνείδηση μας μάς εξοικειώνει με τα εκατομμύρια των συνανθρώπων μας, που βρίσκονται
διασκορπισμένοι σ’ όλη τη γη. Μια εκτίμηση της γνώσεως του ανθρώπινου πόνου
γεννά εντατική προσευχή, η οποία μεταφέρει τα πάντα στο βασίλειο του πνεύματος.
Κάποτε διάβασα στην εφημερίδα ότι ένας μηχανικός
δοκίμαζε τη μηχανή ενός αεριωθούμενου αεροπλάνου και από απροσεξία εισήλθε στο
κύμα του αέρα, το οποίο τον σήκωσε ψηλά από τη γη. Βλέποντας το γεγονός ο βοηθός του έσβησε αμέσως τη μηχανή. Ο μηχανικός έπεσε
κάτω και σκοτώθηκε. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο της προσευχής:
αφού αρπαγεί και ανυψωθεί σ’ άλλες σφαίρες επιστρέφει στη γη «νεκρός» για τα πράγματα
[//80] του κόσμου.
Μια νέα ζωή γεμάτη φως αυτοπαρουσιάζεται σ’ αυτόν, και το νηπιακό παρελθόν, στο
οποίο βρίσκονται οι περισσότεροι, παύει πια να έχει γι’ αυτόν ενδιαφέρον ή να
τον προσελκύει. Αν δεχθούμε ως ποιότητα ζωής όχι το σύνολο των ευχάριστων
ψυχοφυσικών αισθήσεων, αλλά το βαθμό της γνώσεως των πραγματικοτήτων του σύμπαντος
και πάνω απ’ όλα της πρώτης και τελευταίας αλήθειας, θα αντιληφθούμε τί κρύβεται
πίσω από τα λόγια του Κυρίου προς τους μαθητές του λίγο πριν από τον σταυρικό
του θάνατο: «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Η ουσία της ειρήνης του Χριστού βρίσκεται
στην τέλεια γνώση του Πατέρα. Το ίδιο ισχύει και για μας: Αν γνωρίζομε την αιώνια
αλήθεια, όλες οι ταλαιπωρίες αυτής της ζωής θ’ απομακρυνθούν στην περιφέρεια
της υπάρξεως μας, ενώ το φως της ζωής που εκπορεύεται από τον Πατέρα θα βασιλέψει
μέσα μας.
Καμιά επιτυχία ή προσωρινή ευτυχία δεν μπορεί να φέρει
την πραγματική ειρήνη, αν αγνοούμε συνεχώς την αλήθεια. Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι
με αρκετό πνευματικό θάρρος για να βγούνε από τον συνηθισμένο δρόμο που
ακολουθεί η αγέλη. Το θάρρος γεννιέται από τη σταθερή πίστη στο Χριστό‐Θεό.
«Αύτη εστιν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις
ημών» (Α’ Ιωάν. 5,4).
Αυτοί που δεν έχουν πείρα προσευχής βρίσκουν δύσκολο
να πιστέψουν πως η προσευχή ευρύνει τους ορίζοντες του πνεύματος. Μερικές φορές
η προσευχή καταστρέφει την καρδιά σαν φωτιά, και όταν η καρδιά φλογισθεί, τότε
πέφτει πάνω της μ’ αναπάντεχο τρόπο η δροσιά της θείας παρηγοριάς. Όταν αισθανόμαστε
την αδυναμία μας και το πνεύμα μας απελπίζεται, τότε εμφανίζεται κατά κάποιο άγνωστο
τρόπο ένα θαυμάσιο φως, που προβάλλει μια ζωή ατέλειωτη. Όταν το σκοτάδι μέσα
μας είναι τόσο πυκνό ώστε να παραλύσουμε από τρόμο, [//81] τότε το ίδιο φως μετατρέπει
τη σκοτεινή νύχτα σε λαμπρή ημέρα. Όταν εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας
σε αιώνια κόλαση όπως το αξίζει και βρισκόμαστε στην
αγωνία της πτώσεως μέσα στο σκοτεινό λάκκο, ξαφνικά μια δύναμη εκ των άνω ανυψώνει
το πνεύμα μας στα ύψη. Όταν τέλος μας συνθλίβει το συναίσθημα της μηδαμινότητάς
μας, το άκτιστο φως μας μεταμορφώνει
και μας φέρνει σαν γιούς στο σπίτι του Πατέρα.
Πώς ερμηνεύονται αυτές οι αντίθετες καταστάσεις; Πώς
η αυτοκαταδίκη μας μάς δικαιώνει μπροστά στο Θεό; Αυτό γίνεται γιατί υπάρχει αλήθεια
σ’ αυτή την αυτοκαταδίκη, κι έτσι το Πνεύμα της Αλήθειας βρίσκει τόπο για την
κατοίκησή του μέσα μας.
Ακόμα και μακρυνή επαφή με το Θείο μας απελευθερώνει
την ψυχή απ’ όλα τα πάθη, καθώς κι απ’ το φθόνο, αυτό το αχρείο ξέσπασμα της
υπερηφάνειας. Ο άνθρωπος που συνεχίζει να έχει ταπεινή γνώμη για τον εαυτό του,
θα λάβει μεγαλύτερη γνώση των μυστηρίων του μέλλοντος κόσμου. Θα λυτρωθεί από
την δύναμη του θανάτου. Ενωμένος δια της προσευχής με τον Χριστό, γνωρίζει ότι
στην αιωνιότητα ολόκληρο το περιεχόμενο του Όντος θα ανήκει σ’ αυτόν με την
συνεχή κατοίκηση σ’ αυτόν του Αγίου Πνεύματος – της Τριάδας θα ήταν αληθέστερο
να πούμε. Ο Πατέρας, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα θα κατοικήσουν μέσα του. Κι αυτό
θα ‘χει σαν αποτέλεσμα κάθε καλή λέξη ή πράξη από οποιαδήποτε πηγή να γίνει μέρος
της αιώνιας θείας ζωής του. Έστι οι λόγοι του αγίου Παύλου «ως μηδέν έχοντες
και τα πάντα κατέχοντες» (Β’ Κορ. 6,10) βρίσκουν εφαρμογή. Αν κάποιος άλλος κάνει
έργα προς δόξα Θεού, που φέραν σ’ αυτόν παροδική αλλά και αιώνια φήμη, ο άνθρωπος
της προσευχής δεν αισθάνεται γι’ αυτόν φθόνο αλλά χαρά για την κοινή σωτηρία
μας. Η δόξα του αδελφού μου είναι [//82] και δική μου δόξα. Τι ευλογία να βλέπεις τους
συνανθρώπους σου να λάμπουν από Άγιο Πνεύμα. Κι
αυτό ακόμα το γεγονός δεν είναι
παρά μια αμυδρή ανταύγεια της ευτυχίας μας στη μέλλουσα βασιλεία, όπου στην
αφθονία της αγάπης, που δεν θα λιγοστεύει ποτέ, το πνεύμα του ανθρώπου θα
αγκαλιάζει την πληρότητα του Θεανθρώπου Όντος.
Ας μη λησμονούμε όμως ότι αυτή η υπεραφθονία της
αγάπης περνά από τα βάθη της κολάσεως. Δεν πρέπει να φοβόμαστε αυτή την κάθοδο,
αφού χωρίς αυτήν η πληρότητα της γνώσεως είναι ακατόρθωτη.
Μερικές φορές οι δοκιμασίες και οι δυσκολίες που
μας συμβαίνουν μας βάζουν στη θέση ενός ταξιδιώτη που ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό
του στο χείλος της αβύσσου, από το οποίο είναι αδύνατο να επιστρέψει. Η άβυσσος
είναι το σκότος της άγνοιας και ο φόβος της αιχμαλωσίας από το θάνατο. Μόνο η
ενέργεια της αγιασμένης απελπισίας θα μας κάνει ικανούς να τα υπερπηδήσουμε.
Αφού πεισθούμε από κάποια μυστηριώδη δύναμη, ριχνόμαστε στο άγνωστο επικαλούμενοι
το όνομα του Κυρίου. Και τι συμβαίνει; Αντί να σπάσουμε το κεφάλι μας στους βράχους,
αισθανόμαστε ένα αόρατο χέρι να μας οδηγεί ευγενικά και να σωζόμαστε. Το να
ριχτούμε στο άγνωστο σημαίνει εμπιστοσύνη στο Θεό. Απελπισμένοι από τους ισχυρούς
της γης, αρχίζουμε να ερευνούμε για μια νέα ζωή, στην οποία η πρώτη θέση δίνεται
στο Χριστό.
Η διάβαση της αβύσσου του άγνωστου μπορεί επίσης
να παρομοιαστεί με ένα ταλαντευόμενο καλώδιο που απλώνεται από τα δύο άκρα. Τα
χέρια του Σταυρωμένου Χριστού συνδέουν τα άκρα του στην άβυσσο. Η ψυχή,
για την οποία έχει οριστεί το τρομερό
προνόμιο να ταξιδέψει κατά μήκος αυτού του καλωδίου, δεν βρίσκει λέξεις να
περιγράψει, όπως ακριβώς αυτοί που διάβηκαν [//83] πέρα από τον τάφο δεν μπορούν να μας πουν την πείρα
τους για τη νέα κατάσταση.
Η πνευματική κατάσταση που μόλις περιγράφηκε οδηγεί
στη θεωρία του Σταυρωμένου Χριστού. Με απλωμένα τα χέρια του ζητά να συγκεντρώσει
όλους σε ένα, να συνδέσει και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου. Το σώμα
του κρεμασμένο στο Σταυρό σχηματίζει μια θαυμάσια γέφυρα μεταξύ γης και
ουρανού. Ενώνοντας στον εαυτό του Θεό και άνθρωπο μας καλεί ν’ ακολουθήσουμε τα βήματα του. Δεν είναι εύκολο
ν’ απεικονίσει κανείς τί συναντά το πνευματικό μάτι αυτές τις στιγμές. Ακριβώς όπως
ένα σώμα βαρύ, που ελέγχεται από τη γήϊνη βαρύτητα, οι μηχανικοί του διαστήματος
το βάζουν σε κίνηση με απίθανη ταχύτητα στην επιφάνεια της γης, έτσι και το πνεύμα
μας στην προσευχή, κατά την άνοδο του στο Θεό, υπερνικά πάθη που μας κρατούν κάτω,
και δεν μας επιτρέπουν να κινηθούμε στη φωτεινή σφαίρα του θείου και να θεωρήσουμε το μεγαλείο το μέχρι τώρα άγνωστο.
Στα βάθη της συνειδήσεως μας αντιλαμβανόμαστε την άναρχη Αλήθεια και το Πνεύμα
μαρτυρεί την αθανασία μας. Έτσι ο πρώτος τρόμος από τη θέα του σκότους και του
θανάτου αλλάζει σε μια θέα φωτός και ζωής που δεν καταστρέφεται.
Το άγγιγμα της θείας αγάπης στην καρδιά αποτελεί
την πρώτη μας επαφή με την ουράνια πλευρά της αβύσσου. Αφού σωθήκαμε από τη δύναμη
του θανάτου, το πνεύμα μας δεν τρέμει πια στη θέα του θανάτου. Όμως η αγάπη που
έχει εισχωρήσει στην ψυχή δεν είναι ελεύθερη από ένα φόβο άλλου είδους. Φοβάται
μήπως κατά κάποιο τρόπο πληγώσει ένα συνάνθρωπο και ίσως περισσότερο μήπως
δυσαρεστήσει το Άγιο Πνεύμα με ένα παλμό της καρδιάς ή σκέψη ή λέξη. Μόνο με
αφθονότερη χάρη, που εκδηλώνεται με την αγάπη στους εχθρούς, το πνεύμα [//84] εξοικειώνεται με το Θεό.
Ακόμα και με μια τέτοια αγάπη μπορούμε
να έχουμε προβλήματα με τους ανθρώπους, αφού η παρουσία αυτής καθ’ αυτής της θείας
ενέργειας μέσα μας κατά παράξενο τρόπο προκαλεί συμπάθεια και σ’ αυτούς ακόμα
που δεν αγαπούν το Θεό. Δεν υπάρχει βαθύτερη και πιο τραγική σύγκρουση από τη σύγκρουση του κόσμου μας και του Χριστού.
Αυτοί που δεν έχουν αναγεννηθεί εκ των άνω δεν
μπορούν ποτέ να εννοήσουν τους αναγεννημένους. Αυτοί δε διακρίνουν τίποτε το
εξαιρετικό στους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά τους φαίνονται καχεκτικοί και
υποκριτές. Η αναγεννημένη ψυχή είναι πιο ευαίσθητη σ’ όλα τα πνευματικά φαινόμενα,
τραυματίζεται απ’ όλα όσα αντιτίθενται στη θεία αγάπη, δηλαδή συκοφαντία, βία,
φόνο, κ.λ.π. Μαζί μ’ αυτό μια υπομονετική στάση σε κάθε δοκιμασία κάνει την
αναγεννημένη ψυχή να κατανοεί την «άνωθεν σοφίαν». Σ’ ένα απόκρυφο σημείο μέσα
σ’ αυτή, η ψυχή βρίσκει «πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,14).
Η προσευχή είναι όπως ένα ισχυρό χέρι που ανυψώνει στο βασίλειο του Θεού, σε κάθε
τόπο και χρόνο, στην τύρβη του πλήθους στην ευχάριστη ώρα ανάπαυσης, σε περιόδους
μοναξιάς.
Αρχικά ο αγώνας για την προσευχή φαίνεται πάνω απ’
τις δυνάμεις μας, αλλά, αν επιμείνουμε, η ψυχή θα μπορέσει με το πέρασμα του χρόνου
να περιλάβει μέσα της συγχρόνως χαρά και λύπη, απελπισία και ελπίδα. Δεν εναλλάσονται
πια η έπαρση και η κατάθλιψη, αφού όλες οι καταστάσεις αποτελούν ένα σύνολο. Με
τη γνώση του Θεού η ψυχή έχει αποκτήσει μια βαθειά ειρήνη.
Άγνωστοι οι δρόμοι του Κυρίου. Ο άνθρωπος μόνος του
δεν μπορεί να τους ανακαλύψει. Ο Θεός με την εμφάνιση του μας αποκάλυψε το
μοναδικό δρόμο για την αιώνια λύτρωση. Μας έδωσε παράδειγμα σε όλα. Μας δίδαξε [//85] πώς ενεργεί το Άγιο Πνεύμα
μέσα μας. Μας γέμισε με ανέσπερο φως, μακριά από το
οποίο δεν υπάρχει αληθινή γνώση πουθενά, ούτε
σωτηρία για κανένα. Από αυτόν μάθαμε για
τις χωρίς όρια δυνατότητες γι’ αυτούς που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την εικόνα του.
Άναρχε Θεέ και
Πατέρα,
που είσαι ευλογητός πριν από τους αιώνες, που μας
αποκάλυψες το μυστήριο σου,
το δρόμο για τη σωτηρία μας.
Ανανέωσε τη φύση μας
με το Λόγο σου που κατοικεί μέσα μας και κάνε μας
ναό
του Αγίου σου Πνεύματος,
για να φρουρούμαστε από τη δύναμη σου και να σε
δοξάζουμε όπως πρέπει
τώρα και πάντοτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου