Η τραγωδία της εποχής μας βρίσκεται κυρίως στην άγνοια
μας ή την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι υπάρχουν δύο βασίλεια, το πρόσκαιρο
και το αιώνιο. Θα θέλαμε να χτίσουμε τη βασιλεία των Ουρανών στη γη απορρίπτοντας
κάθε ιδέα για ανάσταση και αιωνιότητα. Η ανάσταση είναι ένας μύθος. Ο Θεός είναι
νεκρός.
Ας επιστρέψουμε πίσω στη βιβλική αποκάλυψη, στη
δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, και στο πρόβλημα της προπατορικής αμαρτίας.
«Ο Θεός φως εστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α’ Ιωάν. 1,5). Η εντολή
που δόθηκε στους πρωτόπλαστους στον παράδεισο, αποδεικνύει και συγχρόνως δηλώνει ότι,
παρότι ο Αδάμ είχε απόλυτη ελευθερία εκλογής, η εκλογή του να φάει από
το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού θα είχε σαν αποτέλεσμα μια διακοπή
σχέσεως με το Θεό, τη μοναδική πηγή της ζωής. Λαβαίνοντας γνώση του κακού – με άλλα λόγια με την υπαρξιακή σχέση
με το κακό, αφού γεύτηκε ο Αδάμ το κακό, αναπόφευκτα διέκοψε τη σχέση του με το
Θεό, ο οποίος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να έχει σχέση με το κακό (Β’ Κορ.
6,14.15). Διακόπτοντας τη σχέση με το Θεό ο Αδάμ πεθαίνει. «Η δ’ αν ημέρα φάγητε
απ’ αυτού» και έτσι απομακρυνθείτε από εμένα, περιφρονώντας την αγάπη μου, την
εντολή μου, το θέλημα μου, «θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2,17). Ο ακριβής τρόπος
κατά τον οποίο «εδοκίμασεν» ο Αδάμ τον
καρπό της γνώσεως του καλού και του κακού δεν είναι ουσιώδης. Η αμαρτία του ήταν
η αμφιβολία του για το Θεό, η επιθυμία του να καθορίσει τη ζωή του ανεξάρτητα [//49] από το Θεό, ακόμα η απομάκρυνση
από αυτόν κατά τον τύπο του Εωσφόρου. Αυτό ακριβώς είναι
η ουσία του αμαρτήματος του Αδάμ. Ήταν μια κίνηση προς αυτοθεοποίηση. Ο Αδάμ μπορούσε να επιθυμεί φυσικά την θεοποίηση, άλλωστε
είχε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού, αλλά αμάρτησε στον τρόπο θεοποιήσεως, γιατί
αυτή δεν έγινε δια μέσου της ενώσεώς του με το Θεό αλλά με ρήξη. Το ερπετό εξαπάτησε
την Εύα, τη σύζυγο που ο Θεός είχε δημιουργήσει για τον Αδάμ, ισχυριζόμενο ότι ο Θεός
έθετε αυτή την απαγόρευση που τους περιόριζε την ελευθερία τους να αναζητήσουν
γνώση Θείας πληρότητας, την οποία ο Θεός δεν επιθυμούσε γι’ αυτούς που «θα ήταν
ως θεοί γινώσκοντες το καλόν και το κακόν» (Γεν. 3,5).
Συνάντησα την ιδέα της τραγωδίας όχι στη ζωή αλλά
στη φιλολογία. Οι σπόροι της τραγωδίας –το διαπίστωσα στη νεαρή μου ηλικία– σπέρνονται
όταν ο άνθρωπος συναρπάζεται από κάποιο ιδανικό. Για να πετύχει αυτό το ιδανικό,
ο άνθρωπος είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει κάθε θυσία, κάθε ταλαιπωρία, ακόμα
κι αυτή τη ζωή του. Συμβαίνει όμως, όταν πετύχει το αντικείμενο των προσπαθειών
του, ν’ αποδεικνύεται ότι αυτό είναι μια ανόητη χίμαιρα. Η πραγματικότητα δεν
ανταποκρίνεται σ’ αυτό που είχε κατά νου. Αυτή η λυπηρή ανακάλυψη οδηγεί σε
βαθειά απαγοήτευση, σ’ ένα τραυματισμένο πνεύμα, ένα τερατώδη θάνατο.
Πολλοί άνθρωποι έχουν διαφορετικά ιδανικά. Υπάρχει
το ιδανικό της δυνάμεως, όπως συνέβη με τον Μπόρις Γκοντούνωφ. Στην επιδίωξη
του σκοπού του δεν δίστασε ούτε μπροστά στην αιματοχυσία. Κατόπιν όμως ανακάλυψε
ότι δεν απέκτησε αυτό που ανέμενε· «έφτασα στο ύψος της δυνάμεως, αλλά η ψυχή
μου δεν γνωρίζει ευτυχία». Αν και τα σχετικά με το πνεύμα απαιτούν ευγενέστερη έρευνα,
ο ιδιοφυής στο βασίλειο της επιστήμης [//50] και της τέχνης αργά ή γρήγορα ανακαλύπτει την ανικανότητα
του να πραγματοποιήσει τα αρχικά του οράματα. Και πάλι η λογική κατάληξη είναι
ο θάνατος.
Η μοίρα του κόσμου με συγκλόνισε βαθειά. Η ανθρώπινη
ζωή σε οποιοδήποτε στάδιο ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένη με ταλαιπωρίες. Ακόμα
και η αγάπη ήταν γεμάτη αντιθέσεις και πικρές κρίσεις. Η σφραγίδα της καταστροφής
ήταν παντού.
Ήμουνα ακόμα νέος όταν η τραγωδία των ιστορικών
γεγονότων ξεπέρασε κάθε τι που είχα μελετήσει στα βιβλία. (Αναφέρομαι στο ξέσπασμα
του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που σύντομα ακολουθήθηκε από την επανάσταση στη
Ρωσία). Οι νεανικές μου ελπίδες και τα όνειρα μου κατέρρευσαν. Αλλά συγχρόνως
μια νέα θεώρηση του κόσμου και της σημασίας του εμφανίστηκε μπροστά μου. Κοντά
στην καταστροφή σιγά‐σιγά σχεδίασα την αναγέννηση μου. Είδα ότι δεν υπήρχε τραγωδία
στο Θεό. Η τραγωδία ήταν μόνο στο βίο των ανθρώπων, που το βλέμμα τους δεν ξεπέρασε
ποτέ τα γήινα όρια. Ο Χριστός ο ίδιος αναμφίβολα δεν απετύπωσε την τραγωδία. Ούτε
όλες οι ταλαιπωρίες του στον κόσμο ήταν τραγικής φύσεως. Και ο χριστιανός ο οποίος
δέχτηκε το δώρο της αγάπης του Χριστού, παρ’ όλο που γνωρίζει ότι ακόμα δεν είναι
ολοκληρωμένος, ξεφεύγει τον εφιάλτη του θανάτου που καταστρέφει τα πάντα. Η αγάπη
του Χριστού, σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του εδώ μεταξύ μας, ήταν μια
φοβερή ταλαιπωρία. «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη», εκραύγασε,
«έως πότε ανέξομαι υμών» (Ματθ. 17,17). Έκλαψε για τον Λάζαρο και τις αδελφές του (Ιωάν. 11,35). Πικράθηκε για τη
σκληρότητα των Ιουδαίων που σκότωσαν τους προφήτες (Ματθ. 23,38) και «ο ιδρώς
αυτού εγένετο [//51] ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,44). Ζούσε την
τραγωδία όλου του ανθρώπινου γένους αλλά αυτός ο ίδιος δεν ήταν τραγωδία. Τούτο
είναι φανερό από τους λόγους του, τους οποίους είπε πιθανόν λίγο νωρίτερα, πριν από
τη λυτρωτική θυσία
του για όλη
την ανθρωπότητα, στον κήπο των
Ελαιών:
«Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. 14,27). Και λίγο αργότερα: «Ουκ ειμί
μόνος ότι ο Πατήρ μου μετ’ εμού εστι. Ταύτα λελάκηκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε.
Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν.
16,32.33). Το ίδιο και με το χριστιανό. Παρ’ όλο το βαθύ πόνο του, τα δάκρυα
του, τις προσευχές του για τον κόσμο, δε φτάνει ποτέ σε καταστροφική απελπισία.
Κάτοχος ο άνθρωπος της πνοής του Αγίου Πνεύματος, είναι πεπεισμένος για την
αναπόφευκτη νίκη του Φωτός. Η αγάπη του Χριστού ακόμα και στον ισχυρότερο πόνο,
(τον οποίο θα μπορούσα να καλέσω «κόλαση της αγάπης»), επειδή είναι αιώνια, είναι
απαλλαγμένη από κάθε πάθος. Έως ότου επιτύχουμε την υπέρτατη ελευθερία από τα γήινα
πάθη, η ταλαιπωρία και η θλίψη μπορούν να καταβάλλουν το σώμα, αλλά μόνο το σώμα
θα πεθάνει. «Μη φοβηθήτε από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων
αποκτείναι» (Ματθ. 10,28).
Μπορούμε να πούμε ότι η ανθρωπότητα σαν σύνολο δεν
έφτασε ακόμα στο μέτρο του Χριστιανισμού
και συνεχίζει μέχρι σήμερα να σύρεται σε μια σχεδόν κτηνώδη ύπαρξη. Στην άρνηση
να δεχθεί το Χριστό ως αιώνιο άνθρωπο και, το σπουδαιότερο, ως αληθινό Θεό και
σωτήρα, οιανδήποτε μορφή και αν λάβει αυτή η άρνηση, ή οιανδήποτε και αν είναι
η πρόφαση, η ανθρωπότητα χάνει το φως της αιώνιας ζωής. «Πάτερ, ούς δέδωκας
μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν
ήν δέδωκας μοι, ότι ηγάπησας με [//52] προ καταβολής κόσμου» (Ιωάν. 17,24). Εκεί στη
βασιλεία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κατοικεί ο
νους μας. Πρέπει να διψάμε και να πεινάμε την είσοδο μας σ’ αυτή την εξαίσια Βασιλεία. Τότε θα
υπερνικήσουμε μέσα μας την αμαρτία της αρνήσεως της αγάπης του Πατέρα, όπως αυτή
μας αποκαλύφτηκε από τον Υιό (Ιωάν. 8,24). Όταν διαλέξουμε το Χριστό, θα
μεταφερθούμε πέρα από χρόνο και τόπο, πέρα απ’ αυτό το γεγονός, που ονομάζουμε «τραγωδία».
Τη στιγμή κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα μας βραβεύει
με τη γνώση του υποστατικού τύπου προσευχής, τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να σπάζουμε
τα δεσμά που μας εμπόδιζαν. Βγαίνοντας από το κελί της φυλακής του ατομισμού
και μπαίνοντας στην ευρύτητα της ζωής της καθ’ ομοίωσιν του Χριστού, γινόμαστε
μέτοχοι της φύσεως της προσωπικότητας σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ας σταματήσουμε για
λίγο να εξετάσουμε τη διαφορά μεταξύ δυο θεολογικών ιδεών: του ατόμου και του
προσώπου (persona). Όλοι αναγνωρίζουν ότι το «εγώ» είναι το όπλο στη μάχη για την ύπαρξη του
ατόμου που αρνείται την κλήση του Χριστού
για το άνοιγμα
της καρδιάς σε μια παγκόσμια
καθολική αγάπη. Το
«πρόσωπο» (persona) αντίθετα είναι ακατάληπτο χωρίς την αγάπη και του Θείου Όντος και του
ανθρωπίνου που αγκαλιάζει τα πάντα. Κατ’ επέκταση και πέρα από κάθε ασκητική
προσπάθεια, μπορούμε να ατενίσομε την αγάπη που δίδαξε ο Χριστός και μπορούμε ακόμα να κατανοήσομε όλο
τον κόσμο μέσα από τα δικά μας παθήματα και τις αναζητήσεις. Γινόμαστε σαν ένα
ραδιόφωνο παγκόσμιας λήψεως και μπορούμε να προσδιορίσουμε με το «τραγικό σημείο»
τον εαυτό μας, όχι μόνο στη ζωή των ανθρώπων ατομικά, αλλά στη ζωή του κόσμου
και να προσευχόμαστε για τον κόσμο όπως για τον ίδιο τον εαυτό μας. Στο είδος αυτό
[//53] της προσευχής το πνεύμα βλέπει
το βάθος του κακού, το καταθλιπτικό αποτέλεσμα της γέυσεως «του δένδρου της γνώσεως
του καλού και του κακού». Αλλά δεν είναι μόνο το κακό που μπορούμε να δούμε·
ερχόμαστε επίσης σε επαφή και με το Απόλυτο καλό, το Θεό, ο οποίος μεταμορφώνει
την προσευχή μας σε μια όραση του ακτίστου φωτός. Η ψυχή τότε ξεχνά τον κόσμο
για τον οποίο προσευχόταν και παύει να αισθάνεται το σώμα. Η προσευχή της θείας
αγάπης γίνεται αυτή καθ’ αυτή η ύπαρξη μας, το σώμα μας.
Η ψυχή μπορεί να επιστρέψει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Αλλά το Πνεύμα που γεύτηκε την ανάσταση και πλησίασε υπαρκτικά την αιωνιότητα,
ακόμα περισσότερο πείθεται ότι η τραγωδία και ο θάνατος είναι συνέπεια της
αμαρτίας και ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας παρά μέσω του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου